Η ελληνική οικονομία και η κρίση του κορωναϊού
Σταύρος Μαυρουδέας
* Καθηγητής Πολιτικής Οικονομίας
στο Πάντειο Πανεπιστήμιο
Η επιδημία του COVID-19 πυροδοτεί μία βαθειά ύφεση της ελληνικής οικονομίας που θα φθάσει διψήφια ποσοστά το 2020. Συγκριτικά, από την κρίση του 2010 ποτέ η ετήσια ύφεση δεν ξεπέρασε το 10%. Η ύφεση αυτή κυοφορούνταν ήδη, παρά τις αντίθετες διαβεβαιώσεις όλων των κατά καιρούς κυβερνήσεων. Η ελληνική οικονομία είναι μια αποτυχημένη οικονομία. Από την ένταξή της στην ΕΕ, αποβιομηχανοποιήθηκε και έγινε οικονομία υπηρεσιών, εξαρτώμενη σε μεγάλο βαθμό από τον τουρισμό και την εσωτερική ζήτηση. Η παγκόσμια κρίση του 2008 και η επακόλουθη κρίση της ευρωζώνης του 2010 την έπληξαν καίρια.
Τα επιβληθέντα προγράμματα λιτότητας των ΕΕ-ΔΝΤ την εξασθένισαν περαιτέρω, αντί να επιδιορθώσουν τα διαρθρωτικά προβλήματα της. Δεν θα μπορούσε άλλωστε να γίνει αλλιώς καθώς τα περισσότερα διαρθρωτικά προβλήματα πηγάζουν από την ένταξη στην ΕΕ και φυσικά τα Μνημόνια ήρθαν για να διασφαλίσουν την παραμονή της χώρας στην ευρω-φυλακή. Η σταθεροποίηση που πέτυχαν από το 2015 είχε πήλινα πόδια καθώς η παραγωγική δομή της χώρας παραμένει προβληματική. Ενδεικτικά, παρά τους διθυράμβους περί ανάπτυξης τόσο της προηγούμενης όσο και της τωρινής κυβέρνησης, το πάγιο κεφάλαιο της ελληνικής οικονομίας μειώνεται συνεχώς για 9 έτη. Έτσι, ήδη από τα τέλη του 2019 φάνηκαν σημάδια επιβράδυνσης.
Η επιδημία του κοραναϊού επιδείνωσε αυτήν την κατάσταση και πυροδότησε μια σοβαρή κρίση. Άλλωστε τα συνακόλουθα κλεισίματα οικονομικών δραστηριοτήτων πλήττουν ισχυρότερα οικονομίες υπηρεσιών (όπως η ελληνική) συγκριτικά με βιομηχανικές οικονομίες.
Τα στοιχεία επιβεβαιώνουν αυτή τη θλιβερή κατάσταση: -16% του ΑΕΠ κατά το πρώτο τρίμηνο του 2020, δηλαδή χωρίς τον Απρίλιο και τον Μάιο όταν το κλείσιμο δραστηριοτήτων ήταν σε πλήρη ισχύ. Οι προοπτικές είναι εξίσου δυσοίωνες. Η κυβέρνηση μέχρι τώρα μίλαγε για μικρή ύφεση και μόνο εσχάτως, και σαν το χειρότερο σενάριο, μηρυκάζει περί συρρίκνωσης του ΑΕΠ κατά -9,7%. Αυτή είναι καθαρή υποκρισία. Η συρρίκνωση θα είναι πολύ υψηλότερη από το 10%, αλλά η κυβέρνηση προσπαθεί να κάνει μασάζ στους αριθμούς για να αποφύγει τον πολιτικά ζημιογόνο διψήφιο αριθμό.
Εξίσου υποκριτικό είναι το σενάριο μιας γρήγορης ανάκαμψης (σχήματος V στην οικονομική ορολογία) το 2021. Οι οικονομίες υπηρεσιών δεν έχουν την ευελιξία να προβούν σε τέτοιες ανακάμψεις. Πόσο μάλλον εάν έχουν τα διαρθρωτικά προβλήματα της ελληνικής. Συνεπώς, θα χρειαστεί πολύ περισσότερος χρόνος για ανάκαμψη της οικονομίας.
Μπροστά σε αυτή την ζοφερή κατάσταση η ελληνική ολιγαρχία στρουθοκαμηλίζει ως συνήθως. Η κυβέρνηση προσπαθεί να κερδίσει χρόνο και χώρο βασιζόμενη στην αντιπολιτευτική ανυπαρξία του ΣΥΡΙΖΑ (άλλωστε μοιράζονται την ίδια μνημονιακή οικονομική πολιτική και τις δεσμεύσεις της) και σε ξεροκόμματα από την ΕΕ. Η τελευταία υποχρεώθηκε να χαλαρώσει για εφέτος τους κανόνες λιτότητας και επίσης να φτιάξει ένα πρόγραμμα έκτακτης βοήθειας (που ακόμη η δομή και το μέγεθος του είναι αντικείμενο καυγάδων). Όμως, η βοήθεια αυτή θα είναι μικρότερη της διατυμπανιζόμενης, θα εκταμιευθεί αργά (από το 2021) και θα έχει όρους λιτότητας. Μετά το εφετινό δημοσιονομικό ξεχαρβάλωμα της ΕΕ δεν υπάρχει περίπτωση να μην παρθούν μέτρα για συμμάζεμα των δημοσιονομικών ισοζυγίων. Στην περίπτωση της Ελλάδας το πρόβλημα είναι εντονότερο δεδομένου ότι ο λόγος χρέους/ΑΕΠ θα ξεπεράσει το 200%.
Ταυτόχρονα, το κυβερνητικό πακέτο στήριξης της οικονομίας είναι περιορισμένο και λειτουργεί μόνο επιβραδυντικά. Επίσης αφορά κυρίως το κεφάλαιο ενώ τα μέτρα για την εργασία είναι περιορισμένα. Χαρακτηριστικά, η ανεργία αναμένεται να ξεπεράσει το 22%.
Η κυβέρνηση της ΝΔ – πιστή στην παράδοση όλων των προκατόχων της – προσπαθεί να κρύψει αυτή τη ζοφερή εικόνα από το λαό. Θα αποτύχει όπως οι προκάτοχοι της. Η ελληνική οικονομία και κοινωνία μπαίνει σε μια νέα περίοδο πόνου και κοινωνικής αναταραχής. Για την μεγάλη εργαζόμενη πλειοψηφία της χώρας ο μόνος ρεαλιστικός δρόμος είναι η απεμπλοκή από τα δεσμά των συστημικών κομμάτων, της ελληνικής ολιγαρχίας και των ξένων πατρώνων και η ανοικοδόμηση της χώρας με βάση τις λαϊκές ανάγκες.
Αναδημοσίευση του άρθρο του Σ. Μαυρουδέα στην Documento, από το ιστολόγιό του.