Ελληνικός καπιταλισμός: ιμπεριαλιστικός ή εξαρτημένος; (ή, αλλιώς, η μάχη για το αυτονόητο)
του Βασίλη Λιόση
Δημοσιεύτηκε στο αφιέρωμα της «Εφημερίδας των Συντακτών»
υπό τον τίτλο Οι Μεταμορφώσεις του Ελληνικού Καπιταλισμού
«Στρατηγέ…ιδού ο στρατός σας»
(Παναγιώτης Κανελλόπουλος προς τον Αμερικανό στρατηγό Βαν φλητ κατά την επίσκεψή του στην Ελλάδα το 1955)
Είναι αλήθεια ότι η συζήτηση για τη φύση του ελληνικού καπιταλισμού δεν απασχολεί ιδιαίτερα τις τελευταίες δεκαετίες τα πολιτικά υποκείμενα και τη διανόηση στην Ελλάδα. Άλλο τόσο αλήθεια, όμως, είναι πως πρόκειται για μια συζήτηση με μεγάλη αξία και σοβαρές επιπτώσεις στο πολιτικό πεδίο.
Στο παρελθόν στους κόλπους της Αριστεράς αναπτύχθηκε ένας προβληματισμός σχετικά με το αν η Ελλάδα είναι ιμπεριαλιστική ή εξαρτημένη. Το παρόν άρθρο θα επιχειρήσει να παρουσιάσει τις απόψεις των κλασικών του μαρξισμού για το εν λόγω ζήτημα, το ποιοι διανοούμενοι μίλησαν για την έννοια της εξάρτησης, τις σχετικές αντιπαραθέσεις στο ελληνικό τοπίο, τα κριτήρια κατάταξης μιας χώρας στο ιμπεριαλιστικό σύστημα, να απαντήσει στις αιτιάσεις περί «ιμπεριαλιστικής» Ελλάδας και να καταλήξει σε ένα συμπέρασμα το οποίο εξ αρχής δηλώνεται ότι θα υποστηρίζει τη θέση της οικονομικά και πολιτικά εξαρτημένης Ελλάδας.
Α. Η ΑΠΟΨΗ ΤΩΝ ΚΛΑΣΙΚΩΝ
Πρώτα από όλα απαιτείται μια διευκρίνιση. Όταν ο Μαρξ γράφει το Κεφάλαιο, ο καπιταλισμός βρίσκεται στο στάδιο του ελεύθερου ανταγωνισμού και όχι αυτό του μονοπωλιακού καπιταλισμού. Ωστόσο, η διαβάθμιση οικονομικής και πολιτικής ισχύος ανάμεσα στα κράτη ήταν δεδομένη και το καθεστώς αποικιοκρατίας εδραιωμένο.
Ο Μαρξ όσον αφορά την αποικιοκρατούμενη Ινδία έχει δύο περιόδους στη σκέψη του. Σε πρώτη φάση και συγκεκριμένα τις δεκαετίες του 1840 και 1850, ο Μαρξ (μαζί και ο Ένγκελς), έβλεπε ότι η οικονομική διείσδυση των Βρετανών στην Ινδία είχε ένα διττό χαρακτήρα: λειτουργούσε ως ένα μέσο για την επαναστατικοποίηση των παραγωγικών δυνάμεων αλλά και ως ένα μέσο καταπίεσης και βίας επί των γηγενών.
Στη δεύτερη φάση ο Μαρξ βλέπει αποκλειστικά τον καταστροφικό ρόλο της διείσδυσης του βρετανικού κεφαλαίου διαπιστώνοντας πως τα ινδικά προϊόντα έχουν αποκλειστεί από τη βρετανική αγορά, ή γίνονται δεκτά με σκληρότερους όρους, ενώ τα βρετανικά βιομηχανικά προϊόντα έχουν κατακλύσει την ινδική αγορά, με μικρό ή κατ’ όνομα φόρο, καταστρέφοντας την εγχώρια παραγωγή των φημισμένων ινδικών βαμβακερών.
Όσον αφορά την Ιρλανδία, οι δυο κλασικοί είναι σαφείς εξ αρχής. Ο Ένγκελς διαπιστώνει πως η κατοχή της Ιρλανδίας από τους Άγγλους έχει μετατρέψει τους Ιρλανδούς σε πόρνες, μεροκαματιάρηδες, μαστροπούς, λωποδύτες, ζητιάνους ή τους εξαναγκάζουν σε μετανάστευση. Με τη σειρά του ο Μαρξ διαπιστώνει το 1867 πως η βιομηχανική ανάπτυξη της Ιρλανδίας έχει συντριβεί υπό το αποικιακό αγγλικό καθεστώς[1].
Ο Μαρξ στις «Θεωρίες για την υπεραξία» περιγράφει και τον μηχανισμό της άνισης ανταλλαγής ανάμεσα σε χώρες με διαφορετικό επίπεδο ανάπτυξης των παραγωγικών δυνάμεων: «Κέρδος μπορεί να βγει και με την απάτη, με το ότι ο ένας κερδίζει τόσα όσα χάνει ο άλλος. Η ζημιά και το κέρδος εξισώνονται στα πλαίσια μιας χώρας. Δε γίνεται το ίδιο ανάμεσα σε διάφορες χώρες. Ακόμα και σύμφωνα με τη θεωρία του Ρικάρντο […] μπορούν 3 ημέρες εργασίας μιας χώρας να ανταλλαχθούν με μια ημέρα εργασίας μιας άλλης χώρας […] Στην περίπτωση αυτή η πλουσιότερη χώρα εκμεταλλεύεται τη φτωχότερη, ακόμη κι αν η δεύτερη χώρα κερδίζει από την ανταλλαγή […]»[2],η υπογράμμιση δική μας.
Ο Μαρξ ειρωνευόταν όσους δεν μπορούσαν (ή δεν ήθελαν) να καταλάβουν την άνιση ανταλλαγή μεταξύ των εθνοκρατικών σχηματισμών: «Δεν πρέπει να απορούμε που οι οπαδοί του ελεύθερου εμπορίου δεν μπορούν να καταλάβουν πώς μπορεί μια χώρα να πλουτίζει σε βάρος μιας άλλης, αφού οι ίδιοι αυτοί κύριοι, δεν θέλουν πια να καταλάβουν πώς, στο εσωτερικό μιας χώρας, μια τάξη μπορεί να πλουτίζει σε βάρος μιας άλλης τάξης»[3].
Στο στάδιο του ελεύθερου ανταγωνισμού υπήρχαν μονοπώλια αλλά δεν είχαν αποκτήσει ακόμη τον κυρίαρχο ρόλο που θα αποκτούσαν στο επόμενο στάδιο. Κυριαρχούσαν τα διάσπαρτα μικρά και μεσαία κεφάλαια. Τα πιο ισχυρά εξ αυτών, με δεδομένη την οικονομική κρίση προς τα τέλη του 19ου αιώνα, τις τεχνολογικές εξελίξεις και τη συσσώρευση πλούτου από τις αποικίες, μετατράπηκαν σε μονοπώλια κυριαρχώντας στην οικονομική κίνηση του καπιταλισμού μαζί με τα μονοπώλια που ήδη υπήρχαν. Ακριβώς σε αυτή την ιστορική εποχή, διανοητές αντιλαμβάνονται τις αλλαγές και παρεμβαίνουν στον δημόσιο διάλογο. Έτσι, είτε σποραδικά, είτε συντεταγμένα οι Λαφάργκ, Λούξεμπουργκ, Χίλφερντιγκ, Χόμπσον, Μπουχάριν και ασφαλώς ο Λένιν αναφέρονται στο μονοπωλιακό στάδιο, δηλαδή, τον ιμπεριαλισμό.
Η περιορισμένη έκταση του κειμένου δεν μας επιτρέπει την αναλυτική παρουσία των απόψεων των προαναφερόμενων διανοητών. Θα σταθούμε για λόγους οικονομίας αλλά και ουσίας στη σκέψη του Λένιν.
Ο Λένιν πριν να καταλήξει στη γνωστή του μπροσούρα που φέρει τον τίτλο Ιμπεριαλισμός το ανώτατο στάδιο του καπιταλισμού, είχε συγγράψει ένα πλήθος άρθρων που προετοίμασαν το έδαφος. Στο εκλαϊκευτικό δοκίμιό του περιγράφει τη νέα πραγματικότητα μέσα από τη συγκέντρωση της παραγωγής και την κατίσχυση των μονοπωλίων, τις τράπεζες και τον νέο τους ρόλο, τη χρηματιστική ολιγαρχία, την εξαγωγή του κεφαλαίου και το μοίρασμα του κόσμου ανάμεσα σε ενώσεις καπιταλιστών και τις μεγάλες δυνάμεις.
Εκτός, όμως, της περιγραφής της νέας κατάστασης, κάνει κάτι ακόμη εξίσου κρίσιμο. Δίνει δύο ορισμούς του ιμπεριαλισμού. Έναν συμπυκνωμένο και σε υψηλό αφαιρετικό επίπεδο και έναν αναλυτικό. Σύμφωνα με τον πρώτο «ο ιμπεριαλισμός είναι το μονοπωλιακό στάδιο του καπιταλισμού». Αντιλαμβανόμενος όμως ότι οι πολύ σύντομοι ορισμοί είναι ανεπαρκείς, διατυπώνει τον ορισμό με τα πέντε χαρακτηριστικά του νέου σταδίου: τον αποφασιστικό ρόλο των μονοπωλίων στην οικονομική ζωή, τη συγχώνευση τραπεζικού και βιομηχανικού κεφαλαίου για τη δημιουργία του χρηματιστικού κεφαλαίου, την εξαιρετικά σπουδαία σημασία που έχει αποκτήσει η εξαγωγή του κεφαλαίου σε διάκριση με την εξαγωγή των εμπορευμάτων, τη συγκρότηση διεθνών μονοπωλιακών ενώσεων των καπιταλιστών οι οποίες μοιράζουν τον κόσμο και το τέλος του εδαφικού μοιράσματος της γης ανάμεσα στις μεγαλύτερες καπιταλιστικές δυνάμεις. Με αυτό το τελευταίο υπογράμμιζε το τέλος της αποικιοκρατικής εποχής και το πέρασμα σε ένα νέο στάδιο[4].
Δύο κομβικές διαπιστώσεις του Λένιν σχετίζονται με την κριτική του απέναντι στον Κάουτκσι, ο οποίος είχε προτείνει το θεωρητικό σχήμα του υπεριμπεριαλισμού με βάση το οποίο α) το οικονομικό στοιχείο έμπαινε σε δεύτερη μοίρα σε σχέση με το πολιτικό και β) υποτιμούνταν οι αντιθέσεις μεταξύ των μεγάλων δυνάμεων.
Ο Λένιν στον Ιμπεριαλισμό κάνει αναφορά στις εξαρτημένες χώρες και σε άλλο έργο του κατηγοριοποιεί τις χώρες σε τρεις τύπους. Στον πρώτο τύπο ανήκουν οι αναπτυγμένες κεφαλαιοκρατικές χώρες της δυτικής Ευρώπης και οι ΗΠΑ. Στον δεύτερο τύπο βρίσκεται η Ανατολική Ευρώπη όπου το ζήτημα του δικαιώματος της αυτοδιάθεσης του έθνους είναι παρόν. Στον τρίτο τύπο ανήκουν οι μισοαποικίες όπως η Κίνα, η Περσία, στις οποίες τα αστικοδημοκρατικά κινήματα μόλις ξεκινούν και καθήκον των επαναστατών είναι η άμεση απελευθέρωση των αποικιών[5]. Η διάκριση αυτή είχε τεράστια σημασία για τη μετέπειτα χάραξη τακτικής και στρατηγικής από την πλευρά της Κομμουνιστικής Διεθνούς και ιδιαίτερα κατά τη διάρκεια του Β΄ παγκοσμίου πολέμου.
Β. ΔΙΑΝΟΟΥΜΕΝΟΙ ΓΙΑ ΤΗΝ ΕΞΑΡΤΗΣΗ
Η διάκριση των χωρών –αναφερόμαστε κυρίως στη μεταπολεμική περίοδο– σε ιμπεριαλιστικές, εξαρτημένες και ενδιάμεσες είτε υιοθετήθηκε από μέρος της Αριστεράς, είτε απορρίφθηκε. Συγκεκριμένα, την ύπαρξη πολιτικοοικονομικής εξάρτησης την ενστερνίστηκαν η σοβιετική σχολή, η πλειονότητα των κομμουνιστικών κομμάτων, η σχολή σκέψης που υπαγόταν στο περιοδικό Monthly Review, διανοούμενοι όπως οι Σαμίρ Αμίν, Ρουί Μάουρο Μαρίνι, Αργύρης Εμμανουήλ και σύγχρονοι συνεχιστές τους όπως οι Ενρίκε Ντουσέλ, Θεοντόνιο Ντος Σάντος, Αντρέ Γκούντερ Φρανκ, Κλαούντιο Κατζ κ.ά.. Απορρίφθηκε από ρεύματα του τροτσκισμού και του αναρχισμού.
Πρέπει να διευκρινίσουμε ότι μεταξύ αυτών των διανοητών δεν υπάρχει πάντα ταύτιση απόψεων στα ζητήματα της πολιτικής οικονομίας, ούτε και οι πολιτικές τους διαδρομές ήταν ίδιες.
Σε κάθε περίπτωση η διαπίστωση μιας χώρας ως εξαρτημένης ή ως ιμπεριαλιστικής, υπήρξε ένα θεωρητικό εργαλείο ανάλυσης που εν συνεχεία επέδρασε αποφασιστικά στη ρητορική των κομμάτων, στο περιεχόμενο του Προγράμματός τους, στις πολιτικές τους αποφάσεις.
Γ. ΟΙ ΑΠΟΨΕΙΣ ΣΤΗΝ ΕΛΛΑΔΑ
Πρώτα από όλα απαιτείται η καταγραφή του στρατηγικού στίγματος, θεωρητικού-πολιτικού-οικονομικού, της ελληνικής αστικής τάξης. Πέρα από τις διαφορές, τις αντιθέσεις και τις «παρενθέσεις» η ελληνική αστική τάξη υιοθέτησε τη στρατηγική της υποτέλειας. Αυτή η στρατηγική περιγράφηκε με τον πιο ανάγλυφο και προκλητικό τρόπο στην έκθεση Βαρβαρέσου. Ο Βαρβαρέσος υποστήριξε ότι η Ελλάδα έχει περιορισμένες οικονομικές δυνατότητες, ότι η αύξηση των εργατικών μισθών δεν συμφέρει την εργατική τάξη, ότι δεν είναι δυνατή η ανάπτυξη της βιομηχανίας σε χώρες φτωχές όπως η Ελλάδα και ότι η Ελλάδα πρέπει να στηριχτεί στη γεωργία, την οικοδομή, το εμπόριο και τη ναυτιλία[6]. Επρόκειτο για συμπύκνωση της θεωρίας της Ψωροκώσταινας που βρισκόταν στον αντίποδα της μνημειώδους μελέτης του Δημήτρη Μπάτση[7].
Στην Ελλάδα, πέρα από ιδεολογικές και πολιτικές διαφορές που υπήρχαν στους κόλπους της Αριστεράς, η συντριπτική πλειονότητα των κομμάτων υποστήριζε τη θέση για εξαρτημένη Ελλάδα: το ΚΚΕ διέθετε την πιο συγκροτημένη θεώρηση από την 6η Ολομέλεια του 1934 κι έπειτα, η ΕΔΑ στη συνέχεια πήρε τη σκυτάλη προβάλλοντας το ζήτημα της εξαρτημένης Ελλάδας, το ΠΑΣΟΚ χρησιμοποίησε κατά κόρον τα εθνικοανεξαρτησιακά συνθήματα και αιτήματα πριν το 1981, το ΚΚΕ Εσωτερικού θεωρούσε την Ελλάδα και αυτό ως εξαρτημένη με στρατηγικές, ωστόσο, διαφορές σε σχέση με το ΚΚΕ και τέλος στον μαοϊκό χώρο ο αντιιμπεριαλισμός αποτέλεσε επίσης συστατικό στοιχείο.
Τη θέση περί ιμπεριαλιστικής Ελλάδας ή περί υποϊμπεριαλισμού, την είχαν και την έχουν τροτσκιστικές ομάδες, μέρος της Αναρχίας και το περιοδικό Θέσεις. Ωστόσο, συνέβη μία μάλλον απρόσμενη αλλαγή αφού η ηγεσία του ΚΚΕ μέσω αρθρογραφίας και κομματικών ντοκουμέντων, τα τελευταία περίπου 20 χρόνια, απέρριψε τη θέση της εξαρτημένης Ελλάδας, εισήγαγε τον νεοπαγή όρο της «ιμπεριαλιστικής πυραμίδας» και το σχήμα της «αλληλεξάρτησης» υπονοώντας έτσι τον ιμπεριαλιστικό χαρακτήρα (και) της Ελλάδας. Τελευταία ακραία επίπτωση αυτής της θεώρησης είναι το συμπέρασμα της σημερινής ηγεσίας του ΚΚΕ περί «μη συμμετοχής» του αμερικανικού παράγοντα στο στρατιωτικό πραξικόπημα του 1967 έτσι ώστε να στηριχθεί η θέση για την «αυτοτέλεια» της ελληνικής αστικής τάξης[8].
Δ. ΤΑ ΚΡΙΤΗΡΙΑ ΚΑΤΑΤΑΞΗΣ ΜΙΑΣ ΧΩΡΑΣ
Είναι αλήθεια ότι ο Λένιν στο γνωστό του έργο ενώ δίνει κριτήρια για τη διάκριση του σταδίου του ιμπεριαλισμού, δεν δίνει κριτήρια για την «ιμπεριαλιστικότητα» μιας χώρας. Εντούτοις, είναι απολύτως σαφές ότι ο όρος «ιμπεριαλιστικές δυνάμεις» που χρησιμοποιεί ταυτίζεται με τον όρο «μεγάλες δυνάμεις» και ως μεγάλες δυνάμεις εννοεί την Αγγλία, τη Γαλλία, τη Γερμανία, τις ΗΠΑ, την Ιαπωνία και τη Ρωσία. Την τελευταία την κατέτασσε σε αυτήν την ομάδα χωρών όχι ασφαλώς λόγω της ανάπτυξης των παραγωγικών της δυνάμεων αλλά λόγω του γεγονότος ότι κατείχε πλήθος αποικιών τις οποίες και αποστράγγιζε. Επομένως, ως ιμπεριαλιστικές δυνάμεις χαρακτήριζε εκείνες με τη μεγαλύτερη ανάπτυξη των παραγωγικών δυνάμεων, δηλαδή τις πιο αναπτυγμένες βιομηχανικά, που κατείχαν τα πιο ισχυρά μονοπώλια, που εκμεταλλεύονταν οικονομικά άλλες χώρες, που μοίραζαν τον κόσμο και που ήταν υπεύθυνες για τη διεξαγωγή του πρώτου παγκοσμίου πολέμου.
Σε αυτό το σημείο απαιτείται μια διευκρίνιση. Ορισμένοι συγχέουν, ηθελημένα ή αθέλητα, τα κριτήρια του ιμπεριαλισμού με τα κριτήρια της «ιμπεριαλιστικότητας» μιας χώρας. Πρόκειται για ένα ολέθριο λάθος. Τα κριτήρια του ιμπεριαλισμού αφορούν ένα νέο στάδιο του καπιταλισμού εντός του οποίου υπάρχουν διαβαθμίσεις ισχύος και άρα δεν μπορούν να χρησιμοποιηθούν ως κριτήρια «ιμπεριαλιστικότητας» μιας χώρας γιατί έτσι καταλήγουμε στο απολύτως παράλογο συμπέρασμα ότι όλες οι χώρες στον πλανήτη είναι ιμπεριαλιστικές: ΗΠΑ, Αγγλία και Γερμανία μπορούν να μπουν στο ίδιο τσουβάλι με την Ελλάδα, την Κύπρο, τη Μάλτα, την Αλβανία, την Μπουρκίνα Φάσο κ.λπ..
Πολύ συμπυκνωμένα θα μπορούσαμε να πούμε ότι ιμπεριαλιστικά είναι εκείνα τα κράτη που διαθέτουν τα ισχυρότερα μονοπώλια, τόσα και τέτοια που λόγω της τεράστιας υλικής δύναμής τους επιβάλλουν τη θέλησή τους στα άλλα κράτη. Μπορούν να τα απομυζούν με μεταφορά της υπεραξίας και υφαρπαγή αξιών και να επιβάλουν τα οικονομικά θέλω τους και την πολιτική τους βούληση μέσω των παγκόσμιων ιμπεριαλιστικών μηχανισμών όπως το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο, η Παγκόσμια Τράπεζα, το ΝΑΤΟ, η Ευρωπαϊκή Ένωση.
Από την άλλη, ως εξαρτημένα μπορούν να θεωρηθούν εκείνα τα κράτη που παρά το γεγονός ότι έχουν μονοπώλια, αυτά δεν είναι τόσο ισχυρά ώστε να επιβληθούν επί των άλλων. Εξαναγκάζονται επίσης ή αποδέχονται με τη συναίνεσή τους τη μεταφορά υπεραξίας από τον αδύναμο στον δυνατό κρίκο ακόμη και την ιδιοποίηση αξιών της εξαρτημένης χώρας όπως η δημόσια περιουσία τους.
Εν τέλει, η εξάρτηση έχει κατά κύριο λόγο υλική βάση και εξ αυτής παράγονται πολιτικά αποτελέσματα. Η ιμπεριαλιστική εκμετάλλευση γίνεται μέσω της μεταφοράς της υπεραξίας από τον αδύναμο κρίκο στον δυνατό, στη βάση προσόδων (για τα μονοπώλια της ιμπεριαλιστικής χώρας) και υπερεκμετάλλευσης της εργασίας (για την εξαρτημένη χώρα). Τα παραπάνω δημιουργούν το φαινόμενο της άνισης ανταλλαγής τόσο με την ευρεία έννοια, δηλαδή της ανταλλαγής των εμπορευμάτων κεφαλαίου, όσο και με τη στενή έννοια, δηλαδή της διαφοράς στην τιμή της εργατικής δύναμης. Η υλική αυτή βάση επικαθορίζει την πολιτική διείσδυση του ιμπεριαλιστή στην εξαρτημένη χώρα που εκφράζεται με κρατικές πολιτικές π.χ. διευκόλυνση δράσης του ξένου κεφαλαίου στη χώρα υποδοχής[9].
Ε. ΤΑ ΕΠΙΧΕΙΡΗΜΑΤΑ ΚΑΙ ΤΑ ΠΡΑΓΜΑΤΟΛΟΓΙΚΑ ΣΤΟΙΧΕΙΑ
Το ιδεολόγημα περί «ιμπεριαλιστικής Ελλάδας» στηρίζεται σε τρία βασικά επιχειρήματα: α) στην εξαγωγή ελληνικών κεφαλαίων στα Βαλκάνια, β) στη συμμετοχή της Ελλάδας σε στρατιωτικές επιχειρήσεις και γ) στο ισχυρό εφοπλιστικό κεφάλαιο.
Ξεκινώντας από το επιχείρημα της εξαγωγής του κεφαλαίου, πρέπει κατ’ αρχήν να διευκρινίσουμε πως η εξαγωγή από μόνη της δεν μπορεί να στηρίξει το επιχείρημα για τον χαρακτηρισμό μιας χώρας ως ιμπεριαλιστικής. Πρώτον, γιατί όλες οι χώρες σε μικρότερο ή μεγαλύτερο βαθμό κάνουν εξαγωγή κεφαλαίου, δεύτερον, γιατί πρέπει να δεις συγκριτικά τις εξαγωγές με τις άλλες χώρες, τρίτον γιατί πρέπει να βλέπει κανείς τη δυναμική και την τάση των εξαγωγών και τέταρτον σε ποιες χώρες γίνεται η εξαγωγή. Ας δούμε, λοιπόν, μερικά στοιχεία. Η σχετική επιχειρηματολογία επικαλείται την εξαγωγή κεφαλαίων της Ελλάδας στα Βαλκάνια. Για το 2023 σημειώθηκε άνοδος του όγκου επενδύσεων στη Βουλγαρία και για την Τουρκία σημειώθηκε μία ελάχιστη αύξηση των ελληνικών Άμεσων Ξένων Επενδύσεων (ΑΞΕ) το 2022 σε σχέση με το 2021. Στη Ρουμανία για το 2023 η Ελλάδα ανέβηκε στην πέμπτη θέση. Ωστόσο, όσον αφορά τη Βόρεια Μακεδονία, παρατηρήθηκε για το 2023 μείωση της ροής κεφαλαίων από την Ελλάδα, ενώ στην Αλβανία ο Ράμα μίλησε για δραματική μείωση του όγκου των ελληνικών επενδύσεων[10]. Το κυριότερο, όμως, για να αποφανθούμε σε στέρεα συμπεράσματα είναι να αποφύγουμε τον εκλεκτικισμό. Η αγνόηση τμημάτων της πραγματικότητας οδηγεί μοιραία σε εσφαλμένες εντυπώσεις. Έτσι, αν δούμε τη μεγάλη εικόνα, δηλαδή τις ΑΞΕ των χωρών ως ποσοστό του παγκόσμιου όγκου των ΑΞΕ, τότε τα αποτελέσματα είναι συντριπτικά. Ενδεικτικά: oι ΗΠΑ διαθέτουν το 38,7% των παγκόσμιων ΑΞΕ, ο Καναδάς το 3,9%, η Γαλλία το 3,5%, το Ηνωμένο Βασίλειο το 3,6% και η Ελλάδα μόλις το 0,3%. Αν τώρα συγκρίνουμε την Ελλάδα με χώρες παρόμοιου πληθυσμού βλέπουμε ότι η Πορτογαλία έχει κάτι λιγότερο από το διπλάσιο ποσοστό συγκριτικά με την Ελλάδα, η Τσεχία υπερδιπλάσιο ποσοστό και η Σουηδία 11πλάσιο ποσοστό[11]!
Όσον αφορά τη συμμετοχή της Ελλάδας στις ιμπεριαλιστικές στρατιωτικές επιχειρήσεις αρκεί να δούμε ένα παράδειγμα από το παρελθόν. Ας υπενθυμίσουμε πως η Ελλάδα μετείχε στο Αφγανιστάν με δύναμη 197 ανδρών, ενώ από την πλευρά των ΗΠΑ συμμετείχαν 92.000 άνδρες, δηλαδή μιλάμε για μία αναλογία 1 προς 470! Ούτε πολύ περισσότερο η συμμετοχή μιας χώρας σε έναν ιμπεριαλιστικό οργανισμό την καθιστά ιμπεριαλιστική. Αν ήταν έτσι, η Λετονία, η Εσθονία, η Λιθουανία, η Ρουμανία, η Σλοβακία και άλλες θα έπρεπε να χριστούν ως ιμπεριαλιστικές αφ’ ης στιγμής είναι μέλη της ΕΕ ή ακόμη χώρες όπως η Αγκόλα, Αντίγκουα, Βολιβία, Τζιμπουτί, Λιχτενστάιν, Μάλτα θα ήταν και αυτές ιμπεριαλιστικές ως συμμετέχουσες στον Παγκόσμιο Οργανισμό Εμπορίου (ΠΟΕ). Η συμμετοχή της Ελλάδας στις ιμπεριαλιστικές επιχειρήσεις, όπως σήμερα στη γενοκτονία των Παλαιστινίων δεν είναι απότοκη της ιμπεριαλιστικής φύσης του ελληνικού κεφαλαίου αλλά το αντίθετο. Είναι απόρροια της εθελοδουλίας του που εξαιτίας της δεν μπορεί παρά να συνδράμει στις επιχειρήσεις των ιμπεριαλιστικών δυνάμεων προσδοκώντας σε μερικά κόκκαλα από τη λεία και αποφεύγοντας έτσι τη σύγκρουση με τα μεγαθήρια.
Τέλος, για το ελληνικό εφοπλιστικό κεφάλαιο έχουμε και σε αυτή την περίπτωση ένα δείγμα εκλεκτικισμού, αφού δεν μπορεί κάποιος να συμπεράνει τον ιμπεριαλιστικό χαρακτήρα ενός εθνικού καπιταλισμού από ένα τμήμα και μόνο του εγχώριου (;) κεφαλαίου. Αρχικά, ας θυμηθούμε πως ο ελληνικός εφοπλισμός ανδρώθηκε μεταπολεμικά υπό την πατρωνία του αμερικανικού κεφαλαίου. Κατά δεύτερον, αν υπάρχει μία προσωποποίηση της διαπίστωσης ότι «το κεφάλαιο δεν έχει πατρίδα» αυτό αφορά το ελληνικό εφοπλιστικό κεφάλαιο το οποίο έχει την έδρα του εκτός Ελλάδας (στο city του Λονδίνου) και χρησιμοποιεί κατά κύριο λόγο ξένες σημαίες και πληρώματα από την αλλοδαπή. Καταληκτικά, η πρώτη θέση του ελληνικού εφοπλισμού στο παγκόσμιο στερέωμα δεν μπορεί από μόνη της να καθορίσει τον ιμπεριαλιστικό χαρακτήρα του ελληνικού καπιταλισμού αφού από πουθενά δεν προκύπτει ότι αυτός καθορίζει τις παγκόσμιες εξελίξεις ή έχει αποφασιστικό λόγο για αυτές.
ΣΤ. ΒΑΣΙΚΑ ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑΤΑ
Το μονοπώλιο όταν πλέον κυριαρχεί στον καπιταλισμό συνιστά μία νέα ποιοτική κατάσταση: α) στο επίπεδο του κέρδους μιλάμε πλέον για το μονοπωλιακό υπερκέρδος, β) κονιορτοποιεί τα μικρότερα κεφάλαια, γ) ο ανταγωνισμός μεταξύ των μονοπωλίων εντείνει τις αντιθέσεις που οδηγούν σε παγκόσμιες συρράξεις, δ) τα μονοπώλια καθορίζουν όλες τις εκφάνσεις της ζωής· από το ποια τσίχλα μασάμε μέχρι ποιο αυτοκίνητο αγοράζουμε, ενώ δημιουργούν νέα πολιτιστικά πρότυπα και «αξίες».
Ωστόσο, τα μονοπώλια διαφέρουν ως προς την ισχύ τους και αυτή η διαβάθμιση καθορίζει και ποια εξ αυτών σχεδιάζουν και εφαρμόζουν παγκόσμια πολιτικές. Πίσω από τις κυβερνήσεις των ιμπεριαλιστικών κρατών που απομυζούν άλλες χώρες, κρύβονται μονοπώλια και πολυεθνικές που επιβάλλουν πραξικοπήματα ή κυβερνήσεις μαριονέτες και ελέγχουν παγκόσμιους οργανισμούς. Ωστόσο, δεν μιλάμε για όλα τα μονοπώλια αλλά για τα μονοπώλια αυτών ακριβώς των κρατών: των ιμπεριαλιστικών.
Αν ο ελληνικός καπιταλισμός ήταν ιμπεριαλιστικός, τότε:
- Θα είχε τουλάχιστον ένα μονοπώλιο στα 500 μεγαλύτερα του κόσμου (αμφίβολο αν έχει και ένα στα 1000 πρώτα).
- Θα καρπωνόταν υπεραξία από άλλες χώρες πολύ μεγαλύτερη σε όγκο από τον αντίστοιχο όγκο εγχώριας υπεραξίας που ιδιοποιούνται άλλες χώρες.
- Δεν θα δεχόταν τους επαίσχυντους όρους δανειοδότησης αρχής γενομένης του 1823 και φτάνοντας στο σήμερα.
- Δεν θα κατοχύρωνε συνταγματικά την εξάρτησή του.
- Δεν θα δεχόταν την υποβάθμισή του στον διεθνή καταμερισμό εργασίας με τις παρεμβάσεις του ΔΝΤ και της ΕΕ την περίοδο της κρίσης.
- Δεν θα ήταν η Ελλάδα η μοναδική χώρα στην ΕΕ με μείωση του ΑΕΠ της, μετά την κρίση.
- Δεν θα είχε επιλεγεί ως μοντέλο «ανάπτυξης» το «ξαπλώστρα-σουβλάκι» και αυτό δεν θα χαρακτηριζόταν ως η βαριά βιομηχανία της Ελλάδας.
- Δεν θα είχε ροή προς το εξωτερικό εκατοντάδων χιλιάδων επιστημόνων.
- Δεν θα δεχόταν τις γκρίζες ζώνες στο Αιγαίο.
- Θα αντιδρούσε διαφορετικά στην κατάληψη της Κύπρου.
- Θα διεκδικούσε μέχρι τέλους τις γερμανικές αποζημιώσεις.
- Δεν θα υποβάθμιζε την πολεμική του βιομηχανία.
- Θα είχε αξιοποιήσει τα ενεργειακά κοιτάσματα στο Αιγαίο.
- Θα είχε στρατιωτικές βάσεις σε ξένα εδάφη και θα καθόριζε την πολιτική άλλων χωρών.
- Θα είχε αποφασιστικό λόγο στους παγκόσμιους ιμπεριαλιστικούς οργανισμούς χαράζοντας παγκόσμιες στρατηγικές.
Τα αιτήματα της εθνικής ανεξαρτησίας, της εξόδου από ΝΑΤΟ και ΕΕ, της απομάκρυνσης των αμερικανικών βάσεων, της διαγραφής του χρέους, δεν είναι μόνο συστατικά στοιχεία μιας σύγχρονης Αριστεράς αλλά και συγκολλητική ουσία πλατιών λαϊκών στρωμάτων. Η επιμονή όσων υποστηρίζουν το σχήμα της «ιμπεριαλιστικής Ελλάδας», αποτελεί στρέβλωση του μαρξισμού, ακατανόητο δογματισμό και πάνω από όλα έρχεται σε πλήρη αντίφαση με την ίδια την πραγματικότητα οδηγώντας την Αριστερά σε πολιτικό αφοπλισμό.
ΕΝΔΕΙΚΤΙΚΗ ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
- Λένιν, Ιμπεριαλισμός. Ανώτατο στάδιο του καπιταλισμού, εκδ. Σύγχρονη Εποχή, 1984.
- Λιόσης Βασίλης, Ιμπεριαλισμός και εξάρτηση. Η προσέγγιση του Λένιν, η περίπτωση της Ελλάδας και κριτική του σχήματος της αλληλεξάρτησης, εκδ. ΚΨΜ, 2013.
- Κατζ Κλαούντιο, Η θεωρία της εξάρτησης μετά από πενήντα χρόνια, εκδ. Εργατική Πάλη, 2023.
- Richard Peet, Ανόσια τριάδα, το ΔΝΤ, η παγκόσμια τράπεζα και ο ΠΟΕ, εκδ. Λιβάνη, 2010.
- Συγκεντρωμένη βιβλιογραφία (αρθρογραφία, μεταφράσεις, διαλέξεις) του Συλλόγου Διάδοσης της Μαρξ. Σκέψης «Γ. Κορδάτος», στο https://www.kordatos.org/dialexi-periodologisi-kapitalismou-sygxronos-imperialismos/.
ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ
[1]. Βλέπε αναλυτικότερα Λιόσης Βασίλης, Ιμπεριαλισμός και εξάρτηση, σελ. 383-394, Γ΄έκδοση, εκδ. ΚΨΜ, 2013.
[2] . Μαρξ, Θεωρίες για την υπεραξία, Διάλυση της σχολής Ρικάρντο, τρίτο μέρος, σελ. 120, εκδ. Σύγχρονη Εποχή, 1987.
[3]. Κ. Μαρξ: Λόγος πάνω στο ζήτημα της ελευθερίας του εμπορίου στο Η Αθλιότητα της Φιλοσοφίας, σελ. 203, εκδ. Αναγνωστίδη, χ.χ.
[4]. Λένιν Β. Ι., Ιμπεριαλισμός. Ανώτατο στάδιο του καπιταλισμού, σελ. 88-89, εκδ. Σύγχρονη Εποχή, 1984.
[5]. Λένιν Β. Ι., Η σοσιαλιστική επανάσταση και το δικαίωμα αυτοδιάθεσης των εθνών, σελ. 107, εκδ. Σύγχρονη Εποχή, 1992.
[6]. https://www.efsyn.gr/nisides/400663_i-oikonomiki-kai-politiki-exartisi-xekina-apo-tin-ekthesi-barbaresoy-toy-1952
[7]. Μπάτσης Δημήτρης, Η βαρειά βιομηχανία στην Ελλάδα, εκδ. Κέδρος, 1977.
[8]. Βλέπε αναλυτικότερα https://www.kordatos.org/xounta-amerikanoi-xehaste-oti-xerate/ και https://www.kordatos.org/xounta-amerikanoi-xehaste-oti-xerate-b-meros/
[9]. Βλέπε αναλυτικότερα https://dionperd.blogspot.com/2020/02/blog-post.html
[10]. https://www.naftemporiki.gr/finance/economy/1718668/ischyropoiithikan-oi-ellinikes-ependyseis-sta-valkania-to-2023/
[11]. Επεξεργασία στοιχείων από www.worldbank.org