Επανεξέταση της εργασιακής θεωρίας της αξίας του Μαρξ, Chai-on Lee
Παραθέτουμε παρακάτω αποσπάσματα της μετάφρασης του άρθρου του Chai-on Lee (Εθνικό Πανεπιστήμιο Chou-nam, Κορέα) στην Cambridge Journal of Economics 1993, 14, 463-78, με τίτλο Επανεξέταση της εργασιακής θεωρίας της αξίας του Μαρξ (Marx’s labour theory of value revisited), σε μετάφραση από την αγγλική γλώσσα του Διονύση Περδίκη και επιμέλεια του κειμένου από τον Δημήτρη Μουστάκα.
Το σύνολο της μετάφρασης μπορεί να αναγνωστεί σε μορφή pdf κάνοντας κλικ στον σύνδεσμο της παρακάτω εικόνας:
Παρά τον τίτλο του άρθρου περί “επεναξέτασης” της μαρξικής εργασιακής θεωρίας της αξίας, ο αρθρογράφος καταπιάνεται με την υπεράσπιση της εν λόγω θεωρίας από κριτική που προέρχεται τόσο από μέρος της μαρξιστικής πολιτικής οικονομίας, όσο και της σραφφιανής ή (νεο-)ρικαρδιανής.
Ασχολείται με θέματα όπως ο μετασχηματισμός των αξιών σε τιμές παραγωγής, και η αναγωγή της αξίας της σύνθετης εργασίας σε απλή.
Πρόκειται για ζητήματα των οποίων η εις βάθος κατανόηση και απαλλαγή από διαστρεβλωτικές ερμηνείες είναι απαραίτητη, προκειμένου να μελετηθούν τα σύγχρονα φαινόμενα του διεθνούς καταμερισμού εργασίας. Ειδικά εφόσον ο καταμερισμός αυτός διαχωρίζει όλο και περισσότερο
- από τη μια την σύνθετη, ειδικευμένη, διανοητική, δημιουργική ή και επιστημονική, εργασία, που απασχολείται κυρίως σε υπηρεσίες, και εν μέρει μη παραγωγική, η οποία συγκεντρώνεται κατά πλειοψηφία στις ανεπτυγμένες, ιμπεριαλιστικές επί το πλείστον, χώρες,
- και την απλή, ανειδίκευτη, χειρωνακτική, επαναληπτική-εκτελεστική, που απασχολείται παραγωγικά στη μεταποιητική και εξορυκτική βιομηχανία, η οποία συγκεντρώνεται κυρίως στις αναπτυσσόμενες, οικονομικά εκμεταλλευόμενες, και εξαρτημένες χώρες του κόσμου.
Ο τέτοιος διεθνής καταμερισμός της εργασίας από τη μια δημιουργεί μια διεθνή αγορά εμπορευμάτων και, παραγωγικών ή μη, εξαγωγών κεφαλαίου, και από την άλλη την κατακερματίζει στη βάση της πολιτικής (κρατικής) ισχύος, μέσα από κρατικομονοπωλιακές ρυθμίσεις που επεμβαίνουν στην ελεύθερη κυκλοφορία τόσο της εργατικής δύναμης, όσο και του κεφαλαίου (καταστολή μετανάστευσης, νομοθεσία πνευματικής ιδιοκτησίας, στρατιωτικο-πολιτικές επεμβάσεις κοκ). Έτσι, αναδεικνύεται σε θεμελιώδες ζήτημα η ανάπτυξη της πολιτικής οικονομίας της διεθνούς μεν, κατακερματισμένης και άνισης, δε, αγοράς, κατά την οποία προκύπτουν ερωτήματα για τα ποσοστά κέρδους, τους βαθμούς εκμετάλλευσης και την αξία της εργατικής δύναμης ανά περιοχή του κόσμου. Βλ. το κείμενο εργασίας του Δ.Π. για τον καθοριστικό ρόλο των παραπάνω για τον σύγχρονο κρατικο-μονοπωλιακό καπιταλισμό ή ιμπεριαλισμό.
Σε μια τέτοια έρευνα αποσκοπεί το ξεκαθάρισμα γύρω από τη μαρξική εργασιακή θεωρία της αξίας, στην οποία ελπίζουμε ότι συμβάλει η μετάφραση του άρθρου αυτού.
Παραθέτουμε παρακάτω την Εισαγωγή και τα τελευταία δύο μέρη του άρθρου, σε δύο ξεχωριστές ενότητες, και προσκαλούμε τον αναγνώστη να διαβάσει το σύνολο του άρθρου στο αρχείο pdf, ακολουθώντας τον παραπάνω σύνδεσμο.
Διονύσης Περδίκης
- Εισαγωγή
Η πρόσφατη κατάρρευση των σοσιαλιστικών οικονομιών έχει κάνει πολλούς να αναρωτιούνται εάν η εργασιακή θεωρία της αξίας του Μαρξ έχει κάποια χρησιμότητα για την ανάλυση της καπιταλιστικής κοινωνίας. Αυτό ενίσχυσε προηγούμενες επιθέσεις εναντίον της χρήσης της μαρξικής θεωρίας της αξίας ως θεωρητικό εργαλείο, οι οποίες την χαρακτήρισαν ως ετοιμοθάνατη στην βάση του πλεονασμού, της θεωρητικής ασυνέπειας και της έλλειψης ρεαλισμού.
Η πρώτη από αυτές τις κατηγορίες, ο πλεονασμός, προτείνει ότι η μαρξική κατηγορία της εργασιακής αξίας είναι ‘περιττή’ για τον καθορισμό των σχέσεων των τιμών (Sraffa, 1960), και για την εξήγηση της εκμετάλλευσης, των τάξεων, του κράτους κτλ. (Roemer, 1982, 1986, Cohen, 1981, 1982, 1986, Elster, 1982, 1985). Η δεύτερη κατηγορία, της ασυνέπειας, προτείνει ότι η έννοια της εργασιακής αξίας είναι ‘εσωτερικά ασυνεπής’ για δύο λόγους: (1) σε συστήματα συμπαραγωγής, είναι δυνατές περιπτώσεις με αρνητική υπεραξία και θετικό κέρδος (Steedman 1975, 1977)[1]; (2) οι αξίες δεν έχουν αναγκαία σχέση με τις τιμές παραγωγής, κάτι που αναδεικνύεται όταν ‘διορθώνεται’ το ‘λάθος’ του Μαρξ στον μετασχηματισμό του από αξίες σε τιμές (Bortkiewicz, 1984, Shaikh, 1977). Τέλος, η κατηγορία της έλλειψης ρεαλισμού προτείνει ότι η μαρξική εργασιακή θεωρία της αξίας είναι μεταφυσική με την έννοια ότι η ουσία της αξίας, η αφηρημένη εργασία, δεν είναι τίποτα άλλο από μια νοητική κατασκευή, χωρίς κανένα πραγματικό αντίκρισμα (Robertson, 1964).
Προηγούμενες απαντήσεις σε αυτές τις κατηγορίες απέτυχαν να υπερασπιστούν την μαρξική θεωρία της αξίας επαρκώς για δύο κοινούς λόγους. Πρώτον, δεν απάντησαν σε αυτές κατευθείαν, αλλά επανέλαβαν δικούς τους συμβατικούς ισχυρισμούς. Δεύτερον, δεν απάντησαν σε αυτές ταυτοχρόνως, αποτυγχάνοντας να συνειδητοποιήσουν ότι τα προβλήματα, αν και αναδείχθηκαν ξεχωριστά από διαφορετικούς ανθρώπους σε διαφορετικές στιγμές, ήταν στενά συνδεδεμένα το ένα με το άλλο, σχηματίζοντας μια οργανική ενότητα. Αυτό το άρθρο σκοπεύει να υπερβεί αυτές τις ελλείψεις απαντώντας στις τρεις κατηγορίες κατευθείαν και ταυτοχρόνως.
[1] Σε μια πιο γενική κριτική αυτού, κάθε υλική δύναμη, π.χ. δύναμη φυστικιού, δύναμη ατσαλιού, κτλ., θεωρείται ως εξίσου εκμεταλλευόμενη με την εργασιακή δύναμη, διότι η αξία ενός εμπορεύματος μπορεί μια χαρά να καθορίζεται από την ποσότητα του φυστικιού (ή του ατσαλιού) που είναι έμμεσα και άμεσα αναγκαία για την παραγωγή του εμπορεύματος, και μια τέτοια θεωρία δεν είναι με κανέναν τρόπο κατώτερη της εργασιακής θεωρίας της αξίας (Bowles & Gintis, 1981, Samuelson, 1982).
[…]
5. Έλλειψη ρεαλισμού
Έχουμε δει ότι η αξία και η τιμή παραγωγής είναι διακριτές μόνο ως προς την αρχή του ποσοτικού καθορισμού. Καθώς και οι δύο δημιουργούνται από την ίδια ανθρώπινη εργασία, είναι ταυτόσημες ως προς την ουσία και, επομένως, μπορούν να αξιολογηθούν στους ίδιους εργασιακούς (και χρηματικούς) όρους. Και οι δύο είναι, οπότε, εμπειρικά μετρήσιμες, όπως καταδείχτηκε στον τύπο (20) στην προηγούμενη παράγραφο.
Ωστόσο, στις συμβατικές μαρξιστικές θεωρίες της αξίας, οι αξίες ελάχιστα γίνονται αντιληπτές ως εμπειρικά μετρήσιμες. Καθώς υποτίθεται ότι η αξία είναι ένα πράγμα, και η τιμή παραγωγής ένα άλλο, οι δυο τους μετρώνται σε διακριτούς όρους, η μία σε εργασιακούς όρους μόνο, και η άλλη σε χρηματικούς όρους μόνο. Βγαίνει το συμπέρασμα λοιπόν ότι η ουσία της αξίας είναι η ομογενής εργασία, όχι απλά η εργασία (διαφορετικά, η αξία δεν μπορεί να υπολογιστεί απευθείας σε εργασιακούς όρους). Και η ομογενής και η αφηρημένη εργασία συλλαμβάνονται, έτσι, ως δημιουργοί εμπορευματικών αξιών και ως ταυτόσημες η μία με την άλλη. Όταν η ομογενής και η αφηρημένη εργασία δεν εμφανίζονται ως πραγματικές, ωστόσο, το μέγεθος της αξίας, καθοριζόμενο από την ποσότητα της αφηρημένης ή ομογενούς εργασίας, δεν μπορεί πλέον να θεωρείται ως εμπειρικά μετρήσιμο. Η μαρξική εργασιακή θεωρία της αξίας έχει έτσι κατηγορηθεί ότι είναι μεταφυσική. Δύο διαφορετικές προσπάθειες έχουν γίνει για να αποφευχθεί η κατηγορία της μη πραγματικότητας.
Στην μια προσπάθεια[1], ένα σύστημα εμπορευματικών αξιών παρουσιάζεται ως η αντανάκλαση ενός ορισμένου κοινωνικού καταμερισμού εργασίας, δια του οποίου ένας όγκος προϊόντων παράγεται κατ’ αναλογία διαφόρων κοινωνικών αναγκών. Η ποσότητα ομογενούς εργασίας παρουσιάζεται έτσι ως αυτή της κοινωνικά μέσης εργασίας. Κατά συνέπεια, το μέγεθος της αξίας καθοριζόμενο από την ποσότητα της ομογενούς εργασίας θεωρείται ως εμπειρικά μετρήσιμο σε όρους κοινωνικά μέσης εργασίας. Αλλά η κοινωνικά μέση εργασία δεν είναι μετρήσιμη αν διαφορετικά είδη συγκεκριμένης εργασίας δεν μεταφράζονται σε ποσοτικές διαφορές του ίδιου είδους εργασίας, δηλ. σε διαφορετικούς βαθμούς ειδίκευσης και συνθετότητας της εργασίας ή σε διαφορετικά επίπεδα εκπαίδευσης, εμπειρίας κοκ. Αλλά η μετάφραση αυτή είναι η ίδια δύσκολο να εξηγηθεί. Είναι οι διαφορετικές ειδικεύσεις και πολυπλοκότητες της εργασίας τα χαρακτηριστικά της συγκεκριμένης εργασίας ή της ομογενούς ή της αφηρημένης; Η διαφορά στην ειδίκευση και στην πολυπλοκότητα της εργασίας δεν είναι σύμφωνη ούτε με την ιδέα της συγκεκριμένης εργασίας, ούτε με αυτές της ομογενούς ή της αφηρημένης εργασίας. Αν ήταν της συγκεκριμένης εργασίας, κάποιες ποιοτικές διαφορές θα παρέμεναν στον βαθμό ικανότητας και πολυπλοκότητας της εργασίας, και τότε η κοινωνικά μέση εργασία δε θα ήταν υπολογίσιμη και πάλι. Μια ασυνέπεια συνοδεύει, επομένως, αναπόφευκτα τη μετάφραση αυτή.
Στην άλλη προσπάθεια[2], η πηγή της κατηγορίας της έλλειψης ρεαλισμού, το μη μετρήσιμο της αξίας ακυρώνεται με την εκκίνηση από εμπειρικά μετρήσιμες ανταλλακτικές αξίες, και οι ανταλλακτικές αξίες θεωρούνται ως αφηρημένη και/ή ομογενής εργασία. Η εργασία που αναπαρίσταται στην ανταλλακτική αξία ενός εμπορεύματος δεν είναι το συγκεκριμένο είδος της συγκεκριμένης εργασίας μέσω της οποίας το εμπόρευμα παράγεται, αλλά ενυπάρχει ως ένας καθολικός χαρακτήρας σε πολλά είδη συγκεκριμένης εργασίας. Τέτοιες εργασίες συλλαμβάνονται ως αφηρημένη ή ομογενής εργασία. Εφόσον η ανταλλακτική αξία είναι πραγματική, τέτοια αφηρημένη ή ομογενής εργασία θεωρείται επίσης πραγματική. Τρεις τύποι παρουσιάζονται συνολικά:
· η αναπαριστώμενη στις εμπορευματικές αξίες εργασία = ομογενής εργασία = αφηρημένη εργασία,
· η ενσωματωμένη στα εμπορεύματα αξία = ετερογενής εργασία = συγκεκριμένη εργασία,
· η ιδεατά αφηρημένη εργασία = συγκεκριμένη εργασία = η ουσία της ιδεατής αξίας.
Από τους τρεις αυτούς τύπους, ο πρώτος είναι κυκλικός, διότι οι εμπορευματικές αξίες αναπαριστούν αφηρημένη εργασία, ενώ η αφηρημένη εργασία υποτίθεται ότι δημιουργεί τις εμπορευματικές αξίες[3]. Ο δεύτερος έρχεται σε αντίθεση με τον μαρξικό δυικό χαρακτήρα της εργασίας της ενσωματωμένης εργασίας στα εμπορεύματα, τον τίτλο του δεύτερου μέρους του κεφαλαίου 1 του «Κεφαλαίου», τόμος Ι (η ενσωματωμένη εργασία έχει χαρακτήρα και αφηρημένης και συγκεκριμένης εργασίας). Ο τρίτος χρησιμεύει μόνο για να συσκοτίσει την κυκλικότητα του πρώτου τύπου. Λέει ότι μια ιδεατή αξία δημιουργείται από ιδεατή αφηρημένη εργασία στην παραγωγική διαδικασία, και ότι αναδημιουργείται ως πραγματική αξία από πραγματικά αφηρημένη εργασία που λαμβάνεται με την μεσολάβηση του χρήματος στη διαδικασία της ανταλλαγής (Rubin, 1978, σ. 124-5). Η κυκλικότητα έτσι αποφεύγεται καθώς προτείνει ότι η αξία δημιουργείται από αφηρημένη εργασία τόσο ιδεατά όσο και πραγματικά. Αλλά, καθώς προτείνει ότι η μεσολάβηση του χρήματος δημιουργεί και την αξία και την αφηρημένη εργασία, το χρήμα τίθεται ως να προηγείται λογικά της αξίας και της αφηρημένης εργασίας. Έτσι, οι Eldred & Hanlon (1981), Backhaus (1980) και Vroey (1982) πάνε ακόμη παραπέρα, και ορίζουν τη χειροπιαστή μορφή του χρήματος ως αφηρημένη εργασία και ως δημιουργό της εμπορευματικής αξίας. Γι’ αυτούς, το χρήμα είναι ένας ανεξάρτητος, εξωγενής παράγοντας, και το μέγεθος της αξίας καθορίζεται όχι από την ποσότητα της εργασίας, αλλά από την ποσότητα του χρήματος που το εμπόρευμα προσελκύει. Αυτό είναι εγγύτερα της θεωρίας της προσφοράς και της ζήτησης από ότι είναι ο Rubin (1973)[4]. Η Elson (1979B), από την άλλη πλευρά, αγνοεί τον ρόλο του χρήματος στη δημιουργία της αξίας και της αφηρημένης εργασίας, και, αντιθέτως, επιμένει πως η μορφή της ανταλλακτικής αξίας πραγματοποιεί την αξία και την αφηρημένη εργασία, οπότε και η κυκλικότητα του πρώτου τύπου δεν είναι πια κρυμμένη. Ωστόσο, αποφεύγει την κυκλικότητα αντιστρέφοντας την εργασιακή θεωρία της αξίας του Rubin σε μια αξιακή θεωρία της εργασίας: η αξία δημιουργεί την αφηρημένη εργασία, όχι το αντίθετο. Μια εργασιακή θεωρία της αξίας εγκαταλείπεται αποφασιστικά από αυτήν.
Τελικά, και στις δύο αυτές προσπάθειες, διαστρεβλώνεται η μαρξική θεωρία της αξίας για να αποφύγουν την κατηγορία της έλλειψης ρεαλισμού. Τέτοιες διαστρεβλώσεις είναι αναπόφευκτες στο βαθμό που αντιλαμβάνονται λανθασμένα την αξία ως ένα πράγμα και την τιμή ως κάτι άλλο. Για τον Μαρξ, ωστόσο, εφόσον η αξία και η τιμή είναι ταυτόσημες ως προς την ουσία τους, η αξία είναι εμπειρικά μετρήσιμη όσο είναι και η τιμή. Ο τύπος (20) στην προηγούμενη παράγραφο είναι σε αυτό το πνεύμα. Το μόνο πρόβλημα που απομένει σε σχέση με τον (20) είναι πώς να εξηγήσει κανείς γιατί η εργασία είναι η ουσία της αξίας, και γιατί η αφηρημένη εργασία είναι τόσο πραγματική, ώστε κάθε εργασία που παράγει εμπορεύματα μπορεί να μετρηθεί ως αφηρημένη εργασία.
Η έρευνα του Μαρξ πάνω στην ουσία της αξίας εκκινεί από ένα αίνιγμα, γιατί η ποιοτική διαφορά των αξιών χρήσης μπορεί να μεταφραστεί στην ποσοτική διαφορά των εμπορευματικών αξιών. Ο Μαρξ λύνει το αίνιγμα στην βάση της ταυτόσημης ουσίας των ποιοτικά διαφορετικών αξιών χρήσης ως εξής.
Στη φυσική, ποιοτικά διαφορετικά χρώματα είναι μετατρέψιμα σε ποσοτικά διαφορετικά μήκη κύματος του φωτός. Μετράμε, στην πράξη, το μήκος διαφορετικών χορδών που έχουν τεθεί σε μια κατάσταση δόνησης, με το βλέμμα στην ποιοτική διαφορών των τόνων που προκαλούνται από την ταλάντωσή τους, που αντιστοιχούν στην διαφορά του μήκους τους. Τέτοιες μετατροπές δικαιολογούνται μόνο επειδή ξέρουμε από τη θεωρία ότι αυτές οι διακριτές ποιότητες είναι ταυτόσημες ως προς την ουσία τους και, έτσι, δεν είναι παρά οι εξωτερικές διαφοροποιήσεις του ταυτόσημου κύματος φωτός (ή ήχου). Παρομοίως, ο Μαρξ εξήγησε την μετατροπή από τις ποιοτικά διαφορετικές αξίες χρήσης σε ποσοτικά διαφορετικές εμπορευματικές αξίες στη βάση μιας τέτοιας ταυτόσημης ουσίας, της αφηρημένης ανθρώπινης εργασίας.
Ο Μαρξ ξεκίνησε από μια μία-προς-μία αντιστοιχία μεταξύ των δύο παραγόντων ενός εμπορεύματος (αξία χρήσης και αξία), από τη μια μεριά, και από τον δυϊκό χαρακτήρα της ενσωματωμένης εργασίας στα εμπορεύματα (συγκεκριμένη εργασία και αφηρημένη εργασία), από την άλλη. Εντωμεταξύ, ωστόσο, η εργασία ενός μεμονωμένου ατόμου δεν υπολογίζεται σε αυτήν την μία-προς-μία αντιστοιχία, και έτσι, δεν μπορεί να θεωρηθεί ως αφηρημένη ή συγκεκριμένη εργασία, καθώς δεν μπορεί να παράγει αξία και αξία χρήσης εκτός από ως μέρος ενός συλλογικού εργάτη (σελ. 4, σημ. 5). Σε μια τέτοια βάση μία-προς-μία, ο Μαρξ αποδίδει τις διακριτές αξίες χρήσης σε διακριτές συγκεκριμένες (συλλογικές) εργασίες […]. Και, προϋποθέτοντας ότι τα διαφορετικά είδη συγκεκριμένης εργασίας δεν είναι τίποτα άλλο από εξωτερικές διαφοροποιήσεις της αφηρημένης εργασίας, μεταφράζει τις διακριτές συγκεκριμένες εργασίες σε διαφορετικούς βαθμούς ειδίκευσης και συνθετότητας της εργασίας (σε διαφορετικά επίπεδα εκπαίδευσης, κατάρτισης, εμπειρίας κοκ), μόνο προκειμένου να τις ανάγει τελικά σε διαφορετικές ποσότητες ομογενούς εργασίας (σε πολλαπλασιασμένη ή εντατικοποιημένη απλή εργασία). Κρίσιμη για αυτήν τη διαδικασία είναι η προϋπόθεση ότι διαφορετικά είδη συγκεκριμένης εργασίας δεν είναι τίποτα άλλο από εξωτερικές διαφοροποιήσεις της αφηρημένης εργασίας. Αλλά πριν να συζητήσουμε την προϋπόθεση, είναι χρήσιμο να σημειώσουμε τα παρακάτω τρία σημεία.
Πρώτον, η ειδικευμένη, σύνθετη και η ανειδίκευτη, απλή εργασία δε χαρακτηρίζουν ούτε της αφηρημένη ούτε την συγκεκριμένη εργασία. Είναι απλά κάτι που μπορεί να μεταφραστεί σε ποσοτικές διαφορές, δηλ. οι εξωτερικές διαφοροποιήσεις της αφηρημένης εργασίας μεταφράζονται σε διαφορετικά επίπεδα κατάρτισης, εμπειρίας, εκπαίδευσης, κοκ
Δεύτερον, το πρόβλημα της αναγωγής της ειδικευμένης, σύνθετης εργασίας, σε ανειδίκευτη, απλή εργασία δεν πρέπει να συγχέεται με το ερώτημα της εύρεσης ενός κοινωνικού μέσου των διαφορετικών ατομικών εργασιών. Το πρώτο σχετίζεται με την διακλαδική παραγωγή ενώ το άλλο σχετίζεται με τη ενδοκλαδική παραγωγή. Μια κοινωνικά μέση μονάδα εργασίας δεν είναι εφαρμόσιμη για διακριτές συγκεκριμένες εργασίες, εκτός και αν οι συγκεκριμένες εργασίες αναχθούν σε καθαρά ποσοτικές διαφορές πολλαπλάσιας απλής εργασίας προκαταβολικά, ενώ η αναγωγή της ειδικευμένης, σύνθετης εργασίας σε ανειδίκευτη, απλή εργασία δεν μπορεί να γίνει μέχρι οι ατομικές διαφορές των (συλλογικών) εργασιών (τεμπελιά, ικανότητα, κοκ) να αλληλο-αντισταθμστούν στην κοινωνικά μέση μονάδα του ίδιου είδους συγκεκριμένης εργασίας εντός κάθε κλάδου παραγωγής.
Τρίτον, το πρόβλημα της αναγωγής δεν πρέπει να μπερδεύεται με το πρόβλημα των διαφορών στους μισθούς[5]. Το ένα ασχολείται με τους διαφορετικούς τύπους εργασίας με διαφορετικές ικανότητες δημιουργίας αξίας, το άλλο με τους διαφορετικούς τύπους εργασιακής δύναμης με διαφορετικά επίπεδα μισθών. Διαφορετικές εργασιακές δυνάμεις που έχουν διαφορετικές αξίες χρήσης μπορούν να έχουν διαφορετικές αγορές και διαφορετικές αγοραστικές αξίες, άσχετα από ποιες εξω-οικονομικές προκαταλήψεις εμπλέκονται στις κατατμήσεις της αγοράς (σ.μ. market segmentations). Αλλά τέτοιες διαφορές στους μισθούς δεν έχουν σχέση με τις διαφορετικές ικανότητες δημιουργίας αξίας, αφού οι μεμονωμένες εργασιακές δυνάμεις δεν μπορούν να παράγουν αξία ανεξάρτητα (σ.μ. η μία από την άλλη).
Εδώ, ο Μαρξ προτείνει τέσσερις διακριτές εργασίες για να μετρήσει μια μονάδα κοινωνικά αναγκαίας εργασίας. (1) Μια μεμονωμένη εργασία που εκτελείται από μεμονωμένα άτομα , καθώς δεν παράγει αξία και αξία χρήσης, δεν μπορεί να μετρήσει ως αφηρημένη εργασία ούτε ως συγκεκριμένη εργασία. (2) Μια συλλογική εργασία θεωρούμενη ξεχωριστά σε κάθε κλάδο παραγωγής παράγει (ατομική) αξία και αξία χρήσης, και έτσι, μπορεί να μετρήσει ως αφηρημένη και ως συγκεκριμένη εργασία: οι ατομικές διαφορές αντισταθμίζονται σε έναν κοινωνικό μέσο όρο σε κάθε κλάδο. (3) Μια κοινωνικά μέση εργασία σε κάθε κλάδο παραγωγής αναπαριστά τη συγκεκριμένη εργασία ως υποψήφια για την αναγωγή ειδικευμένης, σύνθετης εργασίας σε ανειδίκευτη, απλή εργασία. (4) Μια κοινωνική μέση εργασία ανάμεσα σε όλους τους κλάδους παραγωγής είναι διαθέσιμη μόνο αφού η αναγωγή της ειδικευμένης, σύνθετης εργασίας σε ανειδίκευτη, απλή εργασία έχει ολοκληρωθεί για κάθε είδος συγκεκριμένης εργασίας, και προσφέρει μια μονάδα μέτρησης της κοινωνικά αναγκαίας εργασίας. Πίσω από όλα αυτά, βρίσκεται η προϋπόθεση του Μαρξ ότι διαφορετικά είδη συγκεκριμένης εργασίας είναι εξωτερικές διαφοροποιήσεις της αφηρημένης εργασίας, επί της οποίας υπόθεσης μέχρι στιγμής έχουμε αναβάλει την κρίση.
Για να είναι η προϋπόθεση δικαιολογημένη, κάθε συγκεκριμένη εργασία (κάθε εργασία που παράγει εμπορεύματα) χρειάζεται να δειχθεί ότι μπορεί να μεταβληθεί από κάθε συγκεκριμένη χρήσιμη μορφή σε κάθε άλλη, σε αντιστοιχία με μεταβολές στην κατεύθυνση της ζήτησης για εργασία. Υπάρχουν δύο ειδών εμπόδια ως προς αυτό, εσωτερικά και εξωτερικά. Τα εσωτερικά είναι οι φυσικές ανισότητες της εργασίας, όπως οι ανισότητες του ταλέντου, της εξυπνάδας, και των κλίσεων ανάμεσα στους ανθρώπους, που είναι ελάχιστα υπερβάσιμες ακόμη και με εκπαίδευση, κατάρτιση, εμπειρία κοκ Οι εξωτερικές είναι τα διαφορετικά φυσικά περιβάλλοντα, διαφορετικά ιστορικά, νομικά και κοινωνικο-οικονομικά περιβάλλοντα, και τα τεχνολογικά εμπόδια στην κινητικότητα της εργασίας. Ο Μαρξ θα έπρεπε να είχε δείξει ότι αυτά τα δύο εμπόδια μπορούν να ξεπεραστούν από την ίδια την εμπορευματική παραγωγή, αλλά δεν το έκανε. Σε αυτό το άρθρο, θα το κάνουμε εκ μέρους του, περιορίζοντας τη συζήτηση μόνο στα εσωτερικά εμπόδια ενόψει του γεγονότος ότι αν αυτά ξεπερνιόταν ενώ τα εξωτερικά παρέμεναν, είναι πιθανό ότι μια ανθούσα υπόγεια οικονομία ή ένας κοινωνικός μετασχηματισμός θα επέρχοταν ως αποτέλεσμα, και εν τέλει θα κατεδάφιζε τα τελευταία (σ.μ. δηλ. τα εξωτερικά εμπόδια).
Ένα μεγάλο έργο τέχνης προσφέρει ένα παράδειγμα εσωτερικών εμποδίων. Σε αυτήν την περίπτωση, μιας και απαιτεί ιδιαίτερα δημιουργική και πρωτότυπη εργασία, δεν μπορεί να αναπαραχθεί από την εργασία οπότε και δεν έχει καμία αξία (Μαρξ 1981, σελ. 772), και η τιμή του καθορίζεται από έναν ιδιαίτερα τυχαίο συνδυασμό συμπτώσεων. Όταν το έργο αντιγράφεται και παράγεται μαζικά, ωστόσο, η αξία του καθορίζεται από την ποσότητα της εργασίας που είναι τεχνικά απαραίτητη για την αντιγραφή του, ενώ η πρωτότυπη καλλιτεχνική του εργασία, αν δεν είναι ειδικά αξιολογημένη σε μια νομική μορφή, παίζει ένα πολύ μικρό ρόλο όταν συγκρίνεται με την συνολική εργασία που ενσωματώνεται στα αντίγραφα. Αυτή είναι η περίπτωση και οποιασδήποτε εφεύρεσης, ιδέας, σχεδίου, κοκ που ενσωματώνεται σε υλική παραγωγή, εκτός από το γεγονός ότι χρειάζονται μια ορισμένη νομική προστασία, όπως μια πατέντα, για να είναι απαλλοτριώσιμα. Μόνο αν μπορούν να παράγουν επιπλέον υπεραξία με το να συνδυαστούν με άλλες κοινές εργασίες στην εμπορευματική παραγωγή έχουν μια τιμή.
Ακόμη κι έτσι, από την στιγμή που συνδυάζονται με άλλες κοινές εργασίες για να παράγουν εμπορεύματα, τέτοιες δημιουργικές, πρωτότυπες εργασίες μπορούν εύκολα να τύχουν μίμησης από κοινές εργασίες με εκπαίδευση, κατάρτιση, εμπειρία κοκ. Ακόμη και αν η μίμηση απαγορεύεται νομικά, μια νόμιμη μίμηση είναι δυνατή με πολύ λιγότερο κόπο από ότι απαιτείται αρχικά (σ.μ. για την αρχική παραγωγή) με το να γίνονται μικρές τροποποιήσεις, βελτιώσεις, ή με μια νέα εφεύρεση υποδεικνυόμενη από την αρχική. Αυτό που έχει σημασία για την μίμηση δεν είναι η αρχική δημιουργικότητα, αλλά το επίπεδο της κατάρτισης, της εκπαίδευσης, της εμπειρίας κοκ, το οποίο σημαίνει ότι οι εργασίες που παράγουν εμπορεύματα μπορούν να γίνουν όλο και πιο πολύ πολύπλευρες (σ.μ. versatile). Αυτό υπονοεί ότι, αν και μόνον στην εμπορευματική παραγωγή, η αφηρημένη εργασία είναι πραγματική εφόσον διαφορετικά είδη συγκεκριμένης εργασίας μπορούν να μεταφραστούν σε διαφορετικά επίπεδα εκπαίδευσης, κατάρτισης, εμπειρίας κοκ.
Στην περίπτωση των «βαρβάρων», που είναι από φυσικού τους σε θέση να χρησιμοποιούνται για οτιδήποτε χωρίς κανένα νομικό, εξω-οικονομικό εμπόδιο στην κινητικότητα της εργασίας, μπορεί να φαίνεται ότι η εργασία τους θα έπρεπε να μετράει ως αφηρημένη εργασία. Αλλά αυτό δεν ισχύει. Μιας και δεν υπάρχει καμία εμπορευματική παραγωγή, θα αναπτύξουν μια αυθόρμητη τάση να αυξήσουν παρά να ακυρώσουν τις (φυσικές ή/και επίκτητες) ανισότητες της εργασίας, χωρίς καμία αντίρροπη τάση που να εδραιώνει τις αρχικές ισότητες. Στην εμπορευματική παραγωγή, αντίθετα, οι «πολιτισμένοι» άνθρωποι μπορούν να απασχολήσουν τους εαυτούς τους με το οτιδήποτε, εξουδετερώνοντας έτσι κάθε είδους φυσικές ή/και επίκτητες ανισότητες της εργασίας. Υπό αυτήν την έννοια, η αφηρημένη εργασία δεν είναι μια ιδιότητα της ανθρώπινης εργασίας γενικά, αλλά μια ιδιότητα της εργασίας που παράγει εμπορεύματα.
Τελευταίο αλλά όχι λιγότερο σημαντικό, η ερμηνεία μας της μαρξικής αφηρημένης εργασίας είναι ανώτερη από τις άλλες ως προς τον κοινωνικό της χαρακτήρα. Στις συμβατικές θεωρίες της αξίας, είναι δύσκολο να φανταστεί κανείς γιατί οι εργασιακές αξίες είναι κοινωνικές. Προτείνουν κάποιο αξιακό σύστημα ως μια αντανάκλαση ενός ορισμένου κοινωνικού καταμερισμού του συστήματος εργασίας. Αλλά αυτό δεν μπορεί να εξηγήσει κανέναν κοινωνικό χαρακτήρα της αξίας. Οι φορείς των εμπορευμάτων που δεν αποτελούν προϊόντα εργασίας (π.χ. οι ιδιοκτήτες γης και το κράτος· σ.μ. στο εξής ως «μη-προϊόντα εργασίας», “non-labour products”) δεν είναι σε σχέσεις ανταλλαγής, αλλά δοσιματικού φόρου (σ.μ. tribute), και κάθε τέτοια κοινωνική σχέση δεν μπορεί να είναι μέρος της σχέσης κοινωνικού καταμερισμού της εργασίας που αντανακλά ένα αξιακό σύστημα. Στη δική μας ερμηνεία της μαρξικής αφηρημένης εργασίας, ωστόσο, δεν αποκλείονται τέτοιες κοινωνικές σχέσεις. Επειδή προτείνεται το «εργασία = ουσία της αξίας» στη θέση του «αξία = εργασία» και παραδεχόμενοι ότι, ανάμεσα στα πολλά ατομικά εμπορεύματα, κάποια μπορούν να μην έχουν καθόλου ουσία[6], τα μη-προϊόντα εργασίας δεν αποκλείονται από την κατηγορία του εμπορεύματος. Αυτό σημαίνει ότι εγγενείς στην εμπορευματική ανταλλαγή δεν είναι μόνο οι σχέσεις εργασίας, αλλά και οι σχέσεις ιδιοκτησίας (οι σχέσεις των ιδιοτήτων των μη-προϊόντων εργασίας), οι οποίες είναι κοινωνικές . Υπό αυτήν την άποψη, ακόμη και η ιδεατή μορφή της τιμής των μη-προϊόντων εργασίας αναγνωρίζεται ότι υποκρύβει μια πραγματική αξιακή σχέση εντός της (Μαρξ, 1976, σελ. 197).
Ο τύπος του Μαρξ ότι «ουσία της αξίας = εργασία» δεν υπονοεί ότι κάθε εργασία πρέπει να παράγει αξία, καθώς δεν ταυτοποιεί την αξία με την εργασία, δηλ. «αξία εργασία». Επιτρέπει, έτσι, το γεγονός ότι κάποια εργασία μπορεί να μην παράγει (υπερ)αξία ενώ παράγει κάποιο εμπόρευμα (ή μια υπηρεσία), και έτσι επιτρέπει την κατηγορία των μη παραγωγικών εργατών. Αυτοί διαφέρουν από τους μη-παραγωγούς, τα παράσιτα που δεν ανήκουν στην εργατική τάξη, μιας και δεν παράγουν κανένα εμπόρευμα, επειδή αυτοί (σ.μ. οι μη παραγωγικοί εργάτες) παράγουν εμπορεύματα (π.χ. υπηρεσίες), και έτσι, ανήκουν στην εργατική τάξη.
Στο παρελθόν, ανεξάρτητοι μικροί παραγωγοί δεν ήταν απευθείας υπό εκμετάλλευση στην άμεση διαδικασία της παραγωγής (αν και έμμεσα ήταν υπό εκμετάλλευση δια των μηχανισμών της αγοράς), και έτσι διαμόρφωναν μια μεσαία τάξη (σ.μ. μικροαστική τάξη). Αντιθέτως, σήμερα, οι μη παραγωγικοί εργάτες δεν παράγουν υπεραξία για τους καπιταλιστές όταν παράγουν εμπορεύματα, και έτσι δεν είναι άμεσα υπό εκμετάλλευση. Αυτό προσφέρει το υλικό υπόστρωμα για μια νέα μεσαία τάξη[7]. Ενώ η παλιά μεσαία τάξη ήταν προορισμένη να εξαφανιστεί όταν υπάχθηκε στην καπιταλιστική ανάπτυξη, η νέα μεσαία τάξη επεκτείνεται με την υπαγωγή της στην καπιταλιστική ανάπτυξη. Αυτό δίνει στην μαρξική εργασιακή θεωρία της αξίας την ικανότητα να προσφέρει τη βάση για τις θεωρίες των τάξεων (η νέα μεσαία τάξη, τα παράσιτα κοκ) και το κράτος (αν οι έννοιες της μη παραγωγικής κατανάλωσης και της μη παραγωγικής εργασίας, κοκ, διερευνηθούν περαιτέρω).
6. Συμπέρασμα
Μέχρι στιγμής, απαντήσαμε στις τρεις κατηγορίες του πλεονασμού, της ασυνέπειας, και της έλλειψης ρεαλισμού που έχουν αποδοθεί εναντίον της μαρξικής εργασιακής θεωρίας της αξίας. Απαντώντας στην κατηγορία του πλεονασμού, δείξαμε ότι ούτε οι αξίες, ούτε οι τιμές προκύπτουν απευθείας από τις φυσικο-τεχνικολογικές συνθήκες της παραγωγής και τα δεδομένα των πραγματικών μισθών. Και απαντώντας στην κατηγορία της ασυνέπειας, βρήκαμε ένα λογικό σφάλμα στην εξαγωγή της αρνητικής υπεραξίας με θετικό κέρδος στις περιπτώσεις συμπαραγωγής, και στην αντικατάσταση της εργασιακής θεωρίας του Μαρξ με μια υλική θεωρία της αξίας. Μια άλλη φερόμενη ασυνέπεια στον μαρξικό μετασχηματισμό της αξίας σε τιμή παραγωγής αποδείχτηκε ως μη βάσιμη: δείξαμε ότι οι αρχικές δύο εξισώσεις του Μαρξ της συνολικής υπεραξίας και του συνολικού κέρδους, και της συνολικής αξίας και της συνολικής τιμής, ισχύουν ακόμη και όταν οι εισαγόμενες αξίες επαναμετασχηματίστηκαν σε όρους τιμής. Οι παραδοσιακές «διορθώσεις» του μετασχηματισμού του Μαρξ έχουν βασιστεί στην προϋπόθεση ότι η αξία είναι ένα πράγμα, και η τιμή ένα άλλο, και απλά επανέλαβαν την προϋποτιθέμενη θέση στο συμπέρασμα. Βασιζόμενη στην ίδια θέση ήταν και η ιδέα ότι η ουσία της αξίας ήταν η ομογενής εργασία (όχι απλά η εργασία) για να προκύψει ως αποτέλεσμα η μέτρηση της αξίας σε όρους ομογενούς εργασίας. Αυτό μετέτρεπε την αξία σε εμπειρικά μη μετρήσιμη. Απαντώντας στην κατηγορία της έλλειψης ρεαλισμού, δείξαμε ότι η μαρξική αφηρημένη εργασία, η ομογενής εργασία, και η κοινωνική εργασία ήταν όλες διακριτές η μία από την άλλη. Μέσω αυτού, δείξαμε ότι η εργασιακή θεωρία της αξίας μπορεί να αποτελέσει τη βάση των θεωριών της αξίας και του κράτους.
[1]Βλ.π.χ. Brody (1974), Morishima (1973,1974), Meek (1973), Okishio (1974), Shaikh (1977), Samuelson (1982) και Roemer (1982).
[2]Βλ.π.χ. Weeks (1981), Clarke (1980,1989), Gerstein (1976), Himmelweit & Mohun (1981), Arthur (1976), και Krause (1982).
[3] Elson (1979B, σ.126)
[4] Η αναγωγή του Rubin, από τις ανταλλακτικές αξίες ειδικευμένης, πολύπλοκης σε ανειδίκευτη, απλή εργασία μπορεί να θεωρηθεί ως μια θεωρία προσφοράς και ζήτησης των εμπορευματικών αξιών (βλ. Lee, σ. 140-9).
[5] Ο τύπος […] στη σελ. 4, σημ. 5, ωστόσο, δείχνει ότι η αναγωγή της ειδικευμένης, σύνθετης εργασίας σε ανειδίκευτη, απλή εργασία λαμβάνει χώρα δια της μεσολάβησης του […] των διαφορετικών μισθών. Αυτός είναι ο λόγος που το πρόβλημα της αναγωγής έχει παρανοηθεί ως το πρόβλημα των διαφορετικών μισθών. Στην καπιταλιστική οικονομία, τα δύο αυτά διακριτά προβλήματα αποτελούν τις δύο πλευρές του ίδιου νομίσματος.
[6] Κάποια κράτη δεν έχουν ανεξάρτητη κυριαρχία, αλλά παρ’ όλα αυτά ονομάζονται κράτη. Ωστόσο, αυτό δεν μας εμποδίζει από το να πούμε ότι η ανεξάρτητη κυριαρχία αποτελεί την ουσία του κράτους.
[7] Με τον όρο υλικό υπόστρωμα δεν εννοούμε την ικανή, αλλά μια αναγκαία συνθήκη γι’ αυτό.