Οκτώ δεκαετίες συμπληρώνονται από τη στιγμή που η Κολομβία άρχισε να συνταράσσεται από έναν ατελείωτο κύκλο πολιτικής και εγκληματικής βίας, που σφραγίζει ανεξίτηλα την πολιτική και κοινωνική ζωή της. Ο Γκουστάβο Πέτρο και η κυβέρνησή του έχουν επενδύσει σημαντικό πολιτικό κεφάλαιο στην ειρήνευση της χώρας και στην επούλωση των τραυμάτων της. Πολλοί αναλυτές εκτιμούν ότι η ευκαιρία που έχει μπροστά της η κολομβιανή κοινωνία για την επίτευξη της πολυπόθητης ειρήνης είναι η μεγαλύτερη των τελευταίων ετών. Η προεδρία της χώρας, άλλωστε, έχει περάσει στα χέρια ενός πρώην αντάρτη που γνωρίζει όσο λίγοι την ψυχοσύνθεση και την κοσμοθεωρία των εναπομείναντων αντάρτικων ομάδων.
Πώς γεννιέται το φαινόμενο της μαζικής βίας στην Κολομβία
Κόντρα στις περισσότερες επίσημες προσλήψεις της σύγχρονης κολομβιανής ιστορίας, η εμφάνιση της μαζικής βίας στην χώρα δεν συμπίπτει με τη συγκρότηση τωνFARC (Ένοπλες Επαναστατικές Δυνάμεις της Κολομβίας) το 1964. Δύο δεκαετίες πριν, τα δύο μεγαλύτερα κόμματα εξουσίας, οι Συντηρητικοί και οι Φιλελεύθεροι, επιδόθηκαν σε έναν αιματηρό εμφύλιο πόλεμο που κράτησε δέκα χρόνια, άφησε πίσω του πάνω από 200 χιλιάδες νεκρούς και μνήμες τρομακτικής αγριότητας που τραυμάτισαν βαθιά την κοινωνία. Αιτία της σύγκρουσης ήταν η διαφαινόμενη άνοδος των Φιλελευθέρων στην εξουσία και η αμφισβήτηση της παντοκρατορίας των πλούσιων γαιοκτημόνων που συσπειρώνονταν κατά πλειοψηφία στην παράταξη των Συντηρητικών. Η σύγκρουση διαδραματίστηκε κυρίως στην επαρχία, καθώς εκεί τοποθετούνταν και το καίριο κοινωνικό επίδικο γύρω από το οποίο εκτυλίσσεται η πολιτική αντιπαράθεση: η αναδιανομή της γης προς όφελος των φτωχών αγροτών, σε μία χώρα που η Ισπανική αποικιοκρατία κληροδότησε στις επόμενες γενιές ένα υψηλότατο ποσοστό συγκέντρωσης γης σε μία χούφτα γαιοκτήμονες και κτηνοτρόφους. Τα χρόνια που ακολούθησαν την λήξη της δεκάχρονης σύγκρουσης, που έμεινε γνωστή ως «La Violencia», το κενό εξουσίας που δημιουργήθηκεστην επαρχία έσπευσαν να καλύψουν οι ίδιοι οι γαιοκτήμονες επιτυγχάνοντας την ψήφιση νόμου που τους έδινε το δικαίωμα να διατηρούν ιδιωτικούς στρατούς για την προστασία της περιουσίας τους και την αντιμετώπιση νέων αντάρτικων ομάδων.
Διαβάστε τη συνέχεια εδώ