1

Η εργοδοτική ασυδοσία δίνει τον ρυθμό στο φαγοπότι του Ταμείου Ανάκαμψης

Η περίοδος χάριτος ή έστω παρένθεση λόγω πανδημίας στον κόσμο της εργασίας και την κοινωνία, φαίνεται πως έχει αρχίσει να βαδίζει προς το τέλος της.

 

 

περίοδος χάριτος ή έστω η παρένθεση που εξαιτίας της πανδημίας παραχώρησαν οι θεσμοί που διοικούν τα ευρωπαϊκά πράγματα στις εθνικές κυβερνήσεις, στον κόσμο της εργασίας και την κοινωνία, φαίνεται πως έχει αρχίσει να βαδίζει προς το τέλος της. Δεδομένου πως οι αγορές και οι τα φαιά φορούντες στην Ε.Ε. αποφάσισαν πως με τους εμβολιασμούς πλέον δεν υφίσταται περαιτέρω λόγος για κινδυνολογία σχετικά με τις συνέπειες της υγειονομικής κρίσης, πλέον και με τη συνέργεια ακριβώς αυτής της κρίσης, οι νεοφιλελεύθερες πολιτικές αποκτούν μία νέα χρυσή ευκαιρία για να ανακτήσουν το χαμένο έδαφος.

Το ευρωπαϊκό Ταμείο Ανάκαμψης (Recovery Fund) συνοψίζει ακριβώς το σχέδιο της τρόικας για την καταστατική θέσμιση της πολιτικής λιτότητας στην Ε.Ε. και πλέον έχουν ξεκινήσει οι προαναγγελίες (όπως αυτή του Βλάντις Ντομπρόφσκις ότι από το 2023 θα επανέλθει η επικυρωμένη προ-κορονοϊού πολιτική και το δόγμα του “κόφτη” των δαπανών και του χρέους, δεδομένου ότι η Ευρωπαϊκή Επιτροπή προβλέπει ανάκαμψη, ιδίως από το 2022. Παράλληλα ξεδιπλώνονται οι “προνοητικές” παρεμβάσεις των φορέων της αγοράς και του επιχειρείν για να εξασφαλίσουν τις ευκταίες κατ’ αυτούς συνθήκες για να μεγιστοποιηθούν τα κέρδη τους όταν θα έχει ολοκληρωθεί η “δημιουργική καταστροφή” που ξεκίνησε με την πανδημία και θα έχει παγιωθεί ο προστατευτικός “ήπιος κρατισμός”.

Ενδεικτική είναι η παρέμβαση των εργοδοτικών φορέων στις δύο βαρύτερα πληγείσες μεγάλες χώρες και οικονομίες στην Ευρωζώνη: στην Ιταλία, όπου η ένωση βιομηχανιών Confidustria παρενέβη άμεσα για να αποτρέψει την παράταση της απαγόρευσης, λόγω κορονοϊού, των απολύσεων, ενώ στην Ισπανία, με μία παρέμβαση στο κυβερνητικό έργο με πιο έμμεσο τρόπο, οι εργοδότες απέρριψαν, πέντε ημέρες πριν την εκπνοή του μέτρου, τις προτάσεις για παράταση των διατάξεων για τους εργαζόμενους σε καθεστώς αναστολή λόγω πανδημίας, μάλιστα μη αποδεχόμενοι ούτε την επέκταση της βοήθειας από το κράτος για τις εργοδοτικές εισφορές.

Αποδεικνύεται έτσι για μία φορά ακόμη πως στην Ευρώπη η σχέση κράτους και αγοράς είναι ανεστραμμένη: δεν είναι το πρώτο εκείνο που ρυθμίζει το δεύτερο, αλλά απεναντίας είναι το δεύτερο που επιβάλλει στο πρώτο τους ρυθμούς και τους τρόπους για τη διάθεση των χρηματοδοτήσεων, την κατανομή δημοσίων δαπανών, ακόμη και την ψήφιση των φόρων για τις επιχειρήσεις, το επίπεδο των αμοιβών και τα εργασιακά δικαιώματα. Επιπλέον, οι αγορές αντί να υπακούν στους κανόνες ανταγωνισμού, έχουν εμποτίσει τα κράτη με την νοοτροπία όχι απλώς να είναι λειτουργικά ως προς τον ανταγωνισμό, αλλά (όπως με την έκθεση Doing Business το 2004 από την Παγκόσμια Τράπεζα, που κατήρτιζε τον κατάλογο των ενάρετων χωρών) και να οιστρηλατούνται από τον μεταξύ τους ανταγωνισμό ποιός θα προσελκύσει περισσότερους ξένους επενδυτές ή πελάτες για την διάθεση των κονδυλίων που έχουν στη διάθεσή τους.

Η περίπτωση της Ιταλίας είναι ενδεικτική, καθώς στο τιμόνι της βρίσκεται ένας άνθρωπος, ο Μάριο Ντράγκι, που ήδη προτού ο διορισμός του στην πρωθυπουργία καταργήσει κάθε εκλεγμένη πολιτική δύναμη στη χώρα, είχε εκπονήσει την έκθεση της “Ομάδας των 30” Reviving and Restructuring the Corporate Sector Post-Covid. Designing Public Policy Intervention (Washington DC, 2020), στην οποία αποτυπώνεται η γραμμή του οικονομικού δαρβινισμού, με βάση την οποία οι δημόσιες υποδομές και πηγές θα πρέπει να συντηρήσουν και βοηθήσουν εκείνες τις επιχειρήσεις που επλήγησαν από την κρίση και έχουν κάποιο μέλλον και όχι εκείνες που πέπρωται να εξαφανισθούν. Μία θέση που ταυτίζεται tale quale με εκείνην την Confidustria που ωρύεται να μη δοθούν ενισχύσεις στη βιοτεχνία, την εστίαση, τις μικρές τουριστικές επιχειρήσεις, τον πολιτισμό, αλλά στη μεγάλη βιομηχανία, τις κατασκευές, τα επικοινωνιακά δίκτυα κτλ. Σε εκείνους τους τομείς κοντολογίς όπου είναι σχεδιασμένο να μετοικήσουν τα “δανεικά” του Recovery Fund (έστω κι εάν θρυλείται ότι θα είναι δωρεάν – μόνο που θα δωθούν πίσω μέσω της αύξησης της εισφοράς των κρατών στον κυκλώπειο προϋπολογισμό της Ε.Ε.).

Ήδη ο Ντράγκι αναλαμβάνει αποκλειστικός ηνίοχος του Recovery Fund και του ελέγχου του, βάσει των όσων έχουν συμφωνηθεί με τις Βρυξέλλες. Ο δοτός πρωθυπουργός της Ιταλίας μιλά για “καμπίνα ελέγχου με μεταβλητές γεωμετρικές συντεταγμένες” για τα κονδύλια και τους διαγωνισμούς ( ιδίως για αυτούς και την απλοποίησή τους τους ήδη βρίσκεται επί ποδός πολέμου η αυτοδιοίκηση, καθώς η Μάφια καραδοκεί), μαζί με τους τεχνοκράτες της κυβέρνησης, τους ιδιώτες συμβούλους της McKinsey, τον υπουργό Οικονομικών Ντανιέλε Φράνκο και τους συναρμόδιους υπουργούς.

Το ιταλικό σχέδιο για το Recovery Fund έχει γραφεί επακριβώς για τους τομείς προς τους οποίους προορίζονται τα κονδύλια: τον οικολογικό μετασχηματισμό, τα τηλεπικοινωνιακά δίκτυα και τις μεγάλες κατασκευές (ξανανοίγει η συζήτηση για τη γέφυρα στα Στενά της Μεσσήνης όταν την ίδια στιγμή και οι πιο απλές δημόσιες και καθημερινές υποδομές καταρρέουν, όπως στο πολύνεκρο δυστύχημα στο τελεφερίκ του Μοταρόνε, λόγω υποχρηματοδότησης).

Όταν ο ίδιος ο Ντράγκι απορρίπτει την “νερωμένη” πρόταση του Ενρίκο Λέττα για φορολόγηση κατά ένα ισχνό 1% των μεγάλων περιουσιών και κληρονομιών, ώστε να διατεθούν για την ενίσχυση των νέων άνω των 18 ετών στην αγορά εργασίας ή τις σπουδές, είναι φυσικό οι βιομήχανοι να θεωρούν πως έχουν κάθε δικαίωμα ναεπεμβαίνουν ad hoc και μάλιστα να καταφέρονται προσωπικά κατά του υπουργού Εργασίας Αντρέα Ορλάντο, που τόλμησε “πραξικοπηματικά” να τροποποιήσει τον νόμο και να επιτρέπει την παράταση της προστασίας των εργαζομένων από τις απολύσεις εξαιτίας της κατάστασης που δημιούργησε η Covid-19. Η ad hominem επίθεση και μάλιστα με απαξιωτικούς όρους έχει προκαλέσει μεγάλη αίσθηση, καθώς αποδεικνύει πως το κράτος αφήνεται άθυρμα στην ιδιοτέλεια των επιχειρήσεων, που αδιαφορούν για την ευημερία των εργαζομένων, τη στιγμή που 900.000 θέσεις εργασίας έχουν χαθεί ήδη λόγω της πανδημίας.

 

Αναδημοσίευση από το Κοσμοδρόμιο