του Θανάση Κανιάρη
Στο πρώτο μου άρθρο στην ιστοσελίδα του συλλόγου διάδοσης μαρξιστικής σκέψης Γιάννης Κορδάτος, θα ήθελα να χαιρετίσω τους συντρόφους και τις συντρόφισσες που δραστηριοποιούνται στα πλαίσια του συλλόγου και να τους ευχηθώ καλή δύναμη, αντοχή και κουράγιο στο δύσκολο έργο που επιτελούν.
Εντάχθηκα πρόσφατα στο σύλλογο, μετά από ένα μακρύ διάστημα απραξίας για τον ένα και μοναδικό λόγο, τον ακόλουθο. Γιατί παραμένει ο μοναδικός φορέας που συνεχίζει να υποστηρίζει την αναγκαιότητα της πάλης για τη συγκρότηση του Αντιιμπεριαλιστικού – Αντιμονοπωλιακού – Δημοκρατικού μετώπου με κατεύθυνση το σοσιαλισμό, κάτι που στις γκρίζες ημέρες που περνάμε – δεδομένου ότι η επαναστατική θεωρία δέχεται ολομέτωπη επίθεση, από εχθρούς και “φίλους”- καθιστά τον πολιτικό αυτό στόχο υπερπολύτιμο.
Σε δύο σημεία θα σταθώ στο άρθρο αυτό: α) στην αναγκαιότητα της στροφής προς την εργατική τάξη, ιδιαίτερα προς τα πιο καταπιεσμένα και εκμεταλλευόμενα στρώματα της και β) στην ολομέτωπη επίθεση που δέχεται αρκετά χρόνια τώρα η επαναστατική θεωρία, μια θεωρία βγαλμένη από την θετική και αρνητική πείρα των επαναστάσεων του 19ου και 20ου αιώνα.
Η ΑΝΑΓΚΑIΟΤΗΤΑ ΣΤΡΟΦΗΣ ΠΡΟΣ ΤΗΝ ΕΡΓΑΤΙΚΗ ΤΑΞΗ
Ο σύλλογος επί πολλά χρόνια τώρα έχει αναπτύξει μια πλούσια δράση στο ιδεολογικό και πολιτικό μέτωπο με συγγραφή βιβλίων που επιχειρούν να δώσουν απάντηση στα σύγχρονα προβλήματα της ελληνικής κοινωνίας από αριστερή σκοπιά, τακτικές διαλέξεις, ενώ υπάρχει και μια σημαντική αρθρογραφία στην ιστοσελίδα του. Αν αναλογιστούμε τι έχει περάσει αυτός ο λαός τα τελευταία 11 χρόνια με τα καταστροφικά μνημόνια και τη διατήρηση στη συνέχεια των ίδιων μνημονιακών πολιτικών και τι βάρη σηκώνει σήμερα, την περίοδο της πανδημίας, σε μια χώρα όπου η ενημέρωση ελέγχεται ασφυκτικά, από τρεις – τέσσερις ομίλους μεγαλοεπιχειρηματιών, η προβολή της αντίθετης άποψης καθίσταται αναγκαία και επιβεβλημένη.
Η ταξική πάλη όμως είναι πιο σύνθετη, καθώς διεξάγεται σε τρία επίπεδα. Στο πολιτικό, τον ιδεολογικό και στον οικονομικό τομέα, καθώς η συσπείρωση των εργαζομένων στα σωματεία τους και η προβολή μαχητικών αιτημάτων για την υπεράσπιση και βελτίωση του βιοτικού τους επιπέδου, αποτελεί μια κρίσιμη παράμετρο για την ανάπτυξη του εργατικού – επαναστατικού κινήματος.
Και ερχόμαστε τώρα στο επίδικο. Ο σύλλογος κατά βάση συσπειρώνει άτομα που προέρχονται από τα διανοούμενα στρώματα με την πιο γενική έννοια του όρου. Αυτό βέβαια δεν είναι μεμπτό. Και οι διανοούμενοι έχουν τη θέση τους στο επαναστατικό κίνημα και μάλιστα σημαντικό, αν αναλογιστούμε ότι είναι οι άνθρωποι που ασχολούνται με τη θεωρία, και είναι γνωστό ότι χωρίς επαναστατική θεωρία δεν υπάρχει επαναστατική πράξη. Δεν είναι όμως αυτό αρκετό. Οι διανοούμενοι δεν μπορούν να υποκαταστήσουν τους εργάτες, την τάξη δηλαδή που έχει ως ιστορικό της χρέος την πραγματοποίηση της προλεταριακής επανάστασης και την οικοδόμηση του εργατικού – σοσιαλιστικού κράτους.
Προβάλλει επομένως η αναγκαιότητα ο σύλλογος να στραφεί προς την εργατική τάξη και ειδικότερα προς τα πιο καταπιεσμένα και εκμεταλλευόμενα στρώματα της τάξης αυτής. Πρέπει, επί ποινή αφανισμού, να ενταχθούν στη συλλογική προσπάθεια νέοι εργάτες, όχι κατ’ ανάγκη από τη βιομηχανία οι οποίοι, ούτως ή άλλως είναι ολιγάριθμοι. Να έχουμε τη φιλοδοξία, ο σύλλογος να γίνει τόπος συσπείρωσης νέων εμποροϋπαλλήλων, ξενοδοχοϋπαλλήλων, εργαζομένων στα σούπερ μάρκετ, ντελιβεράδων, εργαζομένων σε γραφεία, να μπει στις τάξεις του εργατικός αέρας.
Θα πρόκειται για ένα κρίσιμο τεστ. Αν το κάλεσμα μας βρει απήχηση στους εργαζόμενους, τότε με ασφάλεια θα μπορούμε να πούμε, ότι καλώς βαδίζουμε. Αν όχι, τότε θα πρέπει να ψαχτούμε, να δούμε τι κάνουμε λάθος. Και ο στόχος αυτός δεν είναι προαιρετικός. Η ιστορική εμπειρία μας δείχνει, ότι φιλόδοξα εγχειρήματα, με τις καλύτερες προθέσεις των πρωταγωνιστών τους, που για διάφορους λόγους δεν κατάφεραν να βρουν κοινό βηματισμό με την τάξη των άμεσων παραγωγών, δεν μακροημέρευσαν.
ΟΛΟΜΕΤΩΠΗ ΕΠΙΘΕΣΗ
Τις τελευταίες τρεις δεκαετίες, μετά τις δραματικές αλλαγές που οδήγησαν στη διάλυση της Σοβιετικής Ένωσης και των άλλων σοσιαλιστικών χωρών, εντάθηκε η προσπάθεια ιδεολογικής διείσδυσης και διάβρωσης της επαναστατικής θεωρίας από την πλευρά των επιτελείων του ιμπεριαλισμού. Όσο και αν η φράση αυτή ακούγεται κοινότυπη, σε τελική ανάλυση δύο κοσμοθεωρίες συγκρούστηκαν τον 19ο και 20ο αιώνα, η σοσιαλιστική και η καπιταλιστική. Και η σύγκρουση αυτή ήταν ανελέητη, χωρίς αρχές, ειδικά από την πλευρά των δυνάμεων του κεφαλαίου.
Όλη αυτή την περίοδο γινόμαστε μάρτυρες μίας συστηματικής και επίμονης προσπάθειας αναθεώρησης της λενινιστικής θεωρίας, των πιο καθοριστικών της πλευρών, του κόμματος νέου τύπου, των νομοτελειών της σοσιαλιστικής επανάστασης, ήτοι της τακτικής και στρατηγικής που θα πρέπει να εφαρμόσει το επαναστατικό κίνημα στη διαδικασία συσπείρωσης της κρίσιμης μάζας των εργαζομένων για την τελική σύγκρουση, η πολιτική των συμμαχιών με τα άλλα εκμεταλλευόμενα και καταπιεζόμενα στρώματα της καπιταλιστικής κοινωνίας. Με ιδιαίτερη ζέση επιτίθενται στη θεωρία της ιμπεριαλιστικής εξάρτησης της μεγάλης πλειοψηφίας των μικρών και αδύνατων καπιταλιστικών χωρών από μια χούφτα μονοπωλητές, από μια ελάχιστη μειοψηφία ισχυρότατων ιμπεριαλιστικών χωρών, που ελέγχουν την παγκόσμια αγορά με τον οικονομικό, πολιτικό και στρατιωτικό εξαναγκασμό. Μια θεωρία η οποία θέτει στη σωστή της διάσταση, τη διαλεκτική σχέση εθνικού – ταξικού, η παραβίαση της οποίας έχει οδηγήσει σε κωμικοτραγικές καταστάσεις τους “παραβάτες” της. Ξαναζεσταίνεται η παλιά σούπα της αντιπαράθεσης του θεωρητικού έργου του Λένιν στο μαρξιστικό έργο, με τους εμπνευστές της να κάνουν λόγο για την αναγκαιότητα επαναθεμελίωσης μιας σύγχρονης θεωρίας, η οποία θα στηρίζεται στην ταξική πάλη (Μηλιός)…
Οι αναθεωρητικές αυτές απόψεις, βρήκαν, δυστυχώς, πρόσφορο έδαφος και στο ελληνικό επαναστατικό κίνημα. Και λέμε δυστυχώς, γιατί έχουμε ακούσει και έχουμε ακούσει διάφορα τρελά από αναλύσεις των ανά τον κόσμο κομμουνιστικών κομμάτων, αλλά το ελληνικό…Το ελληνικό με τόσες εκατόμβες νεκρών, με τόσες θύελλες που πέρασε, με τόσα ξερονήσια που άντεξε, με τόσες εμπειρίες στην ταξική πάλη. Αυτό μας πείραξε, πολύ μας πείραξε.
Αλλά πως να εξηγήσει κανείς τις πολιτικές – ιδεολογικές ανατροπές που έγιναν τα τελευταία 25 χρόνια στο ιστορικό κόμμα της εργατικής τάξης που είχαν σαν αποτέλεσμα την αλλοίωση των επαναστατικών του χαρακτηριστικών και το μετασχημάτισαν σε ένα διαφορετικό κόμμα με χαλαρούς και αδύνατους δεσμούς με την εργατική τάξη, ένα κόμμα που δεν ενοχλεί κανένα και τίποτα.
Πως αλλιώς να εξηγηθεί η επίθεση που δέχεται η θεωρία της ιμπεριαλιστικής εξάρτησης, πρώτα από το ΝΑΡ που ανακάλυψαν οι αθεόφοβοι τρίτο στάδιο του καπιταλισμού (με τι στοιχεία, ποιες επιστημονικές έρευνες, μελέτες) και στη συνέχεια από το ΚΚΕ με την ανεκδιήγητη θεωρία της ανισόμετρης αλληλεξάρτησης και της ιμπεριαλιστικής Ελλάδας. Της ιμπεριαλιστικής Ελλάδας την περίοδο των μνημονίων, της ελληνοτουρκικής κρίσης και της πανδημίας που κατέδειξαν τα στοιχεία της πολύμορφης και πολύπλευρης εξάρτησης στην πιο καθαρή τους μορφή. Μετά από τις αρνητικές αυτές εξελίξεις έχουμε κάθε λόγο να πιστεύουμε τα όσα αναφέραμε πιο πάνω. Ότι βρισκόμαστε μπροστά σε μια εντεινόμενη επίθεση της ιμπεριαλιστικής ιδεολογίας ενάντια στο εργατικό και επαναστατικό κίνημα, μια επίθεση που μόνο στις πολιτικές της πλευρές στεκόμαστε, καθώς όποια άλλα ερωτήματα προκύπτουν, ούτε μπορούμε, αλλά ούτε και θέλουμε να τα απαντήσουμε.
Για να γίνει κατανοητό, σε τι σύγχυση βρίσκεται σήμερα η ελληνική Αριστερά αναφέρουμε τα ακόλουθα. Στην ατζέντα των αιτημάτων που προβάλλουν πολλοί αριστεροί χώροι, είναι η εναντίωση στον ρατσισμό και το φασισμό, η υπεράσπιση και η έκφραση αλληλεγγύης στους μετανάστες και πρόσφυγες, η αναγνώριση των δικαιωμάτων των μειονοτήτων κλπ. Σε όλα αυτά τα αιτήματα, κανένας δημοκράτης και προοδευτικός πολίτης αυτής της χώρας, δεν μπορεί να είναι αντίθετος. Το πράγμα μπερδεύεται από τη στιγμή που τα ίδια ακριβώς αιτήματα τα βλέπουμε και στην νεοφιλελεύθερη ατζέντα. Τα ίδια ακριβώς και πολύ φοβάμαι, ότι από τη στιγμή που δεν γίνεται καμία προσπάθεια διάκρισης ανάμεσα στη λαϊκή αντίθεση στο ρατσισμό και στη νεοφιλελεύθερη αντίθεση, εγκυμονεί ο σοβαρότατος κίνδυνος, αν δεν έχει ήδη γίνει, της υιοθέτησης των νεοφιλελεύθερων πολιτικών επιλογών.
Αλληλεγγύη στους πρόσφυγες ναι, αλλά αν σταματήσει κανείς εκεί, αν δεν συμβάλλει στη δημιουργία αντιιμπεριαλιστικού μετώπου πάλης που θα καταγγείλει τους ιμπεριαλιστικούς πολέμους και τις φρικαλεότητες που αυτοί προκαλούν, τότε, στην καλύτερη περίπτωση θα προβεί σε μια χριστιανική πράξη. Ειδικά όμως σήμερα, δεν χρειαζόμαστε σταυροφόρους της χριστιανικής ελεημοσύνης, αλλά ανθρώπους που θα συμβάλλουν στην ανασυγκρότηση του επαναστατικού κινήματος.