Η “γερμανική δεκαετία” τέλειωσε…
Η κοινωνία είναι διχασμένη, o ρατσισμός και η ακροδεξιά παραμένουν. Η πανδημία αφήνει πίσω της ανασφάλεια. Ο απολογισμός της 16ετίας Μέρκελ είναι αρνητικός.
Με αυτόν τον τίτλο επιλέγει να εκθέσει την άποψή του ο αρχισυντάκτης της έγκυρης ελβετικής εφημερίδας Neue Zürcher Zeitung, Έρικ Γκούγιερ, σχετικά με τις εξελίξεις στη Γερμανία μετά τις εκλογές του Σεπτέμβρη. Η θέση που διατυπώνει ο Ελβετός δημοσιογράφος και συγγραφέας, σημαντικός διαμορφωτής της κοινής γνώμης λόγω της θέσης του στη συγκεκριμένη εφημερίδα, συνοψίζεται στο ότι οι εκλογές αποτέλεσαν ένα τέλος εποχής. Το τέλος εποχής σηματοδοτείται σαφώς από το ότι η Άνγκελα Μέρκελ δεν θα είναι πια καγκελάριος. Η Μέρκελ που υπήρξε η “ηγέτιδα του ελεύθερου κόσμου” πιο πάνω και από τον Ομπάμα π.χ., γιατί αυτή είχε πιο πολλές καλές σχέσεις με πιο πολλές χώρες από ό,τι οι ΗΠΑ. Αρκεί όμως μια αλλαγή προσώπου, ακόμα και η αλλαγή της σύνθεσης των κομμάτων που κυβερνούν τη Γερμανία για να ισχυριστεί κανείς πως η “γερμανική δεκαετία” τέλειωσε;
Τι ήταν η “γερμανική δεκαετία”
Ο όρος είναι προφανώς δανεισμένος από το αλήστου μνήμης think tank των νεοσυντηρητικών στις ΗΠΑ, που με το όνομα “Σχέδιο για έναν νέο αμερικανικό αιώνα” φιλοδοξούσε να χαράξει πολιτική για την παγκόσμια ηγεμονία των ΗΠΑ. Η ομάδα εμφανίστηκε το 1997 και το σχέδιο έληξε άδοξα στα πεδία των μαχών του Ιράκ και του Αφγανιστάν, ενώ ήδη το 2006 η ομάδα άλλαξε και όνομα στο λιγότερο υπερφίαλο “Πρωτοβουλία Εξωτερικής Πολιτικής”. Σήμερα δεν μιλάει κανείς πια για κάποιον αιώνα βορειοαμερικανικής ηγεμονίας στον πλανήτη.
Το καλοκαίρι 2006 όμως σηματοδοτεί την αρχή της “γερμανικής δεκαετίας”. Με φρέσκια την ΟΝΕ, πέντε μόλις ετών, η Γερμανία κερδίζει το παγκόσμιο πρωτάθλημα ποδοσφαίρου και ο κόσμος ξεχύνεται στους δρόμους με τη σημαία της δημοκρατικής Γερμανίας να πανηγυρίσει, αυτή τη σημαία που στόλιζε παράθυρα και μπαλκόνια στη διάρκεια της διοργάνωσης. “Ντόιτσλαντ, Ντόιτσλαντ!” ή και απλά “Σλαντ” φωνάζουν τα πλήθη και για πρώτη φορά νιώθουν άνετα να βγουν και να εκδηλώσουν την εθνική τους υπερηφάνεια, να τραγουδήσουν το όνομα της πατρίδας τους με τη βαριά κληρονομιά, το πολύ δύσκολο παρελθόν. Υψώνουν τη σημαία, αυτή που βέβαια μισούν οι ναζί και οι ακροδεξιοί Γερμανοί, πρώτη φορά. Επιτέλους, δεν ντρέπονται να πουν πως είναι Γερμανοί!
Έναν χρόνο πριν, η Ρωμαιοκαθολική εκκλησία είχε επιλέξει τον Γερμανό Γιόζεφ Αλοΐσιους Ράτσινγκερ για Πάπα, ήταν ο Βενέδικτος ο 16ος. Ζει ακόμα μετά την παραίτησή του για λόγους υγείας το 2013, γέροντας στο μοναστήρι της Μητέρας Εκκλησίας στο Βατικανό. Η Γερμανία έπαιζε παγκόσμιο ρόλο. Υπερασπίζονταν τα σύνορά της στα βουνά του Αφγανιστάν με στρατό και αεροπορία, κατακτούσε θέσεις παγκόσμιου πρωταθλητή στις εξαγωγές με εντυπωσιακά θετικά εμπορικά ισοζύγια, έπαιζε ηγετικό ρόλο στην Ε.Ε. Τόλμησε την σύγκρουση με τη Ρωσία, με αμφίβολα αποτελέσματα, ενώ όταν ο Τραμπ τράβαγε τις ΗΠΑ πίσω και η Βρετανία αποχωρούσε από την Ε.Ε. έμενε μόνο το Βερολίνο ως παγκοσμίου βεληνεκούς κέντρο επιρροής.
Η Skoda και η Seat, τσέχικη και ισπανική αντίστοιχα, ήταν πια θυγατρικές της γερμανικής αυτοκινητοβιομηχανίας. Η γερμανική ελίτ θησαύριζε με τις δουλειές που είχε σε όλον τον κόσμο, με τους μισθούς εντός της χώρας που ήταν πιεσμένοι, με μια άνευ προηγουμένου επίθεση στα εισοδήματα των κατώτερων κοινωνικών στρωμάτων, με λιτότητα στις κρατικές δαπάνες, με τη διάλυση της οικονομίας της πρώην Ανατολικής Γερμανίας. Και όταν δεν αρκούσε για τη κερδοφορία η συμπίεση του μισθού, φεύγαν τα εργοστάσια και πήγαιναν στην Ουγγαρία, τη Ρουμανία, τη Βουλγαρία.
Η κρίση χρέους του 2008-2010 αντιμετωπίστηκε με μαεστρία και το γερμανικό κεφάλαιο βγήκε κερδισμένο από αυτήν. Φθινόπωρο του 2010 και ενώ η Ελλάδα έμπαινε στη σκοτεινή περίοδο των μνημονίων, αρχιτέκτονας των οποίων ήταν ο Βόλφγκανγκ Σόιμπλε, ο υπουργός Οικονομικών της “γερμανικής δεκαετίας”, οι δρόμοι ήταν γεμάτοι με αφίσες που ενημέρωναν τον πληθυσμό πως η κρίση πέρασε και τώρα έρχεται η ανάπτυξη. Στη συνέχεια και μέχρι σήμερα η γερμανική πολιτική κατάφερε δυο πράγματα σχετικά με την Ελλάδα: πρώτον, να κάνει τη χώρα μας παράδειγμα του πώς μπορεί κανείς να κάμψει αντιστάσεις και να επιβάλλει μια συμφέρουσα για αυτόν κατάσταση, και ταυτόχρονα να μπει ακόμα πιο δυναμικά και από θέση ισχύος στην αγορά και την εκμετάλλευση των οικονομικών πόρων. Τα 14 ελληνικά αεροδρόμια που πλέον είναι στα χέρια του κρατιδίου της Βάδης-Βυρτεμβέργης είναι ένα μόνο παράδειγμα. Το πως ο τουριστικός κολοσσός TUI επέβαλλε πέρσι στην ελληνική κυβέρνηση το άνευ όρων άνοιγμα του τουρισμού, ένα άλλο.
Η “γερμανική δεκαετία” είχε πολύ χρήμα και πολλή ισχύ. Φαραωνικά έργα πρεστίζ σε επιλεγμένες υποδομές άλλαξαν τη εικόνα της χώρας. Ανεμογεννήτριες, τρένα, κρατικά κτίρια και ιδιωτικές επενδύσεις στην οικοδομή, στις τεχνολογίες, στις μεταφορές έδιναν τον τόνο. Πάντα, αλήθεια είναι, με την υπόνοια της διαφθοράς ή έστω της υπέρμετρης σπατάλης από πίσω, τα ερωτηματικά για την πραγματική χρησιμότητα αυτού ή του άλλου έργου.
Και η δημοκρατία: η Γερμανία δεν είναι πια η χώρα του μαύρου φασισμού. Είναι η σταθερή δημοκρατία, με σεβασμό στα ανθρώπινα δικαιώματα, με προστασία στις κάθε λογής μειονότητες, που υποδέχτηκε πάνω από ένα εκατομμύριο πρόσφυγες το 2015-16, με καλή δικαιοσύνη και σοβαρά και έγκυρα μέσα ενημέρωσης.
Η σκοτεινή πλευρά
Τα χρόνια της Μέρκελ είναι χαμένα χρόνια, υποστηρίζει ο Γκούγιερ. Δεν είναι μόνος σε αυτήν τη διαπίστωση. Η Μέρκελ καιροσκοπούσε και προσπαθούσε να τα έχει καλά με όλους. Δεν είχε κάποιο συγκεκριμένο στρατηγικό σχέδιο, ένα όραμα για την Γερμανία, την Ευρώπη και τον κόσμο, πέρα από τη μεγιστοποίηση των κερδών των γερμανικών τραπεζών και της βιομηχανίας. Οι υποδομές της χώρας σαπίζουν κυριολεκτικά, η ψηφιοποίηση δεν προχώρησε ικανοποιητικά, η Γερμανία δεν είναι στις πέντε κορυφαίες χώρες όσον αφορά την καινοτομία. Οι φυσικές καταστροφές δεν μπορούν να αντιμετωπιστούν και η θαυμαστή κάποτε γερμανική μηχανική δεν είναι σε θέση να κατασκευάσει ένα σωστό αεροδρόμιο στην πρωτεύουσα. Η φτώχια αυξάνει, η νεολαία δεν βλέπει σοβαρές προοπτικές στο μεγάλο μέρος της, οι ηλικιωμένοι δεν παίρνουν καλές συντάξεις, υπάρχει υπογεννητικότητα. Η κοινωνία είναι διχασμένη, ρατσισμός και ακροδεξιά παραμένουν σημαντικοί παράγοντες στην κοινωνικο-πολιτική ζωή. Η πανδημία αφήνει πίσω της ανασφάλεια και μια τραυματισμένη οικονομία. Ο απολογισμός της 16ετίας Μέρκελ είναι αρνητικός.
Αδύναμος καγκελάριος και ο μεγάλος συνασπισμός
Η “γερμανική δεκαετία” είναι στην πραγματικότητα μια δεκαπενταετία, 2006-2021. Στο νέο πλαίσιο που διαμορφώνεται μετά τις εκλογές, ο νέος καγκελάριος θα είναι αδύναμος. Θα κυβερνά μεν τη Γερμανία, αλλά θα φέρει την ισχύ του 25% που πήρε στις εκλογές. Η κυβέρνηση που θα περιλαμβάνει Πράσινους και Φιλελεύθερους θα πρέπει να κινείται συνεχώς στη βάση δύσκολων συμβιβασμών σε ό,τι αφορά σε πολλούς τομείς της πολιτικής και κοινωνικής ζωής. Πώς θα γίνει η πράσινη μετάβαση; Τι θα γίνει με το κοινωνικό ζήτημα; Ποια θα είναι η εξωτερική πολιτική; Σαφώς η θέληση για εξουσία θα είναι συγκολλητικός παράγοντας μεταξύ των τριών τακτικών συμμάχων, αλλά αυτοί θα πρέπει να δείξουν έργο στα πολιτικά τους ακροατήρια, να ικανοποιήσουν τους ψηφοφόρους τους, ώστε να μην διαψεύσουν τις προσδοκίες και καταρρεύσουν.
Οι Φιλελεύθεροι πήραν 11%, αλλά πριν οκτώ χρόνια ήταν εκτός ομοσπονδιακής βουλής. Οι Πράσινοι έφτασαν το 15%, αλλά έχτιζαν δεκαετίες για να φτάσουν εκεί με πολύ συγκεκριμένα περιεχόμενα. Η Σοσιαλδημοκρατία είδε κυριολεκτικά τον (εκλογικό) Χάρο με τα μάτια της μέχρι πριν λίγους μήνες και τώρα καλείται να ηγηθεί της κυβέρνησης. Οι άλλοι δύο δυνητικοί σύμμαχοι πήραν συνολικά περισσότερους ψήφους από το σοσιαλδημοκρατικό κόμμα και αυτό μειώνει ακόμα περισσότερο την πολιτική ισχύ του Σολτς. Αυτός πάλι έχει να συμβιβαστεί και με τρίτο παίκτη, την αριστερή πτέρυγα του κόμματός του, η οποία επιμένει στην ανάγκη άσκησης φιλικής προς τα φτωχά λαϊκά στρώματα πολιτικής τόσο σε ομοσπονδιακό επίπεδο όσο και σε επίπεδο Ε.Ε. Δύσκολες εξισώσεις…
Και αν τελικά δεν βγει κυβέρνηση τριπλής συμμαχίας, η επόμενη επιλογή είναι εκ νέου ο μεγάλος συνασπισμός μεταξύ Σοσιαλδημοκρατίας και Χριστιανοδημοκρατίας. Σε αυτήν όμως την περίπτωση θα έχει προσπεραστεί η λαϊκή θέληση, η οποία ουσιαστικά καταψήφισε αυτό το ενδεχόμενο κατακρημνίζοντας το κόμμα της Μέρκελ, του Λάσετ και του Ζέντερ. Με ποια νομιμοποίηση θα κυβερνούσε ένα τέτοιο σχήμα; Τι πολιτική θα ακολουθούσε; Την ίδια; Δεν μπορεί να συνεχιστεί η ίδια καιροσκοπική πολιτική όπως στα χρόνια της Μέρκελ γιατί οι προκλήσεις είναι μεγάλες και απαιτούν ριζικές αλλαγές.
Η Γερμανία στον κόσμο
Η συμμαχία ΗΠΑ, Βρετανίας και Αυστραλίας ενάντια στην Κίνα κατέδειξε πως στη σύγκρουση συμφερόντων στην Ανατολική Ασία και στον Ειρηνικό, οι ευρωπαϊκές ηπειρωτικές δυνάμεις είναι κομπάρσοι. Όμως το παγκόσμιο κέντρο είναι εκεί και όχι στην ευρωπαϊκή ήπειρο. Αυτό δείχνει τα όρια επιρροής και της Γερμανίας στο παγκόσμιο πολιτικό γίγνεσθαι. Εντός της Ε.Ε. η κρίση δεν αποσοβήθηκε ποτέ. Τελευταίο επεισόδιο είναι η κόντρα των Βρυξελλών με τη Βαρσοβία. Οι φυγόκεντρες δυνάμεις δεν είναι αμελητέες και η αντιμετώπιση της κρίσης που προκαλεί η πανδημία μπορούν να τινάξουν στον αέρα το οικοδόμημα του ευρώ, όπως τουλάχιστον το ξέρουμε μέχρι σήμερα. Αυτό όμως θα ήταν ισχυρότατο πλήγμα για το γερμανικό κεφάλαιο. Σε αυτό το πλαίσιο και μπροστά σε αυτές τις προκλήσεις η Γερμανία θα εκπροσωπείται από μια κυβέρνηση ανάγκης, με συμμετέχοντες που θα προτιμούσαν να κάθονται ο καθένας με άλλους στην αίθουσα του κυβερνητικού συμβουλίου και θα έχει επικεφαλής έναν αδύναμο καγκελάριο. Η ιδιόμορφη αυτή αδυναμία του μελλοντικού κυβερνητικού σχήματος αντικατοπτρίζει το συνολικό πρόβλημα, την χαμηλής έντασης κρίση που αντιμετωπίζει η γερμανική οικονομία, κοινωνία και πολιτική.
Οι τιμές ανεβαίνουν, η ενεργειακή κρίση χτυπά τη Γερμανία που βλέπει με ανησυχία το τι συμβαίνει στην Κίνα και φοβάται διακοπές ρεύματος. Οι οικονομικοί δείκτες δεν δείχνουν αισιόδοξα πράγματα. Λείπουν εργατικά χέρια, οδηγοί για τα φορτηγά. Εργατικοί αγώνες υποχρεώνουν εργοδότες σε υποχωρήσεις. Κι αυτά αφορούν μόνο τους μήνες που έρχονται. Με ποια πυγμή θα αντιμετωπίσει η νέα κυβέρνηση τους διεθνείς ανταγωνιστές της; Φαίνεται πως η ισχύς μειώνεται. Η “γερμανική δεκαετία” έφτασε στο τέλος της. Όσες δυνάμεις θέλουν να κερδίσουν έδαφος από τη Γερμανία θα έχουν στα επόμενα χρόνια καλές ευκαιρίες.