του Βασίλη Λιόση
εκπαιδευτικού και συγγραφέα
Τις τελευταίες δεκαετίες εξελίσσεται μία συστηματική και σχεδιασμένη επιχείρηση προκειμένου να αναθεωρηθεί η ιστορία που αφορά τον Β΄ παγκόσμιο πόλεμο και τον ρόλο του ναζισμού. Χαρακτηριστικά παραδείγματα αποτελούν οι Ερνστ Νόλτε, Ντέιβιντ Ίρβινγκ, Χάιντς Ρίχτερ, Νόρμαν Ντέιβις κ.ά.. Μαζί με αυτούς έχουν επιστρατευτεί και τα πολύ βαριά όπλα και αναφερόμαστε στην Ε.Ε. που έχει εκδώσει πλήθος «φιρμανιών» στα οποία κομμουνισμός και ναζισμός εξισώνονται. Παράλληλα η Ε.Ε. διοργανώνει διάφορες εκδηλώσεις προκειμένου να αποδείξει αυτή την εξίσωση ενώ προσφάτως επιστρατεύτηκε και το υπουργείο εξωτερικών της Γερμανίας σε αυτή την επιχείρηση.
Α. Το γερμανικό υπουργείο εξωτερικών ως αναθεωρητική δεξαμενή σκέψης
Οι προσπάθειες αναθεώρησης της ιστορίας διαφοροποιούνται στη μορφή τους. Υπάρχουν τόσο οι χοντροκομμένες όσο και οι εκλεπτυσμένες. Αυτές οι δεύτερες είναι και οι πιο επικίνδυνες. Και είναι τέτοιες διότι λαμβάνουν υπόψη το γεγονός ότι οι ιστορικές μνήμες είναι ακόμη πολύ ισχυρές και ότι παρά την άνοδο των νεοναζιστικών δυνάμεων στην ευρωπαϊκή επικράτεια, υπάρχουν εκατομμύρια πολιτών με δημοκρατικό φρόνημα και απέχθεια στη βαρβαρότητα του φασισμού/ναζισμού. Επομένως, τα συνειδησιακά ρήγματα και η διαμόρφωση μιας στρεβλής ιστορικής αντίληψης δεν μπορούν να δημιουργηθούν μέσω της χοντροκομμένης προσέγγισης αλλά μέσω μιας άλλης με ένα επιστημονικοφανές επίχρισμα.
Τι ακριβώς, λοιπόν, επιχειρεί το υπουργείο εξωτερικών της Γερμανίας; Έχει εκπονηθεί ένα Πρόγραμμα με την επωνυμία «Μνήμες από την Κατοχή στην Ελλάδα». Η σχετική ιστοσελίδα μας πληροφορεί τα εξής: «Στόχος του προγράμματος […] είναι η συλλογή και αρχειοθέτηση οπτικοακουστικών μαρτυριών για τη γερμανική Κατοχή στην Ελλάδα, καθώς και η διατήρηση και διάδοση πληροφοριών για την πιο καταστροφική περίοδο της σύγχρονης ιστορίας, κατά τη διάρκεια της οποίας η χώρα μέτρησε απώλειες χιλιάδων ανθρώπινων ζωών και υπέστη ανυπολόγιστες ζημιές στην οικονομία και στις υποδομές της. Απώτερος στόχος επίσης είναι να αναζητηθούν τα αίτια και οι παράμετροι που καθόρισαν εκείνη την εποχή, η οποία αποτελεί μέχρι σήμερα ενεργό κομμάτι της συλλογικής μνήμης. […]
»Στο πλαίσιο του προγράμματος πραγματοποιήθηκαν συνεντεύξεις σε όλη την Ελλάδα με μάρτυρες της περιόδου […]
»Το υλικό διατίθεται για ερευνητικούς, εκπαιδευτικούς και επιμορφωτικούς σκοπούς σε πανεπιστημιακά ιδρύματα και σχολεία στην Ελλάδα, στη Γερμανία και διεθνώς, προκειμένου να δημιουργηθεί ένας διαπολιτισμικός διάλογος, ιδιαίτερα μεταξύ των δύο χωρών […]».[1]
Ήδη από τους διατυπωμένους στόχους φαίνεται να ξεκινάμε από το σημείο μηδέν. Ο στόχος δεν είναι η αποκάλυψη των αιτιών που γέννησαν και γιγάντωσαν τον ναζισμό, ούτε η ερμηνεία της βαρβαρότητάς του αλλά μία γενική αναζήτηση αιτιών και παραμέτρων που καθόρισαν εκείνη την εποχή. Εξ’ αρχής, λοιπόν, διαφαίνεται ήδη κάποιο πρόβλημα. Μήπως, όμως, πρόκειται για μία υπερβολική ή και προκατειλημμένη άποψη; Η απάντηση είναι αρνητική κι ευθύς αμέσως εξηγούμαστε.
Β. Τι υποστηρίζει το πρόγραμμα για τον ελληνικό λιμό;
Για το συγκεκριμένο πρόγραμμα έχουν γραφτεί πολλά και διαφωτιστικά.[2] Για αυτό τον λόγο θα σταθούμε μόνο σε μία από τις επίμαχες παρεμβάσεις του Προγράμματος που αφορά τον λιμό που βίωσε ο ελληνικός λαός. Στην ιστοσελίδα του Προγράμματος παρατίθεται μία διαπίστωση του Γκέμπελς ο οποίος δήθεν αγωνιά για τον ελληνικό λιμό: «Έλαβα μια εξοργιστική αναφορά για την κατάσταση στην Ελλάδα. Εκεί η πείνα έχει εξελιχθεί σε μάστιγα. Κατά χιλιάδες πεθαίνουν οι άνθρωποι στους δρόμους της Αθήνας από την εξάντληση, όλα αποτέλεσμα της βίαιης βρετανικής πολιτικής του ναυτικού αποκλεισμού, και μάλιστα σε βάρος ενός λαού που αφελώς θέλησε να βγάλει τα κάστανα από την φωτιά για λογαριασμό των Εγγλέζων. Αυτή είναι η ευγνωμοσύνη του Λονδίνου».[3]
Στη συνέχεια παρατίθεται μια αναφορά του Βρετανού Έντουαρντ Γουόρνερ από το Φόρειν Όφφις. Οι υπεύθυνοι του γερμανικού προγράμματος επικαλούνται τα δύο κείμενα για να «αποδείξουν» πως, τάχα, υπαίτιοι για τον ελληνικό λιμό ήταν οι Βρετανοί και όχι οι Γερμανοί. Ακολουθεί μία εκτίμηση της ιστοσελίδας με βάση την οποία γράφονται τα εξής: «Εξαιτίας της αναστάτωσης που είχαν προκαλέσει οι εχθροπραξίες, δεκάδες χιλιάδες άτομα είχαν βρεθεί μακριά από τις εστίες τους αναζητώντας καταφύγιο σε άλλες περιοχές. Το γεγονός ότι η πλειονότητα αυτών των εσωτερικών μεταναστών βρέθηκε στις πόλεις, έφερε σε αδιέξοδο το κεντρικό σύστημα διανομής αγαθών και δημιούργησε χάσμα ανάμεσα στις συνθήκες ζωής των αστικών κέντρων και της υπαίθρου, όπου οι κάτοικοι μπόρεσαν να διατηρήσουν ένα σταθερό επίπεδο διαβίωσης. Βασικός παράγοντας της επισιτιστικής κρίσης υπήρξε ο ναυτικός αποκλεισμός από τις βρετανικές δυνάμεις. Επιπρόσθετα εμπόδια προκάλεσε η κατάρρευση του συγκοινωνιακού δικτύου και ο χωρισμός της επικράτειας σε ζώνες κατοχής, σε σημείο που να δυσχεραίνεται η μεταφορά τροφίμων ακόμα και σε γειτονικά διαμερίσματα. Μεγάλες ποσότητες αγροτικών προϊόντων, πατάτες, σταφίδες και λάδι, επιτάχθηκαν από τα κατοχικά στρατεύματα που σύντομα αντικατέστησαν αυτή την λεηλασία της παραγωγής με το σύστημα πληρωμής σε ειδικά χαρτονομίσματα».[4]
Ας δούμε, λοιπόν, μερικές πτυχές του ζητήματος.
Γ. Ορισμένα δεδομένα
Πρώτα από όλα είναι απαραίτητο να θυμηθούμε τη διάσταση του προβλήματος της πείνας. Όλοι οι μελετητές συμφωνούν πως η εκτίμηση για τον αριθμό των νεκρών κατά την περίοδο της γερμανικής κατοχής εξαιτίας της πείνας δεν είναι μία εύκολη υπόθεση. Ωστόσο, υπολογίζεται πως αυτός προσεγγίζει το μισό εκατομμύριο.[5] Πολύ μεγάλο νούμερο αν ιδιαίτερα αναλογιστούμε πως εκείνη την εποχή ο πληθυσμός της Ελλάδας ήταν κάτι λιγότερο από 7,5 εκατομμύρια. Επομένως, περίπου το 7% του πληθυσμού απεβίωσε λόγω της παρατεταμένης πείνας. Όπως είναι γνωστό η πορεία προς τον θάνατο εξαιτίας του λιμού είναι μία φρικώδης διαδικασία. Οι επιπτώσεις αυτής της κατάστασης περιγράφονται σε μία πρωτοποριακή μελέτη τεσσάρων νευρολόγων ψυχιάτρων που εκδόθηκε το 1947. Σε αυτήν περιγράφονται αποτροπιαστικά φαινόμενα όπως αυτό της βρώσης πτωμάτων από τους λιμοκτονούντες, η βρώση σκουπιδιών, εμεσμάτων, κοπράνων, σκύλων κ.λπ.. Συχνά οι άνθρωποι λόγω αυτής της ζοφερής κατάστασης παραφρονούσαν.[6]
Το ερώτημα είναι πώς φτάσαμε σε αυτή την κατάσταση. Ακριβώς σε αυτό θα επιχειρήσουμε να απαντήσουμε στη συνέχεια.
Δ. Το γερμανικό πλιάτσικο τροφίμων
Οι Γερμανοί κατά την άφιξή τους στην Ελλάδα πλιατσικολογούσαν ανελέητα τρόφιμα και ό,τι πολύτιμο είχαν στη διάθεσή τους οι πολίτες. Επομένως συνέβαλαν στη λιμοκτονία του λαού με δύο τρόπους: στερώντας του τρόφιμα και αφαιρώντας τους πολύτιμα αντικείμενα που θα μπορούσαν να χρησιμοποιηθούν σε μία ανταλλακτική οικονομία για την εξασφάλιση τροφίμων.[7]
Η συμπεριφορά των γερμανικών κατοχικών δυνάμεων στηλιτευόταν ακόμη και από γερμανικές πηγές. Ο πληρεξούσιος Άλτενμπουργκ απευθυνόμενος προς το Βερολίνο έγραφε πως ο γερμανικός στρατός μάλλον θα έπρεπε να φέρει τρόφιμα παρά να τα υφαρπάζει. Στο ίδιο μήκος κύματος κινείτο και μία έκθεση της Άβπερ που αντιπαράβαλε την εικόνα των Βρετανών με αυτή των Γερμανών. Οι πρώτοι όπως έγραφε μοίρασαν στοκ τροφίμων πριν αποχωρήσουν οι Ιταλοί. Ωστόσο, σε αυτό το σημείο είναι απαραίτητη μία διευκρίνιση. Οι διαφορετικές προσεγγίσεις των Γερμανών δεν είχαν να κάνουν με μία ανθρωπιστική διάθεση από όσους δυσανασχετούσαν με τη γερμανική επίταξη τροφίμων. Στους κόλπους των ναζί κάποιες φορές καταγράφονταν δυο τακτικές σε θεωρητικό επίπεδο. Η μία ήταν αυτή της απόλυτης σκληρότητας όπως και εφαρμόστηκε στην πράξη, η άλλη αφορούσε μια λελογισμένη σκληρότητα προκειμένου να μην δημιουργείται εκτεταμένη εχθρότητα από τον κατεχόμενο λαό. Όμως και σε αυτή τη δεύτερη περίπτωση οι ναζί δεν έπαυαν να είναι ναζί και να στηρίζουν και να υλοποιούν τους σχεδιασμούς του καθεστώτος.[8]
Το πλιάτσικο δεν αφορούσε μόνο μεμονωμένες περιπτώσεις στρατιωτών αλλά και κεντρικές ενέργειες του στρατού. Για παράδειγμα τις τρεις πρώτες εβδομάδες της Κατοχής επιτάχθηκαν από τη Χίο 25.000 πορτοκάλια, 4.500 λεμόνια και 100.000 τσιγάρα. Οι αξιωματικοί του στρατού επιδίδονταν σε κατασχέσεις αποθεμάτων σταφίδας, σύκων, ρυζιού και ελαιόλαδου. Η υφαρπαγή πραγματοποιείτο είτε ανοικτά είτε με προσφορά χαρτονομισμάτων δίχως αξία. Το 1941, επίσης, η παραγωγή των σιτηρών ήταν κατά 15 με 30% μικρότερη συγκρινόμενη με τα προπολεμικά επίπεδα. Ακόμη κι έτσι, με μία ορθολογική πολιτική δελτίων θα μπορούσε να αντιμετωπιστεί ο λιμός, ωστόσο κάτι τέτοιο κατέστη αδύνατο αφού τα γερμανικά στρατεύματα έστηναν μπλόκα στους δρόμους, ήλεγχαν τις αποθήκες κι έκαναν κατάσχεση στις σοδειές.
Το πρόβλημα του επισιτισμού του ελληνικού πληθυσμού δεν απασχόλησε ιδιαίτερα τις γερμανικές αρχές. Τουναντίον η Γερμανία εκτίμησε πως όσον αφορά την αποστολή τροφίμων προτεραιότητα είχε το Βέλγιο, η Ολλανδία και η Νορβηγία, ενώ στον σχετικό κατάλογο η Ελλάδα βρισκόταν τελευταία στη λίστα.[9]
Ε. Η διάλυση της ελληνικής οικονομίας ως επιταχυντικός παράγοντας της λιμοκτονίας
Το πλιάτσικο δεν περιοριζόταν μόνο στα τρόφιμα, αλλά στο βαμβάκι, στο σολόδερμα, στο λινάρι, στο μετάξι, στα δέρματα, στα βαμβακερά υφάσματα και σε λοιπά προϊόντα. Ταυτόχρονα, είχε εξασφαλιστεί για λογαριασμό της Κρουπς η διείσδυση των Γερμανών στις επιχειρήσεις μεταλλευμάτων με ευνοϊκότατους όρους για τη Γερμανία.[10]
Στις 10 Απριλίου του 1941 δημοσιεύτηκαν διαταγές που αφορούσαν τα Πιστωτικά Ταμεία του Ράιχ, την έκδοση χαρτονομισμάτων (μάρκα κατοχής), τον «διακανονισμό του τρόπου πληρωμής μεταξύ κατεχόμενου ελληνικού εδάφους και των εδαφών του Ράιχ εξωτερικού» και τις «εχθρικές περιουσίες». Στις 18 Απριλίου ακολούθησε η διαταγή για την αγορά ελληνικών καπνών. Τα καπνά μαζί με το λάδι και το μετάξι θα συνεχίσουν να εξάγονται σε μεγάλες ποσότητες στις κατεχόμενες χώρες, ενώ ένα μικρό μέρος τους μένει στην Ελλάδα προς κατανάλωση. Αυτό που αποτέλεσε αντικείμενο σχεδόν αποκλειστικής εκμετάλλευσης από τους Γερμανούς ήταν « […]οι βιομηχανικές πρώτες ύλες (μέταλλα, ορυκτά, καύσιμα, δέρματα κ.λπ.), τα στρατιωτικά ή πολύτιμα είδη, ακόμα και τα κέρματα που αποσύρονταν για το μέταλλό τους […]»[11]. Επίσης, «Τα ορυκτά, που ήταν εξαρχής ο σημαντικότερος στόχος, μεταφέρονται σε σημαντικές ποσότητες στις βιομηχανίες της Γερμανίας και της Ιταλίας. Την περίοδο 1941-1944 μεταφέρθηκαν, για παράδειγμα, από την Ελλάδα στη Γερμανία περίπου 25.400 τόνοι χρωμίου. Μάλιστα το 1942, χρονιά με τη μεγαλύτερη εξαγωγή (περίπου 13.000 τόνοι), το ελληνικό χρώμιο θα αποτελέσει το 40% των συνολικών εισαγωγών χρωμίου της Γερμανίας. […] Μεγάλες ποσότητες βωξίτη, σιδηροπυρίτη, λευκόλιθου, μολυβδαινίου και άλλων ορυκτών μεταφέρονται επίσης στη Γερμανία. […]».[12]
Οι συγκοινωνίες της Ελλάδας μπήκαν και αυτές στην υπηρεσία του κατακτητή. Ο σιδηρόδρομος επιτάχτηκε καθ’ όλη τη διάρκεια της Κατοχής με αποτέλεσμα μόλις το 10-20% των δρομολογίων να εξυπηρετεί τον ντόπιο πληθυσμό.[13]
Το άλλο «φιλέτο» που αξιοποίησαν οι Γερμανοί ήταν οι παραγωγικές μονάδες. Όσα εργοστάσια θεωρήθηκαν καίριας σημασίας, επιτάχθηκαν αμέσως. Η πρώτη λίστα επιτάξεων περιελάμβανε «[…] την Εταιρία Ελληνικού Πυριτιδοποιείου και Καλυκοποιείου Α.Ε., την Εταιρία Ελαστικού ΕΘΕΛ, την Εταιρία Οίνων και Οινοπνευμάτων Α.Ε., την Εταιρία Εμπορίας Καπνού Παπαπέτρος, την Α.Ε. Παραγωγής οξυγόνου και ασετιλίνης Ζέφυρος, το Ναυπηγείο Βασιλειάδη,, το εργοστάσιο Τεχνητής Μετάξης ΕΤΜΑ, τη Μηχανοβιομηχανία Α.Ε. Γκλαβάνης, τη Μηχανοβιομηχανία Ροντήρης-Στρουμπούλης, το Μηχανουργείο Δρίτσας Ν. και το Μηχανουργείο Κούππας. Σε κάποιες περιπτώσεις οι δυνάμεις κατοχής απαίτησαν και πήραν το πλειοψηφικό τμήμα μετοχών κάποιων επιχειρήσεων. Άλλες, όπως π.χ. η Εθνική Τράπεζα, θα επιλέξουν από μόνες τους να συνεργαστούν με ομοειδείς γερμανικές […]».[14]
Μετά την εισβολή των γερμανικών στρατευμάτων η Ελλάδα διαμελίστηκε σε πολλά κρατίδια. Η κυκλοφορία αγαθών και ανθρώπων από τη μία ζώνη στην άλλη απαγορευόταν, με αποτέλεσμα η έλλειψη ειδών πρώτης ανάγκης να είναι μία καθημερινή πραγματικότητα. Η γερμανική αυτή πολιτική έμοιαζε να είναι ένα σχέδιο εξόντωσης του ελληνικού λαού, αφού οι κάτοικοι της Πίνδου δεν μπορούσαν να προμηθευτούν τα σιτηρά της Θεσσαλίας, οι κάτοικοι της Αθήνας δεν είχαν λάδι και η σταφίδα σάπιζε στις αποθήκες της Πελοποννήσου.[15]
Η πτώση παραγωγής των γεωργικών προϊόντων ήταν πρωτοφανής. Ωστόσο, εκεί που υπήρξε καταβαράθρωση ήταν στην εισαγωγή των σφαγίων και στην παραγωγή εγχώριων κτηνοτροφικών προϊόντων. Αυτό πρακτικά σήμαινε πως ειδικά στις πόλεις οι κάτοικοι στη συντριπτική τους πλειονότητα δεν έτρωγαν κρέας. Γενικότερα η εισαγωγή και εξαγωγή των προϊόντων κατέστη σχεδόν ανενεργή δείχνοντας μία εικόνα ολοκληρωτικής καταστροφής της ελληνικής οικονομίας.
Για την εξυπηρέτηση των αναγκών σε χρήμα οι Γερμανοί εξέδωσαν ένα νέο νόμισμα, το Reichskreditkassenscheine (RKKS), το οποίο θα γίνει ευρύτερα γνωστό ως μάρκο Κατοχής. Το RKSS κυκλοφορούσε παράλληλα με τη δραχμή. Η χρήση του RKSS από τις δυνάμεις Κατοχής είχε ως αποτέλεσμα τα ελληνικά καταστήματα να αδειάζουν από προϊόντα, ενώ όσα παρέμεναν στα καταστήματα οι τιμές τους ανέβαιναν στα ύψη.[16]
Από τον πρώτο χρόνο κατοχής, τον Σεπτέμβριο του 1941, διορίστηκαν επίτροποι των δυνάμεων Κατοχής στην Τράπεζα της Ελλάδος, για να ελέγχουν τις κινήσεις της νομισματικής διαχείρισης.[17] Το καλοκαίρι του 1941 αποφασίστηκε σε Συνδιάσκεψη η Ελλάδα να αναλάβει τις κατοχικές δαπάνες υπολογισμένες σε 1,5 εκατομμύρια δραχμές ανά μήνα.[18] Σε περίπτωση που τα έξοδα των δυνάμεων Κατοχής θα υπερέβαιναν το υπολογισθέν ποσό, κάτι που δεν άργησε να συμβεί εξαιτίας της υποτίμησης του νομίσματος αλλά και των απαιτήσεων της Βέρμαχτ, η Ελλάδα θα υποχρεούτο να καταβάλει τη διαφορά στις κατοχικές δυνάμεις μέσω ενός ειδικού λογαριασμού που θα άνοιγε στην Τράπεζα της Ελλάδος. Πρόκειται για εκείνο το ποσό που είναι γνωστό στις ημέρες μας ως «κατοχικό δάνειο».[19] Παράλληλα, με τον μηχανισμό καταβολής χρημάτων από το ελληνικό δημόσιο στη Βέρμαχτ, εφαρμόστηκε φορολογική μεταρρύθμιση με τη φορολογία να αγκαλιάζει όλους τους κλάδους της ελληνικής οικονομίας (ναυσιπλοΐα, εμπόριο, βιομηχανία) καθώς και σε κινητές αξίες, δάνεια, μισθωτές υπηρεσίες, ιδιοκτησιακές μεταβιβάσεις, κυκλοφορία, και με σκοπό τη συλλογή φόρων για την ικανοποίηση του μηχανισμού καταβολής χρημάτων στους Γερμανούς.[20] Μαζί με όλα τα προηγούμενα υφαρπάχθηκαν μεγάλες ποσότητες χρυσών λιρών από τους Εβραίους της Θεσσαλονίκης (υπολογίζεται ότι οι Γερμανοί υφάρπαξαν 1,7 εκατομμύρια χρυσές λίρες, δηλαδή 12 τόνους χρυσού)[21], οι χρυσές λίρες πωλήθηκαν στο χρηματιστήριο και διακινήθηκαν στην ελεύθερη αγορά με σκοπό τη μείωση της τιμής του χρυσού ή την επιβράδυνση της αύξησής του, η παύση πληρωμών από τη Βέρμαχτ στους προμηθευτές της, η εκμετάλλευση του ορυκτού πλούτου της χώρας, η επιβολή μέτρων καταναγκαστικής εργασίας στον ελληνικό πληθυσμό, οι κατασχέσεις κινητής και ακίνητης περιουσίας.[22]
Τα έξοδα για τη συντήρηση του στρατού Κατοχής αποτέλεσαν μία οικονομική ρουφήχτρα για τους πόρους της ελληνικής οικονομίας. Για το μεγαλύτερο διάστημα της Κατοχής αυτά τα έξοδα υπερέβαιναν το 50% της νομισματικής κυκλοφορίας και μάλιστα τον Σεπτέμβριο του 1942 έφτασαν να είναι το 83,28% αυτής. Αντίστοιχα, ενώ πριν την Κατοχή τα έσοδα του ελληνικού κράτους έφταναν στο 96% των εξόδων, στη διάρκεια της Κατοχής και προς το τέλος της έφτασαν να είναι μόλις στο 6%![23] Για να πληρωθούν τα υπέρογκα έξοδα Κατοχής, έπρεπε να τυπωθούν πληθωριστικές δραχμές οι οποίες εν τέλει δεν είχαν κανένα αντίκρισμα. Ο ρυθμός εξέλιξης του πληθωρισμού ήταν εκθετικός με προφανείς επιπτώσεις στο βιοτικό επίπεδο του ελληνικού.
ΣΤ. Βασικά συμπεράσματα
[i] Η υπερεκμετάλλευση των κοιτασμάτων στο έδαφος της Γερμανίας –αναγκαστική προκειμένου να ικανοποιηθούν οι φρενήρεις αλλά συγχρόνως μη ικανοποιητικοί ρυθμοί παραγωγής πολεμικού υλικού–, η έλλειψη εργατικών χεριών λόγω της αποστολής χιλιάδων νέων Γερμανών στο πολεμικό μέτωπο, η αρπαγή του πλούτου που είναι εγγενές χαρακτηριστικό της ιμπεριαλιστικής πολιτικής, η προσπάθεια υπέρβασης της οικονομικής κρίσης και η ικανοποίηση της υλοποίησης του σχεδίου του ζωτικού χώρου, όλα αυτά επέβαλλαν πολιτική αποστράγγισης των κατεχόμενων χωρών από τη Γερμανία. Πολιτική αποστράγγισης πόρων, πλούτου, ανθρώπων και πολιτική που λειτουργούσε μέσω των δοτών κυβερνήσεων. Προφανώς όλα αυτά θα επέφεραν (κι επέφεραν) οδυνηρές επιπτώσεις για τους κατεχόμενους λαούς. Η Ελλάδα δεν ξέφυγε από αυτό τον κανόνα και το τίμημα της κατοχής υπήρξε από τα πλέον σκληρά στην Ευρώπη.
[ii] Από τα παραπάνω στοιχεία και πολλά ακόμη που ο περιορισμένος χώρος ενός άρθρου δεν μας επιτρέπει να παραθέσουμε, αποδεικνύεται πως ο ελληνικός λαός οδηγήθηκε στην πρωτοφανή πείνα με δύο τρόπους. Έναν άμεσο που προήλθε από τη λεηλασία των τροφίμων, επίσημη και ανεπίσημη, κι έναν έμμεσο από τη λεηλασία των πλουτοπαραγωγικών πηγών και του πλούτου της χώρας εν γένει που διέλυσαν την οικονομία επιτείνοντας το φαινόμενο της πείνας.
[iii] Το κείμενο της ιστοσελίδας του Προγράμματος, όπως αναφέραμε σε άλλο σημείο του κειμένου, όχι μόνο επιχειρεί να αποκαθάρει τον ναζισμό για τα δεινά του ελληνικού λαού μετατοπίζοντας την ευθύνη στους Βρετανούς[24] αλλά εξηγεί την πείνα και με τις εχθροπραξίες (η αντίσταση του ελληνικού λαού βαφτίζεται ως «εχθροπραξίες» και μάλιστα είναι υπεύθυνη για την πείνα), με την κατάρρευση του συγκοινωνιακού δικτύου και τον χωρισμό της χώρας σε ζώνες κατοχής (μόνο που το κείμενο δεν μας λέει ποιος ευθυνόταν για αυτά), με την ύπαρξη ειδικών χαρτονομισμάτων (ποιος και γιατί τα έβαλε σε κυκλοφορία δεν διευκρινίζεται) κ.λπ.. Έτσι, γίνονται γενικές και αόριστες περιγραφές, δίχως ιεράρχηση, δίχως ερμηνεία και με ένα ανακάτεμα αιτιών και αιτιατών. Αντικειμενικά η σύγχυση επιτείνεται ή μπορεί να επιταθεί. Εδώ ακριβώς εντοπίζεται και ο εκλεπτυσμένος και άρα επικίνδυνος χαρακτήρας του γερμανικού εγχειρήματος.
[iv] Προσπάθειες όπως αυτές του σημερινού υπουργείου εξωτερικών της Γερμανίας αποτελούν μία επιχείρηση ξεπλύματος του ναζισμού. Τι αξία έχει στα αλήθεια ένα κείμενο του αρχιναζί Γκέμπελς για να δικαιώσει τη σημερινή θέση του γερμανικού υπουργείου εξωτερικών με βάση την οποία οι Γερμανοί δεν ευθύνονταν για τον ελληνικό λιμό; Πού αποσκοπεί αυτή η προσπάθεια; Μήπως εντάσσεται στη σημερινή στρατηγική του Βερολίνου με την οποία προσπαθεί να είναι η Γερμανία η αναμφισβήτητη κυρίαρχη και ηγεμονική δύναμη στην Ευρώπη; Κάτι που φάνηκε ιδιαίτερα με την εκδήλωση της κρίσης στην Ελλάδα το 2010; Μήπως ακόμη σχετίζεται με το ότι υπάρχουν φωνές στην Ελλάδα που εξακολουθούν, με επιμονή και τεκμηρίωση να θέτουν το ζήτημα των γερμανικών επανορθώσεων; Μήπως ακόμη σχετίζεται με την εθελόδουλη πολιτική των ελληνικών κυβερνήσεων που αφήνουν περιθώρια για τη βάθυνση της πολιτικής και οικονομικής εξάρτησης της χώρας και για ανιστόρητες ιδεολογικές παρεμβάσεις; Πώς στα αλήθεια το υπουργείο παιδείας της Ελλάδας θα ανεχτεί την εξευτελιστική παρέμβαση του γερμανικού κράτους και την επιδίωξή του να μας διδάξει την ιστορία μας;
Μπροστά σε αυτή την επιχείρηση αναθεώρησης της ιστορίας που έχει κι άλλες πλευρές εκτός από αυτή που αναφέραμε στο παρόν άρθρο, ο πνευματικός κόσμος της χώρας, οι όποιες πολιτικές δυνάμεις, οι εκπαιδευτικοί, οι μαζικοί φορείς, πρέπει να ενημερώσουν και να ευαισθητοποιήσουν τον κόσμο. Η αποκάλυψη των ιστορικών αναληθειών και των σκοπών ενός τέτοιου προγράμματος είναι ζωτικής σημασίας για τη διατήρηση της ιστορικής μνήμης. Για τη γνώση του ρόλου που έπαιξε ο ναζισμός. Για τη συγκρότηση ενός πλατιού, δημοκρατικού κι ενωτικού κινήματος που θα απαντά σε κάθε τέτοια απόπειρα, θα θέτει επίμονα το ζήτημα των γερμανικών αποζημιώσεων και θα έχει τις κεραίες του τεντωμένες για την υπεράσπιση της δημοκρατίας.
[1]. https://www.occupation-memories.org/project/description/index.html
[2]. Βλέπε χαρακτηριστικά α) Εθνικό Συμβούλιο Διεκδίκησης των Οφειλών της Γερμανίας προς την Ελλάδα, «Όχι στην αναθεώρηση και την υποτέλεια στα σχολεία», https://esdoge.gr/ochi-sti-dieisdysi-tis-germanikis-kratikis-propagandas-sta-ellinika-scholeia/ β) Αριστομένης Συγγελάκης, «Δούρειος Ίππος του Βερολίνου: Στόχος η ελληνική νεολαία», http://www.topontiki.gr/article/418842/doyreios-ippos-toy-verolinoy-stohos-i-elliniki-neolaia, γ) Εθνικό Συμβούλιο Διεκδίκησης των Οφειλών της Γερμανίας προς την Ελλάδα, Ενημέρωση – καταγγελία σχετικά με το πρόγραμμα «MOG / Μνήμες από την Κατοχή στην Ελλάδα», https://esdoge.gr/esdoge-enimerosi-katangelia-schetika-me-to-programma-mog-mnimes-apo-tin-katochi-stin-ellada/.
[3]. https://www.occupation-memories.org/deutsche-okkupation/ergebnisse-des-terrors/index.html
[4]. Ό.π.
[5]. Βλέπε χαρακτηριστικά Mark Mazower, Στην Ελλάδα του Χίτλερ, Η εμπειρία της Κατοχής, σελ. 67, εκδ. Αλεξάνδρεια, 1994
[6]. Βλέπε αναλυτικότερα, Σκούρας, Χατζηδήμος, Καλούτσης, Παπαδημητρίου, Η ψυχοπαθολογία της πείνας, του φόβου και του άγχους, εκδ. ΟΔΥΣΣΕΑΣ (ανατύπωση).
[7]. Υπήρξαν και άλλοι παράγοντες που συνέβαλλαν στην κατάρρευση της ελληνικής οικονομίας, παράγοντες που σχετίζονταν άμεσα με τους Γερμανούς. Για παράδειγμα το κλήρινγκ ήταν ακόμη μία μέθοδος αφαίμαξης: «[…] δεν υπάρχει αμφιβολία πως οι κατακτητές προσπάθησαν να εκμεταλλευτούν και το κλήρινγκ για να εξασφαλίσουν με ευνοϊκούς όρους όσα περισσότερα αγαθά μπορούσαν από την ελληνική οικονομία. Επιπλέον μεταπολεμικά η ίδια η Γερμανία, αν και προσπάθησε συστηματικά να αποφύγει το ζήτημα των κατοχικών χρεών, παραδέχθηκε μέρος τουλάχιστον του κρυφού χρέους του κλήρινγκ, πληρώνοντας έστω και με σημαντική καθυστέρηση μια αρκετά μικρή αποζημίωση 4.800.000 μεταπολεμικών μάρκων για τα καπνά, αν και η ελληνική επιτροπή του 1945 είχε υπολογίσει το κόστος τους σε 124.521.700 (προπολεμικά) μάρκα», βλέπε αναλυτικότερα Μανουσάκης Βασίλειος, Οικονομία και Πολιτική στην Ελλάδα του Β΄ Παγκόσμιου Πολέμου, διδακτορική διατριβή, σελ. 160-176. Ένας επιπλέον παράγοντας υπήρξε και η λεηλασία του πλούτου του ελληνικού λαού από το Γ’ Ράιχ που χρηματοδότησε τις ανάγκες των πολεμικών μετώπων του Άξονα (π.χ. στη Βόρεια Αφρική, στο Ανατολικό Μέτωπο κ.α.).
[8]. Βλέπε αναλυτικότερα Βασίλης Λιόσης, ΝΑΖΙΣΜΟΣ, Τα αίτια γέννησης και γιγάντωσής του, σελ. 286-290, εκδ. ΚΨΜ, 2020.
[9]. Βλέπε αναλυτικότερα Mazower, ό.π., σελ. 57.
[10]. Βλέπε αναλυτικότερα Mazower, ό.π., σελ. 50-51.
[11]. Μανουσάκη Βασίλη, «Η ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΑΣΤΙΚΗ ΟΙΚΟΝΟΜΙΑ ΚΑΙ ΟΙ ΔΥΝΑΜΕΙΣ ΚΑΤΟΧΗΣ (1941-1944)», σελ. 39-40, στο ΜΙΑ ΠΡΟΔΟΜΕΝΗ ΥΠΟΘΕΣΗ, Γερμανικές αποζημιώσεις, Το κόστος της Κατοχής σε αίμα και χρήμα, Ε ΙΣΤΟΡΙΚΑ, 2010.
[12]. Ό.π., σελ. 40.
[13]. Ό.π., σελ. 40.
[14]. Ό.π., σελ. 41.
[15]. ΑΙ ΘΥΣΙΑΙ ΤΗΣ ΕΛΛΑΔΟΣ ΣΤΟ ΔΕΥΤΕΡΟ ΠΑΓΚΟΣΜΙΟ ΠΟΛΕΜΟ, ΕΠΑΝΕΚΔΟΣΗ: ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΑΘΗΝΩΝ, Τμήμα Στατιστικής, 2005, (δεν υπάρχει αρίθμηση σελίδων).
[16]. Βλέπε αναλυτικότερα ό.π., σελ. 42.
[17]. Βλέπε αναλυτικότερα, ΚΑΤΟΧΗ, ΝΑΖΙΣΜΟΣ ΚΑΙ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΟΙΚΟΝΟΜΙΑ, Επιμέλεια-Εισαγωγή: Θανάσης Γκιούρας-Μιχάλης Ψαλιδόπουλος, σελ. 13, ΜΕΤΑΜΕΣΟΝΥΚΤΙΕΣ ΕΚΔΟΣΕΙΣ, 2015.
[18]. Ό.π., σελ. 16.
[19]. Ό.π., σελ. 17-18.
[20]. Ό.π., σελ. 19.
[21]. Τα στοιχεία αυτά έχουν προκύψει από τους υπολογισμούς του ALY GOETZ, Το λαϊκό κράτος του Χίτλερ, Ληστεία, Φυλετικός πόλεμος και εθνικοσοσιαλισμός, σελ. 319, εκδ. ΚΕΔΡΟΣ, 2009.
[22]. Βλέπε αναλυτικότερα ό.π., σελ. 35-36.
[23]. ΜΑΝΟΥΣΑΚΗ ΒΑΣΙΛΗ, «Η ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΑΣΤΙΚΗ ΟΙΚΟΝΟΜΙΑ ΚΑΙ ΟΙ ΔΥΝΑΜΕΙΣ ΚΑΤΟΧΗΣ (1941-1944)», σελ. 48, στο ΜΙΑ ΠΡΟΔΟΜΕΝΗ ΥΠΟΘΕΣΗ, Γερμανικές αποζημιώσεις, Το κόστος της Κατοχής σε αίμα και χρήμα, Ε ΙΣΤΟΡΙΚΑ, 2010.
[24]. Το αν και οι Βρετανοί ευθύνονταν για τον λιμό χρήζει ιστορικής έρευνας. Άλλωστε τη στάση του βρετανικού ιμπεριαλισμού και του Τσόρτσιλ την είδαμε τον Δεκέμβρη του 1944, όπου απροκάλυπτα οι Βρετανοί εισέβαλαν στην Αθήνα και πολέμησαν το ΕΑΜ και τον ΕΛΑΣ, μαζί με τις εγχώριες φασιστικές δυνάμεις. Σε κάθε περίπτωση, ακόμη κι αν η ιστορική έρευνα αναδείξει ευθύνες και των Βρετανών στο ζήτημα της πείνας, αυτό δεν εξαγνίζει τους Γερμανούς.