του Φίλιππου Μπαρδουνιώτη
Πάνω στο κείμενο αυτό βασίστηκε η εισήγηση του αρθρογράφου στη διαδικτυακή εκδήλωση που διοργάνωσε ο Εργατικός Αγώνας για τα 78 χρόνια από την υπογραφή της συνθήκης της Βάρκιζας, την Κυριακή 19/2.
Με την συνθήκη της Βάρκιζας του 1945, ολοκληρώνεται η ήττα του εθνικοαπελευθερωτικού μετώπου και της εθνικής αντίστασης των χρόνων της κατοχής. Η συνθήκη αυτή είναι το αποτέλεσμα μιας παρατεταμένης πολιτικής υποχώρησης του εργατικού, λαϊκού και εθνικοαπελευθερωτικού κινήματος στην Ελλάδα στα χρόνια του Μεγάλου πατριωτικού και αντιφασιστικού πολέμου, που ξεκινά από την συμφωνία του Λιβάνου, συνεχίζει με τη συμφωνία της Καζέρτας και τελειώνει με τη συμφωνία της Βάρκιζας, και την παράδοση των όπλων από πλευράς του ΕΑΜ- ΕΛΑΣ.
Η ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΤΗΣ ΚΟΜΙΤΕΡΝ ΣΤΟ 7ο ΣΥΝΕΔΡΙΟ ΚΑΙ Η ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΤΟΥ ΚΚΕ ΣΤΙΣ ΣΥΝΘΗΚΕΣ ΤΗΣ ΚΑΠΙΤΑΛΙΣΤΙΚΗΣ ΕΛΛΑΔΑΣ ΤΟΥ ΜΕΣΟΠΟΛΕΜΟΥ
Την δεκαετία του 1930, οι ιμπεριαλιστές δημιούργησαν μια αλυσίδα φασιστικών χωρών, που θα ήταν σύνορο – φράγμα στην ΕΣΣΔ, επενδύοντας στην απομόνωση της, και στην ενδυνάμωση των φασιστικών αυτών χωρών, επιδιώκοντας να γίνουν πρωτοπορία του ιμπεριαλισμού, για την επίθεση στην ΕΣΣΔ. Συνοπτικά η γέννηση του ναζισμού και του φασισμού εξέφραζε: α) επιδιώξεις από πλευρά του ιμπεριαλισμού για αναδιανομή της ισχύος, και β) για το χτύπημα της Σοβιετικής Ένωσης, γ) ενδοϊμπεριαλιστικές αντιθέσεις (συνθήκη Βερσαλλιών), δ) επιδιώξεις για το χτύπημα του «εσωτερικού εχθρού» (επανάσταση στη Γερμανία). Από τις 25 Ιούλη ως τις 20 Αυγούστου 1935 συνήλθε το 7ο συνέδριο της Κομμουνιστικής Διεθνούς στη Μόσχα. Σαν μείζον ζήτημα απασχόλησε ο φασισμός ως κοινωνικό φαινόμενο και τεκμηριώθηκαν τα κοινωνικοταξικά χαρακτηριστικά του. Σε αυτές τις συνθήκες, η πολιτική τακτική της ΕΣΣΔ και του διεθνούς κομμουνιστικού κινήματος, έβαλε ως επιτακτικό ζήτημα τη σύσταση μετώπων αντιφασιστικού αγώνα και την ταυτόχρονη πάλη για την ειρήνη, μέσω της ενοποίησης της εργατικής τάξης με συμμαχία με αλλά ταξικά στρώματα. Πολιτικά αυτό μπορούσε να επιτευχθεί με την πολιτική μετωπική συμμαχία, πρωτίστως με τους σοσιαλδημοκράτες και με άλλα αστικά κόμματα, σε μία συμμαχία Λαϊκού Μετώπου. Ωστόσο, η παραπάνω πολιτική συνδεόταν και με τον στρατηγικό στόχο της κοινωνικής επανάστασης.
Στην Ελλάδα, το ΚΚΕ, που πρέπει να τονιστεί ότι λειτουργούσε κάτω από την καθοδήγηση της Κομμουνιστικής Διεθνούς, υιοθέτησε την τακτική πολιτική των Λαϊκών Μετώπων και προσπάθησε να την εφαρμόσει μέσα στις δυσκολίες των ιδιομορφιών της χώρας.
Στην Ελλάδα, χώρα αγροτική την εποχή του μεσοπολέμου, η βιομηχανία παρουσίασε ραγδαία ανάπτυξη. Η βιομηχανική ανάπτυξη όμως ήταν κατακερματισμένη, με χαμηλό τεχνολογικό επίπεδο. Η βιομηχανική κερδοφορία υπήρξε προϊόν εξελίξεων που απορρέαν από την έλευση των προσφύγων του 1922 και τις συνθήκες της φτωχοποίησης τους. Οι πρόσφυγες που εγκαταστάθηκαν στην Ελλάδα μετά τη Μικρασιατική καταστροφή, πρώτον, αύξησαν τη ζήτηση της εσωτερικής αγοράς καταναλωτικών αγαθών, παράλληλα με την αύξησή της προσφοράς φτηνής εργατικής δύναμης, και δεύτερον, ήταν επί το πλείστον ανειδίκευτοι. Αυτοί οι δύο παράγοντες έριξαν τα μεροκάματα, με αποτέλεσμα την περαιτέρω κερδοφορία του κεφαλαίου, μέσω εντατικοποιημένηςεργασίας, αλλά και απόσπασης μεγαλύτερης ποσότητας υπεραξίας.
Στη χώρα δεν αναπτύχθηκε κάποιο σοβαρό χρηματιστικό κεφάλαιο. Οι τράπεζες, λειτουργούσαν τοκογλυφικά και κερδοσκοπικά. Η χρηματοδότησή τους κατευθύνονταν κυρίως προς τη γεωργία, ενώ στη βιομηχανία περιορίζονταν σε βραχυπρόθεσμες πιστώσεις. Σημαντικό μέρος των ενεργητικών των εμπορικών τραπεζών ήταν βασισμένα σε χρεόγραφα του ελληνικού κράτους.
Η οικονομική πολιτική του κράτους, χρησιμοποιούσε εργαλειακά τη βιομηχανία για την αποκατάσταση της δημοσιονομικής και συναλλαγματικής ισοτιμίας, για τη στήριξη της πολιτικής σκληρού νομίσματος και τη διατήρηση των ισοτιμιών για την ευκολότερη εξυπηρέτηση του δημόσιου χρέους.
Η κρίση του 1930 επιδείνωσε την κατάσταση των λαϊκών στρωμάτων, ειδικά της αγροτιάς. Μέχρι την ίδρυση της Αγροτικής Τράπεζας της Ελλάδος (ΑΤΕ) το 1929, η αγροτική πίστη γίνονταν άμεσα από την εθνική τράπεζα και τους ιδιώτες τοκογλύφους. Η σύσταση της ΑΤΕ δεν άλλαξε τον τοκογλυφικό χαρακτήρα στην ουσία, αλλά απλά την μορφή με τη μετατροπή του ιδιωτικού σε δημόσιο τοκογλύφο. Η χρηματοδότηση ήταν κυρίως αντιπαραγωγική και η διοχέτευση της αγροτικής πίστης γίνονταν μέσω των συνεταιρισμών που ήταν πιστωτικοί, διαχειριστές των δανείων, και εντολοδόχοι εισπράκτορες τους. Ταυτόχρονα, η αγροτιά είχε υπέρβαρα φορολογικά βάρη: ο μεμονωμένος αγρότης φορολογούνταν επί της ακαθάριστης προσόδου, πλήρωνε ακόμα στρεμματικό φόρο και υπόκεινται και στη φορολογία μεσαιωνικού τύπου, τη δεκάτη.
Με το ξέσπασμα της παγκόσμιας καπιταλιστικής κρίσης του 1929, η ελληνική οικονομία επλήγη, από τη μείωση της ζήτησης αγροτικών προϊόντων, που αποτελούσαν τις βασικές εξαγωγές της χώρας. Αποτέλεσμα της κατάστασης αυτής ήταν η μείωση της προσφοράς χρήματος στην αγορά. Η ΤτΕ βρίσκονταν σε μειονεκτική θέση να παρέμβει, καθώς δεν είχε ούτε τα πολιτικά μέσα και βρίσκονταν σε πόλεμο με τις εμπορικές τράπεζες. Από το 1929 ως το 1932 η αίσθηση της αναμενόμενης υποτίμησης του νομίσματος και της εισαγωγής πληθωριστικής πολιτικής έσπρωξε τον κόσμο στη μείωση των καταθέσεων σε μορφή χρήματος, και την αντικατάστασή τους σε μορφή χρυσού και χρυσών λιρών. Η κατάσταση οδήγησε στην τρίτη χρεοκοπία της ιστορίας του ελληνικού κράτους και την παύση πληρωμών. Όμως το 1935, αυτό είχε συνομολογήσει συμφωνία αποπληρωμής των ξένων ομολογιούχων.
Από το 1932 η βιομηχανική παραγωγή σημείωσε αύξηση λόγω των δασμολογικών πολιτικών, του προστατευτισμού, και της φτηνής εργατικής δύναμης. Το μερίδιο της εσωτερικής αγοράς βιομηχανικών προϊόντων αυξήθηκε από 58,6% το 1928, σε 72,8% το 1936 και σε 81,6% το 1939. Παράλληλα, με τη μέθοδο των συμψηφιστικών πληρωμών (clearing), ειδικά την περίοδο της φασιστικής δικτατορίας Μεταξά, ένα μέρος της αστικής τάξης των τοκογλύφων και εμπόρων, που εκμεταλλεύονταν τους αγρότες, εμπορεύονταν με το Γ΄ Ράιχ, εξάγοντας αγροτικά προϊόντα, και εισάγοντας βιομηχανικά είδη, κερδίζοντας, δεμένοι με τα συμφέροντα του γερμανικού ιμπεριαλισμού.
Η προλεταριοποίηση της ελληνικής κοινωνίας και η πολιτική αποδέσμευση των προσφύγων από τον Ελευθέριο Βενιζέλο και τους φιλελεύθερους άνοιξαν έναν μεγάλο χώρο για την πλατιά δουλειά του ΚΚΕ στα λαϊκά στρώματα. Οι πρόσφυγες, μέχρι το 1930, έλπιζαν ότι η κατάσταση τους ήταν προσωρινή και θα επέστρεφαν στον τόπο κατοικίας τους. Όταν στην δεύτερη κυβέρνηση του Ελευθερίου Βενιζέλου (1928-1932) υπεγράφη το ελληνοτουρκικό σύμφωνο φιλίας του 1930, το οποίο εμπεριείχε τον συμβιβασμό της εξίσωσης των περιουσιών που εγκατέλειψαν στη Μικρά Ασία με εκείνες των μουσουλμάνων που ανταλλάχθηκαν από την Ελλάδα, οι φρούδες ελπίδες τους εξανεμίστηκαν. Μαζικά προλεταριοποιημένοι και προδομένοι, άρχισαν να εντάσσονται στις γραμμές του ΚΚΕ.
Το κόμμα, που είχε αρχίσει μια περίοδο ακμάζουσας πορείας, μετά την απόφαση του 6ου συνεδρίου το 1936, που πρόβαλλε την αναγκαιότητα σύστασης ενός αντιφασιστικού μετώπου, ενσωματώνοντας σε αυτό δημοκρατικές δυνάμεις και προσωπικότητες, προσεταιρίσθηκε τα αγροτικά στοιχεία, και πέτυχε τη σύσταση του Παλλαϊκού Μετώπου. Η πολιτική της ΚΔ, πρέπει να τονίσουμε ότι, μέσα στις αναγκαιότητες της εποχής και την επιθετική γραμμή του αντιπάλου, διαμόρφωσε μια τομή για την ανάπτυξη της επαναστατικής πολιτικής και πέτυχε ένα βήμα παραπέρα στη συγκρότηση και επιστημονική κατανόηση της τακτικής για την επαναστατική προοπτική, κατά περίπτωση και κατά συνθήκες, με τη σύσταση των Λαϊκών Μετώπων, και όχι με μία δογματική, μεταφυσική/ισοπεδωτική υποταγή της τακτικής στην στρατηγική για επίτευξη της. Άρα, δόθηκε εν μέρει και χώρος στους εκάστοτε κομμουνιστές των χωρών να εκτιμήσουν τις δικές τους υποθέσεις και πολιτικές δράσεις, και να τις προσθέσουν στην παγκόσμια υπόθεση της εργατικής τάξης και των λαών, περνώντας στην αντεπίθεση έναντι του αντιπάλου.
Οι Έλληνες κομμουνιστές της εποχής πρωτοστάτησαν σε κάθε μορφή κοινωνικής πάλης που εμφανίζονταν: προσπαθούσαν με εκλαϊκευμένα κείμενα να προωθήσουν τον μαρξισμό- λενινισμό, μελέτησαν ότι βιβλιογραφία υπήρχε την εποχή εκείνη, βγάζοντας κρίσιμα συμπεράσματα, προσπαθώντας με τα μέσα που είχαν, να διαφωτίσουν για την κατάσταση της χώρας, να προωθήσουν τις προτάσεις τους για τις λύσεις τον προβλημάτων του λαού και της Ελλάδας, και να βάλουν στόχους πάλης για την ήττα του αντιπάλου, να καταπολεμήσουν την επίσημη αστική ιδεολογία της λεγόμενης Μεγάλης Ιδέας, να δημιουργήσουν πυρήνες του μετώπου και ταξικής πάλης μέσα στο συνδικαλιστικό κίνημα, ιδρύοντας σωματεία και μπαίνοντας στα ήδη υπάρχοντα. Συγκρότησαν συμμαχίες στο αγροτικό μέτωπο και τράβηξαν σπουδαίες προσωπικότητες όπως ο Δημήτριος Γληνός κλπ. Πρωτοστάτησαν σε μαζικές απεργίες με μεγάλες θυσίες και απώλειες. Η ταξική πάλη από την εποχή αυτή απόκτησε ουσία και περιεχόμενο και μπήκαν οι βάσεις για την επαναστατική τακτική της ανατροπής της αστικής τάξης, και της προοπτικής του σοσιαλισμού στην Ελλάδα. Σαν συνέχεια, με αναπτυξιακή πορεία προχώρησαν με πιο τεκμηριωμένες προτάσεις για την ερμηνεία της κατάστασης της χώρας, της ιστορίας του ελληνικού κράτους και τις προοπτικές της επανάστασης, που είχαν κάνει την εμφάνιση τους από τον μεγάλο διανοητή και ιστορικό Γιάννη Κορδάτο, και από μια άλλη πλευρά, και από τον Γεώργιο Σκληρό. Πλέον, αποδείχθηκε ότι μόνο συλλογικά, με την άντληση πολύπλευρης κοινωνικής πείρας, με τη συσπείρωση δυνάμεων του κομμουνιστικού κινήματος, την προσπάθεια ενότητας του λαού και την ανάπτυξη της επαναστατικής, επιστημονικής θεωρίας που έχει διαλεκτική σχέση με την δράση, θα μπορούσε να περατωθεί ένα τέτοιο έργο. Παρά την καταστολή της άρχουσας τάξης, το κίνημα δεν μπορούσε να συρρικνωθεί. Αντανάκλαση αυτής της επαναστατικής αναπτυξιακής πορείας για την εποχή, είναι ότι για πρώτη φορά το κόμμα, πέτυχε στις εκλογές του 1935 με το Παλλαϊκό Μέτωπο να εκπροσωπηθεί στη Βουλή και να του δοθεί η ευκαιρία της προβολής των στόχων και της πάλης πιο πλατιά στην κοινωνία, παίρνοντας ποσοστό 15%, και εκλέγοντας 15 βουλευτές.
Για τους κοινωνικοοικονομικούς λόγους που αναλύσαμε παραπάνω, η επιδίωξη μιας συμμαχίας με πλευρές της αστικής τάξης ήταν μάταιες για την σύσταση ενός Λαϊκού Μετώπου στην Ελλάδα, κάτι που επεδίωκε αγωνιωδώς το ΚΚΕ μέσω του Παλαϊκού Μετώπου για την αντιφασιστική πάλη. Αυτό αποδείχθηκε στην πράξη όταν με πρωτοβουλία του ΚΚΕ υπογράφτηκε το μυστικό σύμφωνο Σοφούλη – Σκλάβαινα το 1936.
Αποδείχθηκε ότι η αστική τάξη μιας εξαρτημένης χώρας, είναι πιο αντιδραστική. Λόγω της πολύπλευρης εκμετάλλευσης που υφίστανται οι λαοί της εξαρτημένης χώρας, και της θέσης της αστικής τάξης της, βρίσκεται σε πίεση και αδυναμία, εξαρτώμενη και δεμένη στα πλοκάμια του ιμπεριαλισμού, όχι μόνο οικονομικά/ωφελιμιστικά, αλλά και υπαρξιακά/πολιτικά. Δεν μπορεί να λύσει τις αντιθέσεις του καπιταλισμού γιατί δεν έχει την ανεξάρτητη ευχέρεια να αντιμετωπίσει τα προβλήματα που ανακύπτουν από την υπερεκμετάλλευση της εξάρτησης και γιατί υφίσταται και η ίδια πιέσεις του ιμπεριαλισμού λόγω της θέσης της. Τα μέτρα που μπορεί να πάρει είναι κατασταλτικά.
Η ελληνική αστική τάξη επεδίωκε, ήδη από την εμφάνιση του αγροτικού κινήματος, να χτυπά κάθε λαϊκό κίνημα εν τη γενέσει του. Με την εμφάνιση ήδη του ΣΕΚΕ, και την ανάπτυξη του ΚΚΕ στην περίοδο του μεσοπολέμου, πήρε μέτρα στην κατεύθυνση της πρόληψης με καταστολή: νόμος ιδιώνυμο 1929 και βίαιη καταστολή κάθε απεργιακού κινήματος τη δεκαετία του 1930. Ακόμα και κάποια δικαιώματα της δικτατορίας του Μεταξά ,δόθηκαν για τον κατευνασμό των διεκδικήσεων και την αποσιώπηση του κινήματος. Σε όλη αυτή τν διαρκή ανάπτυξη του λαϊκού κινήματος χτυπούσε με τα πιο κατασταλτικά μέτρα και αγωνιούσε περισσότερο για την θέση της, νιώθοντας τις πιέσεις της όξυνσης της ταξικής πάλης και δεν είχε κανέναν ενδοιασμό να συσπειρωθεί πλέον και να προχωρήσει προς τον δρόμο της φασιστικής δικτατορίας του Μεταξά, η οποία αποτέλεσε ένα είδος φασιστικής καρικατούρας, όπου συσπειρώθηκαν όλα τα στοιχεία της μεγαλοαστικής τάξης ανεξαρτήτου συμφέροντος με την επιλογή της ξένης εξάρτησής τους. Έτσι κι αλλιώς, οι εξαγωγές των «γερμανόφιλων» πήγαιναν καλά. Παρομοίως και για τους «φίλους» της Αντάντ, με πρώτο και καλύτερο τον μονάρχη που εξασφάλιζε την υπόσταση του δημοσίου χρέους για τους ξένους ομολογιούχους, και την ανανέωση των κερδών του τοκογλυφικού τραπεζικού κεφαλαίου.
Η κατάσταση αυτή δεν άλλαξε ούτε στην περίοδο του Β΄ ιμπεριαλιστικού πολέμου, ο οποίος μετατράπηκε σε αντιφασιστικό πατριωτικό πόλεμο με την είσοδο της ΕΣΣΔ σε αυτόν, σε διεθνές επίπεδο, ενώ ήταν αντιιμπεριαλιστικός, αντιφασιστικός, πατριωτικός πόλεμο για την Ελλάδα και το κίνημα της χώρας από την αρχή του. Η αστική τάξη και η μοναρχία, που ήταν δεμένη με τα εκάστοτε ιμπεριαλιστικά συμφέροντα, και κέρδιζε από αυτά, δεν μπορούσε αντικειμενικά να επιτελέσει ρόλο στον εθνικοαπελευθερωτικό αγώνα του ελληνικού λαού την περίοδο της κατοχής. Η παρουσία αστικών στοιχείων ήταν μεμονωμένη και μικρής εμβέλειας, κυρίως από πολιτικούς και στρατιωτικούς.
ΟΙ ΚΟΙΝΩΝΙΚΕΣ ΔΥΝΑΜΕΙΣ ΤΟΥ ΕΑΜ ΣΤΗΝ ΚΑΤΟΧΗ ΚΑΙ Η ΚΑΤΑΣΤΑΣΗ ΤΗΣ ΕΛΛΑΔΑΣ
Η μετάβαση από την αγροτική/ναυτική κατάσταση της οικονομίας της χώρας προς την αγροτοβιομηχανική, με τάσεις προς την βιομηχανοαγροτική στον διεθνή καταμερισμό εργασίας, σταμάτησε βίαια με την τριπλή κατοχή της χώρας 1941-1944, και ειδικά με τη γερμανική καταστροφή και αφαίμαξη της ελληνικής οικονομίας από τις κατοχικές δυνάμεις.
Οι Γερμανοί επέτρεψαν τον διαμελισμό της χώρας σε τρεις ζώνες κατοχής με διαφορετικές διοικητικές αρχές: οι Βούλγαροι έλεγχαν την ανατολική Μακεδονία και τη δυτική Θράκη, οι Γερμανοί τις αστικές περιοχές των Αθηνών και της Θεσσαλονίκης, τη δυτική Μακεδονία, μεγάλο μέρος της Κρήτης και κάποια νησιά του βορείου Αιγαίου, και οι Ιταλοί την υπόλοιπη Ελλάδα.
Με την κατοχή, η δημοσιονομική πολιτική της χώρας κατέρρευσε. Οι κατοχικές δυνάμεις, και κυρίως η Γερμανία, αποσκοπούσαν στην άντληση πόρων και εργατικής δύναμης για τις ανάγκες των δυνάμεων κατοχής και τη μεταφορά προϊόντων και υλών για την συνέχιση του πολέμου τους. Για την υλοποίηση των παραπάνω, οι Γερμανοί υφάρπαξαν με κατάσχεση τα αποθέματα εμπορευμάτων και τις αγροτικές σοδειές. Προχώρησαν στην κατασκευή εργοστασίων κονσερβοποιίας και συσκευασίας τροφίμων για να σταλούν συσκευασμένες τροφές στην Γερμανία. Έλεγξαν τις εγχώριες βιομηχανίες για την τροφοδότηση των στρατευμάτων κατοχής και τις ανάγκες των ναζιστικών στρατευμάτων στον πόλεμο. Επιτάξανε μεταφορικά μέσα, καύσιμα και αγελαία ζώα.
Η οικονομική πολιτική της αρπαγής είχε οδυνηρές συνέπειες για τον ελληνική οικονομία και τον λαό. Οδήγησε στην καταστροφή του μικρομεσαίου κεφαλαίου και στην αύξηση της ανεργίας. Η βιομηχανική παραγωγή έπεσε στο 1/3 της προπολεμικής, και από αυτή την παραγωγή το 75% προορίζονταν για τους Γερμανούς ναζί. Η αγροτική παραγωγή έπεσε περίπου στο 50% του μέσου όρου της περιόδου του μεσοπολέμου. Οι μεταφορές, λόγω του κακού οδικού δικτύου και της έλλειψης καυσίμων, ήταν πολύ δαπανηρές, με αποτέλεσμα την αύξηση του κόστους παραγωγής. Η ζήτηση προϊόντων λαϊκής κατανάλωσης και πρωτίστως, βασικών προϊόντων διατροφής, αύξησε τις τιμές, και στη χώρα ξέσπασε ραγδαία αυξανόμενος πληθωρισμός.
Η υφαρπαγή του πλούτου της χώρας, παράλληλα με τον βαρύ χειμώνα του 1941, οδήγησε στο ξεκίνημα του μεγάλου λιμού. Μόνο την πρώτη χρονιά της κατοχής υπολογίζονται ότι 100.000 άνθρωποι πέθαναν από την πείνα. Τα πρώτα θύματα ήταν οι άποροι, τα χαμηλά κοινωνικά στρώματα και στρατιώτες καταγόμενοι από τα νησιά του Αιγαίου και της Κρήτης, υποχωρίσαντες από το μέτωπο της Αλβανίας που ήταν εγκλωβισμένοι στην Αθήνα, χωρίς άμεσους δεσμούς και δίκτυα με την τοπική κοινωνία. Σε όλη τη διάρκεια της κατοχής, οι απώλειες του πληθυσμού συνολικά υπολογίζονται σε 300.000. Συνολικά, οι απώλειες, μαζί και με τα θύματα της εθνικής αντίστασης, των εκτελεσθέντων, των ασθενειών και των θυμάτων εμπολέμων στην Μέση Ανατολή και αλλού φτάνουν το 7,6% του συνολικού πληθυσμού του 1940.
Σε αυτές της συνθήκες, η αστική τάξη της χώρας που ήταν εξαρτημένη στις δύο αντιμαχόμενες πλευρές των ιμπεριαλιστών, πήρε άμεσα θέση υπέρ του ενός ή του άλλου συμμάχου της. Μια πλευρά, αξιοποίησε την κατοχή και συνεργάστηκε ανοιχτά με τις κατοχικές δυνάμεις. Οι κυβερνήσεις των δωσίλογων δεν έκαναν καμιά επεμβατική πολιτική διαχείρισης και διανομής τροφίμων για την αντιμετώπιση του λιμού που μάστιζε τον λαό, Η πολιτική τους στάση, σαν εντολοδόχοι των δυνάμεων κατοχής, ταυτιζόταν και με την οικονομική τους βάση, σαν εντολοδόχοι των μαυραγοριτών και των δωσίλογων που συνδέαν τα συμφέροντα τους με τις κατοχικές δυνάμεις. Μια άλλη πλευρά της αστικής τάξης, μαζί με τον μονάρχη, επέλεξε την αποχώρηση της χώρας μαζί με την υποχώρηση των Άγγλων, παίρνοντας μαζί της τα αποθέματα χρυσού της χώρας. Ο λαός βρέθηκε μέσα σε συνθήκες απόλυτης εξαθλίωσης και σε συνθήκες ραγδαίας επιδείνωσης των υλικών όρων ύπαρξης της ανθρώπινης ζωής.
Το ΚΚΕ είχε εξαρθρωθεί εξολοκλήρου από την πολιτική Μεταξά και τις μεθοδεύσεις του Μανιαδάκη. Τους Έλληνες κομμουνιστές η αρχή της κατοχής τους βρήκε σε εξορίες και φυλακές. Η κυβέρνηση Τσουδερού, η οποία εγκατέλειψε τη χώρα, κατά την υποχώρηση των Άγγλων, δεν τους απελευθέρωσε. Με μαζικές αποδράσεις και μια απροσδόκητη απελευθέρωση των κομμουνιστών της Δυτικής Μακεδονίας από τις Βουλγαρικές αρχές, ανά μικρές ομάδες και μεμονωμένα, κατευθύνονταν προς την Αθήνα. Η συνθήκες ανωνυμίας στην πρωτεύουσα και ο αχανής χώρος της, ευνοούσαν την δράση τους. Άρχισαν αμέσως από την αρχή την ανασυγκρότηση του κόμματος, βρίσκοντας παράλληλα κι άλλους κομμουνιστές που δεν πιάστηκαν από την μεταξική δικτατορία, ή που είχαν υπογράψει τη λεγόμενη δήλωση μετάνοιας για να αποφύγουν τις φυλακίσεις. Λόγω της έντονης αναξιοπιστίας από την ύπαρξη της ασφαλίτικης ΚΕ του Μανιαδάκη, και επειδή δεν θα μπορούσε να υπάρξει σύνδεση με την πραγματική κεντρική επιτροπή, συστάθηκε νέα ΚΕ. Η ανασυγκρότηση του κόμματος προχώρησε με γρήγορα βήματα, μέσα σε οικονομικές δυσκολίες, και τον Ιούλη του 1941, ξανακυκλοφόρησε η εφημερίδα «Ριζοσπάστης».
Πεπειραμένο το κόμμα από τη σύσταση του Παλλαϊκού Μετώπου του μεσοπολέμου και επιδιώκοντας την οργάνωση της αντίστασης, απευθύνθηκε σε όποιες άλλες πολιτικές δυνάμεις είχαν απομείνει στην χώρα. Προβάλλοντας ένα μίνιμουμ πρόγραμμα επιδιώξεων της αντίστασης, κατάφερε τη συγκρότηση του ΕΑΜ (Εθνικό Απελευθερωτικό Μέτωπο), με άλλα τρία μικρά κόμματα: την ΕΛΔ (Ένωση Λαϊκής Δημοκρατίας), που επρόκειτο για ένα νεοσυσταθέν κόμμα σοσιαλιστικής κατεύθυνσης και μικροαστικού ταξικού χαρακτήρα υπό τον Ηλία Τσιριμώκο, πρώην βουλευτή του κόμματος των φιλελευθέρων, το ΣΚΕ (Σοσιαλιστικό Κόμμα Ελλάδος), και την Ενοποιητική Κίνηση του Αγροτικού Κινήματος, που προέρχονταν από το Ενιαίο Αγροτικό Κόμμα του μεσοπολέμου, το οποίο είχε επίσης καταστείλει η δικτατορία Μεταξά.
Ήδη, λίγο πριν την σύσταση του ΕΑΜ, στις 16 Ιουλίου 1941, οι Έλληνες κομμουνιστές που είχαν την πείρα από τον μεσοπόλεμο, έθεσαν το ζήτημα του εθνικοαπελευθερωτικού μετώπου σαν μαζικό κίνημα από τα κάτω με την ενοποίηση της εργατικής τάξης και των λαϊκών στρωμάτων σε αυτό. Ίδρυσαν το ΕΕΑΜ (Εργατικό Εθνικό Απελευθερωτικό Μέτωπο), με την συμμετοχή/συμμαχία της ΕΓΣΣΕ, της ΓΣΕΕ και ανεξάρτητων συνδικάτων που προσχώρησαν στο ΕΕΑΜ. Με το ΕΕΑΜ ενοποιήθηκε σύσσωμη η Αριστερά της εποχής και ο κάθε μεμονωμένος αγωνιστής, συνδικαλιστής, τμήματα της εργατικής τάξης της εποχής.
Οι Έλληνες κομμουνιστές με αυτοπεποίθηση κατανοούσαν την κοινωνική κατάσταση της εποχής τους. Δεν είχαν κανέναν ενδοιασμό για πολιτικές συμμαχίες· αντίθετα, προσδοκούσαν τη διεύρυνση των δυνάμεων του ΕΑΜ. Είχαν την τεχνοκρατική κατάρτιση από την ΚΔ και αγωνιούσαν για την υπόθεση της κοινωνικής πάλης, καθώς ήταν και προσωπική. Δεν είχαν καμία έμμεση ή άμεση εξαρτησιακή σχέση από το υφιστάμενο σύστημα, καθώς βρίσκονταν πάντα περιθωριοποιημένοι πολιτικά και κυνηγημένοι κοινωνικά. Το καταστατικό του ΕΑΜ είχε τρείς κεντρικούς σκοπούς: την απελευθέρωση του ελληνικού έθνους από την ξένη κατάκτηση, τον σχηματισμό προσωρινής κυβέρνησης, και την κατοχύρωση του κυριαρχικού δικαιώματος του ελληνικού λαού να διαλέξει τον τρόπο της μελλοντικής διακυβέρνησής του μετά την απελευθέρωση. Έγινε πόλος έλξης από το σύνολο των λαϊκών στρωμάτων που είχαν έντονο το απελευθερωτικό και πατριωτικό κοινό συναίσθημα.
Το ΕΑΜ γιγαντώθηκε και συσπείρωσε το 80% του ελληνικού λαού. Το ΚΚΕ είχε περίπου 400.000 μέλη και το ΕΑΜ κοντά στο 1,5 εκατομμύρια μέλη. Οι προσπάθειες των Ελλήνων κομμουνιστών να βρουν ιδεολογικές βάσεις του εθνικοαπελευθερωτικού λαϊκού αγώνα τους έσπρωξαν να αναδιατυπώσουν τις εκτιμήσεις τους για την ιστορία του απελευθερωτικού κινήματος στην Ελλάδα. Αξιοποιώντας την κληρονομιά του μεγάλου εθνικοαπελευθερωτικού αγώνα του 1821 και τις προεκτάσεις των συνεχειών του τον 19ο και 20ο αιώνα, βρήκαν τις γεφυροποιούς συνδέσεις της κληρονομιάς του εθνικοαπελευθερωτικού κινήματος της χώρας σαν άμεσα λαϊκούς αγώνες, και φώτισαν πλευρές του λαϊκού κινήματος, της οικονομικής εξέλιξης, της εξαρτησιακής σχέσης της χώρας, του βαθμού ανάπτυξής της και της εξέλιξης της ταξικής πάλης στην Ελλάδα. Έσπασαν από τον λαό τα δεσμά της πατριδοκαπηλίας των εξαρτημένων αστικών δυνάμεων και γκρέμισαν στην πράξη τη μεγάλη ιδέα, καθορίζοντας ότι η εθνική ολοκλήρωση του αστικού έθνους είχε επέλθει για την Ελλάδα, και, πλέον, η εθνική ολοκλήρωση θα είχε τα χαρακτηριστικά της σοσιαλιστικής επανάστασης. Έκαναν εμφανή τη σύνδεση των σύγχρονων χαρακτηριστικών της Δημοκρατίας με τα κοινωνικά δικαιώματα και ενέπνευσαν σειρά αγωνιστών, ακόμα και της μη κομμουνιστικής Αριστεράς Το έργο τους αποτέλεσε βαθιά διαφωτιστική δύναμη για τον λαό εκείνης της εποχής, μεταπολεμικά, και πολύτιμη πηγή για εμάς σήμερα, ώστε να μελετήσουμε την ιστορία και τα κοινωνικά φαινόμενα με τα σύγχρονα εργαλεία της επαναστατικής επιστημονικής θεωρίας που συνέχεια αναπτύσσεται και αυτή.
Το 1943 ιδρύθηκε το ένοπλο τμήμα του ΕΑΜ, ο ΕΛΑΣ (Ελληνικός Λαϊκός Απελευθερωτικός Στρατός). Η πρωτοβουλία για τη σύσταση του άνηκε στον Άρη Βελουχιώτη. Ο ΕΛΑΣ, από μία ολιγομελή αντάρτικη ομάδα το 1942, έφτασε να απαριθμεί περίπου τους 120.000 ένοπλους άντρες και γυναίκες. Ενσωμάτωσε το μεγαλύτερο ποσοστό μικρών αντάρτικων ομάδων που είχαν εμφανιστεί στην Ελληνική ύπαιθρο. Κατάφερε να προσεταιριστεί και να εντάξει πρώην αξιωματικούς του ελληνικού στρατού με πλούσια πολεμική και στρατιωτικοργανωτική πείρα, όπως ο Στέφανος Σαράφης, ο Νεόκοσμος Γρηγοριάδης κ.α. Η δράση του ΕΛΑΣ ήταν καταλυτική για την απελευθέρωση της μισής επικράτειας της χώρας από τα γερμανικά στρατεύματα κατοχής και τη δημιουργία της Ελεύθερης Ελλάδας.
Η απελευθέρωση περιοχών από τον ΕΛΑΣ κατέστησε αναγκαία την πολιτική οργάνωσή τους. Με πρωτοβουλία του ΕΑΜ συστάθηκε η ΠΕΕΑ (Πολιτική Επιτροπή Εθνικής Απελευθέρωσης) στις ελεύθερες περιοχές της χώρας. Στο έργο της πρώτης, έστω και βραχύβιας στην ιστορία, λαϊκής Δημοκρατίας στην Ελλάδα, λειτούργησαν στην πράξη κοινωνικοί θεσμοί που για την εποχή τους ήταν επαναστατικοί, ανάμεσα στους οποίους ήταν και η αναγνώριση της ισοτιμίας των δύο φύλων κοινωνικά και πολιτικά, και της μισθολογικής τους ισότητας. Στις 23 Απριλίου του 1944 έγιναν οι πρώτες εκλογές για τη σύσταση του Εθνικού Συμβουλίου της ΠΕΕΑ, και ψήφισαν περίπου 1.800.000 άντρες και γυναίκες άνω των 18 ετών (περισσότεροι άνθρωποι σε σχέση με τις προ πολέμου εκλογές). Στο 2ο άρθρο της «Διακήρυξης των Δικαιωμάτων του κάθε Έλληνα Πολίτη», που σύνταξε το Εθνικό Συμβούλιο αναφέρεται: «Όλες οι εξουσίες πηγάζουν από το Λαό και ασκούνται από το Λαό. Η Αυτοδιοίκηση και η Λαϊκή Δικαιοσύνη είναι θεμελιώδεις θεσμοί του δημοσίου βίου των Ελλήνων.» Καταδεικνύεται, ότι ο λαός ελευθερώθηκε από τα δεσμά της χρόνιας χειραγώγησης της αστικής τάξης που του στερούσε την κοινωνική πρόοδο και τον κρατούσε σε μόνιμη στασιμότητα. Με την επίμονη προσπάθεια του κόμματος, το οποίο από τον μεσοπόλεμο μέχρι την ΠΕΕΑ επεδίωκε τη λαϊκή ενότητα για την πάλη και την ταυτόχρονη διαφώτιση του λαού, κατορθώθηκαν τέτοιες κοινωνικές κατακτήσεις, σε μια κοινωνία ανδροκρατούμενη και πατριαρχική και, μάλιστα, στην ύπαιθρο.
Η ΠΕΕΑ αυτοδιαλύθηκε μετά την υπογραφή της συνθήκης του Λιβάνου και την αναγνώριση της κυβέρνησης εθνικής ενότητας από τους αντιπροσώπους της ΠΕΕΑ και του ΕΑΜ. Από το σημείο αυτό και έπειτα, αρχίζει μια παρατεταμένη υποχώρηση του κινήματος συνολικά. Η μετέπειτα συμφωνία της Καζέρτας ενσωμάτωνε τον ΕΛΑΣ στο συμμαχικό στρατηγείο της Μέσης Ανατολής και, πλέον, θα υπαγόταν κάτω από τις διαταγές της κυβέρνησης εθνικής ενότητας, ολοκληρώνοντας τη διπλωματική ήττα του Λιβάνου. Τα αίτια των επιλογών αυτών που οδήγησαν στη νομιμοποίηση του επαναπατρισμού της πολιτικής αντιπροσώπευσης του εγχώριου αντιπάλου, ίσως βρίσκονται στην απειρία του κόμματος που ξαφνικά βρέθηκε σε πρωτόγνωρες γι’ αυτό συνθήκες, στο ότι από μέρους κομματικών στελεχών υπήρχε λανθασμένη «μετάφραση» της γραμμής, επομένως και ένα πιθανό ιδεολογικό έλλειμμα, υπήρχε πιθανώς ένας δισταγμός για το επόμενο βήμα λόγω της μεγάλης συμμετοχής στο ΕΑΜ μικροαστικών πληθυσμών. Επιπλέον, υπήρχε ένας λαός κουρασμένος από την πείνα και τον πόλεμο και ίσως αυτό αποτέλεσε ανασταλτικό παράγοντα, με την έννοια ότι κάποιοι εκτιμούσαν ότι ο λαός δεν θα ακολουθούσε μέχρι τέλους, ενώ υπήρχαν και αυταπάτες για τους συμμάχους (Άγγλους και ΗΠΑ). Στην ουσία, το ΚΚΕ ήταν ένα αναπτυσσόμενο κόμμα, που η ακμή του βρίσκονταν στην δεκαετία του 1930, και η κύρια δράση του ήταν η τακτική για την πάλη για την εξουσία και την ενότητα σε αντίξοες συνθήκες που επέβαλε ο αντίπαλος. Η απότομη άνοδος δυνάμεων του κινήματος και του κόμματος ίσως δημιούργησε και μεγάλες ανασφάλειες από τις προσδοκίες, σε μια εποχή που ο άλλοτε εξωτερικός εχθρός ήταν σύμμαχος, και μάλιστα και της ΕΣΣΔ, ενώ ο πόλεμος συνεχίζονταν ακόμα. Σε κάθε περίπτωση η υποχώρηση είναι αδικαιολόγητη και δεν έχει σχέση με την τακτική που ακολούθησε το ΚΚΕ. Μάλιστα η προσαρμοστικότητα του να επιλέγει την καλύτερη τακτική και κυρίως να μπορέσει να δημιουργεί συμμαχίες στην ταξική βάση, στην πορεία της εποχής από τον μεσοπόλεμο μέχρι και τον Λίβανο, ήταν εκπληκτική.
Η τραγική πορεία των γεγονότων του Δεκέμβρη του 1944 και της μάχης της Αθήνας οφείλεται περισσότερο στην επιτυχημένη τακτική του αντιπάλου, που εκείνη την στιγμή ήταν η Αγγλία, και όχι η αποδυναμωμένη εγχώρια προστατευόμενη της αστική τάξη. Η πολιτική των Άγγλων ήταν η παρατεταμένη απομόνωση του κόμματος από το μέτωπο. Την υποστήριξαν με όλα τα μέσα, υλικά με την βοήθεια της UNRA, και κατασταλτικά με τις στρατιωτικές τους δυνάμεις. Δεν ήθελαν απλά μια υποχώρηση του ΕΑΜ, αλλά την πλήρη εξαφάνιση του, γιατί ήξεραν ότι θα το έβρισκαν πάλι μπροστά τους. Η συμφωνία της Βάρκιζας που έγινε το 1945, με την παράδοση των όπλων από τον ΕΛΑΣ, πιστοποίησε την ήττα του κινήματος της Εθνικής Αντίστασης, που αντιφατικά, ήταν η νικήτρια δύναμη κατά των κατακτητών. Η πολιτική του αντιπάλου, που την ακολούθησε πιστά, διαφαίνεται στα γεγονότα της λευκής τρομοκρατίας του 1945-1946, και στη συνεχή προσπάθεια να εξωθήσει το ΚΚΕ, απομονωμένο, σε ένοπλη αναμέτρηση για την πλήρη ήττα του κινήματος.
Το ελληνικό κίνημα του 20ου αιώνα εντάσσεται στο παγκόσμιο κομμουνιστικό και λαϊκό κίνημα. Άνοιξε την αυλαία μιας σειράς εθνικοαπελευθερωτικών αγώνων ανά τον κόσμο μεταπολεμικά. Πολλές επιλογές του ελληνικού κινήματος οι οποίες κρίθηκαν λανθασμένες, ακόμα και σε πρακτικό επίπεδο, εξελίχθηκαν και αναπτύχθηκαν σε άλλες φάσεις της ανάπτυξης του παγκόσμιου κινήματος. Στην Κίνα αναπτύχθηκε περισσότερο η θεωρία του αντάρτικου πολέμου υπό τον Μάο Τσε Τουνγκ. Στο Βιετνάμ, το αντάρτικο και ο λαϊκός πόλεμος, μέσω της ενοποίησης των δυνάμεων – υλικών, εδαφικών και ανθρώπινων – του έθνους, που βασίζονταν στην πολιτική του ΚΚΒ και των Χο Τσι Μινχ και Βο Νγκουεν Γκιαπ, πέρασε σε ανώτερη ανάπτυξη.
Η πείρα και η κληρονομιά που άφησε το ελληνικό κίνημα στις μελλοντικές γενιές είναι ανεκτίμητης αξίας. Καταγράφηκε στη λαϊκή συνείδηση ότι η ανεξαρτησία, η πάλη για τη Δημοκρατία και τα κοινωνικά δικαιώματα ανήκουν στην Αριστερά. Καλλιεργήθηκε μια ιδιαίτερη λαϊκή παράδοση, την οποία σήμερα ο αντίπαλος, σε μια εποχή πρωτοφανούς ρεβανσισμού, προσπαθεί με κάθε τρόπο να την ανακόψει. Σε αυτό ευθύνεται και η Αριστερά που από τη μια αποποιείται την ιστορία της, ενώ από την άλλη δεν προσπαθεί για την ανασυγκρότηση του ΚΚ, παρόλο που από την ιστορική πείρα αποδείχθηκε ότι η μη ύπαρξη του είναι καταλυτική για την υποχώρηση που υφίσταται σήμερα το κίνημα. Εμμένει σε μικρές ομάδες που δεν εκπροσωπούν κανέναν και αναλώνεται σε εσωστρεφείς συζητήσεις χωρίς ουσία.
Ειδικά το ΚΚΕ, με τη σημερινή του ηγεσία, αποτελεί το μεγαλύτερο πρόβλημα για μια επεξεργασμένη ανάλυση και αποτίμηση των γεγονότων και του κινήματος για την εποχή εκείνη, προσπαθώντας να υποστηρίξει τις ανεδαφικές και αντιλενινιστικές τακτικές του σημερινού προγράμματος και της μη ύπαρξης τακτικής του κόμματος.
Η κοινωνική υποχώρηση του έχει διαμορφώσει έναν σεχταρισμό και έχει προσφέρει στον συσχετισμό δύναμης πολιτικό χώρο στον αντίπαλο σε όλα τα επίπεδα: ιδεολογικό, κοινωνικό, ταξικό, ηθικό κοκ, από το ξέσπασμα της καπιταλιστικής οικονομικής κρίσης και μετά. Ο αρνητικός συσχετισμός αυτός είναι επικίνδυνος, καθώς το κόμμα, όλο και απομακρύνεται από τα λαϊκά στρώματα και ειδικά τις νέες γενιές που υφίστανται πρωτόγνωρη ιδεολογική και χειραγωγική επίθεση από τον αντίπαλο.
Στην προσπάθεια της ηγεσίας να ταυτίσει την τακτική και τη στρατηγική, για να αποφύγει τις ευθύνες της ανασυγκρότησης του εργατικού – λαϊκού κινήματος, έχει απορρίψει την 6η ολομέλεια του ΚΚΕ, την τακτική της ΚΔ, στην ουσία την ανάπτυξη του ΕΑΜ και των καταβολών που αυτό έχει στη συνείδηση του λαού μεταπολεμικά και σήμερα, την τακτική του κόμματος σε όλη την διάρκεια από τον μεσοπολέμου έως τη σύσταση του ΔΣΕ το 1946. Τα αποτελέσματα αυτής της νέο-τροτσκιστικής πολιτικής είναι τραγικά: αφήνει τον λαό μόνο του απέναντι στην επίθεση που υφίστανται, και νομιμοποιεί αστικές δυνάμεις τύπου ΣΥΡΙΖΑ να καπηλεύονται την ιστορία για ψηφοθηρία και σαλαμοποίηση του λαού σε κοινωνικές διχαστικές τάσεις, που αποβλέπουν στην πόλωση του δικομματισμού και τον εκφασισμό της κοινωνίας.
Πρόκειται για μεθόδευση υπονόμευσης του κινήματος, που ως επιστέγασμά της προχωρά σε ερμηνείες: περί ιμπεριαλιστικής Ελλάδας, περί αλληλεξάρτησης, περί ιμπεριαλιστικής πυραμίδας, βαφτίζοντας όλους σαν ιμπεριαλιστές, χωρίς τεκμηριωμένες θέσεις κοκ. Ακόμα έχει φτάσει μέχρι και στην υιοθέτηση της άποψης περί δικαίου αμυντικού πολέμου, από μέρους μιας καθαρά ναζιστικής κυβέρνησης, όπως αυτή της Ουκρανίας. Πρόκειται για μια διολίσθηση θέσεων μακριά από τον μαρξισμό-λενινισμό, προς την πολιτική των ίσων αποστάσεων που δεν είναι τίποτα άλλο παρά πολιτική φερετζές του ΝΑΤΟ και του ευρωατλαντικού άξονα. Μια προδοτική σύνδεση νέο-τροτσκιστικής πολιτικής με τη γνωστή Καουτσκική, γιατί δειλά αφήνει χώρο στον εγχώριο αντίπαλο να προβάλλει τη συμμαχία με τους ναζί εντολοδόχους του ευρωατλαντικού άξονα ως συμμαχία για τη βοήθεια μιας χώρας που απειλείται από ιμπεριαλιστική επίθεση. Ενισχύει με τη στάση της ανυπαρξίας κάθε προοπτικής ανασυγκρότησης του λαϊκού κινήματος, την προπαγάνδα και τις πολιτικές του αντιπάλου για την ΕΕ, το ΝΑΤΟ και τις ΗΠΑ, όπως και την πολιτικά εξαρτημένη θέση της χώρας μας και του λαού που υφίστανται διπλή εκμετάλλευση.