του Βασίλη Σουλιώτη
Δημοσίευση εργασίας σε τρία μέρη
Μέρος Α‘
1. Εισαγωγή
Το 2004 εκδίδεται από τις εκδόσεις «Πόλις» το έργο του Νίκου Σβορώνου, Το ελληνικό έθνος: Γένεση και διαμόρφωση του Νέου Ελληνισμού[1], του οποίου η συγγραφή –όπως σημειώνει ο Σπύρος Ασδραχάς στην εισαγωγή του βιβλίου- χρονολογείται τη διετία 1963-1965. Η έκδοση του βιβλίου υπήρξε η αφορμή για το άνοιγμα ενός δημόσιου διαλόγου από τις στήλες εφημερίδων όπως το Βήμα, τα Νέα, την Αυγή με θέματα την κριτική θεώρηση του ιστορικού σχήματος του Σβορώνου για το ελληνικό έθνος, τους όρους και προϋποθέσεις γέννησης του αλλά και ευρύτερα τον προσδιορισμό της έννοιας του έθνους καθώς και τον λειτουργικό ρόλο της εθνικής ιδεολογίας στη συγκρότηση των σύγχρονων κρατών.
Η αρχική ιδέα έτσι για τη συγγραφή μιας εργασίας στα πλαίσια ενός σεμιναρίου ήταν η παρουσίαση αυτού του διαλόγου. Ο αποσπασματικός ωστόσο χαρακτήρας των θέσεων των επιστημόνων που συμμετείχαν στο διάλογο –κάτι που ήταν εξάλλου αναπόφευκτο σε μεγάλο βαθμό εξαιτίας και της μικρής έκτασης των άρθρων– όσο και ο πολεμικός χαρακτήρας του δεν παρείχε από μόνος του το απαραίτητο ερευνητικό υλικό για την παρουσίαση των θέσεων των συμμετεχόντων.
Το ζήτημα των ιστορικών όρων μέσα στους οποίους διαμορφώθηκε το νεοελληνικό έθνος, η σύνδεση του με παλαιότερες εκδοχές κοινωνικής συγκρότησης των ελληνόφωνων πληθυσμών, το ζήτημα με άλλα λόγια ενός ιστορικού συνεχούς του ελληνισμού απασχολεί διαρκώς την ελληνική ιστοριογραφία. Στο βαθμό μάλιστα που το ζήτημα της αναζήτησης των ιστορικών ριζών της συγκρότησης του ελληνικού έθνους είναι άρρηκτα δεμένο με την διαμόρφωση του ελληνικού κράτους από τα μέσα του 19ου αιώνα μέχρι και σήμερα, η απάντηση στα ερωτήματα που τίθενται καθίσταται δυσκολότερη καθώς ένα ιδιαίτερο ιδεολογικό φορτίο βαραίνει όρους όπως έθνος, ελληνισμός, ελληνική συνείδηση και ταυτότητα. Και αν οι προτεραιότητες της ηγεμονεύουσας αστικής ιδεολογίας υπήρξε, μέχρι τα τέλη του 20ου αιώνα, η σύνθεση μιας εθνικής ιστορίας μέσα στην οποία εμφανιζόταν μια αδιάρρηκτη συνέχεια ανάμεσα στον αρχαίο ελληνικό κόσμο, τους βυζαντινούς χρόνους και τελικά το νεοελληνικό έθνος, αυτές οι προτεραιότητες και ανάγκες μετασχηματίσθηκαν μέσα σε ένα νέο παγκοσμιοποιημένο κόσμο. Με αυτό τον τρόπο η αστική ιστοριογραφία αμφισβητεί, πολύ αργότερα από ότι το έχει κάνει η μαρξιστική προσέγγιση της ιστορίας, την έννοια του έθνους ως μιας ιστορικής κατηγορίας που ξεπερνά του νεότερους χρόνους.
Η αμφισβήτηση έτσι των παλαιότερων εξιστορήσεων και οι νέες ερμηνείες που δίνονται στα διαρκή και επίμονα ερωτήματα που θέτει το ζήτημα της συγκρότησης του ελληνικού έθνους δεν είναι απαλλαγμένα, ούτε θα μπορούσαν άλλωστε, από τις νέες αυτές ιδεολογικές ανάγκες. Υπό αυτή την έννοια το έργο του Νίκου Σβορώνου, γραμμένο τη δεκαετία του 1960, θα πρέπει να τοποθετηθεί μέσα στα ιστορικά του πλαίσια μέσα στα οποία δημιουργήθηκε. Αντίστοιχη ερευνητική ματιά θα πρέπει να υπάρξει και στην κριτική που του ασκείται από επιστήμονες των ανθρωπιστικών σπουδών όπως του ιστορικού Αντώνη Λιάκου που συμμετέχει στο διάλογο. Η δημοσίευση του δοκιμίου του Σβορώνου εξάλλου υπήρξε η αφορμή για την έκδοση του βιβλίου του, Πώς στοχάστηκαν το έθνος αυτοί που ήθελαν να αλλάξουν τον κόσμο; το οποίο εκδόθηκε το 2005 και στο οποίο ο Λιάκος παρουσιάζει τις θέσεις μιας σειράς θεωρητικών –από τον Μαρξ και τον Στάλιν μέχρι τον Arjun Appadurai και την Hannah Arendt – για το έθνος[2].
Η εργασία αυτή έτσι τελικά θέτει δύο στόχους. Αυτό που τελικά θεωρήθηκε από τον υποφαινόμενο, ως το πλέον σημαντικό ήταν η ανάδειξη και η παρουσίαση των δύο βασικότερων θεωριών που έρχονταν σε αντιπαράθεση. Η πρώτη ήταν αυτό καθαυτό το ιστορικό σχήμα του Σβορώνου για το ελληνικό έθνος και τις προϋποθέσεις γέννησης του ενώ η δεύτερη αφορά τις θέσεις του Αντώνη Λιάκου πάνω στο ζήτημα αλλά και την κριτική του στάση πάνω στο έργο του έλληνα ιστορικού. Το τεκμηριωτικό υλικό για την παρουσίαση αυτή δεν θα μπορούσε να περιοριστεί στην περίπτωση του Σβορώνου στο έργο του Το ελληνικό έθνος ούτε στην περίπτωση του Λιάκου στα άρθρα με τα οποία παρεμβαίνει στον συγκεκριμένο δημόσιο διάλογο. Στην πρώτη περίπτωση έτσι χρησιμοποιήθηκαν μια σειρά από έργα όπως η συλλογή κειμένων που καλύπτουν μια περίοδο από το 1948 έως το 1981 και εκδίδονται τη δεκαετία του 80’ υπό τον τίτλο Ανάλεκτα νεοελληνικής Ιστορίας και Ιστοριογραφίας, η μονογραφία με τίτλο Επισκόπηση της νεοελληνικής ιστορίας αλλά και η συνέντευξη που ο Σβορώνος παραχώρησε στο περιοδικό Σύγχρονα Θέματα το 1988. Για μια επαρκή παρουσίαση των θέσεων του Λιάκου πάνω στο ζήτημα του έθνους εκτός από τις τρεις παρεμβάσεις άρθρα του στο διάλογο χρησιμοποιήθηκαν άρθρα όπως το «Προς επισκευήν ολομέλειας και ενότητος: η δόμηση του εθνικού χρόνου» και η μονογραφία Πώς στοχάστηκαν το έθνος αυτοί που ήθελαν να αλλάξουν τον κόσμο;
Δεύτερο στόχο της παρούσας εργασίας αποτελεί η παρουσίαση των βασικότερων τοποθετήσεων που γίνονται μέσα από την αρθρογραφία καθώς κρίθηκε αδύνατον να μην γίνει μια αναφορά στα υπόλοιπα θέματα τα οποία ανοίγονται από τους υπόλοιπους συμμετέχοντες της συζήτησης. Η εργασία αυτή κλείνει με την κατάθεση ορισμένων προσωπικών συμπερασμάτων και παρατηρήσεων εκ μέρους του υποφαινόμενου τα οποία επιδιώκουν να προσδιορίσουν την ουσία της διαφοροποίησης στις θεωρίες των Σβορώνου και Λιάκου.
2. Ο πρόλογος του Ασδραχά
Σημαντική συμβολή στην ανάλυση του δοκιμίου του Σβορώνου αποτελεί και η εισαγωγή σε αυτό από τον Σπύρο Αδραχά το οποίο όπως παρατηρεί, αποτελεί μια προσπάθεια συνομιλίας τόσο με την αστική ιστοριογραφία όσο και με την αριστερή, είτε στην μαρξίζουσα εκδοχή της είτε στην δογματική[3].
Δύο διαφορετικές οπτικές γωνίες, «διαβάσματος» του Σβορώνου διακρίνει ο Ασδραχάς. Στην πρώτη το σχήμα του έλληνα ιστορικού γίνεται αντιληπτό ως μια επανάληψη των παλαιότερων εθνικών εξιστορήσεων[4]. Ο Ασδραχάς απορρίπτει μια τέτοια ανάγνωση -αν και όπως αναφέρει ο Σβορώνος «αποδέχεται το καθιερωμένο σχήμα της συνέχειας του ελληνικού λαού και της ‘ελληνικότητας’, την οποία ονομάζει ελληνισμό’»- καθώς ο Σβορώνος έχει ως βασικά αναλυτικά εργαλεία του την κοινωνική και οικονομική ιστορία[5].
Η εστίαση στη χρήση αυτών των μεθοδολογικών εργαλείων αποτελεί και τη δεύτερη οπτική την οποία ασπάζεται και ο Ασδραχάς που σημειώνει πως όροι όπως «ελληνισμός» και «ελληνικός λαός», στο έργο του Σβορώνου γίνονται αντιληπτές ως οντότητες που το περιεχόμενου τους δεν είναι ούτε σταθερό, ούτε ίδιο. Επιπλέον, αν υπάρχουν ορίζουσες που καθορίζουν το περιεχόμενο της έννοιας έθνος τότε αυτές για τον Σβορώνο δεν περιορίζονται στην έννοια της συνείδησης. Υπό αυτή την έννοια έτσι το σχήμα της συνέχειας του ελληνισμού στον Σβορώνο δεν αφορά μια εθνική συνέχεια αφού τόσο η (εθνική) συνείδηση αλλά και η ύπαρξη εθνότητας αποτελούν αναγκαίες αλλά όχι ικανές συνθήκες για την εθνοκρατική συγκρότηση. Αυτή η υπογράμμιση έχει για τον Ασδραχά και μια δεύτερη σημασία καθώς εδώ η ιστορικότητα του έθνους κράτους και του έθνους δεν ταυτίζονται σε κάθε περίπτωση χρονολογικά για τον Σβορώνο. Αυτό σε συνδυασμό με την αντίληψη του τελευταίου ότι η κάθε είδους ιστοριογραφική θεωρία δεν μπορεί να υπερίπταται μιας πραγματολογικού χαρακτήρα επικύρωσης της, σημαίνει ότι είναι τελικά αναγκαίο να μπει στο αναλυτικό στόχαστρο του ιστορικού ερευνητή για το έθνος η έννοια των προϋποθέσεων γέννησης του[6].
Αυτή είναι και η τομή στην αντίληψη του Σβορώνου σύμφωνα με τον Σπύρο Ασδραχά. Ο ελληνισμός ή οι ελληνισμοί του έλληνα ιστορικού αναλύονται και συνθέτονται ως ενότητες μέσα από εκείνα τα στοιχεία τα οποία τους συγκροτούν και τα οποία αποτελούν προϋποθέσεις για την συγκρότηση του ελληνικού έθνους-κράτους ή αλλιώς του συντελεσμένου έθνους[7].
Η ιστορία του Σβορώνου για το έθνος συνέχεται μέσω της πραγμάτευσης των προϋποθέσεων αυτών από τρείς διαφορετικές ερευνητικές οπτικές γωνίες. Την εξέταση δηλαδή των ιστορικών γεγονότων όπως αυτά καθαυτά έχουν καταγραφεί, την συγχρονική αντίληψη για τα θέματα που, εκ των υστέρων, απασχολούν τον ιστορικό και τον εθνολογικό παράγοντα εξεταζόμενο όμως μέσα από ένα πολιτισμικό κάτοπτρο[8].
Ο Ασδραχάς συστηματοποιώντας τα βασικά χαρακτηριστικά της ελληνικής εθνογένεσης, όπως αυτή ιστορικοποιείται στον Σβορώνο, διακρίνει τρία βασικά στοιχεία που όλα περικλείουν το στοιχείο της αντιθετικότητας. Τη σχέση ανάμεσα στον αρχαίο και τον βυζαντινό ελληνισμό -σχέση σύγκρουσης ανάμεσα στο «αρχαία ελληνική κληρονομιά» και τον αυτοκρατορικό οικουμενισμό. Τη σχέση ανάμεσα στον μετασχηματισμό της εθνικής συνείδησης και την ανάδυση νέων οικονομικών όρων στα αστικά κέντρα την τελευταία περίοδο της βυζαντινής περιόδου. Την ανάδειξη δύο αντίστροφων τάσεων κατά την διάρκεια της οθωμανικής περιόδου. Από τη μία δηλαδή αυτής που τείνει προς την ενσωμάτωση του ελληνισμού στο οθωμανικό αυτοκρατορικό κρατικό μόρφωμα και από την άλλη μιας άλλης φυγόκεντρης, αντάρτικης και απελευθερωτικής[9]. Αντίστροφες τάσεις οι οποίες συνοδεύονται από τον ενοποιητικό ρόλο της εκκλησίας αλλά και την απόσπαση της ιδεολογικής κυριαρχίας, εκ μέρους του ελληνικού διαφωτισμού, από τον θεολογικό λόγο και φιλοσοφία. Μέσα σε αυτό το αντιθετικό πλαίσιο η ίδια η συγκρότηση του ελληνικού κράτους στις αρχές του 19ου αιώνα διέπεται από μια εσωτερική σύνθεση, απόρροια των διαφορετικών κοινωνικών στρωμάτων που προσδιορίζουν με διαφορετικό τρόπο το περιεχόμενο της ελληνικής εθνικής ιδέας[10].
3. Η θεώρηση του Σβορώνου
Το έθνος δεν αποτελεί «κάποια υπερβατή οντότητα, δεδομένη από τα πριν, εκτός τόπου και χρόνου, έκφραση μιας φυλής ή το πολύ, ενός συνόλου συγγενικών φυλών, ή ενός μεταφυσικού «λαϊκού πνεύματος», μιας «ψυχής», ούτε αρκείται στη διαπίστωση ότι το βασικό χαρακτηριστικό της εθνικής ενότητας είναι η κοινή βούληση των ατόμων που το απαρτίζουν».
Έτσι ξεκινάει στις πρώτες σελίδες του βιβλίου του ο Νίκος Σβορώνος θέλοντας να περιγράψει τι δεν είναι έθνος, ξεκαθαρίζοντας έτσι τις σχέσεις του με την ρομαντική ιστοριογραφική αντίληψη και συνεχίζει δίνοντας τον δικό του ορισμό, «[…] συντελεσμένο έθνος αποτελεί μια διαμορφωμένη σταθερή κοινότητα ανθρώπων με συνείδηση ότι αποτελεί ένα ενιαίο και αλληλέγγυο σύνολο με δική του πολιτισμική φυσιογνωμία και ψυχοσύνθεση, με κοινά υλικά και πνευματικά συμφέροντα και με σταθερά εκφρασμένη βούληση ή τάση πολιτισμικής ή πολιτικής αυτονομίας, που μπορεί να φτάσει ως την απαίτηση κρατικής ανεξαρτησίας»[11].
Γιατί όμως, «συντελεσμένο έθνος»; Γιατί κατά τον ίδιο αυτό αποτελεί το ιστορικό προϊόν μιας εξελικτικής πορείας κατά την οποία από τα μέσα του 18ου αιώνα έχουμε την ανάδυση μιας νέας, εθνικής, ιδεολογίας η οποία τείνει να μετασχηματίσει κάτω από ορισμένες προϋποθέσεις και όρους την προϋπάρχουσα εθνότητα, το μη συντελεσμένο έθνος σε συντελεσμένο. Παράγωγα αυτής της ιδεολογίας είναι η ανάδυση μιας νέα συλλογικής συνείδησης και κοινής βούλησης της εκάστοτε εθνοτικής ομάδας, στοιχεία που όμως, όπως υπογραμμίζει ο Σβορώνος, δεν πρέπει να κατανοηθούν ως ο βασικός παράγοντας για τον προαναφερθέντα μετασχηματισμό. Πρόκειται με άλλα λόγια για μια αναγκαία συνθήκη αλλά όχι ικανή καθώς η τελευταία πρέπει να αναζητηθεί στο κοινωνικό πεδίο το οποίο βεβαίως βρίσκεται σε μια διαλεκτική σχέση με την ιδεολογία. Η εμφάνιση του ελληνικού έθνους σε μια συγκεκριμένη ιστορική στιγμή, δεν ταυτίζεται με αύτη της ελληνικής εθνότητας και λαού τα αποτυπώματα του οποίου μπορούν να ανιχνευθούν σε ένα πολύ μακρύτερο παρελθόν που ξεκινά από τους κλασσικούς αρχαίους χρόνους για να καταλήξει στα νεότερα χρόνια. Αυτή η διαπίστωση στρέφει την ερευνητική ματιά του ιστορικού προς τη μελέτη των κοινωνικών, οικονομικών, πολιτισμικών και εθνολογικών χαρακτηριστικών αυτών των σχηματισμών προκειμένου να ανακαλύψει τους παράγοντες που επιδρούν στη διαμόρφωση του νεοελληνικού έθνους[12].
Αποτελεί κατ’ επέκταση απαραίτητη προϋπόθεση η μελέτη των πραγματολογικών δεδομένων για την εξαγωγή γενικότερων συμπερασμάτων καταρχήν για το ελληνικό έθνος αλλά και συνολικότερα για την διατύπωση μιας γενικότερης θεωρίας για την έννοια του έθνους. Αυτή η επαγωγική διαδικασία έχει δύο επίπεδα ως προς την έρευνα.
Η πρώτη διάσταση του ειδικού προς το γενικό αφορά την ίδια την πορεία του ελληνισμού. Η εξαγωγή δηλαδή ευρύτερων γενικών συμπερασμάτων για το πότε συγκροτείται το ελληνικό έθνος και το ποιοι είναι οι ιστορικοί όροι συγκρότησης απαιτεί την μελέτη όλων εκείνων των ιδιαίτερων στοιχείων της κάθε περιόδου μέσα από την οποία αναδύονται οι προϋποθέσεις και οι περιορισμοί για τον μετασχηματισμό της εθνότητας σε έθνος. Η δεύτερη διάσταση της επαγωγικής αυτής διαδικασίας, αφορά την ανάγκη μελέτης της ξεχωριστής πορείας της κάθε εθνότητας[13]. Πορεία που περιέχει διαφορετικές ιστορικές μεταβλητές οι οποίες διαμορφώνουν με συγκεκριμένους όρους και χαρακτηριστικά το κάθε έθνος.
Μια τέτοιου είδους προσέγγιση όπως υπογραμμίζει ο Σβορώνος επιτρέπει την υπέρβαση μεταφυσικών και υπερβατικών ερμηνευτικών σχημάτων στα οποία το έθνος μετατρέπεται σε ένα υποκείμενο με αποστολικό χαρακτήρα το οποίο καλείται να εκπληρώσει κάποιο πεπρωμένο του [14].
Γίνεται κατά συνέπεια φανερό ότι η επιμονή στην ανάλυση των πραγματολογικών δεδομένων δεν συνδέεται με κάποιου είδους άρνηση μιας γενικής θεωρίας. Αυτό που είναι αναγκαίο για τον Νίκο Σβορώνο είναι αυτή η γενική θεωρία –είτε ως τέτοια που προϋπάρχει της μελέτης, είτε ως εξαγόμενη από αυτή- να μην αγνοεί τα ιστορικά δεδομένα αλλά αντίθετα αυτά να λειτουργούν ως κριτήριο ελέγχου των θεωρητικών συμπερασμάτων και αξιωμάτων που πιθανά διατυπώνονται. Με άλλα λόγια η επικύρωση του θεωρητικού σχήματος επιβεβαιώνεται ή όχι από την μελέτη των γεγονότων της εποχής και από την σύνδεση μεταξύ τους σε ένα αιτιοκρατικό πλέγμα αιτίων και αποτελεσμάτων[15]. Και όπως ο ίδιος σημειώνει «ο ιστορικός παραμένει πάντα δύσπιστος απέναντι στις μεγάλες κοινωνικοϊστορικές θεωρίες που προτείνουν τελεσίδικες συνταγές για την εξήγηση της πορεία της ανθρωπότητας»[16].
Έχοντας διατυπώσει αυτές τις σκέψεις ο Νίκος Σβορώνος παραθέτει το δικό του ιστορικό σχήμα για την εξέλιξη του ελληνισμού. Η ελληνική ιστορία κατά τον Σβορώνο διακρίνεται σε πέντε διακριτές περιόδους. Τον αρχαίο κλασσικό κόσμο, τους ελληνιστικούς χρόνους, την περίοδο της ρωμαϊκής εξουσίας, τους βυζαντινούς χρόνους και την περίοδο της τουρκοκρατίας. Σε κάθε μια από αυτές διακρίνει μια σειρά από παράγοντες οι όποιοι άλλοτε συνηγορούν και άλλοτε όχι στην γένεση και στη συνέχεια τον μετασχηματισμό του ελληνισμού.
Ξεκινώντας από τους κλασσικούς χρόνους διακρίνει δυο λογιών στοιχεία τα οποία τείνουν να διαμορφώνουν όρους ενότητας των πληθυσμών. Τα πρώτα αφορούν εκείνα τα οποία προβάλουν οι ίδιοι οι πληθυσμοί για τον εαυτό τους, όπως το κοινό αίμα και την κοινή φυλετική καταγωγή[17]. Τα δεύτερα, ο βαθμός πολιτικής και οικονομικής ενότητας, η γλωσσική κοινότητα και τα κοινά πολιτισμικά στοιχεία αποτελούν τα αντικειμενικά κριτήρια με τα οποία μπορεί να καθοριστεί η ύπαρξη ή μη μιας ελληνικής εθνότητας, ενός «ελληνικού λαού» όπως αναφέρει ο Σβορώνος.
Στον κλασσικό αρχαίο κόσμο ενώ τα αντικειμενικά αυτά στοιχεία είναι υπαρκτά σε τέτοιο βαθμό ώστε να μπορούμε να μιλάμε για αρχαίο ελληνισμό, ο ατελής, ταυτόχρονα, χαρακτήρας τους δεν επιτρέπει τη συγκρότηση ενός έθνους[18].
Κατά τους ελληνιστικούς χρόνους η πολιτική ενοποίηση, που επιτυγχάνεται στους ελληνόφωνους πληθυσμούς μέσω της μακεδονικής κυριαρχίας, αλλά και η κατακτητική επέκταση προς τα ανατολικά διευρύνει το στοιχείο της ενότητας που επιπλέον ενδυναμώνεται και από την ανάπτυξη των εμπορικών δικτύων και της οικονομίας συνολικά [19]. Αποτέλεσμα όλων αυτών είναι και η ισχυροποίηση στους πληθυσμούς αυτούς των πολιτισμικών δεσμών των οποίων απτή απόδειξη αποτελεί η διάδοση της ελληνικής ως επίσημης γλώσσας με τη μορφή της αττικής διαλέκτου[20].
Οι χρόνοι της ρωμαϊκής κατάκτησης λειτουργούν προς την ίδια κατεύθυνση. Αποτελούν περίοδο περαιτέρω ενίσχυσης των δεσμών αυτών καθώς ο συγκεντρωτισμός του ρωμαϊκού κράτους επιδρά θετικά στην πολιτική ομογενοποίηση των ελληνιστικών κρατών των οποίων χαρακτηριστικό ήταν η μέχρι τότε ανεξαρτησίας τους. Ταυτόχρονα η χρήση της ελληνικής γλώσσας για την διάδοση του χριστιανισμού επιδρά ενισχυτικά προς έναν εξακολουθητικό εξελληνισμό πληθυσμών των ανατολικών επαρχιών της ρωμαϊκής αυτοκρατορίας.
Στους επόμενους αιώνες ο ελληνισμός αποτελεί -όπως αναφέρει ο Σβορώνος- το δυναμικότερο και ίσως πολυπληθέστερο συστατικό στοιχείο του βυζαντινού κράτους[21]. Πλευρές της κοινωνικής ζωής όπως η συγκεντρωτική του διοίκηση, το κοινό δίκαιο -που αντικαθιστά το τοπικό- και η κοινή θρησκεία συντελούν στην περαιτέρω ομογενοποίηση πληθυσμών. Ομογενοποίηση η οποία γίνεται με ελληνικούς γλωσσικούς όρους αλλά και με μια δημοσιονομική οργάνωση- δάνειο των ελληνιστικών χρόνων[22]. Αποτέλεσμα όλων αυτών κατά τον έλληνα ιστορικό, είναι η ύπαρξη ενός ενιαίου ανθρωπολογικά λαού που είναι προϊόν της ανάμειξης διαφορετικών εθνολογικά πληθυσμών[23]. Οι τελευταίοι αιώνες της βυζαντινής αυτοκρατορίας αποτελούν περίοδο ανασύστασης του, καθώς ο βυζαντινός οικουμενισμός υποχωρεί εξαιτίας της πολιτικής του εξασθένησης[24].
Η περίοδος έτσι του 11ου και του 12ου αιώνα είναι αυτή της γέννησης ενός νέου ελληνισμού ο οποίος στο πέρασμα του χρόνου και μέχρι τον 19ο αιώνα μετασχηματίζεται σε ένα συντελεσμένο έθνος, το ελληνικό[25]. Ειδικότερα, η κατάκτηση της Κωνσταντινούπολης από τους Σταυροφόρους, αποτέλεσμα της προαναφερθείσας βυζαντινής εξασθένησης, παίζει σημαντικό ρόλο στον επανακαθορισμό της συνείδησης των ελληνόφωνων πληθυσμών[26]. Η «ελληνική δυναστεία των Κομνηνών», η δημιουργία του βασιλείου της Νίκαιας, η αποκεντρωτική διοικητική τάση της περιόδου της δυναστείας των Παλαιολόγων και η συνακόλουθη δημιουργία νέων διοικητικών κέντρων, συμβάλλουν ώστε ο ελληνισμός να «παίρνει βαθύτερη συνείδηση του εαυτού του ως ιδιαίτερης πολιτικής και πολιτισμικής οντότητας»[27]. Την ίδια στιγμή, η δημιουργία των νέων κέντρων που λειτουργεί αποκεντρωτικά οδηγεί στη γέννηση νέων αστικών στρωμάτων, εμπόρων και βιοτεχνών, τα οποία δραστηριοποιούνται μέσα σε ένα πλαίσιο απουσίας ισχυρής κεντρικής εξουσίας[28]. Οι δυναστικές συγκρούσεις της εποχής αποτελούν, όπως υπογραμμίζει ο Σβορώνος, στην πραγματικότητα έκφραση μιας ταξικού χαρακτήρα σύγκρουσης ανάμεσα στα νέα αυτά στρώματα και την γαιοκτημονική τάξη[29].
Άμεση αντανάκλαση αυτή της κοινωνικής κινητικότητας αποτελεί και ο αναπροσανατολισμός της σκέψης στον χώρο των ιδεών και στη θεολογική διανόηση όπου διαφαίνεται μια τάση επανανακάλυψης της αρχαίας ελληνικής σκέψης. Χωρίς ποτέ να μεταβληθεί σε κυρίαρχο δημόσιο λόγο της εποχής τους, το έργο ανθρώπων όπως αρχικά του Μιχαήλ Ψελλού, του Φώτιου και αργότερα του Πλήθωνα Γεμιστού, του Νικήτα Χωνιάτη ή του Ιωάννη Αργυρόπουλου, αποτελεί έκφραση αυτή της επαναπροσέγγισης της ελληνικής σκέψης στον κόσμο του πνεύματος[30].
Η γέννηση της συνείδησης μιας τέτοιας «ελληνικότητας» που έχει τις ρίζες της στον αρχαίο κόσμο γεννά την πεποίθηση για την ύπαρξη ενός ιστορικού συνεχούς στο οποίο οι ίδιοι αυτοί διανοητές αναγνωρίζουν τους εαυτούς τους στη σύνδεση με τον παλαιό αυτό κόσμο[31]. Αυτή η τάση ιδεολογικού μετασχηματισμού, έστω και σε συγκεκριμένα κοινωνικά στρώματα, δεν είναι ανεξάρτητη όπως σημειώνει ο Σβορώνος με μια συνολικότερη διαδικασία η οποία αφορά το ξεπέρασμα του μεσαιωνικού φεουδαλισμού. Σε στοχαστές όπως ο Πλήθωνας Γεμιστός μπορεί να διαπιστωθεί, έστω και σε εμβρυακή μορφή η ύπαρξη μιας «εθνικής πολιτικής ιδεολογίας» η οποία θέτει αιτήματα όπως την δημιουργία εθνικού στρατού και οικονομίας, φορολογικές μεταρρυθμίσεις και πολιτική εκπροσώπηση των νέων κοινωνικών στρωμάτων[32].
Στη θεώρηση του Σβορώνου, όπως έχει ήδη αναφερθεί, η πορεία του ελληνισμού διαμορφώνεται τόσο μέσα από μια σειρά παράγοντες που συντελούν στην αναπαραγωγή και τον μετασχηματισμό του μέσα στον χρόνο όσο και από εκείνους που λειτουργούν καθηλωτικά. Η σύγκρουση ανάμεσα στο οικουμενικό μοντέλο της βυζαντινής αυτοκρατορίας και το ιδανικό της αρχαίας πόλης κράτους, η σημασία της οθωμανικής αντίληψης για τη θρησκεία και τον διαφορετικό ρόλο των θρησκευτικών ομάδων μέσα στο οθωμανικό κράτος, η αντίθεση ανάμεσα στην θεολογική χριστιανική σκέψη και την αρχαία ελληνική φιλοσοφία, οι εξισλαμισμοί των πρώτων αιώνων, η εθνολογική πρόσμιξη ως αίτιο πολιτισμικής μεταβολής, όλα αυτά αποτέλεσαν σύμφωνα με τον Σβορώνο τέτοια στοιχεία.
Στο έργο του Σβορώνου γίνεται αναφορά και στις απόψεις που εξέφρασε ο Γερμανός ερευνητής Φαλμεράυερ γνωστός στην Ελλάδα για τη διατύπωση της φυλετικής του θεωρίας του σε σχέση με την καταγωγή των σύγχρονων Ελλήνων. Η εθνολογική πρόσμιξη που σημειώνεται σε διάφορες ιστορικές περιόδους αποτελεί έτσι και αλλιώς για τον Σβορώνο έναν δευτερεύοντα παράγοντα. Η ουσία του, κατά Σβορώνο, ελληνισμού δεν είναι η φυλή, το αίμα και ο βαθμός της καθαρότητας τους. Ο ελληνισμός για τον οποίο μιλάει συγκροτείται και διατηρείται ως πολιτισμική και όχι εθνολογική ομάδα[33]. Κάτω από αυτό το πρίσμα οι διαρκείς διεισδύσεις των διαφόρων φύλων όπως των Σλάβων, των Βλάχων και των Αλβανών υπάρχει, έχει τη δική της επίδραση, αφήνει τα δικά της αποτυπώματα στον χώρο του νότου της χερσονήσου του Αίμου αλλά όπως υπογραμμίζει ο Σβορώνος δεν οδηγεί στην εξαφάνιση, πολιτισμικά, του ελληνισμού αλλά αντίθετα στην σταδιακή αφομοίωση του «ξένου», «ημιβάρβαρου» και πολιτικά ανοργάνωτου στοιχείου[34]. Βασικό αίτιο αυτής της αφομοίωσης αποτελεί ο γλωσσικός παράγοντας και η πολιτική μέριμνα του Βυζαντινού κρατικού μορφώματος για την αφομοίωση αυτών των πληθυσμών είτε μέσω της αναγκαστικής μετακίνησης τους σε περιοχές με έντονο το ελληνόφωνο στοιχείο, είτε μέσω του εκχριστιανισμού τους[35]. Κατά τον έλληνα ιστορικό έτσι παρά τις προαναφερθείσες πολιτισμικές προσμίξεις δεν ακυρώνεται η πολιτισμική σύνδεση της αρχαιότητας με τον μεσαιωνικό ελληνισμό χωρίς να παραβλάπτεται όμως και η επίδραση –στο κομμάτι αυτό -των πληθυσμιακών μετακινήσεων[36].
Βασική παράμετρος υποχώρησης του ελληνισμού και καθυστέρησης ανάπτυξης μιας εθνικής συνείδησης είναι η ένταξη του στα αυτοκρατορικά σχήματα της Ρώμης και του Βυζαντίου. Μια διαδικασία η οποία έχει τις ρίζες της ήδη από τους ελληνιστικούς χρόνους[37]. Ενισχυτική αυτής της εξέλιξης είναι και η καθιέρωση της χριστιανικής θρησκείας και ο εκχριστιανισμός των πληθυσμών που κατοικούν σε αυτό.
Θεμέλιο της ουσίας του αρχαίου ελληνισμού είναι κατά τον Σβορώνο ένα ελληνικό ιδεώδες που έχει ως πυρήνα του την έννοια του ελεύθερου πολίτη, βασικού φορέα εξουσίας των ελληνικών κρατικών σχηματισμών – οι οποίοι με τη σειρά τους εξασφαλίζουν «γερές λαϊκές βάσεις» στο πολιτειακό οικοδόμημα. Από τον 3ο μ.Χ. αιώνα αυτή η ελληνική ιδέα βρίσκεται σε πλήρη αντίθεση με το αυτοκρατορικό ρωμαϊκό και βυζαντινό κρατικό οικοδόμημα στο οποίο ο ελεύθερος πολίτης αντικαθίσταται από τον υπήκοο μιας αυτοκρατορικής μοναρχίας στην οποία, επιπλέον, ο ανώτατος εκπρόσωπος της αποτελεί εκφραστή και της ίδιας της θεϊκής βούλησης [38].
Ταυτόχρονα η αντίθεση αυτή αφορά και μια μετάβαση από έναν κρατικό σχηματισμό με έντονη τη διάχυση της πολιτικής εξουσίας προς έναν συγκεντρωτικό στον οποίο η μεγάλη γαιοκτησία –πολιτική, στρατιωτική και εκκλησιαστική- συγκεντρώνει και τον πλούτο. Πλευρά αυτού του φαινομένου είναι και ο συγκεντρωτισμός στην ανώτερη και ανώτατη παιδεία καθώς αυτή όλο και περισσότερο, σε αντίθεση με το παρελθόν, γίνεται υπόθεση των ανώτερων κοινωνικών τάξεων, απρόσιτη στις ευρείες μάζες[39].
Ο ρόλος της εκκλησίας στην πορεία του ελληνισμού, κατά τον Σβορώνο, έχει ένα διττό χαρακτήρα. Κατέχει ταυτόχρονα έναν ρόλο ανάδρασης και διατήρησης της ελληνικής εθνικής συνείδησης τους επόμενους, της οθωμανικής κατάκτησης, αιώνες. Πρωταρχικό αίτιο, που αναδεικνύει την Εκκλησία σε κρίσιμο θεσμό για τον ελληνισμό, θα αποτελέσει ο ρόλος που της δίνεται από την οθωμανική εξουσία η οποία κατανοεί την θρησκευτική ηγεσία ως ανώτατη πολιτική εξουσία. Ο πατριάρχης έτσι μεταβάλλεται σε «εθνικό» ηγέτη ενώ επιπλέον στην εκκλησία εκχωρείται και η δικαστική εξουσία επί των χριστιανών ορθοδόξων[40].
Έτσι κατά τον Σβορώνο, τους πρώτες αιώνες της οθωμανικής κυριαρχίας η εκκλησία μετατρέπεται σε υπερασπιστή αυτού του ελληνισμού που έχει μετασχηματισθεί μέσα από τους βυζαντινούς χρόνους και που έχει ενσωματώσει τον χριστιανισμό και την ορθόδοξη εκκλησία ως αναπόσπαστο κομμάτι του. Αγωνίζεται για τη διαφύλαξη της χριστιανικής πίστης, παίρνει μέτρα για στο σταμάτημα των εξισλαμισμών και είναι υπεύθυνη για την εκπαίδευση των χριστιανών[41].
Η ίδια η ανάδειξη της ωστόσο σε συστατικό κομμάτι του ελληνισμού, υπογραμμίζει ο Σβορώνος, σήμαινε και την παραπέρα απομάκρυνση του από τον άλλο πόλο αναφοράς του, την κλασσική αρχαιότητα. Σήμαινε ταυτόχρονα την απομάκρυνση και την εχθρότητα προς την δυτική ευρωπαϊκή σκέψη μέσω του αγώνα της ενάντια στον καθολικισμό[42]. Ως αποτέλεσμα των συγκεκριμένων συνθηκών η στροφή προς την κλασσική αρχαιότητα σταματά και οι διανοούμενοι του πνευματικού ρεύματος του ύστερου Βυζάντιου παραμερίζονται. Άξια αναφοράς είναι η αποστροφή στο κείμενο του Σβορώνου στην οποία μιλάει για μια «φυσιολογική πνευματική εξέλιξη» του ελληνισμού η οποία αναστέλλεται[43].
Καθηλωτικό ρόλο στην ανάπτυξη του ελληνισμού παίζει και μια νέα άρχουσα τάξη κατά την εποχή της οθωμανικής κυριαρχίας που αποτελείται εκτός από τον κλήρο, από τους προεστούς και του Φαναριώτες και η οποία παίζει ανασταλτικό ρόλο ως προς την συγκρότηση εθνικής συνείδησης καθώς αναγάγει σε καθοριστικό παράγοντα το θρησκευτικό στοιχείο και εξαρτά την απελευθέρωση του Γένους από τις προθέσεις της και τα συμφέροντα της φεουδαλικής Δύσης η οποία μπορεί να της εξασφαλίσει την θέση της ως άρχουσας τάξης σε μια μεταοθωμανική πραγματικότητα[44]. Τελικά, ωστόσο, ενώ η ίδια η οθωμανική κατάκτηση αποτελεί και αυτή συνολικά παράγοντα καθυστέρησης στην ανάπτυξη του ελληνισμού, δεν παίζει καταλυτικό ρόλο εξαιτίας και του θρησκευτικού χάσματος το οποίο «προφυλάσσει» τον ελληνισμό στην «ανάμιξη του με το τούρκικο στοιχείο»[45].
O Σβορώνος έτσι διατυπώνει ένα σχήμα ιστορικής συνέχειας η οποία όμως δεν είναι αδιατάρακτη ή χωρίς αντιθέσεις και δεν οικοδομείται πάνω σε φυλετικά επιχειρήματα. Έχοντας ως βασικό μεθοδολογικό εργαλείο την μαρξιστική θεώρηση παρακολουθεί τις ιδιαίτερες αυτές συγκυρίες που μέσα στον μακρύ ιστορικό χρόνο συντελούν στη δημιουργία μιας πληθυσμιακής ομάδας η οποία διακρίνεται από μια οικονομική, χωρική και πολιτισμική ενότητα. Αυτή την πληθυσμιακή ομάδα ο Σβορώνος την αποκαλεί λαό και εθνότητα. Η ένταση και το βάθος αυτών των χαρακτηριστικών μέσα στον ιστορικό χρόνο μεταβάλλουν και το βάθος της συνεκτικότητας της. Με άλλα λόγια στο βαθμό που αυτή η χωρική, οικονομική και πολιτική ενότητα αποκτά εντονότερα και πιο σταθερά χαρακτηριστικά δημιουργούνται και οι προϋποθέσεις της μετατροπής της εθνότητας σε έθνος. Έτσι κατά τον Σβορώνο αυτή ακριβώς η διαλεκτική σύγκρουση των αντιθετικών παραγόντων, αποδυνάμωσης ή ενδυνάμωσης του ελληνισμού, όχι μόνο καθοδηγεί την πορεία του αλλά έχει και ως αποτέλεσμα έναν διαρκή μετασχηματισμό ως προς το ίδιο του το περιεχόμενο.
Ο ελληνισμός του Σβορώνου δεν μετατρέπεται σε ένα αποστολικό υποκείμενο προορισμένο να εκπληρώσει κάποιο σκοπό. Υπό αυτή την έννοια διαφέρει από την εθνική ιστοριογραφία που συνθέτει την ιστορία των ελληνόφωνων πληθυσμών με εθνικά ιδεολογικά εργαλεία. Η διαπίστωση αυτή δεν αναιρεί ωστόσο τη αναγνώριση κάποιου ιστορικού συνεχούς. Κατά τον Σβορώνο ήδη η πορεία του ελληνισμού στους αρχαίους χρόνους οδηγεί στη δημιουργία «ενός ενιαίου ελληνικού λαού, μιας ελληνικής εθνότητας, με συνείδηση της ιστορικής του συνέχειας»[46].
Ένα από τα βασικά προβλήματα στο σχήμα της συνέχειας αφορά το διαφορετικό ιδεολογικό περιεχόμενο με το οποίο συνέχεται ο ελληνισμός σε διαφορετικές ιστορικές περιόδους. Το περιεχόμενο αυτό δεν είναι μόνο διαφορετικό αλλά και αντιθετικό. Στο σχήμα του Σβορώνου όπως είδαμε παραπάνω όταν μιλάμε για αντιθέσεις, διακρίνονται δύο βασικά στοιχεία. Το πρώτο αφορά αυτό ανάμεσα στον ελεύθερο πολίτη των ελληνικών πόλεων κρατών και τον πολίτη της αυτοκρατορίας των οικουμενικών σχημάτων της ρωμαϊκής και βυζαντινής περιόδους. Το δεύτερο τη σύγκρουση ανάμεσα στην ελληνική σκέψη του αρχαίου κόσμου και την χριστιανική κοσμοαντίληψη της ύστερης ρωμαϊκής και βυζαντινής περιόδου.
Η αντικειμενική αυτή διάσταση κάνει τον Σβορώνο να μιλάει για διαφορετικούς ελληνισμούς, με το συνειδησιακό περιεχόμενο να είναι αυτό που κάθε φορά μεταβάλλεται. Ο αρχαίος, ο βυζαντινός και ο νέος ελληνισμός αποτελούν τα τριμερές σχήμα του Σβορώνου που εδώ όμως επαναλαμβάνεται μόνο τυπολογικά σε σχέση με παλαιότερες εθνικιστικές θεωρήσεις της ελληνικής ιστοριογραφίας.
Η τρίτη περίοδος του ελληνισμού από τα τέλη του 11ου αιώνα έως τις αρχές του 19ου – η περίοδος του Νέου Ελληνισμού- είναι και εκείνη κατά την οποία συντελείται σταδιακά η σύνθεση των δύο προηγουμένων και κατά την οποία η παλαιά εθνότητα και λαός μετασχηματίζονται τελικά σε ένα συντελεσμένο έθνος, το ελληνικό[47].
Συνέχεια στο δεύτερο μέρος
[1] Νίκος Σβορώνος, Το ελληνικό έθνος. Γένεση και διαμόρφωση του νέου ελληνισμού, Πόλις, Αθήνα 2004
[2] Αντώνης Λιάκος, Πως στοχάσθηκαν το έθνος αυτοί που ήθελαν να αλλάξουν τον κόσμο, Πόλις, Αθήνα 2005
[3] Ν. Σβορώνος, Το ελληνικό έθνος, ό.π., σελ.9
[4] Στο ίδιο, σελ.10
[5] Στο ίδιο, σελ.11 και 16
[6] Στο ίδιο, σελ.11
[7] Στο ίδιο, σελ.11
[8] Στο ίδιο, σελ.12
[9] Στο ίδιο, σελ.15
[10] Στο ίδιο, σελ.16
[11] Ν. Σβορώνος, Το ελληνικό έθνος, ό.π., σελ.22
[12] Στο ίδιο, σελ. 23
[13] Στο ίδιο, σελ. 22
[14] Νίκος Σβορώνος, Ανάλεκτα νεοελληνικής ιστορίας και ιστοριογραφίας, Θεμέλιο, Αθήνα 1999, σελ.24
[15] Ο Σβορώνος σε αυτό το σημείο σημειώνει ότι αυτό δεν σημαίνει ότι ο ιστορικός δεν ξεκινά έχοντας ήδη κάποιες «γενικές θεωρητικές αρχές της εξέλιξης της κοινωνίας. Όμως αυτές τις υποβάλλει στον συνεχή έλεγχο του πραγματολογικού υλικού», Ν. Σβορώνος, Ανάλεκτα, ό.π. σελ.30
[16] Στο ίδιο, σελ.30
[17] Ν. Σβορώνος, Το ελληνικό έθνος, ό.π., σελ.26
[18] Στο ίδιο, σελ. 27
[19] Στο ίδιο, σελ. 29
[20] Στο ίδιο, σελ. 30
[21] Στο ίδιο, σελ. 33
[22] Στο ίδιο, σελ.35
[23] Στο ίδιο, σελ.35
[24] Στο ίδιο, σελ.65
[25] Στο ίδιο, σελ.65
[26] Νίκος Σβορώνος, Επισκόπηση της Νεοελληνικής Ιστορίας, Θεμέλιο, Αθήνα 1978, σελ.28
[27] Ν. Σβορώνος, Το ελληνικό έθνος, ό.π., σελ. 67
[28] Ν. Σβορώνος, Επισκόπηση, ό.π., σελ. 34
[29] Στο ίδιο, σελ.76
[30] Για την περίοδο του 10ου και 11ου αιώνα βλ. στο ίδιο, σελ.59, για την περίοδο του 12ου -14ου αιώνα βλ. στο ίδιο, σελ.77 και Ν. Σβορώνος, Επισκόπηση, ό.π., σελ.28
[31] Ν. Σβορώνος, Το ελληνικό έθνος, ό.π., σελ. 77
[32] Στο ίδιο, σελ.78
[33] Στο ίδιο, σελ.48
[34] Στο ίδιο, σελ.46, για την αναφορά του στα «ξένα στοιχεία» βλ. στο ίδιο, σελ.39, 46 και 47
[35] Στο ίδιο, σελ.41-44
[36] Στο ίδιο, σελ.49
[37] Στο ίδιο, σελ.56
[38] Για τις έννοιες «ελληνική ιδέα» και «ελεύθερος πολίτης» βλ. στο ίδιο, σελ.50-51, για την έκφραση «γερές λαϊκές βάσεις» βλ. στο ίδιο, σελ. 56
[39] Στο ίδιο, σελ.56
[40] Όπως αναφέρει χαρακτηριστικά ο Σβορώνος, «Ο πατριάρχης […] αναγνωρίζεται από τους μουσουλμάνους κατακτητές […] θρησκευτικός και εθνικός αρχηγός των Ορθοδόξων», βλ. στο ίδιο, σελ.83
[41] Στο ίδιο, σελ.84-85
[42] Στο ίδιο, σελ.87
[43] Στο ίδιο, σελ.87
[44] Στο ίδιο, σελ.92
[45] Στο ίδιο, σελ.45
[46] Στο ίδιο, σελ.60
[47] Στο ίδιο, σελ.65