του Διονύση Περδίκη
Στο παρόν άρθρο ασκούμε κριτική στη μεταφρασμένη αναδημοσίευση στην ιστοσελίδα AVANTGARDE άρθρου του E. Ahmet Tonak με τίτλο «Το ποσοστό εκμετάλλευσης (η περίπτωση του iPhone)», καθώς και στο σχετικό εισαγωγικό σχόλιο του AVANTGARDE[1]. Το κεντρικό μήνυμα της κριτικής μας είναι ότι όχι μόνο ο σοσιαλισμός, αλλά και ο αντιιμπεριαλισμός είναι ανάγκη να θεμελιωθούν σε μια επιστημονική αντίληψη της πραγματικότητας του σύγχρονου ιμπεριαλιστικού καπιταλισμού. Αν και ιμπεριαλιστικός, δεν παύει να είναι καπιταλισμός. Κατά συνέπεια, η κατανόηση των φαινόμενων ιμπεριαλιστικής εκμετάλλευσης στη διεθνή αγορά, ή/και ιμπεριαλιστικής καταπίεσης στις διεθνείς σχέσεις μεταξύ των κρατών ή/και των εθνών, πρέπει να θεμελιωθεί γερά στην επιστημονική αποκάλυψη του πως παράγεται, κυκλοφορεί, και διανέμεται η υπεραξία σήμερα, στο στάδιο του κρατικομονοπωλιακού καπιταλισμού, και ειδικότερα στην τρέχουσα, ύστερη φάση του, της ιμπεριαλιστικής διεθνοποίησης της καπιταλιστικής παραγωγής[2].
Στο εν λόγω άρθρο, ο E. Ahmet Tonak κάνει κατάχρηση του όρου του βαθμού εκμετάλλευσης ή ποσοστού υπεραξίας. Καταλήγει σε έναν εξωφρενικό βαθμό εκμετάλλευσης (2458%) των εργαζομένων, κυρίως της Foxconn, οι οποίοι συναρμολογούν το iPhone, διαιρώντας τα κέρδη της Apple ($603,56) με τους μισθούς ($24.55), ανά μονάδα προϊόντος, μέσα από μια ανάλυση του κόστους των διάφορων συστατικών ενός τόσο σύνθετου εμπορεύματος, όπως το iPhone[3]. Αν και αυτός ο υπολογισμός λέει πολλά για τον τρόπο που λειτουργεί σήμερα η καπιταλιστική παραγωγή, σε καμία περίπτωση δεν πρόκειται για υπολογισμό του ποσοστού υπεραξίας των εργαζομένων που παράγουν το iPhone, για τους εξής λόγους:
- Καταρχήν, στον καπιταλιστικό τρόπο παραγωγής (ΚΤΠ στο εξής), αξία, και επομένως και υπεραξία, παράγεται από τον συλλογικό εργαζόμενο μιας παραγωγικής επιχείρησης. Δεν είναι δυνατόν, επομένως, να υπολογίζει κανείς το ποσοστό υπεραξίας των εργαζομένων της Foxconn χρησιμοποιώντας στον αριθμητή τα κέρδη μιας άλλης καπιταλιστικής επιχείρησης, εν προκειμένω της Apple (εκτός από την περίπτωση μιας ακραίας σύμπτωσης, στην οποία τα κέρδη της ισούνται ακριβώς με την παραγόμενη υπεραξία των εργαζομένων αυτών, κάτι το οποίο, όμως, πρέπει να αποδειχθεί· βλ. και τα επόμενο σημεία επί αυτού).
- Ο βαθμός εκμετάλλευσης, όπως υπολογίζεται ως το ποσοστό υπεραξίας, ισούται με το κλάσμα της παραγόμενης υπεραξίας διά του μεταβλητού κεφαλαίου, όπου και οι δυο ποσότητες εκτιμώνται με όρους αξίας. Ούτε οι μισθοί των εργαζομένων της Foxconn, ούτε τα κέρδη της Apple, όμως, είναι σε όρους αξίας, αλλά, αντίθετα, αναφέρονται στις τρέχουσες τιμές της αγοράς. Ακόμη και αν δεχτούμε ότι οι συγκεκριμένοι μισθοί διαφέρουν ελάχιστα από την πραγματική αξία της εργασιακής δύναμης, κάτι που ακούγεται αρκετά πιθανό, διότι έτσι κι αλλιώς είναι ιδιαίτερα χαμηλοί, άρα το όποιο σφάλμα δε θα άλλαζε δραματικά τον υπολογισμό, παραμένει το πρόβλημα του υπολογισμού της υπεραξίας που παρήχθη από τους εργαζομένους αυτούς, και της αποκάλυψης της σχέσης της υπεραξίας αυτής με τα συνολικά κέρδη που καρπώνεται η Apple. Κάτι τέτοιο θα απαιτούσε, όμως, τον αντίστροφο μετασχηματισμό, από τις τρέχουσες τιμές της αγοράς, προς τα αξιακά μεγέθη, αντιστρέφοντας δηλαδή τις διαδικασίες διανομής της υπεραξίας στη διεθνή αγορά.
- Ένας τέτοιος αντίστροφος υπολογισμός πρέπει να λάβει υπόψη του μια σειρά από φαινόμενα που γίνονται όλο και πιο κυρίαρχα στη σημερινή διεθνοποιημένη καπιταλιστική παραγωγή:
α) Η (διεθνής) καπιταλιστική αγορά είναι εξαιρετικά μονοπωλημένη. Π.χ. στην περίπτωσή μας, η Apple είναι ένα μονοπώλιο τόσο τεχνολογικό («πνευματικής ιδιοκτησίας»), όσο και εμπορικό (εμπορικό σήμα, ενισχυμένο από πρακτικές διαφήμισης, μάρκετινγκ, κ.ο.κ.), με αποτέλεσμα τα κέρδη της να είναι διογκωμένα από υπεραξία που παράγεται σε άλλους κλάδους της οικονομίας, και μάλιστα της διεθνούς οικονομίας… (Ελπίζουμε να γίνεται κατανοητό ότι η εργασία των εργαζομένων της Foxconn, συμβάλει μεν ώστε το μονοπώλιο της Apple να καρπωθεί τεράστια κέρδη, τα κέρδη αυτά, δε, δεν ισούνται με την υπεραξία που έχουν παράγξει οι ίδιοι, η οποία είναι μάλλον αρκετά μικρότερη).
β) Στην παραγωγή ενός σύνθετου προϊόντος, όπως το iPhone, διαπλέκονται πλήθος επιχειρήσεων διαφορετικών κλάδων που παράγουν διαφορετικά εμπορεύματα. Οι διάφοροι κρίκοι μιας τέτοιας αλυσίδας παραγωγής δεν είναι ανεξάρτητοι μεταξύ τους και δεν έχουν την ίδια ισχύ στη διανομή της παραγόμενης υπεραξίας. Για παράδειγμα, η Foxconn δεν παράγει το iPhone ως αν να παρήγαγε ένα εμπόρευμα για την ίδια, που θα το εισήγαγε στην αγορά δηλαδή η ίδια, αλλά με βάση το σχέδιο, τις προδιαγραφές, τα επιμέρους εξαρτήματα, κ.ο.κ., που της παραγγέλλει η Apple, η οποία βρίσκεται στην κορυφή της παραγωγικής αυτής αλυσίδα και τη διευθύνει.
Υπό αυτήν την έννοια, η αλυσίδα αυτή λειτουργεί ως αν η Foxconn να μην παράγει το τελικό εμπόρευμα, το iPhone, το οποίο έτσι κι αλλιώς δεν της ανήκει, γι’ αυτό και δεν μπορεί να το εισάγει η ίδια στην αγορά, αλλά την υπηρεσία της συναρμολόγησής του. Μια τέτοια υπηρεσία απαιτεί ιδιαίτερα απλή εργασία, από μια σχετικά ανειδίκευτη εργασιακή δύναμη, σε μια εργασιακή διαδικασία που δε θα διέφερε πολύ από το αν συναρμολογούνταν οποιοδήποτε άλλο εμπόρευμα που απαιτεί αντίστοιχη συναρμολόγηση. Η εργασιακή αυτή δύναμη, επομένως, για ένα δεδομένο ποσοστό υπεραξίας στην κοινωνία, δεν μπορεί να παράγει τόση υπεραξία, όση συσσωρεύεται τελικά ως κέρδος της Apple, αν και πιθανόν, αρκετά περισσότερη από όση καρπώνεται η Foxconn ως δικό της κέρδος. Σε κάθε περίπτωση, το ποσοστό υπεραξίας των εργαζομένων αυτών συσχετίζει τους μισθούς τους περισσότερο με τα κέρδη της Foxconn, παρά με αυτά της Apple.
γ) Η κατάσταση περιπλέκεται ακόμη περισσότερο αν βάλουμε στην εικόνα και την εργασία των εργαζομένων της Apple. Συμφωνούμε με τον E. Ahmet Tonak ότι η εργασία αυτή δεν παράγει αξία, ή, ακόμη και αν παράγει, παράγει πολύ λίγη σε σχέση με τα κέρδη της Apple. Οι εργασίες σχεδιασμού, οργάνωσης και διεύθυνσης της παραγωγικής αλυσίδας, οι εμπορικές δραστηριότητες, όπως και αυτές της διαφήμισης και του μάρκετινγκ, ή της γενικότερης επιχειρησιακής διαχείρισης (λογιστικά, δικηγορικά, κ.ο.κ.), στον βαθμό που διεξάγονται από εργαζομένους της Apple, και όχι υπεργολάβων, συνιστούν λειτουργίες του κεφαλαίου, ως υποκειμένου της παραγωγής, τις οποίες στο βαθύ ιστορικό παρελθόν του ΚΤΠ θα τις αναλάμβανε ένας στενός (οικογενειακός) κύκλος γύρω από τον ιδιοκτήτη καπιταλιστή.
Στη σημερινή εποχή, αντίθετα, οι εργασίες αυτές αναλαμβάνονται από μισθωτούς εργαζομένους της επιχείρησης, ή από άλλες καπιταλιστικές επιχειρήσεις που προσφέρουν υπεργολαβικές υπηρεσίες (διαφήμιση, «διαχείριση ανθρώπινων πόρων», λογιστικές, μάρκετινγκ, νομικές, κ.ο.κ.). Σε κάθε περίπτωση, αν και είναι αναγκαία για την αναπαραγωγή της καπιταλιστικής κοινωνίας, εντάσσονται στην κατηγορία αυτών που ο Μαρξ αποκαλούσε μη παραγωγικά «κόστη κυκλοφορίας» του κεφαλαίου (με την εξαίρεση, ίσως, εμπορικών δραστηριοτήτων, όπως η εξυπηρέτηση πελατών, ή η απαραίτητη μεταφορά και αποθήκευση των εμπορευμάτων στο δρόμο προς την κατανάλωση, οι οποίες μπορούν να ιδωθούν ως μέρος του σύνθετου εμπορεύματος «iPhone», και επομένως παράγουν αξία).
Απομένει η εργασία των επιστημόνων και μηχανικών που παράγουν το σχέδιο του iPhone, διεξάγουν ελέγχους ποιότητας, σχεδιάζουν την παραγωγική διαδικασία από την τεχνική της πλευρά, κ.ο.κ.. Οι εργαζόμενοι αυτοί διεξάγουν μια δημιουργική εργασία που αποτελεί προϋπόθεση για την παραγωγή του εμπορεύματος, αλλά, ωστόσο, διεξάγεται άπαξ, και ολοκληρώνεται πλήρως πριν αρχίσει η παραγωγή αυτή. Το προϊόν της εργασίας τους ουδέποτε λαμβάνει αυτοτελώς την εμπορευματική μορφή εισαγόμενο σε κάποια αγορά, παρά κατοχυρώνεται νομικά ως «πνευματική ιδιοκτησία», δηλαδή ενσωματώνεται στο κεφάλαιο μέσω πρακτικών «άμεσης απαλλοτρίωσης», παίρνοντας τη μορφή του πλασματικού κεφαλαίου. Η αξία της «πνευματικής ιδιοκτησίας» προκύπτει από το ότι η (αποκλειστική) χρήση της στην παραγωγή μπορεί να επιφέρει μελλοντικά (υπερ)κέρδη στον κάτοχό της. Από αυτήν την άποψη, δε διαφέρει και πολύ από την ιδιοκτησία επί ιδιαίτερα αποδοτικών φυσικών πόρων, όπως η εύφορη γη· συνιστά, δηλαδή, έναν «κοινωνικό πόρο».
Ο κοινωνικός πλούτος, όμως, δεν υπάρχει έξω από τον πραγματικό, υλικό του φορέα, τη δημιουργική δραστηριότητα, ατομική και συλλογική, δηλαδή, εν τέλει, τη συνεργασία, των παραγωγών – δημιουργών της. Η τέτοια απαλλοτρίωσή του, επομένως, συνιστά και μια σύγχρονη μέθοδο εκμετάλλευσης και καταπίεσής τους, με υποκείμενο το σύγχρονο, ιμπεριαλιστικό, μονοπωλιακό κεφάλαιο.
Ωστόσο, – εδώ έγκειται η ιδιαίτερη δυσκολία υπολογισμών σαν αυτούς στους οποίους προβαίνει ο E. Ahmet Tonak – δεν υπάρχει αντικειμενικός τρόπος αξιολόγησης του κοινωνικού αυτού πλούτου με όρους αξίας, ούτε για τον μελετητή, ούτε για την ίδια την καπιταλιστική αγορά που κανονικά αναλαμβάνει, μέσω του ανταγωνισμού, αυτό το έργο στον ΚΤΠ. Χωρίς το μονοπώλιο, ο κάθε ανταγωνιστής θα μπορούσε να παράγει iPhone, με αποτέλεσμα να πωλούνται σε τιμές που μάλλον δε θα κάλυπταν τα υπόλοιπα κόστη λειτουργίας της Apple που αναφέραμε παραπάνω, αποθαρρύνοντας και τη σχετική καινοτομία με κίνητρο το κέρδος[4]. Με το μονοπώλιο, αντίθετα, η Apple καρπώνεται υπερκέρδη, άνω του μέσου ποσοστού κέρδους, συσσωρεύοντας υπεραξία από όλους τους άλλους κλάδους της παραγωγής που δεν απολαμβάνουν αντίστοιχη μονοπωλιακή ισχύ. Συνολικά, η αγορά αποτυγχάνει να αξιολογήσει αντικειμενικά ένα τέτοιο, σύνθετο, εμπόρευμα, και απαιτούνται η κρατική παρέμβαση με τη νομική θέσπιση του μονοπωλίου, αλλά και μια σειρά άλλων μη παραγωγικών δραστηριοτήτων (διαφήμιση, μάρκετινγκ, νομικές υπηρεσίες, κ.ο.κ.).
Σε κάθε περίπτωση, ναι μεν οι εργαζόμενοι αυτοί δεν παράγουν – ως επί το πλείστον – αξία και υπεραξία, αλλά προσφέρουν εργασία, και πιθανόν, αρκετοί από αυτούς και υπερεργασία (δηλαδή εργάζονται για περισσότερο χρόνο από ότι απαιτεί η αναπαραγωγή της αξίας της εργασιακής τους δύναμης), υπό καθεστώς ιεραρχικής, γραφειοκρατικής, καταπιεστικής διεύθυνσης από το κεφάλαιο, στην οποία πρέπει να προστεθεί η καταπίεση που αφορά την όποια δημιουργικότητα επιδεικνύουν, προκειμένου να απαλλοτριωθεί το προϊόν της. Μπορεί σε μεγάλο βαθμό η εργασία αυτή να είναι παρασιτική (π.χ. επιχειρησιακή διεύθυνση, διαφήμιση, μάρκετινγκ), ή/και να αφορά δραστηριότητες που στον σοσιαλιστικό τρόπο παραγωγής θα αντικαθίσταντο π.χ. από συνεταιρισμούς ελεύθερων παραγωγών και καταναλωτών, αν και κατά ένα άλλο μέρος, είδαμε ότι μπορεί και να είναι άκρως απαραίτητες για την παραγωγή του iPhone. Αν και το κόστος των δραστηριοτήτων αυτών καλύπτεται από υπεραξία που παράγεται σε άλλους κλάδους της παραγωγής – συμπεριλαμβανομένης αυτής που παράγεται στη Foxconn, αν και όχι αποκλειστικά εκεί – δηλαδή το κόστος αυτό αφορά κατανάλωση και όχι παραγωγή υπεραξίας, ωστόσο, έχει κάποια κοινωνική χρησιμότητα, είτε γενική, είτε ειδικά για το κεφάλαιο, ενώ παρέχεται και υπερεργασία σε κάποιον βαθμό.
Επιπλέον, ο E. Ahmet Tonak αναφέρει πολύ σωστά ότι η καινοτομία της Apple οφείλεται κατά κύριο λόγο στην εργασία επιστημόνων και μηχανικών σε δημόσια πανεπιστήμια των ΗΠΑ, ή και εκτός ΗΠΑ, άσχετα αν τελικά πατεντάρεται από την εταιρεία αυτή. Εδώ, επομένως, προκύπτει ότι μέρος των – προ της φορολογίας – υπερκερδών της Apple καλύπτει και το κόστος της δημόσιας επιστημονικής και τεχνολογικής έρευνας.
Η ιδέα που υποβόσκει, επομένως, στη μελέτη του E. Ahmet Tonak, εμφανίζοντας ένα τεράστιο ποσοστό υπεραξίας για τους εργαζομένους της Foxconn, ότι μόνο αυτοί εργάζονται παραγωγικά – με τη γενική έννοια, όχι απαραίτητα αυτήν της παραγωγής υπεραξίας – και ευθύνονται αποκλειστικά για τα υπερκέρδη της Apple, είναι εμφανώς παραπλανητική! Μάλιστα, πρέπει να συνυπολογιστεί ότι οι εργασιακές δραστηριότητες που λαμβάνουν χώρα στις ανεπτυγμένες ιμπεριαλιστικές χώρες απαιτούν μια αρκετά, έως πολύ, ειδικευμένη εργασιακή δύναμη, η οποία είναι επίσης ένα σύνθετο, και ακριβό εμπόρευμα. Ως τέτοιο, αν απασχολούνταν παραγωγικά, και για έναν δεδομένο, ενιαίο στην κοινωνία (ή μέσο) ποσοστό υπεραξίας, θα παρήγαγε αντίστοιχα πολύ υπεραξία, κάτι που μας δίνει μια εκτίμηση για μια υποθετική αξιολόγηση, με όρους (υπερ)αξίας, της (υπερ)εργασίας αυτής. Με άλλα λόγια, και τα υπερκέρδη της Apple πρέπει να συσχετίζονται καταρχήν με το μισθολογικό κόστος της Apple, και όχι αυτό της Foxconn.
Βέβαια, όπως και να έχει, τέτοιες συσχετίσεις κόστους, σε τιμές αγοράς, είναι η οπτική του κεφαλαίου για την καπιταλιστική παραγωγή: το κεφάλαιο, και όχι ο συλλογικός εργαζόμενος της επιχείρησης, ως παραγωγός, η έμφαση στα κέρδη και τις τιμές, και όχι στην υπεραξία και τις αξίες, συγχέοντας φαινόμενα της παραγωγής με φαινόμενα της διανομής της υπεραξίας, κ.ο.κ..
Η αποκάλυψη, όμως, των πραγματικών σχέσεων εκμετάλλευσης, είτε στην παραγωγή, είτε στην κυκλοφορία (άνιση ανταλλαγή) και διανομή της υπεραξίας, απαιτεί μαρξιστική ανάλυση στη βάση της εργασιακής θεωρίας της αξίας. Μια τέτοια ανάλυση αναγκαστικά ξεκινά με τη συνολική παραγωγή μιας κοινωνίας, όπου το συνολικό κέρδος ισούται με τη συνολική υπεραξία και η συνολική τιμή με τη συνολική αξία, για να αντιστρέψει με θεωρητικό και υπολογιστικό τρόπο τη διαδικασία διανομής της υπεραξίας που λαμβάνει χώρα στην πραγματική οικονομία μέσω του ανταγωνισμού και να υπολογίσει την αξία και την υπεραξία που παράγεται σε κάθε κλάδο και σε κάθε καπιταλιστική επιχείρηση, και τελικά το συνεπαγόμενο ποσοστό υπεραξίας ή βαθμό εκμετάλλευσης.
Παραπάνω περιγράψαμε κάποιες από τις δυσκολίες που αντιμετωπίζει ένας τέτοιος αντίστροφος μετασχηματισμός, διότι (α) η διεθνής αγορά δεν είναι ενιαία, αλλά κατακερματίζεται από τα εθνικά κράτη, η εργασιακή δύναμη και το κεφάλαιο, είτε ως χρήμα, είτε ως εμπορεύματα, δεν κυκλοφορούν ελεύθερα, τα ποσοστά υπεραξίας και κέρδους δεν εξισώνονται, οι ανταλλαγές είναι συστηματικά άνισες, κ.ο.κ., και (β) αυξάνεται όλο και περισσότερο ο μη παραγωγικός τομέας της παραγωγής, ο οποίος είναι απαραίτητος για την αναπαραγωγή του κεφαλαίου ειδικά, ή και της κοινωνίας γενικότερα, αλλά δεν παράγει, παρά μάλλον καταναλώνει, αξία.
Συμπερασματικά, δεν διαφωνούμε καθόλου ότι ο σύγχρονος, ιμπεριαλιστικός, διεθνής καταμερισμός εργασίας, στηρίζεται στην υπερεκμετάλλευση του προλεταριάτου των αναπτυσσόμενων χωρών, χάρις στην οποία συσσωρεύει υπερκέρδη το ιμπεριαλιστικό μονοπωλιακό κεφάλαιο, και ζει μια σχετικά – με τα διεθνή δεδομένα – άνετη ζωή μεγάλο μέρος των εργαζομένων (εργατική αριστοκρατία ή απλά εργαζόμενοι που υποφέρουν από έναν σχετικά μικρότερο βαθμό εκμετάλλευσης), και της μικροαστικής τάξης (νέας και παλιάς) των ιμπεριαλιστικών κρατών.
Ωστόσο, προκύπτει από τα παραπάνω ότι θα ήταν παραπλανητική μια αντίληψη της σύγχρονης, διεθνοποιημένης, καπιταλιστικής παραγωγής, η οποία θα εμφάνιζε το σύνολο, ή και την πλειοψηφία του πληθυσμού των ιμπεριαλιστικών χωρών, ως αν να παρασιτούν εις βάρος του υπόλοιπου κόσμου[5], όπως φαίνεται να υπονοεί ο αρθρογράφος του AVANTGARDE στην εισαγωγή του[6]. Ούτε μπορεί να αποδίδεται το συνολικό ιστορικό αποτέλεσμα της ανισόμετρης ανάπτυξης, στην ουσία της ανισόμετρης επέκτασης του ΚΤΠ ανά τον κόσμο (π.χ. ακόμη και του γεγονότος ότι, εν πάσει περιπτώσει, η βιομηχανική επανάσταση έγινε στη δυτική Ευρώπη, και όχι π.χ. στην Αφρική!), στη σημερινή λειτουργία της ιμπεριαλιστικά διεθνοποιημένης καπιταλιστικής παραγωγής.
Εν τέλει, η κατανάλωση («βιοτικό επίπεδο»), γενικά, ακολουθεί, και εξυπηρετεί την παραγωγή, και οι διεθνείς διαφορές της αντανακλούν κυρίως διαφορές στην ανάπτυξη του ΚΤΠ ανά τον κόσμο. Ο σύγχρονος ιμπεριαλισμός λειτουργεί υπέρ της αναπαραγωγής των διαφορών αυτών, επιχειρώντας να υποτάξει την παραγωγή στις αναπτυσσόμενες χώρες στην αναπαραγωγή του κεφαλαίου στις ιμπεριαλιστικές. Ταυτόχρονα, όμως, η ανάγκη του ιμπεριαλιστικού κεφαλαίου για εξαγωγή υπεραξίας από το εξωτερικό, προκειμένου να ανορθώσει το εγχώριο ποσοστό κέρδους, ως αντιστάθμισμα, δηλαδή, στην ιστορική τάση πτώσης του γενικού ποσοστού κέρδους, δημιουργεί και εκείνες τις προϋποθέσεις ανάπτυξης του ΚΤΠ σε όλον τον κόσμο, που, με τη σειρά τους, υπονομεύουν την αναπαραγωγή του ιμπεριαλιστικού καπιταλισμού, αναδεικνύοντας ανταγωνιστές, ή/και οδηγώντας σε αντιιμπεριαλιστικές ή/και σοσιαλιστικές επαναστάσεις στους αδύναμους κρίκους της παγκόσμιας περιφέρειας.
Σε κάθε περίπτωση, ούτε η κλασσική, ούτε μια σύγχρονη θεωρία των τάξεων μπορεί να βασίζεται κυρίαρχα στη διαφορά της κατανάλωσης, του βιοτικού επιπέδου ή του εισοδήματος. Κάτι τέτοιο θα συνιστούσε μια εκχυδαϊσμένη εκδοχή του μαρξισμού. Χρειάζεται να αναλύονται οι πραγματικές σχέσεις παραγωγής (με τη γενικότερη έννοια που περιλαμβάνει και την ανταλλαγή και τη διανομή) για να αποκαλύπτονται οι πραγματικές ανταγωνιστικές ταξικές σχέσεις, ως σχέσεις καταπίεσης και εκμετάλλευσης.
Η ανάλυση της αλυσίδας παραγωγής του iPhone είναι αναμφίβολα μια ιστορία ιμπεριαλιστικής υπερεκμετάλλευσης της εργασίας και της φύσης των αναπτυσσόμενων χωρών, προς χάριν κυρίως των υπερκερδών των ιμπεριαλιστικών μονοπωλίων, και μιας μειωμένης εκμετάλλευσης των εργαζομένων, ή και μηδενικής εκμετάλλευσης, ή και επιπλέον ωφελημάτων για την εργατική αριστοκρατία και τη μικροαστική τάξη των ιμπεριαλιστικών χωρών. Ωστόσο, η ανάλυση αυτή κάθε άλλο παρά υποστηρίζει μια θεωρητική αντίληψη ιμπεριαλιστικής «Αυτοκρατορίας» ενός «χρυσού δισεκατομμυρίου» που εκμεταλλεύεται και καταπιέζει όλο τον υπόλοιπο κόσμο, όπως φαίνεται να υποστηρίζει στην αρθρογραφία της η AVANTGARDE…
Σε επόμενο άρθρο μας θα εστιάσουμε την κριτική μας πιο συγκεκριμένα στη θεωρία περί ιμπεριαλιστικής «Αυτοκρατορίας», σε αντιπαράθεση με τη θεωρητική μας πρόταση για το ιμπεριαλιστικό σύστημα των διεθνών σχέσεων, ως ταξικών σχέσεων εκμετάλλευσης και καταπίεσης, διαμεσολαβημένων από διακρατικές σχέσεις εξάρτησης και εθνικής καταπίεσης. Εκεί θα ασχοληθούμε και ειδικότερα με τη θέση της Ελλάδας στο σύστημα αυτό, ως μια χώρα εξαρτημένη στον ιμπεριαλισμό μεν, ενδιάμεσης ανάπτυξης του (κρατικομονοπωλιακού) καπιταλισμού δε. Με τα θέματα αυτά έχουμε ασχοληθεί ήδη με πιο γενικό τρόπο σε προηγούμενη αρθρογραφία[7], άλλωστε.
[1] Για θεωρητική και εμπειρική τεκμηρίωση για τα επιχειρήματα που καταθέτουμε εδώ, βλ.:
[2] Ευρύτερη βιβλιογραφία και αρθρογραφία για τα θέματα που θίγονται στο άρθρο αυτό μπορεί να βρεθεί στην ανάρτηση για τη Διάλεξη για την περιοδολόγηση του καπιταλισμού και τον σύγχρονο ιμπεριαλισμό (βίντεο), Δ. Περδίκης, 2022, kordatos.org.
[3] Στο εξής, θα αναφερόμαστε στην παραγωγική εργασία των εργατών της Foxconn και στα μονοπωλιακά υπερκέρδη (και ενδεχομένως στη μη παραγωγική εργασία των εργαζομένων) της Apple, αλλά τα όσα αναφέρουμε για αυτά τα δύο άκρα της παραγωγικής αλυσίδας, θα αφορούν κατ’ αντιστοιχία και άλλους ενδιάμεσους κρίκους, είτε προμήθειας μονοπωλημένων, προστατευμένων από πατέντες, εξαρτημάτων του iPhone, είτε της παραγωγικής εργασίας που πιθανόν τα παράγει, σε επιχειρήσεις αντίστοιχες της Foxconn.
[4] Δε συμφωνούμε επομένως με το εισαγωγικό σχόλιο, βασισμένο σε αντίστοιχη εκτίμηση του E. Ahmet Tonak, ότι «ένα iPhone κανονικά θα έκανε 30,000 δολάρια, αν είχε φτιαχτεί ολοκληρωτικά με ένα μέσο μισθό εργάτη στη Δύση». Η μη μονοπωλιακή παραγωγή του iPhone, και αντίστοιχα, όλων των εξαρτημάτων του που προστατεύονται από πατέντες, θα μετέβαλλε, μεσο/μακροπρόθεσμα, μέσω του ανταγωνισμού, όλα τα εμπλεκόμενα κόστη, και το τελικό κόστος του, όπως, τελικά, και την αξία της εργασιακής δύναμης, τόσο στις ιμπεριαλιστικές χώρες της «Δύσης», όσο και στις σημερινές αναπτυσσόμενες, στον βαθμό που η κατάργηση των μονοπωλίων αφορούσε και άλλα αντίστοιχα εμπορεύματα. Οπότε, ένας τέτοιος υπολογισμός, με βάση τα κόστη σε τρέχουσες τιμές αγοράς, είναι υπεραπλουστευμένος και παραπλανητικός.
[5] Ενδεικτικά, o Michael Roberts εκτιμά τις μεταφορές υπεραξίας από τις αναπτυσσόμενες χώρες στις ιμπεριαλιστικές σε ένα 3-5% του ΑΕΠ των τελευταίων:
«Ορίζω τον σύγχρονο ιμπεριαλισμό κυρίως με οικονομικούς όρους: η συστηματική και διαρκής μεταφορά υπεραξίας με τη μορφή κέρδους, προσόδου και τόκων από την περιφέρεια – που αντιπροσωπεύει το 90% του παγκόσμιου πληθυσμού – στο κυρίαρχο μπλοκ – που αντιπροσωπεύει το υπόλοιπο 10%. Οι μεταφορές αυτές πραγματοποιούνται μέσω: της τεχνολογικής υπεροχής στο εμπόριο (μια διαδικασία άνισης ανταλλαγής), της μονοπώλησης βασικών τομέων, του επαναπατρισμού των κερδών από τις πολυεθνικές, της εκμετάλλευσης φτηνών εργατικών χεριών στην περιφέρεια, της αύξησης των πιστώσεων/χρεών με την περιφέρεια και της εξόρυξης φυσικών πόρων. Οι εκτιμήσεις ποικίλλουν σχετικά με το μέγεθος αυτής της μεταφοράς αξίας, αλλά είναι 5-10 φορές μεγαλύτερη από ό, τι λαμβάνουν οι περιφερειακές χώρες σε “εξωτερική βοήθεια” κάθε χρόνο και προσθέτει περίπου 3-5% στο ετήσιο ΑΕΠ του ιμπεριαλιστικού μπλοκ.»
Βλ. αναλυτικότερα στο Carchedi, G., & Roberts, M. (2021). The Economics of Modern Imperialism, Historical Materialism, 29(4), 23-69. https://doi.org/10.1163/1569206X-12341959.
[6] «[…] Δεν κερδοφορούν απλώς δηλαδή οι καπιταλιστικές επιχειρήσεις, αλλά θα μπορούσε πει κάποιος, πως ακόμα και «ολόκληρη η κοινωνία» σε κάποιο βαθμό. Δηλαδή η κατά Λένιν εργατική αριστοκρατία διευρύνεται με έναν πιο έμμεσο τρόπο, συγκριτικά με τη εποχή του. Αυτό που παρουσιάζεται στην καθημερινότητα μας σαν ένα μέσο κόστος ζωής ή τιμές αγαθών διαμεσολαβείται πολλαπλώς από την αποστράγγιξη του υπόλοιπου πλανήτη από αγαθά και εμπορεύματα. Αντίστοιχα, αν αυτό το σύστημα καταλήστευσης έφραζε, θα βλέπαμε και τις μέσες τιμές των αγαθών στη Δύση να εκτοξεύονται. Αυτό που θα παρουσιαζόταν σαν υποβάθμιση βιοτικού επιπέδου, μάλλον εξισορρόπηση θα ήταν.
Αυτός είναι ο γενικότερος σκελετός της άντλησης της συναίνεσης. Και όχι μόνο με το να παραγεμίζουν το κόσμο με φαγητό και παροχές, αλλά πρωτίστως ως μία πολιτικά διαμεσολαβημένή συναίνεση. Το κράτος δεν αντιμετωπίζει το κόσμο στομαχικά αλλά απευθυνόμενος στη συνείδηση του. Οι «μένουμε Ευρώπη» για παράδειγμα ήταν ένα συνειδητό σχέδιο διατήρησης της Ελλάδας στην αυτοκρατορία, ακριβώς για να μπορεί να διατηρεί αυτό το κοινωνικό συμβόλαιο. Να μπορεί να αγοράζει πάμφθηνα από την Ασία, να έχει ένα σκληρό ευρώ απέναντι στα υπόλοιπα νομίσματα- παρίες, να μπορεί ακόμα και ο φτωχός πηγαίνει διακοπές για 5 μήνες σε μία χώρα της ΝΑ Ασίας με δύο μισθούς Ελλάδας.
Αυτό το σύστημα δεν αφορά δηλαδή μόνο τις ΗΠΑ. Οι Αμερικάνοι ήταν οι μπροστάρηδες αλλά πίσω τους επωφελήθηκε και ο υπόλοιπος πρωτοκοσμικός καπιταλισμός, που μπόρεσε να εξάγει το βάρος του πρωτογενούς και (μερικώς) του δευτερογενούς τομέα στα φτωχά έθνη του κόσμου. […]»
[7] Σχετικά με το διεθνές ιμπεριαλιστικό σύστημα βλ. Περδίκης Δ. (2022). Οι διεθνείς σχέσεις στον σύγχρονο ιμπεριαλιστικό καπιταλισμό. kordatos.org, ενώ σχετικά με τη θέση της Ελλάδας σε αυτό αναφερθήκαμε στο Περδίκης Δ. (2023). Για το περιεχόμενο και την οργάνωση του αντιιμπεριαλιστικού αγώνα στη χώρα μας στη σύγχρονη ιστορική συγκυρία. kordatos.org.