του Βασίλη Λιόση
Ποια λόγια να βρεις; Πώς να ξεκινήσεις αποτυπώνοντας σκέψεις και συναισθήματα; Είναι μία από αυτές τις στιγμές που καταλαβαίνεις ότι οι λέξεις σε στενεύουν είτε γιατί δεν έχεις τον τρόπο να τις βρεις είτε γιατί δεν υπάρχουν.
Σε όλα του πληθωρικός. Σε ανάστημα, με πλούσια μακριά πυκνά μαλλιά, στον προφορικό του λόγο και κυρίως με ένα μουσικό έργο που θα μείνει στους αιώνες.
Όλα του τα δημιουργήματα συγκλονιστικά. Από το «Η Μαργαρίτα η Μαργαρώ» μέχρι και τα πολιτικά του τραγούδια. Στο άκουσμά τους δεν μπορείς παρά να φορτιστείς υπέρμετρα. Δεν μπορείς παρά να γίνεις πιο ευαίσθητος. Δεν μπορείς παρά να κλάψεις.
Ο Μίκης δεν ήταν αψεγάδιαστος. Μας στεναχώρησε. Μπορεί και να μας θύμωσε σε στιγμές της πολιτικής του διαδρομής. Είναι τότε που αποφασίζεις να πεις πως το έργο του καλλιτέχνη αποστασιοποιείται από τον ίδιο τον καλλιτέχνη. Τούτο μπορεί να μοιάζει με ένα ψυχολογικό τρικ για να μην χάσεις την αισθητική απόλαυση των αριστουργημάτων.
Όμως, δεν πρόκειται περί αυτού. Πρόκειται για μια αλήθεια γιατί τα δημιουργήματα του καλλιτέχνη είναι προϊόντα μιας ολόκληρης εποχής που βιώνει ο δημιουργός τους. Το μυαλό του επεξεργάζεται εικόνες, λέξεις, καταστάσεις, συναισθήματα και όλα αυτά με το τάλαντο που διαθέτει (ο Μίκης δεν το διέθετε απλώς· ήταν μία μεγαλοφυΐα) τα μετουσιώνει σε ήχους που κάνουν την καρδιά να πάλλεται, που ανασηκώνουν το δέρμα, που υγραίνουν τα μάτια.
Ο Μίκης τα έζησε όλα: αντίσταση, εμφύλιο, ιουλιανά, χούντα, μεταπολίτευση. Και αυτό που τον συγκλόνισε πιο πολύ ήταν οι ανιδιοτελείς άνθρωποι και οι λαϊκοί αγώνες. Από αυτά εμπνεύστηκε σε μεγάλο βαθμό για τη μουσική του και άνοιξε μουσικούς δρόμους, άγνωστους μέχρι τότε. Με τη μουσική του παρενέβη πολιτικά: υπενθύμισε άρα κράτησε ζωντανές μνήμες, εξέφρασε θλίψη και θυμό αλλά και χαρά και αισιοδοξία.
Ο Μίκης μάς έμαθε ποίηση. Γνωρίσαμε τον Ρίτσο, τον Ελύτη, τον Σεφέρη, τον Νερούδα, τον Λειβαδίτη, τον Αναγνωστάκη, τον Γκάτσο και τόσους άλλους. Η μουσική του ήταν ένα σχολείο. Ένα σπάνιο συναπάντημα παγκόσμιων μελωδιών, μοναδικών ποιημάτων, ανεπανάληπτων ερμηνειών.
Έβλεπα τα αφιερώματα στην τηλεόραση όπου στις συναυλίες βρίσκονταν κι ενώνονταν ο Μίκης, ο Γρηγόρης Μπιθικώτσης, ο Μάνος Κατράκης. Όλοι τους γίγαντες. Έβλεπα χιλιάδες κόσμου να παρακολουθεί καθηλωμένος με θρησκευτική ευλάβεια και σε άλλες περιπτώσεις να δονεί την ατμόσφαιρα με συνθήματα γεμάτα από δίψα για ελευθερία.
Και αναρωτιόμουν πού στο διάβολο βαδίζουμε σήμερα; Πώς ζούμε με τα σκουπίδια των τηλεριάλιτι και τον Σεφερλή; Πώς ανεχόμαστε κάτι απολειφάδια που παίζουν μουσική λες και χτυπάνε γκαζοντενεκέδες με ελεεινούς στίχους που εξυμνούν τους μπάφους και τη χλιδή; Γιατί έχουμε χωθεί στους ζεστούς καναπέδες με σκυμμένα κεφάλια; Πώς φτάσαμε ως εδώ;
Έρχονται στιγμές που δεν ξέρεις αν ισχύει το «ο νεκρός δεδικαίωται». Ωστόσο, ο Μίκης αφήνοντας το στερνό του μήνυμα και δηλώνοντας ότι θέλει να φύγει ως κομμουνιστής, μας έλυσε την απορία.