Για τους όρους της αφηρημένης εργασίας στην εμπορευματική παραγωγή
Μετάφραση – πρόλογος: Διονύσης Περδίκης
Επιμέλεια: Άρη Ντα Κούνια Ντα Κώστα Ντίας & Δημήτρης Μουστάκας
Σε συνέχεια της μετάφρασης άρθρου του Chai-on Lee για την μαρξική εργασιακή θεωρία της αξίας, παραθέτουμε και τη μετάφραση μέρους (σελ. 95-100) της διδακτορικής διατριβής του ίδιου συγγραφέα με τίτλο «Περί των τριών προβλημάτων της αφαίρεσης, της αναγωγής, και του μετασχηματισμού, στην εργασιακή θεωρία της αξίας του Μαρξ» («On the three problems of abstraction, reduction and transformation in Marx’s labour theory of value.»), Birkbeck (University of London), 1990.
Στο απόσπασμα αυτό ο συγγραφέας αναφέρεται στις προϋποθέσεις υπό τις οποίες μια εργασία μπορεί να θεωρηθεί ως αφηρημένη εργασία, και να επιδιωχθεί ο καθορισμός της αξίας της με την αναγωγή της σε ένα ποσό ομογενοποιημένης απλής εργασίας. Ως τέτοιες προϋποθέσεις προτείνει την κινητικότητα και την προσαρμοστικότητα ή ευελιξία της εργασίας, μέσω των οποίων μπορεί κάθε εργασία να πραγματοποιηθεί από κάθε συνηθισμένη εργατική δύναμη, όταν υπάρχει επαρκής εκπαίδευση και άσκηση.
Οι προϋποθέσεις αυτές, όμως, δεν πληρούνται για την πρωτότυπη, δημιουργική εργασία, όπως είναι κατά κανόνα η επιστημονική και καλλιτεχνική εργασία, για την οποία ο συγγραφέας προτείνει ότι δεν έχει μια αντικειμενικά απαλλοτριώσιμη μορφή, δηλ. το προϊόν της δεν προσφέρεται για να λάβει την εμπορευματική μορφή από μόνο του, χωρίς τον συνδυασμό της τέτοιας εργασίας με άλλες, στην παραγωγή ενός εμπορεύματος από κοινού, στα πλαίσια του ενιαίου συλλογικού εργάτη της καπιταλιστικής επιχείρησης.
Απουσία τέτοιου συνδυασμού, λοιπόν, ο συγγραφέας θεωρεί ότι το προϊόν της δημιουργικής, πρωτότυπης εργασίας, παίρνει τη μορφή του πλασματικού κεφαλαίου, όπως η γη, το οποίο βασίζεται σε νομική προστασία. Με άλλα λόγια, παίρνει τη μορφή του εμπορεύματος μόνο εξωτερικά, και αντίστοιχα μια τιμή στην αγορά, η οποία όμως δεν καθορίζεται αντικειμενικά από την εργασιακή αξία, δηλ. την αξία της οποίας η ουσία είναι η αφηρημένη εργασία.
Αντίστοιχα, προσθέτουμε από την πλευρά μας, τα εισοδήματα που προκύπτουν από την πώληση ενός τέτοιου εμπορεύματος, το οποίο προστατεύεται από πνευματικά δικαιώματα και προσφέρεται στην αγορά με αποκλειστικότητα, δεν συνιστούν κέρδη από παραγωγή υπεραξίας, αλλά μονοπωλιακές προσόδους.
Όπως αναφέρθηκε και στον πρόλογο της μετάφρασης του παραπάνω άρθρου του ίδιου συγγραφέα, κάτι τέτοιο έχει πολύ σημαντικές συνέπειες στο βαθμό που έχει διεθνοποιηθεί η παραγωγή στον σύγχρονο καπιταλισμό, και η διεθνής αγορά κατακερματίζεται
- σε περιοχές του κόσμου όπου κυριαρχεί η σύνθετη -σε μεγάλο βαθμό επιστημονική, ή και μη παραγωγική- εργασία, και τα τεχνολογικά μονοπώλια,
- και σε άλλες, όπου κυριαρχεί η απλή, εκτελεστική εργασία, και η μαζική βιομηχανική παραγωγή εμπορευμάτων.
Μάλιστα, ο διεθνής αυτός καταμερισμός αναπαράγεται συστηματικά μέσα από νομοθεσίες πνευματικής ιδιοκτησίας (βλ. Παγκόσμιο Οργανισμό Εμπορίου), και αντιμεταναστευτικές νομοθεσίες, οι οποίες εμποδίζουν τη διεθνή κινητικότητα, τόσο της εργασίας, όσο και του κεφαλαίου (που δεν μπορεί να επενδυθεί ελεύθερα στη μίμηση της προστατευμένης τεχνολογίας). Βλ. το κείμενο εργασίας του Δ.Π. για τον καθοριστικό ρόλο των παραπάνω για τον σύγχρονο κρατικο-μονοπωλιακό καπιταλισμό ή ιμπεριαλισμό.
Διονύσης Περδίκης
Ακολουθεί το μεταφρασμένο απόσπασμα:
[…] Τώρα […] πρέπει να επιβεβαιώσουμε […] ότι, στην εμπορευματική παραγωγή, άσχετα από το αν πρόκειται για μια προ-καπιταλιστική, καπιταλιστική ή μια μη καπιταλιστική οικονομία, υπάρχει μια εμφανής τάση προς εξουδετέρωση των φυσικών και επίκτητων ανισοτήτων της εργασίας, οι οποίες προκύπτουν λίγο-πολύ από την ίδια την εμπορευματική παραγωγή, ενώ, στην περίπτωση των βαρβάρων, υπήρχε μια αυθόρμητη τάση να αναπτύξουν τις ανισότητες της εργασίας, χωρίς καμία αντίρροπη τάση, η οποία να μπορούσε να εμπεδώσει τη δεδομένη ισότητα ανάμεσά τους.
Ο Μαρξ κοίταξε την αφηρημένη εργασία από δύο οπτικές γωνίες, μορφή και περιεχόμενο, κατά έναν τρόπο ώστε ένα συγκεκριμένο επίπεδο προσαρμοστικότητας (σ.μ. versatility) της εργασίας (περιεχόμενο) πάντα αντιστοιχεί σε έναν συγκεκριμένο βαθμό κινητικότητας (σ.μ. mobility) της εργασίας (μορφή). Αν η προσαρμοστικότητα της εργασίας έρχεται σε σύγκρουση με τις υπάρχουσες συνθήκες κινητικότητας της εργασίας, για παράδειγμα εξ’ αιτίας νομικών και συμβατικών εμποδίων (π.χ. ρατσισμός, σεξισμός, πατέντες κτλ.), τότε έρχεται μια περίοδος ακμάζουσας παραοικονομίας, ή μια περίοδος αναγκαίας κοινωνικής μεταρρύθμισης, καθώς η τελευταία μετατρέπεται σε δεσμά της πρώτης. Στον βαθμό που οι δυο τους είναι σε μια τέτοια διαλεκτική σχέση όπως μεταξύ περιεχομένου και μορφής της ίδιας αφηρημένης εργασίας, σύμφωνα με τον Μαρξ, οποιαδήποτε από τις δύο δε χρειάζεται να είναι τελειοποιημένη κατά κυριολεκτικό τρόπο. Η ίδια η εμπορευματική παραγωγή είναι αρκετή για να δημιουργήσει την πραγματικότητα της αφηρημένης εργασίας. Αλλά γιατί και πώς;
Το πρώτο πράγμα που πρέπει να σκεφτούμε σε σχέση με το πρόβλημα της προσαρμοστικότητας είναι το γεγονός ότι υπάρχει μια φυσική, όπως και μια επίκτητη ανισότητα ταλέντων, ευφυΐας, και κλίσεων ανάμεσα στα ανθρώπινα όντα. Αυτές οι φυσικές, όσο και επίκτητες ανισότητες, δεν είναι, ωστόσο, ασύμβατες με την προσαρμοστικότητα της εργασίας.
Αν θα μπορούσε η ανισότητα της εργασίας να διακριθεί σε δύο είδη, δηλ. σε φυσική ανισότητα και επίκτητη ανισότητα, μπορούμε να ταξινομήσουμε την ίδια την ανισότητα σε δύο ομάδες, μία υπερβάσιμη μέσω εκπαίδευσης και άσκησης, και μια μη υπερβάσιμη ανισότητα, ακόμη και στην περίπτωση άσκησης και εκπαίδευσης. Παρομοίως, η εμπορευματική παραγωγή, επίσης μπορεί να διακριθεί σε δύο ανάλογα μέρη, το ένα είναι ενός πρωτότυπου (δημιουργικού) χαρακτήρα, και το άλλο ενός μιμητικού χαρακτήρα. Η παραγωγή των εμπορευμάτων ενός πρωτότυπου χαρακτήρα μπορεί να μην εξασφαλίζεται ακόμη και με την ύπαρξη επαρκούς εκπαίδευσης και άσκησης. Επομένως, ενδιαφερόμαστε κυρίως για την πρώτη περίπτωση (την εμπορευματική παραγωγή πρωτότυπου χαρακτήρα), ως προς το πρόβλημα της προσαρμοστικότητας της εργασίας.
Ένα σχέδιο, μια εφεύρεση, ένα πρωτότυπο έργο, μια ιδέα, κοκ, μπορεί να ειπωθεί ότι είναι μια δημιουργική δραστηριότητα η οποία απαιτεί εξαιρετική πρωτοτυπία. Επειδή δεν έχει μια αντικειμενικά απαλλοτριώσιμη μορφή (δεν είναι κατάλληλο για να προσφερθεί προς πώληση από μόνο του), αυτό το είδος έργου γίνεται εμπόρευμα μόνο με δύο τρόπους: είτε σε μια μορφή διπλώματος ευρεσιτεχνίας (πατέντας), ή σε συνδυασμό με άλλες φυσικές εργασίες. Στην πρώτη περίπτωση, όταν παρέχεται ένα δίπλωμα ευρεσιτεχνίας ή μια νομική προστασία, το δημιουργικό έργο δεν είναι πια ένα κοινό εμπόρευμα, αλλά ένα είδος κεφαλαίου[1], ένα είδος πλασματικού κεφαλαίου, όπως η γη, το οποίο βασίζεται σε νομική προστασία. Έργα τέχνης και εξαιρετικά πρωτότυπες ιδέες είναι τέτοιες περιπτώσεις.
Στην άλλη περίπτωση, όταν το δημιουργικό έργο συνδυάζεται με άλλες φυσικές εργασίες για να παράγει ένα υλοποιημένο αγαθό (π.χ. σχέδιο μόδας), τότε επίσης μετατρέπεται σε ένα είδος κεφαλαίου, καθώς θα έφερνε υψηλότερο κέρδος από το κανονικό, αν η μίμηση του υλοποιημένου αγαθού απαγορευόταν νομικά. Από τη στιγμή που υλοποιείται, αυτό που έχει σημασία για τη μίμησή του είναι μόνο ένα τεχνικό πρόβλημα. Ακόμη και αν η μίμησή του απαγορεύεται νομικά, ο νόμιμος μιμητής μπορεί εύκολα να το ακολουθήσει με μια μικρή παραλλαγή, ή μια βελτίωση, ή με μια νέα εφεύρεση υποδεικνυόμενη από την προηγηθείσα, με πολύ λιγότερο κόπο από ότι απαιτείται αρχικά. Σε αυτήν την τελευταία περίπτωση, η εργασία απλά γίνεται μια υπερβάσιμη εργασία. Στο βαθμό που αναπτύσσεται μια τέτοια μιμητική δραστηριότητα, κάθε εργασία, κάθε κοινωνικά κανονική εργασία, μπορεί να χαρακτηρίζεται από πλήρη προσαρμοστικότητα.
Η ίδια η εμπορευματική παραγωγή είναι, επί της αρχής, μια μιμητική παρά μια πρωτότυπη, δημιουργική δραστηριότητα. Με την προϋπόθεση ότι επαρκής άσκηση, εκπαίδευση, εμπειρία κοκ, μπορεί να προσφερθεί, δεν υπάρχει καμία δουλειά που μια κανονική, συνηθισμένη εργατική δύναμη δεν έχει την ικανότητα να επιτελέσει, ανεξάρτητα από το πόσο χρόνο θα έπαιρνε η εκπαίδευση και η άσκηση, στο βαθμό που η μίμηση θα μπορούσε να συγκριθεί ικανοποιητικά με το πρωτότυπο. Λέμε επομένως ότι γενικά κάθε εργασία μπορεί να χαρακτηρίζεται από πλήρη προσαρμοστικότητα αν λαμβάνει χώρα εντός της εμπορευματικής παραγωγής. Στην εμπορευματική παραγωγή, η λεγόμενη φυσική και η επίκτητη ανισότητα της εργατικής δύναμης ανάγεται σε μια διδάξιμη διαφορά εκπαίδευσης, κατάρτισης, άσκησης, εμπειρίας, δεξιοτήτων κοκ. Απο τη στιγμή που εισάγεται η εμπορευματική παραγωγή, το πρόβλημα προσαρμοστικότητας ήδη διαλύεται στο πρόβλημα της αναγωγής της ειδικευμένης, σύνθετης σε ανειδίκευτη, απλή εργασία. Γι’ αυτό νομιμοποιούμαστε να ανάγουμε διάφορες χρήσιμες, συγκεκριμένες μορφές εργασίας σε διαφορές στην ειδίκευση και στην συνθετότητα της εργασίας.
Για παράδειγμα ένα μεγαλειώδες έργο τέχνης μπορεί να γίνει εμπόρευμα όταν προσφέρεται προς πώληση, αλλά η αξία του δεν είναι αξιολογήσιμη, διότι δεν είναι ένα κοινό εμπόρευμα αλλά μάλλον πλασματικό κεφάλαιο (δες Το Κεφάλαιο, τόμος ΙΙΙ, Θεωρίες της Υπεραξίας). Όταν το ίδιο έργο αντιγράφεται σε μαζικά προϊόντα, ωστόσο, η αξία του καθορίζεται από την ποσότητα της εργασίας που δαπανάται τεχνικά για την αντιγραφή του, και η ποσότητα της πρωτότυπης καλλιτεχνικής εργασίας παίζει ένα πολύ μικρό ρόλο, συγκρινόμενη με την συνολική εργασία που ενσωματώνεται στο αντίγραφο.
Είναι αλήθεια ότι όταν η δημιουργική εργασία συνδυάζεται στην υλική παραγωγή με άλλες φυσικές εργασίες, η δημιουργική εργασία είναι συνήθως υψηλά αμειβόμενη, καθώς συμβάλει σε ένα είδος υπερκέρδους. Εξ’ αιτίας αυτού του πλεονεκτήματος, η εμπορευματική παραγωγή ενθαρρύνει και προτρέπει σε κάθε εφεύρεση και βελτίωση. Αλλά το (δημιουργικό) έργο μπορεί να το προφτάσουν (σ.μ. catch up) μιμητές με πολύ λιγότερο κόπο. Είναι γι’ αυτό τον λόγο που στην περίπτωση της εμπορευματικής παραγωγής, υπάρχει μια εμφανής τάση για την εξουδετέρωση φυσικών όπως και επίκτητων ανισοτήτων μεταξύ εργασιών, παρόλο που είναι, λίγο-πολύ δημιούργημα της ίδιας της εμπορευματικής παραγωγής. Στην περίπτωση των βαρβάρων, ωστόσο, παρόλο που υπάρχουν σίγουρα κάποιες δεδομένες ισότητες, και κανένα νομικό ή άλλο εμπόδιο στην κινητικότητα της εργασίας, ενώ αναπτύσσεται μια αυθόρμητη τάση για να αναπτυχθούν οι φυσικές, όσο και οι επίκτητες ανισότητες της εργασίας, δεν μπορεί να υπάρξει καμία αντίρροπη τάση που θα μπορούσε να παγιώσει τη δεδομένη ισότητα, καθώς δεν έχουν εμπορευματική παραγωγή.
Κατά αυτόν τον τρόπο, οι δύο προϋποθέσεις για την πραγματικότητα της αφηρημένης εργασίας ικανοποιούνται απόλυτα στην εμπορευματική παραγωγή, καθώς υπάρχει ένας συγκεκριμένος μηχανισμός που κάνει την ανθρώπινη εργασία ευπροσάρμοστη αλλά και κινητική, παρόλο που ποτέ δεν πληρούνται απολύτως με την κυριολεκτική έννοια. Η μέθοδος αφαίρεσης του Μαρξ βασίζεται σε μια πεποίθηση ότι όχι μόνο η θεωρητική μας δραστηριότητα, αλλά και ο αντικειμενικός κόσμος είναι μονόπλευρος και πεπερασμένος. Το πεπερασμένο και το μονόπλευρο (σ.μ. one-sidedness) του αντικειμενικού κόσμου μπορούν να ξεπεραστούν από μια πρακτική δραστηριότητα (π.χ. μίμηση, υπόγεια οικονομία, εκπαίδευση, άσκηση, εμπειρία κοκ), και, αντίστοιχα, το μονόπλευρο και το πεπερασμένο της θεωρίας μας χρειάζεται να ξεπεραστεί με την πρόσληψη του υπάρχοντος κόσμου στην νοητική μας σύλληψη. Η πρώτη είναι μια πρακτική δραστηριότητα, και η άλλη μια θεωρητική δραστηριότητα. Προκύπτει κατά αυτόν τον τρόπο η βεβαιότητα της επί του πρακτέου ταυτότητας μεταξύ θεωρίας και πραγματικότητας.
Τελευταίο, αν και εξίσου σημαντικό, […] η πρότασή μας ότι κάθε εργασία που παράγει ένα εμπόρευμα μπορεί να θεωρηθεί ως αφηρημένη εργασία χρειάζεται έναν πιο αυστηρό προσδιορισμό. Δηλαδή, στην περίπτωση που μεμονωμένοι εργάτες δεν παράγουν εμπορεύματα ανεξάρτητα, αλλά ως όργανα ενός συλλογικού εργάτη (όπως στην καπιταλιστική παραγωγή), οι μεμονωμένοι εργάτες δεν μπορούν να θεωρηθούν ούτε ως αφηρημένη ούτε ως συγκεκριμένη εργασία. Δεδομένης της μία-προς-μία αντιστοιχίας μεταξύ των δύο πλευρών του εμπορεύματος, από τη μια μεριά, και του διπλού χαρακτήρα της ενσωματωμένης στο εμπόρευμα εργασίας, από την άλλη, οι εργασίες δεν μπορούν να θεωρηθούν από μόνες τους ούτε ως αφηρημένη, ούτε ως συγκεκριμένη εργασία, διότι οι ατομικές εργασίες δεν μπορούν να συμπεριληφθούν στην μία-προς-μία αντιστοιχία άμεσα. Μόνο ο συλλογικός εργάτης, ως τέτοιος, μπορεί να θεωρηθεί σε μια τέτοια αντιστοιχία ως αφηρημένη και συγκεκριμένη εργασία. Σχετικά με αυτό, ο Μαρξ […] εξηγεί ότι, στην καπιταλιστική παραγωγή, ένας ατομικός εργάτης, δεν μπορεί να παράγει καμία αξία χρήσης ούτε καμία αξία, παρά μόνο σε συνδυασμό με έναν συλλογικό εργάτη. Μόνο στην απλή εμπορευματική παραγωγή, η ατομική εργασία μπορεί να παράγει αξία, όπως και αξία χρήσης. Αυτό, φυσικά, δεν σημαίνει ότι οι ατομικές εργασίες δεν έχουν τον χαρακτήρα ούτε της αφηρημένης ούτε της συγκεκριμένης εργασίας. Ένας ατομικός εργάτης μπορεί να έχει τόσο τον χαρακτήρα της αφηρημένης όσο και της συγκεκριμένης εργασίας στον βαθμό που απασχολείται στην εμπορευματική παραγωγή. Εγώ, ως άτομο, έχω έναν ανθρώπινο χαρακτήρα, αλλά δεν μπορώ να μετρήσω ως ανθρώπινο ον ως τέτοιο. Έχουμε την ακόλουθη πρόταση:
Στην καπιταλιστική παραγωγή, ένας ατομικός εργάτης δεν μπορεί να παράγει αξία και αξία χρήσης, και κατά τον ίδιον τρόπο, δεν μπορεί να θεωρηθεί ως αφηρημένη και ως συγκεκριμένη εργασία. Μόνο ως όργανο ενός συλλογικού εργάτη, η ατομική εργασιακή διαδικασία φέρει τον διπλό χαρακτήρα της εργασίας που ενσωματώνεται στα εμπορεύματα.
[1] Κανείς θα μπορούσε να μας φέρει αντίρρηση λέγοντας ότι η κατηγορία του κεφαλαίου αξιοποιείται στην συζήτηση της αφηρημένης εργασίας παρόλο που η αφηρημένη εργασία επρόκειτο αρχικά να ισχύει ακόμη και στην απλή εμπορευματική παραγωγή. Στην περίπτωση της απλής εμπορευματικής παραγωγής, δε θα γινόταν η αναλογία με ένα είδος κεφαλαίου, αλλά με μια κοινωνική κάστα. Αυτό είναι ένα ακόμη παράδειγμα του γιατί, στην απλή εμπορευματική παραγωγή, ένα σύστημα καστών ή ένα σύστημα μυστικών συντεχνιών (όπως η μασονία), το οποίο απέτρεπε τα πρωτότυπα έργα από το να γίνουν αντικείμενο μίμησης από άλλους, αναπτύχθηκε φυσικά. Η έννοια του κεφαλαίου στην παραπάνω περίπτωση είναι πιο όμοια με την κατηγορία της ιδιοκτησίας (π.χ. της γης) από ότι με αυτήν του μοντέρνου (βιομηχανικού) κεφαλαίου. Στον βαθμό που βασίζεται σε μια νομική σχέση ιδιοκτησίας, τυγχάνει καλύτερης αναλογίας με το σύστημα των καστών της φεουδαρχικής κοινωνίας.