Για την ανάπτυξη των εμπορευματικών σχέσεων στην οθωμανική αυτοκρατορία και στον ελλαδικό χώρο: Μέρος Α’
Μέρος Α’: Η σύσταση και η παρακμή του κρατικοφεουδαρχικού συστήματος παραγωγής
του Φίλιππου Μπαρδουνιώτη
Η ανάπτυξη των εμπορευματικών σχέσεων στην Οθωμανική αυτοκρατορία, και η δημιουργία και ο χαρακτήρας της αναδυόμενης ελληνικής αστικής τάξης μέσα από το εμπόριο, πριν την εθνικοαπελευθερωτική- αστική επανάσταση του 1821.
Το σουλτανικό κράτος από την αρχή των κατακτήσεων των Οθωμανών γαζήδων1, άρχισε να οργανώνει τις κτήσεις του για τις ανάγκες της άντλησης πόρων για τον πόλεμο, χωρίζοντας τις κατακτημένες περιοχές σε σαντζάκια2. Μετά το 1361, και την αρχή της κατάκτησης της Βαλκανικής χερσονήσου, εμφανίστηκε η ανάγκη της διοικητικής συνένωσης των σαντζακιών σε μπεηλερμπελίκια3 για τον έλεγχό τους, λόγω της εδαφικής διεύρυνσης . Μ’ αυτόν τον τρόπο, οι νομάδες πολεμιστές του ισλάμ, γαζήδες, μετατράπηκαν σε σπαχήδες4, και υιοθετήθηκε το σύστημα της βυζαντινής πρόνοιας, μετατρεπόμενο σε τιμαριωτικό, ενταγμένο στις ανάγκες και τις ιδιαιτερότητες5 του οθωμανικού κράτους, για την καταγραφή και την συγκέντρωση φόρων, με κύριο μέλημα την τροφοδότηση πόρων και τη διατήρηση πολεμικού προσωπικού για τις επεκτατικές βλέψεις των Οθωμανών.
Όλη η γη ήταν ιδιοκτησία του κράτους του σουλτάνου (μιρί), κι αυτός κρατούσε την υψηλή κυριότητα της ιδιοκτησίας, κατανέμοντας τα αξιώματα και τις γαίες με δικαίωμα νομής, εφόσον οι κάτοχοι των δικαιωμάτων αυτών, εξασφάλιζαν την άντληση εισοδηματικών πηγών και προσφοράς στρατιωτικών υπηρεσιών στο κράτος. Όλες οι οικονομικές λειτουργίες ήταν εξαρτημένες από το κράτος, και μόνο με δική του εντολή μπορούσαν να λειτουργήσουν επαγγέλματα (συντεχνίες), κίνηση εμπορίου, οργάνωση της παραγωγής6 κλπ. Οι αγρότες ραγιάδες7 ήταν δεμένοι με τη γη και δεν μπορούσαν να φύγουν από τον τόπο τους. Ήταν υποχρεωμένοι να πληρώνουν φόρους (κυρίως σε είδος): τη δέκατη, τον ετήσιο φόρο, και τους επέβαλαν αγγαρείες, είτε για λογαριασμό του κράτους σε δημόσια έργα, είτε στη γη του σπαχή. Υπήρχαν συγκεκριμένοι κανονισμοί – νόμοι που ρύθμιζαν τις ποσοστώσεις της φορολογίας και τον χρόνο και τρόπο των αγγαρειών, για να αποφευχθούν οι αυθαιρεσίες.
Στην ταξική ιεράρχηση της αυτοκρατορίας υπήρχαν διαβαθμίσεις που βασίζονταν στον έλεγχο και τον διαμοιρασμό των εισοδημάτων. Η κυρίαρχη τάξη οριζόταν σαν υποσύνολα που είχαν αντιθέσεις στα συμφέροντα τους και την εξέλιξη τους. Ανάμεσα στους στρατιωτικούς και θρησκευτικούς αξιωματούχους υπήρχαν κρατικοί αξιωματούχοι με μεγαλύτερα εισοδήματα. Οι αξιωματούχοι Βεζίριδες (διοίκηση του κράτους), πασάδες (στρατιωτικοί), αναπαράγονταν σαν κούληδες (υπηρέτες – δούλοι), έτσι ώστε η αριστοκρατία να μην μπορεί να αναπαραχθεί κληρονομικά. Η κυρίαρχη τάξη, συγκροτούνταν στο όνομα του κρατικού αξιώματος.
Η Οθωμανική αυτοκρατορία άρχισε να εμφανίζει σημάδια παρακμής που εμφανίστηκαν ακριβώς εκεί που βρίσκονταν τα κύρια θεμέλια της σύστασής της: στον πόλεμο. Από τα τέλη του 16ου αιώνα, και με την εμφάνιση των πυροβόλων όπλων, το ιππικό των σπαχήδων ήταν αναχρονιστική πρακτική, οι επεκτάσεις δυσκόλευαν, ο πόλεμος άρχιζε να μην είναι επικερδής όπως παλαιότερα, και οι κρατικοί πόροι μειώνονταν8. Οι κρατικοφεουδαρχικές σχέσεις παραγωγής με τη μορφή του τιμαριωτικού συστήματος της νομής της γης, βρέθηκαν σε αδιέξοδο, καθώς το μοναδικό μέλημα για την για την αναπαραγωγή τους ήταν η διεύρυνση της εδαφικής κατάκτησης. Μέσα σε αυτές τις συνθήκες, οι χρηματικές σχέσεις στην αυτοκρατορία πλάτυναν. Το χρήμα έπαιζε κυρίαρχο ρόλο στην άντληση του υπερπροιόντος. Το οθωμανικό Άσπρο, που ήταν δεμένο με το ασήμι, από τα τέλη του 16ου αιώνα άρχισε να έχει συνεχή πτώση. Η εισροή ξένων νομισμάτων, κομμένων από χρυσό της Αμερικής, επιτάχυνε την πτώση9. Η αξία του Άσπρου έπεσε ακόμα και κατά 50%10.
Η κεντρική διοίκηση, στην προσπάθεια της να αναδιοργανώσει τον στρατό και να ξεπεράσει τη δημοσιονομική κρίση, πέρασε σε ένα μεταρρυθμιστικό πλαίσιο που περιλάμβανε δυο άξονες: μετέτρεψε τα στρατιωτικά τιμάρια σε σουλτανικά has με τη μορφή mucata11 και υποτίμησε το νόμισμα12. Το σύστημα του mukataa, ήταν η υπενοικίαση ύστερα από πλειοδοτικές προσφορές ιδιωτών, για τον έλεγχο φορολογικών περιοχών της αυτοκρατορίας και την είσπραξη φόρων. Πλέον, οι επαρχιακοί διοικητές, όφειλαν να συντηρούν και να πληρώνουν τις δικές τους στρατιωτικές φρουρές. Εμφανίστηκαν στο προσκήνιο μισθοφόροι, σχηματίζοντας το σώμα των Λεβέντ, που απαρτίζονταν από πρώην χωρικούς που (κυρίως) κατέφευγαν σε ορεινές περιοχές, κάτω από την πίεση των όλο και πιο δυσβάσταχτων φόρων13. Τα σώματα αυτά, άρχισαν να στρατολογούνται για τους πολέμους με τους Αψβούργους14. Με την πάροδο του χρόνου, οι Λεβέντ, άρχισαν να διεκδικούν έναν πιο αναβαθμισμένο ρόλο. Ήταν όμως εξαρτημένοι από τον εκάστοτε τοπικό διοικητή και η θέση τους ήταν μόνιμα επισφαλής. Οι μισθοί τους ήταν μικροί. Αυτά τα μέτρα επέφεραν την αποδόμηση της συγκεντρωτικής φοροσυλλεκτικής πολιτικής. Οι τοπικοί διοικητές των επαρχιών, που είχαν αγοράσει το δικαίωμα της συλλογής φόρων, αυθαιρετούσαν και απαιτούσαν περισσότερους φόρους για περισσότερο και γρήγορο κέρδος. Στην ύπαιθρο, άρχισαν να περιπλανώνται άνεργοι μισθοφόροι που κατέληγαν σε σύσταση παράνομων και νόμιμων συμμοριών. Το καθεστώς ανομίας και η έλλειψη προστασίας των χωρικών έφερε αναταραχές, καθώς, στην πράξη κανένα σουλτανικό διάταγμα δεν μπορούσε να εφαρμοστεί. Από τη μια ο κοινωνικός ανταγωνισμός των κούληδων με τους Λεβέντ, η εμφάνιση των χαιντούκ15 και από την άλλη το καθεστώς ανομίας και οι φόροι, επέφεραν τις σοβαρές αγροτικές εξεγέρσεις των Τζελάληδων στη Μικρά Ασία και των Χαιντούκων στα Βαλκάνια.
Από τα τέλη του 17ου αιώνα, παράλληλα με τις εσωτερικές εξελίξεις της αυτοκρατορίας, οι νέες εξελίξεις στον διεθνή καταμερισμό εργασίας επέβαλαν αντικειμενικά στην αυτοκρατορία έναν ρόλο διαμεσολαβητή όσον αφορά το εμπόριο από, και για, τις αποικίες, ως προμηθευτή πρώτων υλών, όσον αφορά την όλο και αυξανόμενη ζήτηση της αναπτυσσόμενης βιομηχανίας των δυτικών Ευρωπαϊκών αποικιοκρατικών χωρών. Αυτή η ζήτηση ήταν δεμένη με τη μετατόπιση του παγκόσμιου καταμερισμού της εργασίας και της εξέλιξης της.
Οι αποικιοκρατικές δυτικές χώρες, πέρασαν σε έναν αδηφάγο αγώνα για τη κυριαρχία της κατάκτησης αγορών πρώτων υλών, εμπορικών δρόμων, με στόχο την ενίσχυση της βιομηχανικής παραγωγής. Αυτοί οι ανταγωνισμοί, εμφανίστηκαν με όλη τη συνέπεια τους και στον χώρο της Μεσογείου, όπου, λόγω γεωπολιτικών αλλαγώ16, και του έντονου ανταγωνισμού αναβάθμισαν την περιοχή σε σημαντικότατο κόμβο εμπορίου και άντλησης πρώτων υλών. Με λίγα λόγια, η εξέλιξη της εργασίας γενικά, και οι ανάγκες της παραγωγής, μετέτρεψαν το εμπόριο, από κυρία επιχειρηματική δραστηριότητα, πρωτοπόρα στην εποχή του μερκαντιλισμού, σε βοηθητικό εξάρτημα της σύγχρονης για την εποχή βιομηχανικής επιχείρησης. Ο έμπορας μετατρέπονταν σε βοηθό του βιομηχάνου, ο αγρότης, τροφοδότης του νέου προλεταριάτου των πόλεων της Δύσης.
Οι αντιθέσεις που διαμορφώνονταν πάνω στην κατάκτηση των αγορών, είχαν διεθνή χαρακτηριστικά σε όλη την εξέλιξη των τότε καπιταλιστικών σχέσεων παραγωγής. Βρίσκονταν μέσα στην περίοδο μετάβασης από την κυριαρχία του εμπορευματικού στο βιομηχανικό κεφάλαιο. Αυτή η μετάβαση ήταν διαλεκτικά συνδεδεμένη, τόσο με τις πιο διευρυμένες ανάγκες πρώτων υλών για την αναπτυσσόμενη βιομηχανία των αποικιοκρατών, όσο και με την άνιση εξέλιξη ανάμεσα στη Δύση και την Ανατολή, των μητροπόλεων με τις αποικίες, και περιφέρειες. Η βιομηχανική επανάσταση που άρχισε στη Δύση, εγκαινίασε την εποχή που η χειρωνακτική εργασία σταδιακά υποχωρεί, και τη θέση της παίρνει η όλο και εξελισσόμενη μηχανοποιημένη εργασία. Η εργασία από την μια εντατικοποιεί τους ρυθμούς της, από την άλλη, λόγω αυτής της εντατικοποίησης που αλλάζει και τις κοινωνίες, μέσω της όλο και αυξανόμενης αστικοποίησης πληθυσμών, για τις ανάγκες της εξελισσόμενης βιομηχανίας. Κοινωνικοποιείται περαιτέρω, και ο καταμερισμός της αυξάνεται, λόγω της ποιοτικής της εξέλιξης. Η συστηματική τελειοποίηση της βιομηχανικής παραγωγής και η αύξηση της, που δημιούργησε μεγαλύτερη κερδοφορία του κεφαλαίου, αφού και ποσοτικά η παραγωγή αυξήθηκε, μέσω της αύξησης της παραγωγικότητας της εργασίας, έσπρωξε το βιομηχανικό κεφάλαιο προς τα έξω, για την εύρεση πρώτων υλών και διατροφικών μέσων που χρειάζονταν για την εργατική δύναμη και την παράγωγη προϊόντων.
Η κυριαρχία του βιομηχανικού κεφαλαίου, που στην εποχή αυτή είναι η πρωτοπόρα μορφή εξέλιξης της εργασίας και παράλληλα της κερδοφορίας, σπρώχνει τον ρόλο του εμπορίου στις περιφέρειες, αποικίες κλπ. Οι καπιταλιστικές σχέσεις παραγωγής, αποκτούν παγκόσμια κυριαρχική κατάσταση, ανάλογα με τις ιδιαιτερότητες κάθε περιοχής όπου αναπτύσσονται. Από την άλλη, οι σχέσεις αυτές αποκτούν και παράγοντα ιεραρχικό, λόγο της ανισομετρίας τους, που υπάγεται στην ενδογενή κατάσταση και στον βαθμό ανάπτυξης που βρίσκεται κάθε περιοχή όπου διεισδύουν αυτές οι σχέσεις.
Οι αρχικές καπιταλιστικές σχέσεις στον ελλαδικό χώρο, εμφανίστηκαν με την εμπορευματοποίηση της αγροτικής καλλιέργειας, βασισμένης σε μονοκαλλιέργειες, και τον προσανατολισμό της στο ξένο εμπόριο (βενετικό κυρίως). Ενώ η φραγκοκρατία και η Ενετοκρατία επέφεραν τη δυτική φεουδαρχική οργάνωση της οικονομίας17, οι Οθωμανοί κατακτώντας τις περιοχές του Βυζαντίου ανέκοψαν αυτές τις σχέσεις μερικώς. Λόγω της νομαδικής και πολεμικής κοινωνικής σύστασής τους και των καθυστερημένων σχέσεων παραγωγής, για να δημιουργήσουν κρατική οντότητα για την οργάνωση, τη διοχέτευση πόρων και τη διανομή λαφύρων (και γαιών), οικειοποιήθηκαν τον κρατικοφεουδαρχισμό του Βυζαντίου.
Δημιουργήθηκε μια αντίφαση στις εξελίξεις της εμπορευματοποίησης της αγροτικής καλλιέργειας και στην ανάπτυξη των κεφαλαιοκρατικών σχέσεων στον χώρο, που κύριος πυρήνας της βρίσκεται στις σχέσεις παραγωγής, που διαφέρουν από τον δυτικό φεουδαρχισμό, λόγω της υψηλής κυριότητας της ιδιοκτησίας της γης και της καθετοποιημένης διανομής του εισοδήματος, με κύριο και τελικό αποδέκτη της, την κρατική αριστοκρατία που υφάρπαζε τη μερίδα του λέοντος. Η μετάβαση αυτή, με όρους οπισθοδρομικούς για την εποχή, πλην όμως προοδευτικούς για τους νομάδες Οθωμανούς, δεν τους επέτρεψε να ξεπεράσουν αυτόν τον κρατικοφεουδαρχικό τρόπο παραγωγής, εξαιτίας της διαιώνισης του από την κυριαρχία της φοροσυλλεκτικής, κρατικής ελίτ.
Από την άλλη, αυτό το χαρακτηριστικό, εξασφάλισε την επιβίωση της ενότητας της αυτοκρατορίας, απέναντι στη διάλυση από εξωτερικούς και εσωτερικούς παράγοντες. Δεδομένου, ότι στους κόλπους της, συνένωνε εντελώς διαφορετικές λαότητες, εθνότητες, φυλές κλπ, ο κρατικοφεουδαρχικός τρόπος παραγωγής με την οργάνωση των τιμαρίων, επέτρεπε μια ενοποιημένη οικονομία18, με τις πολιτικές προεκτάσεις της στο σύστημα των Milet.
Μετά τα τέλη του 17ου αιώνα, οι οικονομικές σχέσεις εκχρηματίστηκαν. Οι Δυτικές αποικιοκρατικές δυνάμεις, άρχισαν να εντείνουν τις εμπορικές τους δραστηριότητες στον Οθωμανικό χώρο και στη Βαλκανική χερσόνησο. Στα εσωτερικά της αυτοκρατορίας, η ταξική ιεραρχία άρχισε να αλλάζει. Η ιδιοποίηση του παραγόμενου πλούτου από την κατάσταση της νομής της γης επέφερε τον πλουτισμό μιας νέας ελίτ, που παράλληλα με τον εκχρηματισμό των αξιωμάτων και τη στασιμότητα νέων κατακτήσεων, που πραγματοποιούσε η παλιά πολεμική ελίτ, οδήγησε την τελευταία σε παρακμή και παγίωσε την κρατικοφεουδαρχική δομή της αυτοκρατορίας, αφού διαμοίραζε τα κέρδη προς τα πάνω. Ακόμα και ο ρόλος του σουλτάνου από τα μέσα του 17ου αιώνα ήταν διακοσμητικός.
Με την όλο και αυξανόμενη ζήτηση πρώτων υλών, η αγροτική παραγωγή πέρασε στην πλήρη εμπορευματοποίηση της. Τα τιμάρια αντικατέστησαν τα τσιφλίκια, που η διαφορά τους ήταν ότι λειτουργούσαν σαν αγροτικές μονάδες για το εμπόριο. Ο τσιφλικούχος αγόραζε μέσω δημοπράτησης με πράξη μίσθωσης τις δημόσιες προσόδους, και με αυτόν τρόπο αποκτούσε δικαίωμα σε αυτές, μέσω της στυγνής εκμετάλλευσης των αγροτών. Οι φόροι αυξήθηκαν. Στο τιμάριο το φορολογικό σύστημα ήταν αναλογικό πάνω στη γαιοπρόσοδο19, ενώ στα τσιφλίκια, η φορολογία δεν έμενε μόνο στη γαιοπρόσοδο, αλλά και πάνω στη συγκομιδή. Οι ραγιάδες είχαν άνιση συμμετοχή στην αγορά, μάλλον σχέση υποτέλειας. Το περίσσευμα που τους αντιστοιχούσε ήταν μηδαμινό. Το μόνο πλέον που μπορούσαν ήταν να καταφύγουν σε ορεινές περιοχές, δυσπρόσιτες, για να γλυτώσουν.
Η παρακμή του στρατού20 και ο περαιτέρω εκχρηματισμός των οικονομικών σχέσεων (απόρροια του πληθωρισμού και των φεουδαρχικών σχέσεων21), ενέτεινε διασπαστικά στοιχεία στο εσωτερικό της. Οι δύο άξονες των μεταρρυθμίσεων του 16ου αιώνα, που παραγματώθηκαν, όπως είδαμε παραπάνω, καταδεικνύουν το γεγονός ότι ο βασικός πυρήνας των ιδιαίτερων φεουδαρχικών σχέσεων παραγωγής στην Οθωμανική αυτοκρατορία, ήταν το ιδιοκτησιακό καθεστώς. Δεν μπορούσε καμιά εξέλιξη των φεουδαρχικών σχέσεων παραγωγής να μην έχει τις περίπλοκες σχέσεις πάνω σε αυτήν την ουσία του πυρήνα της εξαρτησιακής σχέσης των υπηκόων της αυτοκρατορίας με την ιδιοκτησία του κράτους του Σουλτάνου. Σε όλη αυτήν την κατάσταση, η όλο και πιο διαφαινόμενη κατάκτηση της οικονομίας της αυτοκρατορίας από τις δυτικές αποικιοκρατικές δυνάμεις, εμφανίστηκε μια εσωτερική άρνηση της συνεκτικότητας της ιστορικής εξέλιξης, με τη διαλεκτική αντίθεση της εσωτερικής με την εξωτερική κατάσταση22. Υπό αυτή την πραγματικότητα, είναι ανώφελος κάθε φορμαλισμός και εισαγωγή στην Οθωμανική αυτοκρατορία ερμηνειών των δυτικών ιδιαιτεροτήτων της λεγόμενης κλασσικής, φεουδαρχίας.
1 Παραμεθόριοι Πολεμιστές του Ισλάμ.
2 Τα σαντζάκια, από την οικονομική τους πλευρά, λειτουργούσαν με την οργάνωση, συγκέντρωση και άντληση πόρων της αγροτικής και κτηνοτροφικής παραγωγής των κατακτημένων γαιών για τις ανάγκες των στρατιωτικών επιχειρήσεων προς την περαιτέρω κατάκτηση. Χαρακτηριστικό είναι ότι χωρίζονταν με βασικό τους γνώρισμα την κατά μέσο όρο απόδοση σε νομισματική μέτρηση. Ουσιαστικά, πρόκειται για εποπτεία των απεσταλμένων του σουλτάνου, και όχι για κληρονομικές περιουσίες:
« …Τα σαντζάκια ήταν μια διοικητική μονάδα υπό την εποπτεία του στρατιωτικού διοικητή ή σατζάκμπεη, στον οποίο έδινε ο μονάρχης ένα φλάμπουρο («σαντζάκι») ως σύμβολο της εξουσίας του…», Ιναλτζίκ Χαλίλ (χ. χ.), Η Οθωμανική Αυτοκρατορία, Η κλασσική περίοδος, 1300- 1600, εκδ. Αλεξάνδρεια, Αθήνα, σελ. 183.
3 Διοικητική μονάδα, ανώτερη του σαντζακιού, που εξασφάλιζε τον έλεγχο πολλών σαντζακιών. Μ΄ αυτόν τον τρόπο, ο μπεηλερμπέης, υπήρξε μεσάζοντας ανάμεσα στους τοπικούς σαντζάκμπεηδες και την κεντρική διοίκηση.
4 Ιππείς πολεμιστές, αντίστοιχοι των Δυτικών ιπποτών, που ο σουλτάνος τους διαμοίραζε τιμάρια (γαίες, χωριά) υπό επιτήρηση, για τη διευκόλυνση της συγκέντρωσης φόρων, της συντήρησης του εξοπλισμού τους (άλογο κλπ). και, σαν αντιστάθμισμα, αυτοί, ήταν υποχρεωμένοι να συγκεντρώνονται σε στρατό, οπότε τους το ζητούσε ο σουλτάνος:
«… Ο σπαχής ήταν ένας τυπικός μεσαιωνικός καβαλάρης που χρησιμοποιούσε συμβατό οπλισμό…»
Αυτόθι, σελ. 190.
5 Η Οθωμανική αυτοκρατορία, αποτελούνταν από ένα μεγάλο μωσαϊκό λαών, διαφορετικό, όχι μόνο σε γλωσσικές και πολιτισμικές διαφορές, αλλά και σε κοινωνικοοικονομικές. Το τιμαριωτικό σύστημα δεν λειτούργησε παντού με τους ίδιους μηχανισμούς. Υπήρχαν ημιαυτόνομες επαρχίες, ηγεμονίες με σχέσεις υποτέλειας, κληρονομικά σαντζάκια που έλεγχαν ντόπιοι φύλαρχοι (Ανατολία), ακόμα και νομαδικά στοιχεία. Αυτόθι, σελ. 188., Hourani Albert, (1994), Ιστορία των Αραβικών Λαών, εκδ. Νέα Σύνορα- Λιβάνη, Αθήνα, σελ. 287- 315. Coles Paul, (1985), Οι Οθωμανοί στην Ευρώπη, εκδ. ΔΕΚ/ΓΕΣ, Αθήνα, σελ. 152- 162.
6 Η αγροτική παραγωγή εξυπηρετούσε την εσωτερική ανάγκη για κατανάλωση. Το προϊόν, ύστερα από παραγγελίες, διοχετεύονταν στις πόλεις προαγορασμένο. Η παραγωγή της οθωμανικής αυτοκρατορίας χαρακτηρίζεται ως αγροτική – κτηνοτροφική, κατά κύριο λόγο, και το μεγαλύτερο ποσοστό της (είδη διατροφής) είχε:
«…περισσότερο αξία χρήσης (αυτοκατανάλωση)… και …οι αξίες χρήσης σε περιορισμένο βαθμό μετατρέπονταν σε αξίες ανταλλαγής…» Ασδραχάς Σπυρίδων, (2019). Τουρκοκρατία- Λατινοκρατία, Οι Γενικοί Χαρακτήρες της Ελληνικής Ιστορίας, 1453- 1770, στο: Ιστορία του Νέου Ελληνισμού 1770- 1871. Τόμος 1, Μέρος Α, Η Οθωμανική κυριαρχία, 1770- 1821, Πολιτική Πραγματικότητα, επιμ. Παναγιωτόπουλος Βασίλης, εκδ. Το Βήμα, Αθήνα, σελ. 32.
7 Όλοι οι αγρότες, που ήταν και το βασικό εργατικό δυναμικό της αυτοκρατορίας ήταν ραγιάδες, άσχετα από το θρήσκευμα τους (μουσουλμάνοι και χριστιανοί).
8 Halil Inalcik, Quataert Donald, (2011), Οικονομική και Κοινωνική Ιστορία της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, Τόμος Β: 1600- 1914, εκδ. Αλεξάνδρεια, Αθήνα, σελ. 33.
9 Πρέπει να τονίσουμε, ότι η κατάκτηση του Νέου Κόσμου, που οι δυτικοί αποικιοκράτες την έκαναν, διαπράττοντας τα πιο στυγνά εγκλήματα, άνοιξαν τον δρόμο, μέσα από τον τεράστιο πλούτο που συσσωρέυτηκε για την ενοποίηση των αγορών, την παγκοσμιοποίηση των καπιταλιστικών σχέσεων παραγωγής, την παραπέρα ανάπτυξη της εργασίας, μέσα από την ανισόμετρη ανάπτυξη, η οποία είχε ως βάση την αντίθεση της ανόδου της εντατικοποίησης της εργασίας και του παγκόσμιου καταμερισμού της εργασίας.
10 Cvetkova A. Bistra, (1979), Η Εξέλιξη του Τουρκικού Φεουδαλικού Καθεστώτος, Από τα Τέλη του ΙΣΤ ως τα Μέσα του ΙΗ Αιώνα, στο: Η Οικονομική δομή των Βαλκανικών Χωρών στα Χρόνια της Οθωμανικής Κυριαρχίας, επίμ.: Ασδραχάς Ι. Σπύρος, εκδ. Μέλισσα, Αθήνα, σελ. 92.
11«…Το οθωμανικό κράτος εισήγαγε και εφάρμοσε προοδευτικά το σύστημα της παραχώρησης σέ ενοικίαση σέ περισσότερο σημαντικές πηγές εσόδων, όπως οι mukataa. Ο θεσμός των mukataa ήταν ήδη γνωστός στη σελτζούκικη Τουρκία. Στην Οθωμανική Αυτοκρατορία έδιναν το όνομα mukataa σε φορολογικές ενότητες ή περιοχές, σε τμήματα των αγαθών του κράτους, πηγές εσόδων που το κράτος, για να ευκολυνθεί στο έργο του, παραχωρούσε σε iltizam, σε ιδιώτες με λίγο – πολύ μεγάλες προθεσμίες (tahvil). Συνήθως οι mukataa συνίσταντο σε κρατικούς φόρους (έναν ή περισσότερους συγχρόνως), τελωνεία, αλυκές, λιμάνια, ορυχεία, νομισματοκοπεία, φεουδαλικές γαίες που ανήκαν στα has του Σουλτάνου κ.τ.λ. Αφού είχαν καταγραφεί, οι mukataa παραχωρούνταν προς ενοικίαση σε δημοπρασία (muzayede). Το κράτος όριζε το ποσό του ενοικίου για κάθε mukataa. Στην πραγματικότητα, αυτό το ποσό αντιστοιχούσε στα πραγματικά έσοδα που το κράτος έπρεπε να εισπράξει απ΄ αυτόν τον mukataa, όπως είχαν οριστεί στα κατάστιχα των vilayet και της κεντρικής κυβέρνησης. Στην περίπτωση που περισσότεροι υποψήφιοι ενδιαφέρονταν για ένα mukataa, προσέφευγαν σε δημοπρασία ξεκινώντας απο το ποσό που αρχικά είχε οριστεί. Οι mukataa παραχωρούνταν σε εκείνον που προσφέρονταν να εξοφλήσει τον δημόσιο θυσαυρό με το υψηλότερο ποσό έναντι της πηγής των εσόδων που είχαν παραχωρηθεί σε iltizam…»
Άυτοθι, σελ. 93.
12«… Για να θεραπεύσουν αυτή την αξεδιάλυτη δημοσιονομική κρίση, οι τουρκικές αρχές προσπάθησαν με όλα τα μέσα, μετά το δεύτερο μισό του ΙΣΤ΄ αι., να αυξήσουν τα έσοδα. Οι οικονομικές δυσκολίες τις ανάγκασαν να προστρέξουν στη βαθμιαία μείωση του ασημένιου τίτλου των νομισμάτων που έκοβε το κράτος και έθετε σε κυκλοφορία […] έκοβαν από 100 dihrem ασημιού 800 akce(Άσπρα) αντί 400 όπως στο παρελθόν […] ο όγκος των akce ελαττώθηκε περισσότερο και με τον Osman Β΄ έγιναν πιο λεπτά από ένα φύλλο χαρτιού. Από τη διαφορά ανάμεσα στην ονομαστική και πραγματική αξία αυτών των akce επωφελούνταν το κράτος που, για ένα διάστημα, προμηθεύονταν έτσι πολύτιμα μέταλλα. Ωστόσο, η κυκλοφορία υποτιμημένων νομισμάτων, αντί να διευκολύνει το έργο του χρεωκοπημένου κράτους, προκαλούσε πραγματικό χάος στην οικονομική ζωή, ερχόμενη σε αντίθεση άμεσα με τις απελπισμένες προσπάθειες της δημόσιας αρχής να αντπεξέλθει στη δημοσιονομική κρίση…»
Άυτοθι, σελ. 92.
13 Halil Inalcik, Quataert Donald, σελ. 34.
14 Άυτοθι, σελ. 35.
15 «…χαιντούκ («ληστές» σύμφωνα με το τούρκικο λεξιλόγιο). Αρχικά εχθρεύονταν ουσιαστικά τους Οθωμανούς… ». Αυτά τα σώματα διαμορφώθηκαν μέσα στις εσωτερικές αλλαγές των οικονομικών σχέσεων και τη δυσχέρεια της αγροτικής ζωής. Στην ουσία προέρχονταν από Σλάβους αγρότες που κατέφευγαν σε ορεινές περιοχές, συστήνοντας ένοπλες ομάδες. Η Αυστριακή αυτοκρατορία, σε πολλές περιπτώσεις, προσεταιρίστηκε και ενίσχυσε αυτά τα σώματα απέναντι στον τότε κοινό εχθρό: τους Οθωμανούς. Για το κίνημα των Χαιντούκων, Castellan George, (1991), Ιστορία των Βαλκανίων, (14ος – 20ος αι), εκδ. Γκοβόστης, Αθήνα, σελ. 252- 255. Πελεκίδου– Νυσταζοπούλου Μαρία, (2000), Οι Βαλκανικοί Λαοί, Από την Τουρκική Κατάκτηση στην Εθνική Αποκατάσταση, (14ος – 19ος αι.), εκδ. Βάνιας, Θεσσαλονίκη, σελ. 47- 48.
16 «…Από την άλλη πλευρά, ο συνεχής αγγλογαλλικός ανταγωνισμός για την παγκόσμια κυριαρχία στο εμπόριο, άνοιγε νέες προοπτικές για την ανάπτυξη του εμπορίου στην Ανατολική Μεσόγειο. Η απώλεια των γαλλικών αποικιών στη Β. Αμερική και στις Ινδίες, υποχρέωσε τη Γαλλία να συγκεντρώνει την προσοχή της στην Ανατολική Μεσόγειο, που παρουσίαζε από δω και μπρος ζωτικό ενδιαφέρον γι’ αυτήν και στην οποία το γαλλικό εμπόριο διατηρούσε την υπεροχή του…»,
Πατρώνης Βασίλης, (2015), Ελληνική Οικονομική Ιστορία, Οικονομία, Κοινωνία και Κράτος στην Ελλάδα (18ος– 20ος αιώνας), εκδ. Ελληνικά Ακαδημαικά Ηλεκτρονικά Συγγράμματα και Βοηθήματα, Αθήνα, σελ. 17.
« …Όλοι βλέπουν την Ανατολή σαν μια καινούρια αποικία για τη Γαλλία, που θα μπορούσε ν’ αντικαταστήσει τις απειλούμενες ή τις χαμένες αποικίες της. Κατ’ αυτόν τον τρόπο η Ανατολική Μεσόγειος, που ύστερα από τις μεγάλες ανακαλύψεις είχε αρχίσει να χάνει την κυριαρχική της σπουδαιότητα για την ευρωπαϊκή ιστορία, ξανάρχεται στο κέντρο του ενδιαφέροντος των μεγάλων αντίπαλων δυνάμεων, πολύ πριν από το εγχείρημα του ισθμού του Σουέζ. Άλλωστε, τα σχέδια για τη διάνοιξη του ισθμού του Σουέζ, με σκοπό να ενώσουν την Ερυθρά Θάλασσα με τη Μεσόγειο και να κάνουν τις δύο αυτές θάλασσες δρόμο του ινδικού και του περσικού εμπορίου, έχουν σημεία εκκίνησης το 18ο αιώνα. …»,
υτόθι, σελ. 17.
« Τα κινητρακίνητρα των μεγαλωνμεγάλων δυναμεωνδυνάμεων: ανταγωνισμός ανάμεσα στη Γαλλία και την Αγγλία για την υπεροχή στις θάλασσες αυτές και για την κυριαρχία ου δρόμου των Ινδιών,η ρωσική προώθηση προς τη Μαύρη Θάλασσα και το Αιγαίο, οι προσπάθειες όλων των εμπορικών δυνάμεων της Ευρώπης για να επιτύχουν ελευθερία ναυσιπλοΐας στη Μαύρη Θάλασσα, δείχνουν καθαρά το γενικό ενδιαφέρον που η Ανατολική Μεσόγειος ξαναρχίζει πλέον να παίρνει για την Ευρώπη…»
Αυτθι, σελ. 18.
«…Η διείσδυση αυτή κορυφώθηκε στις αρχές του 19ου αιώνα, όταν η ζήτηση για τρόφιμα καθώς και για νέες αγορές ευρωπαϊκών προϊόντων αυξήθηκε σημαντικά. Σταδιακά, η Ανατολική Μεσόγειος έγινε το πεδίο έντονου οικονομικού ανταγωνισμού μεταξύ των ευρωπαϊκών κρατών, που διεκδικούσαν τον έλεγχο του εξωτερικού εμπορίου του οθωμανικού κράτους…»
Λαΐου , (2013)., Η ανάπτυξη της ελληνικής εμπορικής ναυτιλίας και ο ρόλος του οθωμανικού κράτους στις αρχές του 19ου αιώνα,στο: Η ναυτιλία των Ελλήνων 1700-1821. Ο αιώνας της ακμής πριν την επανάσταση, Χαρλαύτη Τ. – Παπακωνσταντίνου Κ. (επιμ.),εκδ. Κέδρος, Αθήνα, σελ. 127.
17 Ήδη από την Δ΄ σταυροφορία, και την έναρξη της Φραγκοκρατίας και της Ενετοκρατίας, υπήρξε ο κατακερματισμός των γαιοκτησιών, ο οποίος τελειοποιήθηκε το 1386 (με την επίσημη πια ένταξη των Ιονίων νησιών στην Βενετική «προστασία»). Όμως, η αγροτική παραγωγή εξελίσσονταν με σύστημα μονοκαλλιεργειών, πλήρως εξαρτημένη με τις ανάγκες των εισαγωγών και εξαγωγών του βενετσιάνικου εμπορίου. Αυτό μπορούμε να το δούμε ειδικά στα Ιόνια Νησιά. Κλήμης Κάρολος Οδυσσέας, (2003), Ιστορία της Νήσου Κέρκυρας, εκδ. Τοποθήτω, Αθήνα, σελ. 74-75, 97- 143. Ζαμίτ Λουκιανός, Η Οικονομία της Επτανήσου Επί Αγγλικής Προστασίας (1815- 1864), (1992), Κέρκυρα, σελ. 8- 15.
18 Αυτό που μπορεί να δει κανείς ως ενοποιητικό στοιχείο της αυτοκρατορίας, παρά τις επιμέρους διαφορές των λαοτήτων που την περιέκλειαν (κοινωνικές, οικονομικές, πολιτισμικές, γλωσσικές κλπ), και εκτός της δομής των Milet, καθώς υπήρχαν και νομαδικά στοιχεία, κυρίως στην Μέση Ανατολή (αραβικές φυλές), είναι το εμπόριο για την εσωτερική αγορά, κυρίως για την Κωνσταντινούπολη, καθώς, όλη η παραγωγή (τους πρώτους αιώνες) προορίζονταν για την κάλυψη των εσωτερικών αναγκών. Γενικά, λοιπόν η οικονομία (και το κοινό νόμισμα), έδινε μια κοινή κατεύθυνση. Ασδραχάς, Σπυρίδων, Όπου παραπάνω, σελ. 42.
19«… Γίνονταν όλο και πιο έκδηλη η παρακμή- αποσύνθεση της οθωμανικής στρατιωτικής φεουδαρχίας σε συνδυασμό με το σταμάτημα των γεωγραφικών επεκτάσεών της και με τις μεταλλαγές που συντελούνταν από τη μορφή του σπαχηλικού στη μορφή του ιδιόκτητου τσιφλικιού. Οι μεταλλαγές αυτές οδηγούσαν στην παραπέρα ανάπτυξη της εμπορευματικής παραγωγής και των χρηματικών σχέσεων, και στην προσέλκυση των τσιφλικάδων σ’ αυτές. Στο τέλος του 18ου– αρχές 19ου αιώνα πλήθαιναν οι χωριάτικες τάσεις διαφόρων πασάδων και παρατηρούνταν κάμψη του άλλοτε πανίσχυρου συγκεντρωτισμού του κράτους…»,
Ρούσος Πέτρος, (1983), Προϋποθέσεις και Κίνητρα της Επανάστασης του 1821, στο: Η Επανάσταση του Εικοσιένα, Επιστημονικό Συμπόσιο, 21- 23 Μάρτη 1981, ΚΜΕ, εκδ. Σύγχρονη Εποχή, σελ.21-22.
20 Όπως σημειώσαμε παραπάνω, ο πόλεμος ήταν η κυριότερη μορφή της οικονομικής παρακμής στα τέλη του 16ου αιώνα. Οι ανάγκες του πολέμου έπρεπε να εκσυγχρονιστούν, καθώς το ιππικό των τιμαριωτών ήταν αναχρονιστική πρακτική με την εμφάνιση των πυροβόλων όπλων, οι επεκτάσεις δύσκολες και οι πόλεμοι μακροχρόνιοι και καθόλου επικερδείς.
21 Η άνοδος του εμπορίου και του εισαγόμενου νομίσματος επέφερε:
«…καταχρεωση των αγροτών, αύξηση της ανισότητας, κλονισμό των παραδοσιακών κοινωνικών ιεραρχιών…», Κοκολάκης Μιχάλης, Μια αυτοκρατορία σε κρίση, Κρατική Οργανωση- Παλαιοί Θεσμοί- Νέες Προσαρμογές, στο: :Ιστορία του Νέου Ελληνισμού. 1770- 1871, Τόμος Ι, Μέρος Α , Η Οθωμανική κυριαρχία, 1770- 1821, Πολιτική Πραγματικότητα, επιμ. Παναγιωτόπουλος Βασίλης, εκδ. Τα Νέα, σελ. 43.
22 Divtcioglu Sencer, (1979), Οικονομικό Μοντέλο της Οθωμανικής Κοινωνίας, (ΙΔ΄ και ΙΕ΄ Αιώνας), στο: Η Οικονομική δομή των Βαλκανικών Χωρών στα Χρόνια της Οθωμανικής Κυριαρχίας, επίμ.: Ασδραχάς Ι. Σπύρος, εκδ. Μέλισσα, Αθήνα, σελ. 115.