του Βασίλη Λιόση
Ήδη στον Τύπο και τα Μέσα Κοινωνικής Δικτύωσης έχουν δημοσιευτεί άρθρα που καταθέτουν τον προβληματισμό δημοσιολογούντων σχετικά με το αν η παρούσα κρίση σημάνει το τέλος του νεοφιλελευθερισμού. Αυτό συμβαίνει γιατί η πανδημία σήμερα αναδεικνύει με πιο εμφατικό τρόπο α) τις ανεπάρκειες του συστήματος της δημόσιας υγείας, β) τα αδιέξοδα του Συμφώνου Σταθερότητας και γ) το ατελέσφορο εν γένει των ιδιωτικοποιήσεων.
Υπάρχουν σημάδια που θα μπορούσαν να μας οδηγήσουν στο συμπέρασμα πως η εποχή αλλαγής του διαχειριστικού παραδείγματος είναι κοντά: κάποιες επιτάξεις κλινικών στην Ισπανία, η αναστολή της εφαρμογής του Συμφώνου Σταθερότητας, σχεδιασμός για την κρατικοποίηση κάποιων αεροπορικών εταιριών που βρίσκονταν στα πρόθυρα του φαλιμέντου, η ανακοίνωση της Ουάσιγκτον για ενίσχυση των αμερικανικών νοικοκυριών με δισεκατομμύρια δολάρια, οι αναφορές του Μακρόν ότι κάποιοι τομείς της οικονομίας πρέπει να εξαιρούνται από τα κριτήρια της αγοράς, ίσως ακόμη και η όξυνση των αντιθέσεων στους κόλπους της ΕΕ. Λέμε εξαρχής πως η αλλαγή του διαχειριστικού παραδείγματος δεν είναι πιθανή. Για την ακρίβεια το αποκλείουμε και υπάρχουν πολλοί λόγοι. Πρώτα από όλα, όμως, έστω και επιγραμματικά πρέπει να εξηγήσουμε τους λόγους για τους οποίους το προπολεμικό μοντέλο του φιλελευθερισμού εγκαταλείφτηκε και τη θέση του πήρε ο κεϋνσιανισμός.
Η ΕΓΚΑΤΑΛΕΙΨΗ ΤΟΥ ΚΕΫΝΣΙΑΝΙΣΜΟΥ
Πριν τον Β΄ παγκόσμιο πόλεμο σημειώθηκαν κοσμογονικές αλλαγές: το πέρασμα στο μονοπωλιακό στάδιο του καπιταλισμού, το μοίρασμα του κόσμου μετά το πέρας του Α΄ παγκόσμιου πολέμου, η ρωσική επανάσταση, η δημιουργία εργατικών συμβουλίων και η δημιουργία επαναστατικών καταστάσεων ή/και επαναστάσεων σε διάφορες χώρες (Ιταλία, Γερμανία, Ουγγαρία, Φινλανδία κ.λπ.), η κρίση του 1929, η γέννηση και αύξηση της επιρροής μίας σειράς κομμουνιστικών κομμάτων, η όξυνση των αντιθέσεων ανάμεσα στις ιμπεριαλιστικές δυνάμεις που εν τέλει οδήγησαν στον Β΄ παγκόσμιο πόλεμο. Ο πόλεμος τελικά ήταν αυτός που «έσβησε» την κρίση του 1929 και σήμανε μία επανεκκίνηση του συστήματος. Μία επανεκκίνηση που βασίστηκε στην καταστροφή των παραγωγικών δυνάμεων: κτιριακών εγκαταστάσεων, κεφαλαίου αλλά και της κύριας παραγωγικής δύναμης, του ανθρώπου δηλαδή (55.000.000 ήταν οι νεκροί). Μετά τον Β’ παγκόσμιο πολέμου είχαμε επιπλέον την εδραίωση ενός ρωμαλέου εργατικού κινήματος στη Δύση, αλλά και τη Σοβιετική Ένωση που βγήκε νικήτρια πολεμικά και ηθικά από τη συντριβή του ναζισμού, αλλά και με μία οικονομία που βρέθηκε σε ανοδική πορεία: με τη βελτίωση του βιοτικού επιπέδου του λαού της, με δωρεάν υγεία και παιδεία για όλους, με εξασφαλισμένη εργασία για τον κάθε πολίτη.
Μιλάμε, λοιπόν, για μία τρομακτική πύκνωση του ιστορικού χρόνου. Ο καπιταλισμός μέσα από όλους αυτούς τους ιστορικούς σταθμούς κλονίστηκε σοβαρά. Ο κλονισμός αυτός τόσο σε οικονομικό, όσο και σε πολιτικό επίπεδο προβλημάτισε το παγκόσμιο κεφάλαιο. Έπρεπε να εξευρεθούν απαντήσεις και στα δυο προαναφερόμενα επίπεδα (οικονομικό και πολιτικό). Οι απαντήσεις αυτές επιδίωκαν τη μη επανάληψη των οικονομικών και πολιτικών κρίσεων. Και τη λύση την έδωσε ένας σημαντικότατος εκπρόσωπος του κεφαλαίου εκείνης της εποχής, ο Μέυναρτ Κέυνς. Το δόγμα του Ζαν Μπατίστ Σέι με βάση το οποίο «η προσφορά δημιουργεί τη δική της ζήτηση», αντιστρέφεται από τον Κέυνς. Η αγορά θα έπρεπε εφεξής να ρυθμίζεται μέσω κρατικής παρέμβασης, τα εισοδήματα των εργαζομένων έπρεπε να αυξηθούν προκειμένου η κατανάλωση να αυξηθεί, θα υπήρχε κρατικός σχεδιασμός γενικότερα για τη λειτουργία της οικονομίας, απαιτείτο η διευρυμένη κοινωνική ασφάλιση, δημόσιο σύστημα υγείας και παιδείας. Επρόκειτο για μία πολιτική που εφαρμόστηκε όχι μόνο από τη σοσιαλδημοκρατία αλλά και από τα παραδοσιακά κόμματα της δεξιάς. Με λίγα λόγια το νέο μοντέλο διαχείρισης αποτέλεσε όχι στενά οικονομικό σχέδιο αλλά και μία πολιτική κοινωνικής συναίνεσης.
Πότε εγκαταλείφτηκε το μοντέλο του Κέυνς; Προς τα τέλη της δεκαετίας του 1960 και στις αρχές του 1970 έλαβαν χώρα βαθιές αλλαγές στις οικονομικές και κοινωνικές συνθήκες του καπιταλισμού. Σημειώθηκαν κρίσεις που αφορούσαν τις πρώτες ύλες, τις συναλλαγματικές ισοτιμίες, τον πληθωρισμού. Αυτό που κατά τη μαρξιστική οπτική είναι ο κινητήριος μοχλός των κρίσεων, το ποσοστό κέρδους παρουσίασε κάμψη. Έτσι, το 1973 τα φαινόμενα αυτά συμπυκνώθηκαν σε μία νέα μεγάλη κρίση, αυτή που ονομάστηκε πετρελαϊκή. Ο κεϋνσιανισμός μετά από περίπου τριάντα χρόνια εφαρμογής ανέδειξε τα όρια και τα αδιέξοδά του. Ήταν η στιγμή που η σχολή του Σικάγου πήρε την εκδίκησή της. Όλα τα προηγούμενα χρόνια περίμενε στη γωνία προκειμένου να κάνει την αντεπίθεσή της, όχι επειδή έδινε γενικά και αόριστα μία μάχη ιδεών με το στρατόπεδο του κεϋνσιανισμού, αλλά γιατί εξέφραζε την πιο επιθετική πολιτική των μονοπωλίων που αργότερα έγινε πολιτική του συνόλου του κεφαλαίου.
ΕΝΑ ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑ
Επομένως, οι δυο αλλαγές, το πέρασμα από τον φιλελευθερισμό στον κεϋνσιανισμό και από τον κεϋνσιανισμό στον νεοφιλελευθερισμό, έγινε γιατί συνέτρεχαν σοβαρότατοι παράγοντες.
Σήμερα, μπορούμε να ισχυριστούμε πως τα δεδομένα είναι τέτοια ώστε να αφήσει πίσω του ο καπιταλισμός το υπάρχον μοντέλο διαχείρισης και να επιστρέψει σε μία μορφή κεϋνσιανισμού; Δεν είναι σοβαρός ο παράγοντας «πανδημία»;
Κατ΄ αρχάς ο προβληματισμός αυτός (περί αλλαγής του διαχειριστικού παραδείγματος) δεν είναι τωρινός. Κατόπιν της κρίσης του 2008 κυριάρχησε η ιδέα της δημοσιονομικής επέκτασης, προκειμένου να μην υπάρξει μία βαθύτερη κρίση. Τότε υπήρξαν αναλυτές που χαρακτήρισαν την επιλογή αυτή ως επιστροφή στον κεϋνσιανισμό. Η αλήθεια είναι πως μεσούσης της κρίσης υπήρξαν κρατικές παρεμβάσεις στην οικονομία που παραβίαζαν το δόγμα του «αόρατου χεριού της αγοράς», ωστόσο δεν πρόκειται για μία κεϋνσιανή πολιτική όπως αυτή εφαρμόστηκε μεταπολεμικά, τουλάχιστον με την έννοια του «κράτους πρόνοιας» (δεν αποδεχόμαστε τον εν λόγω όρο και ως εκ τούτου τον χρησιμοποιούμε συμβατικά).
Σύμφωνα με το ΔΝΤ με τίτλο «Η δημοσιονομική προσαρμογή είναι δυνατόν να περιλαμβάνει είτε περιορισμό είτε χαλάρωση της δημοσιονομικής πολιτικής, ανάλογα με τις περιστάσεις που αφορούν την κάθε χώρα [….]». Η άποψη αυτή του ΔΝΤ και συνακόλουθα η αντίθεση του με τη μονεταριστική εμμονή της δημοσιονομικής λιτότητας, εκπορευόμενης κυρίως από το Βερολίνο, δεν συνεπάγεται τη διαμάχη ανάμεσα σε δυο στρατόπεδα που εκπροσωπούν δύο διαφορετικά μοντέλα διαχείρισης. Πρόκειται για παραλλαγές του ίδιου μοντέλου που έχουν δευτερεύουσες διαφορές στο ζήτημα της έκτασης και έντασης της εφαρμογής των αστικών μεταρρυθμίσεων, χωρίς αυτό να σημαίνει πως οι αντιθέσεις μας είναι αδιάφορες. Οι παραδοχές του ΔΝΤ απέχουν παρασάγγας από το μεταπολεμικό μοντέλο που κυριάρχησε μέχρι τα μέσα περίπου της δεκαετίας του 1970, χωρίς αυτό να σημαίνει υπεράσπιση αυτού του μοντέλου, (αλλά αυτό δεν είναι της παρούσης). Ας μην ξεχνάμε άλλωστε ότι το ΔΝΤ ήταν (και είναι) ένας οδοστρωτήρας που κονιορτοποίησε (και κονιορτοποιεί) δικαιώματα και εισοδήματα λαών. Όσον αφορά την Ελλάδα το ΔΝΤ υποστηρίζει πως το ελληνικό χρέος δεν είναι βιώσιμο σε αντίθεση με την ΕΕ, αλλά αυτό το γεγονός δεν καθιστά το ΔΝΤ ως ένα ευαγές, φιλάνθρωπο ή κεϋνσιανό ίδρυμα.
ΤΑ ΠΡΑΓΜΑΤΟΛΟΓΙΚΑ ΣΤΟΙΧΕΙΑ ΤΟΥ ΣΗΜΕΡΑ (ΩΣ ΑΠΟΔΕΙΞΗ ΜΗ ΕΠΙΣΤΡΟΦΗΣ ΣΤΟΝ ΚΕΫΝΣ)
Πέρα από θεωρητικά σχήματα που μπορεί κάποιος να ανατρέχει και να επικαλείται για την απόδειξη αυτού ή εκείνου του ισχυρισμού, υπάρχει και ένας παράγοντας αδιαμφισβήτητος: η πραγματικότητα. Τα γεγονότα είναι γεγονότα και ως γνωστό είναι πεισματάρικα. Ας δούμε μερικά από αυτά.
Όταν το πρόβλημα με τον Covid-19 άρχισε να γνωστοποιείται υπήρξαν κυβερνήσεις που ολιγώρησαν και άλλες που υιοθέτησαν τη λογική της ανοσίας αγέλης. Χαρακτηριστικά παραδείγματα οι κυβερνήσεις των ΗΠΑ, της Αγγλίας, της Ιταλίας, της Σουηδίας και άλλων κρατών. Στη συνέχεια όταν είδαν πως η απουσία μέτρων θα οδηγούσε σε ανυπολόγιστα αποτελέσματα, αναγκάστηκαν να λάβουν τα σχετικά μέτρα. Η καθυστέρηση ή η υιοθέτηση των λογικών της αγέλης, μόνο επιστροφή στο κεϋνσιανό μοντέλο δεν δείχνει. Η θέσπιση στη συνέχεια των όποιων μέτρων δεν συνιστά εγκατάλειψη του νεοφιλελευθερισμού αλλά αναγκαστική και πρόσκαιρη επιλογή και αποτελεί τέτοια για δυο λόγους: ο πρώτος είναι η εκτίμηση πως αν δεν ληφθούν μέτρα αυτό θα στοιχίσει πολύ ακριβά στην οικονομία και ο δεύτερος σχετίζεται με τον κίνδυνο κοινωνικής έκρηξης λόγω έντασης της φτώχειας και έκρηξης των θανάτων.
Όσον αφορά την Ελλάδα σήμερα, ποιος στα αλήθεια μπορεί να ισχυριστεί πως αποτελεί στροφή στον κεϋνσιανισμό η μείωση του μισθού των εργαζομένων κατά 50%; Οι 40.000 απολύσεις εργαζομένων με το κράτος να κοιτάει απαθές; Η απόλυση εργαζομένων στο Ελ. Βενιζέλος μέσω τηλεφωνικών μηνυμάτων; Το δώρο στους κλινικάρχες με απόδοση από το κράτος 1600 ευρώ ανά ΜΕΘ και τα 30 εκατομμύρια ενίσχυσής τους; Τα 11 εκατομμύρια στους καναλάρχες για την προώθηση διαφημιστικών σποτ σχετικά με τον ιό (κάτι που θα έπρεπε να γίνεται δωρεάν); Η απουσία των τεστ για την εξακρίβωση ύπαρξης της νόσου, η μη μαζική πρόσληψη γιατρών σε αυτή τη φάση, η μη επίταξη των ιδιωτικών κλινικών και τόσα άλλα; Η αισχροκέρδεια για διάφορα προϊόντα και η ανυπαρξία βούλησης προκειμένου να υπάρχει διατίμηση; Προφανώς όλα αυτά αποτελούν πλευρές μίας σκληρότατης νεοφιλελεύθερης πολιτικής.
Ας μην ξεγελιόμαστε από τον Νικήτα Κακλαμάνη που τα έβαλε δήθεν με τα παπαγαλάκια του νεοφιλελευθερισμού, ούτε από τον Πάνο Παναγιωτόπουλο που έβγαλε διαπρύσιο λόγο στην εκπομπή του για την «ανάγκη να ξαναδούμε τον Κέυνς», ούτε από την Όλγα Τρέμη που στρίμωξε τον Χατζηδάκη για το δώρο στους κλινικάρχες. Αυταπάτες σπέρνουν και στελέχη του ΣΥΡΙΖΑ (Παπαδημούλης) που μιλάνε για την ανάγκη ενός νέου σχεδίου Μάρσαλ. Εκτός των άλλων ο Παπαδημούλης με τέτοιες δηλώσεις διαστρεβλώνει τα ιστορικά γεγονότα. Το σχέδιο Μάρσαλ αποτέλεσε το δίδυμο αδελφάκι του σχεδίου Τρούμαν. Ήταν το συγκροτημένο σχέδιο των ΗΠΑ ώστε να αποκτήσουν διευρυμένη οικονομική και πολιτική επιρροή στην Ευρώπη. Εφαρμόστηκε μεταπολεμικά και ήταν ένα πακέτο οικονομικής βοήθειας ώστε να μειωθεί η σοβιετική επιρροή στην ευρωπαϊκή επικράτεια, να εξασφαλιστεί μία μεγάλη αγορά για τα αμερικανικά προϊόντα, να «δεθούν» οι δορυφόροι των ΗΠΑ, να μπει σε λειτουργία η ευρωπαϊκή οικονομία προς όφελος της αμερικανικής. Ειδικά για την Ελλάδα το σχέδιο Μάρσαλ ήταν ο καθοριστικός παράγοντας μετατροπής της Ελλάδας σε εξαρτημένη χώρα Αυτή τη φορά το αφεντικό άλλαξε: η Αγγλία έπαψε πλέον να είναι ο πάτρωνας της Ελλάδας και τη θέση της πήραν οι ΗΠΑ.
Σε κάθε περίπτωση, η πύκνωση του ιστορικού χρόνου που σημειώθηκε πριν τον Β΄ παγκόσμιο πόλεμο δεν υπάρχει σήμερα παρόλο που έχουμε εντός του 21ου αιώνα δυο γεγονότα σταθμούς: τη σημερινή υγειονομική κρίση και την κρίση του 2008. Επιπλέον, απουσιάζει η δράση του υποκειμενικού παράγοντα και αυτό δεν πρέπει να επ’ ουδενί να το ξεχνάμε: τα λαϊκά κινήματα ή είναι πολύ αδύναμα ή στερούνται ενός σαφούς προσανατολισμού, ενώ το κομμουνιστικό κίνημα βρίσκεται σε παρατεταμένη φάση κρίσης εδώ και τριάντα χρόνια.
Η απαίτηση του ευρωπαϊκού νότου για την έκδοση ευρωομολόγου προς ενίσχυση της οικονομίας του, επίσης, δεν αποτελεί κεϋνσιανισμό. Είναι η προσπάθεια των αστικών τάξεων του Νότου να διεκδικήσουν ένα καλύτερο μερίδιο για τον εαυτό τους. Η πάγια πολιτική του γερμανικού κεφαλαίου που χρησιμοποιεί το ιδεολόγημα «εμείς δεν θα πληρώσουμε τα λάθη των άλλων», δεν αφήνει περιθώρια για την έκδοση ενός ευρωομολόγου που έτσι κι αλλιώς δεν θα ήταν ένα στοιχείο ενίσχυσης του λαϊκού παράγοντα ή αν ήταν τέτοιο θα φορούσε ψίχουλα.
Η επιστροφή στον Κέυνς, όμως, είναι αδύνατη και για έναν ακόμη λόγο, ίσως τον σοβαρότερο όλων. Τα τελευταία χρόνια πολλοί οικονομολόγοι προειδοποιούσαν πως επίκειται μία νέα κρίση που αυτή τη φορά θα ήταν πιο βαθιά συγκρινόμενη με αυτή του 2008. Υπήρχε μία αναιμική ανάπτυξη, ωστόσο, υπήρχαν πολλά ανησυχητικά σημάδια: α) νέες χρηματιστηριακές φούσκες που πάντα προηγούνται του ξεσπάσματος της κρίσης, β) κι άλλη συγκέντρωση πλούτου σε όλο και λιγότερα χέρια, γ) υπερδιόγκωση του παγκόσμιου χρέους που έχει φτάσει τα 250 τρισεκατομμύρια δολάρια (330% του παγκόσμιου ΑΕΠ). Σήμερα, μαζί με όλα αυτά έχουμε την πτώση των χρηματιστηρίων κατά 30%, την εντυπωσιακή πτώση της τιμής του πετρελαίου, την παύση λειτουργίας ορισμένων μονάδων της οικονομίας λόγω κορονοϊού. Πρόκειται για γεγονότα που θα κάνουν ακόμη πιο επιθετικό το κεφάλαιο.
Οι εκτιμήσεις για την εξέλιξη της παγκόσμιας οικονομίας είναι δυσοίωνες. Στις ΗΠΑ εκτιμάται ότι το επόμενο τρίμηνο θα υπάρξει ύφεση της τάξης του 25%, ενώ την τελευταία εβδομάδα σημειώθηκε ρεκόρ ανεργίας: Περισσότερα από 6,6 εκατομμύρια Αμερικανών κατέθεσαν αιτήσεις ανεργίας την εβδομάδα που τελείωσε στις 28 Μαρτίου, σύμφωνα με το υπουργείο Εργασίας των ΗΠΑ. Παράλληλα, ο Τζέιμς Μπούλαρντ της Fed δεν απέκλεισε το ενδεχόμενο να δούμε 46 εκατομμύρια νέους ανέργους μόνο στις ΗΠΑ. Σύμφωνα με τις εκτιμήσεις της Morgan Stanley η αμερικανική οικονομία αναμένεται να συρρικνωθεί κατά 5,5% το 2020, καταγράφοντας τη μεγαλύτερη πτώση από το 1946! Η ανεργία αναμένεται να εκτοξευθεί στο 15,7% στο β΄ τρίμηνο με τους οικονομολόγους να κάνουν λόγο για 21 εκατομμύρια ανέργους. Η Goldman Sachs θεωρεί ότι η πτώση του ΑΕΠ για τις ΗΠΑ θα είναι της τάξεως του 34%..
Συρρίκνωση του ΑΕΠ της Ευρωζώνης κατά 9% για το 2020 προβλέπουν οι αναλυτές της Capital Economics. Εάν τα νούμερα επαληθευτούν, θα σημειωθεί η μεγαλύτερη πτώση του ΑΕΠ από τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο!
Σε παγκόσμιο επίπεδο εκτιμάται πως θα υπάρξει έκρηξη της ανεργίας με τους ανέργους να φτάνουν τα 212 εκατομμύρια, νούμερο που θα αποτελέσει ιστορικό υψηλό από το 2010 κι εντεύθεν.
Όσον αφορά την Ελλάδα τα πράγματα είναι εξόχως ανησυχητικά (όχι βέβαια για όλους). Διάφοροι οίκοι αξιολόγησης εκτιμούν πως η Ελλάδα θα παρουσιάσει μία πτώση του ΑΕΠ κατά 8%, περίπου, ενώ στη λίστα των ανέργων θα προστεθούν 150.000 εργαζόμενοι. Οι επιπτώσεις θα είναι ανυπολόγιστες αφού μεγάλο μέρος του ελληνικού ΑΕΠ στηρίζεται στον τουρισμό για τον οποίο αναμένεται κατάρρευση. Αν λάβουμε υπόψη μας ακόμη την ισχνή βιομηχανική βάση και το υπέρογκο ελληνικό χρέος, καταλαβαίνουμε πως η πραγματικότητα θα είναι ζοφερή.
Ποιος στα αλήθεια πιστεύει πως τα απόνερα του νέου κρισιακού κύματος θα τα απορροφήσει το ευρωπαϊκό και ελληνικό κεφάλαιο; Για άλλη μία φορά ο πέλεκυς θα πέσει βαρύς στα κεφάλια των εργαζομένων. Το έργο το έχουμε δει αρκετές φορές για να τρέφουμε αυταπάτες για κάποιο εναλλακτικό σενάριο.
* * * *
Το πραγματικό δίλημμα σήμερα δεν είναι αν θα επιστρέψουμε στον κεϋνσιανισμό (που έτσι κι αλλιώς δεν θα μας έβγαζε εκτός καπιταλιστικού πλαισίου), αλλά αν θα πάμε σε ακόμη πιο σκληρό νεοφιλελεύθερο μοντέλο και τα σημάδια για κάτι τέτοιο βοούν. Μάλιστα, η μάχη μετά τη λήξη του συναγερμού θα πρέπει να δοθεί σε δύο επίπεδα: τόσο στο οικονομικό, όσο και στο επίπεδο των δημοκρατικών δικαιωμάτων. Είναι σίγουρο πως η θνήσκουσα σοσιαλδημοκρατία θα κάνει μία πολιτική αντεπίθεση παρουσιάζοντας κάποια νέα μίγματα πολιτικής με ενισχυμένη μία κάποια νεοκεϋνσιανή δόση, το ίδιο όμως θα κάνουν και οι κλασικοί εκπρόσωποι του κεφαλαίου. Οι όποιες όμως διακηρύξεις ή ακόμη και οι όποιες πινελιές κρατικών παρεμβάσεων θα είναι στάχτη στα μάτια του λαού. Οι μάχες είναι μπροστά μας και θα είναι σκληρές. Και μάχες δεν δίνονται με αυταπάτες γιατί αν υπάρχουν τέτοιες, τότε οι μάχες είναι χαμένες εξ’ ορισμού.