του Θοδωρή Δημητράκου* – Με αφορμή την βραβευμένη ταινία «Πίσω από τις θημωνιές» σε σκηνοθεσία της Ασημίνας Προέδρου
Τι είναι καλό και τι κακό; Πρόκειται για μια αντικειμενική διάκριση ή για μια διάκριση που επαφίεται στην προσωπική προτίμηση; Το εν λόγω πρόβλημα απασχολεί τη φιλοσοφία από τις απαρχές της. Σε μια εποχή που κυριαρχούσαν οι εμπειριστικές ή ηδονιστικές φιλοσοφικές αντιλήψεις για την ηθική, μας λέει ο Χέγκελ, εμφανίζεται ο Καντ για να κάνει μια τομή στην ιστορία της νεότερης ηθικής φιλοσοφίας. Η τομή συνίσταται στο ότι δεν θεωρεί τη διάκριση καλού και κακού απλή απόρροια των ψυχολογικών μας προδιαθέσεων ή των κοινωνικών μας συνηθειών, μια προβολή των ορέξεων ή των επιθυμιών μας, όπως εν πολλοίς υποστηρίζουν οι εμπειριστές, αλλά μια αλήθεια, η οποία εδράζεται στον ανθρώπινο λόγο. Ο τελευταίος διαθέτει τα μέσα, ώστε να διακρίνει και να οριοθετήσει τις πραγματικά αγαθές πράξεις, ανεξάρτητα από τη γνώμη που μπορεί να έχουμε για αυτές βασιζόμενοι ή βασιζόμενες στις εμπειρίες, την ανατροφή, τις έξεις ή τις ορέξεις μας.
Πώς, όμως, μπορούμε να οριοθετήσουμε τις όντως αγαθές πράξεις; Εδώ ο Καντ στηριζόμενος σε μια σειρά από εννοιολογικές καινοτομίες και λεπτολογήσεις, οι οποίες δεν είναι του παρόντος, δίνει μια φαινομενικά απλή απάντηση: πραγματικά αγαθές και άρα άξιες προς ανάληψη είναι οι πράξεις που θα μπορούσαν να έχουν καθολική ισχύ για όλη την ανθρωπότητα, να γίνουν καθολικός νόμος. Για παράδειγμα, να λέμε πάντοτε την αλήθεια, να μην λέμε ποτέ ψέματα. Αυτό το φαινομενικά απλό «τεστ» μπορεί να εφοδιάσει το κάθε έλλογο ον, δηλαδή τον κάθε άνθρωπο με ένα αλάνθαστο κριτήριο περί του τι είναι καλό και άρα περί του τι να πράξει.
Ο Χέγκελ αποδέχεται το μεγαλύτερο μέρος των καντιανών εννοιολογικών καινοτομιών, αλλά διαφωνεί ότι το παραπάνω τεστ μπορεί να μας εφοδιάσει με μια αξιόπιστη ηθική «πυξίδα». Για να δείξει την ανεπάρκειά του μας καλεί να σκεφτούμε την παρακάτω παράδειγμα: έστω ότι ζούμε σε μια κοινωνία που υπάρχει ατομική ιδιοκτησία. Σε αυτήν την περίπτωση, το καντιανό κριτήριο αγαθότητας επιτάσσει τον σεβασμό της περιουσίας του άλλου. Πώς, όμως, θα αποφασίσουμε τι προϋποτίθεται, αναρωτιέται ο Χέγκελ. Εν προκειμένω, πώς θα αποφασίσουμε αν θα εφαρμόσουμε το καντιανό τεστ σε μια κοινωνία όπου η ατομική ιδιοκτησία είναι δεδομένη ή αντίθετα σε μια κοινωνία όπου η κατάργησή της είναι δεδομένη; Το καντιανό κριτήριο είναι ανίκανο να μας δώσει μια απάντηση στο τελευταίο ερώτημα, το οποίο, ωστόσο, όπως εύκολα καταλαβαίνουμε, μπορεί να κάνει όλη τη διαφορά αναφορικά με το τι πρέπει να πράξουμε και τι όχι. Επομένως, το καντιανό «τεστ», αποφαίνεται ο Χέγκελ, δεν μπορεί να μας εφοδιάσει με το σύνολο των αρχών της ηθικής, όπως διατείνεται.
Στη βάση τούτης της κριτικής, αλλά και σε μια σειρά άλλων γνωσιολογικών και μεταφυσικών παραδοχών που επίσης δεν είναι του παρόντος, ο Χέγκελ κάνει τη διάκριση μεταξύ της «ηθικής ζωής ή ηθικής τάξης» (Sittlichkeit) και της «ατομικής ηθικής» (Moralität). H ατομική ηθική αφορά την προσαρμογή του ατόμου στις ηθικές επιταγές μιας κοινωνίας σε μια εποχή. Είναι η προσαρμογή ή μη σε αυτές τις επιταγές που το καθιστούν ηθικό ή ανήθικο. Ο βασικός κορμός των εν λόγω επιταγών αποτελεί ακριβώς την ηθική ζωή τούτης τηςκοινωνίας σε αυτήν την εποχή. Οι διαφορετικές ηθικές ζωές, για τον Χέγκελ, δεν είναι αναγκαία ισοδύναμες, υπάρχει υπερκείμενο κριτήριο αποτίμησής τους. Με βάση αυτό το κριτήριο, η ιστορία της ανθρωπότητας χαρακτηρίζεται από ηθική πρόοδο. Η ηθική ζωή της Ευρώπης του Διαφωτισμού είναι πιο ελεύθερη και επομένως ηθικά ανώτερη από την ηθική
ζωή της αρχαιότητας. Εύλογα, όμως, προκύπτει η απορία: πώς θεμελιώνεται τούτη η πρόοδος, δηλαδή ποιο είναι το υπερκείμενο κριτήριο; Μια γρήγορη απάντηση είναι πως για τον Χέγκελ, οι ανώτερες ηθικές ζωές χαρακτηρίζονται από λιγότερες αντιφάσεις από τις κατώτερες.
Μπορεί, κάποια ή κάποιος να έχει μια πρώτη εικόνα περί του τι είδους αντιφάσεις είναι αυτές, ίσως, αν αναλογιστεί την περίπτωση της Αντιγόνης. Στην ηθική ζωή της ηρωίδας του Σοφοκλή προκύπτει η εξής αντίφαση: ο ρόλος ή καλύτερα η ταυτότητα της αδελφής επιτάσσει την ταφή του Πολυνείκη, η ταυτότητα της υπηκόου από την άλλη, επιτάσσει την μη ταφή του. Η αντίφαση είναι κυριολεκτική, η Αντιγόνη, όντας ταυτόχρονα αδελφή και υπήκοος, πρέπει να θάψει και πρέπει να μη θάψει τον αδελφό της. Για τον Καντ τέτοιου τύπου αντιφάσεις δεν είναι δύνατες, καθώς το ατομικό υποκείμενο μπορεί πάντοτε να εφαρμόσει το παραπάνω «τεστ» και να συμπεράνει τι πρέπει να πράξει και τι όχι. Οι (πρακτικές) δυσκολίες της εφαρμογής του κριτηρίου μπορεί να είναι πολλές, αλλά η εφαρμογή του είναι επί της αρχής πάντοτε λυσιτελής. Για τον Χέγκελ, από την άλλη, τέτοιου τύπου αντιφάσεις είναι εγγενές κομμάτι της ηθικής μας ιστορίας και δεν χρεώνονται στα ατομικά υποκείμενα, αλλά στις κοινωνίες και τις εποχές που τις παράγουν. Παράλληλα, οι αντιφάσεις, αυτές οδηγούν στην αναδόμηση των ηθικών ζωών σε μια προοδευτική πορεία προς την ολοένα και μεγαλύτερη ελευθερία. Με τούτο τον τρόπο, ο Χέγκελ παράσχει μια κοινωνική και ιστορική πλαισίωση στη φιλοσοφική συζήτηση περί ηθικής: τα ηθικά ερωτήματα και ο τρόπος που απαντώνται δεν είναι ανεξάρτητα από το κοινωνικό και ιστορικό πλαίσιο, δίχως τούτο να οδηγεί στον ηθικό σχετικισμό που, αυστηρά μιλώντας, απαλλάσσει τα ατομικά υποκείμενα από την ευθύνη των επιλογών τους.
Ο Μαρξ, από την άλλη μεριά, βασιζόμενος, εν πολλοίς, στον εγελιανό (μη σχετικιστικό) ιστορικισμό, παράσχει μια εμπειρική-επιστημονική πλαισίωση της ίδιας συζήτησης. Απλοποιώντας, επικίνδυνα ίσως, μπορούμε να πούμε πως η μαρξική σκοπιά αναδεικνύει πως οι προαναφερόμενες αντιφάσεις σχετίζονται άμεσα με την υλική ζωή των ανθρώπων, δηλαδή με τον τρόπο που οι άνθρωποι σχετίζονται μεταξύ τους προκειμένου να παράγουν τα μέσα που ικανοποιούν τις ανάγκες τους, τα μέσα διαβίωσής τους. Ο τρόπος αυτός καθορίζει εν πολλοίς και τις ιδέες που έχουν οι άνθρωποι για το καλό και το κακό, το δίκαιο και το άδικο. Επιπλέον, οι υλικές συνθήκες είναι ο απαράκαμπτος καμβάς πάνω στον οποίο διαμορφώνεται ο ορίζοντας κάθε ηθικού ερωτήματος και κάθε δυνητικής απάντησης σε αυτό. Οι αμοιβαίες σχέσεις στις οποίες οι άνθρωποι έρχονται μεταξύ τους προκειμένου να παραγάγουν τα μέσα διαβίωσής τους, παρατηρεί ο Μαρξ, είναι σχέσεις εκμεταλλευτικές και συνεπώς καταπιεστικές, στο μεγαλύτερο μέρος της ανθρώπινης ιστορίας. Οι σχέσεις αυτές ταυτόχρονα μεταβάλλονται από και μεταβάλλουν την υλική παραγωγή των μέσων διαβίωσης, η οποία αποτελεί τον κινητήριο μοχλό της ιστορικής εξέλιξης. Εν ολίγοις, Ο Μαρξ έρχεται να υπογραμμίσει τον ρόλο των υλικών συνθηκών στην ιστορική εξέλιξη των ηθικών ζωών των ανθρώπων.
Η ταινία «Πίσω από τις Θημωνιές», η πρώτη μεγάλου μήκους ταινία της Ασημίνας Προέδρου, θα μπορούσε να ιδωθεί ως μια in concreto πραγμάτευση του κεντρικού προβλήματος της ηθικής φιλοσοφίας, όπως πολύ συνοπτικά τέθηκε παραπάνω, αν δεν ήταν και πολλά περισσότερα βεβαίως (όπως π.χ. η γλαφυρή αποτύπωση ιδιοσυγκρασιακών χαρακτηριστικών της ελληνικής κοινωνίας). Η ταινία αφηγείται μια ιστορία διαδοχικά από την σκοπιά του καθενός από τα τρία μέλη μιας αγροτικής οικογένειας της ελληνικής επαρχίας: του Στέργιου, της Μαρίας και της κόρης τους Αναστασίας. Με φόντο τα πραγματικά γεγονότα του 2015, όπου την απόφαση της Γερμανίας να κλείσει τα σύνορά της για τους πρόσφυγες, ακολούθησαν οι αποφάσεις άλλων ευρωπαϊκών χωρών να πράξουν το ίδιο με συνέπεια τον εγκλωβισμό χιλιάδων προσφύγ(ισσ)ων στην περιοχή του συνοριακού σταθμού της Ειδομένης, λαμβάνει χώρα ένα τραγικό συμβάν, το οποίο αναδεικνύει τις πρακτικές αντιφάσεις των ηρώ(ιδ)ων της ταινίας. Η ταυτότητα του πατέρα επιτάσσει για τον Στέργιο πράξεις που η ταυτότητα του πολίτη ή η ταυτότητα του φίλου απαγορεύουν. Η ταυτότητα της μάνας και η ταυτότητα του μέλους της θρησκευτικής κοινότητας επιτάσσουν για τη Μαρία πράξεις που η ταυτότητα της χριστιανής απαγορεύουν. Τέλος, η ταυτότητα της γυναίκας ή της ερωμένης επιτάσσουν πράξεις για την Αναστασία, οι οποίες απαγορεύονται από την ταυτότητα της κόρης. Οι παραπάνω πρακτικές αντιφάσεις είναι μέρος ενός πλαισίου μιας ηθικής ζωής και των υποκείμενων υλικών συνθηκών που έχει στον πυρήνα του την οικονομική εκμετάλλευση των λαϊκών στρωμάτων, την πατριαρχική καταπίεση των γυναικών και τη ρατσιστική απανθρωποποίηση του ξένου.
Η ταινία είναι γυρισμένη την περίοδο που η ανθρωπότητα αντιμετώπισε την πανδημία του Covid19 και η ελληνική κυβέρνηση έβαλε στο επίκεντρο την έννοια της ατομικής ευθύνης για την αντιμετώπισή της, θεωρώντας πως η αντιμετώπιση ενός συλλογικού προβλήματος μπορεί να επιτευχθεί ως ένα άθροισμα ατομικών στάσεων απέναντι σε αυτό. Η ταινία δεν εξαλείφει την έννοια της ατομικής ευθύνης, καθώς ξεκάθαρα υπάρχουν χαρακτήρες που με τα ηθικά πρότυπα της ηθικής τους (ή της ηθικής μας) ζωής είναι περισσότερο (Χρήστος) και λιγότερο (Δημήτρης) ηθικοί. Ωστόσο, μας δείχνει
ταυτόχρονα το ορθό πεδίο εφαρμογής της. Το πότε είναι δυνατή και πότε απλά στερείται νοήματος η απόδοση ατομικής ευθύνης. Στερείται νοήματος όταν εφαρμόζεται σε περιπτώσεις όπου το ατομικό υποκείμενο, από μόνο του, δεν έχει καμία δυνατότητα παρέμβασης στις συνθήκες που διαμορφώνουν το πλαίσιο, εντός του οποίου καλείται να λάβει αποφάσεις. Στερείται νοήματος όταν πρόκειται για την Κοινή Αγροτική πολιτική της ΕΕ· για τις πατριαρχικές δομές της ελληνικής κοινωνίας· για την ανισόμετρη ανάπτυξη του καπιταλισμού, αλλά και τους πολέμους που εξαθλιώνουν ολόκληρες περιοχές του πλανήτη και δημιουργούν προσφυγικές ροές ανθρώπων που αντιμετωπίζονται από τον δυτικό ανεπτυγμένο κόσμο, κατά βάση, ως απειλή· για τη δυνατότητα του Εθνικού Συστήματος Υγείας να περιθάλψει τους ανθρώπους μιας χώρας που έχουν αυτήν την ανάγκη. Με τους όρους που χρησιμοποιήσαμε παραπάνω, στερείται νοήματος όταν αφορά την ηθική μας ζωή και όχι την ατομική μας ηθική.
Αλλά τι μπορεί να κάνει το ατομικό υποκείμενο όταν η ηθική ζωή, στην οποία εντάσσεται, το οδηγεί σε πρακτικές αντιφάσεις, δεδομένης της παραδοχής ότι δεν μπορεί να κάνει τίποτα, από μόνο του, για την ίδια τη δομή της ηθικής ζωής; Είναι τούτη μια παραδοχή παραίτησης; Κάθε άλλο. Όταν ένα ατομικό υποκείμενο δεν μπορεί να πράξει τίποτα από μόνο του για το πλαίσιο, εντός του οποίου διαμορφώνονται οι πρακτικές του αντιφάσεις ή τα αδιέξοδα, όπως θα λέγαμε σε μια πιο καθημερινή γλώσσα, μπορεί να πράξει μαζί με άλλα ατομικά υποκείμενα προκειμένου να αλλάξει αυτό το ίδιο το πλαίσιο. Μπορεί, με μία φράση, να κάνει πολιτική.
Τούτη η απάντηση μοιάζει αρκετά μπανάλ την εποχή της ΤΙΝΑ (“there is no alternative”), την περίοδο, δηλαδή, που επιχειρείται και μάλλον εν πολλοίς επιτυγχάνεται η ιδεολογική ηγεμόνευση της αντίληψης ότι το πλαίσιο είναι σταθερό και ο καθένας και η καθεμία από εμάς πρέπει να εξετάσει τις επιλογές του εντός αυτού του δοσμένου πλαισίου. Η ταινία μας δείχνει με απτό και συγκεκριμένο τρόπο την ασφυξία που συνεπάγεται η εμπέδωση μιας τέτοιας ηγεμόνευσης. Την ασφυξία μιας ζωής, όπου έχουμε να επιλέξουμε μονάχα μεταξύ ανεπιθύμητων εναλλακτικών. Υπό αυτήν την έννοια, είναι μια πολιτική ταινία, αποφεύγοντας τις νουθεσίες που μπορεί να έχουμε συνηθίσει ότι συνεπάγεται ο
όρος. Είναι μια κατεξοχήν πολιτική ταινία γιατί δείχνει με απτό και ξεκάθαρο τρόπο που τελειώνει η ατομική ευθύνη και που ξεκινά η ευθύνη του πολίτη, η πολιτική ευθύνη.
Η Ασημίνα Προέδρου έφτιαξε μια ταινία που για τους λόγους που αναφέρθηκαν, αλλά και για άλλους ουσιαστικά κινηματογραφικούς λόγους (δομή σεναρίου, σκηνοθεσία, υποκριτική δεινότητα των συντελεστών κλπ) μπορεί να αρέσει πάρα πολύ, όπως στον γράφοντα, ή λίγο λιγότερο. Καμιά ή κανείς, όμως, δεν μπορεί να επιχειρηματολογήσει, στα σοβαρά, ότι δεν τον/την αφορά.
ΥΓ: Η ταινία έκανε πρεμιέρα στο Φεστιβάλ Θεσσαλονίκης στις 11/11/2022. Την ίδια ώρα το
ελληνικό λιμενικό ανέσυρε από τον βυθό στα πέριξ του Φαρμακονησίου και της Σύμης τέσσερις σωρούς προσφύγων.
* Ο Θοδωρής Δημητράκος είναι επίκουρος καθηγητής Αναλυτικής Φιλοσοφίας στο Πανεπιστήμιο Πατρών και μέλος της συντακτικής ομάδας της Εξαμηνιαίας Επιστημονικής Επιθεώρησης «Κρίση».
Αναδημοσίευση από τον Ημεροδρόμο.