Οι ΗΠΑ η Τουρκία και η Ελλάδα
του Θανάση Κανιάρη
Η αλλαγή σκυτάλης στην Προεδρία των ΗΠΑ δημιούργησε νέα δεδομένα για την περιοχή της Ανατολικής Μεσογείου.
Ο “φιλότουρκος” Τραμπ, έριξε όλο το βάρος της εξωτερικής πολιτικής των ΗΠΑ στη στρατηγική της οικονομικής – πολιτικής απομόνωσης της Κίνας. Για να πετύχει τον στόχο αυτό, επέλεξε να αποδυναμώσει την αμερικανική παρουσία σε άλλα καυτά σημεία του πλανήτη, όπως στην Ανατολική Μεσόγειο, τη Συρία, το Αφγανιστάν και τη Ρωσία… Κατηγορήθηκε μάλιστα από τους Δημοκρατικούς, για ρωσική ανάμιξη στις προεδρικές εκλογές το Νοέμβρη του 2016 με σκοπό τη στήριξη του.
Δεν μπορούμε να κρίνουμε αν η στοχοποίηση αποκλειστικά και μόνο της Κίνας από τις ΗΠΑ την περίοδο της προεδρίας Τραμπ, ήταν μια σωστή ή λαθεμένη επιλογή για τα αμερικανικά στρατηγικά συμφέροντα. Το σίγουρο πάντως είναι ότι όλες οι προσπάθειες των ΗΠΑ σε βάρος της ασιατικής χώρας στέφτηκαν από αποτυχία. Ένα ακόμα δείγμα ότι τα τελευταία χρόνια έχει αλλάξει ο διεθνής συσχετισμός δυνάμεων σε βάρος των ΗΠΑ και υπέρ της Κίνας, με την ΕΕ σε ρόλο ουραγού των εξελίξεων να παρακολουθεί ασθμαίνουσα τις εξελίξεις. Κανείς δεν την υπολογίζει πλέον ως σοβαρή πολιτική δύναμη.
Με την προεδρία Μπάιντεν αλλάζουν οι γεωπολιτικές επιλογές των ΗΠΑ. Οι Αμερικάνοι επανακάμπτουν και δηλώνουν παρόν στις εξελίξεις στη Λιβύη, τη Συρία και το Ιράκ, η νέα πολιτειακή ηγεσία ανοίγει εκ νέου το “ρωσικό μέτωπο”, ενώ συνεχίζει την επιθετική της πολιτική κατά της Κίνας. Είναι άλλωστε γνωστό ότι εκθέσεις κρατικών αμερικανικών αρχών, έχουν χαρακτηρίσει τη Ρωσία και την Κίνα ως στρατηγικούς αντίπαλους των ΗΠΑ. Οι εποχές όμως έχουν αλλάξει. Η πολιτική, οικονομική, διπλωματική και στρατιωτική επιρροή της άλλοτε αδιαμφισβήτητης υπερδύναμης στο διεθνές περιβάλλον έχει εξασθενίσει και όλοι οι σοβαροί αναλυτές συμφωνούν ότι στο τέλος της τρέχουσας δεκαετίας θα έχουμε αλλαγή σκυτάλης, με τις ΗΠΑ να παραχωρούν αναγκαστικά την πρωτοκαθεδρία στον ασιατικό δράκο.
Ενδιαφέρουσες εξελίξεις υπάρχουν και στην περιοχή της Ανατολικής Μεσογείου, με τη νέα ηγεσία των ΗΠΑ να εγκαταλείπει την πολιτική ανοχής που ακολουθούσε η διοίκηση Τραμπ απέναντι στη Τουρκία, να σκληραίνει τη στάση της και να απαιτεί την άμεση διακοπή της στρατιωτικής συνεργασίας με τη Ρωσία, με ιδιαίτερη έμφαση στην απενεργοποίηση (και επιστροφή;) του κινητού πυραυλικού συστήματος εδάφους – αέρος γνωστού και ως S – 400.
Οι αφόρητες αμερικανικές πιέσεις σε συνδυασμό με τη σοβούσα οικονομική κρίση, που έχει προκαλέσει τη δυσφορία πλατιών λαϊκών στρωμάτων, προκαλεί τριγμούς στο καθεστώς Ερντογάν, καθώς το κύμα αμφισβήτησης, μετά από 18 χρόνια συνεχούς διακυβέρνησης της χώρας από το AKP, το κόμμα του “ισλαμικού καπιταλισμού”, συνεχώς μεγαλώνει.
Πολλοί αναλυτές σπεύδουν να προεξοφλήσουν το τέλος της κυριαρχίας Ερντογάν και συζητούν πλέον τη διάδοχη κατάσταση στη γειτονική χώρα.
Το ελληνικό πολιτικό σύστημα, παρακολουθεί τις εξελίξεις στη Τουρκία, στη σκιά της ελληνοτουρκικής κρίσης, χωρίς να μπορεί να κρύψει την ικανοποίηςή του για δύο πράγματα: α) τη στροφή της αμερικανικής εξωτερικής πολιτικής ως προς τη χώρα αυτή β) την κρίση εμπιστοσύνης του καθεστώτος Ερντογάν από τη λαϊκή του βάση.
Ας μη χαίρονται τόσο πολύ γιατί η χαρά μπορεί να τους κοπεί στη μέση.
Ποιό είναι το αγκάθι στις σχέσεις της Τουρκίας με τις ΗΠΑ; Η στρατιωτική συνεργασία με τη Ρωσία. Αυτό και μόνο. Οι Αμερικάνοι ζητούν από τον Ερντογάν δήλωση υποταγής. Απαιτούν να βγει και να καταγγείλει ο ίδιος την αγορά των S 400 και να συνταχθεί ανοιχτά μαζί τους στη νέα αντιρωσική εκστρατεία. Όχι μόνο ο Ερντογάν, που λόγο ιδιοσυγκρασίας δεν μπορεί να αποδεχτεί μια τέτοια ταπείνωση, αλλά οποιοδήποτε άλλος ηγέτης να βρισκόταν σε εξαιρετικά δυσχερή θέση να προσκυνήσει σε δημόσια θέα την υπερατλαντική υπερδύναμη και να ζητήσει συγνώμη. Γιατί αυτό απαιτούν απ’ αυτόν.
Ο Ερντογάν ελίσσεται. Έχει επίγνωση της δυσχερούς θέσης στην οποία βρίσκεται. Εκμεταλλεύτηκε στο παρελθόν τη σύγκρουση συμφερόντων μεταξύ των ΗΠΑ και της Ρωσίας στην περιοχή της Ανατολικής Μεσογείου και της Κασπίας Θάλασσας, για να προωθήσει τις δικές του πολιτικές επιδιώξεις και το παιγνίδι της εκμετάλλευσης των αντιθέσεων του βγήκε. Σήμερα όμως το σκηνικό έχει αλλάξει, έχει ανατραπεί άρδην, και ο ίδιος έρχεται αντιμέτωπος με τις επιλογές του. Η προκλητική τουρκική στήριξη των Ουκρανών εθνικιστών στην αντιπαράθεση τους με τη Ρωσία στόχο έχει να σταλεί μήνυμα στις ΗΠΑ ότι συντάσσονται μαζί τους. Αυτό όμως είχε σαν αποτέλεσμα να προκαλέσει την οργή των Ρώσων, οι οποίοι με πρόσχημα την πανδημία του κορωνοϊού αποτρέπουν πλέον τους Ρώσους τουρίστες να επισκέπτονται την Τουρκία στη διάρκεια της θερινής περιόδου των διακοπών, ενώ είναι βέβαιο ότι οι σχέσεις τους θα δοκιμαστούν και στα στρατιωτικά μέτωπα της Συρίας, της Λιβύης και του Καυκάσου. Από την άλλη, οι Αμερικάνοι δεν αρκούνται σε ημίμετρα. Απαιτούν πλήρη υποταγή.
Τα ίδια τα γεγονότα μας δείχνουν, ότι όσο κυριαρχεί το AKP και προσωπικά ο Ερντογάν, οι σχέσεις της Τουρκίας με τις ΗΠΑ δεν αναμένεται να εξομαλυνθούν. Το συγκεκριμένο κόμμα και το συγκεκριμένο πρόσωπο, έχουν γίνει πλέον βαρίδια για την τουρκική αστική τάξη, τα οποία με κάποιο τρόπο θα επιδιώξει να τα απομακρύνει.
Γιατί ποτέ στην ταραγμένη αυτή περίοδο, που το καθεστώς Ερντογάν πατούσε σε δύο βάρκες, δεν είχε τεθεί θέμα απομάκρυνσης της Τουρκίας από τη Δύση. Είναι τόσο στενά συνυφασμένη η τουρκική οικονομία με τη δυτική αγορά, ώστε θα αρκούσε ένας μήνας οικονομικού της αποκλεισμού – όπως ο επί 60 χρόνια αποκλεισμός της Κούβας από τις ΗΠΑ- για να την οδηγήσει σε κατάρρευση. Γιατί απλούστατα και η τουρκική οικονομία είναι εξαρτημένη από τα ιμπεριαλιστικά κέντρα της Δύσης. Όχι όπως η ελληνική, αλλά πάντως εξαρτημένη.
Το δεύτερο συμπέρασμα αφορά τη σχέση της θρησκευτικής συνείδησης με την υλική ζωή. Η τουρκική περίπτωση μας δείχνει ότι δεν είναι η θρησκευτική συνείδηση που καθορίζει τις αναγκαιότητες του ανθρώπου, αλλά οι ίδιες οι υλικές συνθήκες μέσα στις οποίες ζει και κινείται. Όπως έλεγε και ο Φρειδερίκος Ένγκελς, πριν ο άνθρωπος ασχοληθεί με τον πολιτισμό, τη θρησκεία, την πολιτική, θα πρέπει πρώτα να επιλύσει το πρόβλημα της επιβίωσης. Θα πρέπει να φάει, να ντυθεί, να βρει χώρο να κοιμάται, και στη συνέχεια να ασχοληθεί με όλα τ’ άλλα.
Για να επανέλθουμε στο κύριο αντικείμενο του άρθρου. Αν ο Ερντογάν είναι persona non grata για τους Αμερικάνους, οι τελευταίοι λογικά θα πρέπει να έχουν προσεγγίσει τα κόμματα της αντιπολίτευσης. Αυτά είναι το Ρεπουμπλικανικό Λαϊκό Κόμμα με επικεφαλής τον Κιλιντσάρογλου, το “Καλό Κόμμα” της ακροδεξιάς Ακσενέρ κλπ. Αυτά μάλιστα τα κόμματα δεν θα έχουν κανένα λόγο να μη καταγγείλουν τη στρατιωτική συνεργασία με τη Ρωσία, ακόμα και να κάνουν τους S 400 πακέτο και να τους στείλουν πίσω.
Το ερώτημα εν προκειμένω είναι, αν στην προοπτική πλήρους αποκατάστασης των σχέσεων της Τουρκίας με τις ΗΠΑ, θα σταματήσει η πρώτη να προβάλλει τις διεκδικήσεις της στο Αιγαίο και την Αν. Μεσόγειο σε βάρος των ελληνικών κυριαρχικών δικαιωμάτων. Οι εκπρόσωποι της τουρκικής αντιπολίτευσης έχουν δείξει τις προθέσεις τους κατηγορώντας τον Ερντογάν για ενδοτική στάση (!!) στο χειρισμό των θεμάτων που άπτονται της ελληνοτουρκικής κρίσης. Τις αιτιάσεις αυτές, στα πλαίσια μιας νέας αμερικανοτουρκικής συμφωνίας, ασφαλώς και θα τις θέσουν υπόψην των Αμερικάνων.
Οι τουρκικές διεκδικήσεις σε βάρος της Ελλάδας ξεκινούν από το 1975 και από τότε πέρασαν από διάφορες φάσεις. Όλη αυτή την περίοδο ΗΠΑ – ΝΑΤΟ και ΕΕ έκαναν τα στραβά μάτια στην τουρκική επιθετικότητα, με αποκορύφωμα το 2020 και τις κατάπτυστες δηλώσεις του Στόλτενμπεργκ και των ευρωπαίων αξιωματούχων.
Υπάρχει κανείς σήμερα που πιστεύει ότι αν οι Αμερικάνοι αν έχουν να επιλέξουν ανάμεσα στο κλείσιμο του τουρκικού ρήγματος και στο ελληνικό δίκαιο, θα ακολουθήσουν αυτή τη φορά το δρόμο της Αρετής; Μόνο αθεράπευτα αφελείς θα πίστευαν κάτι τέτοιο.
Ας μη χαίρονται λοιπόν στην Αθήνα με τα παθήματα του Ερντογάν. Μάλλον θα πρέπει να εύχονται να παραμείνει στην εξουσία όσο το δυνατό περισσότερο.