μετ. Γιάννης Παπαδάκης από την Unsere Zeit
Οι πολιτικοί επιστήμονες και μαρξιστές Ekkehard Lieberam και Roland Wötzel έγραψαν πέντε θέσεις για την ΕΕ και τις ευρωεκλογές για την ομάδα συζήτησης της Λειψίας «Αναλύοντας την παγκόσμια κατάσταση». Ο Ekkehard Lieberam είναι δικηγόρος και υπήρξε καθηγητής θεωρίας του κράτους και συνταγματικού δικαίου στη ΛΔΓ. Ο οικονομολόγος και δικηγόρος Roland Wötzel κατείχε ηγετικές θέσεις στη ΛΔΓ και στο SED. Στο κείμενό τους οι δυο τους ασχολούνται με το οικονομικό και στρατιωτικό βάρος της Ευρωπαϊκής Ένωσης και τη στενή σχέση της με τις ΗΠΑ. Απορρίπτουν την έκκληση για «εκδημοκρατισμό της ΕΕ» ως ψευδαίσθηση και προβλέπουν περαιτέρω ενίσχυση των δεξιών δυνάμεων. Ρίχνουν επίσης μια ματιά στην προοπτική της αριστερής κοινοβουλευτικής ομάδας στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και των αριστερών υποψηφίων στη Γερμανία. Μεταξύ άλλων, συγκρίνουν τις θέσεις των κομμάτων «Die Linke», BSW και DKP. Στη συνέχεια η UZ τεκμηριώνει τις θέσεις των Lieberam και Wötzel με τις ευγενικές ευχαριστίες για την άδεια αναδημοσίευσης.
Πρώτη θέση: Η ένωση των 27 ευρωπαϊκών κρατών της ΕΕ είναι ένας ιμπεριαλιστικός παράγοντας με καθεστώς παγκόσμιας δύναμης.
Η ΕΕ προέκυψε από τον κοινό έλεγχο επί του άνθρακα και του χάλυβα που συμφωνήθηκε από έξι ευρωπαϊκά κράτη (Γερμανία, Γαλλία, Ιταλία, Βέλγιο, Κάτω Χώρες και Λουξεμβούργο) το 1952, ο οποίος επεκτάθηκε το 1957 με τη Συνθήκη της Ρώμης για να σχηματίσει την ΕΟΚ και να συμπεριλάβει τον στόχο μιας κοινής οικονομικής πολιτικής της μεγαλύτερης οικονομικής δύναμης του κόσμου μέχρι περίπου το 2010. 20 από τα κράτη της αποτελούν πλέον μια οικονομική και νομισματική ένωση. «Σχεδιάστηκε εξαρχής για να προάγει τα συμφέροντα του κεφαλαίου και έτσι να εκτονώσει την αντίφαση μεταξύ των περιορισμών των εθνικών αγορών και της τάσης του κεφαλαίου προς απεριόριστη ανάπτυξη». (Thomas Sablowski/Peter Wahl (επιμ.), «Ευρωπαϊκή ολοκλήρωση στην πολλαπλή κρίση. Μελλοντικές προοπτικές της Ευρωπαϊκής Ένωσης», Αμβούργο 2024, σελίδα 9)
Ως ένωση κρατών, η ΕΕ μπορεί να λαμβάνει αποφάσεις μόνο σχετικά με τους τομείς πολιτικής που της έχουν μεταφερθεί με συνθήκη. Σήμερα, αυτό περιλαμβάνει επίσης επιλεγμένους τομείς της μεταναστευτικής και κλιματικής πολιτικής, καθώς και της εξωτερικής πολιτικής και της πολιτικής ασφάλειας. «Οικονομικά, η ΕΕ έχει στην πραγματικότητα το ανάστημα μιας παγκόσμιας δύναμης» (Peter Wahl, «Between Want and Can», ό.π., σελίδα 31), αν και με τάση προς μια συνεχή μείωση του μεριδίου της στο παγκόσμιο ακαθάριστο εγχώριο προϊόν (ΑΕΠ). Το 2022, σύμφωνα με υπολογισμούς του Διεθνούς Νομισματικού Ταμείου (ΔΝΤ), η ΕΕ ήταν στην τρίτη θέση ως προς το μερίδιό της στο παγκόσμιο ΑΕΠ με 12,8 τρισεκατομμύρια δολάρια – μετά τις ΗΠΑ με 25,5 τρισεκατομμύρια δολάρια και την Κίνα με 17,9 τρισεκατομμύρια δολάρια. Το 1980, το μερίδιο της ΕΚ, του προκατόχου της, στο παγκόσμιο ΑΕΠ ήταν 25 τοις εκατό, το 2020, το μερίδιο της ΕΕ ήταν ακόμα 14 τοις εκατό. Η ΕΕ παραμένει μια από τις μεγαλύτερες παγκόσμιες εμπορικές δυνάμεις. Το μερίδιό της στις παγκόσμιες εξαγωγές και εισαγωγές ήταν 15 τοις εκατό και 14 τοις εκατό αντίστοιχα το 2021.
Η ΕΕ χαρακτηρίζεται επί του παρόντος από συνεχιζόμενη οικονομική αδυναμία σε σύγκριση με τις ΗΠΑ: «Το οικονομικό χάσμα της Ευρώπης από τις ΗΠΑ έχει αυξηθεί δραματικά τα τελευταία χρόνια. Όποιον δείκτη κι αν επιλέξετε – κατά κεφαλήν εισόδημα, παραγωγικότητα, ανάπτυξη – τα κράτη της ΕΕ είναι το πολύ τα τρία τέταρτα των αξιών των ΗΠΑ παντού.» (Tim Bartz, Simon Hage και άλλοι, “A continent is left πίσω”, “Spiegel” από 18 Μαΐου 2024)
Η ΕΕ έχει τώρα 450 εκατομμύρια κατοίκους. Έχει νομική προσωπικότητα από την 1η Δεκεμβρίου 2009 και ως εκ τούτου δικαιούται να υπογράφει διεθνείς συμφωνίες και συνθήκες. Ο πολιτικός μηχανισμός της ΕΕ περιλαμβάνει, μεταξύ άλλων θεσμικών οργάνων, τέσσερα κεντρικά όργανα: το «Ευρωπαϊκό Συμβούλιο» (αποτελούμενο από τους 27 αρχηγούς κυβερνήσεων και τον Πρόεδρο της Επιτροπής της ΕΕ), το «Συμβούλιο της ΕΕ» (ως «Επιμελητήριο κρατών» με έναν εκπρόσωπο ανά κράτος μέλος, το οποίο είναι εξουσιοδοτημένο να λαμβάνει δεσμευτικές αποφάσεις), την «Ευρωπαϊκή Επιτροπή» (αποτελούμενη από 27 ανεξάρτητους Επιτρόπους) και το «Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο» ως «όργανο των πολιτών της Ένωσης». Μόνο η Ευρωπαϊκή Επιτροπή έχει 32.000 δημόσιους υπαλλήλους και συμβασιούχους υπαλλήλους.
Η ιστορία της ΕΕ είναι η ιστορία μιας προσπάθειας για στρατηγική αυτονομία και γεωπολιτική επιρροή, η οποία περιορίζεται επανειλημμένα από την παρέμβαση των ΗΠΑ. Ο χαρακτήρας της ΕΕ ως ένωσης κυρίαρχων καπιταλιστικών κρατών διαμορφώνει τον συχνά ασυνεπή και αντιφατικό ρόλο της ως μεγάλης παγκόσμιας δύναμης.
Στην ΕΕ, η Γαλλία και η Γερμανία (από κοινού και χωριστά) ανταγωνίζονται για την ηγεσία. Το μερίδιο της Γαλλίας είναι 17 τοις εκατό του ΑΕΠ της ΕΕ, το μερίδιο της Γερμανίας στο ΑΕΠ της ΕΕ είναι 25 τοις εκατό, το οποίο είναι υψηλότερο από αυτό των 19 μικρότερων κρατών της ΕΕ μαζί.
Οι ψήφοι μεταξύ των κρατών της ΕΕ στον ΟΗΕ συχνά αποδεικνύονται πολύ διαφορετικές. Για παράδειγμα, στην απόφαση της 10ης Μαΐου 2024 για την πλήρη ένταξη στον ΟΗΕ για την Παλαιστίνη, η Γαλλία, η Ισπανία και η Πορτογαλία ψήφισαν υπέρ, η Ουγγαρία και η Τσεχική Δημοκρατία την καταψήφισαν και η Γερμανία και η Ιταλία απείχαν. Η συμπεριφορά των επιμέρους κρατών της ΕΕ έναντι της Κίνας, η οποία είναι πλέον η πρώτη παγκόσμια δύναμη, είναι επίσης ασυνεπής σύμφωνα με τα αντίστοιχα εθνικά τους συμφέροντα. Συμφωνίες με την Κίνα ως μέρος του έργου «Νέος Δρόμος του Μεταξιού» έχουν μέχρι στιγμής συναφθεί από 18 από τα 27 μέλη.
Δεύτερη θέση: Παρά τη συνεχιζόμενη προσπάθειά της για ανεξαρτησία, η ΕΕ παραμένει ένας κατώτερος εταίρος των ΗΠΑ.
Οι λόγοι αυτής της ιδιότητας ως κατώτερου εταίρου των ΗΠΑ – ο όρος «υποτελές καθεστώς» μας φαίνεται υπερβολικός – είναι η πολύ χαμηλότερη στρατιωτική δύναμη της ΕΕ σε σύγκριση με τις ΗΠΑ και η οικονομική της αδυναμία. Η στρατιωτική δύναμη της ΕΕ είναι περίπου 10 με 15 τοις εκατό αυτής των ΗΠΑ. Οι χαμηλότερες στρατιωτικές και οικονομικές επιδόσεις της ΕΕ διασφαλίζουν την κυριαρχία των ΗΠΑ στο ΝΑΤΟ και εγγυώνται τη γεωπολιτική ηγεμονία των ΗΠΑ τις επόμενες δεκαετίες.
Όταν άνοιξε ένα παράθυρο ευκαιρίας για μια γεωπολιτική συμμαχία μεταξύ της ΕΕ και της Ρωσικής Ομοσπονδίας το 1999 με την εκλογή του Βλαντιμίρ Πούτιν ως Προέδρου της Ρωσίας και την πολιτική του για στενή συνεργασία μεταξύ Ρωσίας και ΕΕ, οι ΗΠΑ εμπόδισαν αυτόν τον δρόμο. Η «ανάδυση ενός περιφερειακού ηγεμόνα στην Ευρασία», δείχνουν τα έγγραφα στην Ουάσιγκτον, ήταν ασυμβίβαστη με εκείνα των Ηνωμένων Πολιτειών. (βλ. Peter Wahl, ό.π., σελ. 25)
Η εξάρτηση της ΕΕ αντανακλάται συχνά σε υπερβολική πολιτική πίστη προς τις ΗΠΑ. Στα 85 δισεκατομμύρια δολάρια, η οικονομική και στρατιωτική υποστήριξη της ΕΕ προς την Ουκρανία στον πόλεμο κατά της Ρωσίας από τις 24 Φεβρουαρίου 2022 έως τις 15 Ιανουαρίου 2024 («Handelsblatt» 22 Απριλίου 2024) ήταν μεγαλύτερη από αυτή των ΗΠΑ (68,7 δισεκατομμύρια). Οι πολιτικοί στα κράτη της ΕΕ υποστηρίζουν επανειλημμένα ότι η ΕΕ θα στηρίξει στρατιωτικά την Ουκρανία ακόμη και χωρίς τις ΗΠΑ. Η ΕΕ δεν έχει ακόμη ακολουθήσει την αύξηση των δασμών των ΗΠΑ για αυτοκίνητα, μπαταρίες και άλλα προϊόντα από την Κίνα στα μέσα Μαΐου 2024.
Κατά τη γνώμη μας, δεν είναι δυνατό για την ΕΕ να προχωρήσει μόνη της υποστηρίζοντας τη συνέχιση του πολέμου στην Ουκρανία ενάντια στη ρητή βούληση της αμερικανικής κυβέρνησης υπό τον Ντόναλντ Τραμπ.
Ο στόχος της Συνθήκης EDC (Ευρωπαϊκή Αμυντική Κοινότητα) από το 1952 για να επεκτείνει την «Ευρωπαϊκή Ενοποίηση» ώστε να συμπεριλάβει τη δημιουργία κοινών ευρωπαϊκών ενόπλων δυνάμεων ήταν, στην αρχή της «ιστορίας της ΕΕ», στόχος της δημιουργίας στρατιωτικής δύναμης για την «ενωμένη Ευρώπη» παρόμοιας με αυτή των ΗΠΑ. Το 1954, με την απόρριψη αυτού του έργου από τη Γαλλική Εθνοσυνέλευση, αυτή η προσπάθεια απέτυχε.
Η «Δυτική Ευρωπαϊκή Ένωση», που ιδρύθηκε για την «άμυνα», είναι μέρος της ΕΕ από το 1992. Ωστόσο, αυτό μέχρι στιγμής παρέμεινε μικρής σημασίας. Ένας «ευρωπαϊκός στρατός» και ο εξοπλισμός του με πυρηνικά όπλα ανακοινώθηκαν πολλές φορές, αλλά δεν δημιουργήθηκαν. Ωστόσο, στο πλαίσιο της «επιχειρησιακής αυτονομίας της ΕΕ», υπάρχουν επανειλημμένες πρωτοβουλίες για να καταστεί η ΕΕ «ικανή να δράσει» στρατιωτικά. Τώρα η ΕΕ θέλει να δημιουργήσει μια αυτόνομη δύναμη επέμβασης μεγέθους ταξιαρχίας έως το 2025. Με ένα «Ευρωπαϊκό Ταμείο Άμυνας», η ΕΕ θα παράσχει σχεδόν 8 δισεκατομμύρια ευρώ για έρευνα και ανάπτυξη εξοπλιστικών έργων από το 2021 έως το 2027. (Jürgen Wagner, «The Militarization of the EU», στο: Thomas Sablowski/Peter Wahl (επιμ.), στην καθορισμένη τοποθεσία, σελίδες 50 και 52).
Τρίτη θέση: Το αίτημα για «εκδημοκρατισμό της ΕΕ» που έθεσαν τα αριστερά κόμματα σε σχέση με τις ευρωεκλογές είναι μια ψευδαίσθηση.
Στο ευρωπαϊκό εκλογικό του πρόγραμμα για το 2024, το Αριστερό Κόμμα (die Linke) ζητά μια «δημοκρατική ΕΕ… που είναι προσηλωμένη στην ειρήνη». Το πώς θα επιτευχθεί αυτό, δεδομένου του πολιτικού προσανατολισμού της ΕΕ και των ισχυρών δεσμών της με τα συμφέροντα των ευρωπαϊκών τραπεζών και εταιρειών, παραμένει ασαφές.
Οι αποφάσεις του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου κατά των άλλων θεσμικών οργάνων της ΕΕ απλώς δεν είναι δυνατές. «Οι στρατηγικές αποφάσεις ουσιαστικά αποτελούν αντικείμενο διαπραγμάτευσης από τους αρχηγούς κρατών και κυβερνήσεων των κρατών μελών» (Klaus Dräger, «EU: Between Supranationalization and Disintegration», στο: Thomas Sablowski/Peter Wahl, εκδ., στην καθορισμένη τοποθεσία, σελίδα 112). Η ΕΕ δεν είναι ένα κοινοβουλευτικό σύστημα διακυβέρνησης στο οποίο η εκτελεστική εξουσία (η Επιτροπή των 27 Επιτρόπων) εκλέγεται από το Κοινοβούλιο και το Κοινοβούλιο μπορεί να αποφασίσει για «όλα». Τα ακόλουθα ισχύουν και για την ΕΕ ως διάδοχο της ΕΚ (Ευρωπαϊκής Κοινότητας): «Ο πολιτικός μηχανισμός της ΕΚ χαρακτηρίζεται από τη μείωση των αρμοδιοτήτων και εξουσιών των κρατών μελών ενώ ταυτόχρονα ενισχύει τα εκτελεστικά όργανα σε εθνικό και κοινοτικό επίπεδο» (Axel Dost/Bernd Hölzer, «Ο πολιτικός μηχανισμός της EC», Βερολίνο 1986, σελίδα 307). Το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο έχει περιορισμένες μόνο επιλογές για τη διαμόρφωση των πραγμάτων. Πάνω από όλα, εξυπηρετεί τη νομιμοποίηση της Ε.Ε.
Το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο είναι ένα εκλεγμένο σώμα των πολιτών των επιμέρους κρατών, το οποίο σταδιακά διεύρυνε τα δικαιώματα και τις αρμοδιότητές του μέσω διαφόρων συνθηκών και πολιτικών συμφωνιών. Ισχύουν τα ακόλουθα: «Το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο όχι μόνο δεν έχει το δικαίωμα να ορίζει τον Πρόεδρο της Επιτροπής και συνεπώς τον επικεφαλής της εκτελεστικής εξουσίας της ΕΕ, δεν έχει επίσης δικαίωμα πρωτοβουλίας, πράγμα που σημαίνει ότι δεν μπορεί να προτείνει νόμους μεταξύ των μελών του. Δεν έχει καν το δικαίωμα να απαιτήσει την αναθεώρηση ή την κατάργηση των οδηγιών και των κανονισμών που βοήθησε να εγκριθούν. … Η παράλογη και δαπανηρή διαίρεση σε δύο κοινοβουλευτικές έδρες στις Βρυξέλλες και στο Στρασβούργο δεν μπορεί να καταργηθεί με ψήφισμα, όπως κατοχυρώνεται στη σύμβαση.» (Andreas Wehr, «Still just a sham parliament», 7 Μαρτίου 2024).
Στον μηχανισμό πολιτικής εξουσίας της ΕΕ, το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, το οποίο δημιουργήθηκε το 1954 και εκλέγεται απευθείας στα κράτη μέλη κάθε πέντε χρόνια από το 1979, έχει κυρίως διακοσμητικές ή ελάχιστες δημιουργικές λειτουργίες. Το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, το οποίο σήμερα αποτελείται από 705 (και μετά τις 9 Ιουνίου 720) μέλη, δεν έχει τον διαχωρισμό σε κυβερνητική πλειοψηφία και μειοψηφία της αντιπολίτευσης που είναι χαρακτηριστικός σχεδόν όλων των εθνικών κρατών. Αποτελείται από φατρίες, αλλά είναι ως επί το πλείστον χαλαρές ενώσεις και γενικά δεν έχουν πειθαρχία φατριών.
Οι περιορισμένες νομοθετικές δυνατότητες του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου ήδη αποκλείουν την αλλαγή των βασικών κατευθύνσεων της πολιτικής της ΕΕ «με κοινοβουλευτικά μέσα» ή ακόμη και την ανατροπή των κοινωνικοπολιτικών συνθηκών στα κράτη της Ε.Ε. Το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο μπορεί να ενεργήσει μόνο εντός των τομέων πολιτικής που του ανατίθενται με σύμβαση. Έχει πλέον το δικαίωμα να υποβάλλει γραπτές και προφορικές ερωτήσεις στην Επιτροπή, να συζητά τις νομοθετικές προτάσεις της Επιτροπής και τον προϋπολογισμό της ΕΕ που υποβάλλει το «Συμβούλιο της ΕΕ», να εγκρίνει διεθνείς συμφωνίες, να εκλέγει τον Πρόεδρο της Επιτροπής, να συστήσει εξεταστικές επιτροπές, να υποβάλουν προτάσεις δυσπιστίας, να εξετάσουν εκθέσεις και να χορηγήσουν απαλλαγή στην Επιτροπή. (Σύγκριση «Το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο», Ομοσπονδιακή Υπηρεσία για την Αγωγή του Πολίτη, 2010, www.bpb.de)
Η αντίληψη του Λένιν από το 1915 ότι «οι Ηνωμένες Πολιτείες της Ευρώπης υπό καπιταλιστικές συνθήκες είναι είτε αδύνατες είτε αντιδραστικές» έχει αποδειχθεί αληθινή. (V. I. Lenin. «On the slogan of the United States of Europe», LW, Volume 21, Berlin 1969, page 343).
Τέταρτη θέση: Από αριστερή σκοπιά, η εκστρατεία και η εργασία στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο έχει νόημα εάν μπορεί να ενισχύσει την αντιπολιτευτική δύναμη για την ειρήνη και την κοινωνική πολιτική στα κράτη της ΕΕ.
Σε σχέση με την κατανόηση της πολιτικής που βλέπει τις εκλογές και τις προεκλογικές εκστρατείες πρωτίστως ως ενημέρωση για την πολιτική κατάσταση και ως κινητοποίηση για άλλες κοινωνικές ισορροπίες δυνάμεων, από την οπτική της Αριστεράς υπάρχουν πολλά που πάνε στραβά στην προεκλογική εκστρατεία του 2024 για το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο.
Στη Γερμανία, επτά κόμματα που αυτοαποκαλούνται ή θεωρούνται αριστερά θα λάβουν μέρος στις εκλογές του 2024: «Η Αριστερά» (Die Linke), η Συμμαχία Sahra Wagenknecht (BSW), το σατιρικό κόμμα «Die Party/Το Κόμμα», το Γερμανικό Κομμουνιστικό Κόμμα (DKP), το αριστερό ευρωπαϊκό κόμμα «MERA25» του πρώην υπουργού Οικονομικών Γιάνη Βαρουφάκη, το τροτσκιστικό Σοσιαλιστικό Κόμμα Ισότητας SGP και το Μαρξιστικό-Λενινιστικό Κόμμα Γερμανίας (MLPD).
Το 2019, μόνο τέσσερα κόμματα («Η Αριστερά», «Το Κόμμα», DKP και SGP) συμμετείχαν στις εκλογές. «Η Αριστερά» και το «Κόμμα» έλαβαν 2.056.049 (5,4 τοις εκατό) και 899.079 ψήφους (2,4 τοις εκατό) αντίστοιχα. Έλαβαν πέντε και δύο κοινοβουλευτικές έδρες αντίστοιχα. Το DKP έλαβε 20.396 ψήφους (0,1 τοις εκατό) και το SGP 5.283 ψήφους (0,0 τοις εκατό).
Σε συμφωνία με τη σατιρική αυτοεικόνα του, το «The Party» σκέφτεται ελάχιστα τη σύνθετη διαφώτιση. Παρουσίασε ορισμένους πολιτικούς παραλογισμούς που αξίζει να εξεταστούν ως αιτήματα: μεταξύ άλλων, ο «περιορισμός των μισθών των διευθυντών» στο 50.000στό των μισθών, «φρένο στην τιμή της μπύρας και του ενοικίου» και η προετοιμασία για μια «οικονομία πολέμου», στην οποία «εκτός από τους πολίτες, μπορεί να επιστρατεύεται και η ιδιωτική τους περιουσία».
Το εκλογικό πρόγραμμα του 2024 του κόμματος «Η Αριστερά» χαρακτηρίζεται από αναλυτική αδυναμία και έλλειψη σαφήνειας προσανατολισμού πολιτικής δράσης. Με περισσότερες από 100 σελίδες, πέντε κεφάλαια με 22 υποσημεία και πληθώρα επιμέρους σημείων, μοιάζει σχεδόν με κυβερνητικό πρόγραμμα. Οι περιορισμένες επιλογές του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου παραμένουν απαρατήρητες. Το εκλογικό πρόγραμμα είναι ενάντια στην υπάρχουσα Ευρώπη των «τραπεζών και εταιρειών» και ενάντια στο γεγονός ότι «η ανισότητα στην Ευρώπη αυξάνεται, ο πλούτος των λίγων αυξάνεται» και καλεί για μια «Ευρώπη των ανθρώπων» και έναν «αγώνα για μια πιο δημοκρατική, πιο κοινωνική Ευρωπαϊκή Ένωση». Δεν παρουσιάζονται τρόποι με τους οποίους μπορεί να επιτευχθεί αυτό.
Μετά από περισσότερα από δύο χρόνια, η «Αριστερά» εξακολουθεί να βλέπει τον πόλεμο της Ουκρανίας ως έναν απλό «πόλεμο επιθετικότητας». Η προηγούμενη επέκταση του ΝΑΤΟ προς τα ανατολικά και η κλιμάκωση του πολέμου στην Ουκρανία σε έναν εξαιρετικά επικίνδυνο πόλεμο πληρεξουσίων και παγκόσμιας τάξης που διεξάγεται από τις ΗΠΑ και το ΝΑΤΟ εναντίον της Ρωσίας δεν συζητούνται. Ορισμένες απαιτήσεις του κόμματος «Η Αριστερά» σε σχέση με τον πόλεμο στην Ουκρανία είναι εντελώς ή σχεδόν πανομοιότυπες με αυτές της κυβέρνησης. Το Αριστερό Κόμμα απαιτεί την «απόσυρση των ρωσικών στρατευμάτων» και «κυρώσεις κατά του ρωσικού μηχανισμού εξουσίας».
Το BSW επέλεξε τον τίτλο για το «Πρόγραμμα για τις Ευρωπαϊκές Εκλογές 2024»: «Μια ανεξάρτητη Ευρώπη κυρίαρχων δημοκρατιών – ειρηνική και δίκαιη». Η σκοπιμότητα αυτού του στόχου δεν συζητείται. Όπως και οι επίσημοι εκπρόσωποι της Ευρωπαϊκής Ένωσης, το BSW υποστηρίζει την «ανεξαρτησία της οικονομικής πολιτικής και της πολιτικής ασφάλειας» για την ΕΕ, σαν να μπορούσε να υπάρξει στρατηγική αυτονομία για την ΕΕ από τα αριστερά.
Ωστόσο, όλα αυτά συμβαδίζουν με πολλές σωστές εκτιμήσεις. Έτσι αξιολογεί η BSW: Στην «ηγεσία της Ευρωπαϊκής Ένωσης» και «σε πολλά κράτη μέλη» ισχύουν τα εξής: «Η γλώσσα του πολέμου βασιλεύει ξανά στην Ευρώπη και η ασφάλεια αναζητείται μόνο μέσω της στρατιωτικής δύναμης». Η Ένωση έχει μια διαδικασία που «υποστηρίζεται ενεργά» κατά την οποία πολλές ευρωπαϊκές χώρες «έχασαν σημαντικά μέρη της βιομηχανίας τους» και «το μερίδιο της Ευρώπης στην παγκόσμια οικονομία συρρικνώνεται».
Το BSW αξιολογεί τον πόλεμο της Ουκρανίας ως «αιματηρό πόλεμο αντιπροσώπων μεταξύ των ΗΠΑ και της Ρωσίας». Η συμμαχία ζητά τον τερματισμό της συσσώρευσης όπλων, τη «διακοπή των εξαγωγών όπλων» στην Ουκρανία, για μια «νέα ευρωπαϊκή ειρηνευτική τάξη» και για μια «εξωτερική πολιτική ειρηνικής επίλυσης συγκρούσεων». Το BSW συνδυάζει την κριτική για τον ρόλο της ΕΕ ως μεγάλης δύναμης ως «κατώτερου εταίρου» των ΗΠΑ με την απαίτηση ότι η ΕΕ πρέπει να «επιδιώκει τα ευρωπαϊκά συμφέροντα».
Σε αντίθεση με την επιβεβαίωση της ΕΕ από το Αριστερό Κόμμα και το BSW, το DKP υποστηρίζει στο φυλλάδιό του για τις «εκλογές της ΕΕ» ότι η ΕΕ ως «κατασκεύασμα … δεν μπορεί να μεταρρυθμιστεί». Ζητεί να τερματιστεί το «καθεστώς κυρώσεων», «να σταματήσουν όλες οι παραδόσεις όπλων» και «αποχώρηση από το ΝΑΤΟ και την ΕΕ». Θέλει να χρησιμοποιήσει τη συμμετοχή στις «εκλογές της ΕΕ» «γιατί θέλουμε να ενισχύσουμε τον αγώνα για την ειρήνη στην προεκλογική εκστρατεία και να τον φέρουμε στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο». («Θέσεις του DKP για τις εκλογές της ΕΕ του 2024, παλεύοντας μαζί – για την ειρήνη, την εργασία και τα δημοκρατικά μας δικαιώματα»).
Πέμπτη θέση: Σύμφωνα με έρευνες, οι ευρωεκλογές θα ενισχύσουν τις δεξιές παρατάξεις, θα εμβαθύνουν τη διαίρεση στα αριστερά και θα επιβάλουν αλλαγές στο αριστερό κομματικό φάσμα στην Ομοσπονδιακή Δημοκρατία.
Το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο αποτελείται (μετά τον αποκλεισμό των έντεκα βουλευτών του AfD από την ομάδα ID στις 23 Μαΐου 2024) από 60 μη εγγεγραμμένους βουλευτές και 7 πολιτικές ομάδες: την αριστερή ομάδα GUE/NGL (Συνομοσπονδιακή Ομάδα της Ενωμένης Ευρωπαϊκής Αριστεράς και Σκανδιναβικοί Πράσινοι), Πράσινοι/EFA, Σοσιαλδημοκράτες, Renew (Φιλελεύθεροι), ΕΛΚ (Ευρωπαϊκό Λαϊκό Κόμμα) και δύο φατρίες δεξιών λαϊκιστικών και ακροδεξιών κομμάτων: ECR (Ευρωπαίοι Συντηρητικοί και Μεταρρυθμιστές) και ID (Ταυτότητα και Δημοκρατία ).
Εάν επιβεβαιωθούν οι δημοσκοπήσεις, ο αριθμός των Πρασίνων βουλευτών πιθανότατα θα μειωθεί (από 72 σε 48). Οι παρατάξεις ECR και ID στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο θα αυξηθούν. (Βλ. Jan Rettig, «Η ακροδεξιά θα είναι πιο δυνατή από ποτέ», ND (Neues Deutschland) από 4/5 Μαΐου 2024).
Αναμένεται περαιτέρω μετατόπιση προς τα δεξιά: «Η ουσία είναι ότι η ακροδεξιά θα εκπροσωπείται πιο έντονα από ποτέ. Είναι πολύ περισσότερο από μια εκστρατεία φόβου όταν οι δημοκρατικές δυνάμεις επισημαίνουν αυτόν τον κίνδυνο.» Αλλά αυτή είναι μόνο η μισή αλήθεια: «Πολλοί λόγοι, ειδικά ο αντιμεταναστευτικός λόγος, έχουν ήδη μετατοπιστεί αρκετά προς τα δεξιά. Αυτό συμβαίνει υπό την πίεση της Δεξιάς. Αλλά υποστηρίζεται πάντα από Χριστιανοδημοκράτες, Συντηρητικούς, Σοσιαλδημοκράτες, Φιλελεύθερους και επίσης από τους Πράσινους» (Jan Rettig, ό.π.)
Είναι προφανές ότι υπάρχει μια αυξανόμενη δεξιά τάση στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, στην ΕΕ και σε πολλά κράτη της ΕΕ να αντισταθμίσουν τον φθίνοντα ρόλο της ΕΕ σε παγκόσμια δύναμη μέσω μεγαλύτερης ανεξαρτησίας από τη Δεξιά έναντι των ΗΠΑ. Στις 27 και 28 Απριλίου 2024, για παράδειγμα, πραγματοποιήθηκε στο Βουκουρέστι μια διάσκεψη 400 συντηρητικών από 30 χώρες με το σύνθημα «Η μετανάστευση και η οικονομική κυριαρχία ως παγκόσμιες προκλήσεις» με το σύνθημα υπέρ του Τραμπ «Κάνε την Ευρώπη ξανά σπουδαία» (βλ. Jüdische Rundschau», Μάιος 2024), στην οποία συμμετείχαν επίσης δεξιοί βουλευτές του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου. Εμφανίζεται μια νέα προσέγγιση από τους κυβερνώντες στην ΕΕ κατά της οικονομικής παρακμής της ΕΕ και για την πρόσβαση της ΕΕ στους παγκόσμιους πόρους και για την επέκταση της στρατιωτικής δύναμης της ίδιας της ΕΕ έναντι των ΗΠΑ.
Μια περαιτέρω παρακμή του κόμματος «Die Linke» και μια άνοδος του BSW στη Γερμανία είναι επίσης εμφανής. Η κρίση των ευρωπαϊκών κομμάτων στα αριστερά των Σοσιαλδημοκρατών, των οποίων οι βουλευτές είχαν προηγουμένως ενταχθεί στην ομάδα GUE/NGL, είναι πιθανό να επιδεινωθεί. Περαιτέρω διαφοροποίηση και αποδυνάμωση της Αριστεράς στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο είναι προβλέψιμη, ανεξάρτητα από τα κέρδη στις εκλογές που μπορούν ιδιαίτερα να ελπίζουν το Εργατικό Κόμμα από το Βέλγιο και το αριστερό σοσιαλιστικό Σιν Φέιν από την Ιρλανδία.
Η προαναφερθείσα εκλογική πρόβλεψη στη ND προβλέπει επίσης αύξηση της αριστερής παράταξης στο Ευρωκοινοβούλιο από 37 σε 44 βουλευτές, αλλά ταυτόχρονα, όπως έχει ήδη φανεί με το παράδειγμα του Αριστερού Κόμματος και της BSW στο Γερμανία, οι διαφορές μεταξύ αυτών των μερών αυξάνονται, ιδιαίτερα στο θέμα της ειρήνης που συνδέεται με τον πόλεμο της Ουκρανίας και τη σύγκρουση στη Μέση Ανατολή.
Στην αριστερή παράταξη του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου υπήρχαν και υπάρχουν λίγα σημεία στα οποία συμφωνούν τα κόμματα: απόρριψη της στρατιωτικοποίησης της εξωτερικής πολιτικής της ΕΕ, κριτική για την επέκταση του ΝΑΤΟ προς τα ανατολικά, ανάγκη επαναδιαπραγμάτευσης των συνθηκών της ΕΕ. Υπάρχουν διαφορές στην αξιολόγηση του πολέμου στην Ουκρανία, όσον αφορά τις παραδόσεις όπλων στην Ουκρανία και όσον αφορά την πολιτική κυρώσεων των ΗΠΑ και της ΕΕ έναντι της Ρωσίας. Βουλευτές από τη Σουηδία και τη Φινλανδία υποστηρίζουν ακόμη και τη θέση του ΝΑΤΟ ως «προστάτιδας δύναμης». (συγκρίνετε Cornelia Hildebrandt, “The European Left Parties in the Turning Times”, στο: Thomas Sablowski/Peter Wahl, εκδ., σελ. 165)
Δεν είναι επίσης βέβαιο εάν όλοι οι βουλευτές στα αριστερά των Σοσιαλδημοκρατών θέλουν και θα ξανασυναντηθούν στην κοινοβουλευτική ομάδα της GUE/NGL. Επειδή η αριστερή παράταξη στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο έβλεπε την ΕΕ ως πολύ θετική, τα δύο μέλη του ΚΚΕ που εξελέγησαν στην Ελλάδα αποχώρησαν από την ομάδα το 2014. Στο νέο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο θα είναι ζήτημα αν θα σχηματιστεί άλλη αριστερή παράταξη δίπλα στο GUE/NGL (μια παράταξη χρειάζεται τουλάχιστον 23 βουλευτές). Η BSW από τη Γερμανία, η οποία θα μπορούσε να κερδίσει έως και έξι έδρες, προφανώς έχει ένα τέτοιο σχέδιο: ο Fabio de Masi, ο κορυφαίος υποψήφιος της BSW, ανακοίνωσε την ίδρυση μιας νέας κοινοβουλευτικής ομάδας στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο: «οι αντίστοιχες συζητήσεις βρίσκονται σε εξέλιξη». (Markell Mann, «In the Realpolitik Trap», UZ από 17 Μαΐου 2024)
Στο παρελθόν, εμείς, μαζί με άλλους, είχαμε προβλέψει μια κατάσταση το 2024, όπου ο πόλεμος στην Ουκρανία είτε θα κλιμακωθεί είτε θα αποτελέσει αντικείμενο διαπραγμάτευσης ειρήνης. Αισθανόμαστε δικαιωμένοι που τα πράγματα συνεχίζουν να οδηγούν σε μια τέτοια κατάσταση λήψης αποφάσεων. Ωστόσο, οι εξαγγελίες του υπουργού Άμυνας των ΗΠΑ και ορισμένων χωρών του ΝΑΤΟ για παρέμβαση στον πόλεμο κατά της Ρωσίας με στρατεύματα του ΝΑΤΟ στο πλευρό της Ουκρανίας έχουν αυξήσει σημαντικά τον κίνδυνο κλιμάκωσης. Εάν συμβεί αυτό, αρκετές από τις εκτιμήσεις μας θα πρέπει να επανεξεταστούν και να γίνουν πιο ακριβείς.