του Διονύση Περδίκη
Συνεχίζουμε με τη δημοσίευση του τέταρτου μέρους της μελέτης με τίτλο “Ιμπεριαλισμός και πόλεμος στον 21ο αιώνα με αφορμή τον πόλεμο στην Ουκρανία”.
Το Μέρος Δ΄ αποτελεί το εμπειρικό κομμάτι όπου εφαρμόζεται η θεωρία που περιγράφηκε συνοπτικά μέχρι αυτό το σημείο για τη διερεύνηση της σύγχρονης συγκυρίας του διεθνούς ιμπεριαλιστικού συστήματος.
Συνοδεύεται από εκτενέστατες σημειώσεις με παραθέματα και μεταφράσεις. Συνιστούμε σε μια πρώτη ανάγνωση να αγνοηθούν οι σημειώσεις αυτές προς χάριν της ροής του κειμένου. Σε δεύτερη φάση, οι σημειώσεις και οι αναφορές σε αυτές μπορούν να χρησιμεύσουν για περαιτέρω μελέτη των θεμάτων που θίγονται.
Επίσης, για καλύτερη ανάγνωση των εικόνων και των πινάκων, μπορεί ο αναγνώστης να διαβάσει το παρόν σε αρχείο pdf.
Καθώς θα προχωράμε στη δημοσίευση της μελέτης θα εμπλουτίζουμε τον παρακάτω πίνακα περιεχομένων με τους αντίστοιχους ηλεκτρονικούς συνδέσμους:
ΜΕΡΟΣ Β’: ΙΜΠΕΡΙΑΛΙΣΤΙΚΟΣ ΚΑΠΙΤΑΛΙΣΜΟΣ
Αποσαφηνίζοντας τις έννοιες
Ιμπεριαλιστικός καπιταλισμός: Γενική θεωρία του ΚΤΠ, και μονοπώλιο – ιμπεριαλισμός: Μαρξ εναντίον Λένιν;
- Από τον Μαρξ και τη γενική θεωρία του κεφαλαίου…
- …στον Λένιν, το μονοπώλιο, και τον ιμπεριαλισμό στη σύγχρονη φάση της ιμπεριαλιστικής διεθνοποίησης της παραγωγής…
- Η διαλεκτική της ιστορίας του καπιταλισμού έχει τις απαντήσεις
Ιμπεριαλιστικός καπιταλισμός μέσα από τη διαλεκτική του νόμου της (αντικειμενικής) αξίας και του νόμου της (υποκειμενικής) ισχύος
- Η αναπαραγωγή της κυριαρχίας του κεφαλαίου μέσα από την ανταλλαγή ισοδύναμων αξιών
- Η αναπαραγωγή του μονοπωλιακού κεφαλαίου μέσα από την άνιση ανταλλαγή
– Πλασματικό κεφάλαιο
– Το ‘παραγωγικό’ πλασματικό κεφάλαιο
– Υπερεκμεταλλευόμενη εργασιακή δύναμη
– Διεθνοποιημένες αλυσίδες παραγωγής και μεταφοράς (υπερ)αξίας - Συμπέρασμα: ιμπεριαλισμός ως υπερώριμος καπιταλισμός
ΚΑΠΙΤΑΛΙΣΤΙΚΌΣ ΙΜΠΕΡΙΑΛΙΣΜΌΣ: Η ΙΜΠΕΡΙΑΛΙΣΤΙΚΉ, ΜΟΝΟΠΩΛΙΑΚΉ ΕΚΜΕΤΆΛΛΕΥΣΗ ΣΤΟ ΔΙΕΘΝΈΣ ΙΜΠΕΡΙΑΛΙΣΤΙΚΌ ΣΎΣΤΗΜΑ
- Άνιση ανταλλαγή στο διεθνές εμπόριο
- Εξαγωγές κεφαλαίου
- Η ουσία των ιμπεριαλιστικών διακρατικών σχέσεων
- Μέτρα ιμπεριαλιστικής ισχύος
- Σύνοψη Μερών Β΄ και Γ΄
ΜΕΡΟΣ Δ΄: «ΕΔΏ Ο ΙΜΠΕΡΙΑΛΙΣΜΌΣ, ΕΚΕΊ Ο ΙΜΠΕΡΙΑΛΙΣΜΌΣ, ΤΕΛΙΚΆ ΠΟΥ ΕΊΝΑΙ Ο ΙΜΠΕΡΙΑΛΙΣΜΌΣ;» Η ΣΎΓΧΡΟΝΗ ΔΙΕΘΝΉΣ ΣΥΓΚΥΡΊΑ «ΑΚΟΛΟΥΘΏΝΤΑΣ ΤΟ ΧΡΉΜΑ».
- Εισαγωγικές και κριτικές παρατηρήσεις.
- Το μέτρο «ροής»: ισοζύγια μεταφορών υπεραξίας.
- Το μέτρο συσσώρευσης: συσσώρευση κεφαλαίου, μονοπωλιακής ισχύος και περιουσιακών στοιχείων (με έμφαση στο εξωτερικό).
- Το γιατί και το πως της ιμπεριαλιστικής εκμετάλλευσης.
- Μέρος Δ2: Ιμπεριαλιστική Κίνα; (παρόν)
Σημειώσεις
Ιμπεριαλιστική Κίνα;
Αν και θα έχει γίνει ήδη φανερό ότι η Κίνα κάθε άλλο παρά μπορεί να θεωρηθεί ιμπεριαλιστική χώρα με βάση το σκεπτικό και τα στοιχεία που παρουσιάζονται στο άρθρο αυτό, αξίζει να σταθούμε λίγο πιο συγκεκριμένα, μιας και αποτελεί ένα ιδιαίτερο παράδειγμα ιμπεριαλιστικής εκμετάλλευσης ενός κράτους που, κατά τα άλλα, έχει μεγάλη ισχύ και αντίστοιχη πολιτική και στρατιωτική ανεξαρτησία, αλλά και προκειμένου να διερευνήσουμε τις μελλοντικές τάσεις και ιστορικές δυνατότητες. Σημειώνουμε ότι αυτή η κρατική ισχύς της Κίνας θα ήταν αδύνατη χωρίς τις δεκαετίες σοσιαλιστικής, και επομένως σχετικά εθνικά ανεξάρτητης, ανάπτυξης που προηγήθηκαν, κάτι που εξηγεί και το γιατί δεν βιάζεται να ολοκληρώσει τη μετάβασή της στις καπιταλιστικές σχέσεις παραγωγής, διατηρώντας τον κρατικό έλεγχο, σχεδιασμό, και προστασία της οικονομίας της. Υποστηρίζουμε ότι κάτι τέτοιο είναι απαραίτητο για όσο δεν μπορεί να σταθεί πραγματικά ανταγωνιστικά με το ιμπεριαλιστικό μονοπωλιακό κεφάλαιο, ενώ οδηγεί και σε μια κοινωνία που απέχει μακράν από τον αστικό πολιτικό και κοινωνικό φιλελευθερισμό, ακόμη και στη σύγχρονη ιμπεριαλιστική μορφή της «αντίδρασης σε όλη τη γραμμή»[1].
Ας ξεκινήσουμε από το διεθνές εμπόριο, εφόσον δεν πιστεύουμε να διαφωνεί κανείς ότι η Κίνα είναι καταρχήν μια χώρα εξαγωγής εμπορευμάτων, και παγκόσμιο εργοστάσιο του κόσμου, παρά μια χώρα εξαγωγής κεφαλαίου. Στην Εικόνα 16 από τη μελέτη των Carchedi και Roberts[2] φαίνονται οι μεταφορές υπεραξίας από την Κίνα προς τις “Ιμπεριαλιστικές Χώρες” (βλ. παρακάτω για τη σύσταση της ομάδας αυτής) ως ποσοστά των ΑΕΠ (αριστερά) και των κερδών από εξαγωγές (δεξιά), για τη χρονική περίοδο 1994 – 2019. Δε διακρίνεται καμία ιδιαίτερη τάση μείωσής τους.
Εικόνα 16. Μεταφορά υπεραξίας από την Κίνα προς τις ΙΧ, ως ποσοστό του ΑΕΠ (αριστερά) και των κερδών από εξαγωγές (δεξιά)2.
Μήπως, όμως, η Κίνα επιτυγχάνει να αντισταθμίσει αυτές τις ροές με την εκμετάλλευση των υπόλοιπων, πιο αδύναμων, εξαρτημένων χωρών; Η Εικόνα 17 παρουσιάζει τη μεταφορά υπεραξίας μεταξύ των «Ιμπεριαλιστικών Χωρών» (ΙΧ, ή στα αγγλικά IC) κατά τους Carchedi και Roberts2, δηλ. των G7 (ΗΠΑ, Καναδάς, Μ. Βρετανία, Γερμανία, Γαλλία, Ιταλία, Ιαπωνία), της Κίνας, και των -κατά τους συγγραφείς πάντα – «Κυριαρχούμενων Χωρών» (ΚΧ, ή στα αγγλικά DC), δηλ. των υπόλοιπων του G20 (εξαιρουμένης της ΕΕ, Αργεντινή, Αυστραλία, Βραζιλία, Ινδία, Ινδονησία, Δημοκρατία της Κορέας, Μεξικό, Ρωσία, Σαουδική Αραβία, Νότια Αφρική, Τουρκία, δεξιά), ως ποσοστό της συνολικής αξίας του διεθνούς εμπορίου της κάθε μιας από τις τρεις αυτές ομαδοποιήσεις. Σημειώστε ότι οι υπόλοιπες οικονομίες του κόσμου, πέραν των G20, αποτελούν ένα μάλλον μικρό μέρος του διεθνούς εμπορίου και δε θα μπορούσαν να αλλάξουν ποιοτικά την εικόνα αυτή. Από τα στοιχεία αυτά, συμπεραίνουμε ότι τέτοια αντιστάθμιση δεν συμβαίνει, προς το παρόν τουλάχιστον, και ούτε φαίνεται να αποτελεί ένα άμεσο ενδεχόμενο. Οι συγγραφείς συμπεραίνουν:
«Αυτό υποδηλώνει ότι η Κίνα κέρδισε ελάχιστα ή καθόλου σε υπεραξία από το εμπόριό της με τις υπόλοιπες Κ.Χ.. Συμπερασματικά, τα διαγράμματα […] επιβεβαιώνουν ότι η Κίνα δεν είναι ιμπεριαλιστική χώρα σύμφωνα με τον ορισμό μας· αντίθετα, εντάσσεται σαφώς στο κυριαρχούμενο μπλοκ.».
Εικόνα 17. Μεταφορά υπεραξίας μεταξύ ΙΧ, της Κίνας και των υπόλοιπων ΚΧ, ως ποσοστό της συνολικής αξίας του διεθνούς εμπορίου του καθενός2.
Εικόνα 18. Ποσοστά απόδοσης επενδύσεων της Κίνας στο εξωτερικό και ξένων επενδύσεων στην Κίνα3.
Ας ρίξουμε μια ματιά, όμως, και στις περίφημες εξαγωγές κεφαλαίου της Κίνας. Μεταφράζουμε και παραθέτουμε ένα εκτενές απόσπασμά από τη μελέτη του Minqi Li στη Μηνιαία Επιθεώρηση (Monthly Review), με τον χαρακτηριστικό τίτλο Κίνα: Ιμπεριαλιστική ή Ημι-Περιφέρεια; (China: Imperialistic or Semi–Periphery?)[3] (οι τονισμοί δικοί μας, ενώ η Εικόνα 18 αναφέρεται ως Διάγραμμα 1):
«Από το 2004 έως το 2018, τα συνολικά ξένα περιουσιακά στοιχεία της Κίνας αυξήθηκαν από 929 δισεκατομμύρια δολάρια σε 7,32 τρισεκατομμύρια δολάρια. Κατά την ίδια περίοδο, οι συνολικές ξένες υποχρεώσεις της Κίνας (δηλαδή οι συνολικές ξένες επενδύσεις στην Κίνα) αυξήθηκαν από 693 δισεκατομμύρια δολάρια σε 5,19 τρισεκατομμύρια δολάρια.16 Αυτό σημαίνει ότι η Κίνα είχε καθαρή επενδυτική θέση ύψους 2,13 τρισεκατομμυρίων δολαρίων στο τέλος του 2018. Δηλαδή, η Κίνα όχι μόνο συσσώρευσε τρισεκατομμύρια δολάρια περιουσιακών στοιχείων στο εξωτερικό, αλλά έγινε επίσης ένας μεγάλος καθαρός πιστωτής στην παγκόσμια κεφαλαιαγορά. Αυτό φαίνεται να υποστηρίζει το επιχείρημα ότι η Κίνα εξάγει πλέον τεράστια ποσά κεφαλαίου και επομένως χαρακτηρίζεται ως ιμπεριαλιστική χώρα.
Ωστόσο, η διάρθρωση των περιουσιακών στοιχείων της Κίνας στο εξωτερικό είναι πολύ διαφορετική από τη διάρθρωση των ξένων περιουσιακών στοιχείων στην Κίνα. Από το σύνολο των περιουσιακών στοιχείων της Κίνας στο εξωτερικό το 2018, το 43% αποτελείται από αποθεματικά περιουσιακά στοιχεία, το 26% είναι άμεσες επενδύσεις στο εξωτερικό, το 7% είναι επενδύσεις χαρτοφυλακίου στο εξωτερικό και το 24% είναι άλλες επενδύσεις (συνάλλαγμα και καταθέσεις, δάνεια, εμπορικές πιστώσεις κ.ο.κ.). Συγκριτικά, από τις συνολικές ξένες επενδύσεις στην Κίνα το 2018, το 53 τοις εκατό είναι άμεσες ξένες επενδύσεις, το 21 τοις εκατό είναι ξένες επενδύσεις χαρτοφυλακίου και το 26 τοις εκατό είναι άλλες επενδύσεις.
Έτσι, ενώ οι ξένες επενδύσεις στην Κίνα κυριαρχούνται από τις άμεσες επενδύσεις, μια μορφή επένδυσης που συνάδει με την προσπάθεια των ξένων καπιταλιστών να εκμεταλλευτούν το φθηνό εργατικό δυναμικό και τους φυσικούς πόρους της Κίνας, τα αποθεματικά περιουσιακά στοιχεία αντιπροσωπεύουν το μεγαλύτερο τμήμα των περιουσιακών στοιχείων της Κίνας στο εξωτερικό.
Τα αποθεματικά περιουσιακά στοιχεία της Κίνας αντανακλούν σε μεγάλο βαθμό τη συσσώρευση των ιστορικών εμπορικών πλεονασμάτων της Κίνας και επενδύονται κυρίως σε χαμηλής απόδοσης αλλά “ρευστά” μέσα, όπως τα κρατικά ομόλογα των ΗΠΑ. Αυτά τα περιουσιακά στοιχεία αντιπροσωπεύουν θεωρητικά τις απαιτήσεις της Κίνας για μελλοντικές προμήθειες αγαθών και υπηρεσιών από τις Ηνωμένες Πολιτείες και άλλες ανεπτυγμένες καπιταλιστικές χώρες. Αλλά αυτές οι αξιώσεις μπορεί να μην πραγματοποιηθούν ποτέ, επειδή οι Ηνωμένες Πολιτείες και άλλες ανεπτυγμένες καπιταλιστικές χώρες απλώς δεν έχουν την παραγωγική ικανότητα να παράγουν μέσα σε εύλογο χρονικό διάστημα τα επιπλέον αγαθά και υπηρεσίες που μπορεί να αντιστοιχούν στα πάνω από τρία τρισεκατομμύρια δολάρια συναλλαγματικών αποθεμάτων που κατέχει η Κίνα. Εάν η Κίνα χρησιμοποιήσει ένα μεγάλο μέρος των αποθεματικών της για να αγοράσει πρώτες ύλες ή να ανταλλάξει τα αποθεματικά σε άλλα περιουσιακά στοιχεία, θα ανεβάσει δραματικά τις τιμές αυτών των εμπορευμάτων ή άλλων περιουσιακών στοιχείων και η Κίνα θα υποστεί μαζική κεφαλαιακή απώλεια (μεγάλη μείωση της αγοραστικής δύναμης των αποθεματικών της Κίνας). Επιπλέον, η Κίνα χρειάζεται να διατηρεί αρκετά τρισεκατομμύρια δολάρια ως αποθέματα για να ασφαλιστεί από πιθανή φυγή κεφαλαίων ή χρηματοπιστωτική κρίση.
Από την άποψη των ΗΠΑ, η συσσώρευση συναλλαγματικών αποθεμάτων της Κίνας (κυρίως σε περιουσιακά στοιχεία σε δολάρια) της επέτρεψε ουσιαστικά να “αγοράσει” κινεζικά αγαθά αξίας τρισεκατομμυρίων δολαρίων σε μεγάλο βαθμό με την εκτύπωση χρήματος χωρίς να παρέχει υλικά αγαθά σε αντάλλαγμα. Τα αποθεματικά περιουσιακά στοιχεία της Κίνας, αντί να αποτελούν μέρος του ιμπεριαλιστικού πλούτου της Κίνας, αποτελούν ουσιαστικά τον άτυπο φόρο υποτελείας της Κίνας προς τον αμερικανικό ιμπεριαλισμό, πληρώνοντας για το “κυριαρχικό δικαίωμα” (Σ.τ.Μ, “seignorage privilege”) του τελευταίου.
Ενώ τα συνολικά περιουσιακά στοιχεία της Κίνας στο εξωτερικό είναι μεγαλύτερα από τις υποχρεώσεις της κατά 2,13 τρισεκατομμύρια δολάρια, το εισόδημα από επενδύσεις που έλαβε η Κίνα το 2018 ήταν στην πραγματικότητα μικρότερο από το εισόδημα από επενδύσεις που κατέβαλε κατά 61 δισεκατομμύρια δολάρια. Το Διάγραμμα 1 συγκρίνει τα ποσοστά απόδοσης των συνολικών επενδύσεων της Κίνας στο εξωτερικό με εκείνα των ξένων επενδύσεων στην Κίνα από το 2010 έως το 2018.
Από το 2010 έως το 2018, τα ποσοστά απόδοσης των περιουσιακών στοιχείων της Κίνας στο εξωτερικό ήταν κατά μέσο όρο περίπου 3% και τα ποσοστά απόδοσης των συνολικών ξένων επενδύσεων στην Κίνα κυμαίνονταν ως επί το πλείστον μεταξύ 5-6%. Ένα μέσο ποσοστό απόδοσης περίπου 3 τοις εκατό για τις επενδύσεις της Κίνας στο εξωτερικό προφανώς δεν συνιστά “υπερκέρδη”. Επιπλέον, οι ξένοι καπιταλιστές στην Κίνα είναι σε θέση να αποκομίσουν περίπου το διπλάσιο κέρδος από ό,τι το κινεζικό κεφάλαιο μπορεί να αποκομίσει στον υπόλοιπο κόσμο για ένα δεδομένο ποσό επένδυσης.
Στις παραμονές του Πρώτου Παγκοσμίου Πολέμου, το καθαρό εισόδημα από ακίνητη περιουσία από το εξωτερικό αντιπροσώπευε το 8,6% του βρετανικού ακαθάριστου εθνικού προϊόντος και το συνολικό εισόδημα από ακίνητη περιουσία αντιπροσώπευε το 9,6%. Παρατηρώντας τέτοια τεράστια υπερκέρδη, ο Λένιν θεωρούσε ότι οι εξαγωγές κεφαλαίου είχαν “εξαιρετική σημασία” στην εποχή του ιμπεριαλισμού. Συγκριτικά, το συνολικό εισόδημα από επενδύσεις που έλαβε η Κίνα το 2018 ήταν 215 δισεκατομμύρια δολάρια ή 1,6% του ακαθάριστου εγχώριου προϊόντος (ΑΕΠ) της Κίνας και το καθαρό εισόδημα από επενδύσεις στο εξωτερικό είναι αρνητικό.
Το γενικό πρότυπο των επενδύσεων της Κίνας στο εξωτερικό μπορεί να αποκαλυφθεί περαιτέρω εξετάζοντας πού πραγματοποιούνται οι κινεζικές επενδύσεις. […]
Οι τεράστιες επενδύσεις της Κίνας στο Χονγκ Κονγκ, το Μακάο, τη Σιγκαπούρη, τα νησιά Κέιμαν και τις Βρετανικές Παρθένες Νήσους (συνολικά 1,41 τρισεκατομμύρια δολάρια ή το 78% των άμεσων επενδύσεων της Κίνας στο εξωτερικό) προφανώς δεν αποσκοπούν στην εκμετάλλευση των άφθονων φυσικών πόρων ή της εργασίας σε αυτές τις πόλεις ή τα νησιά. Ορισμένες από τις επενδύσεις της Κίνας στο Χονγκ Κονγκ είναι οι λεγόμενες “επενδύσεις μετ’ επιστροφής” που πρέπει να ανακυκλωθούν πίσω στην Κίνα προκειμένου να καταγραφούν ως “ξένες επενδύσεις” και να τύχουν προνομιακής μεταχείρισης. Μεγάλο μέρος των κινεζικών επενδύσεων σε αυτά τα μέρη μπορεί απλώς να έχει να κάνει με ξέπλυμα χρήματος και φυγή κεφαλαίων. […] Οι επενδύσεις της Κίνας σε αυτούς τους φορολογικούς παραδείσους έχουν περισσότερες ομοιότητες με μεταφορές πλούτου από διεφθαρμένες κυβερνήσεις στον τρίτο κόσμο παρά με σχέδια ιμπεριαλιστικής λεηλασίας. Μεγάλο μέρος των επενδύσεων της Κίνας στην Ευρώπη, τη Βόρεια Αμερική, την Ιαπωνία, τη Νότια Κορέα, την Αυστραλία και τη Νέα Ζηλανδία είναι πιθανό να έχει παρόμοιο χαρακτήρα. Αντί να “εκμεταλλεύονται” τις ανεπτυγμένες καπιταλιστικές χώρες, μια τέτοια φυγή κεφαλαίων στην πραγματικότητα μεταφέρει πόρους από την Κίνα στον πυρήνα του καπιταλιστικού παγκόσμιου συστήματος.
Αυτό αφήνει περίπου 158 δισεκατομμύρια δολάρια (8,7% του συνολικού αποθέματος άμεσων επενδύσεων της Κίνας στο εξωτερικό ή 2,2% των συνολικών περιουσιακών στοιχείων της Κίνας στο εξωτερικό) επενδυμένα στην Αφρική, τη Λατινική Αμερική και την υπόλοιπη Ασία. Αυτό το μέρος των κινεζικών επενδύσεων αναμφίβολα εκμεταλλεύεται τους λαούς της Ασίας, της Αφρικής και της Λατινικής Αμερικής από την εργασία και τους φυσικούς τους πόρους. Αλλά αποτελεί ένα μικρό κλάσμα των συνολικών υπερπόντιων επενδύσεων της Κίνας και ένα σχεδόν αμελητέο μέρος του τεράστιου συνολικού πλούτου που έχουν συσσωρεύσει οι Κινέζοι καπιταλιστές (το εγχώριο απόθεμα κεφαλαίου της Κίνας είναι περίπου πέντε φορές μεγαλύτερο από τα υπερπόντια περιουσιακά στοιχεία της Κίνας). Ορισμένοι κινέζοι καπιταλιστές μπορεί να κατηγορηθούν για τις ιμπεριαλιστικού τύπου συμπεριφορές τους στις αναπτυσσόμενες χώρες, αλλά, στο σύνολό του, ο κινεζικός καπιταλισμός παραμένει μη ιμπεριαλιστικός.»
Δεν μπορούμε να επεκταθούμε σε βαθύτερη ποιοτική ανάλυση για το σε ποιον βαθμό οι κινεζικές ΑΞΕ οδηγούνε σε προσπορισμό ιδιαίτερων (μονοπωλιακών υπερ)κερδών ή όχι, και αν επομένως εμπεριέχουν την τάση και μια σχετικά άμεση ιστορική δυνατότητα ανάδειξής της σε ιμπεριαλιστική δύναμη. Θα διακινδυνεύσουμε εδώ την εκτίμηση ότι, γενικά μιλώντας, και όσον αφορά τις επενδύσεις της στον αναπτυσσόμενο κόσμο:
(α) συνοδεύονται από καλύτερους οικονομικούς και πολιτικούς όρους από ότι αντίστοιχες επενδύσεις των ιμπεριαλιστικών χωρών στις ίδιες χώρες, όταν και αν αυτές γίνονται, δηλ. βασίζονται κυρίως στους «νόμους της αγοράς» και τον «ελεύθερο ανταγωνισμό», και ελάχιστα στην ιμπεριαλιστική ισχύ ή στην εθνική καταπίεση άλλων λαών[4],
(β) είναι πολύ πιο παραγωγικές και αναπτυξιακές από τον μεγαλύτερο όγκο των επενδύσεων των ιμπεριαλιστικών χωρών στις ίδιες χώρες,
(γ) απέχουν από το να ανατρέψουν ποσοτικά και ποιοτικά την εικόνα της κυριαρχίας του ιμπεριαλιστικού κεφαλαίου στις περισσότερες περιοχές του κόσμου,
(δ) σκοπεύουν περισσότερο στην κατασκευή των απαραίτητων υποδομών για την ανάδειξη νέων αγορών, φιλικών προς την ίδια, και δρόμων μεταφορών για την εξαγωγή των εμπορευμάτων της, για τη διοχέτευση της πλεονάζουσας παραγωγικής της ικανότητας, δηλ. βασίζονται σε μακροπρόθεσμους στόχους αναπτυξιακής και γεωπολιτικής φύσης, και δε στοχεύουν ιδιαίτερα σε κάποιου είδους βραχυπρόθεσμο, μονοπωλιακό υπερκέρδος εις βάρος των αναπτυξιακών προοπτικών των χωρών που τις δέχονται.
Πρόκειται άλλωστε για επενδύσεις σε περιοχές του κόσμου που δεν έχουν ενταχθεί ιδιαίτερα στις διεθνείς αλυσίδες παραγωγής και μεταφοράς (υπερ)αξίας, ακριβώς διότι στερούνται τόσο υποδομών, όσο και αρκετά πειθαρχημένης και εκπαιδευμένης εργασιακής δύναμης. Απέχουν ακόμη από το να αποτελέσουν περιοχές του κόσμου από τις οποίες, τόσο η Κίνα, όσο και οποιοσδήποτε άλλος, θα μπορούσε να απομυζήσει μεγάλα ποσά υπεραξίας (πρώτα πρέπει να παραχθεί η αξία, για να αποσπάσει κανείς την υπεραξία!).
Όσο για τις επενδύσεις της Κίνας σε εταιρείες των ιμπεριαλιστικών χωρών, έχουν ως κύριο κίνητρο τη μεταφορά τεχνογνωσίας και της νομικής της μορφής, της ιδιοκτησίας των διπλωμάτων ευρεσιτεχνίας, και είναι ο πρώτος στόχος των διάφορων κυρώσεων και του προστατευτισμού που υψώνουν οι ΗΠΑ και οι σύμμαχοί τους, για να ανακόψουν τις προοπτικές της Κίνας να μειώσει την τεχνολογική της απόσταση από τις ιμπεριαλιστικές χώρες.
Ενδεικτικά, παραθέτουμε κάποιες πληροφορίες για τις επενδύσεις της Κίνας και των ιμπεριαλιστικών χωρών στην Αφρική ως παράδειγμα των παραπάνω σημείων. Στην Εικόνα 19 καταγράφονται οι 10 κορυφαίες σε απόθεμα ΑΞΕ στην Αφρική, για το 2016 και το 2019 (αριστερά), και για τα έτη 2011, 2016 (δεξιά), από έρευνες της UNCTAD, World Investment Report του 2021 και 2018[5], αντίστοιχα. Η Κίνα εμφανίζεται συνήθως στην τέταρτη ή πέμπτη θέση, μετά κυρίως από ιμπεριαλιστικές χώρες της Ευρώπης, και έχει αυξητική τάση κεφαλαιακής συσσώρευσης στην Αφρική.
Εικόνα 19. Οι 10 κορυφαίες χώρες σε απόθεμα ΑΞΕ στην Αφρική, για το 2015 και το 2019 (αριστερά) και για το 2011 και 2016 (δεξιά) σε δις δολάρια5.
Εστιάζοντας στα μέτρα «ροής» των ΑΞΕ, βλέπουμε στην Εικόνα 20 από δημοσίευμα του brookings.edu[6] στη βάση έρευνας της πρώην Ernst & Young, ότι όντως υπάρχει τάση αύξησης των κινεζικών ΑΞΕ στην Αφρική, και ότι αυτές είναι μάλλον πιο μεγάλες (κεφάλαιο ανά έργο), και πιο παραγωγικές (θέσεις εργασίας ανά έργο).
Εικόνα 20. ΑΞΕ στην Αφρική ανά χώρα προέλευσης στην περίοδο 2014-2018. Καταγράφεται ο αριθμός των έργων (αριστερή στήλη), οι θέσεις εργασίας που δημιουργούν (κεντρική στήλη) και το επενδυμένο κεφάλαιο σε εκατομμύρια δολάρια (δεξιά στήλη)6.
Μεταφράζουμε από το εν λόγω άρθρο:
«Όπως δείχνει το Διάγραμμα 1, οι μεγαλύτεροι επενδυτές με βάση τον αριθμό των έργων στην Αφρική ήταν οι Ηνωμένες Πολιτείες, η Γαλλία και το Ηνωμένο Βασίλειο, αντίστοιχα. Αξίζει να σημειωθεί ότι η Κίνα ήταν ο μεγαλύτερος επενδυτής από την άποψη του συνολικού κεφαλαίου, επενδύοντας υπερδιπλάσιο ποσό σε δολάρια από τη Γαλλία ή τις Η.Π.Α. Η έκθεση αναφέρει ότι οι ροές ΑΞΕ από παραδοσιακούς επενδυτές καθοδηγούνται εν μέρει από ισχυρές ιστορικές σχέσεις: Η Γαλλία, για παράδειγμα, είναι βασικός επενδυτής στη γαλλόφωνη Αφρική. Οι αναδυόμενοι εταίροι, συμπεριλαμβανομένης της Κίνας, των Ηνωμένων Αραβικών Εμιράτων (ΗΑΕ) και της Ινδίας, διαδραματίζουν ολοένα και πιο σημαντικό ρόλο στην Αφρική, αντιπροσωπεύοντας το 34% των συνολικών έργων και πάνω από το 50% των θέσεων εργασίας που δημιουργούνται και των επενδύσεων κεφαλαίου.».
Συμπεραίνουμε ότι ενώ πράγματι υπάρχουν τάσεις αύξησης των κινεζικών ΑΞΕ στην Αφρική, όπως και αλλού στον αναπτυσσόμενο κόσμο, απέχουν από το να ανταγωνιστούν ευθέως τις αντίστοιχες επενδύσεις των ιμπεριαλιστικών χωρών, ενώ μάλλον δεν αποτελούν αυτή τη στιγμή πηγές κάποιας ιδιαίτερης κερδοφορίας. Σε κάθε περίπτωση, είναι σημαντικό να συγκρίνουμε όλα τα παραπάνω ποσά με το συνολικό μέγεθος της Κίνας και της οικονομίας της, αλλά και με τη συνολική παραγωγή των χωρών που δέχονται αυτές τις επενδύσεις, για να οδηγηθούμε σε οποιοδήποτε συμπέρασμα για το τι σημαίνουν πραγματικά για τις ιστορικές δυνατότητες ποιοτικής αλλαγής της θέσης της Κίνας στο διεθνές ιμπεριαλιστικό σύστημα.
Τέλος, η οποιαδήποτε ένταξη της Κίνας σε κάθε θέση στο ιμπεριαλιστικό σύστημα είναι μια συζήτηση σε άμεση συνάρτηση με το ερώτημα της ολοκλήρωσης της μετάβασής της στις καπιταλιστικές σχέσεις παραγωγής (βλ. τη σχετική συζήτηση στο Μέρος Δ4 που θα ακολουθήσει).
Κλείνουμε την παράγραφο αυτή με μια διάθεση προβοκατόρικης ειρωνείας προς το ρεύμα της εργατικής αριστοκρατίας και του μικροαστισμού εντός του ελληνικού κομμουνιστικού κινήματος, καθώς η Κίνα βρίσκεται στη θέση 62 στην κατάταξη των χωρών με βάση το κατά κεφαλήν εισόδημα, ενώ η Ελλάδα στη θέση 42, με βάση τη Wikipedia[7]…
Σημειώσεις
[1] Λένιν ΒΙ. (2009). Ο ιμπεριαλισμός ανώτατο στάδιο του καπιταλισμού (εκλαϊκευτική μελέτη). Σύγχρονη Εποχή. Αθήνα. (Θα αναφερόμαστε στο εξής στο έργο αυτό για συντομία ως ‘Ιμπεριαλισμός’), σελ. 141:
«Ο ιμπεριαλισμός είναι η εποχή του χρηματιστικού κεφαλαίου και των μονοπωλίων, που παντού έχουν την τάση προς την κυριαρχία και όχι προς την ελευθερία. Αντίδραση σ’ όλη τη γραμμή, κάτω από οποιοδήποτε πολιτικό καθεστώς, όξυνση στο έπακρο των αντιθέσεων […] – να το αποτέλεσμα αυτών των τάσεων.»
Βλ. επίσης και στη συλλογή έργων του Λένιν Για τον ιμπεριαλισμό και τους ιμπεριαλιστές, Εκδόσεις Προγκρές – Σύγχρονη Εποχή, 1987, και συγκεκριμένα από το έργο Σχετικά με τη γελοιογραφία του μαρξισμού και τον «ιμπεριαλιστικό οικονομισμό (‘Ιμπεριαλιστικός οικονομισμός’ στο εξής για συντομία), σελ. 90-91:
«Πολιτικό εποικοδόμημα της νέας οικονομίας, του μονοπωλιακού καπιταλισμού (ο ιμπεριαλισμός είναι μονοπωλιακός καπιταλισμός) είναι η στροφή από τη δημοκρατία στην πολιτική αντίδραση. […] Μ’ αυτήν την έννοια είναι αδιαφιλονίκητο ότι ο ιμπεριαλισμός αποτελεί ‘άρνηση’ της δημοκρατίας γενικά, όλης της δημοκρατίας […]»
[2] Carchedi, G., & Roberts, M. (2021). The Economics of Modern Imperialism, Historical Materialism, 29(4), 23-69. https://doi.org/10.1163/1569206X-12341959
[3] Li, M. (2021). China: Imperialistic or Semi-Periphery?. Monthly Review.
[4] Βλ. σχετικά την αρθρογραφία που ασκεί κριτική στον χαρακτηρισμό των κινεζικών επενδύσεων στον αναπτυσσόμενο κόσμο ως «παγίδα χρέους»:
[5] UNCTAD, World Investment Report του 2021 και 2018.
[6] Madden P. (2019). Figure of the week: Foreign direct investment in Africa. brookings.edu.
[7] List of countries by GNI (nominal) per capita (Wikipedia).