Ιστορία της Ενωμένης Ευρώπης 1956-1993
του Φίλιππου Μπαρδουνιώτη
Πρόλογος
Το τέλος του Β παγκοσμίου πολέμου, βρήκε την Ευρωπαϊκή ήπειρο κατεστραμμένη: βομβαρδισμοί, πείνα και εξαθλίωση για το συντριπτικό κομμάτι του πληθυσμού. Η οικονομία είχε παραλύσει.
Οι χώρες της δυτικής Ευρώπης έψαχναν την επόμενη μέρα τους. Παράλληλα με την επόμενη μέρα που ήταν ούτως ή άλλως διαφορετική, αναδύονταν καινούργιοι συσχετισμοί δυνάμεων. Η Ευρώπη είχε χάσει την παγκόσμια πρωτοκαθεδρία. Αντίθετα, η Ανατολική Ευρώπη, με πρωτοπόρα την ΕΣΣΔ, που είχε επεκτείνει την επιρροή της στις ανατολικές και κεντρικές χώρες, ελέγχοντας και την ανατολική Γερμανία, και οι ΗΠΑ, από την άλλη μεριά του Ατλαντικού, που έβγαινε αλώβητη από τον πόλεμο με τεράστια αποθέματα κεφαλαίων και βιομηχανικού πλεονάσματος, πλέον κυριαρχούσαν απόλυτα.
Για τους δυτικούς κεφαλαιοκράτες, μια πιθανή επέκταση περαιτέρω της ΕΣΣΔ προς τα δυτικά ήταν απαράδεκτη. Από την άλλη καταλάβαιναν, ότι οι ΗΠΑ δεν θα τους βοηθούσε χωρίς αντάλλαγμα. Οι βλέψεις τους βέβαια, μπορεί να ήταν για συμμαχία με τις ΗΠΑ, όμως προσέβλεπαν και στον ανταγωνισμό με αυτές.
Ο μόνος τρόπος για να τα καταφέρουν, ήταν να δημιουργήσουν μια ενοποιημένη δύναμη, με στόχο να ανταγωνιστούν τόσο την ΕΣΣΔ, όσο και τις ΗΠΑ. Ήταν η μόνη πιθανή λύση, καθώς οι δύο υπερδυνάμεις, μπορούσαν να αντλήσουν τεράστιους πόρους από την μεγάλη σε μέγεθος έκταση τους. Η ιδέα της ενοποίησης δεν ήταν καινούργια. Ήδη, άνθρωποι, όπως ο κόμης Κουντχόβε- Καλέργι είχαν εισηγηθεί αυτήν την ενοποίηση[1]. Το 1929- 1930, ο υπουργός εξωτερικών της Γαλλίας, Αρσίντ Μπριάν, έκανε μια σοβαρή πρόταση για ενοποίηση. Οι στόχοι της πρότασης ήταν δύο: να φτάσει η Ευρώπη τις ΗΠΑ σε οικονομικό επίπεδο και να ελέγχεται η ηττημένη Γερμανία του Α΄ ιμπεριαλιστικού παγκόσμιου πολέμου[2]. Το σχέδιο του Μπριάν τελικά δεν προχώρησε λόγω της οικονομικής κρίσης που ξέσπασε το 1930. Η συνέχεια της ιδέας της ενοποίησης πέρασε στον Αδόλφο Χίτλερ. Ο καγκελάριος του Γ΄ Ράιχ επεδίωξε μια νέα τάξη στην Ευρώπη και να παρουσιάσει την εισβολή στην Ρωσία σαν σταυροφορία κατά του μπολσεβικισμού[3].
Μεταπολεμικά, η συνταγή ήταν η ίδια. Μια νέα προσπάθεια ενοποίησης της Ευρώπης, με θεμέλιο την ιμπεριαλιστική οικοδόμηση. Το Γ΄ Ράιχ είχε δείξει τον δρόμο. Ακόμα και τα πρόσωπα θα ήταν παρόμοια. Ενώ το στρατιωτικό και το ανώτατο πολιτικό προσωπικό της ναζιστικής Γερμανίας παραπέμφθηκε σε δίκες, κατώτεροι τεχνοκράτες και ένα μέρος του πολιτικού προσωπικού, λιγότερο γνωστό στο ευρύ κοινό, επιστρατεύτηκε στην νέα προσπάθεια.
Γιατί όμως αυτά τα πρόσωπα; Γιατί αυτοί που, οι ίδιοι οι κεφαλαιοκράτες, μέσω των κυβερνήσεων τους στις δυτικές καπιταλιστικές χώρες, δίκασαν και καταδίκασαν ως εγκληματίες κατά της ανθρωπότητας, βρέθηκαν και πάλι στην πρώτη γραμμή του ψυχρού πολέμου; Και από την άλλη, αυτοί που τους δίκασαν και καταδίκασαν, γιατί προπολεμικά τους είχαν στηρίξει με όλα τα μέσα; Η απάντηση είναι μια: ο ναζισμός ήταν προπολεμικά η εμπροσθοφυλακή του μεγάλου κεφαλαίου για την περαιτέρω κατάκτηση αγορών και την επένδυση στον καταστροφικό πόλεμο για να ξεπεραστεί η κρίση του 1930. Πρώτη και καλύτερη ιμπεριαλιστική δύναμη που στήριξε με όλα τα μέσα τα φασιστικά μορφώματα ήταν οι ΗΠΑ. Μεταπολεμικά, η μάσκα της απόλυτης ιμπεριαλιστικής ολοκλήρωσης πετάχτηκε, και στην θέση της μπήκε η αντικομμουνιστική μάσκα, με τα δήθεν δημοκρατικά συνθήματα. Όμως, ο καπιταλισμός, από την μεταπολεμική εποχή ως τα σήμερα, όσα και να λέει για δημοκρατία δεν είναι τίποτα άλλο παρά στάχτη στα μάτια των λαών. Οι πόλεμοι που γεννά, η φτωχοποίηση της μεγαλύτερης μερίδας του πληθυσμού, η καταστολή, αλλά και η καταστρατήγηση των ίδιων των νόμων που φτιάχνονται για την θεσμική ταξική κυριαρχία της αστικής τάξης, η όλο και πιο διαφαινόμενη συσσώρευση του πλούτου σε μια παρασιτική, μικρή κλίκα που ελέγχει τις οικονομίες των κρατών, καταδεικνύει ένα σύστημα που σαπίζει και γίνεται όλο και πιο αντιδραστικό.
Η ΕΟΚ, σε αυτή την αντιδραστική βάση δημιουργήθηκε[4]. Ο χαρακτήρας της, σε όλη τη διάρκεια της από την αρχή ως σήμερα είναι ο ίδιος: μια ένωση μονοπωλίων που διαμορφώνουν μέσα από οικονομικές και θεσμικές λειτουργίες την ταξική κυριαρχία τους. Η οικονομική ενοποίηση, δεν ευνόησε κανέναν άλλον περισσότερο, παρά τα ίδια τα μονοπώλια. Η ΕΟΚ και μετέπειτα ΕΕ, είναι ένωση για την δουλεία των λαών και όχι για την απελευθέρωση τους. Τα μονοπώλια ασκούν κατοχή στα κράτη μέλη της ένωσης, ελέγχουν την οικονομία τους, την ίδια τη ζωή των πολιτών. Αυτή είναι η Ευρώπη που ευαγγελίζονταν ο Χίτλερ όταν έβαζε στόχο την υλοποίηση της Mitteleuropa. Τώρα η πολιτική της ιμπεριαλιστικής ολοκλήρωσης βαφτίζεται με καινούργια συνθήματα, παλιές στοχεύσεις όμως.
Ο ιδιαίτερος ρόλος της Γερμανίας και οι ζυμώσεις των δυτικοευρωπαϊκών ιμπεριαλιστικών χωρών μεταπολεμικά
Κατά τη διάρκεια του 1930 η οικονομική κρίση από τη μια και η επαναστατικοποίηση της γερμανικής κοινωνίας είχαν θορυβήσει το ιμπεριαλιστικό κεφάλαιο. Η κάθετη πτώση του βιοτικού επιπέδου, η μαζική ανεργία, το στένεμα της κερδοφορίας του κεφαλαίου και η δημιουργία νέων αντιθέσεων των ιμπεριαλιστικών κέντρων, έσπρωξαν το μεγάλο κεφάλαιο να πάρει τα μέτρα του. Η προώθηση λούμπεν και περιθωριακών στοιχείων όπως ταξικά έκπτωτα μικροαστικά και μεσοαστικά στρώματα, εγκληματικά στοιχεία, εξαχρειωμένους και εξαθλιωμένους εργάτες, στη συσπείρωση σε φασιστικά κόμματα. Οι στόχοι ήταν δύο: η απομόνωση της ΕΣΣΔ, από μια αλυσίδα φασιστικών χώρων, που θα ήταν σύνορο- φράγμα της επέκτασης της, και μελλοντικά θα τη συνέτριβαν, και η άνοδος του κρατικομονοπωλιακού καπιταλισμού ως αναγκαιότητα για την κερδοφορία του κεφαλαίου (τα καρτέλ πετρελαίου και φαρμάκων ήταν συνδεδεμένα με τις κρατικές παραγγελίες[5]) και την επένδυση στην πιο κερδοφόρα μπίζνα: τον πόλεμο. Δεν είναι τυχαίο ότι ο επανεξοπλισμός της ναζιστικής Γερμανίας ήταν το επίκεντρο της οικονομικής πολιτικής.
Όλα τα κέντρα του ιμπεριαλιστικού κεφαλαίου συμμετείχαν σε αυτή την προοπτική: 500 μέλη της κλειστής ομάδας Hambuger Nationalklub (εθνικός όμιλος Αμβούργου που τον επιδοτούσε το κράτος και αποτελούνταν από την αριστοκρατία, ανώτατους δημόσιους υπαλλήλους, ανώτατο κλήρο και νομικούς), Χένρι Φορντ, Γουίλιαμ Ράντολφ Χιρστ (μεγαλοεκδότης των ΗΠΑ και παγκοσμίως), Ελβετοί τραπεζίτες: Bank Suisse, Credit Suisse (Γουίλιαμ Ρίττερ), Ελβετοί μεγαλοβιομήχανοι και ιμπεριαλιστικά κέντρα κυρίως των ΗΠΑ. Οι δυτικοί ιμπεριαλιστές ήταν πρόθυμοι να συνδράμουν με τεράστια κεφάλαια για την προοπτική της ιμπεριαλιστικής επέκτασης προς καινούργιες αγορές στην Ανατολή. Η Γερμανία ανορθώθηκε οικονομικά με τα σχέδια Ντάβες (1925) και Γιούνγκ (1929). Στη Γερμανία εγκαταστάθηκε το μέλος της διοίκησης της τράπεζας JP Morgan, Σέιμουρ Πάρκερ, με την ιδιότητα του επόπτη του σχεδίου Ντάβες. Το σχέδιο προέβλεπε τη μείωση των πολεμικών αποζημιώσεων ύψους 33 δις δολαρίων, και τον δανεισμό της Γερμανίας με 24 δις δολάρια. Το δάνειο εκδόθηκε από την Τράπεζα Διεθνών Διακανονισμών, με έδρα την Ελβετία. Αξίζει να σημειωθεί ότι εξέχοντα μέλη της ήταν ο εγκληματίας πολέμου, διεθνής σύμβουλος της IG Farben, Χέρμαν Σμιτς, και ο επίσης ναζιστής Χέρμαν Πουλ, διευθυντής της Reichsbank και υπεύθυνος για τη συγκέντρωση χρυσού από τιμαλφή, δοντιών και άλλων αντικειμένων των κρατουμένων που πέθαιναν στην θυγατρική εταιρεία της IG Farben, IG Auschwitz και στα άλλα στρατόπεδα συγκέντρωσης: Μπικερνάου, Μαϊντάνεκ, Τρεμπλίνκα, Μπάζεκ, Τσέλμο και Σόμπιμπορ. Έτσι, με το σχέδιο Ντάβες έλεγχαν την γερμανική αγορά άμεσα[6].
Η εφαρμογή του σχεδίου Γιούνγκ, που έγινε δεκτό από τα αγγλικά και γαλλικά μονοπώλια, προχώρησε στην είσοδο των αμερικανικών μονοπωλίων στη Γερμανία: Standard Oil (προμήθεια του υλικού μέσω της Ethyl Export Corporation, που ανήκε στη Standard Oil, General Motors Du Pond, με έδρα το Λονδίνο), General Motors (κατασκευή πυροκροτητών, ναρκών και τεθωρακισμένων), International and Telegraph Corporation (ITT: κατείχε το 25% των μετοχών της γερμανικής βιομηχανίας Focke Wulf, που κατασκεύαζε τα αεροπλάνα της Luftwaffe), Ford Motors (κατασκεύαζε το 1/3 των οχημάτων του γερμανικού στρατού), IBM (σχεδιασμός δρομολογίων τρένων, οργάνωση στρατοπέδων συγκέντρωσης, έλεγχος τραπεζικών λογαριασμών των θυμάτων, προμήθειες καυσίμων στα στρατόπεδα), SFK του Σβεν Γκούσταβ Βίνγκουιστ (κατείχε την αποκλειστικότητα της παραγωγής ρουλεμάν – το 60% της παραγωγής της διοχετεύονταν στους εξοπλισμούς του Γ΄ Ράιχ – ο διευθυντής της στις ΗΠΑ, ήταν ο Ούγκο Φον Ρόζεν, εξάδελφος του Γκαίρινγκ).
Ο βασικός εγχώριος χρηματοδότης και υποστηρικτής του Γ΄ Ράιχ ήταν η IG Farben. Πρόκειται για ένα καρτέλ με αιχμή το πετρέλαιο και το φάρμακα. Σχηματίστηκε το 1925 από την Bayern, BASF, Hoecht και μερικές μικρότερες γερμανικές εταιρείες. Ήταν η μεγαλύτερη εταιρεία παγκοσμίως στον τομέα των βαφών, των χημικών, των φαρμάκων, των πλαστικών και συνθετικών προϊόντων, κατέχοντας τα περισσότερα διπλώματα ευρεσιτεχνίας. Στον Α΄ ιμπεριαλιστικό παγκόσμιο πόλεμο ήταν ο βασικός προμηθευτής εκρηκτικών υλών και δηλητηριωδών αερίων του γερμανικού στρατού και αποσκοπούσε στη διεύρυνση της δραστηριότητας της μέσω του ιμπεριαλιστικού πολέμου. Η ήττα δεν πτόησε το καρτέλ. Η IG Farben, ήταν ο βασικός χρηματοδότης του NSDAP για την άνοδο και την εκπροσώπησή της στην πολιτική εξουσία. Στελέχη του ομίλου παρείχαν συμβουλευτική υποστήριξη και μεγάλης κλίμακας εκπαίδευση στη χρήση καταναγκαστικής εργασίας, σε γνωστές βιομηχανίες όπως: Bosch, Porsche, Volkswagen, BMW, Messerschmitt, Heinkel, Nestlé, Siemens- General Electric. Γι’ αυτόν τον λόγο, το καρτέλ, μετέτρεψε ένα ιδιωτικό ακαδημαϊκό ίδρυμα, υπό την ονομασία Kaiser Wilhelm, σε χώρο κατάρτισης για τα στελέχη της[7]. Η IG Farben χρηματοδοτούσε από τη μια έρευνες του Όττο Χαν στο τμήμα χημείας, ενώ από την άλλη δημιούργησε ένα τμήμα Διεθνούς και Συγκριτικού Δικαίου για την ανάπτυξη της στρατηγικής των συμφερόντων της με νομικά πλαίσια. Ένας από τους τεχνοκράτες, φοιτητής τότε (1927-1929), και μετέπειτα μέλος των ναζί, διαπρεπείς δικηγόρος και καθηγητής του Πανεπιστημίου του Ρόστοκ ήταν ο Βάλτερ Χαλσταϊν.
Η ήττα της Γερμανίας μετά τον Β΄ παγκόσμιο πόλεμο, βρήκε την χώρα πλήρως κατεστραμμένη και διαιρεμένη σε τέσσερα υπό κατοχή των συμμάχων κομμάτια. Η Γαλλία, η Βρετανία και οι ΗΠΑ ίδρυσαν την Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας, με μονομερή απόφαση, ενώνοντας τις τρεις ζώνες ελέγχου τους το 1949. Η νέα κυβέρνηση που διαμορφώθηκε αποτελούνταν από πρώην ναζί και έμπιστα στοιχεία αμερικανικών κύκλων που είχαν κατά το παρελθόν πολύ καλή συνεργασία μαζί τους. Η Δυτική Γερμανία, στην ουσία της, ήταν ένα κράτος απέναντι στο Ανατολικό μπλοκ. Οι Αμερικάνοι κεφαλαιοκράτες ανέλαβαν δράση να ανοικοδομήσουν τη Δυτική Γερμανία, γι’ αυτό τον λόγο η IG Farben, ενώ στη δίκη της Νυρεμβέργης πάρθηκε η απόφαση να διαλυθεί, τελικά απλά διασπάστηκε. Ο χαρακτήρας όμως του καρτέλ παρέμεινε όπως ήταν φυσικό[8].
Η δική της Νυρεμβέργης το 1945 ήταν, στην ουσία της, μια θεατρική παράσταση (τα πρακτικά και οι αποφάσεις της δίκης για τους βιομηχάνους και τεχνοκράτες της IG Farben π.χ. εξαφανίστηκαν και θάφτηκαν στις βιβλιοθήκες του αμερικανικού κογκρέσου[9]). Πολλοί ναζί εγκληματίες πολέμου, αλλά και επιχειρηματίες που έβγαλαν υπερκέρδη από τον ανθρώπινο πόνο, βαφτίστηκαν στην αντικομμουνιστική κολυμβήθρα και κατέλαβαν εξέχουσες θέσεις στη μεταπολεμική Δυτική Γερμανία. Αυτό δεν ήταν μια, απλά, βολική επιλογή από τους Αμερικανούς και τους Δυτικούς συμμάχους τους. Ούτε μια αναγκαστική επιλογή μόνο. Ήταν στην ουσία μια συνεργασία που αποτελούνταν από γνωστούς συνεταίρους του παρελθόντος που θα συνεργάζονταν και στο μέλλον. Η επιλογή ναζί μεταπολεμικά σε θέσεις πολιτικής εξουσίας ήταν μια σκόπιμη πράξη.
Την περίοδο 1948-1950 η Γαλλία δεσμεύτηκε πολιτικά στην ευρωπαϊκή κοινότητα ότι το γερμανικό πρόβλημα θα λυνόταν μέσω του σχεδίου Μάρσαλ. Το γαλλικό κεφαλαίο πίστευε ότι θα μπορούσε να επιτύχει τη διεθνοποίηση του Ρουρ (βιομηχανική ζώνη της Γερμανίας), και την ενοποίηση του Σάαρ (περιοχή πλούσια σε γαιάνθρακες) στη Γαλλία. Μόνο η τελευταία προσδοκία όμως έγινε πράξη, καθώς οι ΗΠΑ ευνοούσαν την οικονομική ανασυγκρότηση της Γερμανίας και πίεζαν τη Γαλλία να μην αποκλείσει τη Δυτική Γερμανία από την τελωνειακή ένωση. Έφτασαν μάλιστα στο σημείο να απειλήσουν και με διακοπή της χρηματοδότησης της Γαλλίας από το σχέδιο Μάρσαλ. Οι Γάλλοι, που ανησυχούσαν στην προοπτική μια δυνατής Γερμανίας, έψαχναν τρόπο για να ελέγχουν την γερμανική πολιτική και οικονομία. Αποσκοπούσαν να επωφεληθούν από την ανασυγκρότηση και από τις πλούσιες πλουτοπαραγωγικές δυνατότητες της, αλλά και να τη χειραγωγούν, μη δυσαρεστώντας όμως τις ΗΠΑ.
Για το γαλλικό βιομηχανικό κεφάλαιο η ιδέα της ενοποιημένης αγοράς ήταν μια πρόσβαση σε αγορές για φτηνές πρώτες ύλες. Έτσι, αρχικά η Γαλλία επιθυμούσε την υπερεθνική υπόσταση του ΟΕΟΣ (Οργανισμός Ευρωπαϊκής Οικονομικής Συνεργασίας για το συντονισμό του σχεδίου Marshall) και το 1947 άρχισε τις συνομιλίες για τη δημιουργία του FRITALOUX (μετέπειτα FINEBEL), μια τελωνειακή και νομισματική ένωση με την Ιταλία, το Λουξεμβούργο, την Ολλανδία, το Βέλγιο και τη Γαλλία. Το 1948, υπέγραψε με την Αγγλία το στρατιωτικό σύμφωνο των Βρυξελλών.
Η λύση βρέθηκε και είχε δύο προοπτικές. Η Γερμανία και η Γαλλία θα μπορούσαν να συνυπάρχουν σαν ισότιμα μέλη μέσω μια ευρωπαϊκής ενοποίησης. Η Γερμανία θα περιοριζόταν οικονομικά. Ο άνθρωπος που ανέλαβε να φέρει κοντά τις δύο χώρες ήταν ο Ρόμπερτ Σούμαν, ένας πουριτανός καθολικός, εξέχον μέλος της καθολικής φασιστικής οργάνωσης Opus Dei (στήριξε τον Μουσολίνι και τον Χίτλερ στον μεσοπόλεμο) και επικεφαλής της αντισημιτικής και αντικομμουνιστικής οργάνωσης Καθολική Δράση. Ο Σούμαν ήταν ο άνθρωπος με πολύ κατάλληλο παρελθόν για αυτήν τη δουλειά, καθώς υπήρξε επίσης υφυπουργός προσφύγων της κυβέρνησης Βισύ και χρηματοδοτούνταν από τον Χίτλερ για την αυτονομία της Αλσατίας, την περίοδο της γερμανικής κατοχής στη Γαλλία.
Παραδόξως, την αρχή την κάνανε οι χώρες των πάλαι ποτέ Κάτω Χωρών, δημιουργώντας το 1944 τη λεγόμενη ΜΠΕΝΕΛΟΥΞ, από τα αρχικά των τριών χωρών που συμμετείχαν[10]. Οι τρεις αυτές χώρες, προσδοκούσαν σε μια ενοποιημένη οικονομική συμμαχία που θα ενέτασσε και την Αγγλία. Για το ζήτημα είχαν ήδη αρχίσει οι συζητήσεις από εκπροσώπους των εξόριστων κυβερνήσεων των κατεχομένων χώρων κατά τη διάρκεια του Β΄ παγκόσμιου πολέμου. Το 1948 οι συζητήσεις κατέληξαν σε συμφωνία. Το Βέλγιο, η Ολλανδία και το Λουξεμβούργο, εγκαινίασαν το ενιαίο τελωνειακό σύστημα της ΜΠΕΝΕΛΟΥΞ. Με την Αγγλία ως ηγέτιδα δύναμη και διαμεσολαβητή με τις ΗΠΑ θα μπορούσαν να ανταγωνιστούν πιο εύκολα τις αγορές. Από την πλευρά τους, οι Αμερικάνοι, που άρχισαν με το σχέδιο Μάρσαλ την επεκτατική τους πολιτική, δημιούργησαν, με συνδετικό κρίκο στην Ευρώπη την Αγγλία, τον ΟΕΟΣ (Οργανισμός Ευρωπαϊκής Οικονομικής Στήριξης)[11]. Αυτός ο οργανισμός υιοθετήθηκε ως λειτουργική συνεργασία και δημιουργήθηκε παράλληλα με το σχέδιο Μάρσαλ το 1948. Ενέτασσε χώρες που επιθυμούσαν να λάβουν την αμερικανική βοήθεια και προέβλεπε την ελεύθερη διακίνηση κεφαλαίων και εμπορευμάτων από τις ΗΠΑ. Η λειτουργικότητα έδωσε σκέψεις ότι θα μπορούσε να λειτουργήσει και σε διάφορους τομείς της οικονομίας, όπως της παραγωγής σιδήρου και χάλυβα.
Το καρτέλ, ενδιαφέρονταν ιδιαίτερα για μια ενοποιημένη αγορά. Η κατάκτηση των αγορών καυσίμων, φαρμάκων και ελαφριάς βιομηχανίας ήταν το κύριο μέλημα των εκπροσώπων του. Ο επικεφαλής της καγκελαρίας Χανς Γκλόπκε (υπ’ αριθμόν 101 στη λίστα των συμμάχων για τους εγκληματίες πολέμου), της κυβέρνησης του καγκελαρίου Κόνραντ Αντενάουερ (υπό διερεύνηση για εγκλήματα πολέμου που δεν έγινε ποτέ), συμφώνησε στο σχέδιο Σούμαν που επεξεργάστηκε από έναν έμπιστο άνθρωπο της Wall Street και φανατικό αντί γκωλικό, τον Ζαν Μονέ. Στην συμφωνία αυτή, που αφορούσε την ομοσπονδιακή ένωση των ευρωπαϊκών κρατών, συμφωνούσαν η ΜΠΕΝΕΛΟΥΞ, η Γαλλία και η Ιταλία. Η Αγγλία διαφώνησε πλήρως. Έτσι δημιουργήθηκε η ΕΚΑΧ (Ευρωπαϊκή Κοινότητα Άνθρακα Χάλυβα). Ο Σούμαν, στη διακήρυξη της, έδωσε το μήνυμα ότι αυτή η πράξη ήταν το πρώτο βήμα της ευρωπαϊκής ενοποίησης που στηριζόταν στην γερμανογαλλική συμφιλίωση, δηλαδή στην σύμπραξη γερμανικού και γαλλικού κεφαλαίου.
Η πρώτη ιδρυτική σύνοδός της έγινε στο Παρίσι. Οι συμμετέχοντες κατέληξαν στο σύμφωνο του Παρισιού στις 18 Απριλίου 1951. Οι έξι υπουργοί εξωτερικών ανήκαν όλοι σε χριστιανοδημοκρατικά κόμματα. Πολλοί μίλησαν τότε για την ίδρυση μια Μαύρης Διεθνούς. Μέλος της υψηλής αρχής της ΕΚΑΧ διορίστηκε ο Κ. Μ. Χέτζλατζ, πρώην επίτιμο μέλος των SS και διευθυντής του γραφείου οικονομικών και δημοσιονομικών υποθέσεων του Γ Ράιχ.
Η Αγγλία το 1945 ήταν το πιο ισχυρό οικονομικά κράτος στην Ευρώπη. Το 1948 ο Μπέβιν, ενδιαφέρθηκε για μια τελωνειακή ένωση, μέσω της οποίας, με την υποστήριξη των ΗΠΑ, θα ανταγωνίζονταν την ΕΣΣΔ.
Η Αγγλία είχε ηγετικό ρόλο στο ΝΑΤΟ, στο σχέδιο Μάρσαλ και στη συμμαχία των Βρυξελλών, από τις υπόλοιπες δυτικοευρωπαϊκές χώρες. Όμως ένιωθε ανησυχία για το γεγονός ότι σε πολλές χώρες συγκυβερνούσαν κομμουνιστικά κόμματα με πολύ ισχυρή βάση. Έτσι, καθώς το κύριο μέλημα του αγγλικού κεφαλαίου ήταν η μη επέκταση της ΕΣΣΔ, τα συμφέροντα του το έσπρωχναν στη συνεργασία με τις ΗΠΑ.
Το μισό εμπόριο της Αγγλίας γίνονταν με τις χώρες που συναλλάσσονταν με την στερλίνα. Τις αποικίες της Αυτοκρατορικής Κοινοπολιτείας. Αντίθετα με τις ευρωπαϊκές χώρες, οι εμπορικές της σχέσεις ανέρχονταν στο 25% του συνολικού εμπορίου της.
Το 1948, οι Άγγλοι αδιαφόρησαν στο ζήτημα που τέθηκε στη συνάντηση της Χάγης για τη δημιουργία ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου. Η ιδέα αυτή κυκλοφόρησε από τους Γάλλους και διοχετεύονταν στην κοινή γνώμη ως μοχλός κινητοποίησης υπέρ της ευρωπαϊκής συνεργασίας, αλλά όχι υπερεθνικής. Ο Μπέβιν διαφώνησε πλήρως με τον Σούμαν. Οι Άγγλοι δεν ήθελαν με τίποτα την πρόσβαση εταίρου στις αγορές της κοινοπολιτείας. Στο μόνο που συμφώνησαν ήταν στη σύσταση ενός συμβουλίου της Ευρώπης που θα συνεδριάζει ετησίως και θα είχε αμυντικά χαρακτηριστικά. Επίσης, θα συμμετείχε σε ένα νεοϊδρυθέν ευρωπαϊκό δικαστήριο ανθρωπίνων δικαιωμάτων που θα συμμετείχε και η Δυτική Γερμανία. Το συμβούλιο της Ευρώπης ήταν αποδεκτό μόνο για τα οικονομικά συμφέροντα του αγγλικού κεφαλαίου και για τον περιορισμό της ΕΣΣΔ.
Η άνοδος του εργατικού κινήματος, συνοδεύτηκε από αλλαγή στην πολιτική εξουσία του βιομηχανικού κεφαλαίου της Αγγλίας. Η εισαγωγή του κρατικομονοπωλιακού καπιταλισμού ήταν αναγκαία για την ανασυγκρότηση της οικονομίας της χώρας. Ο καπιταλισμός της Αγγλίας που στηριζόταν στην βαριά βιομηχανία είχε ανάγκη από το κράτος διαχειριστή-πελάτη. Διαχειριστή σε ότι αφορά τις εισαγωγές πρώτων υλών από τις αποικίες, τη δασμολογική πολιτική, τη διαχείριση και διοχέτευση των κεφαλαίων από το σχέδιο Μάρσαλ, την κρατική χρηματοδότηση του χρηματικού και χρηματιστικού κεφαλαίου, την αναβάθμιση της εργατικής δύναμης για την εντατικοποίηση της παραγωγικότητας από το κράτος με στόχο την κερδοφορία του μεγάλου κεφαλαίου κ. α.
Ο ρόλος των ΗΠΑ στην ίδρυση της Ενωμένης Ευρώπης
Κατά την διάρκεια της δεκαετίας της περιόδου του μεσοπολέμου, στις ΗΠΑ συντελέστηκε μεγάλη συγκεντροποίηση κεφαλαίου. Με βάση τα στοιχεία του Record of the Smallest War Plants, οι ΗΠΑ συγκέντρωναν ως το 1938 το 66% του παγκόσμιου αποθεματικού χρυσού. Η συγκεντροποίηση ήταν τεράστια: λιγότερο από 4% των βιομηχανικών επιχειρήσεων καρπώνονταν κέρδη ύψους 84% όλου του κλάδου της βιομηχανίας, ενώ 45 επιχειρήσεις των συγκοινωνιών έλεγχαν το 92% του κλάδου. 17 ασφαλιστικές εταιρείες διέθεταν το 81,5% όλων των ασφαλιστικών κεφαλαίων και 40 επιχειρήσεις υπηρεσιών έλεγχαν το 80% του κλάδου. Συνολικά, το 1/10 των εταιρειών συγκέντρωναν το 52% των κεφαλαίων της χώρας.
Ο μονοπωλιακός καπιταλισμός των ΗΠΑ αναπτύχθηκε πάνω στις πλάτες των εκατομμύρια μαύρων που θεωρούνταν πολίτες δεύτερης κατηγορίας. Η ρατσιστική ιδεολογία δεν πήγαζε από τις θεωρίες της ευγονικής του Γ΄ Ράιχ. Ο μεγάλος καταμερισμός της εργασίας κι η άνοδος των trust, δημιούργησαν την αναγκαιότητα ανεύρεσης φτηνού εργατικού δυναμικού για τα μονοπώλια, προκειμένου να συσσωρεύεται περισσότερο πλεόνασμα πόρων, για τη διοχέτευσή του στα εξοπλιστικά προγράμματα και τη στρατιωτική δύναμη των ΗΠΑ, για τον έλεγχο των αγορών σε παγκόσμια κλίμακα. Αποτέλεσμα ήταν η διχοτόμηση της εργατικής δύναμης σε φτηνής και ακριβής με κριτήριο τη φυλετική καταβολή, το χρώμα. Το μεροκάματο των μαύρων εργατών ήταν έως και τρεις φορές κάτω από αυτό των λευκών, ενώ το εισόδημα για τους μαύρους αγρότες έπεφτε ακόμα και τέσσερις φορές κάτω από τους λευκούς αγρότες[12]. Η λεγόμενη «μαύρη ζώνη» στις πολιτείες του νότου των ΗΠΑ άγγιζε την περίοδο του μεσοπολέμου το 50% με 80% με μαύρους κατοίκους, στην τεράστια πλειονότητα τους εργάτες γης και βιομηχανικούς εργάτες.[13]. Σε δεκατέσσερις πολιτείες οι μαύροι απαγορευόταν να συνταξιδεύουν μαζί με λευκούς στα ίδια βαγόνια τρένων. Σε έντεκα πολιτείες, οι μαύροι απαγορευόταν να κυκλοφορούν σε δρόμους που σύχναζαν λευκοί. Σε είκοσι δύο πολιτείες τα παιδιά των μαύρων πήγαιναν σε ξεχωριστά σχολεία από αυτά των λευκών[14]. Μάλιστα στην πολιτεία της Φλόριδα, απαγορεύονταν να διδάσκονταν τα ίδια σχολικά εγχειρίδια μαύρα και λευκά παιδιά. Η δυνατότητα γάμου μεταξύ λευκών και μαύρων ήταν παράνομη σε σύνολο τριάντα πολιτειών των ΗΠΑ. Την ίδια εποχή στην Γερμανία τα πογκρόμ κατά των Εβραίων δυνάμωνε αισθητά.
Η οικονομική κρίση του 1930 ώθησε το αμερικανικό ιμπεριαλιστικό κεφάλαιο στην επένδυση του πολέμου. Από την άλλη, μετά το τέλος του, οι ΗΠΑ διέθεταν ένα τεράστιο αποθεματικό κεφαλαίων και εμπορευμάτων της πολιτικής βιομηχανίας τους. Οι ΗΠΑ ήταν όχι μόνο η μεγαλύτερη δύναμη παγκοσμίως. Έβγαιναν από έναν πόλεμο νικήτριες, χωρίς υλικές καταστροφές, αφού ο πόλεμος δεν διεξήχθη στο έδαφος τους, και με τους υπόλοιπους ανταγωνιστές τους κατεστραμμένους και καταχρεωμένους σε αυτές. Το κύριο μέλημα των ΗΠΑ ήταν η παγκόσμια κυριαρχία. Ο βασικός της αντίπαλος, η ΕΣΣΔ ήταν σε μειονεκτική θέση, λόγω των τεράστιων καταστροφών που υπέστη από τη ναζιστική εισβολή.
Στις 6 Αυγούστου 1945, με εντολή του Χάρι Τρούμαν δόθηκε εντολή για την πυρηνική επίθεση στο Ναγκασάκι και τη Χιροσίμα. Επρόκειτο για επίδειξη δύναμης προς την ΕΣΣΔ και επιβολή των ΗΠΑ στον Ειρηνικό. Το μήνυμα στάλθηκε όμως και στους Ευρωπαίους. Η νέα Ευρώπη θα ήταν αμερικάνικη. Οι Αμερικάνοι, είχαν ως προτεραιότητα την αποφυγή της οικονομικής κατάρρευσης των δυτικοευρωπαϊκών χώρων, που θα είχε ως συνέπεια και την πολιτική κατάρρευση των καπιταλιστικών κρατών τους. Τον Μάρτιο του 1947 ο Τρούμαν διακήρυξε στο Κογκρέσο το πολιτικό και στρατιωτικό δόγμα των ΗΠΑ. Το δόγμα ήταν στην ουσία του μια απειλή προς την ΕΣΣΔ, για τυχόν προοπτική άμεσων επιθέσεων κατά του κομμουνιστικού κινδύνου. Η συνέχεια του δόγματος Τρούμαν ήταν το σχέδιο Μάρσαλ. Στις 5 Ιουνίου του 1967 ο υπουργός εξωτερικών των ΗΠΑ, Τζωρτζ Μάρσαλ, ανακοίνωσε το αμερικανικό σχέδιο: Ευρωπαϊκό Πρόγραμμα Ανάκαμψης που τέθηκε σε εφαρμογή το 1948. Πρόκειται για την εξαγωγή κεφαλαίων ύψους 16 δις δολαρίων σε τέσσερα χρόνια[15].
Η κήρυξη της αντικομμουνιστικής υστερίας πήρε μεγάλες διαστάσεις την δεκαετία του 1950. Ένα πλατύ κύμα διώξεων επιβλήθηκε στην κοινωνία των ΗΠΑ μέσω HUAG (House on Un- American Activities Committee), υπηρεσίας που διεύθυνε ο Τζόζεφ Ρέιμοντ Μακάρθυ. Όλη η λογοτεχνία, τα ΜΜΕ και ο κινηματογράφος επιστρατεύτηκαν για την κρατική τρομοκρατία. Έξι εκατομμύρια άνθρωποι πέρασαν από τα ανακριτικά γραφεία της CIA, ενώ 500 έχασαν τα πάντα[16]. Ο αμερικανικός λαός πείστηκε με εκβιασμούς και την πλατιά τρομοκρατία να δεχτεί την αναγκαιότητα της διαφύλαξης της κυριαρχίας της πλουτοκρατίας. Παράλληλα και σιωπηρά, αυξήθηκαν οι φόροι για την άμυνα και οργανώθηκαν προπαγανδιστικού τύπου έρανοι γι’ αυτό το σκοπό. Το κεντρικό σύνθημα ήταν: σταυροφορία της ελευθερίας!
Οι Αμερικάνοι από την αρχή ήθελαν μια ενοποιημένη Ευρώπη. Ήταν η μόνη λύση για την οικονομική κυριαρχία τους: για να ενοποιήσουν το ευρωπαϊκό χρέος, επιθυμούσαν ανοικτές αγορές για τη διείσδυση κεφαλαίων και εμπορευμάτων, πρόσδεση των ευρωπαϊκών χωρών στο ΝΑΤΟ που θα λειτουργούσε για τον στρατιωτικό έλεγχο παγκοσμίως (δημιουργία αλυσίδας στρατιωτικού ελέγχου από τον Παναμά ως το Σουέζ, προέκταση της ιμπεριαλιστικής κυριαρχίας τους στις αποικίες των ξεπεσμένων ευρωπαϊκών δυνάμεων – στην απομάκρυνση των αποικιοκρατών σύγκλιναν με τους Σοβιετικούς πολιτικά, με διαφορετική στόχευση όμως). Πρώτη πράξη της μεταπολεμικής πολιτικής για την επίτευξη των στόχων τους στην Ευρώπη ήταν το δάνειο που δόθηκε με μεσολάβηση του οικονομολόγου λόρδου Κέυνς, ύψους 3 δις και 700 εκατομμυρίων δολαρίων στους Βρετανούς. Σε αντάλλαγμα, οι δεύτεροι κατέστησαν τη στερλίνα άμεσα μετατρέψιμη σε δολάρια[17]. Οι Αμερικάνοι που γνώριζαν πολύ καλά τα προβλήματα της αγγλικής οικονομίας, έκαναν το πρώτο βήμα για να βάλουν χέρι στις αποικίες.
Για τον φραγμό στην υποτιθέμενη σοβιετική απειλή, η εξωτερική τους πολιτική είχε δύο άξονες: την καθυπόταξη των λαϊκών κινημάτων στη Μεσόγειο (Ελλάδα, Τουρκία και Ιταλία) και την ανασυγκρότηση της Δυτικής Γερμανίας. Για την περίπτωση της Ιταλίας, ανέθεσαν στον επικεφαλής του τμήματος αντικατασκοπείας Τζέιμς Άγγλετον τη διαχείριση χρηματοδότησης της ιταλικής μαφίας και του Βατικανού (ο ίδιος συνδεόταν προσωπικά), για τη σύσταση των ακροδεξιών ομάδων UQ, του Τζουλιέλμο Τζιανίνι, με παρακλάδια παραστρατιωτικών οργανώσεων, με τη σημαντικότερη από αυτές την FAR (Fasci d’ Azione Rivoluzionarial), και τη δημιουργία φασιστικών αντικομμουνιστικών εργατικών συνδικάτων.
Το 1948 οι πολεμικές δαπάνες των ΗΠΑ ήταν 12 φορές πάνω από αυτές του 1939, δηλαδή, από την περίοδο των προετοιμασιών για την είσοδο στον Β΄ παγκόσμιο πόλεμο. Από αυτά, τα 12 δις δόθηκαν στις πολεμικές βιομηχανίες. Αυτά τα χρήματα δόθηκαν στη στήριξη κάθε καθεστώτος που στήριζε την καπιταλιστική κυριαρχία και απομάκρυνε την κομμουνιστική απειλή, καθεστώτα που απεμπόλησαν με τη βία κάθε εργατικό και αντιφασιστικό κίνημα. Χαρακτηριστική περίπτωση αυτής της πολιτικής των ΗΠΑ ήταν η Ελλάδα, που το μεγαλύτερο ποσοστό του σχεδίου Μάρσαλ, ξοδεύτηκε για τις δραστηριότητες του εθνικού στρατού Ελλάδας, ενάντια στον δημοκρατικό στρατό Ελλάδας[18].
Η ΕΟΚ: Β΄ περίοδος 1958-1972
Η οριστική μορφή της ΕΚΑΧ διαμορφώθηκε με τη συνθήκη της Ρώμης. Το σχέδιο Σούμαν προέβλεπε την ένωση του καρτέλ χάλυβα και άνθρακα, τον μηδενικό περιορισμό των καρτέλ, την απελευθέρωση του χρηματιστικού κεφαλαίου, τον έλεγχο των τιμών αγοράς, τον έλεγχο της παραγωγής και της ανεργίας. Όλα αυτά επιβεβαιώθηκαν και ενισχύθηκαν από τις συνθήκες της Ρώμης την 25η Μαρτίου του 1958, όταν συναντήθηκαν οι έξι χώρες της ΕΚΑΧ και υπέγραψαν τη γέννηση της ΕΟΚ. Πρόκειται για οικονομική ένωση, που, από τα 248 άρθρα της συνθήκης της Ρώμης, ο σκοπός της ήταν: η τελωνειακή ένωση, ελεύθερος και ισότιμος ανταγωνισμός των έξι, κοινό εξωτερικό δασμολόγιο, σχέδιο πλήρους καθιέρωσης σε 12ετές στάδιο των άνωθεν.
Οι έξι προχώρησαν και στο πολιτικό σκέλος της ενοποίησης. Δημιουργήθηκε μια επιτροπή με έδρα τις Βρυξέλλες, που αποτελούνταν από έναν πρόεδρο και 5 αντιπροέδρους που διορίζονταν από τις κυβερνήσεις των κρατών. Πρώτος πρόεδρος ήταν ο Βάλτερ Χαλσταϊν (βλ. παραπάνω). Η επιτροπή λειτουργούσε ως διαχειριστής της οικονομικής ενοποίησης.
Το 1958 ιδρύθηκε άλλο ένα καρτέλ, η EURATOM (η Γαλλία επιθυμούσε πολύ αυτό το καρτέλ), η ένωση για την ατομική ενέργεια. Το 1965 η ΕΚΑΧ, η ΕΟΚ και η EURATOM συγχωνεύτηκαν. Το 1967, η επιτροπή αναβαθμίστηκε και λειτουργούσε ως εκτελεστικό όργανο. Όμως τις πρωτοβουλίες τις έπαιρναν όργανα εθνικών συμφερόντων. Συγκαλούνταν τακτικά (ανά μήνα) συμβούλιο υπουργών της ΕΟΚ, με διαφορετικά μέλη ανά θέμα συζήτησης. Επίσης άλλαξε και η ψηφοφορία: σταθμισμένες ψήφοι αναλογικά με τον πληθυσμό. Έγινε προσπάθεια για ομοφωνία, αλλά αυτό ήταν ανέφικτο. Στην πράξη η ΕΟΚ ήταν διχασμένη και η αποφάσεις της αργούσαν να γίνουν πράξη.
Από το 1962, το συμβούλιο μετατράπηκε σε ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, το οποίο μέχρι τη δεκαετία του 1970 δεν είχε δικαίωμα να αποπέμψει και να καθαιρέσει όλο το σώμα. Αυτό το προνόμιο δεν χρησιμοποιήθηκε πριν το 1972.
Ιδρύθηκε ευρωπαϊκό δικαστήριο με έδρα το Λουξεμβούργο. Διασφάλιζε ότι οι κοινοτικοί νόμοι θα είχαν ισότιμοι επίδραση για όλα τα κράτη, και γι’ αυτό καθιερώθηκε η υπεροχή της ευρωπαϊκής κοινοτικής νομοθεσίας μεταξύ των έξι. Οι κοινοτικοί νόμοι ίσχυαν παράλληλα με τους εθνικούς νόμους και σε βάθος χρόνου θα εναρμονίζονταν μ’ αυτούς.
Το αποτέλεσμα της ΕΟΚ, ήταν η περαιτέρω συγκέντρωση κεφαλαίων και η καρτελοποίηση της παραγωγής. Το καρτέλ πετρελαίου και φαρμάκων έλεγχε την Ευρώπη έμμεσα. Οι εμπορικές συναλλαγές των έξι αυξήθηκαν κατά πέντε φορές, οι εξαγωγές κατά δυόμισι[19]. Ο ρυθμός του ΑΕΠ ανέβαινε κατά 5% ετησίως και ο πληθυσμός της ΕΟΚ ανέρχονταν σε 199 εκατομμύρια. Σ’ αυτά τα αποτελέσματα συνέβαλε και το πρόγραμμα Kennedy Round το 1961: μείωση των δασμών μεταξύ ΕΟΚ, Καναδά, ΗΠΑ και διεύρυνση του ΟΕΟΣ σε ΟΟΣΑ (Οργανισμός Οικονομικής Συνεργασίας και Ανάπτυξης).
Η Μεγάλη Βρετανία άρχισε να βλέπει ότι η ΕΟΚ μπορούσε να χρησιμοποιηθεί για τις ανάγκες του βιομηχανικού κεφαλαίου της. Το 1958 έκανε προσπάθεια να εντάξει τους άλλους έξι του ΟΕΟΣ σε μια ελεύθερη ζώνη εμπορίου βιομηχανικών προϊόντων. Η Γαλλία αντιτάχθηκε, καθώς δεν προσφερόταν τίποτα για την αγροτική της οικονομία. Έτσι η Αγγλία προχώρησε στην πρωτοβουλία της σύστασης της ΕΖΕΣ (Ευρωπαϊκή Ζώνη Ελεύθερων Συναλλαγών). Η οικονομικής φύσης ζώνη αυτή περιλάμβανε τη Δανία, τη Νορβηγία, τη Σουηδία, την Ελβετία, την Πορτογαλία και την Αυστρία σχηματίζοντας τους «επτά». Η ζώνη διευρύνθηκε με την ένταξη της Ιρλανδίας το 1970 και της Φινλανδίας το 1985. Η ΕΖΕΣ προέβλεπε και αυτή τη σταδιακή μείωση των, εντός της ζώνης, εμπορικών περιορισμών, χωρίς όμως εξωτερικό δασμολόγιο. Γεωγραφικά ήταν χωρίς συνοχή, με μικρό πληθυσμό και εξάρτηση από τη Μεγάλη Βρετανία που είχε τα 2/3 της βιομηχανικής παραγωγής της ΕΖΕΣ[20].
Μετά την κρίση του Σουέζ, το 1956, οι Βρετανοί συνειδητοποίησαν ότι η αυτοκρατορία της κοινοπολιτείας δεν είχε γερές βάσεις. Οι ΗΠΑ από την πλευρά τους, ανησυχούσαν περισσότερο για τους “έξι” της ΕΟΚ, σαν ανερχόμενη ανταγωνίστρια δύναμη. Το 1961, η κυβέρνηση Μακμίλλαν της Βρετανίας υπέβαλε αίτηση για ένταξη στην ΕΟΚ και έστειλε τον Έντουαρντ Χηθ, μέλος του υπουργικού συμβουλίου, για διαπραγματεύσεις στις Βρυξέλλες. Οι διαπραγματεύσεις έδωσαν αφορμή να αναδειχθούν αντιθέσεις εντός της ΕΟΚ που αφορούσαν τη στρατηγική και τους σκοπούς της ενοποίησης. Οι Γάλλοι με τον Ντε Γκωλ διαφώνησαν στην ενοποίηση και τον υπερεθνικό χαρακτήρα. Αντιπρότειναν μια «Ευρώπη των πατρίδων» που θα αποσκοπούσε σε πολιτική συνεργασία για την αντίσταση στην επέκταση των ΗΠΑ. Ο Ντε Γκωλ δήλωσε ότι τα εθνικά κράτη είναι οι μόνες πραγματικότητες στις οποίες μπορεί κάποιος να χτίσει. Πίστευε στην οικονομική, πολιτική και αμυντική συνεργασία με διακυβερνητικές συμφωνίες και όχι σε μια υπερεθνική ένωση. Η υπονόμευση της σύμπραξης του γαλλογερμανικού καρτέλ ήταν απαράδεκτη. Το γαλλικό καρτέλ έβλεπε τη Βρετανία σαν δούρειο ίππο των ΗΠΑ. Έτσι το 1962, ο Ντε Γκωλ άσκησε βέτο, για την είσοδο της Βρετανίας στην ΕΟΚ.
Το 1961, έγιναν δύο συναντήσεις του Ντε Γκωλ και του Αντενάουερ. Συμφωνήθηκε η σύσταση επιτροπής μελέτης υπό τον Κρίστιαν Φούσε για να εξεταστεί το ζήτημα της πολιτικής ένωσης. Η επιτροπή δρούσε ανεξάρτητα από την ΕΟΚ. Σχεδίαζε την συνεργασία των “έξι” στους τομείς της άμυνας, της εξωτερικής πολιτικής και του πολιτισμού. Ο Ντε Γκωλ πίστευε ότι οι προσπάθειες της επιτροπής και τα πορίσματα της θα μπορούσαν να βασιστούν μόνο στην ομοφωνία. Το πόρισμα της επιτροπής Φουσέ συμπέρανε τη δημιουργία μιας επιτροπής από δημόσιους υπαλλήλους (όπως επιθυμούσε ο Ντε Γκωλ), και όχι από Ευρωπαίους αξιωματούχους στο Παρίσι, που θα ασχολούνταν με την ενίσχυση της συνεργασίας των “έξι” πάνω στην πολιτική της ενοποίησης. Οι άλλοι πέντε εταίροι συναίνεσαν στην δημιουργία της επιτροπής στο Παρίσι. Σε αντίβαρο όμως, έθεσαν ως όρους: οικονομική και κοινοτική πολιτική και στήριξη της ατλαντικής ένωσης με τις ΗΠΑ. Ο Ντε Γκωλ απέρριψε τους όρους, και το σχέδιο της επιτροπής Φουσέ έπεσε στο κενό. Τον Ιανουάριο του 1962 παρουσιάστηκε και δεύτερο «σχέδιο Φουσέ», το οποίο εξέτασε την οικονομική συνεργασία στα πλαίσια διακυβερνητικών σχέσεων μεταξύ των “έξι”. Ο Ντε Γκωλ απέρριψε και αυτό το σχέδιο. Οι “έξι” είχαν διχαστεί.
Για να παραμεριστεί το ζήτημα, ρίχτηκε βάρος στο ζήτημα της ένταξης της Μεγάλης Βρετανίας στην ΕΟΚ. Ύστερα από την άσκηση βέτο του Ντε Γκωλ, για την ένταξη της στην ΕΟΚ, η Βρετανία εντάχθηκε στο “μεγάλο σχέδιο” του τότε προέδρου των ΗΠΑ, Τζών Κένεντυ, που αφορούσε την αναβάθμιση της ατλαντικής συμμαχίας. Γι’ αυτό τον λόγο, αγόρασε πυρηνικούς πυραύλους “Πολάρις”. Ο Ντε Γκωλ, επιβεβαιώθηκε: η Βρετανία, ήταν “δούρειος ίππος” των επεκτατικών σχεδίων των ΗΠΑ στην ΕΟΚ.
Για την αγροτική οικονομία, που το καρτέλ των φαρμάκων ειδικά ενδιαφερόταν περισσότερο, το 1958 ιδρύθηκε η ΚΑΠ (Κοινή Αγροτική Πολιτική). Το 1962 διατυπώθηκαν οι πρώτοι κανονισμοί της ΚΑΠ, και το 1968 είχε ολοκληρωμένη πολιτική επιρροή στα κράτη μέλη της ΕΟΚ. Η πολιτική της ΚΑΠ εγγυόταν πλαφόν τιμής των αγροτικών προϊόντων και έθετε φραγμούς στις εισαγωγές τους από χώρες εκτός της ΕΟΚ. Η επιτροπή της ευρωπαϊκής Κοινότητας αγόραζε όλο το πλεόνασμα των αγροτικών προϊόντων εντός της Κοινότητας και παρέμβαινε στις τιμές εμπορίου όταν αυτές έπεφταν (συγκεκριμένο όριο παρέμβασης). Οι πολιτικές αυτές εξυπηρετούσαν το καρτέλ που έλεγχε την αγροτική οικονομία άμεσα ή έμμεσα. Ενθάρρυνε την υπερπαραγωγή και τις υψηλές τιμές και εξανάγκαζε τα μέλη της κοινότητας να αγοράζουν σε υψηλότερες τιμές από τη διεθνή αγορά. Ευεργετούσε τους πιο εύπορους αγρότες, παρά τους πιο φτωχούς, και απορροφούσε το μεγαλύτερο μέρος του κοινοτικού προϋπολογισμού. Για να αποφεύγεται η πτώση των τιμών, το πλεόνασμα αποθηκεύονταν, ή, πωλούνταν, ακόμα και σε τιμές κόστους σε χώρες εκτός ΕΟΚ[21].
Η ΚΑΠ έγινε με πρωτοβουλία του γαλλικού καρτέλ. Αντανάκλαση της επιμονής αυτής ήταν το έντονο ενδιαφέρον του Ντε Γκωλ γι’ αυτήν. Από την πλευρά της, η Δυτική Γερμανία, που είχε ανοικοδομηθεί από τις ΗΠΑ, έκανε στροφή στην εξωτερική πολιτική της μετά την παραίτηση του Αντενάουερ το 1963, προς τη στρατηγική πολιτική του ΝΑΤΟ, για την πολυμερή πυρηνική δύναμη. Οι Βρετανοί συντάχθηκαν με τους Γάλλους, καθώς δεν ήθελαν να χάσουν την ανεξαρτησία τους στα πυρηνικά. Τελικά, οι Αμερικάνοι εγκατέλειψαν το σχέδιο. Όταν το 1964, έγινε η τελική συμφωνία ανάμεσα στους “έξι” για κοινές τιμές της ΚΑΠ, η κρίση που είχε προκύψει για τη διαφωνία της κοινής αγοράς, ξεπεράστηκε και συμφωνήθηκε η επιτάχυνση της πορείας για τελωνειακή ένωση. Το 1965, ο Ντε Γκωλ πρότεινε τη σύσταση επιστημονικής συνεργασίας που θα επέτρεπε τη διευκόλυνση ευρωπαϊκών επιχειρήσεων να ανταγωνιστούν τις αντίστοιχες των ΗΠΑ.
Το 1966 άρχισε η κόντρα ανάμεσα στον Ντε Γκωλ και στον Χάλσταϊν. Βάση της συνθήκης της Ρώμης, η ΕΟΚ επρόκειτο να λαμβάνει περισσότερες αποφάσεις με πλειοψηφία. Ο Χάλσταϊν δημιούργησε για τη χρηματοδότηση της ΚΑΠ, μέσω τελωνειακών δασμών και των φόρων από τα αγροτικά προϊόντα, ένα κοινό ταμείο. Πριν, η ΚΑΠ, χρηματοδοτούνταν από τους εθνικούς προϋπολογισμούς. Ενώ με το κοινό ταμείο του Χάλσταϊν θα χανόταν ο εθνικός έλεγχος των μελών της ΕΟΚ, στην ΚΑΠ, και ο έλεγχος της περνούσε στην επιτροπή των Βρυξελλών. Η επιτροπή, επίσης, πρότεινε να διευρυνθούν και οι εξουσίες του ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου επί του προϋπολογισμού, προωθώντας προοπτική υπερεθνικής οικονομίας με κέντρο λήψης των αποφάσεων τις Βρυξέλλες. Η Γαλλία και ο Ντε Γκωλ αντέδρασαν μέσω της πολιτικής της «άδειας καρέκλας». Για έξι μήνες, η Γαλλία δεν συμμετείχε σε καμία δραστηριότητα εκπροσώπησής της στα κοινοτικά όργανα. Οι άλλοι πέντε δεν υποχώρησαν. Προσέφεραν μεν μια τελική ρύθμιση για την ΚΑΠ, αλλά απείλησαν ότι θα προβούν στην αρχή της πλειοψηφίας από τον Ιανουάριο του 1966, όπως προβλέπονταν από τη συνθήκη της Ρώμης, χωρίς τη Γαλλία. Επίσης, ανακοίνωσαν την προοπτική της ένταξης της Βρετανίας στην ΕΟΚ, χωρίς τη συναίνεση των Γάλλων. Αυτά τα γεγονότα οδήγησαν στον «συμβιβασμό του Λουξεμβούργου». Ο Ντε Γκωλ επαναδιαπραγματεύθηκε με τους άλλους πέντε, πετυχαίνοντας κάποιους περιορισμούς της επιτροπής και την εγκατάλειψη του σχεδίου Χάλσταϊν για την ΚΑΠ. Οι Γάλλοι επανήλθαν στα όργανα της κοινότητας και η πολιτική της «άδειας καρέκλας» τερματίστηκε.
Η ΕΟΚ: περίοδος 1973-1993
Το 1967, ο Χάρολντ Γουίλσον, πρωθυπουργός της Βρετανίας, υπέβαλε νέα αίτηση ένταξης στην ΕΟΚ. Ο Ντε Γκωλ πάλι άσκησε βέτο. Το 1969 η πολιτική της Γαλλίας άλλαξε με την αλλαγή της κυβέρνησης. Ο Ντε Γκωλ, που επί σειρά ετών ήταν στο τιμόνι της χώρας παραιτήθηκε και αποσύρθηκε. Νέος πρωθυπουργός της Γαλλίας έγινε ο Ζωρζ Μπομπιντού. Οι Γάλλοι ανησυχούσαν από την αυξανόμενη δύναμη της Δυτικής Γερμανίας όπως εκφραζόταν στην Οστπολιτίκ του Βίλλυ Μπραν. Άλλαξαν στάση απέναντι στην ένταξη της Βρετανίας για να ενδυναμώσουν τους συσχετισμούς δυνάμεων εντός ΕΟΚ υπέρ τους. Έβλεπαν ότι άνοιγε για τη Γαλλία η πόρτα των εξαγωγών της αγροτικής οικονομίας. Αλλάζοντας πολιτική προς τη κατεύθυνση της ενοποίησης, οι Γάλλοι , προωθούσαν και την εύρεση λύσης για την χρηματοδότηση της ΚΑΠ, που είχε μείνει στο ψυγείο.
Αποτέλεσμα της παραπάνω αλλαγής στην μεταξύ των εταίρων προσέγγιση, ήταν η συνάντηση της Χάγης το 1969. Στη συνάντηση ελήφθησαν οι αποφάσεις: διεύρυνση της κοινότητας με την ένταξη της Μεγάλης Βρετανίας στην ΕΟΚ, χρηματοδότηση της ΚΑΠ, μέσω της εξασφάλισης ιδίων πόρων της ΕΟΚ[22], και αναζήτηση νέων περιοχών για πολιτική και οικονομική συνεργασία. Τον Ιούνιο του 1970 άρχισαν οι συζητήσεις για την ένταξη των χωρών της ΕΖΕΣ στην ΕΟΚ, και τους παραχωρήθηκε μια μεταβατική περίοδος πέντε ετών προσαρμογής. Στις 22 Ιανουαρίου 1972 υπογράφηκε η ένταξη της Βρετανίας, της Δανίας, της Ιρλανδίας και της Νορβηγίας. Η τελευταία τελικά δεν προχώρησε στην ΕΟΚ, καθώς σε δημοψήφισμα που διεξάχθηκε για την ένταξή της, το αποτέλεσμα ήταν αρνητικό. Παράλληλα, τον Νοέμβριο του 1970 συναντήθηκαν οι υπουργοί εξωτερικών των “έξι” και σύστησαν ένα κοινό όργανο ευρωπαϊκής πολιτικής συνεργασίας. Το όργανο αυτό δεν είχε τεθεί στη συνθήκη της Ρώμης.
Τον Οκτώβριο του 1970 ο Πωλ Βέρνερ εισηγήθηκε για τη δημιουργία της ΟΝΕ (Οικονομική Νομισματική Ένωση). Ο Βίλλυ Μπραν (καγκελάριος της Δυτικής Γερμανίας 1969- 1974), και το δυτικογερμανικό κεφάλαιο ενδιαφέρονταν για την ΟΝΕ, καθώς από το 1969, είχανε επέλθει σημαντικές αλλαγές στην ισοτιμία του Μάρκου με το γαλλικό φράγκο, και η Δυτική Γερμανία επιθυμούσε μεγαλύτερη ισοτιμία νομισμάτων. Επίσης, ο Βέρνερ πρότεινε τη σταδιακή εναρμόνιση των μελών της ΟΝΕ σε θέματα που αφορούσαν την οικονομία, τη φορολογία και τον προϋπολογισμό. Κεντρικό όργανο για την εποπτεία της νομισματικής πολιτικής προτάθηκε το ευρωκοινοβούλιο. Τον Οκτώβριο του 1972, σε συνάντηση στο Παρίσι, έγινε δέσμευση για τον στόχο δημιουργίας της ΟΝΕ και της μετάβασης της ΕΟΚ σε ΕΕ (Ευρωπαϊκή Ένωση). Ο τελευταίος στόχος αφορούσε την κοινή πολιτική εξωτερικού εμπορίου προς την Ανατολική Ευρώπη και τον Τρίτο κόσμο, την κοινή δράση σε επιστημονικά, περιβαλλοντολογικά και κοινωνικά ζητήματα. Το 1979,η νομισματική πολιτική προς την ένωση προχώρησε παραπέρα με τη δημιουργία του EMS (Ευρωπαϊκό Νομισματικό Σύστημα). Σε αυτό, προσχώρησε και το ΤΝΣ (Ταμείο Νομισματικής Συνεργασίας). Τα δυο αυτά σύστησαν τον ΜΣΙ (Μηχανισμός Συναλλαγματικών Ισοτιμιών[23]) και εγκαινίασαν το ECU. Πρόκειται για ευρωπαϊκή λογιστική μονάδα. Η αξία της καθορίστηκε με βάση ένα εμπορικά σταθμισμένο “καλάθι“[24] νομισμάτων (σκληρά νομίσματα) για δραστηριότητες της ΕΟΚ, π.χ. για την ΚΑΠ, την παρέμβαση στις τιμές, τη σταθεροποίηση σε χαμηλά επίπεδα του πληθωρισμού κλπ. Η Μεγάλη Βρετανία αρνήθηκε να ενταχθεί στον ΜΣΙ.
Η περίοδος 1973- 1991, για την ιστορία της ΕΟΚ, εμπεριέχει δύο διευρύνσεις της κοινότητας προς Βορρά και Νότο. Η δεύτερη διεύρυνση έγινε στη δεκαετία του 1980. Με τη πρώτη διεύρυνση, που τελείωσε μετά την ενσωμάτωση της ΕΖΕΣ στην ΕΟΚ, και κυρίως την προσχώρηση της Μεγάλης Βρετανίας που ήταν ο ισχυρός παράγοντας της ΕΖΕΣ, η ιμπεριαλιστική δύναμη του δυτικοευρωπαϊκού καρτέλ δυνάμωσε. Η «Βόρεια διεύρυνση» επέφερε εξήντα εκατομμύρια νέο πληθυσμό στην ΕΟΚ, αριθμός που ήταν ανάλογος των ΗΠΑ και της ΕΣΣΔ. Επιπλέον η ΕΟΚ έλεγχε το 20% των εμπορικών συναλλαγών παγκοσμίως. Οι ΗΠΑ άρχισαν να ανησυχούν για τον ανταγωνισμό, ειδικά για το εμπόριο με τις χώρες της Ανατολικής Ευρώπης. Η Δυτική Γερμανία είχε σπουδαίο ρόλο σ΄ αυτό το εμπόριο, καθώς έλεγχε το 50% με το Ανατολικό μπλοκ, που εισήγαγε υψηλή τεχνολογία από την ΕΟΚ. Επίσης το καρτέλ της ΕΟΚ είχε ανοιχτεί σε αγορές του τρίτου κόσμου, είτε μέσω των αποικιών της Κοινοπολιτείας της Μεγάλης Βρετανίας, είτε μέσω συμβάσεων. Είναι χαρακτηριστική η σύμβαση Γιαουντέ του 1963, όταν, πρώην βελγικές αποικίες, συνδεδεμένες με την ΕΟΚ, συνήψαν σύμβαση για οικονομική βοήθεια από αυτήν. Η σύμβαση αυτή τότε εντασσόταν στο σχέδιο Ντε Γκωλ να διατηρήσει η Γαλλία τους δεσμούς της με τις αποικίες. Η σύμβαση κατακρίθηκε ως νεοαποικιακή πολιτική, λόγω των ανταποδοτικών παραχωρήσεων των Αφρικανών. Το 1975, η σύμβαση ανανεώθηκε, με τη σύμβαση Λομέ. Συμπεριλήφθηκαν στη νέα σύμβαση οικονομικής βοήθειας και οι βρετανικές αποικίες. Το 1980 και το 1985, έγιναν επαναδιαπραγματεύσεις για την εξασφάλιση «βοήθειας». Η αξία της βοήθειας εκ μέρους της ΕΟΚ ήταν μικρή, λόγω του πληθωρισμού των αποικιών και τον περιορισμό εισαγωγής αγροτικών προϊόντων στην ΕΟΚ, από έξω, λόγω ΚΑΠ.
Από τη συνθήκη της Ρώμης, ήδη είχε διαπιστωθεί ανισόμετρη ανάπτυξη μεταξύ των μελών. Γι΄ αυτό ιδρύθηκε το ταμείο περιφερειακής ανάπτυξης και η κοινή αλιευτική πολιτική, με στόχο να αμβλύνει την ανισομετρία. Όμως, πολύ λίγο ποσοστό από τον προϋπολογισμό της ΕΟΚ δίνονταν για το ταμείο περιφερειακής ανάπτυξης· ο κύριος όγκος της χρηματοδότησης πήγαινε στην ΚΑΠ. Η αγροτική παράγωγη της ΕΟΚ συνέχισε να αυξάνεται. Το καρτέλ πετρελαίου και φαρμάκου εφάρμοσε αυτή τη πολιτική για τα υπερκέρδη από τα λιπάσματα. Η ΚΑΠ στην ουσία επιβάρυνε την ΕΟΚ. Τα πλεονάσματα παρακρατούνταν για να αυξάνονται οι τιμές. Τα μεγάλα αγροκτήματα (ελέγχονταν από τις πολυεθνικές) ενισχύθηκαν και μπορούσαν να έχουν εντατική και κάθετη παραγωγή. Τα αποτελέσματα ήταν η στρέβλωση ανταγωνισμού στις διεθνείς αγορές, λόγω των υψηλών τιμών και των δασμών στα εισαγόμενα προϊόντα, από εκτός της ΕΟΚ χώρες για τη κυριαρχία του καρτέλ.
Το 1973 η Μεγάλη Βρετανία διαμαρτυρήθηκε για την ΚΑΠ. Οι Βρετανοί πλήρωναν περισσότερα απ΄ όσα εισέπρατταν από την ΚΑΠ, δεδομένου ότι η οικονομία της χώρας τους βασίζονταν περισσότερο στη βαριά βιομηχανία. Το 1976 διεξήχθη δημοψήφισμα στη Βρετανία. Τα 2/3 του πληθυσμού ψήφισαν υπέρ της παραμονής στην ΕΟΚ. Η Βρετανία όμως, παρέμεινε ο βασικός χρηματοδότης της ΚΑΠ ως το 1979. Το πρόβλημα ρυθμίστηκε τον Απρίλιο του 1980. Με τη διάσκεψη του Φονταινεμπλώ, ορίστηκε σύστημα επιστροφής των κρατήσεων από τις εισφορές της Βρετανίας που τις μείωσαν στο 50%[25]. Την ίδια εποχή, η κυβέρνηση της χώρας, επί τη Μάργκαρετ Θάτσερ (1981- 1985), μέσω της ισοπέδωσης κοινωνικών δικαιωμάτων και ιδιωτικοποιήσεων, κατάφερε να ξεπεράσει τους υπόλοιπους εταίρους στους δείκτες της καπιταλιστικής ανάπτυξης. Τα λαϊκά στρώματα υπέφεραν. Τα μέτρα λιτότητας επέφεραν ανάπτυξη στην ιμπεριαλιστική ολιγαρχία της χώρας.
Τη δεκαετία του 1980, δόθηκε προτεραιότητα στη διεύρυνση της κοινότητας προς τον Νότο και τις χώρες της Μεσογείου: Ελλάδα, Ισπανία, Πορτογαλία (Νότια Ευρώπη). Οι τρεις αυτές χώρες ήταν πιο καθυστερημένες οικονομικά, και πολιτικά είχαν αστικές δικτατορίες[26]. Η Ελλάδα μετατράπηκε, πλήρως σε χώρα καταναλωτή και εξαρτημένη από το δυτικό ιμπεριαλιστικό κεφάλαιο. Η Ισπανία και η Πορτογαλία εντάχθηκαν το 1986. Επειδή οι δύο χώρες της Ιβηρικής χερσονήσου στηρίζονταν στην αγροτική οικονομία, αύξησαν το κόστος της ΚΑΠ και του περιφερειακού ταμείου. Για να αντιμετωπιστεί το πρόβλημα της χρηματοδότησης αυξήθηκε ο ΦΠΑ σε όλα τα κράτη μέλη. Οι δύο χώρες, μετά την ένταξη τους, είχαν πάγιο πρόβλημα στο ισοζύγιο πληρωμών.
Μετά την τακτοποίηση του βρετανικού ζητήματος για την ΚΑΠ και τη «Νότια διεύρυνση», δημιουργήθηκαν δύο επιτροπές. Η μία, υπό τον Πιέτρο Αντονίνο και η άλλη υπό τον Τζέιμς Ντούζ. Η πρώτη, ασχολήθηκε περισσότερο με τις νέες μεθόδους προπαγάνδας για την εξουσία των καρτέλ (ΜΜΕ, εκλογικά συστήματα, έκδοση αδειών οδήγησης κ. α.). Η δεύτερη, η επιτροπή «Σπάακ ΙΙ», το 1985, εισηγήθηκε τη θεσμική μεταρρύθμιση της συνθήκης της Ρώμης. Έτσι, στρώθηκε ο δρόμος για το «Μάαστριχ», μέσω της χειραγώγησης και της οικονομικής και πολιτικής επιβολής των εθνών- μελών. Κάποιες αντιδράσεις από την Ελλάδα, τη Βρετανία και τη Δανία ξεπεράστηκαν με πραξικοπηματικό τρόπο: μέσω της πλειοψηφίας σε μια σύνοδο κορυφής στο Μιλάνο. Η εκλογική διαδικασία, οι κοινωνικές πολιτικές, το σύστημα συνεδριάσεων των υπουργών εξωτερικών, ελέγχονται θεσμικά από την ΕΟΚ, μέσω της άσκησης κατοχής από κυβερνήσεις- τοποτηρητές, που δέσμευσαν τις χώρες τους οικονομικά στην ΕΟΚ. Υπό την πίεση της επιτροπής των Βρυξελλών (το πολιτικό γραφείο του καρτέλ), αποφασίστηκε ο δρόμος για πλήρη κοινή αγορά το 1992. Άρχισε κύκλος συνομιλιών με τις χώρες του EFTA για πλήρη ενοποίηση, κοινή αμυντική πολιτική, κοινή πολιτική για τα οφέλη που προέκυπταν από τη διάσπαση της Γιουγκοσλαβίας.
Τον Δεκέμβριο του 1991 ξεκίνησαν οι διαδικασίες για τη συνθήκη του Μάαστριχ. Η ΕΟΚ με αυτή τη συνθήκη μετατράπηκε σε ΕΕ (Ευρωπαϊκή Ένωση). Η συνθήκη υπογράφτηκε από τους δώδεκα υπουργούς εξωτερικών των κρατών-μελών της κοινότητας στις 7 Φεβρουαρίου 1992 και τέθηκε σε ισχύ από την 1η Νοεμβρίου του 1993. Αποτελεί θεμέλιο της σημερινής ΕΕ και συνετέλεσε στην καπιταλιστική ενοποίηση της Ευρώπης. Στους σκοπούς της “Ενωμένης Ευρώπης” περιλαμβάνονται: “ισόμετρη ανάπτυξη των οικονομικών δραστηριοτήτων, μια σταθερή μη πληθωριστική ανάπτυξη, υψηλός βαθμός απασχόλησης και κοινωνικής προστασίας, άνοδος του βιοτικού επιπέδου και της ποιότητας της ζωής”. Για την επίτευξη αυτών των στόχων, όπως διακηρύσσεται, διαμορφώνονται ενιαίο θεσμικό πλαίσιο, ενιαίο νόμισμα και Κεντρική Ευρωπαϊκή Τράπεζα. Θεσπίζεται η ευρωπαϊκή ιθαγένεια και προοπτικά προβλέπεται κοινή εξωτερική πολιτική και κοινή άμυνα. Για λόγους αντικειμενικούς, και επειδή ο ανταγωνισμός εντός της ΕΕ είναι οξύτατος σε επίπεδο κρατών, ή, ομάδων κρατών, στο Μάαστριχ δόθηκε η προτεραιότητα στη δημιουργία της Οικονομικής και Νομισματικής Ένωσης (ΟΝΕ) και τα ζητήματα της Πολίτικης Ένωσης παραπέμφθηκαν στο μέλλον. Έτσι καθιέρωναν σταδιακά διάφορους τομείς, τις λεγόμενες Κοινές Πολιτείες.
Επίλογος
Το περιεχόμενο της ΟΝΕ συνίσταται στην διαμόρφωση της Ενιαίας Ευρωπαϊκής Οικονομίας. Πρόκειται, πιο συγκεκριμένα, για το πέρασμα της ΕΟΚ στην ενιαία Ευρωπαϊκή Οικονομία, για ένα νέο ποιοτικό στάδιο της εξέλιξης της. Αυτή η ποιοτική αλλαγή έκανε αναγκαία την αναθεώρηση των συνθηκών της ΕΟΚ και τη δημιουργία νέων θεσμών. Η διαμόρφωση της ΟΝΕ πήρε προγραμματικό χαρακτήρα και χωρίστηκε σε τρία στάδια, με ειδικό περιεχόμενο στο καθένα απ΄ αυτά και εισάγει για πρώτη φορά θεσμικά μέτρα και κυρώσεις για τα κράτη- μέλη που δεν εφαρμόζουν τους κοινοτικούς προσανατολισμούς. Βασικό συστατικό στοιχείο της συνθήκης του Μάαστριχ είναι το «πρόγραμμα σύγκλησης», σύμφωνα με το οποίο όλα τα κράτη- μέλη οφείλουν στην άσκηση της οικονομικής πολιτικής, να συγκλίνουν προς κάποιους συγκεκριμένους οικονομικούς δείκτες που ονομάστηκαν «κριτήρια Μάαστριχ». Το πρόγραμμα σύγκλισης όριζε μέχρι το 1996 όλα τα κράτη: να περιορίσουν τον ρυθμό πληθωρισμού στο 4- 5%, να μειώσουν τα ελλείμματα του δημοσίου, ως ποσοστό του ΑΕΠ, στο 3%, να περιορίσουν το δημόσιο χρέος ως ποσοστό του ΑΕΠ στο 60%, να συμπιέσουν επιτόκια των δανείων, ώστε να μην υπερβαίνουν τις 2 ποσοστιαίες μονάδες, σε σχέση με τα χαμηλότερα επιτόκια των χωρών- μελών της ΕΟΚ[27].
Η ιστορία της καπιταλιστικής οικοδόμησης της ενωμένης Ευρώπης, προχώρησε παραπέρα στο τέλος του 20ου αιώνα και είχε δύο άξονες: την «Ανατολική διεύρυνση», με την έναρξη της ενταξιακής διαδικασίας των χώρων του πρώην ανατολικού μπλοκ, και την πορεία προς την ΟΝΕ, που έγινε πράξη το 1999, με την εμφάνιση του ευρώ, ως αντικατάσταση των εθνικών νομισμάτων με ένα σκληρό νόμισμα, για την κερδοφορία και την κερδοσκοπία των μονοπωλιακών ομίλων. Για τους παραπάνω στόχους μερίμνησε η συνθήκη του Άμστερνταμ το 1997. Ορίστηκε η χρονιά της κυκλοφορίας του ευρώ, η προώθηση της πολιτικής ένωσης και η ανατολική διεύρυνση της ΕΕ.
Η συνθήκη του Μάαστριχ άνοιξε τον δρόμο, προς τη μετεξέλιξη της Ευρώπης σε μια μορφή ενιαίου ομοσπονδιακού κρατικομονοπωλιακού κράτους, υπό την κυριαρχία των Βρυξελλών. Η δημιουργία ελεύθερων συνόρων, η ελεύθερη μετακίνηση ανθρώπων και κεφαλαίου, εντός ένωσης χωρίς έλεγχο, η ανάπτυξη κατασταλτικών θεσμών όπως η EUROPOL για την ενίσχυση της «εσωτερικής ασφάλειας», η συνθήκες του Σέγκεν, του Δουβλίνο Ι και ΙΙ, που αφορούν υποθέσεις ασύλου και μετανάστευσης, καταδεικνύουν τη σύσταση μιας ιμπεριαλιστικής μηχανής που καταβροχθίζει τους λαούς.
Η καπιταλιστική ανισομετρία, εντός της ΕΕ, δημιουργεί νέες αντιθέσεις στην αυγή του 21ου αιώνα, ενώ παράλληλα, οι ενδοϊμπεριαλιστικές αντιθέσεις για τις αγορές εντείνουν προετοιμασίες για ιμπεριαλιστικούς πολέμους και επεμβάσεις. Το καρτέλ συμμετέχει ενεργά σ΄ αυτές τις ενέργειες στο πλευρό των ΝΑΤΟ και ΗΠΑ.
Η Ένωση, μετά από τη συνθήκη της Λισσαβόνας το 2007 προχώρησε στην αντιδραστική κατάργηση διαχωρισμού των συνταγματικών εξουσιών των κρατών- μελών και τη δυνατότητα διορισμού της ευρωπαϊκής επιτροπής και του προέδρου της από τα μονοπώλια. Η κομισιόν, το πολιτικό γραφείο του καρτέλ, ελέγχει όλη την Ευρώπη και προσπαθεί να διευρύνει την κυριαρχία του. Από το 2009, συστάθηκαν οι πρώτες πρεσβείες σε ανάλογες ενώσεις, όπως η ΕΕ και στις άλλες ηπείρους του πλανήτη: ASEAN, AFRICAN UNION, CAFTA, MERCOSUR UNASUR. Ο μονοπωλιακός έλεγχος της παραγωγής γίνεται με τις παλιές μεθόδους των διπλωμάτων ευρεσιτεχνίας (όπως και στο Γ΄ Ράιχ[28]). Το 2008 στη θέση του επιτρόπου του εμπορίου διορίστηκε η Catherine Ashton. Ο κύριος ρόλος της είναι η αστυνόμευση του διεθνούς εμπορίου και η επιβολή διπλωμάτων ευρεσιτεχνίας[29].
[1] Young John W., (2015), Η Ευρώπη του ψυχρού πολέμου, 1945- 1991: πολιτική ιστορία, εκδ. Πατάκης, σελ. 85. Όπως και οι περισσότεροι αστοί ιστορικοί, έτσι και ο Young, παραπέμπει την ιδέα της ενοποίησης σε υποτιθέμενες πολιτιστικές καταβολές θυμίζοντας τις θεωρίες του Γ΄ Ράιχ για το θέμα. Συγχέει ανθρώπους διαφορετικών εποχών όπως τον Ρούσσω, τον Μπένθαμ και τον Καρλομάγνο, που είχαν για σκοπό τους την ενοποίηση της Ευρώπης, από διαφορετικές συνθήκες ο καθένας τους, παρουσιάζοντας την ενοποίηση, ως πολιτισμική καταβολή. Στις αρχές του 1990 ένα τρίτομο έργο των συγγραφέων Serge Berstein και Pierre Milza, με τίτλο «Ιστορία της Ευρώπης», ανέλυε αυτή την θεωρία. Δεν είναι τυχαίο ότι την ίδια περίοδο υπογράφεται η συνθήκη του Μάαστριχ. Η αστική τάξη θέλει να προσδώσει νομοτελειακό χαρακτήρα στην ιμπεριαλιστική ολοκλήρωση της Ευρώπης, παράλληλα ντρέπεται όμως να πει ότι τις ίδιες επιδιώξεις είχε και επί εποχής Γ΄ Ράιχ.
[2] Αυτόθι, σελ. 85.
[3] Αυτόθι, σελ. 86.
[4] Το προπολεμικό διεθνές σύστημα είχε καταρρεύσει, αφήνοντας τις ΗΠΑ αντιμέτωπες με μια κομμουνιστική ΕΣΣΔ, η οποία είχε φοβερά ενδυναμωθεί και εξαπλωθεί σε μεγάλο τμήμα της Ευρώπης και σε ακόμα μεγαλύτερο τμήμα του μη ευρωπαϊκού κόσμου που το πολιτικό του μέλλον φαίνονταν εντελώς αβέβαιο. Σε αυτόν τον εκρηκτικό κόσμο, οτιδήποτε κι αν συνέβαινε ήταν πολύ πιο πιθανό να εξασθενήσει και τον καπιταλισμό στις ΗΠΑ και να ενισχύσει αντίστοιχα τη δύναμη που θα εμφανιζόταν στο προσκήνιο από την επανάσταση και για την επανάσταση… Hobsbawm Eric, (2004), Η εποχή των άκρων, ο σύντομος εικοστός αιώνας, 1914- 1991, εκδ. Θεμέλιο, Αθήνα.
[5] Taylor P. Anthony, Niedzwiecki Alexandra, Rath Matthias, August Kowalczyk, (2011), Οι ναζιστικές καταβολές της “ΕΕ των Βρυξελλών”, εκδ. Dr. Rath Foundation, χ. τ., σελ. 52.
[6] Λουλουδάκης Κώστας, (2017), Από το τρίτο Ράιχ στην Ευρωπαϊκή Ένωση, εκδ. ΚΨΜ, Αθήνα, σελ. 65-76.
[7] Taylor P. Anthony, Niedzwiecki Alexandra, Rath Matthias, August Kowalczyk, Όπου παραπάνω, σελ. 96.
[8] Αυτόθι, σελ. 56.
[9] Αυτόθι, σελ. 58.
[10] Young John W., Όπου παραπάνω, σελ. 86.
[11] Η ιδέα ενός «ευρωπαϊκού οργανισμού», υποστηρίζει ο Άλαν Μίλγουολ, ήταν ένα βήμα προς την πολιτική και την οικονομική ολοκλήρωση “μιας εμβρυακής δυτικοευρωπαϊκής διακυβέρνησης” Berent Ivan T., (2009), Οικονομική ιστορία του ευρωπαϊκού 20ου αιώνα, τα οικονομικά καθεστώτα από το Lassez- Faire στην παγκοσμιοποίηση, εκδ. Gutenberg, Αθήνα, σελ. 277.
[12] Ψυρούκης Νίκος, (1993), Ιστορία της αποικιοκρατίας, Τ ΣΤ, εκδ. Αιγαίον, Λευκωσία, σελ. 259.
[13] Αυτόθι, σελ. 258.
[14] Αυτόθι, σελ. 260.
[15] Λουλουδάκης Κώστας. Όπου παραπάνω, σε. 180.
[16] Αυτόθι, σελ. 176- 177.
[17] Young John W., Όπου παραπάνω, σελ. 220.
[18] Λουλουδάκης Κώστας, Όπου παραπάνω, σελ. 178.
[19] Young John W., Όπου παραπάνω, σελ. 107.
[20] Αυτόθι, σελ. 109.
[21] Αυτόθι, σελ. 108.
[22] Τον Απρίλιο του 1970 έγινε συμφωνία για τη χρηματοδότηση της ΚΑΠ. Θα χρηματοδοτούνταν από πέντε φόρους στα αγροτικά προϊόντα, από εξωτερικούς τελωνειακούς δασμούς και από το 1% του ΦΠΑ που συγκέντρωναν τα μέλη. Αυτόθι, σελ. 115.
[23] Από τη στιγμή που ένα νόμισμα εισέλθει στον ΜΣΙ, καθορίζεται από τη Νομισματική Επιτροπή της Κοινότητας μια ισοτιμία σε σχέση με το ECU. To ECU θα μπορούσαμε να πούμε ότι είναι ο μέσος όρος όλων των νομισμάτων που συμμετέχουν στο ΜΣΙ. Μετά απ’ αυτό, το συγκεκριμένο νόμισμα θα πρέπει να διατηρεί την ισοτιμία με μια απόκλιση. Αυτή τη στιγμή επιτρέπεται απόκλιση μέχρι 15% σε σχέση με την ισοτιμία., Ριζοσπάστης, άρθρο, 15 Μαρτίου 1998, 1η έκδοση. Ηλ. : https://www.rizospastis.gr/story.do?id=3718762, 13/4/2021, ώρα 03:46.
[24] Η τιμή του κάθε νομίσματος στο καλάθι στηρίχθηκε στο εθνικό μερίδιο του ακαθάριστου εθνικού προϊόντος της Ευρωπαϊκής Κοινότητας, στο μερίδιο του κάθε κράτους στο εσωτερικό εμπόριο της, και στη σημασία του εθνικού νομίσματος ως αποθεματικού νομίσματος. With effect from 1 January 1979, the Fund’s operations shall be expressed in a unit of account known as the ECU which is defined as the sum of the following amounts of the currencies of the Member States ; μτφ: Από την 1η Ιανουαρίου 1979, οι πράξεις του Ταμείου εκφράζονται σε λογιστική μονάδα γνωστή ως το ECU, που ορίζεται ως το άθροισμα των παρακάτω ποσών των νομισμάτων των κρατών μελών: 0,828 γερμανικό μάρκο, 0.0885 αγγλική λίρα, 1,15 γαλλικό φράγκο, 109 λίρα Ιταλίας, 0,286 ολλανδικό φιορίνι, 3,66 βελγικό φράγκο, 0,14 φράγκο Λουξεμβούργου, 0,216 κορώνα Δανίας, 0.00759 λίρα Ιρλανδίας., COUNCIL REGULATION (EEC) No 3180/78 of 18 December 1978.
[25] Young John W., Όπου παραπάνω, σελ. 119.
[26] Στην Ελλάδα και τη Πορτογαλία, οι αστικές δικτατορίες τελείωσαν το 1973 και 1974 αντίστοιχα. Στην Ισπανία, η δικτατορία του Φράνκο τελείωσε το 1981.
[27] Θεωνάς Γιάννης (1997), Ευρωπαϊκή οικοδόμηση: να μιλήσουν οι ίδιοι οι λαοί, στο: Από το Μάαστριχ στο Άμστερνταμ, Αποτίμηση της διακυβερνητικής διάσκεψης και ανάλυση της νέας συνθήκης της ΕΕ, σελ. 192- 199, επιμ. Νταλής Σωτήρης, εκδ. Σιδέρης, Αθήνα.
[28] Ο εμπειρογνώμονας στο δίκαιο της πατέντας ήταν ο Carl Friedrich Ophuels, κύριος παράγοντας του δικαστηρίου διπλωμάτων ευρεσιτεχνίας, επί Γ΄ Ράιχ στη Φρανκφούρτη, πόλη που είχε έδρα η IG Farben. Μεταπολεμικά, το συμμαχικό γραφείο ασφάλειας, λόγω του ναζιστικού παρελθόντος του, εκτίμησε οτι δεν πρέπει να εργοδοτηθεί για οποιαδήποτε θέση πάνω από τη συνηθισμένη εργασία. Ο Ophelus, όμως, εκτιμήθηκε από τον Χάλσταιν, που τον πρότεινε για ακαδημαϊκό στο πανεπιστήμιο της Φρανκφούρτης το 1949. Αφού ξεπλύθηκε το ναζιστικό παρελθόν του, το 1950 αναβαθμίστηκε σε πρέσβη στις Βρυξέλλες και σε δεξί χέρι του Χάλσταιν. Οι δυο τους, μαζί με τον Τζεραρντ Σκιερντεμάιρ, απάρτιζαν την περιβόητη «φατρία Σκιερντεμάιρ», των ναζί δικηγόρων. Taylor P. Anthony, Niedzwiecki Alexandra, Rath Matthias, August Kowalczyk, Όπως παραπάνω, σελ. 48.
[29] Η Catherine Ashton… διαδραμάτισε κεντρικό ρόλο στην κατ΄ επανάληψη κατάσχεση στα ευρωπαϊκά λιμάνια των φαρμακευτικών προϊόντων που αποστέλλονταν από την Ινδία στις χώρες της Αφρικής και της Λατινικής Αμερικής. Ο μόνος τρόπος για αυτές τις δεσμεύσεις: τα φάρμακα παράγονταν από εταιρείες στην Ινδία που ειδικεύονται στην παραγωγή γεννόσημων (μη κατοχυρωμένων με δίπλωμα ευρεσιτεχνίας), φαρμάκων. Αυτά τα γεννόσημα φάρμακα, τα μόνα που μπορούν να αντέξουν οικονομικά οι φτωχές αναπτυσσόμενες χώρες, απειλούν τα κέρδη από τα κατοχυρωμένα με διπλώματα ευρεσιτεχνίας φάρμακα που κατασκευάζονται από τις Ευρωπαϊκές φαρμακευτικές εταιρείες., Αυτόθι, σελ. 34.