«Μια χώρα που δεν μπορεί να ελέγξει τους καπιταλιστές της και να σταματήσει τις επικίνδυνες δραστηριότητες της αμερικανικής πρεσβείας, δεν είναι σε θέση να αντιμετωπίσει τους φασίστες»
Στο φόντο των πρόσφατων φασιστικών επιθέσεων εναντίον φοιτητών και αριστερών κομμουνιστικών οργανώσεων κρίναμε απαραίτητο να προειδοποιήσουμε εκ νέου για τους κινδύνους που εγκυμονεί η άνοδος του φασισμού. Για τον σκοπό αυτό ανατρέξαμε εκτός της χώρας μας, εκεί που πριν κάποια χρόνια τα φασιστικά λάβαρα κατέλαβαν την πλατεία Μαϊντάν στο Κίεβο, οδηγώντας τους απογόνους των δοσιλόγων του 2ου Παγκοσμίου Πολέμου να στελεχώνουν τους αρμούς του κράτους και να εξαπολύσουν πογκρόμ «εναντίον όλων». Μοιραζόμενοι τον προβληματισμό μας με τον Ντμίτρι Κοβάλεβιτς, αντιφασίστα Ουκρανό δημοσιογράφο και μέλος της παράνομης από τις «αρχές» του Κιέβου, κομμουνιστικής οργάνωσης Μπορότμπα, του ζητήσαμε να επαναφέρει στην μνήμη του το ιστορικό που οδήγησε στο ξέσπασμα του φασιστικού κινήματος.
Ο Ντμίτρι εντοπίζει αρκετά ορόσημα για την ανάπτυξη του φασισμού στην Ουκρανία, με πρώτη την ιστορική αναφορά στους συνεργάτες των Ναζί του 2ου Παγκοσμίου Πολέμου. «Ακόμα, στην Δυτική Ουκρανία (η οποία ήταν τμήμα της Πολωνίας εκείνη την εποχή) διοργανώθηκε η Οργάνωση των Ουκρανών Εθνικιστών (OUN) κατά τα πρότυπα του ιταλικού φασισμού», ενώ «η Ένωση των Ουκρανών Φασιστών εντάχθηκε σε αυτήν την οργάνωση». Αναφέρει ακόμα ότι «κατά τη διάρκεια του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου συνεργάστηκαν με το Τρίτο Ράιχ και συμμετείχαν στη σφαγή Εβραίων, Ρομά, αντιφασιστών παρτιζάνων και κομμουνιστών», ενώ «μετά από το 2ο Παγκόσμιο Πόλεμο ένας αριθμός εξ αυτών υποχώρησαν στην Ευρώπη και τελικά μετανάστευσαν στις ΗΠΑ και τον Καναδά, όπου στρατολογήθηκαν στα πλαίσια του Ψυχρού Πολέμου, ακριβώς όπως και στην Ελλάδα κατά τη διάρκεια του Εμφυλίου Πολέμου που ακολούθησε τη ναζιστική κατοχή, όταν οι Αμερικανοί και οι Βρετανοί υποστήριζαν τους πρώην συνεργάτες των Ναζί». «Σημαντικό μέρος της υποστήριξής τους και της ύστερης δικαιολόγησης τους έπαιξε η Ρωμαιοκαθολική Εκκλησία, με τον Πάπα της Ρώμης να τους υπερασπίζεται ως ‘καλούς καθολικούς’» προσθέτει, τονίζοντας πως «στη Δυτική Ουκρανία, σε αντίθεση με άλλα μέρη της χώρας, ένα σημαντικό μέρος του πληθυσμού είναι Καθολικοί ή Ελληνο-Καθολικοί» και ο «εκεί κλήρος προωθούσε ενεργά φασιστικές, αντικομμουνιστικές και αντισημιτικές ιδέες».
Μας εξηγεί ακόμα ότι «μετά την κατάρρευση της ΕΣΣΔ ο ουκρανικός ακροδεξιός εθνικισμός και ο φασισμός είχαν μια νέα ανάπτυξη, εν μέρει λόγω της βοήθειας από την αμερικανική και καναδική διασπορά, ωστόσο μέχρι το 2014 ήταν ένα περιθωριακό κίνημα και δεν μπορούσε καν να ελπίζει ότι θα εισέλθει στο κοινοβούλιο», ενώ εντοπίζει τη νέα φάση ανάπτυξης του φασιστικού και εθνικιστικού κινήματος κατά την περίοδο 2008-2013. Τότε, «η κυβέρνηση που υποτίθεται ότι ήταν υπέρ της Ρωσίας, δέχτηκε συμβουλές να καταστήσει τα ακροδεξιά εθνικιστικά κόμματα ως βολικό ‘ιδανικό αντίπαλο’ κατά τη διάρκεια των εκλογών», καθώς «υπήρχε η πεποίθηση ότι οι Ουκρανοί δεν θα ψήφιζαν ποτέ τους φασίστες και η πρώην κυβέρνηση θα επανεκλεγόταν εύκολα». «Ωστόσο, οι φασίστες δεν ενδιαφέρονταν να κερδίσουν με εκλογές, όπως απέδειξαν τα ακόλουθα γεγονότα», συμπληρώνει ο συνομιλητής μας.
Σε ότι αφορά την κοινωνική βάση του ουκρανικού φασιστικού κινήματος, ο Ντμίτρι αναλύει πως «η οικονομική κατάρρευση μετά την πτώση της ΕΣΣΔ έχει οδηγήσει χιλιάδες πρώην χωρικούς και αγρότες στις πόλεις μας, με την εσωτερική μετανάστευση να ενισχύει τις ακροδεξιές ιδέες, σε μια διαδικασία παρόμοια με το πως οι ριζοσπαστικές ισλαμικές ιδέες ενισχύθηκαν στις μουσουλμανικές χώρες». Εξηγεί πως «το πλήθος των εσωτερικών μεταναστών (πρώην αγρότες) στην Ουκρανία βρήκαν τον εθνικισμό ως μια βολική ιδέα που θα τους βοηθούσε να επιβιώσουν να επιβιώσει σε μια ‘αλλοτριωμένη’ αστική περιοχή». Με αυτό το τρόπο «ο εθνικισμός ήρθε αντιμέτωπος με τον ευρέως διαδεδομένο αστικό πατριωτισμό των κατοίκων της πόλης, σε παλαιό Κίεβο, Οδησσό, Χάρκοβο που ήταν και εξακολουθούν να είναι ως επί το πλείστον πολυεθνικής προέλευσης». Τα παραπάνω τον οδηγούν στο συμπέρασμα πως «ο ουκρανικός εθνικισμός και φασισμός ήταν πάντα συνδεδεμένοι με την αγροτική ζωή, λειτουργεί με αγροτικά σύμβολα και απευθύνεται στις ‘παλιές καλές μέρες’, αλλά δεν αναπτύσσεται μεταξύ των κατοίκων της υπαίθρου, ούτε μεταξύ των τρίτης γενιάς κατοίκων των πόλεων». Η κοινωνική του βάση είναι οι πρόσφατοι εσωτερικοί μετανάστες, αλλά ας μην γενικεύουμε, είμαι ένας από τους εσωτερικούς μετανάστες», διευκρινίζει.
Ερχόμαστε στα γεγονότα που προηγήθηκαν της φασιστικής εξέγερσης της πλατείας Μαϊντάν. Όπως θυμάται ο Ντμίτρι, ο τότε Ουκρανός πρόεδρος Βίκτορ Γιανουκόβιτς ανέστειλε την υπογραφή της συνθήκης για την Ευρωένταξη, η οποία αφορούσε το ελεύθερο εμπόριο. Παρότι ο ίδιος ο Γιανουκόβιτς «στην αρχή προώθησε αυτή τη συμφωνία, στη συνέχεια διέκοψε την εργασία του θεωρώντας την κακή για την οικονομία της Ουκρανίας». «Η άρνηση της υπογραφής του κηρύχθηκε από τις δυτικές πρεσβείες ως απόδειξη της ‘φιλορωσικής θέσης’ του», ενώ «το γεγονός ότι ο πρώην πρόεδρος ήταν από το Ντόνετσκ (προλεταριακή, ιδιαίτερα αστικοποιημένη και πολυεθνική περιοχή όπου ο ουκρανικός εθνικισμός δεν αναπτύχθηκε ποτέ) χρησιμοποιήθηκε από Δυτικούς Ουκρανούς εθνικιστές για να τον χτυπήσουν και να κινητοποιηθούν εναντίον αυτής της κυβέρνησης». Όταν ο Ντμίτρι μας αναφέρει πως «οι πρώτες διαδηλώσεις ενάντια στην πρώην κυβέρνηση οργανώθηκαν από ΜΚΟ που χρηματοδοτούνταν από τη Δύση» και «ήταν κυρίως φιλελεύθεροι», έρχονται στο μυαλό μας οι πρώτες κινητοποιήσεις της μέινστριμ ελληνικής δεξιάς κατά την διάρκεια της κρίσης, όταν το σύνθημα «Μένουμε Ευρώπη» (ένας ευφημισμός της ΔΑΠίτικης κραυγής «Γερούν, γερά») που συνοδευόταν με τα κολωνάτα ποτήρια της αστικής τάξης και οι απειλές του τότε προέδρου της ΝΔ Ευάγγελου Μεϊμαράκη για «παρέμβαση των δυνάμεων της αστικής τάξης» σε περίπτωση που υλοποιηθεί το λαϊκό «ΟΧΙ» στο δημοψήφισμα του 2015.
«Όταν ο καταυλισμός τους δέχθηκε επίθεση από την αστυνομία, προκάλεσε μεγάλη οργή στη Δυτική Ουκρανία και στις δυτικές πρεσβείες», θυμάται ο Ντμίτρι, προσθέτοντας ωστόσο πως «αργότερα μάθαμε ότι η διαταγή για επίθεση προήλθε από βοηθούς του πρώην προέδρου, οι οποίοι τελικά άλλαξαν στρατόπεδο και στράφηκαν προς υποστήριξη των διαδηλωτών, την ίδια στιγμή που διέτασσαν να τους επιτεθούν». «Εκείνη την περίοδο οι φιλελεύθεροι έκαναν έκκληση στους ακροδεξιούς εθνικιστές και στις φασιστικές συμμορίες να τους περιφρουρήσουν και να τους υποστηρίξουν», με τους φασίστες να έρχονται και να «αναδιοργανώνουν τη διαμαρτυρία υπό τα λάβαρά τους αναλαμβάνοντας τον ηγετικό ρόλο». «Εκείνη την περίοδο η κριτική κατά των Ουκρανών φασιστών και ακροδεξιών εθνικιστών εξαφανίζεται επίσης από τα δυτικά φιλελεύθερα μέσα ενημέρωσης», προσθέτει. Μια σημαντική παράμετρος αναφέρει ο Ντμίτρι είναι πως «κάθε φορά οι διαδηλώσεις υπέρ του ελεύθερου εμπορίου έτειναν να ατονούν, τροφοδοτούνταν τακτικά μέσω πυροβολισμών, με ελεύθερους σκοπευτές από τις στέγες γύρω από την κεντρική πλατεία στο Κίεβο να πυροβολούν ταυτόχρονα κατά των διαδηλωτών και των αστυνομικών, τροφοδοτώντας τις συγκρούσεις». «Εν τω μεταξύ κορυφαίοι Ουκρανοί ολιγάρχες συγκεντρώθηκαν στη Βιέννη και μοίρασαν μεταξύ τους τις θέσεις της μελλοντικής κυβέρνησης», όπως επιβεβαίωσε σε αυστριακό δικαστήριο ο Ουκρανός ολιγάρχης Ντμίτρι Φιρτάς, ο οποίος αναμένει στην Αυστρία την έκδοση στις ΗΠΑ, όπου κατηγορείται για διαφθορά.
Υποθέτοντας πως πριν κάνουν τη δημόσια εμφάνισή τους στη πλατεία Μαϊντάν, οι διάφορες φασιστικές ομάδες ενεργούσαν και στρατολόγησαν ανθρώπους «υπόγεια», ζητάμε από τον συνομιλητή μας να μας αναφέρει ποιοι ήταν οι χώροι δράσης των νεοναζί πριν από το ξέσπασμα του κινήματος της Μαϊντάν. Ο ίδιος μας εξήγησε πως «στρατολογούσαν άτομα μέσω των ποδοσφαιρικών συλλόγων», προσθέτοντας πως «οι φασίστες άρχισαν να οργανώνονται γύρω από ποδοσφαιρικούς συλλόγους ως ομάδες ποδοσφαιρικών χούλιγκανς». Οι παραπάνω «βίαιες συμμορίες να χρησιμοποιούνται από τους ολιγάρχες της Ουκρανίας για να αρπάξουν τις επιχειρήσεις των επιχειρηματικών τους αντιπάλων». Για το σκοπό αυτό «τους παρασχέθηκαν κέντρα εκπαίδευσης, μεταφορές και άλλη βοήθεια». Ένα ακόμα χαρακτηριστικό ήταν η «παραστρατιωτική εκπαίδευση στην Πολωνία και τις Βαλτικές χώρες» και η οικονομική υποστήριξη «από τη διασπορά στις ΗΠΑ, το Ηνωμένο Βασίλειο και σε μεγάλο βαθμό από τον Καναδά». Όπως εξηγεί ο Ντμίτρι «για πολλούς ανέργους εφήβους αυτή ήταν μια καλή ευκαιρία για να βρουν δουλειά», καθώς «πολλά κέντρα γύρω από τα οποία μαζεύονταν οι φασίστες ήταν επίσημα ‘πολιτιστικά και εκπαιδευτικά προγράμματα’ που χρηματοδοτούνταν από τις ΗΠΑ και τον Καναδά. Ακόμα «συνήθιζαν να οργανώνουν καλοκαιρινές κατασκηνώσεις για εφήβους όπου όπου τους έκαναν πλύση εγκεφάλου με φασιστικές ιδέες και έλαβαν στρατιωτική εκπαίδευση». «Οι υπηρεσίες ασφαλείας το γνώριζαν πολύ καλά» συμπληρώνει, «αλλά δεν τους άγγιζαν, φοβούμενες επικρίσεις από δυτικές πρεσβείες».
Αναφέρουμε στο συνομιλητή μας το απόφθεγμα του Μπρεχτ «ο φασισμός είναι μια ιστορική φάση του καπιταλισμού», ενημερώνοντάς τον για την ελληνική περίπτωση της νεοναζιστικής Χρυσής Αυγής και τις στενές της σχέσεις με μερίδα Ελλήνων καπιταλιστών. Σε αυτό το φόντο του ζητάμε να μας αναπτύξει περισσότερο τη σχέση μεταξύ των νεοναζιστικών ομάδων της Ουκρανίας και των Ουκρανών ολιγαρχών. Μας απαντά πως «οι Ουκρανοί ολιγάρχες χρησιμοποίησαν φασιστικές συμμορίες στους επιχειρηματικούς τους πολέμους εναντίον των ομολόγων τους».
«Ακόμη και τώρα οι νεοναζιστικές συμμορίες εμπλέκονται περισσότερο σε επιχειρηματικούς πολέμους παρά στην πολιτική, αλλά αυτός ο παράγοντας κρύβεται περισσότερο από τα μέσα ενημέρωσης», συνεχίζει. «Κατάσχουν τις αγορές, τις επιχειρήσεις και την συγκομιδή από τους αγρότες», όπως για παράδειγμα «φέτος ξεκίνησε ένας πραγματικός πόλεμος για μια αγορά του Κιέβου, όπου νεοναζί επιτέθηκαν στους πωλητές και όταν η αστυνομία προσπάθησε να αποτρέψει την επίθεση, οι νεοναζί ήρθαν με ένα θωρακισμένο όχημα και συγκεντρώθηκαν κατά εκατοντάδες». Αφού «φώναξαν ότι η αστυνομία είναι ‘φιλορωσική’ και ‘δεν αφήνει τους Ουκρανούς πατριώτες να πάρουν αυτό που τους αξίζει’, οι αστυνομικές δυνάμεις υποχώρησαν και (οι φασίστες) κατέλαβαν την αγορά, επιβάλλοντας τους δικούς τους φόρους στους πωλητές». «Το 2014 Ουκρανοί ολιγάρχες, όπως ο Ίχορ Κολομόισκι, υποστήριξαν ανοιχτά τάγματα φασιστών εθελοντών, τα εξόπλισαν, αν και ήταν εντελώς πέρα από τους νόμους μας» προσθέτει σε σχέση με την φασιστική εξέγερση του Μαϊντάν, εξηγώντας πως «οι Ουκρανοί ολιγάρχες μπορεί να είναι ουκρανικής, ρωσικής, αζερικής, αρμενικής, εβραϊκής καταγωγής, αλλά θεωρούν τον εθνικισμό και τις ακροδεξιές συμμορίες ως τον κύριο θεματοφύλακα της περιουσίας τους, η οποία αποκτήθηκε με τη λεηλασία της δεκαετίας του 1990 μετά την κατάρρευση της ΕΣΣΔ».
Στην συνέχεια, ρωτάμε τι ακολούθησε την στελέχωση του κρατικού μηχανισμού από τους νεο-Ναζί, καθώς και ποιοι ήταν οι πρώτοι που μπήκαν στο στόχαστρό τους. «Παρότι είναι γεγονός πως σε ένα βαθμό οι νεο-Ναζί στελέχωσαν τις αστυνομικές υπηρεσίες», ο Ντμίτρι μας εξηγεί πως «η κύρια δύναμή τους είναι η δύναμη του δρόμου, με τις συμμορίες να μπορούν να ασκήσουν πίεση σε κάθε εκλεγμένο αξιωματούχο, ώστε να υιοθετήσει τις θέσεις τους». «Στη χώρα μας δεν έχει σημασία ποιος ακριβώς είναι στην εξουσία, ποιος ψηφίζεται», καθώς «κάθε αξιωματούχος αναγκάζεται να κάνει ό,τι απαιτούν οι ακροδεξιές συμμορίες». «Η δύναμή τους είναι εξωγενής, με τα ουκρανικά φιλο-φασιστικά κόμματα να μην μπορούν εισέλθουν στο κοινοβούλιο», καθώς «απολαμβάνουν μόνο περίπου 2 ή 3% υποστήριξης». «Αλλά μπήκαν στο κοινοβούλιο στους καταλόγους των άλλων αστικών κομμάτων, αναγκάζοντας τα μετριοπαθή αστικά κόμματα να υιοθετήσουν την ατζέντα τους και να τα χρηματοδοτήσουν», καταλήγει.
Σε ότι αφορά τα θύματα της φασιστικής βίας, η απάντηση του Ντμίτρι μας θυμίζει τη φράση του Γερμανού πάστορα Μάρτιν Νιμέλερ: «Οι πρώτοι που στοχοποιήθηκαν ήταν οι Ουκρανοί κομμουνιστές -χαρακτηρίστηκαν ‘φιλορώσοι’ και τα γραφεία τους βανδαλίστηκαν. Στη συνέχεια, συνήθιζαν να επιτίθενται σε Ρομά, σκοτώνοντας κάποιους από αυτούς. Επιτέθηκαν επίσης σε πολλές κοινωνικές διαμαρτυρίες απλών πολιτών ενάντια στην αύξηση των δασμών ή την αύξηση των τιμών – οι διαδηλωτές χαρακτηρίστηκαν επίσης ως ‘φιλορώσοι’ και δέχθηκαν επίθεση, αν και αυτοί είναι απλώς φτωχοί συνταξιούχοι που δεν μπορούν να πληρώσουν τους λογαριασμούς ηλεκτρικού ρεύματος». «Στο στόχαστρο μπήκε επίσης η παραδοσιακή Ορθόδοξη εκκλησία από τότε που αρνήθηκε να ευλογήσει τον εμφύλιο πόλεμο», ενώ «στη συνέχεια οργανώθηκε μια νέα ‘ουκρανική’ ορθόδοξη εκκλησία υπό το πατριαρχία της Κωνσταντινούπολης, με πρωτοβουλία του πρώην επικεφαλής του αμερικανικού Στέιτ Ντιπάρτμεντ Μάικ Πομπέο». «Σήμερα υπάρχει κύμα κατασχεμένων μοναστηριών και εκκλησιών της παλιάς παραδοσιακής εκκλησίας και οι ακροδεξιές συμμορίες παίζουν τον πιο ενεργό ρόλο σε αυτήν», συμπληρώνει. Στον κατάλογο των θυμάτων της ακροδεξιών συμμοριών συγκαταλέγονται «επιχειρήσεις που δεν τους πληρώνουν ‘φόρους’ ή συναυλίες διάσημων τραγουδιστών που απαιτούν να τους πληρώσουν ένα μέρος των εσόδων τους, τακτικές επιθέσεις σε μέσα ενημέρωσης και τηλεοπτικούς σταθμούς που τολμούν να επικρίνουν την κυβερνητική εθνικιστική πολιτική», ενω «πέρυσι άρχισαν να επιτίθενται σε απλούς μη πολιτικοποιημένους εφήβους, ταπεινώνοντάς τους και αναγκάζοντας να πουν δημόσια ότι ‘στηρίζουν την Ουκρανία’ και ‘μισούν τους Ρώσους και τους Εβραίους’».
Οι ανησυχίες μας για την κλιμάκωση της νεοφασιστικής βίας στην Ελλάδα συνοδεύονται από μια «τραγική ειρωνεία», που μας συνδέει με το Κίεβο. Ο Αμερικάνος πρέσβης στην Αθήνα Τζέφρι Πάιατ είναι ο ίδιος πρέσβης που βρισκόταν στο Κίεβο την εποχή της φασιστικής εξέγερσης του Μαϊντάν. Τότε πολλοί έκαναν λόγο για μια «έγχρωμη επανάσταση», ένας όρος που χρησιμοποιείται για την εμπλοκή ξένων δυνάμεων και κυρίως των Ηνωμένων Πολιτειών στις διαμαρτυρίες. Δεν κρύβουμε από τον συνομιλητή μας πως θεωρούμε τον Πάιατ έναν επικίνδυνο άνθρωπο, κατά τη θητεία του οποίου υπάρχει ισχυρή εμπλοκή στην ελληνική πολιτική ενώ η χώρα μας γεμίζει αμερικάνικες βάσεις. Με τις σκέψεις αυτές ζητάμε από τον Ντμίτρι να περιγράψει το ρόλο της αμερικανικής πρεσβείας κατά την ανάπτυξη του Μαϊντάν κινήματος.
«Για χρόνια πριν από τις έγχρωμες επαναστάσεις, πολλοί Ουκρανοί εθνικιστές πολιτικοί εκπαιδεύτηκαν στο Ηνωμένο Βασίλειο και τις ΗΠΑ και ειδικότερα στο Πανεπιστήμιο του Στάνφορντ, το οποίο έχει ένα πρόγραμμα για ‘αναδυόμενους Ουκρανούς ηγέτες’», εξηγεί. «Ο γνωστός μεταμοντερνιστής φιλόσοφος Φράνσις Φουκουγιάμα διευθύνει αυτό το πρόγραμμα εκεί», το οποίο «χρηματοδοτείται επίσης ανοιχτά από τον Ουκρανό ολιγάρχη Βίκτορ Πιντσούκ, ο οποίος ήταν επίσης ένας από τους χορηγούς του ιδρύματος Κλίντον». «Στον απόηχο της Ευρω-Μαϊντάν όλα αυτά τα εκπαιδευμένα στελέχη στάλθηκαν πίσω στην Ουκρανία», ενώ «η προετοιμασία πραγματοποιήθηκε επίσης μέσω πολλών ΜΚΟ που επίσημα μπορεί να δηλώνουν ‘περιβαλλοντικές’, ‘ανθρωπίνων δικαιωμάτων’, ‘εκπαιδευτικές’» και «οι επίσημοι ηγέτες των οποίων δεν είναι απλά φιλο-δυτικοί φιλελεύθεροι, αλλά και διαμεσολαβητές μεταξύ των δυτικών ιδρυμάτων και των Ουκρανών φασιστών». «Παρόμοια ιδρύματα χορηγήθηκαν κατά τη διάρκεια των έγχρωμων επαναστάσεων μας, επίσης από τη Σουηδία ή από τη σουηδική πρεσβεία», προσθέτει.
«Η πρεσβεία των ΗΠΑ υποστήριξε επίσης ανοιχτά διαδηλωτές του Ευρω-Μαϊντάν, οι οποίοι απαίτησαν την υπογραφή της συμφωνίας ελεύθερου εμπορίου», όπως επίσης «η γραμματέας του αμερικανικού υπουργείου Εξωτερικών Βικτόρια Νούλαντ και ο Τζέφρι Πάιατ που ενθάρρυνε προσωπικά τους διαδηλωτές, τους επισκέφθηκε και διένειμε μπισκότα». Στη συνέχεια ο Ντμίτρι μας θυμίζει πως «υπήρξε μια τηλεφωνική κλήση που διέρρευσε μεταξύ Νούλαντ και Πάιατ, όπου είπαν τη φράση ‘γάμα την ΕΕ’ αναφερόμενοι σε πιθανές διαμαρτυρίες από την ΕΕ σχετικά με τα συμφέροντα της στην Ουκρανία». «Ο Τζέφρι Πάιατ προειδοποίησε αρχικά τους Ουκρανούς αξιωματούχους να μην χρησιμοποιούν την αστυνομία εναντίον διαδηλωτών του Ευρω-Μαϊντάν, ενώ «στη συνέχεια ξεκίνησε διαπραγματεύσεις με τον πρώην πρόεδρο και τους διαδηλωτές». «Οι ΗΠΑ και η ΕΕ χρησίμευσαν ως ‘εγγυητές’ της συναφθείσας συμφωνίας και την επόμενη μέρα οι ακροδεξιές συμμορίες του Ευρω-Μαϊντάν παραβίασαν τη συμφωνία και εισέβαλαν στο κοινοβούλιο, αναγκάζοντας τους βουλευτές που αιχμαλωτίστηκαν να παραιτηθούν», θυμάται.
Ο εμφύλιος πόλεμος που προκάλεσαν οι Ουκρανοί φασίστες και οι δυτικοί υποστηρικτές τους, βρήκε ένα αντίσταση από ένα μαζικό αντιφασιστικό κίνημα το λεγόμενο «Αντί-μαϊντάν». Βλέπονται τους φασίστες να καίνε ζωντανούς τους συνδικαλιστές στο Κτίριο των Συνδικάτων στην Οδησσό, ο ρωσόφωνος πληθυσμός της Κριμαίας ενσωματώθηκε με την Ρωσική Ομοσπονδία μετά από ένα συντριπτικό δημοψήφισμα, ενώ ο λαός της εργατικής περιοχής της Κοιλάδας του Ντονμπάς στην Ανατολική Ουκρανία πήρε τα όπλα κατά της φασιστικής απειλής. Σήμερα, 7 χρόνια αργότερα, το μετα-Μαϊντάν καθεστώς της Ουκρανίας συνεχίζει τον πόλεμο κατά των λαϊκών δημοκρατιών στις περιοχές Ντονέτσκ και Λουγκάντσκ, στο Ντονμπάς, με πιο πρόσφατη την κλιμάκωση του περασμένου Μαϊού. Δεν μπορούμε να μην ρωτήσουμε τον αντιφασίστα συνομιλητή μας, τι κατάσταση επικρατεί τώρα τόσο στο εσωτερικό της Ουκρανίας όσο και σε σχέση με τον πόλεμο κατά του Ντονμπάς.
«Εντός της Ουκρανίας η κοινωνική κατάσταση είναι καταδικασμένη, με την αντιπολίτευση καταστέλλεται», ενώ «η κυβέρνηση ηγείται μιας πολιτικής προώθησης της μαζικής μετανάστευσης από τη χώρα». «Η μετανάστευση ενθαρρύνεται επίσημα», συμπληρώνει, «όταν οι εργαζόμενοι δεν πληρώνονται, οι αξιωματούχοι δηλώνουν ανοιχτά: ‘Γιατί μένεις στην Ουκρανία; Υπάρχουν πολλές δουλειές σε άλλες χώρες!’». «Έτσι, εκατομμύρια, κυρίως ενεργοί νέοι εργαζόμενοι, μετανάστευσαν» ενώ «οι εναπομείναντες ηλικιωμένοι ζουν κυρίως με τα εμβάσματα ξένων χρημάτων από τα παιδιά τους που εργάζονται στη Ρωσία ή την Πολωνία». Σε ότι αφορά το Ντονμπάς, αυτό «πολεμά για 7 χρόνια και δεν υπάρχει ορατό τέλος του πολέμου, αντιμετωπίζει μεγάλες καταστροφές λόγω των βομβαρδισμών, ενώ πολλοί άνθρωποι μετακόμισαν από αυτήν την περιοχή στη Ρωσία κουρασμένοι από τον συνεχή πόλεμο». «Ωστόσο, οι τιμές και ειδικά οι δασμοί αερίου, ηλεκτρικού ρεύματος στις δημοκρατίες του Ντονμπάς είναι 4 φορές χαμηλότερες από ότι στην Ουκρανία, όπου τις αυξάνoυν τακτικά οι απαιτήσεις του ΔΝΤ», καθώς «η οικονομία της Ουκρανίας επιβιώνει μόνο λόγω τακτικών ξένων δανείων από το ΔΝΤ, την ΕΕ και τις ΗΠΑ», χωρίς τα οποία «η οικονομία της χώρας θα κατέρρεε μέσα σε λίγους μήνες».
Ολοκληρώνοντας την συζήτηση, ζητάμε από το Ντμίτρι να μας προσφέρει τη γνώμη του σε σχέση με τον κίνδυνο της φασιστικής απειλής στην εποχή μας, αλλά και για το πως μπορεί να τσακιστεί ο φασισμός πριν είναι αργά. «Ο φασισμός αυξάνεται ιδιαίτερα όταν είναι επωφελής για τους μεγάλους καπιταλιστές και τις ιμπεριαλιστικές χώρες», μας απαντά.
Έτσι, «μια χώρα που δεν μπορεί να ελέγξει τους καπιταλιστές της και δεν μπορεί να σταματήσει τις επικίνδυνες δραστηριότητες της αμερικανικής πρεσβείας, δεν είναι σε θέση να αντιμετωπίσει τους φασίστες αποτελεσματικά». Ακόμα προσθέτει πως «σε επίπεδο βάσης, οι δυνάμεις της Αριστεράς θα πρέπει να είναι πάντα έτοιμες να αντιμετωπίσουν τις φασιστικές συμμορίες σώμα με σώμα». «Στο Ντονμπάς, για παράδειγμα, έγινε μια ‘λέσχη μάχης’ που ονομάστηκε Οπλότ και έγινε ο πυρήνας της αντίστασης και η βάση για τους μελλοντικούς αντάρτες Ντονμπάς». Αντίθετα «στην υπόλοιπη Ουκρανία, το κομμουνιστικό κόμμα και άλλα αριστερά κόμματα βασίζονταν μόνο στην ψήφο και ηττήθηκαν πολύ εύκολα».
Αναδημοσίευση από το ThePressProject