Ο καπιταλιστικός ανταγωνισμός δυσκολεύει τον αγώνα κατά της πανδημίας
Πηγή:Jacobin
του Κώστα Λαπαβίτσα*
Ενα χρονο μετα την εμφανιση του COVID-19, έχει καταστεί σαφές ότι η πανδημία του κορωνοϊού έχει ταξικό χαρακτήρα που αντιστοιχεί στις παγιωμένες ανισότητες και τις φυλετικές διακρίσεις του χρηματιστικοποιημένου καπιταλισμού. Η ασθένεια απειλεί ιδιαίτερα άτομα με υποκείμενα νοσήματα. Τα πιο ευάλωτα στρώματα είναι οι εργαζόμενοι με χαμηλά εισοδήματα και οι ηλικιωμένοι, που εκτίθενται σε επίμονα και μακροχρόνια προβλήματα υγείας τα οποία σχετίζονται με μη ικανοποιητικές περιβαλλοντικές συνθήκες και κακή διατροφή. Αυτά τα στρώματα βρίσκονται στο περιθώριο των συστημάτων υγείας ακόμη και των πλουσιότερων χωρών του κόσμου.
Τα ισχυρά κράτη φάνηκαν απρόθυμα και ανίκανα να υιοθετήσουν μια λαϊκή πολιτική για τον περιορισμό της νόσου του COVID-19. Μια τέτοια στρατηγική θα συνεπαγόταν ένα συνεκτικό εθνικό σχέδιο, με διεθνή συνεργασία, που θα εστίαζε στις αρχικές ομάδες κρουσμάτων της νόσου με ευρύτατα στοχευμένα τεστ. Θα είχε δημιουργηθεί ένα δίκτυο ιατρικού προσωπικού σε πρωτοβάθμιο επίπεδο που θα προσανατόλιζε την έρευνα στους χώρους μαζικής διασποράς, όπως είναι οι χώροι εργασίας, οι μεταφορές και η εκπαίδευση. Στόχος θα ήταν ο εντοπισμός και η ανίχνευση όσων έχουν μολυνθεί και η απομόνωση χώρων, ατόμων και ομάδων – συμπεριλαμβανομένων εκείνων που είναι πιο ευάλωτοι λόγω μακροχρόνιων προβλημάτων. Για όλα αυτά θα ήταν αναγκαία η άμεση παροχή πόρων για επείγουσα περίθαλψη σε συνθήκες αξιοπρέπειας και ασφάλειας.
Το πρόβλημα, βεβαίως, δεν ήταν η διαθεσιμότητα πόρων ή η τεχνική γνώση, αλλά η αποτυχημένοι θεσμοί και ιδεολογία του σύγχρονου καπιταλισμού. Μια λαϊκή στρατηγική θα απαιτούσε εις βάθος αναθεώρηση των μηχανισμών δημόσιας υγείας με νέο δημόσιο πνεύμα και ουσιαστική κοινωνική δικαιοσύνη . Οι συνέπειες για τους φαρμακευτικούς γίγαντες και τον βιοϊατρικό τομέα θα ήταν εντονότατες και οι νεοφιλελεύθερες κυβερνήσεις δεν ήταν διατεθειμένες να διαταράξουν τα συμφέροντά τους. Οι ταξικοί μηχανισμοί έθεσαν τους όρους αντιμετώπισης της πανδημίας και αυτό σήμαινε μια πολιτική περιορισμών της κοινωνικής και οικονομικής ζωής, καθώς και καραντίνα.
Εάν μια λαϊκή στρατηγική δεν ήταν στις προθέσεις των ανεπτυγμένων χωρών, είναι φανερό πόσο αδιανόητη ήταν για τα πιο αδύναμα περιφερειακά κράτη. Οι ελλείψεις πόρων, τα ελαττωματικά συστήματα υγείας και οι δυσλειτουργία των κρατικών μηχανισμών αφήνουν ελάχιστα περιθώρια για να δοθεί προτεραιότητα στους φτωχούς. Η ταξική φύση της πανδημίας ήταν πιο έντονη στις περιφερειακές χώρες, όπου οι πλούσιοι είναι ακόμη πιο εγωκεντρικοί και αλαζονικοί από ότι στις ανεπτυγμένες χώρες. Αλλά οι μεγάλες μάζες των φτωχών του κόσμου ήδη γνωρίζουν ότι δεν μπορούν να περιμένουν σχεδόν τίποτα από το κράτος.
Αφού επιλέχθηκαν οι περιορισμοί και η καραντίνα ως μέθοδος αντιμετώπισης της νόσου, ήταν σίγουρο ότι δεν θα υπήρχε συντονισμένη παγκόσμια απάντηση. Κάθε χώρα θα έπρεπε να διαχειριστεί την κρίση ως επί το πλείστον μόνη της και σε μεγάλο βαθμό αντλώντας από την ισχύ του εθνικού κράτους, της οικονομίας και των θεσμών της. Οι απαντήσεις που δόθηκαν στην πράξη αντανακλούν αναπόφευκτα τις ιδιαιτερότητες της ταξικής δομής κάθε χώρας. Το αποτέλεσμα ήταν η επιτάχυνση των εθνικών διαφορών κατά μήκος και πλάτος του πλανήτη. Η παγκόσμια αντιμετώπιση του κορωνοϊού μπορεί να περιγραφεί μόνο ως χάος.
Το χάος είναι εμφανές στην προσπάθεια δημιουργίας εμβολίου. Η εύρεση εμβολίου ήταν απαραίτητο συμπλήρωμα της πολιτικής των περιοριστικών μέτρων και της καραντίνας, και μάλιστα εξαιρετικά επείγον συμπλήρωμα γιατί δεν εξετάστηκε ποτέ σοβαρά η λαϊκή πολιτική αντιμετώπισης της πανδημίας. Αλλά τα εθνικά κράτη απέτυχαν να συμφωνήσουν στη διεξαγωγή κοινής διεθνούς έρευνας για το εμβόλιο και αντίθετα ξεκίνησαν έναν αγώνα ανταγωνισμού για να αποκτήσουν το δικό τους.
Ο αγώνας αυτός βασίστηκε στην παγκόσμια συσσωρευμένη βασική έρευνα πανεπιστημίων, καθώς και δημόσιων και ιδιωτικών εργαστηρίων που στηρίζονται σε μεγάλο βαθμό στη δημόσια χρηματοδότηση. Ωστόσο, μερικές χώρες πήραν το προβάδισμα βασιζόμενες κυρίως σε εθνικά ελεγχόμενους πόρους. Το αποτέλεσμα ήταν ανταγωνιστική σύγχυση με κινητοποίηση δημόσιων πόρων διαφορετικών χωρών για την εξυπηρέτηση ιδιωτικών κερδών. Αναδείχθηκαν έτσι οι χειρότερες πλευρές του σκληρού καπιταλισμού της εποχής μας.
Εντατικοποιημένος εθνικός ανταγωνισμός
Η Ρωσία ανακοίνωσε πρώτη την ανάπτυξη εμβολίου, το οποίο παρήχθη από το Εθνικό Ινστιτούτο Επιδημιολογίας και Μικροβιολογίας, τον Αύγουστο του 2020.Φαίνεται ότι η ερευνητική προσπάθεια χρηματοδοτήθηκε από το Ρωσικό Κρατικό Επενδυτικό Ταμείο. Αρκετά εμβόλια βρίσκονται,επίσης, σε εξέλιξη στην Κίνα από φαρμακευτικές εταιρείες που λειτουργούν σε συνεργασία με δημόσια ερευνητικά εργαστήρια και ινστιτούτα, λαμβάνοντας κρατική στήριξη.
Μέχρι το τελευταίο τρίμηνο του 2020, η Κίνα είχε στην κατοχή της τουλάχιστον ένα εμβόλιο σχεδόν έτοιμο για χρήση και τόσο τα ρωσικά όσο και τα κινεζικά εμβόλια ήταν διαθέσιμα για εξαγωγή. Η Ινδία προσπαθούσε, επίσης, να αποκτήσει το δικό της εμβόλιο με εθνικούς πόρους μέσω μιας ιδιωτικής βιοϊατρικής επιχείρησης, η οποία βασίστηκε σε δημόσια χρηματοδότηση και έρευνα.
Οι ομοιότητες με την ανάπτυξη των εμβολίων στις Ηνωμένες Πολιτείες και το Ηνωμένο Βασίλειο είναι αποκαλυπτικές, όπως είναι και οι διαφορές. Στο Ηνωμένο Βασίλειο το προβάδισμα ανέλαβε ο φαρμακευτικός γίγαντας AstraZeneca, που συνεργάστηκε με ερευνητικές ομάδες από το Πανεπιστήμιο της Οξφόρδης. Η βρετανική προσπάθεια βασίστηκε άμεσα στον βιοϊατρικό τομέα, ένα από τα πιο ανταγωνιστικά στοιχεία της βρετανικής οικονομίας που εξαρτάται σε μεγάλο βαθμό από τα πανεπιστήμια και την ακαδημαϊκή έρευνα, ενώ ταυτόχρονα αξιοποιεί τη δημόσια χρηματοδότηση. Η βρετανική κυβέρνηση στόχευσε συστηματικά τις φορολογικές της παρεμβάσεις και την παροχή χρηματοδότησης κατά τη διάρκεια της πανδημίας ώστε να προωθήσει αυτούς τους μηχανισμούς δημιουργίας εμβολίου.
Ο ίδιος τομέας έχει επίσης ισχυρή παρουσία στις Ηνωμένες Πολιτείες και τη Γερμανία. Ο φαρμακευτικός γίγαντας Pfizer συνεργάστηκε με τη μικρή γερμανική βιοϊατρική εταιρεία BioNTech, η οποία αξιοποιεί συστηματικά την ακαδημαϊκή έρευνα και τη δημόσια χρηματοδότηση για να ανταγωνιστεί ιδιωτικά. Το εμβόλιο που αναπτύχθηκε από τη BioNTech χρηματοδοτείται ουσιαστικά από τη γερμανική κυβέρνηση και εγκρίθηκε γρήγορα από το Ηνωμένο Βασίλειο, τον Δεκέμβριο του 2020.
Ένα άλλο εμβόλιο αναπτύχθηκε από τη Moderna, μία μικρή βιοϊατρική εταιρεία στις Ηνωμένες Πολιτείες που έλαβε επίσης μεγάλη δημόσια χρηματοδότηση για την έρευνά της, και εγκρίθηκε τον Δεκέμβριο του 2020. Και τα δύο αυτά εμβόλια – των οποίων οι μακροπρόθεσμες επιπτώσεις είναι άγνωστες – βασίζονται σε βιοϊατρική τεχνολογία που περιλαμβάνει γενετική μηχανική, η οποία αναπτύχθηκε κατά τη διάρκεια των προηγούμενων δύο δεκαετιών στηριγμένη σε δημόσια χρηματοδότηση.
Η προσπάθεια παραγωγής εμβολίων έλαβε μεγάλη ώθηση από το Operation Warp Speedστις Ηνωμένες Πολιτείες, έναν οργανισμό με επικεφαλής το αμερικανικό Υπουργείο Υγείας. Αμερικανικά κυβερνητικά κεφάλαια βρίσκονταν, επίσης, πίσω από άλλα εμβόλια που αναπτύχθηκαν το 2020 από διάφορες φαρμακευτικές εταιρείες: Johnson and Johnson, Regeneron, Novavax, Sanofi and GlaxoSmithKline, AstraZeneca και άλλες. Ο λόγος είναι ότι η ανάπτυξη εμβολίων έχει πολύ υψηλή πιθανότητα αποτυχίας και οι φαρμακευτικοί κολοσσοί διστάζουν να διακινδυνεύσουν τα κεφάλαιά τους στην προσπάθεια δημιουργίας νέων εμβολίων. Συμφώνησαν να μπουν στο πεδίο μόνο αφού έλαβαν διαβεβαιώσεις για κρατική στήριξη.
Χωρίς συνεχή δημόσια χρηματοδότηση των βιοϊατρικών και φαρμακευτικών τομέων για αρκετές δεκαετίες – και ειδικά χωρίς την τεράστια δημόσια ώθηση που δόθηκε το 2020 – δεν θα υπήρχε εμβόλιο κορωνοϊού στη Δύση. Σημαντικά κεφάλαια παρασχέθηκαν από την Operation Warp Speed όχι μόνο για την ανάληψη της απαιτούμενης έρευνας αλλά και για την αγορά εκ των προτέρων μεγάλου όγκου δόσεων εμβολίου, επιτρέποντας έτσι στους κατασκευαστές να μειώσουν τους οικονομικούς κινδύνους και να αυξήσουν την παραγωγή.
Το γενικό περίγραμμα της προσπάθειας δημιουργίας εμβολίου στις Ηνωμένες Πολιτείες, το Ηνωμένο Βασίλειο, τη Γερμανία και αλλού στη Δύση είναι επομένως σαφές: τα εμβόλια αναπτύχθηκαν μέσω του ανταγωνισμού των μεγάλων φαρμακευτικών επιχειρήσεων που στηρίζονται σε εργαστήρια και πανεπιστήμια βιοϊατρικής έρευνας, λαμβάνοντας σημαντική δημόσια χρηματοδότηση.
Το αποτέλεσμα ήταν ο πολλαπλασιασμός εμβολίων που χρησιμοποιούν διαφορετικές τεχνολογίες με άνιση αποτελεσματικότητα. Η εμπορική έκβαση αυτού του ανταγωνισμού δεν είναι ακόμη ξεκάθαρη και θα εξαρτηθεί από την αποτελεσματικότητα και το κόστος των εμβολίων. Αλλά δεν υπάρχει αμφιβολία ότι ορισμένοι από τους φαρμακευτικούς κολοσσούς, αλλά και τις μικρότερες βιοϊατρικές επιχειρήσεις, θα είναι σε θέση να αποκομίσουν τεράστια κέρδη.
Μια ορθολογική απάντηση στην πανδημία θα απαιτούσε συντονισμό μεταξύ τουλάχιστον των κορυφαίων κρατών και των μεγάλων πολυεθνικών οργανισμών σε όλο τον κόσμο. Δεν συνέβη τίποτε από αυτά. Η ανάπτυξη εμβολίων κατά του κορωνοϊού έγινε πεδίο ανταγωνισμού της εθνικής ισχύος, επιτρέποντας στις μεγάλες επιχειρήσεις να γιγαντώσουν τα κέρδη τους.
Ο πολλαπλασιασμός των προσπαθειών και η σπατάλη πόρων σε όλο τον κόσμο ήταν τεράστιος. Στις αρχές του 2021, ο κόσμος βρίσκεται αντιμέτωπος με δεκάδες ανεξάρτητα παραγόμενα εμβόλια που χρησιμοποιούν διαφορετικές τεχνολογίες, με ξεχωριστά δικαιώματα πνευματικής ιδιοκτησίας, που διαφέρουν σε μεγάλο βαθμό στο κόστος, και με πολύ διαφορετικές τεχνικές απαιτήσεις σχετικά με την αποθήκευση και τη μεταφορά τους.
Τα προβλήματα που δημιουργεί η κατάσταση αυτή για την παραγωγή εμβολίων σε κλίμακα αντίστοιχη του παγκόσμιου πληθυσμού – που πλησιάζει τα οκτώ δισεκατομμύρια – μόλις άρχισαν να γίνονται αντιληπτά. Οι μεγάλες φαρμακευτικές εταιρείες της Δύσης δεν έχουν επαρκή ικανότητα να παραγάγουν τον απαιτούμενο όγκο το 2021. Για να επιτευχθεί άμεσα το έργο αυτό, θα πρέπει επίσης να κινητοποιηθεί η παραγωγική ικανότητα των φαρμακευτικών εταιρειών στις αναπτυσσόμενες χώρες. Δεδομένου ότι τα εμβόλια που παράγονται από ιδιωτικές εταιρείες που έχουν πολλαπλά δικαιώματα πνευματικής ιδιοκτησίας, αυτό θα δημιουργήσει σίγουρα μεγάλες συγκρούσεις.
Η επίλυση τέτοιων συγκρούσεων δεν θα είναι προς όφελος των φτωχών σε όλο τον κόσμο. Για τις αναπτυσσόμενες χώρες, επιπλέον, το κόστος των εμβολίων καθώς και οι τεχνικές απαιτήσεις αποθήκευσης και ανάπτυξης σε τεράστιες ποσότητες είναι θέματα πρώτης τάξης. Η απουσία διακυβερνητικής συνεργασίας για μια συνεκτική παγκόσμια απάντηση στην πανδημία έχει αφήσει τις αναπτυσσόμενες χώρες σε εξαιρετικά επισφαλή θέση.
Ένα ετοιμόρροπο «φιλανθρωπικό» προσωπείο
Αυτό είναι το πλαίσιο μέσα στο οποίο ο Παγκόσμιος Οργανισμός Υγείας (ΠΟΥ), μαζί με τον πρόεδρο της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, τον Γάλλο πρόεδρο Εμμανουήλ Μακρόν, και το Ίδρυμα Bill and Melinda Gates, ξεκίνησαν το Access to COVID-19 Tools (ACT) Accelerator , τον Απρίλιο του 2020. Η αρχική πρωτοβουλία για το ACT Accelerator φαίνεται να είχε ληφθεί από το Ίδρυμα Gates, ένα φιλανθρωπικό ίδρυμα που ιδρύθηκε από δύο από τους πλουσιότερους ανθρώπους στον κόσμο. Υποστηρίζεται από αρκετούς ιδιωτικούς, δημόσιους και πολυμερείς οργανισμούς υγείας και άλλες οργανώσεις σε όλο τον κόσμο.
Το ACT Accelerator ξεκίνησε την λειτουργία του ως ένα χαλαρό πλαίσιο που στόχευε στη διευκόλυνση της πρακτικής λήψης αποφάσεων σχετικά με τη διάγνωση, τη θεραπεία και την ανάπτυξη εμβολίων κατά του COVID-19. Παρείχε πράγματι σημαντική χρηματοδότηση για διαγνωστικές και θεραπευτικές πρωτοβουλίες σε πολλές χώρες καθ’ όλη τη διάρκεια του 2020.
Ο πυλώνας του ACT Accelerator για την ανάπτυξη εμβολίων, ο λεγόμενος COVAX, καθοδηγείται από την Παγκόσμια Συμμαχία για Εμβόλια και Ανοσοποίηση (GAVI), έναν ιδιωτικό-δημόσιο οργανισμό που ιδρύθηκε αρχικά από το Ίδρυμα Gates, σε συνεργασία με τη Συμμαχία για Καινοτομίες Προετοιμασίας για Επιδημίες (CEPI), έναν άλλο ιδιωτικό-δημόσιο οργανισμό στον οποίο το Ίδρυμα Gates παίζει επίσης καθοριστικό ρόλο, μαζί με τον Παγκόσμιο Οργανισμό Υγείας. Ο τρόπος με τον οποίο λειτουργεί ο COVAX- και το ACT Accelerator στο σύνολό του – αποτελούν αντικείμενα μελέτης για τον παραλογισμό του σύγχρονου καπιταλισμού.
Ο δηλωμένος στόχος του COVAX είναι να κινητοποιήσει εθνικές κυβερνήσεις και ισχυρούς πολυμερείς θεσμούς – εκ των οποίων η Παγκόσμια Τράπεζα είναι ο σημαντικότερος – για την ανάπτυξη και την κλιμάκωση της παραγωγής εμβολίων. Προς το τέλος του 2020 είχε στη λίστα του περισσότερες από εκατόν ενενήντα εθνικές κυβερνήσεις .
Η λογική της λειτουργίας του προσομοιάζει τη λειτουργία ιδιωτικής επιχείρησης, και ακολουθεί τις νεοφιλελεύθερες κατευθύνσεις που προωθούνται από την Παγκόσμια Τράπεζα στις αναπτυσσόμενες χώρες. Η χρηματοδότηση του ίδιου του COVAX παρέχεται από τις πλουσιότερες χώρες της λίστας. Στη βάση αυτής της χρηματοδότησης, ο COVAX παρέχει εγγυήσεις για την προκαταβολική αγορά εμβολίων από τις φτωχότερες χώρες και κάνει συνεισφορές για την έρευνα για εμβόλια.
Πιο συγκεκριμένα, ο COVAX συνάπτει συμφωνίες με ιδιώτες παραγωγούς εμβολίων, οι οποίοι στη συνέχεια εγγράφονται στο χαρτοφυλάκιό του, επιτρέποντας στις χώρες να κάνουν εκ των προτέρων αγορές μεγάλου όγκου εμβολίων. Υποτίθεται ότι οι φτωχές χώρες θα έχουν έτσι την ευκαιρία να κάνουν συμφωνίες με ιδιώτες παραγωγούς στο χαρτοφυλάκιο του COVAX για ένα ονομαστικό ποσό, ή ακόμη και δωρεάν. Ο στόχος είναι να παραχθούν δύο δισεκατομμύρια δόσεις εμβολίων το 2021, τα μισά από τα οποία θα διοχετευτούν σε φτωχές χώρες.
Είναι απολύτως λυπηρό ότι η μόνη διεθνής αντίδραση στην πανδημία βασίστηκε σε ένα τυχαίο πλαίσιο που συνέταξαν δύο δισεκατομμυριούχοι. Αντί να υποστηριχθεί και να χρηματοδοτηθεί σωστά μια διεθνής προσπάθεια αντιμετώπισης της πανδημίας, τα ισχυρότερα κράτη παγκοσμίως αναζήτησαν ηθική κάλυψη συμμετέχοντας σε ένα οικοδόμημα που εμπνέεται από τη λογική των ιδιωτικών επιχειρήσεων και βασίζεται σε εμπορικές συμφωνίες με γιγάντιους κατασκευαστές εμβολίων.
Δεν υπάρχει τίποτα φυσικό στη σύνθεση του COVAX. Πρόκειται για μια αυτοσχέδια απάντηση στην παγκόσμια υγειονομική κρίση που προκάλεσε ο κορωνοϊός, με επικεφαλής δύο φιλάνθρωπους που στο παρελθόν έχουν κάνει τεράστια κέρδη εκμεταλλευόμενοι μονοπωλιακά προνόμια στον τομέα της υψηλής τεχνολογίας. Δεν προκαλεί έκπληξη το γεγονός ότι οι υψηλές προσδοκίες του COVAX τέθηκαν αμέσως σε αμφιβολία, καθώς η χρηματοδότησή του ήταν μονίμως ανεπαρκής, προβλέποντας έλλειμμα 7-8 δισεκατομμυρίων δολαρίων για το 2021
Το έλλειμμα ίσως στην πράξη καλυφθεί από έναν ή περισσότερους από τους συμμετέχοντες στον COVAX στο αμέσως επόμενο διάστημα. Ωστόσο, το γεγονός παραμένει ότι το προβλεπόμενο έλλειμμα του COVAX είναι ελάχιστο σε σύγκριση με τις τεράστιες δημοσιονομικές δαπάνες των κυριάρχων κρατών μετά το ξέσπασμα της πανδημίας. Κρίσιμο στοιχείο για την έλλειψη χρηματοδότησης ήταν ότι το ηγεμονικό κράτος, οι Ηνωμένες Πολιτείες υπό τον Πρόεδρο Ντόναλντ Τραμπ, αρνήθηκε ανοιχτά να συμμετάσχει στον COVAX. Αντ’αυτού, οι ΗΠΑ επέλεξαν να συνάψουν διμερείς συμφωνίες με ιδιωτικούς εταιρικούς παραγωγούς για την προστασία του δικού τους πληθυσμού.
Άλλες χώρες του κέντρου, όπως το Ηνωμένο Βασίλειο, η Ιαπωνία και η Γερμανία, έχουν επίσης υπογράψει διμερείς συμφωνίες, παρά τη συμμετοχή τους στον COVAX. Οι χώρες του κέντρου έχουν ήδη αγοράσει αρκετά εμβόλια για να προστατεύσουν πληθυσμούς πολλαπλάσιους των δικών τους, ενώ οι περισσότερες από τις χώρες της περιφέρειας δεν θα έχουν καν πρόσβαση σε σημαντικό όγκο εμβολίων το 2021, παρά την ύπαρξη του COVAX. Απομένει να δούμε αν αυτή είναι μια ορθολογική στρατηγική για τις χώρες του κέντρου δεδομένου ότι ο ιός του COVID-19 δεν αναγνωρίζει σύνορα.
Είναι βέβαιο ότι η πορεία της χρήσης των εμβολίων το 2021 θα καθοριστεί από τον εθνικό ανταγωνισμό και τα επιχειρηματικά κέρδη και όχι από τις ανθρώπινες ανάγκες και τη λογική της συνεργασίας. Η πραγματικότητα του σύγχρονου καπιταλισμού είναι ο ανταγωνισμός μεταξύ εταιρικών γιγάντων που βασίζονται στο κέρδος σε πλήρη εξάρτηση από τα εθνικά κράτη που επίσης ανταγωνίζονται σκληρά μεταξύ τους.
Τα εμβόλια που παράγονται από δυτικές φαρμακευτικές εταιρείες θα ανταγωνιστούν τα εμβόλια της Ρωσίας, της Κίνας και της Ινδίας με στόχο την χρήση τους από τα λαϊκά στρώματα σε όλο τον κόσμο. Οι ανάγκες των φτωχών θα ζυγίζουν πολύ λιγότερο από τα κέρδη των μεγάλων επιχειρήσεων και την ισχύ των κρατών.
Κρίνοντας από όσα έγιναν στην πορεία της πανδημίας, είναι ξεκάθαρο ότι η πορεία του παγκόσμιου καπιταλισμού τα χρόνια μετά την πανδημία θα σφραγιστεί από εντονότατους εθνικούς ανταγωνισμούς που θα συνδέονται άμεσα με τα κέρδη των γιγαντιαίων επιχειρήσεων. Δεν θα υπάρξουν εναλλακτικές προσεγγίσεις για τη δημόσια υγεία αν δεν καταρρεύσουν αυτοί οι απολύτως δυσλειτουργικοί μηχανισμοί.
*Το άρθρο αυτό βασίζεται στην έρευνα του EReNSEP «Ο καπιταλισμός μετά τον Covid-19», που θα εκδοθεί σε μορφή βιβλίου από τη Verso.
Αναδημοσίευση από την ιστοσελίδα του Κομμουνιστικού Σχεδίου