Καστελόριζο και Γουαϊδό
του Δημήτρη Καλτσώνη
αν. καθηγητή στο Πάντειο Πανεπιστήμιο
εφημ. Τα Νέα, 13/8/2019
Δεν μπορούμε να γνωρίζουμε με βεβαιότητα αν η τουρκική κυβέρνηση θα προχωρήσει σε μια ακόμη πρόκληση στο Καστελλόριζο στέλνοντας εκεί ερευνητικό σκάφος. Έτσι κι αλλιώς το τουρκικό κατεστημένο θα συνεχίσει απαρέγκλιτα την πολιτική αμφισβήτισης των κυριαρχικών μας δικαιωμάτων.
Το πρόβλημα είναι ότι από την πλευρά της ελληνικής κυβέρνησης δεν διαφαίνεται μια διαφορετική αντιμετώπιση σε σχέση με την πεπατημένη, την οποία ακολουθούσε και η προηγούμενη. Δηλαδή, διακρίνεται η τάση να εναποτεθεί στις ΗΠΑ η διαχείριση των προβλημάτων που προκύπτουν από την επιθετικότητα της Άγκυρας. Μάλιστα, μια από τις πρώτες ενέργειες της νέας κυβέρνησης ήταν η έντονα συμβολικού χαρακτήρα αναγνώριση του Χ. Γουαϊδό ως προέδρου της Βενεζουέλας. Με την κίνηση αυτή η κυβέρνηση προφανώς εξέπεμψε σήμα απόλυτης σύμπλευσης και ευθυγράμμισης προς την κυβέρνηση Τραμπ.
Η κίνηση αυτή όμως, παρότι φαινομενικά άσχετη, είναι προβληματική σε ότι αφορά τα ελληνοτουρκικά. Η αναγνώριση του Γουαϊδό συνιστά μια κατάφωρη παραβίαση της διεθνούς νομιμότητας, παρέμβαση στα εσωτερικά άλλου κράτους σε ευθεία αντίθεση με τον Καταστατικό Χάρτη του ΟΗΕ. Και αυτό συμβαίνει γιατί, ανεξάρτητα από το αν κάποιος είναι θετικά ή αρνητικά διακείμενος προς την κυβέρνηση Μαδούρο, ο Γουαϊδό δεν παύει να είναι ένας επίδοξος σφετεριστής της εξουσίας. Όντας πρόεδρος της Εθνοσυνέλευσης της χώρας του αυτοαναγορεύθηκε σε πρόεδρο της Δημοκρατίας και κάλεσε, ανεπιτυχώς, τις ένοπλες δυνάμεις σε πραξικόπημα. Η αναγνώρισή του έγινε μάλιστα σε μια στιγμή κατά την οποία οι λαϊκές κινητοποιήσεις που τον στήριζαν, έχουν αποδυναμωθεί πλήρως.
Η αναγνώριση όμως εκθέτει τη χώρα μας στα μάτια της διεθνούς κοινότητας, αφού η Ελλάδα συντάχθηκε με μια ολοφάνερα παράνομη “κυβέρνηση”. Δεν είναι δυνατό από τη μια πλευρά να επικαλείται κανείς το διεθνές δίκαιο και τη νομιμότητα όταν υπερασπίζεται τα κυριαρχικά του δικαιώματα και από την άλλη να καταφεύγει σε τέτοιες κινήσεις παραβίασής τους, γιατί αυτομάτως καθίσταται αναξιόπιστος. Κατά συνέπεια, αποδυναμώνονται έτσι οι γερά θεμελιωμένες κατά τα άλλα θέσεις της Ελλάδας με βάση το διεθνές δίκαιο της θάλασσας.
Οι ελληνικές θέσεις αδυνατίζουν επίσης με την καλλιέργεια ψευδαισθήσεων για το ρόλο των ΗΠΑ στα ελληνοτουρκικά. Η κυβέρνηση Τραμπ ελίσσεται, διαπραγματεύεται φανερά και κυρίως κρυφά με την Τουρκία. Οι ΗΠΑ κωφεύουν εδώ και δεκαετίες για την τουρκική κατοχή στο 40% της Κύπρου, για τις παραβιάσεις στο Αιγαίο. Ακόμη και η αντίδρασή τους στην αγορά των S-400 είναι περιορισμένη. Εξάλλου, στις μέρες μας η κυβέρνηση Τραμπ αποτελεί τον σημαντικότερο υπονομευτή του διεθνούς δικαίου. Και από την άποψη αυτή, δεν είναι πολύ ισχυρό επιχείρημα η όποια στήριξη προσφέρει στην Ελλάδα. Στο βαθμό που υπάρχει στήριξη βέβαια.