Κομμένη και ραμμένη στα μέτρα της Γερμανίας η νέα ΕΕ
Πηγή: NewsCenter
Σαν θύμα της υπερβολικής …δημοκρατίας εμφάνισε ο υπουργός Εξωτερικών της Γερμανίας της χώρα του μιλώντας στους γερμανούς διπλωμάτες στις 7 Ιουνίου: «Δεν μπορούμε πλέον να είμαστε όμηροι εκείνων που παραλύουν την ευρωπαϊκή εξωτερική πολιτική μέσω των βέτο που υποβάλουν. Επομένως, το λέω ανοιχτά: το βέτο πρέπει να φύγει, ακόμη κι αν αυτό σημαίνει ότι και εμείς μπορούμε να καταψηφιστούμε»!
Λεωνίδας Βατικιώτης
Το μήνυμα του Χάικο Μάας ερμηνεύτηκε σαν απειλή. Στην πραγματικότητα ήταν κατά πολύ χειρότερο: ήταν προειδοποίηση. Το γερμανικό υπουργείο Εξωτερικών εισήλθε στο τελευταίο στάδιο που προηγείται της αλλαγής των ευρωπαϊκών συνθηκών και πλέον προετοιμάζει την κοινή γνώμη και τις πολιτικές ηγεσίες των άλλων κρατών – μελών της ΕΕ θέτοντας δημόσια τις αξιώσεις του. Στο αποκορύφωμα μάλιστα της υποκρισίας του το Βερολίνο φαίνεται διατεθειμένο ακόμη και να χάσει στο πλαίσιο μιας δημοκρατικής ψηφοφορίας. Πρόκειται για κακόγουστο θέατρο μιας και το Βερολίνο κέρδιζε άνετα αποσπώντας ομοφωνίες ακόμη και όταν οι αποφάσεις που λαμβάνονταν στα ευρωπαϊκά όργανα ισοδυναμούσαν με τον οικονομικό θάνατο σειράς ευρωπαϊκών χωρών. Ας θυμηθούμε όσα συνέβησαν προ δεκαετίας στο απόγειο της κρίσης του ευρώ… Όταν λοιπόν ακόμη και τότε η Γερμανία αξιοποιούσε στο έπακρο κρυφούς και φανερούς μηχανισμούς επιβολής για να προσδώσει την κατάλληλη θεσμική ισχύ στα πιο ιδιοτελή της συμφέροντα, σιγά που θα περάσει στο στρατόπεδο των χαμένων όταν θεσπιστεί η πλειοψηφία στα δύο πεδία που εξακολουθεί να ισχύει: τη φορολογία και την εξωτερική πολιτική!
Αφορμή για το ξέσπασμα του γερμανού υπουργού Εξωτερικών στάθηκε η αντίδραση της Ουγγαρίας όταν η ΕΕ επιδίωξε στο αποκορύφωμα της πρόσφατης σφαγής στη Γάζα να εκδώσει ένα ψήφισμα με το οποίο ζητούσε ανακωχή. Το αυταρχικό καθεστώς της Ουγγαρίας δείχνοντας για πολλοστή φορά τους στενούς του δεσμούς με το Ισραήλ, ακύρωσε τη δυνατότητα της κοινής ανακοίνωσης που όσο κι αν δεν χαριζόταν ούτε στο Ισραήλ, ούτε στη Χαμάς, έθετε προ των ευθυνών του το Ισραήλ.
Κι αν αυτή η διαμάχη έμεινε μεταξύ των ειδημόνων, το βέτο που συζητήθηκε ευρέως τέθηκε από Ουγγαρία (πάλι) και Πολωνία και αφορούσε το νέο προϋπολογισμό της ΕΕ και τα κονδύλια του Ταμείου Ανάκαμψης και Ανθεκτικότητας. Ειδικότερα, η αδιαλλαξία τους εκδηλώθηκε με αφορμή την επιδίωξη των Βρυξελλών να θεσπίσουν ταυτόχρονα πολιτικά εργαλεία παρέμβασης, που σύμφωνα με Βουδαπέστη και Βαρσοβία υπονόμευαν τα κυριαρχικά τους δικαιώματα.
Σημασία έχει ότι ανεξαρτήτως των πρόσφατων αφορμών (που δεν λείπουν) η ομοφωνία στο σύστημα αποφάσεων έχει τεθεί στο στόχαστρο των γερμανικών επιθέσεων εδώ και χρόνια. Ενδεικτικά, το είχε προτείνει ακόμη κι πρώην πρόεδρος της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, Ζαν Κλοντ Γιουνκέρ. Ενώ είναι σίγουρο ότι το θέμα θα τεθεί στην «Διάσκεψη για το μέλλον της Ευρώπης».
Η πρωτοβουλία της Γερμανίας να ανοίξει τη συζήτηση για την κατάργηση της ομοφωνίας, φέρνει στην επιφάνεια τα γερμανικά σχέδια απόλυτης κυριαρχίας στην ΕΕ και την Ευρώπη. Η ύπαρξη του βέτο στην ΕΕ για περισσότερο από μισό αιώνα εξασφάλιζε ότι κανενός κράτους μέλους τα συμφέροντα δεν πρόκειται να θυσιαστούν στο όνομα της ενιαίας Ευρώπης, σε επίπεδο τυπικό πάντα και σύμφωνα με τις ιδρυτικές διακηρύξεις. Γιατί η πράξη από τη θεωρία απείχε πιο πολύ από την απόσταση που χωρίζει το κατά κεφαλήν εισόδημα του ευρωπαϊκού κέντρου από την περιφέρεια. Για να το πούμε ακόμη πιο απλά: Κανείς δεν έχει λόγο να αμφισβητήσει ότι σε κρίσιμες συγκυρίες, οι λεκτικές επιθέσεις που δέχτηκε το 2011 στη Σύνοδο Κορυφής ο πρωθυπουργός της Ελλάδας, Γιώργος Παπανδρέου, όταν ανακοίνωσε την πρόθεσή του να προσχωρήσει σε δημοψήφισμα όπως περιγράφηκαν από τον τότε Ισπανό πρωθυπουργό Θαπατέρο, δεν αποτελούν τον κανόνα. Συνέβαιναν ωστόσο σε περιβάλλον ομοφωνίας…
Η κατάργηση της ομοφωνίας συμβαίνει σε μια διπλή συγκυρία. Από την μια η Γερμανία νιώθει τέτοια αυτοπεποίθηση που δεν έχει πια την ανάγκη να λαβαίνει υπ’ όψη της τα συμφέροντα των μικρότερων χωρών. Η συμμετοχή τους στην ΕΕ είναι αδιαπραγμάτευτη, αντίθετα με ό,τι συνέβαινε ακόμη και την δεκαετία του ’80 στον ευρωπαϊκό Νότο, ενώ ακόμη και οι κυβερνήσεις τους ελάχιστα διαπραγματεύονται όσα τους αναλογούν, και πάλι αντίθετα με ό,τι συνέβαινε την δεκαετία του ’80. Ταυτόχρονα, οι κυβερνήσεις των κρατών της ανατολικής Ευρώπης διαπραγματεύονται μεν τη θέση τους στη διεθνή σκακιέρα αλλά όχι μόνο απέναντι στο Βερολίνο. Συχνά, συχνότατα στην απέναντι μεριά του τραπεζιού, ενίοτε και δίπλα τους, κάθεται η Ουάσινγκτον, όπως το είδαμε να συμβαίνει το 2003, με την επέμβαση των ΗΠΑ στο Ιράκ κι ουκ λίγες φορές έκτοτε, με ποικίλες αφορμές. Σε αυτό το πλαίσιο η επαναφορά της πλειοψηφίας ισοδυναμεί με το κλείσιμο της πόρτας στην Ουάσινγκτον!
Παρόλα αυτά, η κατάργηση της ομοφωνίας δεν υπάρχει καμιά αμφιβολία ότι θα οδηγήσει σε μια ΕΕ πολύ πιο γερμανική και λιγότερη φιλική στα μικρά κράτη μέλη και τους λαούς. Τότε το Βερολίνο δεν θα είναι καν υποχρεωμένο να αναζητάει συμβιβασμούς ή να παραχωρεί ανταλλάγματα αν θέλει να επιβάλλει την πολιτική του. Θα είναι αρκετή η σφυρηλάτηση και η εμβάθυνση του γαλλογερμανικού άξονα ή η διαμόρφωση ενός διευθυντηρίου μεταξύ των πλούσιων χωρών του βορρά, που θα αποφασίζουν για τα πάντα μεταξύ τους…