του Βασίλη Λιόση
Η πανδημία του covid-19 φέρνει στην επιφάνεια, το θέλουμε ή όχι, θεμελιώδη ερωτήματα για τον καπιταλισμό, τη διαχείρισή του, τα αδιέξοδά του, την αναγκαιότητα μιας άλλης κοινωνίας. Αυτό πάντα συμβαίνει όταν διανύουμε μία χρονική φάση κρίσης ή, για να είμαστε πιο ακριβείς, οι κρίσεις φέρνουν τα παραπάνω ερωτήματα στην επιφάνεια περισσότερο επιτακτικά. Ο κορονοϊός ανέδειξε τις ανεπάρκειες του συστήματος, θα έχει ανυπολόγιστες επιπτώσεις στην οικονομία, φέρνει νέα δεδομένα στη συνείδηση του κόσμου, θέτει ερωτήματα για τη δημοκρατία, αναδεικνύει το πρόβλημα της σχέσης ανθρώπου φύσης και τόσα άλλα. Και όλα έρχονται ορμητικά στην επιφάνεια γιατί έχουμε πίσω μας και μπροστά μας χιλιάδες θανάτους σε όλο τον πλανήτη (οι μαζικοί θάνατοι πάντα αποτελούν, ή μπορούν να αποτελέσουν, καταλύτη για την πορεία της ιστορίας) και συμπίεση των εργασιακών και δημοκρατικών δικαιωμάτων.
ΤΑ ΠΡΩΤΟΤΥΠΑ ΑΔΙΕΞΟΔΑ
Στην τωρινή φάση, τα αδιέξοδα του καπιταλισμού φανερώνονται με μία νέα μορφή: είτε θα συνεχιστεί η πολιτική της καραντίνας δημιουργώντας σοβαρά προβλήματα σε μικρά και μεσαία κεφάλαια που θα φτάνουν μέχρι και την καταστροφή τους, ίσως σε κάποιες περιπτώσεις τα προβλήματα αγγίξουν και τμήματα μεγάλων κεφαλαίων, είτε η πολιτική καραντίνας θα αρθεί πράγμα που σημαίνει πως θα οδηγηθούμε στην ανοσία αγέλης. Στην πρώτη περίπτωση η συμμαχία μεσαίων στρωμάτων-μεγάλου κεφαλαίου θα διαρρηχθεί, ενώ, ταυτόχρονα, η καταστροφή τους θα είναι ένας τρόπος επανεκκίνησης της καπιταλιστικής οικονομίας, καθώς και συγκέντρωσης και συγκεντροποίησης του κεφαλαίου. Δεν υποστηρίζουμε ότι πρόκειται για κάποιο σχέδιο του μεγάλου κεφαλαίου, αλλά αντικειμενικά θα λειτουργήσει υπέρ του αυτή η διαδικασία. Στη δεύτερη περίπτωση η ανοσία αγέλης θα οδηγήσει σε χαοτικές καταστάσεις που δημιουργούν ανασφάλεια για τη σταθερότητα του συστήματος. Ο μόνος ανασχετικός παράγοντας είναι η εξεύρεση εμβολίου ή φαρμάκων για τον ιό, αλλά όταν αυτά βγουν σε κυκλοφορία απλώς θα μεταθέσουν χρονικά το ζήτημα της οικονομικής και πολιτικής κρίσης.
ΤΑ ΠΡΟΒΛΗΜΑΤΑ ΤΟΥ ΚΟΜΜΟΥΝΙΣΤΙΚΟΥ ΚΙΝΗΜΑΤΟΣ
Αντικειμενικά οι υπερασπιστές του καπιταλισμού, γενικά, και του νεοφιλελευθερισμού ειδικά, είναι στριμωγμένοι. Αυτό δεν σημαίνει ότι βγαίνουν ή θα βγαίνουν αμυντικά. Ήδη διαγράφονται δύο τάσεις: μία επιθετική, του πιο σκληροπυρηνικού τμήματός τους, και μία ευέλικτη, που προαναγγέλλει πινελιές κεϋνσιανισμού την επαύριο της λήξης του συναγερμού.
Από την άλλη, έχουμε όχι απλώς ένα πληγωμένο κομμουνιστικό κίνημα, αλλά ένα κίνημα που έχει υποστεί μία οδυνηρή ήττα, που δεν λέει να σηκώσει κεφάλι, και βρίσκεται σε μία συνεχή καθοδική τροχιά εδώ και τουλάχιστον τριάντα χρόνια. Και μάλιστα, η καθοδική αυτή πορεία διαγράφεται σε εποχή μεγάλης παρακμής και σήψης του καπιταλισμού, με αποκορύφωμα την παγκόσμια οικονομική κρίση του 2008, αλλά και την τωρινή κρίση της πανδημίας. Η κρίση του 2008 θα μπορούσε να αποτελέσει ένα σημείο επανεκκίνησης. Τι φταίει, όμως, όταν κάτι τέτοιο φαντάζει μάταιο; Η απάντηση είναι πολυπρισματική και απαιτείται μία βαθιά μελέτη της πορείας του κομμουνιστικού κινήματος την οποία ουδείς έχει πραγματοποιήσει. Δεν είναι σκοπός μας να κάνουμε κάτι τέτοιο στο παρόν άρθρο, άλλωστε κανένα σύντομο άρθρο δεν θα μπορούσε να απαντήσει με πληρότητα σε ένα τέτοιο δύσκολο ερώτημα. Μπορούμε, ωστόσο, να πούμε μερικές σκέψεις γιατί ακόμη και σήμερα η πιθανότητα το κομμουνιστικό κίνημα να μην κερδίσει τίποτα, είναι ισχυρή.
Υπήρξαν κομμουνιστικές δυνάμεις (μιλάμε για την Ελλάδα) που στο πρόσφατο παρελθόν ταύτισαν τη στρατηγική με την τακτική, δίχως να λάβουν υπόψη τους συσχετισμούς, το επίπεδο συνείδησης των εργαζομένων, τη διάλυση του εργατικού κινήματος. Κι έτσι στην καλύτερη περίπτωση φάνταζαν ως γραφικές. Τα αποτελέσματα των εκλογικών αναμετρήσεων σε εθνικό επίπεδο, η επιρροή στο εργατικό κίνημα και το κινηματικό τέλμα στο οποίο έχουμε περιπέσει εδώ και 5-6 χρόνια είναι ενδεικτικά. Κι όμως: Οι δυνάμεις αυτές δεν κατάλαβαν τίποτα. Επέμειναν πεισματικά με λογική κομματικού πατριωτισμού και περιχαράκωσης. Ουδέποτε, όμως, ο αριστερισμός και ο σεχταρισμός έφεραν θετικά αποτελέσματα παρά μόνο συρρίκνωση. Συρρίκνωση, όμως, φέρνουν και τα μισόλογα, τα άτολμα βήματα, τα ήξεις αφήξεις και η πολιτική που υποτάσσεται στην υπάρχουσα κατάσταση (δεξιά παρέκκλιση). Γιατί άλλο είναι να λαμβάνει κάποιος υπόψη του την κατάσταση που κυριαρχεί στην κοινωνία κι άλλο να υποτάσσεται σε αυτήν.
Σήμερα, μπορεί να βρει κάποιος ανακοινώσεις, συνεντεύξεις και αρθρογραφία που βρίσκονται σε καλή κατεύθυνση (όχι στο σύνολό τους), ακόμη και από αυτές τις δυνάμεις που διέπονταν από σεχταριστική πολιτική. Τι είναι, όμως, αυτό που λείπει; Αυτό που λείπει είναι μια κεντρική πρωτοβουλία για το τώρα και το αύριο. Μια πρωτοβουλία που θα αφορά τον συντονισμό δυνάμεων, την κινητοποίηση συνδικάτων και φοιτητικών συλλόγων, την επινόηση νέων μορφών πάλης του λαϊκού κινήματος στην παρούσα πολύ ιδιαίτερη φάση. Και αναρωτιόμαστε: αν δεν λήφθηκαν τέτοιου είδους πρωτοβουλίες στην κρίση του 2010 και αν δεν ληφθούν ούτε και σήμερα, πότε ακριβώς θα γίνει κάτι τέτοιο;
ΠΡΟΒΛΕΨΕΙΣ ΓΙΑ ΤΟ ΑΜΕΣΟ ΜΕΛΛΟΝ
Στην περίοδο που διανύουμε, υπάρχει και θα δημιουργηθεί εύφλεκτο υλικό παρόλες τις ήττες. Όποιος, όμως, περιμένει να λειτουργήσει η θεωρία της εξαθλίωσης, τότε κοιμάται τον ύπνο του δικαίου. Καμία αυθόρμητη εκδήλωση και καμία εξέγερση που μπορεί να προκαλέσουν οι μαζικοί θάνατοι λόγω της πανδημίας και των μαζικών εργοδοτικών αυθαιρεσιών δεν θα μετουσιωθεί σε συνειδητή δράση, αν δεν υπάρξουν πρωτοβουλίες των πρωτοποριών. Αυτό είναι κάτι που έχει αποδειχτεί πέρα από τα θεωρητικά σχήματα στην πράξη. Η εξαθλίωση, οι θάνατοι, η επιδείνωση του βιοτικού επιπέδου, ο πόλεμος, οι οικονομικές κρίσεις, η συρρίκνωση των δημοκρατικών δικαιωμάτων και της εθνικής ανεξαρτησίας, είναι αναγκαίοι παράγοντες, αλλά όχι ικανοί και αναγκαίοι, προκειμένου να δούμε την ανασύσταση των κομμουνιστικών οραμάτων. Καμία λογική του ώριμου φρούτου δεν θα λειτουργήσει. Ο μετασχηματισμός των συνειδήσεων δεν γίνεται αυτόματα και δίχως τη δράση των κομμουνιστών.
Σε κάθε περίπτωση υπάρχει όριο σε αυτόν τον μετασχηματισμό, αν απουσιάζουν οι επαναστάτες. Το πολύ-πολύ να ξεσπάσουν τυφλές εξεγέρσεις, πράγμα πιθανό αφού προβλέπεται μείωση του ΑΕΠ, εκτίναξη της ανεργίας, νέα μείωση του βιοτικού επιπέδου και αύξηση του ελληνικού χρέους. Και τότε η μετανάστευση μπορεί να μην είναι λύση, όπως ήταν λύση το 2010, αφού και οι άλλες πιο αναπτυγμένες χώρες θα έχουν σοβαρά προβλήματα, κι έτσι δύσκολα θα ξαναγίνουν χώρες υποδοχής μεταναστών.
Στο κοντινό παρελθόν η υπερπροβολή του στρατηγικού στόχου γινόταν άγαρμπα: σε κάθε ευκαιρία, σε κάθε χώρο, σε κάθε χρονική στιγμή. Στα φοιτητικά αμφιθέατρα, στους εργασιακούς χώρους, στην αρθρογραφία μίας σειράς κομμουνιστικών συλλογικοτήτων, μικρών ή μεγάλων, η λέξη κομμουνισμός ακουγόταν σε όλες τις πτώσεις (ως σοσιαλισμός-κομμουνισμός ή ως λαϊκή εξουσία, δεν έχει και πολύ μεγάλη σημασία). Εντούτοις, σε στιγμές κομβικές, στιγμές μεγάλης πύκνωσης του ιστορικού χρόνου, η προβολή του στρατηγικού στόχου επιβάλλεται και μία τέτοια στιγμή είναι η σημερινή. Ακόμη, όμως, και στις στιγμές κορύφωσης μιας κρίσης πάλι πρέπει να υπολογίζεται το πότε, το πώς, το πόσο, το πού.
Αν θέλουμε να γίνει επιτέλους η επανεκκίνηση, λοιπόν, απαιτούνται τουλάχιστον τέσσερις προϋποθέσεις:
α) πολιτική συμμαχιών ανάμεσα στις κομμουνιστικές δυνάμεις,
β) μετωπική πολιτική στην κοινωνία με αιτήματα και άμεσα προγράμματα,
γ) εμπεριστατωμένη επιχειρηματολογία αποδόμησης του καπιταλισμού,
δ) προβολή του κοινωνικού μας οράματος με τέχνη και όχι με μανιχαϊσμούς.
Διαφορετικά αφού κάποια στιγμή κι αυτή η κρίση περάσει θα αναρωτιόμαστε για άλλη μια φορά τι έφταιξε. Κι έτσι το τρένο της ιστορίας θα τρέχει με τους κομμουνιστές απλούς παρατηρητές.