1

Φ. Λαμπρινή, Δ. Β. Πεπονής και Δ. Λένης για την AUKUS και για τις ευρω-ατλαντικές ενδο-ιμπεριαλιστικές αντιθέσεις

ΕΕ και ΗΠΑ σε διάσταση

 

Οι σχέσεις ΕΕ- ΗΠΑ έχουν μπει σε πτωτική τροχιά από την τελευταία περίοδο της προεδρίας Τραμπ. Και αναμένεται να συνεχίσουν. Τα «καμπανάκια» ήδη κτυπούν και από τις δύο πλευρές του Ατλαντικού.

Με τίτλο «η “ακατανόητη” απαγόρευση του Μπάιντεν αυξάνει το διατλαντικό χάσμα» (Biden’s ‘incomprehensible’ travel ban on European visitors widens transatlantic rift), η Ουάσιγκτον Ποστ προσθέτει, σήμερα, Πέμπτη, το δικό της «λιθαράκι» σε μια σειρά άρθρων, διεθνώς, που καλύπτουν όλες τις πλευρές της απομάκρυνσης μεταξύ ΗΠΑ και ΕΕ.

Όπως αναφέρεται, την προηγούμενη εβδομάδα η Γαλλία εξέδωσε ανακοίνωση που περιορίζει τις επισκέψεις μη εμβολιασμένων αμερικανών στην χώρα. Η απόφαση της Γαλλίας «μπορεί να προκάλεσε ορισμένες εξοργισμένες αντιδράσεις» από την άλλη πλευρά του Ατλαντικού, αλλά «για τους Ευρωπαίους η κίνηση είναι το αμερικάνικο επιδόρπιο».

Οι Ευρωπαίοι δεν ανησυχούν μόνο λόγω του μεγάλου αριθμού ανεμβολίαστων, και κρουσμάτων και θυμάτων της πανδημίας στις ΗΠΑ αλλά αντιδρούν και στυην αμερικάνικη απαγόρευση, που ξεκίνησε στις 14 Μαρτίου του 2020 και μετρά πάνω από 550 μέρες. Με την εξαίρεση κάποιων προνομιούχων, σαν τον έλληνα Πρωθυπουργό, οι ευρωπαίοι πολύ δύσκολα μπορούν να μπουν στις ΗΠΑ. Εικασίες περί του ότι ο σημερινός Πρόεδρος των ΗΠΑ, Τζο Μπάιντεν, θα άρει τους περιορισμούς είχαν δεν το φως της δημοσιότητας κατά καιρούς, και είχαν πολλαπλασιαστεί και καταγραφεί από τον διεθνή Τύπο την περίοδο της επίσκεψής του στις Βρυξέλλες και κατά την επίσκεψη Μέρκελ στην Ουάσιγκτον. Τίποτε τέτοιο δεν έγινε. Και παρά τις πολλές φορές έντονες κριτικές που έχει δεχθεί ο πρόεδρος Μπάιντεν για το συγκεκριμένο θέμα – οι Τάιμς του Λονδίνου χαρακτήρισαν μόλις προ εβδομάδας «καφκική» και «πολιτική δειλία» την πολιτική του-, παρότι ευρωπαιοι επίσημοι – μεταξύ των οποίων και ο Μαργαρίτης Σχοινάς – ακυρώνουν τις επισκέψεις τους εις ένδειξιν διαμαρτυρίας, ο Μπάιντεν παραμένει αμετακίνητος.

Οι επικρίσεις που δέχεται για το συγκεκριμένο θέμα ο σημερινός πρόεδρος των ΗΠΑ δεν αφορούν μόνο στην μονομέρεια των μέτρων, αλλά προστίθενται σε ένα διαρκώς αυξανόμενο κλίμα δυσαρέσκειας των Ευρωπαίων συμμάχων των ΗΠΑ για την κατάσταση που όλα τα τελευταία χρόνια έχει δημιουργηθεί στις σχέσεις των δύο πλευρών. Ειδικά μάλιστα μετά την έξοδο από το Αφγανιστάν, τον τρόπο που έγινε, και την πλήρη αδιαφορία Μπάιντεν όχι μόνο για την άποψη των ΝΑΤΟικών συμμάχων – που δεν ενημερώθηκαν- αλλά και για τις συνέπειες και το κόστος που αυτοί επιφορτίστηκαν χωρίς, εν τέλει, κέρδος και μόνον με τα ..κέρατα.

Έτσι, δηλώσεις σαν αυτές που έκανε παλαιότερα ο γάλλος Πρόεδρος, Εμμανουήλ Μακρόν, και θεωρούνταν «μειονότητα μες στην κοινότητα» έχουν μετατραπεί σήμερα σε κυρίαρχες, καθώς οι Ευρωπαίοι αισθάνονται «ριγμένοι» και μάλιστα πολύ. Δηλώσεις όπως αυτές του Χοσέπ Μπορέλ μετά την αποχώρηση από το Αφγανιστάν και τον τρόπο που οι ΗΠΑ αγνόησαν τις ευρωπαϊκές εκκλήσεις και νοιάστηκαν μόνο για τους δικούς τους πολίτες, δείχνει πόσο μεγάλο γίνεται το χάσμα.

Ας τις θυμίσουμε: λίγες μέρες μετά την απελευθέρωση της Καμπούλ, ο επικεφαλής της ευρωπαϊκής διπλωματίας, μιλώντας στο Γαλλικό Πρακτορείο Ειδήσεων, είχε πει πως «η πτώση της Καμπουλ δείχνει ότι η ΕΕ οφείλει να αναπτύξει την δική της στρατιωτική δύναμη, ανεξάρτητα από τις ΗΠΑ.. Λυπάμαι για όσα έγιναν, αλλά πρέπει να πω ότι κανείς δε ζήτησε τη γνώμη της Ευρώπης. Πολλές είναι οι χώρες που θα αναρωτηθούν για τον αμερικάνο σύμμαχο που, όπως είπε ο Τζο Μπάιντεν, δεν προτίθεται να εμπλακεί σε πολέμους που τους θεωρεί αλλωνών. Η Ευρώπη, λοιπόν, δεν έχει άλλη επιλογή παρά να οργανωθεί και να δράσει στον κόσμοι που ζουμε κι όχι στον κόσμο που ονειρευόμαστε», ανέφερε.

Παράλληλα τότε, άνθρωποι κοντά στο Μπορέλ διέρρεαν ότι «η Καμπούλ δεν είναι μεμονωμένο περιστατικό» και ότι «η Ευρώπη δεν πρέπει πια να προσβλέπει σε αμερικανική υποστήριξη σε κανένα διεθνές πεδίο».

Κανείς δεν μας ρώτησε: Από το Μπορέλ ως το σύμμαχο της Μέρκελ Γιοχαν Βαντεπουλ, και από την πρώην πρωθυπουργό της Βρετανίας Τερέσα Μέυ ως την επικεφαλής του Κέντρου για τη Διεθνή Ασφάλεια, Καταρίνα Εμσερμαν, όλοι επανέλαβαν αυτό το – βαθιά πολιτικό και, εν τέλει, ενδεικτικό πολλών- ευρωπαϊκό «παράπονο».

Η Ευρώπη άργησε αλλά φαίνεται ότι κατανόησε πως αυτά που θεωρούσε «απόνερα» της προεδρίας Τραμπ είναι πια η κεντρική πολιτική των ΗΠΑ. Έτσι, οι ίδιοι άνθρωποι που καταδίκαζαν ή έκριναν αυστηρά τις δηλώσεις Μακρόν το 2020, περί ανάγκης ύπαρξης στρατιωτικής αυτονομίας, σήμερα συμπλέουν μαζί του. Και, μπορεί οι προσπάθειες Μακρόν να «ξυπνήσει» το όραμα μιας πολιτικά ανεξάρτητης Ευρώπης, σε διεθνές επίπεδο να είχε ως στόχο να ενισχύσει και τη γαλλική οικονομία και τη γαλλική βιομηχανία όπλων, αλλά γεγονός παραμένει ό,τι από την Αφρική ως το Λίβανο ο Γάλλος πρόεδρος είχε αρχίσει να εμφανίζεται ως απευθείας και ανεξάρτητος συνομιλητής (το «ανεξάρτητος» στην αρχή κάποιοι δυσκολευτήκαμε να το πιστέψουμε, και όπως φαίνεται ήταν λάθος μας).

«Εμείς, και κάποιες χώρες περισσότερο από άλλες, ξεχάσαμε την στρατιωτική μας ανεξαρτησία και παραεξαρτηθήκαμε από τα αμερικάνικα οπλικά συστήματα», είχε πει χαρακτηριστικά ο Γάλλος πρόεδρος στις 29 Σεπτεμβρίου του 2020, λίγο μετά τις επισκέψεις του στις παλιές αποικίες της Γαλλίας, από το Λίβανο ως τη Δυτική Αφρική. Ήταν η εποχή που η Ευρώπη βρισκόταν αντιμέτωποι με τους οικονομικούς και πολιτικούς εκβιασμούς του Τραμπ και σε κρατικό και σε ΝΑΤΟικό επίιπεδο, αλλά ήλπιζε στην μεγάλη αλλαγή που θα έφερναν οι εκλογές του Νοεμβρίου και στον «δημοκρατικό Μπάιντεν». Αλλαγή που δεν υπήρξε σε κανένα επίπεδο.

Ακόμη παραπέρα, οι ΗΠΑ εμφανίζονται όλο και πιο ασταθείς. Το Αφγανιστάν δεν είναι χαρακτηριστικό μόνο λόγω του χάους της αποχώρησης, αλλά και λόγω της υπογραφής, από τον Τραμπ, της συμφωνίας με τους Ταλεμπάν, χωρίς να ερωτηθεί, έστω για το τυπικόν του πράγματος, καν το ΝΑΤΟ. Αυτό όμως που τότε είχε ειδωθεί ως «πράξη ενός εγωκεντρικού», σήμερα ερμηνευεται ως «πράξη ενός συμμάχου κράτους που δρα τελείως εγωκεντρικά».

Ένα από τα βασικά γεγονότα που σηματοδότησαν αυτή την γενικευμένη αλλαγή της ΕΕ, είναι η σύνοδος των υπουργών αμύνης των κρατών – μελών στη Λιουμπλιάνα της Σλοβενίας, αρχές του μήνα. Ανακεφαλαιώνοντας όσα ειπώθηκαν στην σύνοδο, ο Χοσέπ Μπορέλ και πάλι, ανέφερε πως «Η ΕΕ πρέπει να ενδυναμώσει την στρατιωτική της αυτονομία, δημιουργώντας μιαν δύναμη άμεσης δράσης που θα είναι ικανή να επιβάλει τη σταθερότητα στη γειτονιά της ΕΕ». Και μπορεί σε δεύτερες δηλώσεις, και ερωτήσεις, να διαβεβαίωνε ό,τι αυτή δύναμη «δεν θα είναι ανταγωνιστική αλλά συμπληρωματική» του ΝΑΤΟ, αλλά οι περισσότεροι αναλυτές θεώρησαν ότι πρόκειται για θέμα χρόνου πριν η ΕΕ αποχωρήσει και ανεξαρτητοποιηθεί από την διπλωματική και πολιτική ατζέντα των ΗΠΑ.

Περί της διπλωματίας, τα πρώτα δειλά βήματα έχουν γίνει από καιρό. Η Ευρωστρατιωτική ατζέντα ήταν σταθερή από τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο και μετά. Η ευρατλαντική συμμαχία ήταν η αποφασιστική και κρίσιμη συνθήκη σε κάθε ευρωπαϊκή πολιτική μέχρι πρόσφατα. Μόνο που σήμερα η Ευρώπη όχι μόνο δεν εμπιστεύεται τον πάλαι ποτέ πανίσχυρο σύμμαχό της, αλλά ήδη κοιτά και δημιουργεί συμμαχίες, σιγά σιγά, με τις δυνάμεις που αναδύονται στον νέο πολυπολικό κόσμο. Είναι χαρακτηριστικό πως μέχρι πέρισυ οι ΗΠΑ ήταν ο μεγαλύτερος εμπορικός εταίρος των Ευρωπαίων. Σήμερα το ρόλο έχει πάρει και φαίνεται ότι θα κρατήσει η Κίνα. Παράλληλα, η Ευρωπαϊκή Οικονομία έχει «βουλιάξει» και λόγω της εξάρτησης της ηπείρου από τις ΗΠΑ. Το 1960 οι χώρες που σήμερα αποτελούν την ΕΕ είχαν στα χέρια τους το ένα τρίτο της παγκόσμιας οικονομίας, και οι προβλέψεις είναι ότι περί το 2050 δεν θα έχουν καν το 10%.

Είναι όλα στοιχεία που δεν επηρεάζουν μόνο τις ευρωαμερικανικές σχέσεις, αλλά και τις ευρωκινεζικές και ευρωρωσικές. Και είναι στοιχεία που τη «σούμα» τους εξέφρασε και πάλι πρόσφατα ο Μακρόν: «Δεν πρόκειται να αποδεχθούμε να ζούμε σε έναν διπολικό κόσμο, που τον φτάχνουν μόνο οι ΗΠΑ με την Κίνα», είπε, διεκδικώντας τον ρόλο του τρίτου πόλου για την Ευρώπη και μη αναφερόμενος χωριστά στη Ρωσία.

 

Αναδημοσίευση από το ThePressProject

 

 

 

Η προϊούσα πολυδιάσπαση της Δύσης

  

 

H νέα κατάσταση που αχνοφαίνεται στον ιστορικό ορίζοντα, από τους παράγοντες που τη σκιαγραφούν, μπορεί να περιγραφεί ως πολυδιάσπαση της Δύσης.

 

Τον Δεκέμβριο του 2000, στη Σύνοδο Κορυφής της Νίκαιας, ο τότε Πρόεδρος της Γαλλίας υποστήριξε ότι θα έπρεπε να διαμορφωθεί ένας ανεξάρτητος σχεδιασμός για μια δύναμη ταχείας αντίδρασης της Ευρωπαϊκής Ένωσης (Rapid Reaction Force), η οποία θα αναπτυσσόταν σε περιοχές και σε επιχειρήσεις που δεν θα συμμετείχε το ΝΑΤΟ. Η αντίδραση του τότε Αμερικανού Προέδρου ήταν μια προειδοποίηση: οι Η.Π.Α θα αναθεωρούσαν τη δέσμευσή τους προς το ΝΑΤΟ, εάν η Ε.Ε. δημιουργούσε μια πολιτική ασφαλείας ξεχωριστή από τον Οργανισμό του Βορειοατλαντικού Συμφώνου.

Δεκαεπτά χρόνια μετά, στις αρχές του 2017, ένας άλλος Αμερικανός Πρόεδρος θα δηλώσει πως το ΝΑΤΟ είναι απαρχαιωμένο διότι, πρώτον, σχεδιάστηκε πριν από πολλά χρόνια, δεύτερον, τα κράτη-μέλη δεν πληρώνουν τα χρηματικά ποσά που τους αναλογούν και, τρίτον, δεν αντιμετώπισε την τρομοκρατία (Δεν έχει σημασία εάν αργότερα μετέβαλλε τη γνώμη του γιατί θα ακολουθήσουν δηλώσεις και άλλων ηγετών, που θα εκφράσουν τους προβληματισμούς τους για τον Οργανισμό). Κάποιους μήνες αργότερα, η Καγκελάριος της Γερμανίας θα δηλώσει ότι η Ευρώπη δεν μπορεί πλέον να βασίζεται στις ΗΠΑ για την προστασία της, προσθέτοντας πως “οι εποχές κατά τις οποίες θα μπορούσαμε να βασιζόμαστε στους άλλους τελειώνουν… Εμείς οι Ευρωπαίοι πρέπει να πάρουμε το πεπρωμένο μας στα χέρια μας… πρέπει να δώσουμε τον δικό μας αγώνα για το μέλλον μας, ως Ευρωπαίοι, για τη μοίρα μας”.

Το 2019, δηλαδή δύο χρόνια μετά από τις δηλώσεις του Προέδρου της μεγαλύτερης στρατιωτικής δύναμης (Η.Π.Α) περί απαρχαιωμένου ΝΑΤΟ, ο Πρόεδρος της μεγαλύτερης στρατιωτικής δύναμης της Ε.Ε (Γαλλία), θα αναφέρει σε δηλώσείς του πως αυτό που ζούμε είναι ο εγκεφαλικός θάνατος του ΝΑΤΟ. Απαντώντας σε αυτόν, ο Πρόεδρος της μεγαλύτερης μη ατλαντικής στρατιωτικής δύναμης του Οργανισμού (Τουρκία), θα του πει να κοιτάξει μήπως ο ίδιος είναι εγκεφαλικά νεκρός.

Η δήλωση του Γάλλου Προέδρου έγινε με αφορμή την ξαφνική, και χωρίς προηγούμενη ενημέρωση και ειδοποίηση, αποχώρηση αμερικανικών στρατιωτικών δυνάμεων που δρούσαν υποστηρικτά στη βόρεια Συρία, η οποία είχε ως αποτέλεσμα να μείνουν εκτεθειμένοι τοπικοί συνεργάτες και σύμμαχοι των Η.Π.Α στην περιοχή, και έχει αξία για τρεις λόγους: πρώτον, η συμπεριφορά των Αμερικανών στη Συρία μπορεί να ιδωθεί ως προμήνυμα της συμπεριφοράς των Η.Π.Α στο Αφγανιστάν – υπό αυτή την έννοια μπορούσε να είχε προβλεφθεί. Και πράγματι αυτό συνέβη: η Γαλλία ήταν το πρώτο κράτος που αποχώρησε από το Αφγανιστάν, ήδη από το 2014, δεν ήταν αισιόδοξη για την πορεία και την τύχη της αφγανικής κυβέρνησης, και ξεκίνησε την αποχώρηση των υπηκόων της νωρίτερα από κάθε άλλη χώρα (ήδη από τον περασμένο Μάιο). Δεύτερον, φανερώθηκε πως δεν υπήρχε κανένας συντονισμός για μια κοινή διαδικασία στρατηγικής λήψης αποφάσεων μεταξύ των Ηνωμένων Πολιτειών και των συμμάχων τους στο ΝΑΤΟ (από αμερικανοκεντρική σκοπιά ο μη συντονισμός εκδηλώνεται ως μονομερής απόφαση). Τρίτον, τόσο στη Συρία όσο και στο Αφγανιστάν, παρόλο που στην πρώτη περίπτωση δεν υπήρξε άμεση εισβολή ενώ στη δεύτερη υπήρξε και μάλιστα συνοδευόμενη από μακροχρόνια κατοχή, το κράτος των Ηνωμένων Πολιτειών της Αμερικής δεν κατάφερε ούτε να προασπίσει το δίκαιο ούτε να επιβεβαιώσει την ισχύ του.

Ο Γάλλος Πρόεδρος σε μια από τις πολλές δηλώσεις του εκείνης της περιόδου, που όλες προειδοποιούσαν για τη γεωπολιτική έκλειψη της Ευρώπης και αφορούσαν το ΝΑΤΟ, έθεσε τον δάκτυλον επί τον τύπον των ήλων, όταν ρώτησε: “Ποιος είναι ο εχθρός μας; Αυτή η ερώτηση χρήζει διευκρίνισης”, επισημαίνοντας και αυτός με τη σειρά του πως η Ευρώπη πλέον δεν μπορεί να βασίζεται στις Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής, επαναλαμβάνοντας δύο χρόνια μετά τα λόγια της Καγκελάριου της Γερμανίας (σημασία έχει ο θεσμός και λιγότερο το όνομα και το πρόσωπο, εξ ου και δεν αναφέρω ονόματα).

Οι Αμερικανοί αντιμετωπίζουν απίστευτους γόρδιους συμμαχικούς δεσμούς. Παραδείγματος χάριν, κάνουν συμβιβασμό σε ό,τι αφορά την κατασκευή του Nord Stream 2, που θα συνδέει τη Ρωσία με τη Γερμανία παρακάμπτοντας την Ουκρανία, και στην Πολωνία προβληματίζονται για την αξιοπιστία των Η.Π.Α – προβληματισμός που πιθανότατα θα οδηγήσει τους Πολωνούς να πυκνώσουν τις σχέσεις τους σε περιφερειακή κλίμακα με τους Ρουμάνους και τους Τούρκους, την ίδια στιγμή που η Τουρκία έχει αναπτύξει ιδιαίτερες σχέσεις με τη Ρωσία (όπως και η Γερμανία). Εδώ έχουμε το κυνήγι του ατλαντικού σκύλου με την ουρά του – με τη Γερμανία, τη Ρωσία και την Τουρκία να τον παρακολουθούν. Και τη Γαλλία να διαμαρτύρεται.

Οι Η.Π.Α υποτίθεται πως δεν έχουν ανάγκη κανέναν όμως, τελικά, έχουν ανάγκη τους πάντες. Εξ ου και το Τριμερές Αμυντικό Σύμφωνο μεταξύ Η.Π.Α, Ηνωμένου Βασιλείου και Αυστραλίας, η λεγόμενη AUKUS, δίχως την Ινδία και την Ιαπωνία (και σε μικρότερο βαθμό τις Φιλιππίνες και το Βιετνάμ), δεν μπορεί να είναι κάτι περισσότερο από μια μεγεθυμένη και ξαναζεσταμένη ANZUS του 1951, 70 χρόνια μετά – ή, για να το θέσουμε διαφορετικά, η AUKUS περισσότερα διακρατικά προβλήματα θα προκαλέσει στον Ατλαντικό, και στις σχέσεις μεταξύ ευρωπαϊκών και αγγλόφωνων κρατών, παρά θα επιλύσει ζητήματα στον Ειρηνικό.

Όπως οι διαπραγματεύσεις για την Διατλαντική Εταιρική Σχέση Εμπορίου και Επενδύσεων (TTIP), που ξεκίνησαν το 2013, σταμάτησαν χωρίς να ολοκληρωθούν στο τέλος του 2016, μετά από την αποχώρηση του Ηνωμένου Βασιλείου από την Ευρωπαϊκή Ένωση (και με απόφαση του Συμβουλίου της Ε.Ε το 2019 χαρακτηρίστηκαν ως ξεπερασμένες και άνευ σημασίας), έτσι αποτελεί ρεαλιστική πιθανότητα η κατάρρευση της εμπορικής συμφωνίας Ε.Ε.-Αυστραλίας, μετά από το Τριμερές Σύμφωνο του Άγγλοσαξωνικού Άξονα – το οποίο έρχεται στη ζωή μετά από την προαναφερθείσα μεταβολή του 2016, δύο σημαντικές εξελίξεις του 2021, και την ολοκλήρωση μιας ιστορικής περιόδου που, στη μικρή της κλίμακα, ξεκίνησε είκοσι χρόνια νωρίτερα, το 2001.

Η εισβολή στο Καπιτώλιο την 6η Ιανουαρίου 2021 και η πτώση της Καμπούλ στους Ταλιμπάν την 15η Αυγούστου 2021, τα δύο αυτά γεγονότα, σηματοδοτούν την ολοκλήρωση ενός εικοσαετούς ιστορικού κύκλου για τις Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής, που ξεκίνησε με τις επιθέσεις της 11ης Σεπτεμβρίου 2001, στο Παγκόσμιο Κέντρο Εμπορίου και στο Πεντάγωνο.

Εάν η αξιοπιστία, η εξέχουσα θέση, η παγκόσμια ισχύς και το διεθνές κύρος των Ηνωμένων Πολιτειών της Αμερικής εδράζεται σε μεγάλο βαθμό στη γεωπολιτική δύναμή τους, σε ό,τι αφορά το εξωτερικό, και στην έλξη του κοινωνικού τους μοντέλου, σε ό,τι αφορά το εσωτερικό, τότε η εισβολή στο Καπιτώλιο και η πτώση της Καμπούλ, αποτελούν την εσωτερική και εξωτερική μορφή της ολοκλήρωσης αυτού του εικοσαετούς ιστορικού κύκλου.

Η εξωτερική αμφισβήτηση του μύθου και η επίθεση στα σύμβολα της εμπορικής και στρατιωτικής παγκόσμιας αμερικανικής ηγεμονίας το 2001, ολοκληρώθηκε με την εισβολή ατάκτων στο κτίριο-σύμβολο της εθνικής συνοχής και της ομοσπονδιακής εξουσίας, και την άτακτη αποχώρηση από τη χώρα-σύμβολο του πολέμου κατά της τρομοκρατίας. Αν μάλιστα, στα δύο προηγούμενα, σταθμίσουμε και την διαχείριση της πανδημίας, τότε το 2021 αποτελεί το καταστροφικότερο έτος για τις Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής, μεταψυχροπολεμικά (1991-2021).

Από το “Nous sommes tous Américains” το 2001 και την ενεργοποίηση (για πρώτη και μόνη φορά) του άρθρου 5 της ιδρυτικής συνθήκης του ΝΑΤΟ, δηλαδή της ρήτρας συλλογικής άμυνας, οδηγηθήκαμε είκοσι χρόνια μετά στην άτακτη ΝΑΤΟϊκή αποχώρηση απο το Αφγανιστάν, την επαναφορά του ζητήματος της ευρωπαϊκής στρατηγικής αυτονομίας και στο “A la demande du Président de la République, j’ai décidé du rappel immédiat à Paris pour consultations de nos deux ambassadeurs aux États-Unis et en Australie”, με αφορμή το Τριμερές Αμυντικό Σύμφωνο ανάμεσα στις Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής, το Ηνωμένο Βασίλειο και το κράτος της Αυστραλίας – ένα σύμφωνο το οποίο θα πρέπει να ιδωθεί υπό πολλαπλά πρίσματα, πέρα από το προφανές: Κίνα.

Αφού επισημάνουμε πως στο κείμενο προϋποτίθεται ως αυτονόητη και κοινή γνώση το γεγονός ότι η Γαλλία καλύπτει τα εθνικά της συμφέροντα πίσω από τα ευρωπαϊκά ή, για να το θέσουμε ευρύτερα, ότι ντύνει και προωθεί τα συμφέροντά της μέσω υπερεθνικών και “οικουμενικών” πέπλων ―πέραν του “εξευρωπαϊσμού” τους, δηλαδή της προώθησης των γαλλικών συμφερόντων ως “ευρωπαϊκών”―, με κυριότερα από αυτά τα πέπλα να είναι τα ανθρώπινα δικαιώματα, η φεμινιστική διπλωματία, η διεθνής δικαιοσύνη, οι επείγουσες ανθρωπιστικές δράσεις, η φραγκοφωνία και οι πολιτικές για το κλίμα και το περιβάλλον, μπορούμε να τονίσουμε το εξής:

Το επιχείρημα ότι η Γαλλία πάντοτε είχε παρεμφερείς συμπεριφορές, απέναντι στις Η.Π.Α, και ότι τα λόγια περί ευρωπαϊκής στρατηγικής αυτονομίας επαναλαμβάνονται εδώ και χρόνια, αποκρύπτει το εξής απλό αλλά ουσιαστικό – το 2021 δεν είναι ούτε 2001 ούτε 1981.

Η ορθολογική και δικαιολογημένη εκτίμηση πως μια προσπάθεια διαμόρφωσης ευρωπαϊκής κυριαρχίας, αυτονομίας και άμυνας, μπορεί να μην έχει ρεαλιστικές πιθανότητες (για λόγους υποκειμενικούς και αντικειμενικούς, στους οποίους δεν μπορούμε να επεκταθούμε εδώ λόγω χώρου), δεν θα πρέπει να μας παραπλανά και να μας οδηγεί να χάνουμε από τα μάτια μας ορισμένες σημαντικές μεταβολές, που λαμβάνουν χώρα:

Όλο και περισσότεροι άνθρωποι στην Ευρώπη προσλαμβάνουν, πλέον, τις Η.Π.Α ως μια ηθικά και πολιτικά κατεστραμμένη, ή το λιγότερο απομυθοποιημένη, δύναμη (αντίληψη που ασφαλώς δεν ίσχυε πριν από δύο δεκαετίες). Ως μια δύναμη που πιθανότατα θα την υπερκεράσει η Κίνα εντός των επόμενων δεκαετιών σε κρίσιμους τομείς. Μια τέτοια μεταβολή στον τρόπο που προσλαμβάνει κανείς τις Η.Π.Α σημαίνει ότι, σταδιακά, το αμερικανικό κράτος χάνει τη μάχη του ιστορικού ορίζοντα (αποκορύφωση της αμερικανικής επιρροής και ισχύος, υπό αυτό το πρίσμα, υπήρξε η πρώτη μεταψυχροπολεμική περίοδος κατά τη διάρκεια της οποίας αρκετοί άνθρωποι πίστεψαν πως ζούμε κάποιο Τέλος της Ιστορίας). Επίσης, μια τέτοια αντίληψη επιφέρει αλλαγές στον τρόπο που προσεγγίζονται οι διατλαντικές σχέσεις και η βορειοατλαντική συμμαχία συνολικά. Πλέον, κάθε φορά που μια αμερικανική απόφαση δεν συνυπολογίζει τα συμφέροντα κεντρικών ευρωπαϊκών κρατών, επανέρχεται το ζήτημα της ευρωπαϊκής στρατηγικής αυτονομίας, με τις φωνές να πυκνώνουν και να δυναμώνουν.

Το 2001 οι περισσότεροι πολίτες στην Ευρώπη θεωρούσαν την ήπειρό τους αδύναμη και την Αμερική πανίσχυρη. Είκοσι χρόνια μετά, ολοένα και περισσότεροι “Ευρωπαίοι” είναι σκεπτικοί, δύσπιστοι ή επιφυλακτικοί για τη δύναμη της Αμερικής (αυτή η μεταβολή στις συνειδήσεις δεν θα πρέπει να υποτιμάται. Οι διαφοροποιήσεις ορισμένων κρατών που τελούν υπό συγκεκριμένες συνθήκες και έχουν ιδιαίτερες ανάγκες δεν αλλάζει τη μεγάλη εικόνα που διαμορφώνεται. Κράτη όπως η Πολωνία και η Νορβηγία λόγω Ρωσσίας και η Δανία λόγω Γερμανίας αποτελούν μια ιδιαίτερη ομάδα χωρών. Και η Ελλάδα, παρόλο που είναι μέλος και της Ε.Ε και της ευρωζώνης, αισθάνεται έναν μαγνητισμό προς αυτό το γκρουπ, λόγω Τουρκίας. Μόνο που υπάρχει μια μικρή λεπτομέρεια: η Τουρκία είναι πιο κοντά σε αυτό το ατλαντικό γκρουπ κρατών). Επιπλέον, είναι αμφίβολο εάν η πλειοψηφία των πολιτών στα κράτη-μέλη της Ε.Ε έχουν ως προτεραιότητά τους να ζήσουν το νεοψυχροπολεμικό remake ενός νέου διπολισμού, που στη θέση της Ε.Σ.Σ.Δ θα βρίσκεται η Κίνα (αυτό συνήθως υποστηρίζεται από Ατλαντιστές οι οποίοι, για όσο διάστημα είχε υπέρτατη δύναμη ασκώντας αδιαμφισβήτητη επιρροή η έννοια της Δύσης, μπορούσαν να παρουσιάζονται και ως Ευρωπαϊστές. Ουσιαστικά, αυτή η γραμμή σκέψης αντιλαμβάνεται την Ευρωπαϊκή Ένωση ως υπερμεγεθυμένο Ηνωμένο Βασίλειο, δηλαδή ως μονόπλευρα υπερεξαρτημένη ουρά των Ηνωμένων Πολιτειών της Αμερικής).

Στα περισσότερα ευρωπαϊκά κράτη, σταδιακά, διαμορφώνεται ένα κλίμα και μια συνείδηση που συναντάμε και στο μεγαλύτερο μέρος του υπόλοιπου πλανήτη: ότι δηλαδή οι κοινωνίες θα προτιμούσαν να μείνουν αμέτοχες, ή να μην αναγκαστούν να επιλέξουν πλευρές, σε μια πιθανή σύγκρουση μεταξύ Η.Π.Α και Κίνας. Ειδικότερα, σε ό,τι αφορά τους πολίτες ευρωπαϊκών κρατών, τούτο δεν συμβαίνει απλώς επειδή δεν επιθυμούν μια τέτοια σύγκρουση αλλά και επειδή δεν πιστεύουν πως θα βρίσκονται με αυτονόητο τρόπο στην πλευρά του νικητή – δηλαδή αμφιβάλλουν για τις δυνατότητες και την ικανότητα των Αμερικανών να επικρατήσουν σε μια τέτοια σύγκρουση (επιβεβαιώνοντας πως η απώλεια αξιοπιστίας των Η.Π.Α έχει δημιουργήσει κρίση εμπιστοσύνης). Ο ψυχρός πόλεμος υπήρξε “καλός” για αρκετά ευρωπαϊκά κράτη επειδή βρέθηκαν στην πλευρά του νικητή – και όχι του ηττημένου.

Τέλος, δεν είναι τυχαίο πως ολοένα και περισσότεροι άνθρωποι, πλέον, τοποθετούν την έννοια “Δύση” εντός εισαγωγικών. Ποιες είναι άραγε οι έννοιες που κερδίζουν έδαφος την ίδια στιγμή που η έννοια της “Δύσης” σχετικοποιείται και υποχωρεί; Η “Ευρώπη” (έστω ως ψυχολογικό αποκούμπι) και η “Παρακμή”.

Εάν, λοιπόν, η σκέψη μας καθηλωθεί απλώς στη μη ρεαλιστική πιθανότητα μιας “ευρωπαϊκής” κυριαρχίας και αυτονομίας, όλα αυτά εξαφανίζονται. Και όχι μόνο. Καθώς, εάν τα προηγούμενα θεωρηθούν γνώμες ή ζητήματα δευτερεύουσας σημασίας, υπάρχουν και κάποια ακόμα, πρωταρχικά και κύρια, που χάνονται από τη ματιά μας:

Η θέση του Προέδρου της Γαλλίας, το 2000, για μια δύναμη ταχείας αντίδρασης της Ευρωπαϊκής Ένωσης, δεν έγινε μετά από δηλώσεις της Καγκελαρίου της Γερμανίας πως “οι Ευρωπαίοι πρέπει να πάρουμε το πεπρωμένο μας στα χέρια μας”, ούτε μετά από μια θεμελιώδη μεταβολή και μια νέα κατάσταση κατά την οποία, για πρώτη φορά, οι δύο από τις τρεις μεγαλύτερες οικονομίες του πλανήτη βρίσκονται στην περιοχή της ανατολικής Ασίας ή της Ασίας του Ειρηνικού. Το 2000 ακολούθησε, αρχικά, το 2013 με την αποκάλυψη της παρακολούθησης του κινητού τηλεφώνου ενός ή μιας Καγκελάριου της Γερμανίας και, έπειτα, το 2016 με την αποχώρηση του Ηνωμένου Βασιλείου από την Ευρωπαϊκή Ένωση. Τα λόγια του Σιράκ προηγήθηκαν των δηλώσεων του Τράμπ πως το ΝΑΤΟ είναι παρωχημένο και του Μακρόν πως είναι εγκεφαλικά νεκρό, και δεν ειπώθηκαν μετά, αλλά πριν, από δύο συνεχείς περιπτώσεις κατά τις οποίες οι Η.Π.Α δεν μπόρεσαν ούτε να προασπίσουν το δίκαιο ούτε να επιβεβαιώσουν την ισχύ τους. Τέλος, οι δηλώσεις περί ευρωπαϊκής άμυνας δεν έπονται αλλά προηγούνται, κατά δύο δεκαετίες μάλιστα, της ήττας των Ηνωμένων Πολιτειών της Αμερικής στο Αφγανιστάν και στον πόλεμο κατά της τρομοκρατίας.

Το 2021 δεν είναι ούτε 2001 ούτε 1981.

Όλα τα προηγούμενα αποτελούν σημεία καμπής και παράγοντες που διαμορφώνουν μια ακολουθία γεγονότων και πραγμάτων, σκιαγραφώντας μια νέα κατάσταση ή συνθήκη.

Ποιος θα είναι ο τελευταίος από αυτούς τους παράγοντες που θα προστεθούν στην υπάρχουσα κατάσταση, διαδραματίζοντας τον αποφασιστικό ρόλο για τη μεταβολή της, δηλαδή ποιο θα είναι το κατ’ εξοχήν αίτιο (και αυτό που οι περισσότεροι άνθρωποι θα αντιληφθούν ως και το μοναδικό), δεν γνωρίζουμε. Ίσως να μην έχει και ιδιαίτερη σημασία, καθώς αυτό το λεγόμενο κατ’ εξοχήν αίτιο δεν θα είναι, ασφαλώς, ο ουσιαστικός παράγοντας και λόγος για την καθοριστική μεταβολή (όπως δεν ήταν τα λόγια του Τραμπ πριν από την εισβολή στο Καπιτώλιο ή η εντολή του Μπάιντεν πριν από την άτακτη αποχώρηση των στρατευμάτων από το αεροδρόμιο της Καμπούλ), παρά ο λόγος και η αιτία θα βρίσκεται στην όλη κατάσταση που θα έχει διαμορφωθεί. Μπορεί να μη γνωρίζουμε, λοιπόν, ποιο θα είναι το τελευταίο αυτό αίτιο, όμως αυτό που σίγουρα γνωρίζουμε είναι πως η νέα κατάσταση που αχνοφαίνεται στον ιστορικό ορίζοντα, από τους παράγοντες που τη σκιαγραφούν, μπορεί να περιγραφεί ως πολυδιάσπαση της Δύσης.

 

Αναδημοσίευση από το Κοσμοδρόμιο

 

AUKUS: Η Κίνα και τα αδιέξοδα της Δύσης

 

 

Αλλά και ένα τεστ: Ποιο είναι το Ιδανικό Υποβρύχιο για Σένα;

Ηπρόσφατη διεθνής ειδησεογραφία κυριαρχήθηκε από δύο ειδήσεις: στο μεν οικονομικό ρεπορτάζ, το επερχόμενο κανόνι που θα βαρέσει η Evergrande, η μεγαλύτερη κινεζική εταιρία κατασκευών και real estate. Αλλά κυρίως στο διεθνοπολιτικό, την ανακοίνωση της AUKUS και την επερχόμενη απόκτηση πυρηνοκίνητων υποβρυχίων απο την Αυστραλία, με σκοπό την “ανάσχεση” της Κίνας.

Οι τίτλοι είναι εντυπωσιακοί και αφήνουν να υπονοηθεί, αν δεν το λένε καθαρά, ότι αυτά τα δύο γεγονότα είναι μάλλον η αρχή του τέλους για τον κινέζικο δράκοντα. Η πραγματικότητα είναι πιο περίπλοκη και δεν ακολουθεί την συνήθως ρηχή και πάντα ιδεοληπτική ανάλυση των δυτικών αρθρογράφων των κυρίαρχων μέσων. Γιατί οι ιδεολόγοι αυτοί δεν περιγράφουν την πραγματικότητα της Κίνας και της σχέσης της με τον κόσμο, αλλά τις φαντασιοπληξίες μιας σε αποδρομή Δύσης για τον ρόλο που αυτοί νομίζουν ότι θα έπρεπε να έχει η Κίνα στον κόσμο.

Στο άρθρο αυτό δεν θα ασχοληθούμε με την Evergrande, επειδή αυτή δεν είναι πρόβλημα της Κίνας αλλά της Δύσης. Οι Financial Times σύγκριναν την εταιρία αυτή με την Lehmann Brothers, υπονοώντας ότι μπορεί από αυτήν να ξεκινήσει για την Κίνα μια κρίση παρόμοια με την κρίση του 2007 που πυροδότησε η Αμερικάνικη τράπεζα, αν και το Fortune διαφωνεί.

Δικαίως: η πιο κοντινή σύγκριση δεν είναι η Lehmann αλλά η Fannie Mae, η τεράστια ιδιωτικοποιημένη τράπεζα ακινήτων που είχε φτάσει να έχει στην κατοχή της τίτλους συνολικής ονομαστικής αξίας πάνω από 3 τρισ. δολάρια μετά τη κρίση του 2007. Η τράπεζα αυτή κατέρρευσε. Κανείς δεν την κατηγορεί όμως για την κρίση. Γιατί; Επειδή κρατικοποιήθηκε, εξυγιάνθηκε (και ξανα-ιδιωτικοποιήθηκε). Όλα αυτά χωρίς να ανοίξει μύτη, αντίθετα με την πολύ μικρότερη Lehmann που αφέθηκε να καταρρεύσει και να την εκκαθαρίσει το “αόρατο χέρι” της αγοράς. Η Κίνα έχει μέσα στο τρέχον πενταετές της δηλωμένη την πρόθεσή της να εξυγιάνει το κουβάρι που είναι η αγορά ακινήτων της χώρας. Οι λίγες εκατοντάδες δισ. που είναι το χρέος της Evergrande είναι μικροποσόν για την κινέζικη κυβέρνηση, η οποία τελικά με τον ένα ή τον άλλο τρόπο θα το αναλάβει. Αν τυχόν το δολαριοποιημένο τμήμα των χρεών αυτών ξεχειλίσει έξω από την Κίνα προς τα δυτικά χρηματιστήρια, αυτό δεν είναι πρόβλημα της Κίνας.

 

Ακούς εκεί, AUKUS…

Η ιστορία είναι πλέον γνωστή. Οι ηγέτες της Αυστραλίας, της Βρετανίας και των ΗΠΑ συμφώνησαν να συνεργαστούν (ακόμα πιο) στενά σε τομείς ασφάλειας και παρακολούθησης των υπηκόων τους και όχι μόνο, κάτι όχι το ιδιαίτερα πρωτότυπο, αφού οι χώρες αυτές συμμετέχουν ήδη στο μεγαλύτερο και περιπλοκότερο δίκτυο παρακολούθησης του κόσμου, τα “Πέντε Μάτια”, με τη συμμετοχή επίσης του Καναδά και της Νέας Ζηλανδίας. Στα κείμενα της συμφωνίας οι ηγέτες συμπεριέλαβαν και διάφορες μοδάτες εκφράσεις των οποίων το περιεχόμενο προφανώς αγνοούν. Δεν αμφισβητούμε τις επιστημονικές και τεχνικές γνώσεις του πχ. Μπόρις Τζόνσον (γνωστού και ως “Μπότζο”), αλλά εκφράσεις όπως “συνεργασία στους τομείς της τεχνητής νοημοσύνης, των κβαντικών υπολογιστών και του κυβερνοχώρου”, είναι “καραμέλες”, δηλαδή στερούνται πραγματικού περιεχομένου όντας απλώς υποκατάστατα σύμβολα για το “γράψε τώρα και μερικές χάι-τεκ μπούρδες εκεί, για να έχουμε να λέμε στους δημοσιογράφους”.

Δεν ήταν αυτός ο λόγος που ξεσηκώθηκε μεγάλο σούσουρο όμως: ο βασικός λόγος ήταν ότι η Αυστραλία, σε μια κίνηση κάπως ασυνήθιστη για τα διπλωματικά εσκαμμένα, ακύρωσε χωρίς προηγούμενη συνεννόηση την παραγγελία για 12 υποβρύχια που είχε κάνει στη Γαλλία, και δήλωσε ότι θα πάρει στη θέση τους οκτώ πυρηνοκίνητα υποβρύχια από τους άλλους δύο εταίρους της AUKUS, χωρίς περαιτέρω διευκρινίσεις.

Η ασυνήθιστη αυτή κίνηση εξόργισε φυσικά τους Γάλλους, που μίλησαν για “πισώπλατη μαχαιριά”. Είναι γνωστό ότι στο διεθνές στερέωμα, οι μόνοι που έχουν το δικαίωμα να αθετούν τις διεθνείς συμφωνίες για οπλικά συστήματα είναι οι Γάλλοι και μόνον αυτοί: Το 2014, ο τότε πρόεδρος Hollande, δήλωσε ότι εκείνα τα δύο ελικοπτεροφόρα πλοία αμφίβιων επιχειρήσεων κλάσης Mistral που είχε παραγγείλει (και προπληρώσει) η Ρωσία, όταν πρόεδρος ήταν ο Σαρκοζί, καλά θα κάνουν οι Ρώσοι να τα ξεχάσου: οι Ρώσοι είναι κακά παιδιά και έχουν εισβάλει στην Ουκρανία και εμείς δεν παίζουμε με εισβολείς. Το περιστατικό το θύμισε η εκπρόσωπος του ρωσικού υπουργείου Εξωτερικών Μαρία Ζαχάροβα, η οποία ενίοτε δεν διακρίνεται για την ζαχαρένια διάθεσή της. Πάντως τα χρήματα επιστράφησαν και τα πλοία τα αγόρασε τελικά σε πολύ καλή (για τους Γάλλους) τιμή η Αίγυπτος, η οποία, όπως όλοι γνωρίζουμε, νοιώθει τελευταία μια επείγουσα και απολύτως κατανοητή ανάγκη για απόκτηση υπερπόντιων αποβατικών (δηλαδή επιθετικών) πλοίων – εννοείται φυσικά για ειρηνικούς και αμυντικούς σκοπούς και μόνον. Μεταξύ των θαλασσίων γειτόνων της Αιγύπτου πάντως είμαστε και εμείς που, όντας εξίσου οπαδοί της ειρήνης και της άμυνας και μόνον, ψωνίσαμε από τους Γάλλους τα Ραφάλ.

Τώρα, για να ξαναγυρίσουμε στην AUKUS και τις απειλές κατά της Κίνας, αν και το ζήτημα καθόλου δεν είναι τεχνικό, καλό θα ήταν εντούτοις να κάνουμε μια μικρή τεχνική παρένθεση για τα είδη υποβρυχίων, η οποία θα ξεκαθαρίσει κάποια λεπτά σημεία.

 

Τεστ: Ποιο είναι το Ιδανικό Υποβρύχιο για Σένα;

Η Αυστραλία διαθέτει αυτή τη στιγμή έξι υποβρύχια κλάσης Collins, βασισμένα σε σουηδικό σχέδιο, βελτιωμένο από Αυστραλούς και ναυπηγημένα στην Αυστραλία. Ήταν η πρώτη τους προσπάθεια σε ναυπήγηση τέτοιου υλικού, με αποτέλεσμα στην αρχή να εμφανίσουν, όπως είναι φυσικό, κάποια μικροπροβληματάκια. Για αρχή είχαν μεγάλες καθυστερήσεις στην παράδοση (το τελευταίο από αυτά έγινε επιχειρησιακό το 2004, τέσσερα χρόνια αργότερα από ό,τι έλεγε το πλάνο). Μετά είχαν προβλήματα με τις κολλήσεις (έμπαζαν από παντού), έκαναν θόρυβο λόγω της προπέλας, ο κινητήρας χάλαγε συστηματικά, η κατανάλωση ήταν απαράδεκτα υψηλή, τα περισκόπια ήταν λάθος σχεδιασμένα και τράνταζαν όλο το υποβρύχιο, τα οπλικά συστήματα δεν δούλευαν και τα ηλεκτρικά βραχυκύκλωναν. Επίσης δεν είχαν ανταλλακτικά. Μέσα σε όλα τα άλλα, το Ναυτικό δεν εύρισκε καν επαρκή πληρώματα (τα πληρώματα υποβρυχίων είναι πάντα εθελοντές) για να τα επανδρώσει, με αποτέλεσμα το 2006 μόνο τρία από αυτά να είναι επιχειρησιακά. Με λίγα λόγια, είχαν λίγα ασήμαντα προβληματάκια.

Εν τέλει, μετά από πολύ κόπο και χρόνο, τα προβλήματα λύθηκαν, αλλά έτσι φτάσαμε στο σήμερα και κοντεύει ο καιρός να αποσυρθούν πλέον. Αρχικά λογάριαζαν να τα αποσύρουν το 2026, αλλά τώρα μάλλον αυτό θα πάει για πολύ αργότερα. Μετά από ψάξιμο στην αγορά, οι Αυστραλοί αποφάσισαν το 2016 να πάρουν τα γαλλικά υποβρύχια της κλάσης Barracuda.

Τώρα, οι Γάλλοι για δική τους χρήση φτιάχνουν πυρηνοκίνητα υποβρύχια τα οποία τα εξοπλίζουν και με πυρηνικά όπλα. Αλλά για διάφορους λόγους, και όχι μόνο τη Συνθήκη Μη Διάδοσης Πυρηνικών και το πολύ αυξημένο κόστος, οι Αυστραλοί ήθελαν μια μη πυρηνοκίνητη εκδοχή του υποβρυχίου. Πρόκειται για ένα καινούργιο μοντέλο (αυτή τη στιγμή το γαλλικό Ναυτικό έχει ακόμα μόνο το πρώτο τέτοιο υποβρύχιο Barracuda διαθέσιμο). Επιπλέον οι Αυστραλοί δεν ήθελαν το μοντελάκι του αρχικού σχεδιασμού με πυρηνικό αντιδραστήρα, αλλά ένα custom μοντέλο με ντίζελ-ηλεκτρικό σύστημα. Είναι προφανές επομένως ότι θα υπήρχαν σοβαρές καθυστερήσεις στην ανάπτυξη του αυστραλιανού μοντέλου, κάτι που ήταν γνωστό – μάλιστα πρόσφατα ο Μακρόν είχε υποσχεθεί ότι θα κάνει ότι είναι δυνατόν για να μειωθούν οι καθυστερήσεις και το πρώτο υποβρύχιο των Αυστραλών φίλων και συμμάχων να είναι επιχειρησιακό κοντά στο αρχικό πλάνο του 2032. Ας σημειωθεί το νούμερο: Από την ημέρα της σύμβασης (2016) μέχρι το πρώτο υποβρύχιο (2032 αρχικά, αλλά το λιγότερο 2034 πραγματικά), 16 χρόνια που θα γίνονταν τουλάχιστον 18 και βάλε. Η ανάπτυξη τέτοιων συστημάτων είναι εκτός από ακριβή και χρονοβόρα.

Το τεχνικό ερώτημα είναι το εξής: αδιαφορώντας για το κόστος, από καθαρά επιχειρησιακή πλευρά, γιατί να μην θέλει κανείς πυρηνικά; Ο πυρηνικός αντιδραστήρας δεν χρειάζεται αέρα, ενώ επίσης έχει πολύ μεγαλύτερη απόδοση από οποιαδήποτε άλλη μονάδα παραγωγής ενέργειας, και δεν χρειάζεται ποτέ ανεφοδιασμό σε καύσιμα (κυριολεκτικά ποτέ, οι Αμερικάνοι αποσύρουν τα υποβρύχιά τους όταν τελειώσει το καύσιμο, μετά από 20 ως 25 χρόνια). Άρα ένα πυρηνικό υποβρύχιο μπορεί να ταξιδεύει σε μεγάλο βάθος με μεγάλη ταχύτητα για μεγάλο χρονικό διάστημα. Δεδομένου ότι είναι εύκολη η εξαγωγή οξυγόνου και πόσιμου νερού από τη θάλασσα, ο μόνος του περιορισμός είναι οι προμήθειες (τροφή) για το πλήρωμα και τυχόν εργασίες συντήρησης. Τυπικά, ένα τέτοιο υποβρύχιο μπορεί να παραμένει σε συνεχή, απροβλημάτιστη κατάδυση για πάνω από 2 ή 3 μήνες, επιχειρώντας πολύ μακριά από τη βάση του. Για σύγκριση, ένα συμβατικό υποβρύχιο δεν μπορεί να παραμείνει για περισσότερο από λίγες μέρες κάτω, δεν μπορεί να αναπτύξει μεγάλες ταχύτητες και δεν μπορεί να απομακρυνθεί πολύ από τη βάση του, τυπικά όχι πάνω από χίλια, ίσως δύο χιλιάδες χιλιόμετρα. Επιπλέον είναι μικρότερο και έχει πολύ λιγότερο οπλισμό. Γιατί όχι πυρηνικά λοιπόν;

Η αχίλλειος πτέρνα των πυρηνικών είναι ότι δεν μπορούν να κρυφτούν τόσο καλά. Ο αντιδραστήρας δεν μπορεί ποτέ να “σβήσει”, ακόμα κι όταν το υποβρύχιο είναι ακίνητο. Επομένως χρειάζεται διαρκώς να ψύχεται (σε πλήρη λειτουργία, σχεδόν τα 3/4 της παραγόμενης ενέργειας του αντιδραστήρα είναι θερμικό φορτίο που πρέπει να διαχυθεί στο περιβάλλον), άρα ακόμα και σταματημένο το υποβρύχιο θα εκβάλλει μεγάλες ποσότητες θερμού νερού. Το θερμό νερό όμως ανεβαίνει στην επιφάνεια, αφήνοντας έτσι πίσω του ένα ίχνος εύκολα ορατό σε θερμικές κάμερες υπερύθρων από ελικόπτερα. Επιπλέον, ανάλογα και με τη συγκεκριμένη τεχνολογία, οι αντλίες είτε για την ψύξη του αντιδραστήρα, είτε για την παραγωγή ατμού που θα κινήσει τουρμπίνα κτλ. θα συνεχίσουν να λειτουργούν, κάνοντας θόρυβο ο οποίος γίνεται αντιληπτός από ανθυποβρυχιακά σόναρ. Τέλος, τα πυρηνικά υποβρύχια είναι πολύ μεγάλα επειδή ο αντιδραστήρας επιτρέπει πολύ μεγαλύτερο ωφέλιμο φορτίο (δηλαδή οπλισμό, πυραύλους, τορπίλες κ.ο.κ). Το μεγαλύτερο μέγεθος όμως σημαίνει ότι τα πυρηνικά είναι γενικά πολύ λιγότερο ευέλικτα, ειδικά στα ρηχά νερά ενός αρχιπελάγους όπως λ.χ. το Αιγαίο ή τα νερά γύρω από την Αυστραλία.

Από την άλλη μεριά τώρα, τα σύγχρονα συμβατικά υποβρύχια έχουν τεχνολογίες αναερόβιας πρόωσης (AIP, air-independent propulsion): Η μονάδα παραγωγής ενέργειας (είτε ντίζελ, είτε φυσικό αέριο, είτε στα πιο καινούργια μοντέλα υδρογόνο που διοχετεύεται σε κυψέλες καυσίμου) χρησιμοποιείται για την φόρτιση μπαταριών λιθίου. Από τη στιγμή που καταδύεται, ο ντίζελ κινητήρας σταματάει και το σκάφος ταξιδεύει αργά μεν, αλλά κάνοντας ελάχιστο θόρυβο και χωρίς θερμικό ίχνος. Μάλιστα, αν μείνει ακίνητο σε κατάλληλο σημείο του βυθού είναι εντελώς αόρατο και αθόρυβο, δεν υπάρχει δηλαδή κανένας γνωστός τρόπος για την ανίχνευσή του. Το 2005 ένα τέτοιο σουηδικό υποβρύχιο σε γυμνάσια του ΝΑΤΟ, έστησε ενέδρα και “βύθισε” εικονικά το πιο προστατευμένο πλοίο του πλανήτη, το αεροπλανοφόρο R. Reagan (δείχνοντας επίσης πόσο παρωχημένη τεχνολογία είναι τα αεροπλανοφόρα, περισσότερο επίδειξη δύναμης σε αδύναμους εχθρούς παρά πραγματική απειλή: η ευαισθησία τους σε ασύμμετρες απειλές τα καθιστά μάλλον μειονέκτημα παρά πλεονέκτημα).

Ορίστε λοιπόν, αγαπητέ υποψήφιε αγοραστή, το συμπέρασμα της έρευνας αγοράς του “Κοσμοδρομίου” για το ιδανικό υποβρύχιο για σένα. Αν θέλεις ένα αμυντικό όπλο για να κρατήσεις ανοιχτές τις γραμμές θαλάσσιας επικοινωνίας (SLOCs) των λιμανιών σου σε καιρό πολέμου, θα προτιμήσεις ένα συμβατικό μοντέλο με AIP που είναι ευέλικτο, αόρατο και πολύ φτηνότερο. Αν πάλι θέλεις ένα επιθετικό όπλο που να μπορεί να δράσει μακριά από τη βάση του είτε για να κλείσει τις μακρινές SLOCs του εχθρού σε καιρό πολέμου ή, ακόμα καλύτερα, για να απειλήσει ότι θα τις κλείσει σε καιρό ειρήνης (εφαρμόζοντας λ.χ. ένα εμπάργκο ή απλώς πουλώντας διεθνές νταηλίκι), τότε η “λύση” για σένα είναι μόνο τα πυρηνοκίνητα υποβρύχια, αρκεί βέβαια να βάλεις το χέρι βαθιά στην τσέπη. Μπόνους: θα μπορείς να κουβαλάς και μεγάλα επιθετικά φορτία (λ.χ. πυρηνικές κεφαλές σε πυραύλους κρουζ ή και σε διηπειρωτικούς), ένα σημαντικό status symbol τη σήμερον ημέρα. Μόνο έξι χώρες έχουν το θράσος να πιστεύουν ότι τα πυρηνοκίνητα υποβρύχια είναι ο ρόλος που τους ταιριάζει: Τα πέντε μέλη του Συμβουλίου Ασφαλείας και η Ινδία.

Και τώρα θέλει να μπει στο κλαμπ και η Αυστραλία…

 

Πίσω στην AUKUS

Τι σχέση έχουν αυτά με την Κίνα; Ας δούμε τι λένε οι τρεις εταίροι. Η Βρετανία για αρχή, παριστάνει την δύναμη που θα ρυθμίσει τα της Σινικής Θάλασσας, νομίζοντας ότι είναι η ηγέτιδα των κυμάτων που ήταν προ εκατονταετίας, ξεχνώντας ότι ο βρετανικός λέων είναι πλέον εντελώς φαφούτης. Όπως λέει και ο Patrick Cockburn, “λόγω της λανθασμένης αντίληψης του κοινού και των μίντια για την πραγματική δύναμη της βρετανικής κυβέρνησης, υπάρχει μια αύρα μη-πραγματικότητας (unreality) σε μεγάλο μέρος της βρετανικής πολιτικής ζωής. Πριν έξι χρόνια η έντονη δημόσια συζήτηση για το αν η Βρετανία έπρεπε ή όχι να βομβαρδίσει τον ISIS στη Συρία, λυσσομανούσε για πολύ καιρό, αδιαφορώντας πλήρως για το γεγονός (που το παραδέχτηκε ο υπεύθυνος της RAF) ότι η χώρα δεν είχε ούτε τα αεροσκάφη ούτε το δίκτυο πληροφοριών για να κάνει κάτι τέτοιο”. Τα λεκτικά νταηλίκια του Μπότζο εξηγούνται μόνο από το γεγονός ότι εκφέρονται με τη βεβαιότητα ότι οι Αμερικάνοι θα βάλουν τα πλοία, ξεχνώντας βέβαια το φιάσκο του Αφγανιστάν και του Ιράκ. Επίσης ελπίζει (αν και νομίζουμε πολύ αβάσιμα) ότι οι βρετανικές βιομηχανίες θα πάρουν τμήμα του συμβολαίου.

Οι ΗΠΑ πάλι βρίσκονται ακριβώς σε μια στιγμή που εγκαταλείπουν ταπεινωτικά το Αφγανιστάν και μειώνουν σημαντικά την παρουσία τους στη Μέση Ανατολή. Η έντονη αποδοκιμασία στο εσωτερικό για τις εξελίξεις ήταν εν μέρει λόγος για την κάπως βιαστική παρουσίαση ενός επιθετικού σχεδίου κατά της Κίνας. Μάλιστα αυτό έγινε μόλις μια εβδομάδα μετά την τηλεφωνική συνομιλία του Μπάιντεν με τον Κινέζο ομόλογό του, η οποία δεν άφηνε να εννοηθεί ότι τόσο σύντομα θα ακολουθούσαν τόσο επιθετικές κινήσεις, αν και αυτό ταιριάζει με το κάπως αλλοπρόσαλλο στιλ του Μπάιντεν. Αντίστοιχα έχει πράξει και έναντι του Πούτιν αλλά, κατά κάποιον τρόπο και έναντι της Γαλλίας τώρα με τα υποβρύχια.

Οφείλουμε εδώ να ομολογήσουμε ότι ο μόνος από τους δυτικούς ηγέτες που δεν ξεφύσηξε με ανακούφιση όταν εξελέγη ο Μπάιντεν, αλλά έμεινε κουμπωμένος ήταν ο Μακρόν. Είχε καταλάβει ότι οι ΗΠΑ είναι σε τέτοιο βαθμό στριμωγμένες που δεν έχουν την πολυτέλεια για ηγεμονική στάση και παραχωρήσεις σε συμμάχους. Ο Μπάιντεν, παρά τις αρχικές εξαγγελίες του ότι “America is back”, πατάει τους κάλους των συμμάχων του τουλάχιστον με το ίδιο μπρίο που τους πάταγε και ο Τραμπ. Τουλάχιστον στην εξωτερική πολιτική, είτε με Μπάιντεν, είτε με Τραμπ, η Αμερική θα ακολουθήσει μια ιδιαίτερα επιθετική πολιτική. Αλλά και ο Μακρόν, ας πρόσεχε. Η Γαλλία είναι ξανά μαντρωμένη στο στρατιωτικό σκέλος του ΝΑΤΟ από το 2009. Οι στρατιωτικές της δυνατότητες, εκτός του ότι είναι ενταγμένες επομένως στον συγκεκριμένο στρατηγικό σχεδιασμό, είναι σαν της Βρετανίας: μικροσκοπικές. Κάθε τέσσερα χρόνια η Κίνα ναυπηγεί τόσα πλοία όσα είναι ολόκληρος ο γαλλικός στόλος. Η Γαλλία μπορεί να καταπιεί τον πόνο από την πισώπλατη μαχαιριά και να κοιτάξει να δει πού θα σπρώξει τα (γενικά θεωρούμενα ως καλής ποιότητας) υποβρύχιά της. Αν ο Μακρόν είχε χιούμορ (σπόιλερ: δεν έχει) θα προσπαθούσε να τα δώσει στους Κινέζους που δεν θα έλεγαν όχι για την ανώτερη τεχνολογία. Το ίδιο εξάλλου έχει γίνει παλιότερα με τα τρένα TGV. Το μεγαλύτερο σιδηροδρομικό δίκτυο υψηλής ταχύτητας του κόσμου είναι το κινέζικο· σε αυτό τα τρένα που κυκλοφορούν είναι γαλλικής (και γερμανικής) τεχνολογίας, φτιαγμένα όμως στην Κίνα.

Γυρίζοντας πίσω στις ΗΠΑ, αυτές βρίσκονται στη μέση ενός στρατηγικού αναπροσανατολισμού. Ψάχνοντας για νέους εχθρούς, ώστε να δικαιολογήσουν τον διεθνή τους ρόλο, δείχνουν προς την Κίνα κυρίως και τη Ρωσία δευτερευόντως. Αφήνουμε στην άκρη το γεγονός ότι, αν όντως ο εχθρός είναι η Κίνα, τότε πρώτα πρέπει να κοπούν οι οικονομικές σχέσεις μαζί της, πράγμα πολύ δύσκολο και δεύτερο ότι θα έπρεπε ο Μπάιντεν να κάνει τη φιγούρα που θα τη λέγαμε “αντίστροφο Νίξον”: εκμεταλλευόμενος τις πραγματικές, βαθιές και ιστορικές αντιθέσεις στον άξονα Ρωσίας-Κίνας να τον διεμβολίσει προσεγγίζοντας την πιο αδύναμη από τις δύο, τη Ρωσία. Δεν έχουμε ενδείξεις ότι κάτι τέτοιο συμβαίνει, το αντίθετο. Η στάση των ΗΠΑ σπρώχνει τις δύο ευρωασιατικές δυνάμεις όλο και πιο κοντά.

Και όχι μόνο αυτό. Γιατί βέβαια ο Ινδο-Ειρηνικός (ένας νεολογισμ’πς αμερικανικής έμπνευσης που σημαίνει την αντικινεζική συμμαχία) δεν πρόκειται να αισθανθεί ιδιαίτερα χαρούμενος με την AUKUS. Η Ιαπωνία, που διεκδικεί για τον εαυτό της το ρόλο του εκπροσώπου των ΗΠΑ επί της γης, χαιρέτησε μεν την εξέλιξη, αλλά στην πραγματικότητα δεν πρόκειται να ευχαριστηθεί από τον υπερκερασμό της από την Αυστραλία, τη στιγμή που προσπαθεί και αυτή να ισορροπήσει μεταξύ της ανάγκης περιορισμού της Κίνας και του γεγονότος ότι αυτή είναι με διαφορά ο μεγαλύτερός της εταίρος. Οι άμεσοι γείτονες της Αυστραλίας, ειδικά η Ινδονησία (χώρα με δεκαπλάσιο πληθυσμό από την Αυστραλία) αλλά και η Μαλαισία κ.ά. δεν θα είναι καθόλου ευχαριστημένοι με πυρηνικά υποβρύχια να κόβουν βόλτες στα χωρικά τους ύδατα, ειδικά τη στιγμή που αυτά θα είναι πιθανοί στόχοι των Κινέζων. Η Νέα Ζηλανδία, εκτός του ότι είναι οπωσδήποτε “ριγμένη”, αφού είναι μέλος των “Πέντε Ματιών”, θα νιώθει έξαλλη που ο κοντινότερος γείτονάς της επιτρέπει με τέτοια ευκολία πυρηνικά στα λιμάνια του.

Η Ινδία, τέλος, διεκδικεί μια κάπως πιο αυτόνομη πορεία. Έχει ήδη εξοργιστεί μία φορά από το εμπάργκο που επέβαλε ο Μπάιντεν σε συστατικά εμβολίων για τον κορονοϊό. Το εμπάργκο έχει (εν μέρει) αρθεί, αλλά η αντιαμερικανισμός είναι ενεργός στην χώρα (και τον χρησιμοποίησε ο πρωθυπουργός της χώρας Ναρέντρα Μόντι για να ξεχαστούν οι δικές του ευθύνες). Επιπλέον η ηγεσία της χώρας καθόλου δεν θα διασκεδάσει με την μεταφορά πυρηνικής τεχνολογίας που χρόνια τώρα επιχειρεί και η ίδια να παραγάγει. Σε αυτή τη φάση η Ινδία έχει να δει πώς θα ισορροπήσει μεταξύ της Κίνας (που, παρά τις συνοριακές διαφορές παραμένει ο πρώτος οικονομικός της εταίρος) και των ΗΠΑ, πράγμα που σημαίνει ότι δεν πρόκειται να γίνει περισσότερο φίλη με τις τελευταίες από όσο ήταν μέχρι τώρα.

Γενικά, η στάση των ΗΠΑ είναι το λιγότερο δυσερμήνευτη – και ένας ηγεμόνας οφείλει να φροντίζει τα λεγόμενά του να είναι καθαρά. Οι περισσότερες χώρες της περιοχής θέλουν και χρειάζονται ταυτόχρονα την οικονομική συνεργασία με την Κίνα (που είναι ο κυριότερος εταίρος τους) από τη μία και από την άλλη την στρατηγική με τις ΗΠΑ, για όσο τουλάχιστον διάστημα αυτές έχουν την μεγαλύτερη στρατιωτική ικανότητα στον κόσμο. Αυτό μπορεί να μην αρέσει στην υπερδύναμη, αλλά είναι γεγονός που δεν μπορεί να αντιστραφεί: οι ΗΠΑ μπορούν να προσφέρουν ακριβά όπλα, πισώπλατα μαχαιρώματα και εγκατάλειψη των συμμάχων τους στο Αφγανιστάν· η Κίνα μπορεί να προσφέρει φτηνά βιομηχανικά προϊόντα, επενδύσεις και ανάπτυξη. Για αυτό είναι παράλογος (και επικίνδυνος) ο ψυχροπολεμικός τρόπος σκέψης που προωθούν οι ΗΠΑ. Στον ορίτζιναλ ψυχρό πόλεμο τα δύο στρατόπεδα διατηρούσαν μια ειρηνική συνύπαρξη που βασιζόταν και στον στρατηγικό αλλά και στον οικονομικό διαχωρισμό. Οι χώρες της Δύσης έκαναν εμπόριο με τις χώρες της Δύσης και της Ανατολής με της Ανατολής – και μάλιστα το μέγεθος του εμπορίου των ανατολικών χωρών ήταν μικρό κλάσμα των δυτικών, γεγονός που επιτάχυνε την φθορά τους.

Σε αυτή τη φάση δεν ισχύει σε καμία περίπτωση κάτι τέτοιο: η Κίνα όχι μόνο δεν είναι σαν την ΕΣΣΔ απομονωμένη οικονομικά στο στρατόπεδό της, αλλά είναι αναντικατάστατος εμπορικός εταίρος των ίδιων των ΗΠΑ και σημαντικότατος κόμβος του παγκόσμιου εμπορίου. Για αυτό και υπάρχουν ομαδοποιήσεις και συμμαχίες (έστω και τακτικές ή συγκυριακές) μεταξύ κρατών που τέμνουν τα δύο στρατόπεδα. Δεν είναι τόσο η BRICS (Βραζιλία, Νότια Αφρική από τη μία, Ρωσία Κίνα από την άλλη, Ινδία στη μέση), αφού αυτή είναι περισσότερο ένα κόλπο δημοσίων σχέσεων παρά πραγματική ομάδα. Πιο σημαντικές είναι η συμφωνία της Σαγκάης (Κίνα, Ρωσία, Πακιστάν και πλέον Ιράν), η ASEAN (η νοτιοανατολική Ασία) και βέβαια η μεγαλύτερη ζώνη ελεύθερου εμπορίου του πλανήτη, η CPTPP, που αποτελείται από 11 χώρες του Ειρηνικού. Η ιδέα ήταν αμερικανική, αλλά αργότερα οι ΗΠΑ υπαναχώρησαν (δεν είναι καν μέλος) και αυτή τη στιγμή την ηγεσία την έχει η Ιαπωνία. Σε αυτήν τη συνεργασία έχει κάνει αίτημα εισόδου και η Κίνα (μία μέρα μετά την ανακοίνωση της AUKUS…). Δεν είναι βέβαιο ότι θα γίνει δεκτή. Ήδη η Ιαπωνία είναι βέβαιο ότι θα εκφράσει αντιρρήσεις για τους δασμούς που βάζει η Κίνα στο ατσάλι, ο Καναδάς για δασμούς στην κανόλα και η Αυστραλία για το κρασί, αλλά αυτά είναι τελικά λεπτομέρειες για διαπραγμάτευση. Το μέγεθος της κινεζικής αγοράς θα είναι μεγάλο δέλεαρ, μεγαλύτερο από τις αμερικανικές αντιρρήσεις.

Η στάση λοιπόν των ΗΠΑ έχει να κάνει με το ότι απλώς δεν έχουν εναλλακτική. Η άνοδος της Κίνας είναι πραγματική και το μόνο πλεονέκτημα απέναντί της είναι το στρατιωτικό, αν και αυτό είναι φθίνον: η Αμερική δεν έχει κερδίσει κανέναν πόλεμο μετά το Βιετνάμ εκτός από την Γρενάδα και τον πρώτο πόλεμο του Ιράκ. Αν όμως οι ΗΠΑ αφήσουν τα πράγματα ελεύθερα, ο Ινδο-Ειρηνικός σύντομα θα είναι κινέζικη εμπορική λίμνη, άρα αύριο μεθαύριο και στρατηγική, όπως και η Ευρασία. Ήδη η Ε.Ε. έχει μεγάλες διασυνδέσεις με την Κίνα. Ταυτόχρονα και η Ρωσία αποτελεί στρατηγικό ενεργειακό εταίρο της Γερμανίας, σχέση που η παροδική αύξηση των τιμών φυσικού αερίου που ζούμε αυτή τη στιγμή θα την παγιώσει φέτος τον χειμώνα όταν αρχίσει να λειτουργεί (παρά τις μεγάλες αντιρρήσεις των ΗΠΑ) ο αγωγός Nord Stream 2. Το στρατηγικό αδιέξοδο είναι προφανές: η στάση “όποιος δεν είναι μαζί μου είναι εχθρός μου” των ΗΠΑ σαφώς κινδυνεύει να δημιουργήσει πολλούς εχθρούς.

Σε αυτό τo πλαίσιο εντάσσεται και η Αυστραλία. Τι ακριβώς συμφώνησε η τελευταία;

Αυτό είναι το ωραιότερο σημείο όλης της υπόθεσης: δεν υπάρχει τίποτα το συγκεκριμένο στο σχέδιο, καμία ένδειξη για κόστος, τύπο υποβρυχίου, χρονοδιάγραμμα, τρόπο λειτουργίας τέτοιων προωθημένων εργαλείων θανάτου από μία χώρα που δεν έχει πυρηνική τεχνολογία και που δεν μπορούσε καν να επανδρώσει έξι πολύ μικρότερα και απλούστερα υποβρύχια για χρόνια. Ούτε επίσης έγινε καθαρό για ποιο λόγο χρειάζεται τέτοια υποβρύχια, ποιο είναι το στρατηγικό πλάνο, ποιος ο στόχος μιας τέτοιας κίνησης.

Τι χρειάζεται η Αυστραλία τα πυρηνικά υποβρύχια αν θέλει να προφυλάξει τις γραμμές θαλάσσιας επικοινωνίας (SLOCs) των λιμανιών της; Γιατι δεν της κάνουν τα (πιο αθόρυβα και αποτελεσματικά) συμβατικά και χρειάζεται πυρηνικά που εύκολα φτάνουν μέχρι την Ταϊβάν; Και από ποιον θέλει να προφυλαχτεί; Από τον μεγαλύτερο οικονομικό της εταίρο, από αυτόν που απορροφά πάνω από τις μισές της εξαγωγές και επομένως έχει κάθε συμφέρον να προφυλάξει τις SLOCs της Αυστραλίας σα να ήταν δικές του, δηλαδή την Κίνα. Η Αυστραλία συμφώνησε να παραλάβει ένα οπλικό σύστημα που απειλεί την Κίνα, το οποίο είναι αμφίβολο ότι μπορεί να το πληρώσει, να το ναυπηγήσει και να το υποστηρίξει τεχνολογικά, όπλο το οποίο δεν υπάρχει ούτε καν στα χαρτιά ακόμα και το οποίο θα έρθει (αν έρθει ποτέ, είναι πολύ αμφίβολο ότι τελικά θα φτάσουμε εκεί) σε πάνω κάτω τριάντα χρόνια. Θυμηθείτε ότι τα συμβατικά Γαλλικά θα χρειάζονταν γύρω στα είκοσι – και αυτά ήταν πια έτοιμα για ναυπήγηση, όχι απλώς κουβέντες.

Προφανώς λοιπόν, η Αυστραλία δεν αποφάσισε στα καλά καθούμενα να ψωνίσει υποβρύχια, απλώς υπέκυψε στον ωμό εκβιασμό των ΗΠΑ που της είπε σε απλά μαφιόζικα “διάλεξε με ποιον είσαι, mate”. Διάλεξε λοιπόν πλευρά, αλλά το κόστος που θα πληρώσει είναι τεράστιο. Διότι μέχρι να έρθουν τα δικά της υποβρύχια (που δεν θα έρθουν), η Αυστραλία προφανώς θα φιλοξενήσει τα αμερικανικά, για να προφυλαχτεί, όπως είπαμε, από τον μεγαλύτερο οικονομικό της εταίρο. Για να γίνει αυτό, η Αυστραλία θα πληρώσει για την αναβάθμιση των βάσεών της και την φιλοξενία των (αμερικανικών) πληρωμάτων, όπως επίσης θα πληρώσει και για τα μεγάλα κόστη άμυνας των υποβρυχίων αυτών, ένα τεράστιο έξοδο από μόνο του, χωρίς τα υποβρύχια να εξυπηρετούν τους σκοπούς των αυστραλιανών κυβερνήσεων αλλά των αμερικανικών. Οι Αμερικάνοι βρήκαν το κορόιδο που έψαχναν και έτσι θα ελλιμενίζουν τα υποβρύχιά τους εκεί και αντί να πληρώνουν νοίκι, θα τους πληρώνουν και κερατιάτικα από πάνω, την ίδια στιγμή που οι αυστραλιανές εξαγωγές σιδήρου, άνθρακα και αερίου στην Κίνα προφανώς θα υποστούν μεγάλη ζημιά. Η συμφωνία λοιπόν αυτή είναι μια νίκη για τις ΗΠΑ· είναι μια νίκη που χωλαίνει όμως στρατηγικά, αφού αφήνει πίσω της τους πάντες δυσαρεστημένους, ενώ δεν βελτιώνει ούτε τις σχέσεις ούτε όμως και τον συσχετισμό με την Κίνα.

Οπωσδήποτε το ζήτημα των σχέσεων ΗΠΑ-Κίνας είναι το κεντρικό ζήτημα εδώ. Για την ακρίβεια, πρόκειται για το “ερώτημα του αιώνα”, όπως το προσδιόρισε ο ίδιος ο ηγέτης του Πεκίνου, Σι Τζιν Πινγκ στην τηλεφωνική συνδιάλεξη που είχε με τον Μπάιντεν. Αλλά, με βάση τις σπασμωδικές κινήσεις των ΗΠΑ, η εξέλιξη του ζητήματος αυτού δεν θα καθοριστεί από την στάση των τελευταίων, αφού αυτές βρίσκονται με μειονέκτημα: αντί να βαθαίνουν τα ρήγματα στο στρατόπεδο (ή πιο σωστά στα στρατόπεδα) του αντιπάλου, δημιουργούν ρήγματα και δυσαρέσκειες στο δικό τους στρατόπεδο. Στις ρωγμές αυτές μένει να δούμε αν θα μπορέσουν να ελιχθούν οι Κινέζοι. Το ζήτημα όμως θα καθοριστεί σε τελευταία ανάλυση από το αν η Κίνα θα καταφέρει ή όχι να συνεχίσει την ανοδική της πορεία στον διεθνή συσχετισμό, ή αν θα λυγίσει κάτω από το βάρος των δικών της τεράστιων εσωτερικών αντιφάσεων.

Είναι ένας άλλος τρόπος να διατυπωθεί το ερώτημα του 21ου αιώνα…

 

Αναδημοσίευση από το Κοσμοδρόμιο