Σε λοκντάουν 18 μήνες – Οι μετανάστες εργάτες που έχουν ξεχάσει πώς είναι να ζεις “ελεύθερος”
Λένα Χουρμούζη
Το “πείραμα” του ταξικού διαχωρισμού στη Σιγκαπούρη με πρόσχημα την πανδημία και την υγεία όλων των άλλων.
Το 2020 παρατηρήθηκε έξαρση κρουσμάτων νέου κορονοϊού στη Σιγκαπούρη. Οι περισσότερες μολύνσεις καταγράφηκαν στους κοιτώνες που διαμένουν χιλιάδες μετανάστες χαμηλόμισθοι εργάτες, κυρίως από χώρες της νότιας Ασίας, οι οποίοι ζουν σε συνθήκες συνωστισμού. Από τον Απρίλιο του 2020 τα περιστατικά μειώθηκαν, το 90% των μεταναστών εργατών εμβολιάστηκε, αλλά ακόμα ζουν σε ένα ιδιότυπο καθεστώς λοκντάουν, το οποίο τους επιτρέπει να πηγαίνουν από τους κοιτώνες στο εργοτάξιο και από το εργοτάξιο πίσω στους κοιτώνες.
Οι περίπου 300.000 μετανάστες εργάτες της Σιγκαπούρης απαγορεύεται να βγουν για μια βόλτα ή να συναναστραφούν με όλους τους άλλους. Το λοκντάουν που έχει επιβάλλει η Σιγκαπούρη στο φθηνό εργατικό δυναμικό της είναι το μεγαλύτερο σε διάρκεια στον κόσμο.
“Είναι σαν να ζεις σε φυλακή. Είμαστε αιχμάλωτοι”, λέει ο Σαρίφ στο BBC. Μετανάστευσε από το Μπαγκλαντές στη Σιγκαπούρη το 2008. Στη Ντάκα ήταν μικροπωλητής βιβλίων και του αφαίρεσαν την άδεια, όταν η σύζυγός του έμεινε έγκυος. Εδώ και 13 χρόνια εργάζεται στον κλάδο των κατασκευών στη Σιγκαπούρη. Από τον Απρίλιο του 2020 οι μόνες προσλαμβάνουσες παραστάσεις που έχει είναι οι τέσσερις τοίχοι του δωματίου του και οι σκαλωσιές στο εργοτάξιο.
Όταν ξέσπασε η πανδημία ο Ρούμπελ, 30 ετών, μετανάστης από το Μπανγκλαντές, μοιραζόταν το δωμάτιο στον κοιτώνα του με άλλα 30 άτομα, σε ένα κτίριο με μόλις δέκα μπάνια για συνολικά 100 ενοίκους. Με ημερομίσθιο περίπου 18 ευρώ την ημέρα ήταν η μόνη διαμονή που μπορούσε να υποστηρίξει οικονομικά ώστε να του μένουν κάποια χρήματα για να στέλνει στην οικογένειά του. Ο συνεχής εγκλεισμός και περιορισμός κινήσεων έχουν επηρεάσει την ψυχική του υγεία. “Αν και αισθάνομαι ευγνώμων για πολλά πράγματα, δεν μπορώ πια να ανασάνω”, λέει στους Νιου Γιορκ Τάιμς.
Πλέον το 90% των μεταναστών εργατών στη Σιγκαπούρη έχει εμβολιαστεί πλήρως κατά του κορονοϊού. Παρά τα υψηλά ποσοστά εμβολιασμού, οι αυστηροί περιορισμοί παραμένουν σε ισχύ. Οι μετανάστες αισθάνονται παγιδευμένοι στους συνωστισμένους κοιτώνες – φυλακές τους.
Στα τέλη του Σεπτεμβρίου η κυβέρνηση της Σιγκαπούρης αποφάσισε να προωθήσει ένα “πιλοτικό πρόγραμμα”, το οποίο θα επιτρέπει συνολικά μόνο σε 500 από τους 300.000 μετανάστες εργάτες να βγαίνουν έξω σε μία μόνο προκαθορισμένη τοποθεσία για έξι ώρες.
“Εκτιμώ το πείραμα, αλλά δεν μπορώ να πω ότι πέταξα από τη χαρά μου”, σχολιάζει ο Σαρίφ. “Σκέτη τρέλα”, τονίζει ο Άλεξ Άου, αντιπρόεδρος της εθελοντικής οργάνωσης “Transient Workers Count, Too”, η οποία συνεργάζεται με τους μετανάστες εργάτες της Σιγκαπούρης. “Με αυτό το δήθεν ‘πιλοτικό πρόγραμμα’ θα χρειαστούν 600 εβδομάδες, ή αλλιώς 12 χρόνια, για να έχουν έστω μια ευκαιρία να βγουν έξω όλοι μετανάστες”, εξηγεί και καταγγέλλει την κυβέρνηση για πλήρη αδιαφορία των κοινωνικών και ψυχολογικών αναγκών αυτών των ανθρώπων.
Ο Σαρίφ, δεν ήταν ανάμεσα στα άτομα που επελέγησαν για το πιλοτικό πρόγραμμα. Από το φορτηγάκι που τον μεταφέρει καθημερινά στο εργοτάξιο, κλέβει ματιές της πολύβουης πόλης που απολαμβάνει την “κανονικότητα”. “Με πονάει να βλέπω όλους τους άλλους να συνεχίζουν τη ζωή τους. Όλοι οι άλλοι είναι έξω τρώνε σε εστιατόρια, συναντούν φίλους, κάνουν τα ψώνια τους. Κι εγώ τίποτα. Και αναρωτιέμαι γιατί με τιμωρούν. Εγώ έφερα τον κορονοϊό εδώ;”
Ο Τζέρεμι Λιμ είναι καθηγητής Δημόσιας Υγείας στο Εθνικό Πανεπιστήμιο της Σιγκαπούρης “Saw Swee Hock” και μιλά στους Νιου Γιορκ Τάιμς για το τεράστιο αντίκτυπο του παρατεταμένου λοκντάουν στην ψυχική υγεία των μεταναστών εργατών. Επισημαίνει ότι οι απόπειρες αυτοκτονίας και ο αριθμός των αυτοκτονιών έχουν αυξηθεί, αλλά η κυβέρνηση ποιεί τη νήσσα. Ο Καθηγητής αναφέρει ότι η σύνδεση αύξησης των περιστατικών κατάθλιψης και κρίσεων πανικού με τα λοκντάουν έχει πιστοποιηθεί σε έρευνα του αμερικανικού Πανεπιστημίου Γέιλ. “Από την άποψη της δημόσιας υγείας δεν υπάρχει πλέον κανένας κίνδυνος από την έξοδο των μεταναστών από τους κοιτώνες”, τονίζει ο καθηγητής, Τζέρεμι Λιμ.
“Τι είμαστε; Ζώα;”
Την πρώτη ημέρα εφαρμογής του πιλοτικού προγράμματος, η κυβέρνηση της Σιγκαπούρης κάλεσε συνεργείο του BBC στη συνοικία της “Μικρής Ινδίας” για να το καταγράψει. Συνολικά 50 από τους 300.000 εργάτες βγήκαν για τέσσερις ώρες από το λοκντάουν των κοιτώνων τους χωρίς καμία επιτήρηση. Εκπρόσωπος του υπουργού Ανθρώπινου Δυναμικού της Σιγκαπούρης χαρακτήρισε το πρόγραμμα “ορόσημο”. Δύο μάλιστα μετανάστες έλαβαν έγκριση να μιλήσουν στους Βρετανούς δημοσιογράφους έξω από ινδουιστικό ναό της πόλης. Ο ένας εξ αυτών, ο Ινδός, Πακρισάμι Μουρουγκαντάμ, είπε στο BBC: “Είμαι πολύ χαρούμενος που είμαι έξω. Θα ήθελα να ευχαριστήσω την κυβέρνηση της Σιγκαπούρης και το υπουργείο Ανθρώπινου Δυναμικού για τη φροντίδα που μας παρέχουν”.
Από την αρχή της πανδημίας μέχρι σήμερα η Σιγκαπούρη έχει καταγράψει μόλις 58 θανάτους από επιπλοκές της νόσου Covid-19 σε σύνολο πληθυσμού περίπου 5,7 εκατομμυρίων. Η επιτυχία της σύγχρονης πόλης-κράτους στην αντιμετώπιση του ιού έχει εξασφαλίσει πολλές ελευθερίες στους πολίτες της Σιγκαπούρης εδώ και ενάμισι χρόνο σε σχέση με τον υπόλοιπο κόσμο. Όλοι μπορούσαν να βγουν από τα σπίτια τους ακόμη κι όταν τα περιοριστικά μέτρα βρίσκονταν στην κορύφωση της αυστηρότητάς τους.
Η κυβέρνηση ενθάρρυνε το μέτρο της κοινωνικής αποστασιοποίησης για όλους εκτός από τους αλλοδαπούς εργάτες που στοιβάζονταν στους κοιτώνες. Σύμφωνα με τον υπουργό Ανθρώπινου Δυναμικού, Δρ. Ταν Σι Λενγκ, ο κοινοτικός τρόπος ζωής και οι εργασιακές συνθήκες κατατάσσουν τους μετανάστες στις ομάδες υψηλού κινδύνου μόλυνσης από τον κορονοϊό. Τον Δεκέμβριο του 2020 σε μία ημέρα είχαν καταγραφεί 54.505 εργάτες θετικοί στη νόσο Covid-19 έπειτα από μοριακά τεστ (PCR) που τους έγιναν, ενώ άλλοι 98.289 είχαν βρεθεί θετικοί σε τεστ αντισωμάτων. Τα μοριακά τεστ εντοπίζουν την τρέχουσα μόλυνση, ενώ τα τεστ αντισωμάτων μια προηγούμενη. “Δεν μας προκαλεί έκπληξη, καθώς πολλοί μετανάστες εργάτες δεν είχαν συμπτώματα και κατά συνέπεια δεν αναζήτησαν θεραπεία”, είχε τότε σχολιάσει το υπουργείο Υγείας.
“Ό,τι κάνουμε το κάνουμε για την προστασία της υγείας των μεταναστών και για τη μείωση της περαιτέρω διάδοσης του ιού”, δήλωσε στο BBC αξιωματούχος της κυβέρνησης. Ο Σαρίφ δεν το βλέπει έτσι: “Εμένα μου μοιάζει περισσότερο σαν μια τιμωρία. Όλοι οι άλλοι είναι έξω. Όλοι αυτοί χαίρουν της εμπιστοσύνης του κράτους να τηρήσουν μέτρα σαν την κοινωνική αποστασιοποίηση, αλλά εμείς όχι. Τουναντίον για εμάς φτιάχνουν ειδικό νόμο για το τι μπορούμε ή δεν μπορούμε να κάνουμε. Δηλαδή τι; Εμείς δεν είμαστε άνθρωποι; Είμαστε ζώα; Επειδή είμαστε μετανάστες θεωρείτε ντε φάκτο ότι είμαστε αμόρφωτοι, απείθαρχοι και άρα διαφορετικοί;”
Για όλα φταίνε οι μετανάστες
Η Σιγκαπούρη ήταν μια από τις χώρες που είχαν διδαχθεί ένα σκληρό μάθημα το 2003, με την επιδημία του SARS. Για να μην επαναληφθεί ο εφιάλτης, είχε έτοιμα σενάρια διαχείρισης υγειονομικών κρίσεων και δεν έχασε χρόνο να τα επιστρατεύσει. Οι τρεις χώρες που επέβαλλαν προληπτικούς περιορισμούς στις πτήσεις από την Κίνα ήδη από την 1η Φεβρουαρίου του 2020 ήταν η Σιγκαπούρη, το Χονγκ Κονγκ και η Ταϊβάν.
Τα επιδημιολογικά μοντέλα προέβλεπαν ολική καταστροφή για τη Σιγκαπούρη ήδη από τα τέλη Ιανουαρίου, με την εξάπλωση του ιού στη Γουχάν της Κίνας. Καθημερινά οι εφημερίδες είχαν υποχρεωτικά στο πρωτοσέλιδό τους εκκλήσεις της κυβέρνησης στους πολίτες να τρέξουν να ελεγχθούν (πάντα δωρεάν) ακόμα και με τα πιο ήπια συμπτώματα. Και να μείνουν στο σπίτι αν δεν ένιωθαν καλά, χωρίς επιπτώσεις στις εργασιακές ή σχολικές υποχρεώσεις τους. Η κυβέρνηση διασφάλισε πλήρη αποζημίωση σε όσους έμπαιναν σε καραντίνα, απαγορεύοντας στους εργοδότες να χρεώνουν στους υπαλλήλους την κανονική άδειά τους αν έμεναν στο σπίτι. Τα κρατικά πρωτόκολλα κοινωνικής απόστασης και απομόνωσης εφαρμόστηκαν καθολικά και με την πλήρη συμφωνία του κόσμου.
Επιστράτευσε αυστηρά έως αντιδημοκρατικά μέτρα. Ο μόνιμος κάτοικος που θα παραβίαζε τα περιοριστικά μέτρα θα έχανε αυτομάτως την υπηκοότητα. Στα μέσα Μαρτίου νομοθέτησε για την απόσταση μεταξύ των πολιτών, τιμωρώντας με τσουχτερό πρόστιμο 7.000 δολαρίων ή και εξάμηνη φυλάκιση σε όποιον παραβίαζε την κοινωνική αποστασιοποίηση.
Όποιον έπιανε η αστυνομία να κάθεται εσκεμμένα σε απόσταση μικρότερη του ενός μέτρου από τον άλλο σε δημόσιο χώρο, τον συλλάμβανε επιτόπου. Τον Απρίλιο, όταν είδαν την έξαρση των κρουσμάτων (όχι των θανάτων) ο υπουργός Υγείας της Σιγκαπούρης κατηγόρησε τους μετανάστες παραδεχόμενος ότι υποεκτίμησαν τον κίνδυνο που συνιστούν για τη δημόσια υγεία.
Η Σιγκαπούρη έχει επενδύσει στην εισαγωγή εργατικού δυναμικού. Οι μετανάστες από τη νότια Ασία έχουν αναλάβει όλη τη χαμηλόμισθη χειρωνακτική εργασία και άλλοι οικονομικοί μετανάστες από όλο τον κόσμο έχουν καταστήσει τη Σιγκαπούρη σε ένα παγκόσμιο επιχειρηματικό κέντρο.
Οι μετανάστες εργάτες χτίζουν το οδικό δίκτυο, τις φουτουριστικές γέφυρες και τους ουρανοξύστες με τα πολυτελή διαμερίσματα της Σιγκαπούρης με αντάλλαγμα να στέλνουν εμβάσματα στις οικογένειές τους. “Δουλεύουμε ακατάπαυστα για αυτή τη χώρα. Φτιάχνουμε τα πάντα για αυτούς”, λέει ο Τασρίφ από το Μπανγκλαντές, εργάτης από το 2017 στη Σιγκαπούρη.
Είναι 25 ετών και βγάζει λιγότερα από 650 ευρώ τον μήνα ως συντηρητής μονάδων κλιματιστικών. Για να βρεθεί στη Σιγκαπούρη πλήρωσε 6.500 ευρώ σε πρακτορείο εύρεσης εργασίας.
Σύμφωνα με στοιχεία της στατιστικής υπηρεσίας της Σιγκαπούρης το ποσοστό του εργατικού δυναμικού της πόλης κράτους από το εξωτερικό είναι λίγο μικρότερο του 30%, αυξημένο κατά περίπου 10% από τη δεκαετία του ’90.
Το εργατικό δυναμικό από το εξωτερικό ήταν εδώ και καιρό ένα θέμα καυτό στη Σιγκαπούρη, αλλά οι αβεβαιότητες λόγω της πανδημίας έχουν αυξήσει τις ανησυχίες για την απασχόληση μεταξύ των ντόπιων καθώς η πόλη-κράτος ανακάμπτει από το περσινό ρεκόρ ύφεσης. Ο πρωθυπουργός, Λι Σιεν Λουνγκ, δέχεται πιέσεις για το θέμα και στο διάγγελμά του στην Εθνική Ημέρα της Σιγκαπούρης δήλωσε: “Πρέπει να αναπροσαρμόσουμε τις πολιτικές μας για να διαχειριστούμε καλύτερα την ποιότητα, τον αριθμό και τη συγκέντρωση αλλοδαπών στη Σιγκαπούρη. Αν το κάνουμε σωστά θα συνεχίσουμε να δεχόμαστε ξένο εργατικό δυναμικό και νέους μετανάστες, όπως οφείλουμε”.
Πρόσφατη έρευνα κατέδειξε ότι η πλειονότητα των γηγενών και των πολιτών με μόνιμη άδεια παραμονής στη Σιγκαπούρη συμφωνεί ότι η μετανάστευση κάνει καλό στην οικονομία τους, αλλά οι μισοί εξ αυτών πιστεύουν ότι οι μετανάστες εργάτες παίρνουν τις δουλειές τους και ότι η κυβέρνηση δαπανά παραπάνω από ό,τι θα έπρεπε για τη διαβίωση και την παραμονή τους. Η έρευνα σε δείγμα 2.000 πολιτών της Σιγκαπούρης, η οποία δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα TODAY, εμφανίζει έναν πληθυσμό που απολαμβάνει τα οφέλη της παγκοσμιοποίησης, αλλά που στην μετά-Covid εποχή θα ήθελε από την κυβέρνησή του να αλλάξει την πολιτικής της αναφορικά με τη μετανάστευση. Η πανδημία συνέβαλε στην αλλαγή στάσης.
Την ίδια ώρα που οι μετανάστες εργάτες μένουν σε ένα ιδιότυπο λοκντάουν, η Σιγκαπούρη ανοίγει τα σύνορα της. Από τις 19 Οκτωβρίου, πλήρως εμβολιασμένοι πολίτες από οκτώ χώρες, συμπεριλαμβανομένης της Βρετανίας, της Γαλλίας, της Ισπανίας και των Ηνωμένων Πολιτειών, θα μπορούν να εισέρχονται στο νησί χωρίς καραντίνα εάν περάσουν τα τεστ COVID-19. Στην καθημερινή ενημέρωση του υπουργείου Υγείας για την πορεία του κορονοϊού το κράτος αναφέρεται σε τρεις κατηγορίες: “εισαγόμενα κρούσματα”, “ένοικοι κοιτώνων” και “κοινότητα”. “Είναι ολοφάνερο τι εστί ‘κοινότητα’ στη Σιγκαπούρη. Περιλαμβάνει όλους εκτός όσων ζουν στους κοιτώνες”, καταλήγει ο Σαρίφ.