Τα οικονομικά χειρόγραφα του Μαρξ του 1861-63 και η “έννοια” της εξάρτησης
Εισαγωγή
Μεταφράζουμε και αναδημοσιεύουμε το άρθρο του αργεντινού μαρξιστή Enrique Dussel (Ενρίκε Ντουσσέλ) με τον τίτλο Marx’s Economic Manuscripts of 1861-63 and the “Concept” of Dependency (Τα οικονομικά χειρόγραφα του Μαρξ του 1861-63 και η “έννοια” της εξάρτησης), όπως δημοσιεύθηκε στο περιοδικό Latin American Perspectives (τεύχος 65, τόμ.. 17 ν. 2, Άνοιξη 1990, 62-101). Πρόκειται για άρθρο που (θα έπρεπε να) κατέχει θέση κλασσικής διαπραγμάτευσης του ζητήματος της ιμπεριαλιστικής εξάρτησης. Ο συγγραφέας καταπιάνεται με το θέμα αυτό κεφαλαιοποιώντας την πρόοδο που έφερε στην κατανόηση της διαλεκτικής μαρξικής μεθόδου η δημοσιοποίηση και ευρεία διάδοση και μελέτη των χειρογράφων του Μαρξ κατά τη διαδικασία δημιουργίας του Κεφαλαίου.
Η αξία του άρθρου συνίσταται κυρίως στον συστηματικό τρόπο με τον οποίο ασχολείται με την ιμπεριαλιστική εξάρτηση, την οποία ο συγγραφέας ορθώς τοποθετεί σε εκείνο το επίπεδο ανάλυσης της καπιταλιστικής κοινωνίας που αναπαριστά τον ανταγωνισμό των συνολικών εθνικών κεφαλαίων στη διεθνή αγορά. Έτσι, ο αρθρογράφος ορίζει την «ουσία» της ιμπεριαλιστικής εξάρτησης ως «ως διεθνή κοινωνική σχέση και μεταφορά υπεραξίας μεταξύ συνολικών εθνικών κεφαλαίων διαφορετικής οργανικής σύνθεσης, στο πλαίσιο του ανταγωνισμού στην παγκόσμια τάξη», όπου η διαφορετική οργανική σύνθεση κεφαλαίου αντιστοιχεί σε διαφορετικά επίπεδα ιστορικής ανάπτυξης των εθνικών αυτών συνολικών κεφαλαίων. Επομένως, ο Ντουσσέλ αναπτύσσει δημιουργικά το μαρξικό (και λενινικό) έργο συνεχίζοντας την ανάβαση από το αφηρημένο της γενικής θεωρίας του καπιταλιστικού τρόπου παραγωγής (στο Κεφάλαιο του Μαρξ), στο συγκεκριμένο του ανταγωνισμού στη διεθνή αγορά, θεματική με την οποία σχεδίαζε να ασχοληθεί ο Μαρξ σε επόμενους τόμους που ποτέ δεν πρόλαβε να γράψει.
Ιδιαίτερο ενδιαφέρον έχουν και τα πολιτικά συμπεράσματα στο τέλος του άρθρου για το υποκείμενο και τον χαρακτήρα της επανάστασης για χώρες εξαρτημένες στον ιμπεριαλισμό (αναφέρεται στα λατινοαμερικάνικα έθνη, αλλά μπορούμε να δούμε τις ομοιότητες με άλλα μέρη του κόσμου, συμπεριλαμβανομένης και της χώρας μας…), όπου αναφέρεται σε εθνική και λαϊκή απελευθερωτική επανάσταση.
Από την άλλη, οφείλουμε να σχολιάσουμε με κριτικό τρόπο και τα όρια της παρουσίασης του αρθρογράφου. Ο αρθρογράφος επιτελεί την ως άνω ανάβαση στο συγκεκριμένο της διεθνούς αγοράς από την ίδια βάση από την οποία σταμάτησε το δικό του έργο ο Μαρξ, χωρίς να επικαιροποιεί ή αναπτύσσει περαιτέρω τη βάση αυτή σύμφωνα με την ανάπτυξη του καπιταλιστικού τρόπου παραγωγής για πάνω από έναν αιώνα, το πέρασμά του στο κρατικομονοπωλιακό, ιμπεριαλιστικό στάδιο της ιστορίας του κ.ο.κ. [1]. Έτσι, αντιλαμβάνεται τη διεθνή αγορά κυρίως ως το πεδίο ανταγωνισμού μεταξύ εθνικών συνολικών κεφαλαίων (πρακτικά των εθνικών αστικών τάξεων αλλά σε ένα επίπεδο αφαίρεσης κοντά σε αυτό του Κεφαλαίου, όταν εξετάζουμε τα ατομικά – εδώ εθνικά – κεφάλαια σε αφαίρεση από το κράτος και άλλες πλευρές των κοινωνικο-οικονομικών σχηματισμών):
- Στην αλληλεπίδραση τους κυρίως, αν όχι αποκλειστικά, μέσω του εμπορίου, όταν δηλ. η αλληλεπίδραση αυτή είναι σχετικά «εξωτερική», και αφορά περισσότερο τη διαδικασία της κυκλοφορίας, και όχι της παραγωγής της (υπερ)αξίας. Ενδεικτικά, αναφέρεται μόνο σε μία παράγραφο στις παραγωγικές εξαγωγές κεφαλαίου, και δεν αναφέρεται καθόλου στις σημερινές διεθνοποιημένες αλυσίδες παραγωγής και μεταφοράς (υπερ)αξίας, όπου δεσπόζει η μορφή της υπεργολαβίας (outsourcing κάτι λογικό βέβαια δεδομένης της χρονολογίας του άρθρου). Επομένως δεν ασχολείται με τον υπό διαμόρφωση διεθνή καταμερισμό εργασίας ο οποίος συνδέει με όλο και πιο «εσωτερικό» τρόπο τις εθνικές οικονομίες, διεισδύοντας στη διαδικασία της παραγωγής της (υπερ)αξίας, όπου π.χ. μονοπωλιακά κεφάλαια των ιμπεριαλιστικών κρατών υπάγουν και την (κατά κανόνα υπερεκμεταλλευόμενη) εργασία, αλλά και το εθνικό, (μη) μονοπωλιακό, παραγωγικό κεφάλαιο των εξαρτημένων κρατών, στη δική τους προνομιακή αναπαραγωγή.
- Αδιαφορώντας για την ιστορική εξέλιξη των κυρίαρχων τρόπων παραγωγής, κυκλοφορίας και διανομής της υπεραξίας στο στάδιο του (ύστερου) ιμπεριαλιστικού καπιταλισμού. Εξ’ ου και η έννοια του μονοπωλίου εμφανίζεται ως απλά να επικαθορίζει και να ενισχύει φαινόμενα της ιμπεριαλιστικής εξάρτησης, τα οποία ο ίδιος ο Ντουσσέλ αποδίδει κυρίως στην καθαυτό λειτουργία του νόμου της αξίας στη διεθνή αγορά. Αντίστοιχα, υποτιμά τη σημασία των μη παραγωγικών δραστηριοτήτων, σε μεγάλο βαθμό υπό τον έλεγχο του κράτους, ή απευθείας των μονοπωλίων, που αποσκοπούν στην ευνοϊκή για το μονοπωλιακό, ιμπεριαλιστικό κεφάλαιο, αναπαραγωγή του διεθνούς καταμερισμού εργασίας (επιστήμη, τεχνολογία, στρατός, κ.ο.κ.).
Γενικότερα, ο αρθρογράφος δυσκολεύεται να αποστάξει θεωρητικά το ότι [2]
- η διαμόρφωση του παγκόσμιου καπιταλιστικού συστήματος μέσω της επέκτασης και κυριαρχίας του κεφαλαιοκρατικού τρόπου παραγωγής στο μεγαλύτερο μέρος του κόσμου, δηλ. ως εξωτερικό όριο της εκτατικής ανάπτυξης του κεφαλαίου,
- το μονοπώλιο ως όριο της συγκέντρωσης και συγκεντροποίησης του κεφαλαίου, στην ουσία της κοινωνικοποίησης της παραγωγής εντός του κεφαλαιοκρατικού τρόπου παραγωγής, ως δηλ. εσωτερικό όριο της εκτατικής ανάπτυξης του κεφαλαίου,
- και η άνοδος της οργανικής σύνθεσης του κεφαλαίου και η αυτοματοποίηση της παραγωγής πέρα από κάποιο όριο της εσωτερικής εντατικής ανάπτυξης του κεφαλαίου,
τροποποιούν ποιοτικά την ίδια την ουσία του κεφαλαιοκρατικού τρόπου παραγωγής στο υψηλότερο επίπεδο αφαίρεσης (ακόμη και αυτό του πρώτου τόμου του Κεφαλαίου), και, επομένως, πρέπει να ληφθούν υπόψη και κατά την ανάβαση προς το συγκεκριμένο του ανταγωνισμού στη διεθνή αγορά.
Έτσι εξηγείται η κριτική του στον Ρούι Μάουρο Μαρίνι, ο οποίος σωστά εντόπισε την «ουσία του εξαρτημένου καπιταλισμού» στην υπερεκμετάλλευση της εργασίας [3]. Ο Ντουσσέλ κρίνει ότι η υπερεκμετάλλευση της εργασίας αποτελεί φαινόμενο αντιστάθμισης της έλλειψης ανταγωνιστικότητας του εξαρτημένου εθνικού συνολικού κεφαλαίου, και των ελλειμματικών μεταφορών υπεραξίας προς τα ιμπεριαλιστικά εθνικά συνολικά κεφάλαια. Αναρωτιέται, λοιπόν, «Πώς μπορεί η συνέπεια, ή η αντιστάθμιση, της μεταφοράς της υπεραξίας να είναι το θεμέλιο (η ουσία) της εξάρτησης;».
Ας κάνουμε μια πρόχειρη προσπάθεια να απαντήσουμε στο ερώτημά του!
Καταρχήν, εδώ συμβαίνει η παρακάτω σύγχυση: ο ανταγωνισμός και η μεταφορά υπεραξίας μεταξύ ιμπεριαλιστικών και εξαρτημένων εθνικών συνολικών κεφαλαίων στη διεθνή αγορά είναι όντως η ουσία του φαινομένου της εξάρτησης! Όμως, για να συμβεί αυτή η μεταφορά πρέπει καταρχήν να δύναται να υπάρχει εξαρτημένος μεν, βιώσιμος δε, καπιταλισμός, ο οποίος να αναπαράγεται συστηματικά και να αναπτύσσεται ως τέτοιος! Η ιδιαίτερη ουσία μιας τέτοιας εκδοχής καπιταλισμού είναι η υπερεκμετάλλευση της εργασίας, η αναπαραγωγή του ως υποταγμένη στην αναπαραγωγή των ιμπεριαλιστικών εθνικών συνολικών κεφαλαίων, π.χ. η εθνική παραγωγή που υποτάσσεται και εξυπηρετεί σε μεγάλο βαθμό την κατανάλωση στις ιμπεριαλιστικές χώρες κ.ο.κ.. Ο Ντουσσέλ, δηλαδή, συγχέει το αντικείμενο της δικής του μελέτης «ανταγωνιστικές σχέσεις εθνικών συνολικών κεφαλαίων στη διεθνή αγορά», με το αντικείμενο της μελέτης του Μαρίνι «εξαρτημένος εθνικός καπιταλισμός ως εκδοχή καπιταλισμού».
Δεύτερον, η υπερεκμετάλλευση της εργασίας είναι «συνέπεια» ή «αντιστάθμιση» του υπερκέρδους των ιμπεριαλιστικών εθνικών συνολικών κεφαλαίων μέσω των σχετικών διεθνών μεταφορών υπεραξίας, ακριβώς τόσο όσο είναι και η παραγωγή σχετικής υπεραξίας «συνέπεια» του «ελεύθερου» ανταγωνισμού που περιγράφει ο Μαρξ στον τρίτο τόμο του Κεφαλαίου, όταν ασχολείται με τη διαδικασία διανομής της υπεραξίας. Είναι αυτός ο ανταγωνισμός που (όπως αναφέρει και ο Ντουσσέλ ως αναφορά του Μαρξ από τα Γκρουντρίσσε: «Ελεύθερος ανταγωνισμός είναι η σχέση του κεφαλαίου με τον εαυτό του ως άλλο κεφάλαιο, δηλαδή η πραγματική συμπεριφορά του κεφαλαίου ως κεφάλαιο.») είναι θεμελιώδης για την παραγωγή σχετικής υπεραξίας: η παραγωγή της σχετικής υπεραξίας αυξάνεται μόνο στον βαθμό που γενικεύονται οι βελτιωμένες τεχνικές παραγωγής, μέσω του ανταγωνισμού, με αποτέλεσμα μια γενική άνοδο της παραγωγικότητας στους κλάδους παραγωγής των εμπορευμάτων που καταναλώνει η εργασιακή δύναμη, αντίστοιχη μείωση του κοινωνικά αναγκαίου εργάσιμου χρόνου για την παραγωγή των εμπορευμάτων αυτών και, επομένως, και για την αναπαραγωγή της εργασιακής δύναμης…
Ο Ντουσσέλ σωστά αναφέρει και πάλι τον Μαρξ στο παρόν άρθρο όταν λέει ότι το μονοπώλιο είναι η αρνητική στιγμή του ανταγωνισμού αυτού. Όσο το μονοπώλιο γενικεύεται και κυριαρχεί στη διανομή της υπεραξίας, τόσο περισσότερο αναδεικνύεται και εκείνο το μέρος του συνολικού κεφαλαίου, το μη μονοπωλιακό, που αδυνατώντας να ανταγωνιστεί επί ίσοις όροις με το μονοπωλιακό κεφάλαιο, αναγκάζεται να αυξάνει τον βαθμό εκμετάλλευσης της εργασιακής δύναμης (υπερεκμετάλλευση) για να αυξήσει την υπεραξία που καρπώνεται και να αντισταθμίσει τις ελλειμματικές του μεταφορές υπεραξίας… Είναι χάρις σε αυτήν την υπερεκμετάλλευση της εργασίας που παράγεται η επιπλέον υπεραξία που μετατρέπεται σε μονοπωλιακό υπερκέρδος… Στη διεθνή αγορά, το φαινόμενο αυτό αφορά το ιμπεριαλιστικό (μονοπωλιακό) εθνικό συνολικό κεφάλαιο, και τα εξαρτημένα (μη μονοπωλιακά) κεφάλαια: στο πρώτο συσσωρεύεται το υπερκέρδος, στα δεύτερα αναδεικνύεται σε κυρίαρχο φαινόμενο η υπερεκμετάλλευση της εργασίας.
Με άλλα λόγια, η «θετική» στιγμή του ελεύθερου ανταγωνισμού ως μορφή διανομής της υπεραξίας (στην ουσία κοινωνικοποίησης της καπιταλιστικής παραγωγής μέσω της αγοράς) συνδέεται ουσιωδώς με την παραγωγή της σχετικής υπεραξίας, καθιστώντας αναγκαιότητα για το ατομικό κεφάλαιο αυτό που ορίζει η «φύση» του κεφαλαίου ως τέτοιου (την τεχνολογική καινοτομία, την υιοθέτηση της πιο παραγωγικής τεχνικής ως όρο επιβίωσης του ατομικού κεφαλαίου στον ανταγωνισμό και ταυτόχρονα απαραίτητο όρο για την παραγωγή σχετικής υπεραξίας). Αντίστοιχα, η αρνητική στιγμή του ανταγωνισμού, το μονοπώλιο, συνδέεται ουσιωδώς με την υπερεκμετάλλευση της εργασίας για τα εξαρτημένα, (διεθνώς) μη ανταγωνιστικά κεφάλαια, όπως και κατ’ αναλογία, με το φαινόμενο της εργατικής αριστοκρατίας στην πλευρά του ιμπεριαλιστικού, μονοπωλιακού κεφαλαίου…
Η αρνητική στιγμή του μονοπωλίου και της υπερεκμετάλλευσης της εργασίας, όμως, καθίστανται κυρίαρχη πλευρά της ουσίας του καπιταλιστικού τρόπου παραγωγής μόνο στο ιμπεριαλιστικό στάδιο του καπιταλισμού. Κάθε μελέτη, όμως, της ιμπεριαλιστικής εξάρτησης, δεν μπορεί παρά να συμπέσει και να «ενημερωθεί» από τη μελέτη του ιμπεριαλιστικού σταδίου του καπιταλισμού, διότι είναι σε αυτό το ιστορικό στάδιο του καπιταλισμού που αυτός κυριαρχεί σε όλον τον κόσμο, και όχι νωρίτερα… Αυτή η πλευρά υποτιμάται από την οπτική του Ντουσσέλ δυστυχώς!
Σε κάθε περίπτωση το άρθρο είναι μια «όαση» στο σημερινό τοπίο του μεταμοντέρνου «μαρξισμού» που κυριαρχεί στις ιμπεριαλιστικές χώρες, και τα τελευταία χρόνια και στην εξαρτημένη χώρα μας, ο οποίος αρνείται όλο και περισσότερο και όλο και πιο δογματικά, τόσο τον ιμπεριαλισμό, όσο και την εξάρτηση…
Διονύσης Περδίκης
Σημειώσεις και βιβλιογραφία εισαγωγής
- Η εισαγωγή βασίζεται σε ιδέες που έχουμε αναπτύξει σε προηγούμενη αρθρογραφία που μπορεί να βρεθεί συγκεντρωμένη στο Περδίκης Δ. (2022). Διάλεξη για την περιοδολόγηση του καπιταλισμού και τον σύγχρονο ιμπεριαλισμό (βίντεο). kordatos.org, μαζί με μια πλούσια αρθρογραφία μεταφράσεων για το θέμα του σύγχρονου καπιταλισμού/ιμπεριαλισμού και της ιμπεριαλιστικής εξάρτησης. Τα πιο σχετικά άρθρα είναι τα εξής:
Περδίκης Δ. (2022). Ιμπεριαλιστικός καπιταλισμός. Μαρξ εναντίον Λένιν; kordatos.org.
- Βλ. σχετικά στο Πατέλης Δ. (2007). Θεωρητική περιοδολόγηση και διακρίβωση του χαρακτήρα του σύγχρονου σταδίου της κεφαλαιοκρατίας. Μεθοδολογικές επισημάνσεις. Ιμπεριαλισμός: αντιθέσεις και αντιστάσεις. Υλικά του Διεθνούς Συνεδρίου των περιοδικών Διάπλους – Στίγμα – Ουτοπία εκδόσεις ΚΨΜ, Αθήνα 2007, σελ. 173-184 (11).
- Σχετικά με το έργο του Ρούι Μάουρο Μαρίνι για την ιμπεριαλιστική εξάρτηση βλ.
Μαρίνι Ρ.Μ. (2021). Η διαλεκτική της εξάρτησης. μετ. Δ. Περδίκης, από το Marini MR. (2021). Dialectics of Dependency. cosmonautmag.com.
Χίγκινμπότομ Α. (2023). Υπερεκμετάλλευση και η ιμπεριαλιστική ορμή του καπιταλισμού: Πώς η “Διαλεκτική της Εξάρτησης” του Μαρίνι υπερβαίνει το “Κεφάλαιο” του Μαρξ. Μετ. Δ. Περδίκη από Μηνιαία Επιθεώρηση (Monthly Review).
Σχετικό είναι και το Χiγκινμπότομ Α. (2012) Δομή και ουσία στον πρώτο τόμο του Κεφαλαίου: Πρόσθετη υπεραξία και τα στάδια του καπιταλισμού, Journal of Australian Political Economy (70), μετ. Δ. Μουστάκας, επιμ. Δ. Περδίκης.
του Enrique Dussel
μετ. από τα ισπανικά στα αγγλικά Aníbal Yáñez
μετ. Ιωάννης Παπαδάκης
επιμ. Διονύσης Περδίκης
Ένας Αργεντινός πολίτης, ο Ενρίκε Ντουσσέλ έζησε και δίδαξε στο Μεξικό στο Universidad Nacional Autοnoma de Mexico (Πόλη του Μεξικού) και στο Universidad Autonoma Metropolitana (Iztapalapa) από τα μέσα της δεκαετίας του 1970. Έχει δώσει συχνά διαλέξεις σε διάφορα πανεπιστήμια στις Ηνωμένες Πολιτείες, την Ευρώπη και άλλα μέρη του κόσμου. Είναι Συμμετέχων Συντάκτης του Latin American Perspectives και συγγραφέας πολλών έργων, συμπεριλαμβανομένου του La producción teórica de Marx. Un Commentario a los Grundrisse (1985) και Hacia un Marx desconocido. Un Commentario de los Manuscritos del 61-63 (1988). Έχει επίσης ολοκληρώσει έναν σχολιασμό στο τρίτο και τέταρτο πρόχειρο σχέδιο του Capital (αυτό του 1863-1865 και από το 1866 έως το τέλος της ζωής του Μαρξ), βασισμένο στα αδημοσίευτα χειρόγραφα στο Διεθνές Ινστιτούτο Κοινωνικής Ιστορίας στο Άμστερνταμ. Ολοκλήρωσε τον πρώτο πλήρη σχολιασμό στα τέσσερα πρόχειρα προσχέδια του Κεφαλαίου. Αυτό το άρθρο είναι μια επεξεργασμένη έκδοση του «Los Manuscritos del 61-63 y el ‘concepto’ dependencia» κεφάλαιο 15 στο Hacia un Marx desconocido. Ο Ανιμπάλ Γιανέζ είναι στην ομάδα μεταπτυχιακών σπουδών Λατινικής Αμερικής, στο University of California, Berkeley. Είναι ο συγγραφέας του βιβλίου «La prueba de fuego del marxismo: Marx y Engels en la revoluciοn de 1848» Criticas de la Economía Polltica (Ediciοn Latinoamericana) 27/28 (Σεπτέμβριος 1986).
Το 1932, με τη δημοσίευση του «Οικονομικά και Φιλοσοφικά Χειρόγραφα του 1844» – και τις περίφημες ανασκοπήσεις του Χέρμπερτ Μαρκούζε – άρχισε μια αναθεώρηση της σκέψης του Μαρξ, μια αντίδραση στον ακραίο οικονομισμό και τον αφελή (Σ.τ.Ε., ingenuous) υλισμό. Το 1939 εκδόθηκαν τα Grundrisse, αλλά πέρασαν απαρατήρητα λόγω του παγκόσμιου πολέμου. Μια δεύτερη έκδοση εμφανίστηκε το 1954 και δεν βελτίωσε πολύ τα πράγματα. Δεν ήταν παρά το 1968, με την έκδοση του Ρομάν Ροσντόλσκι «Zur Entstehungs geschichte des Marxschen Kapitals» (Η Ιστορία της Δημιουργίας του Μαρξικού «Κεφαλαίου»), που προέκυψε μια εκ νέου ανακάλυψη της ιστορικής εξέλιξης της δημιουργικής σκέψης του Μαρξ.
Τα τελευταία χρόνια, τα Χειρόγραφα του 1861-63 (έξι τόμοι του MEGA [Marx-Engels Gesamtausgabe]) εκδόθηκαν (στην πρωτότυπη γλώσσα) μεταξύ 1976 και 1982 και αριθμήθηκαν ως ΙΙ,3, τόμοι 1 έως 6. Αυτά περιλαμβάνουν τους τρεις προηγουμένως γνωστούς τόμους του Θεωρίες της Υπεραξίας, τώρα κριτικά επιμελημένους. Εδώ παρουσιάζεται το δεύτερο πρόχειρο προσχέδιο του Κεφαλαίου (αν το πρώτο πρόχειρο σχέδιο ήταν τα Grundrisse του 1857-1858).
Ο πρώτος τόμος των Xειρογράφων του 1863-67 δημοσιεύθηκε το 1988 (MEGA II, 7, τόμος 1), και περιλαμβάνει το περίφημο «ανέκδοτο Kεφάλαιο 6» του τόμου 1 του Κεφαλαίου από το 1864, καθώς και το Xειρόγραφο Ι του τόμου 2, που μέχρι σήμερα ήταν εντελώς άγνωστο. Θα ακολουθήσει το Xειρόγραφο Ι του τόμου 3, πράγμα που σημαίνει ότι το τρίτο πρόχειρο προσχέδιο του Κεφαλαίου θα γίνει γνωστό για πρώτη φορά. Επιπλέον, δύο νέες κριτικές εκδόσεις του τόμου 1 του Κεφαλαίου κυκλοφόρησαν το 1988 – η μία της πρώτης έκδοσης του 1867 (MEGA II, 5), και η άλλη της δεύτερης έκδοσης του 1873 (MEGA II, 6).[1]
Σήμερα είναι της μόδας να θεωρούμε τους εαυτούς μας σε μια περίοδο «μετα-Mαρξισμού». Νομίζω ότι ειδικά στη Λατινική Αμερική -αλλά και στην Ευρώπη και στις Ηνωμένες Πολιτείες – αντί να βρισκόμαστε σε μια περίοδο «μετα-Mαρξισμού» βρισκόμαστε σε μια περίοδο σοβαρής, μετρημένης, βαθιάς επανασυνάντησης με τον ίδιο τον Μαρξ. Στον «δεύτερο αιώνα» του Μαρξισμού -αν θεωρήσουμε ότι ο πρώτος είναι από το 1883 έως το 1983- θα ξαναβρούμε στον Μαρξ μια πηγή επιστημονικής σκέψης που μπορεί να χρησιμοποιηθεί όχι μόνο για την κριτική του καπιταλισμού αλλά και για την κριτική του υπαρκτού σοσιαλισμού.
Αυτό το δοκίμιο, το οποίο έχει ως στόχο να επανατοποθετήσει το «ζήτημα της εξάρτησης», υποστηρίζει ότι μια επιστροφή στον Μαρξ είναι άκρως απαραίτητη. Το έργο αυτό θα πρέπει να θεωρηθεί ως «πρακτική» ή μια «μέθοδος» για την προσπάθεια ερμηνείας του παρόντος με τη χρήση των κατηγοριών που επεξεργάστηκε σιγά σιγά ο Μαρξ, ιδίως από το 1857 μέχρι το τέλος της ζωής του.
Ο Μαρξ ξεκίνησε τις Θεωρίες της Υπεραξίας με μια θέση που αναπαράγεται εδώ κατ’ αναλογία. Έγραψε ότι «όλοι οι οικονομολόγοι κάνουν το ίδιο λάθος …» (Marx, 1861-63, τόμος 1: 40). Θα έλεγα ότι πολλοί οικονομολόγοι, ιστορικοί και κοινωνιολόγοι κάνουν το λάθος να εξετάζουν την εξάρτηση όχι ως διεθνή κοινωνική σχέση και μεταφορά υπεραξίας μεταξύ συνολικών εθνικών κεφαλαίων διαφορετικής οργανικής σύνθεσης, στο πλαίσιο του ανταγωνισμού στην παγκόσμια τάξη, αλλά μέσα από τις ιδιαίτερες μορφές της ή απλώς μέσω πτυχών που αποτελούν δευτερεύοντα φαινόμενα. Συγχέουν έτσι την ουσία με την εμφάνιση. Επιπλέον, δεν επεξεργάζονται την έννοια ούτε κατασκευάζουν πρώτα τις απαραίτητες κατηγορίες σε ένα αφηρημένο, λογικό και ουσιαστικό επίπεδο, αλλά μάλλον χάνονται σε μία χαοτική, αντιεπιστημονική, ανεκδοτολογική ιστορία της εξάρτησης.
Μπορούμε να δηλώσουμε εξαρχής ότι συχνά στη συζήτηση για την εξάρτηση ο Μαρξ ήταν αξιοσημείωτα απών. Σε ορισμένες περιπτώσεις, όπως στο εξαιρετικό έργο του Ρούι Μάουρο Μαρίνι, το θέμα της «μεταφοράς της υπεραξίας» επισημάνθηκε ρητά (Marini, 1973: 37), αλλά αυτή η μεταφορά έγινε αντιστάθμιση (δηλαδή ένας δευτερεύων, παράγωγος μηχανισμός που βασίζεται στην ουσία της εξάρτησης: « … η κεντρική θέση που υπερασπίζεται εκεί, … είναι, ότι το θεμέλιο της εξάρτησης είναι η υπερεκμετάλλευση της εργασίας» (Marini, 1973: 101)).
Πώς μπορεί η συνέπεια, ή η αντιστάθμιση, της μεταφοράς της υπεραξίας να είναι το θεμέλιο (η ουσία) της εξάρτησης; Μια μεταφορά υπεραξίας σε ένα θεμελιώδες, ουσιαστικό επίπεδο καθιστά αναγκαίο για το εξαρτημένο κεφάλαιο να υπερεκμεταλλεύεται τη μισθωτή εργασία του. Η υπερεκμετάλλευση είναι μια συνέπεια. Αυτό το λάθος, ο Μαρξ θα το αποκαλούσε «σύγχυση», οφείλεται στο ότι δεν υπάρχει προηγούμενος ξεκάθαρος ορισμός της «έννοιας» -με το νόημα που δίνει ο Μαρξ σε αυτή την έννοια.
«ΘΕΩΡΙΕΣ ΕΞΑΡΤΗΣΗΣ»
Η παρούσα ενότητα παρουσιάζει τις διάφορες «θεωρίες εξάρτησης» και προορίζεται ως ένα πρώτο βήμα σε αυτό το έργο- αλλά σε καμία περίπτωση δεν αποτελεί ολοκληρωμένη εργασία.
Στον Ιμπεριαλισμό, το Ανώτατο Στάδιο του Καπιταλισμού (1916), ο Λένιν είχε επίγνωση ότι έγραφε ένα «εκλαϊκευτικό περίγραμμα» από μια οικονομική μόνο σκοπιά. Ο T.A. Χόμπσον (1902) καταπιάστηκε επίσης με τις ιστορικές και πολιτικές πτυχές του ιμπεριαλισμού, αλλά δεν χρησιμοποίησε ποτέ την κατηγορία της υπεραξίας ούτε, επομένως, εκείνη της «μεταφοράς υπεραξίας». Υπάρχει μια αναφορά στα «υπερκέρδη» (Lenin,1916: 193)[i], άλλη καμία σε κατηγορίες όπως η αξία του εμπορεύματος, η τιμή κόστους ή η τιμή παραγωγής, αγοραία αξία ή αγοραία τιμή κ.λπ. Η θεμελιώδης θέση, μια σωστή θέση, είναι ότι «ο ανταγωνισμός μετασχηματίζεται σε μονοπώλιο» (Lenin,1916: 205). Με άλλη διατύπωση, «ο παλιός ελεύθερος ανταγωνισμός» (Lenin, 1916: 205) «δίνει τη θέση του στον ανταγωνισμό σε υψηλότερο επίπεδο» («μονοπώλιο» όσον αφορά τον παλιό ανταγωνισμό, αλλά «νέο» ανταγωνισμό μεταξύ κεφαλαίων με μεγαλύτερη συγκέντρωση, τόσο από άποψη μεγέθους όσο και από άποψη οργανικής σύνθεσης)[ii]. Ο Λένιν γράφει:
… στην πραγματικότητα οι καπιταλιστές … έχουν μετατρέψει … την κατασκευή σιδηροδρόμων σε μέσο καταπίεσης χιλίων εκατομμυρίων ανθρώπων (στις αποικίες και τις ημιαποικίες), δηλαδή πάνω από το μισό πληθυσμό του πλανήτη που κατοικεί στις εξαρτημένες χώρες….. Ο καπιταλισμός έχει εξελιχθεί σε ένα παγκόσμιο σύστημα αποικιακής καταπίεσης … από μια χούφτα «προηγμένων» χωρών (Λένιν, 1916: 190-191- οι δύο τελευταίες υπογραμμίσεις προστέθηκαν από τον Ντουσσέλ).
Όχι μόνο οι δύο κύριες ομάδες χωρών, αυτές που κατέχουν αποικίες και οι αποικίες, αλλά και οι ποικίλες μορφές εξαρτημένων χωρών που, πολιτικά, είναι τυπικά ανεξάρτητες, αλλά στην πραγματικότητα είναι μπλεγμένες στο δίχτυ της χρηματιστικής και διπλωματικής εξάρτησης…. Ένα παράδειγμα… αποτελεί η Αργεντινή. (Lenin, 1916: 263- οι υπογραμμίσεις προστέθηκαν από τον Ντουσσέλ).
Ο Λένιν γνωρίζει ότι υπάρχει «άνιση ανάπτυξη» (1916: 241). Βλέπει ότι μετά την επίτευξη ενός επαρκούς επιπέδου χρηματοπιστωτικού κεφαλαίου («το τραπεζικό κεφάλαιο μερικών πολύ μεγάλων μονοπωλιακών τραπεζών, συγχωνευμένο με το κεφάλαιο των μονοπωλιακών ενώσεων βιομηχάνων») στις πιο προηγμένες χώρες (δίνει τα παραδείγματα της Μεγάλης Βρετανίας, των Ηνωμένων Πολιτειών, της Γερμανίας και της Ιαπωνίας) και μετά τη διαίρεση του κόσμου, υπάρχει μια μετάβαση «σε μια αποικιακή πολιτική μονοπωλιακής κατοχής των εδαφών του κόσμου, ο οποίος έχει διαμοιραστεί εντελώς» (Lenin, 1916: 266). Ο Λένιν μιλάει επανειλημμένα για «εξάρτηση» -για τις αποικίες, τις ημιαποικίες και τις χώρες που είναι τυπικά ανεξάρτητες αλλά στην πραγματικότητα εξαρτημένες, κ.λπ. Γνωρίζει ότι η μονοπωλιακή συγκέντρωση του κεφαλαίου (στην παραγωγική ή χρηματική του μορφή) δεν εμποδίζει ένα νέο είδος ανταγωνισμού σε ένα άλλο επίπεδο (μεταξύ των εθνικών δυνάμεων και μεταξύ των συγκεντρωμένων κεφαλαίων). Αυτό που δεν περιγράφει είναι η σχέση Νότου – Βορρά (αναφέρεται μόνο στη σχέση Βορρά – Νότου: από τον ιμπεριαλισμό προς τις εξαρτημένες περιοχές). Τι είδους μεταφορά πλούτου, αξίας, υπεραξίας λαμβάνει χώρα από τις εξαρτημένες χώρες προς τις προηγμένες χώρες ; Ποια είναι η ουσιαστική δομή (στο επίπεδο της αξίας του κεφαλαίου αφηρημένα) και ποιοι είναι οι επιφανειακοί μηχανισμοί (ο μετασχηματισμός από αξία σε τιμή στην ανταλλαγή, κ.λπ.) Τίποτα από αυτά δεν εξετάζεται από τον Λένιν. Ως εκ τούτου, οι πολλοί συγγραφείς που προσπάθησαν να ασκήσουν κριτική ή να βασίσουν την «έννοια» της εξάρτησης σε αυτό το «εκλαϊκευτικό περίγραμμα» χωρίς να επιστρέψουν στον ίδιο τον Μαρξ, δεν ήταν σταθερά θεμελιωμένοι – γι’ αυτό και όλη η σύγχυση, τα λάθη, τα άλματα, κ.λπ. που έχουν συμβεί.
Η Ρόζα Λούξεμπουργκ, στο κεφάλαιό της για τα «Διεθνή Δάνεια» στο βιβλίο Η Συσσώρευση του Κεφαλαίου (1967: 325 κ.ε.), επεσήμανε επίσης την τάση του κεντρικού κεφαλαίου να επεκτείνεται προκειμένου να πραγματοποιήσει την υπεραξία του (δάνεια, παραχωρήσεις σιδηροδρόμων κ.λπ.). Παρατήρησε ότι η υπεραξία εξάγεται από την περιφέρεια, δίνοντας ως παράδειγμα το γερμανικό κεφάλαιο στην ασιατική Τουρκία (Luxemburg,1967: 343).
Η «πραγματοποίηση» της υπεραξίας στη Γερμανία σημαίνει πρώτα απ’ όλα ότι η υπεραξία αυτή μεταφέρεται στην κεντρική χώρα. Η Λούξεμπουργκ θα ήταν ακόμη πιο δημιουργική στη διακήρυξη «του νόμου της τάσης των σχετικών μισθών να πέφτουν» (1951: 100), ο οποίος είναι τόσο σημαντικός για την εξάρτηση.
Ο Χένρικ Γκρόσμαν, ένας άλλος από τους κλασικούς συγγραφείς, δεν έβλεπε τη μαρξιστική λογοτεχνία να αντιμετωπίζει με συστηματικό τρόπο το πρόβλημα της «απόκλισης των τιμών από τις αξίες τους στις διεθνείς ανταλλαγές», ούτε την έβλεπε να «εισάγεται στη συνολική κατασκευή του μαρξιστικού συστήματος από τον Χίλφερντινγκ ή οποιονδήποτε άλλον…. Έτσι, μια πιο βαθιά ανάλυση της λειτουργίας του εξωτερικού εμπορίου στον καπιταλισμό επίσης παραμελήθηκε» (Grossman, 1979: 277).
Οι λόγοι γι’ αυτό είναι κατανοητοί. Ο Μαρξ μελέτησε το κεφάλαιο γενικά. Μόνο από την παγκόσμια αγορά θα μπορούσε να ασχοληθεί με το ζήτημα που έθεσε ο Γκρόσμαν (βλ. Dussel, 1985: κεφ. 18). Ο Γκρόσμαν σημειώνει αρκετά σωστά και με ορθό Μαρξισμό ότι
Στο διεθνές εμπόριο δεν υπάρχει ανταλλαγή ισοδυνάμων, διότι, όπως και στην εγχώρια αγορά, υπάρχει μια τάση εξίσωσης των ποσοστών κέρδους. Ως εκ τούτου, τα εμπορεύματα της ιδιαίτερα ανεπτυγμένης καπιταλιστικής χώρας, δηλαδή μιας χώρας με υψηλότερη μέση οργανική σύνθεση κεφαλαίου, πωλούνται σε τιμές παραγωγής, οι οποίες είναι πάντα μεγαλύτερες από τις αξίες τους. Από την άλλη πλευρά, τα εμπορεύματα των χωρών με χαμηλότερη οργανική σύνθεση του κεφαλαίου πωλούνται στο πλαίσιο του ελεύθερου ανταγωνισμού σε τιμές παραγωγής που κατά κανόνα πρέπει να είναι μικρότερες από τις αξίες τους…. Με αυτόν τον τρόπο, οι μεταφορές της υπεραξίας που παράγεται στη λιγότερο ανεπτυγμένη χώρα πραγματοποιούνται στη σφαίρα της κυκλοφορίας στην παγκόσμια αγορά, δεδομένου ότι η διανομή της υπεραξίας είναι όχι σύμφωνα με τον αριθμό των εργαζομένων που απασχολούνται, αλλά σύμφωνα με το μέγεθος του εμπλεκόμενου κεφαλαίου (Grossman, 1979: 278-279).
Ο Γκρόσμαν μελετά το ζήτημα με εξαιρετικά ακριβή τρόπο, και μάλιστα αναλύει μια περίπτωση της Λατινικής Αμερικής, όπου καταλήγει στο συμπέρασμα ότι οι Κουβανοί λεηλατήθηκαν από τη μεταφορά της υπεραξίας στη Βόρεια Αμερική (1979: 303). Ακόμη και o Όττο Μπάουερ έγραψε ότι «δεν είναι αλήθεια ότι οι λαοί ανταλλάσσουν εμπορεύματα, η παραγωγή των οποίων απαιτεί ίσες ποσότητες εργασίας. Γιατί οι τιμές κρύβουν τα κέρδη και τις απώλειες από την ανταλλαγή. Οι χώρες με αναπτυγμένη βιομηχανία είναι οι χώρες που αποκομίζουν κέρδη από την ανταλλαγή σε βάρος των γεωργικών» (Bauer, 1956, όπ. αναφ. από Rosdolsky, 1979: 346).
Σχετικά με αυτό το θέμα της ανταλλαγής ο Ρομάν Ροσντόλσκι σχολίασε ότι «εντός μιας χώρας, οι διαφορές στην ένταση και την παραγωγικότητα της εργασίας ισορροπούν και συνιστούν ένα μέσο επίπεδο. Όμως δεν συμβαίνει το ίδιο στην παγκόσμια αγορά…. Το αποτέλεσμα είναι ότι μεταξύ των διαφόρων εθνών λαμβάνει χώρα μια άνιση ανταλλαγή, έτσι ώστε … η φτωχή χώρα … πρέπει συνεχώς να παραδίδει μέρος της εθνικής της εργασίας» (Rosdolsky, 1979: 345-346).
Το 1962, ο Γάλλος οικονομολόγος Αργύρι Εμμανουήλ χρησιμοποίησε μερικές από αυτές τις ίδιες κατηγορίες, ίσως επηρεασμένος από Λατινοαμερικάνους οικονομολόγους. Έθεσε το ζήτημα της «διεθνούς αξίας» ως μια περίπτωση «άνισης ανταλλαγής» και αρνήθηκε ότι η μεγαλύτερη οργανική σύνθεση του κεφαλαίου ήταν η κύρια αιτία αυτής της άνισης ανταλλαγής.
Το σημαντικό σημείο είναι ότι ο Εμμανουήλ, δίνοντας έμφαση στη διαφορά των μισθών, αναγκάστηκε να λάβει σοβαρά υπόψη του τα εθνικά σύνορα που «αποτελούν απόλυτα όρια ασυνέχειας» (Emmanuel, 1971:17). Αναπτύσσει ένα θέμα που ο Μαρξ δεν μπόρεσε να επεξεργαστεί στη μελέτη του για την έννοια του κεφαλαίου εν γένει[iii]. Από την πλευρά του, ο Σαρλ Μπεττελέμ εκφράζει μια πολύ πιο ισορροπημένη θέση. Αποδεχόμενος τα συμπεράσματα του Εμμανουήλ ως επιμέρους συμπεράσματα, επισημαίνει ότι η διαφορετική οργανική σύνθεση -όπως ο Μαρξ, ο Γκρόσμαν και σχεδόν όλοι οι συγγραφείς θεωρούσαν- είναι το θεμελιώδες φαινόμενο, και ότι οι μισθολογικές διαφορές προκύπτουν από αυτό (Bettelheim, 1971: 34). Αυτό που κερδήθηκε σε αυτή τη συζήτηση είναι ότι είναι απαραίτητο να εξετάσουμε τη διαφορά στους μέσους εθνικούς μισθούς καθώς και τη διαφορά μεταξύ της οργανικής σύνθεσης των εθνικών κεφαλαίων, το οποίο είναι εξαιρετικά σημαντικό.
Το 1970 ο Κριστιάν Παλουά σημείωσε ότι όλα απαιτούσαν από την οικονομική επιστήμη να εξετάσει το «πέρασμα από την αξία της εργασίας στην τιμή της παραγωγής» (Palloix, 1971: 105). Το ζήτημα αυτό, όπως είδαμε, αντιμετωπίστηκε ρητά από τον Μαρξ για πρώτη φορά στα Χειρόγραφα του 1861-63. Ο Παλουά δήλωσε ότι «στην ίδια τη διαδικασία της παραγωγής, ο προσδιορισμός της διεθνούς αξίας έχει μια εθνική βάση (εργασιακή αξία), ενώ η παγκόσμια τιμή παραγωγής πραγματοποιεί μια μορφή αξίας στο παγκόσμιο επίπεδο…. Το θεωρητικό πρόβλημα συνίσταται λοιπόν στο να πραγματοποιηθεί το πέρασμα από τη διεθνή αξία στην παγκόσμια τιμή παραγωγής» (Palloix, 1971: 113).
Οι κατηγορίες που χρησιμοποιήθηκαν προηγουμένως όσον αφορά τα επιμέρους κεφάλαια εφαρμόζονται κατ’ αναλογία στους κλάδους ή στο κεφάλαιο εν γένει: «διεθνής αξία», «παγκόσμια τιμή παραγωγής». Στην περίπτωση ενός προϊόντος που παράγεται στο Μεξικό και στο Ντιτρόιτ, στο πλαίσιο του ανταγωνισμού (διότι μονοπωλιακές καταστάσεις δημιουργούνται, αν και αρνητικά, από τον ανταγωνισμό), είναι απαραίτητο να γίνει διάκριση μεταξύ της «εθνικής αξίας» του προϊόντος, της εθνικής τιμής (στο Μεξικό και στις Ηνωμένες Πολιτείες), και της μέσης διεθνούς τιμής. Ο προσδιορισμός του μέσου παγκόσμιου κέρδους θα πρέπει να λειτουργεί με τον ίδιο τρόπο όπως ο προσδιορισμός του μέσου εθνικού κέρδους (μεταξύ των διαφόρων κλάδων παραγωγής). Με τον ίδιο τρόπο η αξία της εθνικής εργατικής ικανότητας (στο Μεξικό ή στις Ηνωμένες Πολιτείες), ή οι εθνικές τιμές της (οι μισθοί της), θα επέτρεπαν το συμπέρασμα ότι το ένα είναι πάνω και το άλλο κάτω από έναν «υποθετικό» παγκόσμιο μέσο όρο. Ο Παλουά (1971: 16) υποστηρίζει ότι η άνιση ανταλλαγή ως αποτέλεσμα διαφορετικής οργανικής σύνθεσης καθορίζει το διαφορετικό ποσοστό υπεραξίας ή τη διαφορετική αξία του μισθού στις υπανάπτυκτες και στις αναπτυγμένες χώρες. (Αυτός ο δεύτερος τύπος ανταλλαγής επιτείνει τις προηγούμενες ανισότητες- δεν τις καταργεί ούτε αποτελεί ένα νέο, αντιφατικό φαινόμενο).
Σε όλη αυτή τη συζήτηση, αυτό που είναι αξιοσημείωτο είναι η αυστηρή, ή σαφώς νοηματοδοτημένη, χρήση των κατηγοριών όπως ακριβώς κατασκευάστηκαν από τον Μαρξ.
Στη Λατινική Αμερική, αντίθετα, τα πράγματα τέθηκαν ρητά με άλλον τρόπο. Υπήρχαν τρία κριτικά ρεύματα (όλα τους κοινωνιολογικά ή ιστορικά, αλλά ελάχιστα πραγματικά φιλοσοφικά, οικονομικά ή Μαρξιστικά με την αυστηρή έννοια του όρου).
Η πρώτη κριτική οπτική ήταν ιστορική. Ο Σέρχιο Μπαγκού, ένας πραγματικός πρωτοπόρος, ήδη από το 1949 άρχισε να αμφισβητεί τον φεουδαρχικό χαρακτήρα του λούσο-ισπανικού αμερικανικού αποικιακού οικονομικού συστήματος (Bagú, 1949). Χρόνια αργότερα έγραψε ότι «μακριά από το να αναβιώσει τον φεουδαρχικό κύκλο, η Αμερική εισήλθε με εκπληκτική ταχύτητα στον κύκλο του εμπορικού καπιταλισμού….» και μάλιστα «βοήθησε να δοθεί σε αυτόν τον κύκλο κολοσσιαίο σθένος, κάνοντας την αρχή της περιόδου του βιομηχανικού καπιταλισμού δυνατή αιώνες αργότερα» (Bagú, 1977: 107)[iv]. Για τον Μπαγκού επομένως ήταν δυνατόν να μιλάμε για έναν αποικιακό καπιταλισμό.
Από μεθοδολογική άποψη, ο Κάρλος Σεμπάτ Ασαντουριάν έχει δίκιο όταν λέει ότι δεν πρέπει να πηγαίνουμε «από μια αφαίρεση σε μια άλλη φανταστική αφαίρεση» (1973)[v]. Μπορούμε ωστόσο να πούμε ότι, ξεκινώντας από τον Αντρέ Γκούντερ Φρανκ, τα οικονομικά προβλήματα συζητήθηκαν χωρίς ούτε την ανάπτυξη των εννοιών ούτε των απαραίτητων κατηγοριών. Υπήρξε ένα πέρασμα στο συγκεκριμένο ιστορικό χωρίς ένα επαρκές πλαίσιο κατηγοριών και αυτό οδήγησε στη συνέχεια σε αδιέξοδο.
Για τον Μαρξ, και ακόμη και για τον Ένγκελς, έπρεπε πρώτα να περιγραφεί η λογική της ανάπτυξης της έννοιας με τη συγκρότηση κατηγοριών. Αν η ιστορία είναι το σημείο εκκίνησης, πέφτει κανείς στην καθαρή «εμπειρική εμφάνιση» (Marx 1861-63: 387). Σε μια πολύτιμη θέση του ο Κουντζ επεσήμανε ότι
Η ανάλυση της παγκόσμιας αγοράς και των σχέσεων που είναι συνυφασμένες με αυτήν πρέπει να έχει πρώτα απ’ όλα λογικό και όχι ιστορικό χαρακτήρα. Και σκεφτόμαστε εδώ τις περισσότερο ή λιγότερο γόνιμες προσπάθειες να βρεθούν οι ιστορικές καταβολές της εξάρτησης…. Είναι δυνατή αυτή η αναζήτηση, είναι ακόμη και νοητή από την οπτική γωνία του Μαρξ, αν κάποιος ξεκινάει από μια αυταπόδεικτη έλλειψη γνώσης για την ουσιώδη, αφηρημένη και συγκεκριμένη, φύση της κυριαρχίας ορισμένων εθνών πάνω σε άλλα, της εσωτερικής λειτουργίας [αυτής της κυριαρχίας], των θεμελιωδών καθοριστικών της παραγόντων;(Kuntz, 1985: 158-159)
Πολλά από όσα συζητήθηκαν σχετικά με την «ιστορία» της εξάρτησης είχαν ως αφετηρία ασαφείς παραδοχές όσον αφορά τις χρησιμοποιούμενες κατηγορίες. Η αντιμετώπιση της «εμπειρικής εμφάνισης» ήταν χαοτική και ήταν δυνατόν να εξαχθούν λίγα συμπεράσματα.
Ένας δεύτερος δρόμος ήταν η κοινωνιολογική κριτική του «δυϊσμού»: (βλ. Boeke, 1953- Lambert, 1953- για μια κριτική αυτής της θέσης βλέπε Faletto, 1964, Stavenhagen, 1968- βλ. επίσης González Casanova, 1963, ο οποίος υποστηρίζει την υπόθεση της «εσωτερικής αποικιοκρατίας») Η θέση αυτή αντιπαραβάλλει τη χώρα με την πόλη και την παραδοσιακή προκαπιταλιστική κοινωνία με τη σύγχρονη καπιταλιστική κοινωνία (ιδίως στον αποικιακό ή περιφερειακό κόσμο). Δηλαδή, επιβεβαίωνε την ύπαρξη μιας εξωτερικής αποικιοκρατίας. Αυτό το ρεύμα θα προωθούσε τα πράγματα, αλλά δεν θα επικεντρωνόταν στο κλειδί της μετέπειτα συζήτησης.
Αντιθέτως, η κριτική της θεωρίας της ανάπτυξης (η οποία στη Λατινική Αμερική ήταν κυρίως κοινωνιολογική και ιστορική) θα αφήσει πιο γόνιμη θεωρητική κληρονομιά, αλλά ταυτόχρονα θα οδηγούσε σε αδιέξοδο. Επομένως, είναι απαραίτητο να αναλάβουμε εκ νέου το ζήτημα.
Από τη θέση του στην Οικονομική Επιτροπή για τη Λατινική Αμερική (ECLA), ο Ραούλ Πρέμπις, αν και αναπτυξιακός, επεσήμανε ήδη από το 1949 την ύπαρξη των «μεγάλων βιομηχανικών κέντρων του κόσμου που περιβάλλονται από την αχανή και ετερογενή περιφέρεια του νέου συστήματος που ελάχιστα συμμετείχε στη βελτίωση της παραγωγικότητας» (Prebisch, 1951: 3). Μέχρι το 1964 τα πράγματα είχαν χειροτερεύσει. Μεταξύ 1950 και 1961 η Λατινική Αμερική είχε χάσει «σχεδόν 13,4 δισεκατομμύρια δολάρια λόγω της επιδείνωσης των σχετικών τιμών» (Prebisch,1964: 30). Επιπλέον, παρόλο που τα ξένα κεφάλαια συνεισέφεραν 9,6 δισεκατομμύρια δολάρια, τα εμβάσματα της Λατινικής Αμερικής στο εξωτερικό ανήλθαν σε 13,4 δισεκατομμύρια δολάρια (Prebisch,1964: 30).
Ο Μίχαλ Καλέτσκι προώθησε την έννοια της «εξωτερικής αγοράς» (βλέπε, για παράδειγμα, Kalecki, 1971), ενώ ο Γουόλτ Ρόστοου (1952) ξεκίνησε μια προσπάθεια για μια θεωρία οικονομικής ανάπτυξης. Ωστόσο, παρ’ όλες τις επικρίσεις που απευθύνονται στον Αντρέ Γκούντερ Φρανκ, σε αυτόν οφείλουμε την κεντρική υπόθεση του ζητήματος της εξάρτησης. Το ενδιαφέρον του Φρανκ στην αρχή ήταν η «κοινωνιολογία της ανάπτυξης» (Frank, 1963b: 17). Ήδη από το 1963 ήταν φανερό ότι είχε σαφή επίγνωση της αντιλειτουργιστικής (Σ.τ.Ε., antifunctionalist) «διαλεκτικής ολότητας» (Frank, 1963a: 84 κ.ε.). Ήταν κατά τη διάρκεια της αναζήτησής του για την προέλευση της υπανάπτυξης των λιγότερο αναπτυγμένων χωρών και ενώ τοποθετούσε το παγκόσμιο σύστημα ως τη διαλεκτική ολότητα της εθνικής οικονομίας μιας υπανάπτυκτης χώρας, που άρχισε να διαμορφώνει το ζήτημα της εξάρτησης (βλ. Frank, 1965,1969,1970,1971).
Είναι σαφές ότι ο Φρανκ ακολουθεί πάντα μια ιστορική προσέγγιση για να καθοδηγήσει τα επιχειρήματά του. Είχε επίγνωση, ωστόσο, ήδη από το 1965 ότι μια θεωρία ήταν αναγκαία και ότι δεν είχε ακόμη διατυπωθεί (βλ. Frank, 1981: xi). Όμως, στον βαθμό που η προσέγγισή του ήταν πάντα ιστορική, δεν μπόρεσε ποτέ να φτάσει σε μια θεωρία. Η λογική θα έπρεπε να έχει προηγηθεί της ιστορίας, όπως είπε πολλές φορές ο Μαρξ. Αυτός είναι ο λόγος για τον οποίο τέτοιου είδους θεμελιώδεις κατηγορίες όπως η αξία, η τιμή της παραγωγής και η μεταφορά της υπεραξίας δεν χρησιμοποιούνται από τον Φρανκ -αλλά ούτε και από την πλειονότητα των επικριτών του.
Οι Φερνάντο Ε Καρντόσο και Έντσο Φαλέττο έγραψαν μια κριτική της θεωρίας της ανάπτυξης, Εξάρτηση και Ανάπτυξη στη Λατινική Αμερική (1970, 1979), στην οποία κατέληξαν στο συμπέρασμα ότι « … η σχέση μεταξύ της οικονομικής διαδικασίας, των διαρθρωτικών συνθηκών και των ιστορικών καταστάσεων καθιστά σαφές ότι τα θεωρητικά σχήματα σχετικά με τη διαμόρφωση της καπιταλιστικής κοινωνίας στις σημερινές ανεπτυγμένες χώρες είναι ελάχιστα χρήσιμα για την κατανόηση της κατάστασης στη Λατινική Αμερική. (Cardoso and Faletto, 1970: 161, 1979: 172, η έμφαση δίνεται από τον Ντουσσέλ). Ακριβώς το ίδιο θα μπορούσε να ειπωθεί και για το έργο αυτών των δύο συγγραφέων. Η αδυναμία είναι σαφής. Σε ολόκληρο το κείμενο, ούτε μία από τις ουσιώδεις κατηγορίες του κριτικού πολιτικοοικονομικού λόγου του Μαρξ δεν χρησιμοποιείται. Η επιλεγμένη προσέγγιση είναι και πάλι ιστορική και χωρίς σαφήνεια. Χάος εισάγεται και μόνο χάος μπορεί να είναι το αποτέλεσμα.
Εάν εξετάσουμε το έργο του Θεοτόνιο Ντος Σάντος στο La dependencia político-económica de América Latina (Jaguaribe et al., 1970), και αναρωτηθούμε για τις κατηγορίες που χρησιμοποιούνται, για άλλη μια φορά δεν βρίσκουμε τις ουσιαστικές, αλλά βρίσκουμε να βασίζεται στις ιστορικές συνθήκες για την εξήγηση της διαδικασίας της ανάπτυξης (στο Jaguaribe et al., 1970: 153-154, 174, 180)[vi].
Η θέση του Ντος Σάντος είναι ότι η ιστορική περιγραφή έρχεται πρώτη- δεύτερο, υπερασπίζεται τον εαυτό του ενάντια στην κριτική – λανθασμένη, όπως θα δούμε – ότι η εξάρτηση δεν είναι απλώς ένας εξωτερικός παράγοντας- τρίτον, τοποθετεί την εξάρτηση στο επίπεδο μιας «συνθήκης» και όχι ενός «καθοριστικού παράγοντα» του λιγότερο ανεπτυγμένου συνολικού εθνικού κεφαλαίου ως τέτοιου. Από την πλευρά της, η Βάνια Μπαμπίρρα, στη δική της υπεράσπιση της θεωρίας της εξάρτησης, απαριθμεί τις διάφορες κατηγορίες κατά της θεωρίας ως «νεομαρξιστική ιδέα· χρησιμοποιεί αστικές αναλυτικές κατηγορίες· η ταξική πάλη απουσιάζει· είναι οικονομίστικη· δεν υπερβαίνει το θεωρητικό πλαίσιο και τα προβλήματα που θέτει ο αναπτυξιακός προσανατολισμός· η εξάρτηση είναι μια εθνικιστική έννοια…· η εξάρτηση θεωρείται ως εξωτερικό φαινόμενο» (Bambirra, 1978: 34).
Ωστόσο, αν εξετάσουμε τις κατηγορίες που χρησιμοποιεί η Μπαμπίρρα, μπορούμε να δούμε ότι ποτέ δεν έκανε χρήση εννοιών όπως αξία, υπεραξία, μεταφορά της υπεραξίας, κ.λπ. Η επιχειρηματολογία της αποτελούνταν από κατηγορίες ξένες προς εκείνες που επινόησε ο ίδιος ο Μαρξ (και τις οποίες χρησιμοποιώ σε αυτό το κεφάλαιο). Μοιράζεται μια εξαιρετικά σημαντική άποψη, ωστόσο, με άλλους λατινοαμερικανούς συγγραφείς. Για αυτήν είναι θέμα ανάλυσης της κατάστασης της εξάρτησης:
Προφανώς όχι με την έννοια μιας γενικής θεωρίας του καπιταλιστικού τρόπου παραγωγής, αφού αυτό έγινε από τον Μαρξ· ούτε ενός εξαρτημένου καπιταλιστικού τρόπου παραγωγής, αφού αυτός δεν υπάρχει· αλλά μάλλον, [με την έννοια] μιας μελέτης των εξαρτημένων καπιταλιστικών οικονομικοκοινωνικών σχηματισμών, δηλαδή μιας ανάλυσης σε χαμηλότερο επίπεδο αφαίρεσης…. Κατά την κρίση μου, η θεωρία της εξάρτησης θα πρέπει να είναι η δημιουργική εφαρμογή του μαρξισμού-λενινισμού (Bambirra,1978: 26).
Αυτό είναι ένα εξαιρετικά σοβαρό θεωρητικό ερώτημα για πολλούς λόγους. Πρώτον, δεν είναι αλήθεια ότι ο Μαρξ «έκανε» (ολοκλήρωσε) μια «θεωρία» του καπιταλιστικού τρόπου παραγωγής (με την αλτουσεριανή έννοια ή με την έννοια του ίδιου του Μαρξ;). Ξεκίνησε μόνο τη θεωρία του και ήταν ανολοκλήρωτη κατά τη δημοσίευση του πρώτου από τα τρία προβλεπόμενα μέρη (τα οποία αντιπροσώπευαν μόνο το 1/72 του συνολικού έργου του)[vii]. Το να γράφει κανείς κάτι τέτοιο δείχνει έλλειψη γνώσης του έργου του Μαρξ. Επιπλέον, η ανάπτυξη της έννοιας και η κατασκευή των απαραίτητων κατηγοριών της θεμελιώδους ουσίας ενός εξαρτημένου, υπανάπτυκτου, ή περιφερειακού συνολικού εθνικού κεφαλαίου είναι απολύτως δυνατή, ή τουλάχιστον πρέπει να προβάλλονται ισχυρά επιχειρήματα για να αποδειχθεί ότι είναι αδύνατο. Αυτό θα απαιτούσε να παραδεχτούμε ότι οι εχθροί είχαν δίκιο όταν υποστήριζαν την αδυναμία μιας «θεωρίας» της εξάρτησης ως ανάπτυξης της ίδιας της πραγματείας Μαρξ, ανολοκλήρωτης μέχρι τώρα στο επίπεδο της γενικής έννοιας του κεφαλαίου. Τέλος, φαίνεται ότι η «μελέτη» των ιστορικών κοινωνικών σχηματισμών δεν μπορεί ποτέ να είναι μια θεωρία της εξάρτησης: Μπορεί να είναι μόνο μια φαινομενική περιγραφή στο χρόνο και στο χώρο της εξέλιξης του υπανάπτυκτου, εξαρτημένου, περιφερειακού συνολικού εθνικού κεφαλαίου. Το να αναθέσω στον εαυτό μου το καθήκον «εφαρμογής» μιας ανολοκλήρωτης θεωρίας -όπως αυτή του Μαρξ – θα ήταν σαν να τοποθετούσα τον εαυτό μου σε μια απαράδεκτη «επιστημονική και πολιτιστική εξάρτηση».
Στρεφόμαστε τώρα σε ορισμένους συγγραφείς των οποίων οι θέσεις έρχονται πιο κοντά στον τρόπο με τον οποίο ο Μαρξ αντιμετώπιζε τα ζητήματα. Ο Ρούι Μάουρο Μαρίνι μελετά την εξάρτηση ακολουθώντας σε μεγάλο βαθμό την προσέγγιση των συγγραφέων που ασχολούνται με την «άνιση ανταλλαγή». Ο Μαρίνι αντιλαμβάνεται τη «μεταφορά υπεραξίας»[viii] (Marini, 1973: 37), με βάση την ορθή χρήση κατηγοριών όπως η οργανική σύνθεση κεφαλαίου, οι διαφορές στις αξίες, τις τιμές παραγωγής και τις τιμές της αγοράς κ.λπ. Παρ’ όλα αυτά, σφάλλει όταν συγχέει έναν «μηχανισμό αντιστάθμισης» (Marini, 1973: 35) με έναν ουσιαστικό καθοριστικό παράγοντα: «η Λατινική Αμερική έπρεπε να το επιτύχει μέσω … της συσσώρευσης που βασίζεται στην υπερεκμετάλλευση του εργάτη. Σε αυτή την αντίφαση βρίσκεται η ουσία της λατινοαμερικανικής εξάρτησης» (Marini, 1973: 49). «Η κεντρική θέση … της θεμελίωσης της εξάρτησης είναι η υπερεκμετάλλευση της εργασίας» (Marini, 1973: 101). Στην πραγματικότητα η ουσία ή θεμέλιο της εξάρτησης (όπως θα έλεγε ο Μαρξ) είναι η μεταφορά υπεραξίας από ένα λιγότερο ανεπτυγμένο συνολικό εθνικό κεφάλαιο σε αυτό που είναι πιο ανεπτυγμένο. Είναι απαραίτητο να αντισταθμιστεί αυτή η απώλεια με την εξαγωγή περισσότερης υπεραξίας από τη ζωντανή εργασία στην περιφέρεια. Το εξαρτημένο κεφάλαιο οδηγεί επομένως την αξία του μισθού κάτω από την αξία που είναι απαραίτητη για την αναπαραγωγή της ικανότητας για εργασία – με όλες τις γνωστές συνέπειες. Ταυτόχρονα, εντατικοποιεί τη χρήση αυτής της εργασίας μειώνοντας τον χρόνο που απαιτείται για την αναπαραγωγή της αξίας του μισθού, σχετικά και με νέους τρόπους. Αυτό είχε αποφασιστική σημασία στη Λατινική Αμερική, δεδομένου ότι κανείς δεν είχε συνεπή σαφήνεια ως προς την ουσία της εξάρτησης. Η καλύτερη απόδειξη γι’ αυτό ήταν το Συνέδριο Κοινωνιολογίας του 1974.
Εκεί, ο Ζεράρ Πιέρ-Σαρλ, διανοούμενος από την Αϊτή, όρισε την εξάρτηση ως «την εξαγωγή υπεραξίας προς όφελος του κέντρου» (1979: 47), αλλά όπως και άλλοι το έκανε απλώς εν παρόδω, σαν να μην του έδινε μεγάλη σημασία, και στράφηκε σε αυτό που πίστευε ότι ήταν ουσιαστικό: «τη διαδικασία της διαδοχικής προσέγγισης και συγκεκριμενοποίησης στο επίπεδο του κυρίαρχου τρόπου της παραγωγής και των διαφορετικών τρόπων παραγωγής που επικρατούν σε κάθε εθνική κοινωνία» (Pierre-Charles, 1979: 47). Στη συνέχεια επέκρινε όσους δεν είχαν προχωρήσει πέρα από μία «γενική» (αφηρημένη ή λατινοαμερικάνικη) θεωρία. Το θέμα ήταν ότι χωρίς να έχει καταλήξει σε κάποια σαφήνεια για το ελάχιστο και αναγκαίο πλαίσιο κατηγοριών, η συζήτηση επρόκειτο να επιστρέψει στο συγκεκριμένο, στο εθνικό. Επομένως, ποτέ ξανά δεν έγινε προσπάθεια ορισμού της μεταφοράς υπεραξίας, η οποία αναφέρθηκε εν παρόδω, χωρίς να σημειωθεί ότι ήταν θέμα ουσίας.
Ένας άλλος διαπρεπής κοινωνιολόγος της Λατινικής Αμερικής, ο Αγκουστίν Κουέβα, πιστεύει ότι οι «εθνικές αντιθέσεις» (Cueva, 1979: 67) δεν ενδιαφέρουν τους μαρξιστές, οι οποίοι θα έπρεπε να ενδιαφέρονται μόνο για τις «ταξικές αντιθέσεις». Προφανώς, η ανάλυση των αντιθέσεων μεταξύ των εθνών είναι χαρακτηριστικό των αστικών εθνικιστικών αναλύσεων και αντίθετη με την ταξική ανάλυση. Γράφει ότι «δεν υπάρχει θεωρητικός χώρος στον οποίο μπορεί να στηριχτεί μια μαρξιστική θεωρία της εξάρτησης… Άλλωστε, η θεωρία της εξάρτησης παρουσιάζει ένα άλλο πρόβλημα, που είναι η μη διαλεκτική αντιμετώπιση των σχέσεων μεταξύ του εξωτερικού και του εσωτερικού. Η καθολική επικράτηση της κατηγορίας της εξάρτησης επί αυτής της εκμετάλλευσης, του έθνους έναντι της τάξης»(Cueva, 1979: 81, 92).
Για τον Κουέβα υπάρχει εξάρτηση ή εκμετάλλευση, κυριαρχία μιας χώρας πάνω σε μια άλλη ή κυριαρχία μιας τάξης σε μια άλλη. Το πρώτο αποκλείει το δεύτερο για κάποιους υποτιθέμενους εξαρτησιακούς (Σ.τ.Ε., dependentistas), αλλά για τον Κουέβα, το δεύτερο αποκλείει το πρώτο. Ωστόσο, για τον Μαρξ, κανένα δεν αποκλείει το άλλο, και το λέει ρητά:
Από το γεγονός ότι το κέρδος μπορεί να είναι μικρότερο από την υπεραξία … προκύπτει ότι όχι μόνο μεμονωμένοι καπιταλιστές αλλά και τα έθνη μπορούν να ανταλλάσσουν συνεχώς μεταξύ τους … χωρίς να κερδίζουν ισότιμα. Το ένα έθνος μπορεί συνεχώς να οικειοποιείται μέρος της πλεονάζουσας εργασίας του άλλου και να μην δίνει τίποτα σε αντάλλαγμα, εκτός από το ότι εδώ το μέτρο δεν είναι όπως στην ανταλλαγή μεταξύ καπιταλιστή και εργάτη (Marx, 1857-58b: 244)[ix].
Πράγματι, και όπως θα δούμε, η σχέση μεταξύ καπιταλιστικών εθνών είναι σχέση ανταγωνισμού (όχι σχέση εκμετάλλευσης, αλλά εξάρτησης· εξαγωγής υπεραξίας από το ισχυρότερο κεφάλαιο και μεταφοράς από το ασθενέστερο). Αλλά αυτό δεν έρχεται σε αντίθεση με την εκμετάλλευση μιας τάξης από μια άλλη, της εργασίας από το κεφάλαιο. Μάλλον μπορεί να αρθρωθεί τέλεια δίπλα της. Στην τελευταία αυτή περίπτωση δεν υπάρχει μεταβίβαση υπεραξίας αλλά, ορθά μιλώντας, ιδιοποίηση υπεραξίας. Ωστόσο, η υπεραξία που ιδιοποιείται το κεφάλαιο στην κάθετη σχέση κεφαλαίου-εργασίας (εκμετάλλευση) είναι η πηγή της μεταφοράς από ένα αδύναμο κεφάλαιο στο ισχυρότερο σε οριζόντιο επίπεδο (ανταγωνισμός, εξάρτηση). Εν ολίγοις, έχουμε μια μη Μαρξιστική κριτική σε θέσεις που υπερασπίζονται την εξάρτηση επίσης με μη κριτικό τρόπο. Αυτό συμβαίνει όταν πιστεύεται ότι ο Μαρξ ολοκλήρωσε την ουσιαστική θεωρία και ότι χρειάζεται μόνο να πάμε στο συγκεκριμένο ιστορικό για να την εφαρμόσουμε. Το να το πιστεύουμε αυτό σημαίνει ότι δεν καταλαβαίνουμε, όπως είπαμε, τον ανοιχτό χαρακτήρα της θεωρίας του ίδιου του Μαρξ και την ανάγκη να τη συνεχίσουμε.
Ο Σαλομόν Καλμανόβιτς μπόρεσε να ξεπεράσει τις ψευδείς αντιφάσεις εξωτερικού – εσωτερικού (εξάρτηση από εξωτερικό κεφάλαιο και εσωτερική εθνική βιομηχανική δομή), αλλά διολισθαίνει εκ νέου στον ιστορικό λόγο (1983: 32 κ.ε.). Προβάλλει σαφώς πολλές ακόμη μεταβλητές για να εξηγήσει ένα μοντέλο εξάρτησης, αλλά και πάλι η ουσία του διαφεύγει. Γνωρίζει το θέμα, ωστόσο, γιατί γράφει ότι «Θα ήταν αδύνατο να προσπαθήσουμε να ανακατασκευάσουμε τον τρόπο με τον οποίο ο Μαρξ θα είχε προσεγγίσει τα προβλήματα της παγκόσμιας οικονομίας, του παγκόσμιου εμπορίου και της πάλης μεταξύ των εθνών. Μπορεί κανείς να είναι σίγουρος, ωστόσο, ότι δεν θα είχε χρησιμοποιήσει κατηγορίες που καθιστούν δύσκολη την κατανόηση των νόμων της κίνησης της παγκόσμιας ολότητας» (Kalmanovitz, 1983: 29 επ.).
Αν αυτό ήταν «αδύνατο», το βιβλίο μου για τα Χειρόγραφα του 1861-63 (Dussel, 1988) θα ήταν περιττό. Νομίζω ότι είναι δύσκολο αλλά όχι αδύνατο. Ο Μαρξ θα είχε εκφράσει απλά το ουσιαστικό και θεμελιώδες: Η εξάρτηση συνίσταται στη μεταφορά υπεραξίας από ένα λιγότερο ανεπτυγμένο συνολικό εθνικό κεφάλαιο σε ένα πιο ανεπτυγμένο.
«ΑΝΤΑΓΩΝΙΣΜΟΣ»: ΤΟ ΘΕΩΡΗΤΙΚΟ ΜΕΡΟΣ ΤΗΣ ΕΞΑΡΤΗΣΗΣ
Για να κατανοήσουμε την «έννοια» της εξάρτησης εν γένει, ή της ουσίας της με την έννοια του Μαρξ, είναι απαραίτητο να αναπτυχθεί αυτή η έννοια ξεκινώντας από τον «ανταγωνισμό». Θα πρέπει να αναφερθεί εξαρχής ότι το «μονοπώλιο» δεν είναι παρά η αρνητική στιγμή στην ανάπτυξη της έννοιας του ανταγωνισμού· δηλαδή, το μονοπώλιο μπορεί να γίνει αντιληπτό από το εσωτερικό του ανταγωνισμού, από την ουσία του, ως μια «δυνατότητα».
Χρησιμοποιώ μια αυστηρή μαρξιστική μέθοδο για να αντιμετωπίσω την αφηρημένη έννοια της εξάρτησης στην ενότητα μου για την «ουσία» της εξάρτησης· στην ενότητα μου για το φαινόμενο της εξάρτησης, στο συγκεκριμένο, το ερώτημα θα είναι πολύ πιο περίπλοκο, αλλά η ανάπτυξή του θα βασίζεται στα συμπεράσματα στα οποία μπορούμε να καταλήξουμε όχι στην ιστορική, αλλά στη λογική ανάλυση, όπως πίστευε ο Μαρξ.
Από την αρχή των οικονομικών του μελετών ο Μαρξ αντιμετώπισε το ζήτημα του ανταγωνισμού. Αναφέρει το θέμα στα «Τετράδια του Παρισιού» (Marx, 1844b), καθώς και στα «Οικονομικά και Φιλοσοφικά Χειρόγραφα του 1844» (Marx, 1844a)[x].
Σε μια επιστολή της 28ης Δεκεμβρίου 1846 προς τον Ένγκελς, ο Μαρξ έγραψε:
Το μονοπώλιο είναι καλό γιατί είναι οικονομική κατηγορία… Ο ανταγωνισμός είναι καλός γιατί και αυτός είναι οικονομική κατηγορία. Αυτό όμως που δεν είναι καλό είναι η πραγματικότητα του μονοπωλίου και η πραγματικότητα του ανταγωνισμού. Και το ακόμη χειρότερο είναι ότι το μονοπώλιο και ο ανταγωνισμός αλληλοκαταβροχθίζονται. Τι πρέπει να γίνει σχετικά με αυτό; … Αλλά ρίξε μια σύντομη ματιά στην πραγματική ζωή. Στη σημερινή οικονομική ζωή θα βρεις, όχι μόνο τον ανταγωνισμό και το μονοπώλιο, αλλά τη σύνθεσή τους, που δεν είναι φόρμουλα αλλά κίνηση. Το μονοπώλιο παράγει ανταγωνισμό, ο ανταγωνισμός παράγει μονοπώλιο (Marx, 1846: 101).
Εντούτοις, ο Μαρξ δεν ασχολήθηκε ποτέ με το ζήτημα του ανταγωνισμού αυστηρά, γιατί επρόκειτο να είναι το δεύτερο μέρος της πρώτης διατριβής, μετά από αυτό για το κεφάλαιο, και πριν από αυτές για τις πιστώσεις και τις μετοχικές εταιρείες, και αυτό είναι ξεκάθαρο ακόμη και στο Κεφάλαιο[xi]. Για το λόγο αυτό, το δόγμα του Μαρξ για τον «ανταγωνισμό» είναι διασκορπισμένο και πρέπει να εντοπιστεί σε όλο το έργο του.
Η εξάρτηση είναι μια στιγμή στον ανταγωνισμό του κεφαλαίου. Ο ανταγωνισμός, από την πλευρά του, βασίζεται στη δυνατότητα υποτίμησης και κρίσης, που αποτελούν πτυχές της ίδιας της ουσίας του κεφαλαίου (Βλ. Dussel, 1988: κεφ. 10, ενότητα 4). Η λειτουργία του ανταγωνισμού (και άρα της εξάρτησης) είναι μια πραγματική υπαρκτή στιγμή της ίδια της πιθανότητας κρίσης και υποτίμησης στα αδυνατισμένα κεφάλαια.
Πράγματι, η κίνηση μέσω της οποίας το εμπόρευμα μετατρέπεται σε χρήμα είναι εγγενής στην ουσία του κεφαλαίου: την πραγματοποίηση του κεφαλαίου. Ο διαχωρισμός μεταξύ εμπορεύματος και χρήματος θεμελιώνεται, τελικά, στην αντίφαση του εμπορεύματος, που είναι ταυτόχρονα αξία χρήσης και ανταλλακτική αξία. Σε αυτή την αρχική διάσπαση περιέχεται η δυνατότητα ανταγωνισμού και εξάρτησης. Ή, με άλλα λόγια, η εξάρτηση δεν θα ήταν δυνατή αν δεν υπήρχε η αρχική αντίφαση μεταξύ αξίας χρήσης και ανταλλακτικής αξίας. Η εξαγωγή της αξίας ενός κεφαλαίου από ένα άλλο θα ήταν αδύνατη (βλ. Kuntz,1985: 100 επ.).
Η κρίση είναι μια δυσαναλογία μεταξύ δύο εγγενών και ουσιαστικών όρων του κεφαλαίου (για παράδειγμα, μεταξύ εμπορεύματος και χρήματος, υπερπαραγωγής ή υποκατανάλωσης). Είναι η υποτίμηση ενός από τους όρους. Με τη μεσολάβηση του διεθνούς ανταγωνισμού μια κρίση γίνεται εμφανής και πραγματική στην υποτίμηση του εξαρτημένου κεφαλαίου σε σχέση με το κυρίαρχο. Η κρίση, στο εξαρτημένο κεφάλαιο, δεν είναι απλώς μια δυνατότητα αλλά μια πάντα υπάρχουσα πραγματικότητα. Η διαρκής υποτίμησή του στον ανταγωνισμό το σηματοδοτεί ως εγγενώς αντιφατικό ή ως μια σφαίρα κεφαλαίου όπου οι αντιφάσεις είναι πάντα πραγματικά υπαρκτές.
Με άλλα λόγια, στην ουσία του κεφαλαίου, η κρίση είναι μια απαραίτητη στιγμή ως δυνατότητα. Στον ανταγωνισμό, που δεν είναι πλέον απλώς μια πιθανότητα, αλλά μια πραγματικότητα, λαμβάνει χώρα μια διαμεσολάβηση που είναι απαραίτητη για την ύπαρξη του κεφαλαίου: «Ελεύθερος ανταγωνισμός είναι η σχέση του κεφαλαίου με τον εαυτό του ως άλλο κεφάλαιο, δηλαδή η πραγματική συμπεριφορά του κεφαλαίου ως κεφάλαιο»(Marx, 1857-58b: 38· έμφαση στο πρωτότυπο).
Γενικά, όπως στην περίπτωση ενός κεφαλαίου σε σχέση με τον εαυτό του, το κεφάλαιο μπορεί να πραγματοποιηθεί (να γίνει πραγματικό) μόνο όταν το εμπόρευμα αναιρείται ως εμπόρευμα και επιβεβαιώνεται ως χρήμα. Αλλά το χρήμα προκύπτει από έναν άλλο όρο σε σχέση με το δοσμένο κεφάλαιο: από τον αγοραστή κεφαλαίου ή από τον μεμονωμένο καταναλωτή. Δεν μπορεί να πραγματοποιηθεί από μόνο του. Επομένως, η ιδέα ενός ενιαίου παγκόσμιου κεφαλαίου (εμπειρικώς μοναδικό) έρχεται σε αντίθεση με την έννοια του κεφαλαίου. Εν γένει, το κεφάλαιο αντιμετωπίζει τον εαυτό του ως άλλο κεφάλαιο. Συγκεκριμένα, λόγω ανταγωνισμού, «πολλά» κεφάλαια έρχονται αντιμέτωπα μεταξύ τους. Ο ανταγωνισμός είναι η ίδια η κίνηση του είναι του κεφαλαίου στο συγκεκριμένο, στην πραγματικότητα. Είναι η «απώθηση και έλξη» του[xii]· δηλαδή, τα κεφάλαια χρειάζονται άλλα κεφάλαια για να πραγματοποιήσουν τον εαυτό τους (έλξη), αλλά αντιμετωπίζουν το ένα το άλλο για να τα υποτιμήσουν (απώθηση):
Ο αμοιβαίος καταναγκασμός που ασκούν υπό τον ελεύθερο ανταγωνισμό τα κεφάλαια το ένα ενάντια του άλλου… είναι η ελεύθερη, και ταυτόχρονα πραγματική, ανάπτυξη του πλούτου ως κεφαλαίου (Marx, 1857-58b: 39· υπογραμμίσεις στο πρωτότυπο)…. Ο ανταγωνισμός εκτελεί τους εσωτερικούς νόμους του κεφαλαίου, τους μετατρέπει σε αναγκαστικούς νόμους σε σχέση με το ατομικό κεφάλαιο, αλλά δεν τους επινοεί (Marx, 1857-58b: 136).
Πράγματι, ο ανταγωνισμός δεν δημιουργεί ούτε το νόμο του κεφαλαίου ούτε δημιουργεί καμία αξία: Είναι μόνο η πραγμάτωση αυτού που ήδη υπάρχει στην ουσία, στην αξία, σύμφωνα με το νόμο της αξίας.
Ο ανταγωνισμός γενικά είναι μια ενεργή σχέση μεταξύ δύο όρων (δύο κεφάλαια σε αφαίρεση) που επιτρέπει μια ενότητα, μια επικοινωνία μεταξύ τους, που συνιστά μια σύνθεση που τους περιλαμβάνει: μια ολότητα – όπως είδε ο Φρανκ – σε αντιφατική ένταση, όπου το καθένα έχει την δυνατότητα αξιοποίησης μέσω ή με τη μεσολάβηση του άλλου. (Στην πραγματικότητα υπάρχουν δύο πιθανότητες: να υπάρχει απλή ανταλλαγή χωρίς αμοιβαία αξιοποίηση – ανταλλαγή ισοδύναμων ειδών μεταξύ ίσων κεφαλαίων· ή να αξιοποιείται το ένα εις βάρος του άλλου- υποτίμηση και κρίση του ασθενέστερου κεφαλαίου.) Όλα αυτά, για τον Μαρξ, είναι ένα επίτευγμα του “νόμου της αξίας”, χωρίς άλματα, όπου η αξία (ή η υπεραξία) κυκλοφορεί από το ένα κεφάλαιο στο άλλο. Στα Χειρόγραφα του 1861-63 ο Μαρξ έχει κατασκευάσει νέες κατηγορίες και τώρα μπορεί να δηλώσει τον «θεμελιώδη νόμο» όλων των ανταγωνισμών πιο ξεκάθαρα από ό,τι στο Grundrisse.
Στον τόμο 3 του Κεφαλαίου, ο Μαρξ γράφει:
… ο καπιταλιστής μπορεί να πουλήσει το εμπόρευμα με κέρδος ακόμα κι αν το πουλάει σε χαμηλότερη τιμή από την αξία του. Εφόσον η τιμή πώλησής του είναι πάνω από την τιμή κόστους του, έστω και κάτω από την αξία του, ένα μέρος της υπεραξίας που περιέχεται σε αυτήν πραγματοποιείται πάντα, δηλ. προκύπτει κέρδος… Ο βασικός νόμος του καπιταλιστικού ανταγωνισμού… εξαρτάται… από αυτή τη διαφορά μεταξύ της αξίας και της τιμής κόστους των εμπορευμάτων, και τη δυνατότητα που προκύπτει από αυτήν να πουληθούν εμπορεύματα κάτω από την αξία τους με κέρδος (Marx, 1865-70: 127-128).
Η περίπτωση της προσόδου, ως παράδειγμα, επέτρεψε στον Μαρξ να κατασκευάσει αυτές τις κατηγορίες: αξία του εμπορεύματος, μέσο κέρδος, τιμή παραγωγής (μετά από πολλές αμφιβολίες ως προς την ονομασία της σε σχέση με την “τιμή κόστους”) ως διαφορετικές από το κόστος παραγωγής, την αξία αγοράς και την τιμή αγοράς. Η περίπτωση της προσόδου (βλ. Dussel, 1988: κεφ. 9, ενότητα 4) είναι ένα από τα πιθανά επίπεδα ανταγωνισμού.
Πράγματι, για τον Μαρξ ο ανταγωνισμός ενεργούσε με διαφορετικούς τρόπους σε διάφορα επίπεδα. Μεταξύ των μεμονωμένων κεφαλαίων και κλάδων, ο ανταγωνισμός ενεργεί με την ίδια μορφή. Αυτό το ανακάλυψε ο Μαρξ στα Χειρόγραφα του 1861-63. Στο Κεφάλαιο, ο Μαρξ έγραψε ότι ο ανταγωνισμός επιφέρει «την καθιέρωση μιας ενιαίας αξίας αγοράς και τιμής αγοράς… Αλλά μόνο ο ανταγωνισμός των κεφαλαίων σε διαφορετικές σφαίρες είναι που φέρνει την τιμή παραγωγής που εξισώνει τα ποσοστά κέρδους μεταξύ αυτών των σφαιρών» (Marx,1865-70: 281· δεύτερη έμφαση είναι του Dussel. Πρβλ. Muller, 1978: 103-180).
Υπάρχει ανταγωνισμός μεταξύ ατομικών κεφαλαίων (σε έναν ή περισσότερους κλάδους), ανταγωνισμός μεταξύ διαφορετικών κλάδων παραγωγής (και αυτό είναι η περίπτωση της προσόδου) και ανταγωνισμός μεταξύ εθνών. Αυτό που μας ενδιαφέρει είναι η τρίτη περίπτωση:
Λαμβάνουμε έτσι διάφορα σύνολα υποθέσεων που μπορούμε να θεωρήσουμε είτε ως διαδοχικές αλλαγές στις συνθήκες για τη δράση του ίδιου κεφαλαίου, είτε, μάλιστα, ως διαφορετικά κεφάλαια, που υπάρχουν ταυτόχρονα το ένα δίπλα στο άλλο, και εισάγονται για λόγους σύγκρισης, π.χ., από διαφορετικούς κλάδους της βιομηχανίας ή από διαφορετικές χώρες (Marx, 1865-70: 145· υπογραμμίσεις του Dussel)[xiii].
Η έννοια του κεφαλαίου αφηρημένα, γενικά (λόγω του περιεχομένου του ως ένα), ενός κλάδου, μιας χώρας, πρέπει τώρα να χωριστεί μεθοδολογικά σε πιο συγκεκριμένο επίπεδο (αν και ακόμα αφηρημένα) σε δύο κεφαλαία: δύο μεμονωμένα κεφάλαια, δύο κλάδοι, δύο έθνη. Οι συμπεριφορές τους είναι ανάλογες ή παρόμοιες. Αυτό που λέγεται σε ουσιαστικό επίπεδο για το κεφάλαιο γενικά ισχύει τώρα για τον ανταγωνισμό μεταξύ των κεφαλαίων. Βρισκόμαστε στο σημείο, λοιπόν, που πρέπει να κατασκευάσουμε νέες κατηγορίες ή να προσδιορίσουμε τις έννοιες και την ονομασία τους, προκειμένου να διατυπωθεί ένας ορθολογικός, επιστημονικός λόγος – με τη λογική του Μαρξ: μια θεωρητική πορεία μέσα από κατηγορίες, χωρίς άλματα, που αναπτύσσουν την έννοια της εξάρτησης.
Πράγματι, στους τρεις τόμους του Κεφαλαίου και στα Χειρόγραφα του 1861-63, ο Μαρξ μελέτησε μόνο την έννοια του κεφαλαίου αφηρημένα (αν και υπήρξαν προσπάθειες για μεγαλύτερη συγκεκριμένη ακρίβεια στο έργο του του 1867). Ποτέ δεν μελέτησε την έννοια του ανταγωνισμού συγκεκριμένα, ούτε το κράτος (το τέταρτο μέρος), ούτε τις εξωτερικές σχέσεις μεταξύ των κρατών, ούτε την παγκόσμια αγορά[xiv]. Στο σχέδιο που περιλαμβάνει αυτά τα θέματα, ο Μαρξ ακολουθεί για άλλη μια φορά μια εγελιανή τάξη[xv].
Το κεφάλαιο εν γένει, η έννοια, είναι πλέον χωρισμένη στα δύο. Εδώ επιβάλλεται μια διευκρίνιση. Συχνά γίνεται λόγος για «λιγότερο ανεπτυγμένα έθνη», «χώρες» κ.λπ. Πρέπει να ξεκαθαρίσουμε αμέσως ότι το «έθνος» ή «χώρα» είναι συγκεκριμένοι κοινωνικοί σχηματισμοί[xvi]· ωστόσο, θα ήταν πιο σωστό και αυστηρό να μιλάμε για «συνολικό εθνικό κεφάλαιο»[xvii], γιατί βρισκόμαστε στο αφηρημένο επίπεδο της έννοιας της εξάρτησης εν γένει. Επειδή ένα «συνολικό εθνικό κεφάλαιο» εξαρτάται από τον ανταγωνισμό σε σχέση με ένα άλλο πιο ανεπτυγμένο κεφάλαιο, η χώρα ή το έθνος που περιέχει ή καθορίζεται από το εν λόγω «συνολικό κεφάλαιο» ονομάζεται λιγότερο ανεπτυγμένο, εξαρτημένο κ.λπ., «έθνος», όχι το αντίστροφο.
Αφηρημένα, λοιπόν, η έννοια της εξάρτησης αναπτύσσεται μέσω του ανταγωνισμού μεταξύ των συνολικών εθνικών κεφαλαίων -και δε μιλάμε για κράτη, ούτε για τις εξωτερικές εθνικές τους σχέσεις, ούτε για χώρες- στην παγκόσμια αγορά.
Στην παγκόσμια αγορά η εξωτερική σφαίρα ενός έθνους είναι τόσο εσωτερική σε αυτήν την αγορά όσο και η εσωτερική σφαίρα του ίδιου έθνους. Το να μιλάμε για την εξάρτηση ως εξωτερική πτυχή ενός έθνους είναι μη διαλεκτικό:
Ακριβώς όπως η αγορά διαιρείται σε γενικές γραμμές στην ΕΓΧΩΡΙΑ ΑΓΟΡΑ και στην ΕΞΩΤΕΡΙΚΗ ΑΓΟΡΑ… Η παγκόσμια αγορά, που δεν είναι μόνο η εγχώρια αγορά σε σχέση με όλες τις ΞΕΝΕΣ ΑΓΟΡΕΣ που υπάρχουν εκτός αυτής, αλλά ταυτόχρονα και η εγχώρια αγορά όλων των ΞΕΝΩΝ ΑΓΟΡΩΝ ως, με τη σειρά τους, συστατικές της ΕΓΧΩΡΙΑΣ ΑΓΟΡΑΣ (Marx, 1857-58a: 210)*.
Εντός της «παγκόσμιας αγοράς» υπάρχει ένα «συνολικό παγκόσμιο κεφάλαιο» (το μόνο – μαζί με το κεφάλαιο “γενικά” ή αφηρημένα – στο οποίο η συνολική υπεραξία ισούται με το συνολικό κέρδος), μέρη του οποίου είναι τα «συνολικά εθνικά κεφαλαία». Είναι εντός του «συνολικού παγκόσμιου κεφαλαίου» (όχι ως ενιαίο κεφάλαιο, αλλά ως άθροισμα όλων των πραγματικών κεφαλαίων), εκεί που ο διεθνής ανταγωνισμός εκπληρώνει το ρόλο του στην ισοστάθμιση και την κατανομή της συνολικής παγκόσμιας υπεραξίας (τουλάχιστον αυτής των καπιταλιστικών εθνών).
Ο ανταγωνισμός δεν παίζει μόνο τον ρόλο του στην ισοστάθμιση ή τη διανομή της παραγόμενης υπεραξίας, post festum (στην κυκλοφορία των εμπορευμάτων), παρεμβαίνει επίσης στη διαδικασία της αναπαραγωγής (ante festum). Το ζήτημα της εξάρτησης, επομένως, δεν είναι απλώς μια στιγμή κυκλοφορίας, αλλά και μια αναπαραγωγική στιγμή, πάντα εντός της σφαίρας του «συνολικού παγκόσμιου κεφαλαίου», στην οποία το λιγότερο ανεπτυγμένο «συνολικό εθνικό κεφάλαιο» στρέφεται όχι μόνο με τις εξαγωγές και τις εισαγωγές, αλλά μέσω πολλών άλλων μηχανισμών που το διαρθρώνουν ως «μέρος» ενός «όλου» που περιλαμβάνει αυτό το «συνολικό εθνικό κεφάλαιο» σε όλες τις στιγμές του.
Αξίζει να τονιστεί ότι το «συνολικό εθνικό κεφάλαιο» από την πλευρά του, έχει, ορθά μιλώντας, τη δική του παραγωγική στιγμή (εργοστασιακή παραγωγή κ.λπ.) και την κυκλοφοριακή του στιγμή (στην «εθνική αγορά»). Και οι δύο σφαίρες έχουν τη δική τους συνεκτικότητα (όχι μόνο λόγω των συνόρων και των τελωνειακών πολιτικών, αλλά και λόγω του κράτους, των στρατών, της ιστορίας, της εθνικής κουλτούρας, του μέσου μισθού κ.λπ.), αλλά είναι σχετική, όχι απόλυτη. Το «συνολικό εθνικό κεφάλαιο» είναι σχετικά αυτόνομο εντός του παγκόσμιου κεφαλαίου. Αυτήν την αυτονομία αρνείται ο αφηρημένος και απατηλός διεθνισμός της «ταξικής πάλης». Την ίδια αυτονομία απολυτοποιεί ο αστικός λαϊκιστικός εθνικισμός. Έτσι, η εξάρτηση ενός λιγότερο ανεπτυγμένου συνολικού εθνικού κεφαλαίου σε σχέση με την κυριαρχία του πιο ανεπτυγμένου, στο πλαίσιο του εσωτερικού ανταγωνισμού του συνολικού παγκόσμιου κεφαλαίου, είναι το θέμα που πρέπει να ορίσουμε με σαφήνεια.
Τέλος, εδώ -ενάντια στην υποτιθέμενη ελεύθερη και ρευστή κίνηση του ανταγωνισμού σε παγκόσμια κλίμακα- θα θέλαμε να υπογραμμίσουμε τη σημασία του «εθνικού», καθορισμένη από μη οικονομικούς παράγοντες:
… η κρατική παρέμβαση έχει παραποιήσει τη φυσική οικονομική σχέση. Οι διαφορετικοί εθνικοί μισθοί πρέπει επομένως να υπολογιστούν με την υπόθεση ότι το μέρος τους που πηγαίνει στο κράτος με τη μορφή φόρων το έλαβε ο ίδιος ο εργάτης… αιώνιοι νόμοι της φύσης και της λογικής, των οποίων η ελεύθερη και αρμονική λειτουργία απλά παρενοχλήθηκε από την παρέμβαση του κράτους… η κρατική παρέμβαση, δηλαδή η υπεράσπιση αυτών των νόμων της φύσης και της λογικής από το κράτος, ή αλλιώς το σύστημα προστασίας, ήταν αναγκαία… (Marx, 1866-67: 705· οι εμφάσεις στο «κράτος» προστέθηκαν από τον Ντουσσέλ)[xviii].
Αλλά από τη στιγμή που ένα κράτος συγκροτείται θεσμικά σε μια αστική χώρα, τα σύνορα του, όπως επισημαίνει ο Μαρξ, είναι πολιτιστικά και ιστορικά όσο και στρατιωτικά και πολιτικά. Όχι μόνο επηρεάζει τους μέσους εθνικούς μισθούς, αλλά παρέχει επίσης μια ματιά στο ζήτημα του παγκόσμιου μέσου όρου: «… στην παγκόσμια αγορά, η εθνική εργασία που είναι πιο παραγωγική θεωρείται επίσης πιο εντατική, εφόσον το πιο παραγωγικό έθνος δεν αναγκάζεται από τον ανταγωνισμό να μειώσει την τιμή πώλησης των εμπορευμάτων του στο επίπεδο της αξίας τους» Marx, 1866-67: 702; υπογραμμίσεις που πρόσθεσε ο Dussel).
Αντικειμενικά ή σχετικά, το προϊόν ενός λιγότερο ανεπτυγμένου εθνικού κεφαλαίου περιέχει μεγαλύτερη μερίδα εργασιακής αξίας («υψηλότερη τιμή εργασίας»), αν και υποκειμενικά ή απόλυτα ο εργαζόμενος λαμβάνει λιγότερα ανά μήνα («χαμηλότερος μισθός»). Στις πιο ανεπτυγμένες χώρες ο εργαζόμενος λαμβάνει υποκειμενικά υψηλότερους μισθούς κατά κεφαλήν (δημιουργώντας μια μεγαλύτερη εσωτερική αγορά), αλλά η αξία του εμπορεύματος είναι μικρότερη (έχει χαμηλότερο ποσοστό μισθολογικής αξίας: χρειάζεται λιγότερο αναγκαίο χρόνο ανά μονάδα προϊόντος).
Με τον ίδιο τρόπο, λόγω του προστατευτισμού (μια μορφή μονοπωλίου, στο οποίο η Αγγλία ήταν αδιαμφισβήτητα πρωτοπόρα) που καθιερώθηκε από τη βιομηχανική επανάσταση, δεν υπάρχει ρευστότητα στην παγκόσμια μετάδοση της τεχνολογίας, του πληθυσμού, του κεφαλαίου ως ολότητας. Υπάρχει τότε ένας εθνικός μέσος όρος, τόσο των μισθών όσο και της οργανικής σύνθεσης του κεφαλαίου[xix].
Συμπερασματικά, ο ανταγωνισμός είναι ο πραγματικός τόπος όπου οι διάφορες αξίες των εμπορευμάτων σε ένα κλάδο, ή ενός από τους κλάδους μιας χώρας ή μιας χώρας στην παγκόσμια αγορά, καταλήγουν να έχουν μια τιμή. Αυτή η ισοστάθμιση όλων των αξιών σε μία τιμή προϋποθέτει μια κατανομή της υπεραξίας που επιτυγχάνεται σε κάθε εμπόρευμα, κλάδο ή χώρα μεταξύ των άλλων συνιστωσών των αντίστοιχων αγορών. Σε αυτή την ισοστάθμιση των τιμών μπορεί κανείς να επαληθεύσει το φαινόμενο της εξάρτησης, που δεν είναι τίποτα άλλο από μια συγκεκριμένη και καθορισμένη σφαίρα ανταγωνισμού. Καταρχήν, λοιπόν, όλα όσα μπορούν να ειπωθούν για τον ανταγωνισμό γενικά μπορούν να εφαρμοστούν κατ’ αναλογία στην εξάρτηση ειδικότερα. Ο ανταγωνισμός είναι ο «θεωρητικός τόπος» της εξάρτησης. Σε αντίθεση με πολλούς, μπορούμε να πούμε ότι υπάρχει «θεωρητικός χώρος» στον αυστηρό λόγο του Μαρξ γι’ αυτό το ερώτημα που είναι τόσο κεντρικό στις κοινωνικές επιστήμες της Λατινικής Αμερικής. Όχι μόνο υπάρχει χώρος – τον διέσχισε ρητά ο ίδιος ο Μαρξ. Ωστόσο, απαιτεί να τον συνεχίσουμε θεωρητικά. (Είναι λανθασμένο να πιστεύουμε ότι ο Μαρξ ολοκλήρωσε τον θεωρητικό λόγο και εναπόκειται μόνο σε εμάς να τον εφαρμόσουμε.)
Η «ΟΥΣΙΑ» ΤΗΣ ΕΞΑΡΤΗΣΗΣ: ΜΕΤΑΒΙΒΑΣΗ ΥΠΕΡΑΞΙΑΣ ΩΣ ΑΠΟΤΕΛΕΣΜΑ ΔΙΕΘΝΩΝ ΚΟΙΝΩΝΙΚΩΝ ΣΧΕΣΕΩΝ
Αυτή η ενότητα δεν ασχολείται με γενετικούς ή ιστορικούς συντελεστές ή προσδιοριστικούς παράγοντες της έννοιας της εξάρτησης, είτε είναι μερικώς είτε επαρκώς βάσιμοι, αλλά μόνο με τους ουσιαστικούς καθοριστικούς παράγοντες, με την έννοια του Μαρξ. Αυτό το ζήτημα, το οποίο φαίνεται τόσο απλό επειδή είναι τόσο προφανές, δεν έχει λάβει σχεδόν καμία προσοχή. Χωρίς να διευκρινιστεί η «ουσία» της εξάρτησης από τους επιφανειακούς, φαινομενικούς, προφανείς ή ακόμη και αιτιακούς προσδιοριστικούς της παράγοντες (η αιτία ή ο καθοριστικός παράγοντας δεν είναι η ίδια η ουσία), δεν θα μπορούσε να προϋπάρξει συμφωνία για την έννοια της εξάρτησης καθαυτή – ακόμη και μεταξύ εκείνων που αυτοαποκαλούνταν μαρξιστές.
Έτσι, το θέμα της ουσιαστικής έννοιας της εξάρτησης προσπεράστηκε και η συζήτηση επικεντρώθηκε στους δευτερεύοντες προσδιοριστικούς της παράγοντες. Εφόσον μέσα σε αυτούς τους δευτερεύοντες προσδιοριστικούς παράγοντες, σε συγκεκριμένο, γενετικό-ιστορικό επίπεδο ή εντός των πραγματικών ιστορικών σχηματισμών, το πρόβλημα είναι πολύ πιο περίπλοκο, έφτασε σε αδιέξοδο γύρω στο 1975. Ήταν απλώς αδύνατο να προχωρήσουμε περαιτέρω, και το ζήτημα της εξάρτησης εγκαταλείφθηκε ως θεωρητικό πρόβλημα χωρίς να έχει λυθεί ποτέ. Το λάθος έγινε στα μέσα της δεκαετίας του 1960, όταν επιλέχθηκε η αδιέξοδη διαδρομή συγχέοντας την ουσία της εξάρτησης με πολλαπλές, φαινομενικές, ιστορικές εκφάνσεις της. Ήταν ζήτημα μεθόδου, επομένως, και δεν υπήρχαν φιλόσοφοι στη διαμάχη.
Εφόσον πιστεύουμε ότι το θέμα του τρέχοντος εξωτερικού χρέους είναι ένας μηχανισμός για τη μεταφορά της υπεραξίας μέσω της πληρωμής τόκων, φαίνεται σημαντικό να επανεισάγουμε την κοινωνική επιστημονική σκέψη για να αντιμετωπίσουμε σωστά το «ζήτημα της εξάρτησης» και για να διευκρινιστεί η έννοια. Ας ξεκινήσουμε λοιπόν από την αρχή.
Δεν είναι θέμα «εφαρμογής» αλλά της συνέχισης του λόγου του Μαρξ, σε αντίθεση με ό,τι πιστεύει η Βάνια Μπαμπίρρα. Δεν πρέπει να πάμε απευθείας στο συγκεκριμένο της κοινωνικής διαμόρφωσης «κάθε εθνικής κοινωνίας» (όπως προτείνει ο Ζεράρ Πιέρ-Σαρλ), αλλά να παραμείνουμε σε ένα ορισμένο επίπεδο αφαίρεσης (πιο συγκεκριμένο από αυτό του κεφαλαίου γενικά, αλλά πιο αφηρημένο από αυτό του συγκεκριμένου κοινωνικού σχηματισμού). Σε αυτό το αρμόζον επίπεδο αφαίρεσης, είναι επίσης απαραίτητο να γνωρίζουμε πώς να ορίζουμε το «θεωρητικό χώρο» εντός του οποίου είναι δυνατόν να περιγραφούν οι ουσιώδεις προσδιοριστικοί παράγοντες της έννοιας της εξάρτησης (η οποία ο Αγκουστίν Κουέβα αρνείται απολύτως ότι υπάρχει). Τέλος, θα χρειαστεί να προχωρήσουμε προς την πιο απλή ουσία χωρίς να περιπλέκουμε το ζήτημα εκ των προτέρων με πιο συγκεκριμένες μεταβλητές (όπως κάνει ο Καλμανόβιτς).
Αν κάποιος πρόκειται να μιλήσει για τον ουσιαστικό προσδιορισμό της εξάρτησης ως τέτοιας, με την πιο αφηρημένη έννοια, δεν μπορεί να ξεχάσει ότι ακόμη και η μεταφορά της υπεραξίας είναι μια στιγμή που βασίζεται σε μια προηγούμενη πραγματικότητα. Πράγματι, για τον Μαρξ τα οικονομικά δεδομένα είναι πάνω απ’ όλα ανθρώπινα, είναι ανθρώπινες σχέσεις:
Με άλλα λόγια, η εργασία του ιδιώτη εκδηλώνεται ως στοιχείο της συνολικής εργασίας της κοινωνίας μόνο μέσω των σχέσεων που η πράξη ανταλλαγής εγκαθιδρύει μεταξύ των προϊόντων και, μέσω της μεσολάβησής τους, μεταξύ των παραγωγών. Για τους παραγωγούς, λοιπόν, οι κοινωνικές σχέσεις [gesselschaftliche Verhältnisse] μεταξύ των ιδιωτικών τους εργασιών εμφανίζονται ως αυτό που είναι, δηλ. δεν εμφανίζονται ως άμεσες κοινωνικές σχέσεις μεταξύ των προσώπων στο έργο τους, αλλά μάλλον ως υλικές [dinglich] σχέσεις μεταξύ προσώπων και κοινωνικές σχέσεις μεταξύ πραγμάτων (Marx, 1866-67: 165-166· οι υπογραμμίσεις και ο πρώτος όρος σε αγκύλες στα γερμανικά προστέθηκαν από τον Ντουσσέλ).
Η σχέση κεφαλαίου-εργασίας[xx] είναι, πάνω απ’ όλα, μια σχέση μεταξύ προσώπων (σχέση πρόσωπο με πρόσωπο). Είναι μία «κοινωνική» σχέση στο βαθμό που τα δύο πρόσωπα στη σχέση είναι απομονωμένα και αφηρημένα, χωρίς κοινότητα (βλ. Dussel, 1985, κεφ. 4, ενότητα 2, και κεφ. 17, ενότητα 4). Εάν τα προϊόντα μπορούν να «φετιχοποιηθούν» στην απλή ανταλλαγή εμπορευμάτων, τότε αυτό μπορεί να ενταθεί όταν ανταγωνίζονται λίαν φετιχοποιημένα κεφάλαια. Δηλαδή, το κεφάλαιο – ως τέτοιο και στα μάτια του καπιταλιστή – είναι ένα πράγμα που η ουσία του είναι η αξία. Όταν «δύο» κεφάλαια ανταγωνίζονται, θα επρόκειτο μονάχα για θέμα δύο πραγμάτων αξίας – η αξία θα ήταν εγγενής σε αυτά ως κεφάλαιο. Η μεταφορά της αξίας από το ένα κεφάλαιο στο άλλο, μέσω του ανταγωνισμού, εμφανίζεται στα μάτια και των δύο ως κοινωνική σχέση μεταξύ των πραγμάτων. Τα κεφάλαια ανταγωνίζονται, οι τιμές των προϊόντων τους ισοσταθμίζονται και τα κεφάλαια μεταφέρουν την υπεραξία τους από το ένα στο άλλο. Φαίνεται ότι τίποτα ανθρώπινο δεν λαμβάνει χώρα ή καλύτερα, τα ίδια τα φετιχοποιημένα κεφάλαια έχουν πάρει τη φυσιογνωμία ζωντανών, προσωπικών υποκειμένων σε μια ενεργό ανταλλαγή.
Στην πραγματικότητα, όμως, τα δύο κεφάλαια που ανταγωνίζονται δεν είναι παρά πράγματα που κρατούνται, ιδιοποιούνται, κατέχονται από «δύο» καπιταλιστές σε αντίθεση. Το να μιλάμε για δύο κεφάλαια, για δύο καπιταλιστές ή για καπιταλιστικές τάξεις είναι εδώ αναλογικά το ίδιο (από ένα πιο αφηρημένο σε ένα πιο συγκεκριμένο επίπεδο).
Δηλαδή, όταν μιλάμε για «δύο» συνολικά εθνικά κεφάλαια σε ανταγωνισμό, στην πραγματικότητα αναφερόμαστε στην κοινωνική σχέση (μεταξύ προσώπων που δεν αποτελούν μια προηγούμενη κοινότητα) μεταξύ των κοινωνικών τάξεων που αποτελούν αντικείμενο ιδιοποίησης και από τα δύο κεφάλαια. Είναι θέμα της αντιπαράθεσης των εθνικών αστικών τάξεων (παραμερίζοντας τα κράτη και άλλους παράγοντες που πρέπει να ληφθούν υπόψη σε μια πιο συγκεκριμένη εξέταση του ανταγωνισμού μεταξύ κοινωνικών σχηματισμών, που δεν είναι το ίδιο με τα συνολικά εθνικά κεφάλαια).
Εξαρχής, και το έχουμε σημειώσει νωρίτερα, η κοινωνική σχέση κεφαλαίου-εργασίας (την οποία θα ονομάσουμε κάθετη) είναι σχέση εκμετάλλευσης. Είναι η σχέση στην οποία η εργασία δημιουργεί νέα αξία, παράγει υπεραξία. Η διεθνής κοινωνική σχέση μιας εθνικής αστικής τάξης που κατέχει το πιο ανεπτυγμένο συνολικό εθνικό κεφάλαιο σε ανταγωνισμό με την αστική τάξη του λιγότερο ανεπτυγμένου συνολικού εθνικού κεφαλαίου δεν είναι πλέον σχέση εκμετάλλευσης· είναι τώρα οριζόντια. Θα την ονομάσουμε σχέση διεθνούς κυριαρχίας· είναι η σχέση στην οποία, μέσω του ανταγωνισμού, μεταφέρεται (αλλά δεν δημιουργείται) υπεραξία.
Στην πραγματεία περί ανταγωνισμού, τη δεύτερη μετά από αυτήν για το κεφάλαιο εν γένει, ο Μαρξ θα είχε ασχοληθεί με αυτό το ζήτημα: την κυριαρχία ενός κεφαλαίου πάνω σε ένα άλλο στον ανταγωνισμό, που παράγει μια μεταφορά υπεραξίας από το ασθενέστερο κεφάλαιο προς το ισχυρότερο. Αυτή η μεταφορά, όπως είπαμε, είναι αποτέλεσμα κυριαρχίας. Η πρακτική (ηθική) σχέση με την οποία μια τάξη κυριαρχεί σε μια άλλη (ακόμα κι αν και οι δύο είναι αστικές) πραγματοποιείται στην ιστορία από τους κρατικούς μηχανισμούς (στρατούς, ναυτικές δυνάμεις, κ.λπ.). Αν με το κράτος ο Μαρξ επρόκειτο να ασχοληθεί ως ένα τέταρτο μέρος του σχεδίου του (μετά την πρόσοδο και τους μισθούς, και στο οποίο η παγκόσμια αγορά θα ήταν το έκτο μέρος όπου θα επιλαμβανόταν του διεθνούς ανταγωνισμού μεταξύ των συνολικών εθνικών κεφαλαίων), είναι φανερό ότι δεν επίκειτο άμεσα ο Μαρξ να μελετήσει ρητά το ζήτημά μας. Ίσως να ήταν ένα κεφάλαιο σε εκείνο το έκτο μέρος ή, απλώς, ένα έβδομο μέρος, ούτε καν προγραμματισμένο (βλ. Dussel, 1985, κεφ. 18, ειδικά τμήμα 1).
Τώρα, ο ανταγωνισμός μεταξύ συνολικών εθνικών κεφαλαίων διαφορετικών επιπέδων ανάπτυξης δεν συμβαίνει φυσικά με την ίδια προθυμία και από τις δύο πλευρές. Και αν η ζωντανή εργασία καταναγκάζεται βίαια να πουλήσει τον εαυτό της (μέσω της διάλυσης των προηγούμενων τρόπων αναπαραγωγής της ζωής της και της καταστροφής των θεσμών που θα μπορούσαν να την υπερασπιστούν διά της άμεσης και κατασταλτικής δράσης του αστικού κράτους, εάν χρειαστεί), με ανάλογο τρόπο (αν και όχι πλέον ως εκμετάλλευση κεφαλαίου-εργασίας, αλλά ως κυριαρχία κεφαλαίου-κεφαλαίου) το λιγότερο ανεπτυγμένο κεφάλαιο εξαναγκάζεται (βίαια σε πολλές περιπτώσεις, όπως, για παράδειγμα, στην Παραγουάη το 1870, ή υπό τους λατινοαμερικάνικους λαϊκισμούς το 1954, όπως στην περίπτωση του Αρμπένζ στη Γουατεμάλα ή στη Νικαράγουα το 1987) να εισέλθει στον διεθνή ανταγωνισμό[xxi]. Η φυσική αντίδραση ενός λιγότερο ανεπτυγμένου κεφαλαίου είναι να προστατευθεί αρνούμενος τον ανταγωνισμό, οχυρώνοντας τα σύνορά του εγκαθιδρύοντας ένα «εθνικιστικό» εθνικό μονοπώλιο (εντός του οποίου μπορεί να υπάρχει ενδοεθνικός ανταγωνισμός). Αυτός θα ήταν ο μόνος καπιταλιστικός τρόπος συσσώρευσης κεφαλαίου και αυτόνομης ανάπτυξης. Ωστόσο, το πιο ανεπτυγμένο κεφάλαιο τείνει να καταστρέφει όλα τα προστατευτικά εμπόδια του λιγότερο ανεπτυγμένου κεφαλαίου και να το σπρώχνει επιβλητικά στον ανταγωνισμό. Μόλις βρεθεί σε ανταγωνισμό, το πιο ανεπτυγμένο κεφάλαιο θα αντλήσει υπεραξία από το λιγότερο ανεπτυγμένο κεφάλαιο.
Η διεθνής κοινωνική σχέση κυριαρχίας μεταξύ των εθνικών αστικών τάξεων καθορίζει, λοιπόν, τη μεταφορά αξίας στον παγκόσμιο ανταγωνισμό. Ποιος είναι ο θεμελιώδης νόμος του ανταγωνισμού ή αυτής της μεταφοράς κεφαλαίου αναφορικά με την εξάρτηση;
Πρέπει να υπενθυμίσουμε ότι αυτός ο νόμος είναι μια ιδιαίτερη εφαρμογή του νόμου της αξίας και του νόμου του ανταγωνισμού γενικότερα. Ο νόμος της αξίας εκπληρώνεται στην εξάρτηση, σε αντίθεση με ό,τι πιστεύουν ορισμένοι (ακόμη και εκείνοι οι μαρξιστές που ακολουθούν τον λανθασμένο δρόμο του Ρικάρντο). Πράγματι, ο Ρικάρντο θεωρούσε ότι η μεταβίβαση του «κέρδους» λάμβανε χώρα μόνο εντός μιας χώρας και ότι μεταξύ των χωρών υπήρχε μόνο ίση ανταλλαγή ή ότι ένα εθνικό κεφάλαιο δεν μπορούσε να επωφεληθεί από το πλεονέκτημά του έναντι ενός άλλου:
Το κεφάλαιο, εάν υπήρχε διαφορά στα κέρδη, θα μεταφερόταν (Übertragen)) γρήγορα από το Λονδίνο στο Γιορκσάιρ· αλλά εάν ως συνέπεια της αύξησης του κεφαλαίου και του πληθυσμού οι μισθοί αυξηθούν, και τα κέρδη μειωθούν, το κεφάλαιο και ο πληθυσμός δεν θα μετακινούνταν απαραίτητα εξαιτίας αυτού από την Αγγλία στην Ολλανδία ή στην Ισπανία ή στη Ρωσία, όπου τα κέρδη θα ήταν μεγαλύτερα… Η μετανάστευση κεφαλαίου (από τη μια χώρα στην άλλη) βρίσκει εμπόδια στη φανταστική ή πραγματική ανασφάλεια του κεφαλαίου όταν δεν βρίσκεται υπό τον άμεσο έλεγχο του κατόχου του μαζί με τη φυσική του επιφυλακτικότητα την οποία νιώθει κάποιος όταν εγκαταλείπει τον τόπο γέννησης και τις σχέσεις του, και εμπιστευόμενος τον εαυτό του με όλες του τις καθιερωμένες συνήθειες σε μια ξένη κυβέρνηση και σε νέους νόμους (Ricardo, παρατίθεται στον Marx, 1974: 811, 812).
Όταν «είναι θέμα διαφορετικών χωρών» (Marx, 1974: 811), λοιπόν, θα φαινόταν, σύμφωνα με τον Ρικάρντο, ότι βρισκόμαστε σε μια κατάσταση καθαρής και απλής ανταλλαγής, γιατί στην ανταλλαγή «δεν μπορούμε να δημιουργήσουμε καμία αξία» (Marx 1974: 809). Αυτό τον οδηγεί στο συμπέρασμα ότι «μέσω του εξωτερικού εμπορίου οι αξίες δεν μπορούν ποτέ να αυξηθούν»[xxii] (1974: 810). Ο Μαρξ, που διαφωνεί, βλέπει πλεονέκτημα στην ανταλλαγή. Το κέρδος που επιτυγχάνεται από την ισχυρότερη χώρα δεν δαπανάται μόνο αντιπαραγωγικά ως εισόδημα που καταναλώνεται, αλλά το κεφάλαιο που συσσωρεύεται μπορεί να επενδυθεί για να τεθεί «σε κίνηση νέα εργασία με τη νέα αξία, και έτσι να φέρουν στο φως νέες αξίες»[xxiii] (1974: 810). Για τον Μαρξ, λοιπόν, ο νόμος της αξίας συνεχίζει να κυβερνά τις διεθνείς σχέσεις και μπορεί να υπάρξει κέρδος σε ανταλλαγή μεταξύ εθνών. Ποιος είναι ο νόμος που διέπει αυτήν την ανταλλαγή; Είναι ο ίδιος με αυτόν του ανταγωνισμού γενικότερα.
Για να μελετήσουμε την απάντηση του Μαρξ πρέπει να δούμε δύο ενότητες που είναι μεθοδικά πιο συγκεκριμένες[xxiv], όχι πλέον στο εξαιρετικά αφηρημένο επίπεδο του κεφαλαίου εν γένει (ή της έννοιας καθεαυτής), αλλά στο επίπεδο της αντιπαράθεσης πολλών κεφαλαίων (που επρόκειτο να είχε παρουσιαστεί στη δεύτερη, άγραφη, πραγματεία για τον ανταγωνισμό ή στο πολύ μεταγενέστερο τμήμα για την ανταλλαγή στην παγκόσμια αγορά). Πράγματι, για να κατανοήσουμε τον θεμελιώδη νόμο της εξάρτησης ή του ανταγωνισμού εν γένει σε διεθνές επίπεδο (προσδιορισμός που προκύπτει από τη διεθνή κοινωνική σχέση των αντίστοιχων αστικών τάξεων), είναι απαραίτητο να πληρούνται ορισμένες προϋποθέσεις: πρώτον, ότι είναι δυνατόν να υπάρχουν διαφορετικές αξίες σε ένα προϊόν (π.χ. στο Χιούστον και στο Μεξικό)· δεύτερον· αυτή η διαφορά πρέπει να είναι ο καρπός ενός διαφορετικού βαθμού οργανικής σύνθεσης των εμπλεκόμενων κεφαλαίων (του πιο ανεπτυγμένου συνολικού εθνικού κεφαλαίου των Ηνωμένων Πολιτειών και του λιγότερο ανεπτυγμένου συνολικού εθνικού κεφαλαίου του Μεξικού), σε υλικό, αντικειμενικό επίπεδο ή λόγω τεχνολογικού προσδιορισμού του τρόπου παραγωγής ως προς την αξία του· τρίτον, ως επικαθορισμός του προηγούμενου (διαλεκτικά συνυφασμένου, όπως έδειξε ο Παλουά), ότι υπάρχουν διαφορετικοί μισθοί – υψηλότερος απόλυτος ή υποκειμενικός μισθός (αυτός που λαμβάνει κάθε εργάτης) στο πιο ανεπτυγμένο κεφάλαιο και υψηλότερος σχετικός ή αντικειμενικός μισθός (το ποσοστό της μισθολογικής αξίας που περιέχεται σε κάθε προϊόν) στο λιγότερο ανεπτυγμένο κεφάλαιο· τέταρτον, τόσο η οργανική σύνθεση όσο και ο μισθός καθορίζονται εντός του εθνικού πλαισίου (ένα ζήτημα που ξεχνιέται συχνά· στο συγκεκριμένο επίπεδο αυτός ο προσδιορισμός είναι θεμελιώδης – το συνολικό κεφάλαιο είναι εθνικό)[xxv].
Το ότι ορισμένα προϊόντα μπορεί να έχουν διαφορετικές αξίες (εμπορευματική αξία) και παρόλα αυτά την ίδια τιμή («τιμή κόστους» στην αρχή των Χειρογράφων του 1861-63 και «τιμή παραγωγής» στην οριστική ονομασία του Μαρξ) είναι η θεωρητική λύση για αυτήν τη φαινομενική αντινομία[xxvi].
Ας δούμε πιο προσεκτικά την πρώτη πτυχή: την ύπαρξη προϊόντων ή εμπορευμάτων με διαφορετικές αξίες. Ο Μαρξ ασχολείται με αυτό όταν λέει ότι όσο «μεγαλύτερη» η οργανική σύνθεση, τόσο «χαμηλότερη» η αξία του προϊόντος. Αυτή είναι η θέση του Μπεττελέμ έναντι του Εμμανουήλ, και είναι σωστή. Θα καθόριζε τον πρώτο τύπο άνισης ανταλλαγής (από την απλή διαφορά στην οργανική σύνθεση). Στην περίπτωση αυτή δεν μας ενδιαφέρουν τα ποσοστά υπεραξίας ή κέρδους, αφού αφηρημένα εξετάζουμε μόνο τη συνολική αξία του προϊόντος.
Από την άλλη πλευρά, τα προϊόντα έχουν επίσης διαφορετική αξία λόγω της διαφοράς στους μισθούς. Αυτή είναι η πτυχή που τονίστηκε με μονομερή τρόπο από τον Εμμανουήλ (και επομένως ο Παλουά έχει δίκιο όταν δείχνει ότι είναι συμπληρωματική με την προηγούμενη πτυχή), που θα καθόριζε έναν δεύτερο τύπο άνισης ανταλλαγής (για τον Εμμανουήλ, αυστηρή άνιση ανταλλαγή):
Αυτό που εμφανίζεται στην κίνηση των μισθών ως μια σειρά από ποικίλους συνδυασμούς μπορεί να εμφανίζεται για διαφορετικές χώρες ως ένα σύνολο ταυτόχρονων διαφορών στα εθνικά επίπεδα μισθών… συχνά θα βρεθεί ότι ο ημερήσιος ή εβδομαδιαίος μισθός στην πρώτη χώρα [με πιο ανεπτυγμένο καπιταλιστικό τρόπο παραγωγής] είναι υψηλότερος από ότι στη δεύτερη [με έναν λιγότερο ανεπτυγμένο καπιταλισμό], ενώ η σχετική τιμή της εργασίας, δηλ. η τιμή της εργασίας σε σύγκριση τόσο με την υπεραξία όσο και με την αξία του προϊόντος, είναι υψηλότερη στη δεύτερη από ό,τι στην πρώτη (Marx, 1866-67: 701, 702· η έμφαση προστέθηκε από τον Dussel).
Είναι εδώ που οι συνθήκες που προκύπτουν από τη «φυσική και ιστορική εξέλιξη» (Marx,1866-67: 701), την ιστορική πραγματικότητα του έθνους, του κράτους, καθιερώνουν εθνικά σύνορα που το κεφάλαιο δεν μπορεί εύκολα να υπερβεί. Η ρευστότητα του κεφαλαίου (όπως υποδείχθηκε από τον Παλουά το 1970, αν και εσφαλμένα θα το αρνιόταν αργότερα) δεν είναι πλήρης: Δεν μπορεί να πάει από την “Αγγλία στην Ολλανδία” με την ίδια ταχύτητα που πηγαίνει από το «Λονδίνο στο Γιορκσάιρ». Υπάρχει ένα θεμελιώδες εμπόδιο που πρέπει να μελετηθεί πολύ προσεκτικά σήμερα στη Λατινική Αμερική: τα εθνικά σύνορα. Δεν είναι απλώς ένα νομικό ή γεωγραφικό σύνορο. Είναι ένα σύνορο ιστορικό, κοινωνικό, πολιτιστικό, τεχνολογικό, «τρόπων κατανάλωσης» (το εθνικό αστικό κράτος), στρατιωτικό, και κατά βάση οικονομικό. Η εθνική αγορά, ως στιγμή του συνολικού εθνικού κεφαλαίου, έχει αγνοηθεί από έναν ορισμένο αφηρημένο διεθνιστικό μαρξισμό. Ο Μαρξ μας μιλάει για έναν «μέσο μισθό» (βλ. Dussel, 1988, κεφ. 5, τμήμα 4), καθώς και ένα «μέσο εθνικό μισθό». Ο Εμμανουήλ μελετά αυτό το σημείο και μας επιτρέπει να ανακαλύψουμε την εθνική πτυχή, όχι μόνο των μισθών αλλά και ολόκληρου του «συνολικού εθνικού κεφαλαίου» εντός του οποίου ο εθνικός μέσος όρος των (απολύτως ή υποκειμενικά) χαμηλότερων μισθών μιας χώρας έχει να κάνει με τη χαμηλή οργανική σύνθεση του κεφαλαίου και με τη διεθνή κοινωνική σχέση κυριαρχίας (αφού τα μητροπολιτικά κράτη ως προς τις αποικίες ή τα ιμπεριαλιστικά κράτη σε σχέση με τα εξαρτημένα έθνη, ασκούν έναν εξαναγκασμό που είναι εσωτερικός στην παγκόσμια αγορά και εξωτερικός της εξαρτημένης εγχώριας αγοράς: μια πολιτική, πρακτική, ηθική σχέση).
Έχοντας αποδεχτεί τη θέση ότι τα εμπορεύματα μπορεί να έχουν διαφορετική αξία αλλά την ίδια τιμή, είτε ως αποτέλεσμα της διαφορετικής οργανικής σύνθεσης είτε των διαφορετικών μισθολογικών επιπέδων στη διεθνή τάξη, μπορούμε να υιοθετήσουμε τον νόμο της εξάρτησης. Δεδομένης της ποικιλομορφίας που σημειώνεται στην αξία των προϊόντων ή των εμπορευμάτων, εμφανίζεται ένα συγκεκριμένο φαινόμενο κατά την είσοδο στον ανταγωνισμό:
Το κεφάλαιο που επενδύεται στο εξωτερικό εμπόριο μπορεί να αποφέρει ένα υψηλότερο ποσοστό κέρδους, πρώτον, επειδή ανταγωνίζεται τα εμπορεύματα που παράγονται από άλλες χώρες με λιγότερο ανεπτυγμένες εγκαταστάσεις παραγωγής, έτσι ώστε η πιο προηγμένη χώρα πουλά τα αγαθά της πάνω από την αξία τους, παρόλο που είναι ακόμα πιο φθηνά από αυτά των ανταγωνιστών… Η προνομιούχος χώρα λαμβάνει περισσότερη εργασία με αντάλλαγμα λιγότερη, παρόλο που αυτή η διαφορά … τσεπώνεται από μια συγκεκριμένη τάξη (Marx, 1865-70: 344, 345).
Αυτή η «συγκεκριμένη τάξη» είναι η εθνική αστική τάξη της πιο ανεπτυγμένης χώρας.
Ο ανταγωνισμός, ή η κίνηση που φέρνει αντιμέτωπα δύο συνολικά εθνικά κεφάλαια, δεν δημιουργεί αξία· μάλλον διανέμει αξία μέσω της εξίσωσης των τιμών. Επομένως, η δημιουργία αξίας, η διανομή (ή η μεταφορά) αξίας δεν είναι το ίδιο με την εξίσωση των τιμών. Είναι, για άλλη μια φορά, το όλο ζήτημα του περάσματος από την αξία στην τιμή.
Ας επαναλάβουμε. Η «ανάπτυξη της έννοιας της εξάρτησης» απαιτεί τάξη στη συγκρότηση και έκθεση των κατηγοριών. Η πρώτη πτυχή είναι η δυνατότητα ύπαρξης προϊόντων ή εμπορευμάτων διαφορετικής αξίας. Η δεύτερη πτυχή είναι να τεθούν αυτά τα προϊόντα στον ανταγωνισμό. Έτσι τοποθετημένα πρόσωπο με πρόσωπο (στην πραγματικότητα, για να μην φετιχοποιήσουμε την άνιση ανταλλαγή διεθνών αξιών, δεν είναι τα προϊόντα αλλά οι αντίστοιχες εθνικές αστικές τάξεις που είναι πρόσωπο με πρόσωπο) μια εξίσωση λαμβάνει χώρα, αν και όχι των αξιών (που δεν μπορούν ποτέ να εξισωθούν ), αλλά των τιμών[xxvii]. Ο νόμος της αξίας ρυθμίζει ή ελέγχει αυτή την εξίσωση. Στα Χειρόγραφα του 1861-63, σε αντίθεση με τον Ροντμπέρτους (κεφ. 9 για την πρόσοδο), ο Μαρξ ανακαλύπτει την κατηγορία του «μέσου κέρδους». Εάν το εφαρμόσουμε σε διεθνές επίπεδο, θα έχουμε διατυπώσει τον θεμελιώδη νόμο του ανταγωνισμού, της εξίσωσης, της διανομής της αξίας και, επομένως, της εξάρτησης στο βαθμό που πρόκειται για μεταφορά υπεραξίας:
Όταν υπάρχει μια διεθνής ανταλλαγή εμπορευμάτων που είναι προϊόντα συνολικών εθνικών κεφαλαίων διαφορετικών επιπέδων ανάπτυξης (δηλαδή διαφορετικής οργανικής σύνθεσης και με διαφορετικούς μέσους εθνικούς μισθούς), το εμπόρευμα του πιο ανεπτυγμένου κεφαλαίου θα έχει χαμηλότερη αξία. Ο ανταγωνισμός, ωστόσο, εξισώνει την τιμή των δύο εμπορευμάτων σε μια ενιαία μέση τιμή. Με αυτόν τον τρόπο, το εμπόρευμα με χαμηλότερη αξία (αυτή του πιο ανεπτυγμένου εθνικού κεφαλαίου) αποκτά τιμή μεγαλύτερη από την αξία του, την οποία πραγματοποιεί με εξαγωγή υπεραξίας από το εμπόρευμα με υψηλότερη αξία. Επομένως, το εμπόρευμα του λιγότερο αναπτυγμένου κεφαλαίου, αν και μπορεί να πραγματοποιήσει κέρδος (αν η τιμή του είναι μικρότερη από τη διεθνή μέση τιμή), μεταφέρει υπεραξία επειδή η μέση διεθνής τιμή είναι μικρότερη από την εθνική αξία του ίδιου εμπορεύματος.
Αυτός ο θεμελιώδης νόμος είναι ρητός με διάφορες μορφές στον Μαρξ, και είναι συνηθισμένος στον κλασικό μαρξισμό, όπως στον Γκρόσμαν (1979), για παράδειγμα. Μπορούμε λοιπόν να συμπεράνουμε ότι η εξάρτηση, στη λογική της σκέψης του ίδιου του Μαρξ, είναι μια αδιαμφισβήτητη έννοια. Ως εκ τούτου, όλη η λατινοαμερικανική πολεμική γύρω από αυτό το ζήτημα απλώς φανέρωνε έλλειψη μεθοδολογικής αυστηρότητας. Αυτό σημαίνει ότι η εξάρτηση υπάρχει σε ένα αφηρημένο, ουσιαστικό ή θεμελιώδες επίπεδο, και είναι η διεθνής κοινωνική σχέση μεταξύ των αστών που διαθέτουν συνολικά εθνικά κεφάλαια διαφορετικών βαθμών ανάπτυξης. Στο πλαίσιο του ανταγωνισμού, το λιγότερο ανεπτυγμένο συνολικό εθνικό κεφάλαιο βρίσκεται κοινωνικά κυριαρχούμενο (μια σχέση μεταξύ προσώπων) και, σε τελική ανάλυση, μεταφέρει την υπεραξία (μια ουσιαστική τυπική στιγμή) στο πιο ανεπτυγμένο κεφάλαιο, το οποίο την πραγματοποιεί ως εξαιρετικό κέρδος.
Κάποιοι μπορεί να πουν ότι αυτό είναι προφανές, ότι κανείς δεν το έχει αρνηθεί. Αλλά δεν είναι έτσι. Επειδή αυτά τα προφανή, ουσιαστικά και αφηρημένα ερωτήματα δεν είχαν καθοριστεί εκ των προτέρων και η συζήτηση προχώρησε κατευθείαν στην ιστορία (αντί για την ουσιαστική λογική), έγιναν λάθη και μπερδέματα που ήταν αφελή από τη σκοπιά του σωρτού Μαρξισμού.
Ας δούμε τώρα στο πιο συγκεκριμένο και σύνθετο επίπεδο και ορισμένα προβλήματα που μπορούν και πρέπει να συζητηθούν· μπορεί πλέον να υπάρχουν αντιφατικές θέσεις που δεν θα θέσουν σε καμία περίπτωση υπό αμφισβήτηση την αφηρημένη έννοια της εξάρτησης.
ΤΑ ΦΑΙΝΟΜΕΝΑ ΤΗΣ ΕΞΑΡΤΗΣΗΣ ΚΑΙ ΑΠΑΡΑΙΤΗΤΕΣ ΚΑΤΗΓΟΡΙΕΣ
«Φαινόμενο» στην αυστηρή γλώσσα του Χέγκελ ή του Μαρξ μπορεί να σημαίνει αυτό που είναι απλώς προφανές, αυτό που δεν αντιστοιχεί στο πραγματικό, ή αυτό που «εμφανίζεται» από το πραγματικό, από το ουσιαστικό. Θέλουμε να χρησιμοποιήσουμε τον όρο με τη δεύτερη έννοια. Η εξάρτηση «εμφανίζεται» στον κόσμο του ανταγωνισμού μέσω των «φαινομένων της», που είναι επιφανειακά, δευτερεύοντα ή βασίζονται στην ουσία της. Αλλά αυτά δεν είναι η βαθιά ουσία, αυτό που «κρύβεται από πίσω» – για να εκφραστούμε όπως ο Μαρξ. Τα φαινόμενα της ουσίας της εξάρτησης εκδηλώνουν τη βαθιά δομή με τη μεσολάβηση των θεμελιωδών ή δευτερευόντων προσδιορισμών της. Έτσι, η μεταφορά της υπεραξίας από ένα λιγότερο ανεπτυγμένο σε ένα πιο ανεπτυγμένο συνολικό εθνικό κεφάλαιο μπορεί να μελετηθεί γενετικά στην ιστορία, ή στους δικούς του εγγενείς προσδιορισμούς (τρόπους συσσώρευσης, αναπαραγωγής, προόδου της οργανικής του σύνθεσης ή διαφορετικού επιπέδου μισθών, υπερεκμετάλλευση, μονοπώλια κ.λπ.), αλλά γνωρίζοντας ότι βρισκόμαστε στο επίπεδο των θεμελιωμένων εξηγήσεων.
Οι φαινομενικοί «δείκτες» εξάρτησης τώρα δεν πρέπει να συγχέονται με τους προσδιορισμούς της ουσίας ή με τον νόμο της εξάρτησης – να εκφραζόμαστε αυστηρά, όπως ο Μαρξ. Ο Χέγκελ θα έλεγε: «Ο νόμος είναι αυτή η απλή ταυτότητα του φαινομένου με τον εαυτό του» (Hegel, 1969, VI: 156). «Ο φαινομενικός κόσμος (erscheinende) έχει στον ουσιαστικό κόσμο (wesentlichen) την αρνητική του ενότητα … και επιστρέφει στα θεμέλιά του» (Hegel, 1969, VI: 159).
Σχεδιάγραμμα 1: Μεταφορά Υπεραξίας διά του Διεθνούς Ανταγωνισμού
ΣΗΜΕΙΩΣΗ: C1 είναι το περιφερειακό εθνικό κεφάλαιο· T1 είναι η περιφερειακή εθνική εργασία· C2 είναι το κεντρικό εθνικό κεφάλαιο· T2 είναι η κεντρική εθνική εργασία· τα βέλη a, b, και n είναι διαφορετικές μορφές εξαγωγής της υπεραξίας.
Είναι για άλλη μια φορά το ζήτημα της «επιστήμης» (βλ. Dussel, 1988, τμήμα 3, κεφ. 14):
Οι διαμορφώσεις του κεφαλαίου… προσεγγίζουν έτσι βήμα-βήμα τη μορφή με την οποία εμφανίζονται στην επιφάνεια της κοινωνίας, στη δράση διαφορετικών κεφαλαίων το ένα από το άλλο, δηλ. στον ανταγωνισμό, και στην καθημερινή συνείδηση των ίδιων των συντελεστών της παραγωγής (Marx, 1865-70: 117· η έμφαση προστέθηκε από τον Ντουσσέλ)…. είναι μια αυτονόητη αναγκαιότητα, που απορρέει από τη φύση του ίδιου του καπιταλιστικού τρόπου παραγωγής… (Marx, 1865-70· 319· έμφαση προστέθηκε από τον Ντουσσέλ). Πρέπει να επενεργούν επιρροές που αντεπιδρούν, περιορίζοντας και ακυρώνοντας την επίδραση του γενικού νόμου και δίνοντάς του απλώς τον χαρακτήρα μιας τάσης… (Marx, 1865-70· 339· η έμφαση προστέθηκε από τον Ντουσσέλ)[i]. Επομένως, ο νόμος λειτουργεί απλώς ως τάση, η επίδραση της οποίας είναι καθοριστική μόνο υπό ορισμένες ιδιαίτερες συνθήκες και για μεγάλες περιόδους (Marx, 1865-70· 346· η έμφαση προστέθηκε από τον Dussel).
Σε αντίθεση με την περίπτωση της τάσης πτώσης του ποσοστού κέρδους του κεφαλαίου, η μεταφορά της υπεραξίας από το λιγότερο ανεπτυγμένο εθνικό κεφάλαιο στο πιο ανεπτυγμένο (επίδραση του θεμελιώδους νόμου) όχι μόνο δεν μειώνεται καθώς αντισταθμίζεται από το νόμο, αλλά αυξάνεται. Αυτό οφείλεται στο γεγονός ότι ο ανταγωνισμός (το βασικό συστατικό της υποδεικνυόμενης μεταβίβασης) ακυρώνεται από το μονοπώλιο, το οποίο αντί να μειώνει την άντληση υπεραξίας από το λιγότερο ανεπτυγμένο κεφάλαιο τον αυξάνει σε γιγαντιαίες αναλογίες. Αυτό πολλαπλασιάζει την κυριαρχία, αλλά εξακολουθεί να βασίζεται στην εφαρμογή του νόμου της αξίας ως την ουσία του νόμου της εξάρτησης. Ας εξετάσουμε το ζήτημα στον περίπλοκο φαινομενικό κόσμο, όπου θα δούμε τώρα ότι η μεταφορά της υπεραξίας στην παγκόσμια τάξη γίνεται (τονισμένα), όχι ως νόμος αλλά ως τάση.
Για παράδειγμα, το φαινομενικό γεγονός ότι οι εξαγωγές των υπανάπτυκτων χωρών παράγονται από εταιρείες με υψηλή οργανική σύνθεση φαίνεται να έρχεται σε αντίθεση με τον θεμελιώδη νόμο της εξάρτησης (αυτό είναι το επιχείρημα του Σαμίρ Αμίν προς υποστήριξη της θέσης του Εμμανουήλ)[ii]. Καθώς δεν βρισκόμαστε πλέον στο αφηρημένο και καθολικό επίπεδο της ουσίας, βλέπουμε άλλους προσδιορισμούς να μπαίνουν στο παιχνίδι. Εάν εξάγονται προϊόντα του αναπτυγμένου κεφαλαίου της περιφερειακής χώρας που δεν δημιουργούν ανταγωνισμό (επειδή δεν παράγονται στην πιο ανεπτυγμένη χώρα), το μονοπώλιο της κεντρικής χώρας μπορεί να ενεργήσει ως αγοραστής. Η πιο ανεπτυγμένη χώρα, ως ο μόνος αγοραστής, καθορίζει την «τιμή του διεθνούς μονοπωλίου» του προϊόντος (καφές, για παράδειγμα) χαμηλότερα από την αξία του εμπορεύματος. Αν, από την άλλη πλευρά, είναι εμπόρευμα που μπαίνει σε ανταγωνισμό, η πιο ανεπτυγμένη χώρα μπορεί να λάβει διάφορα μέτρα: Μπορεί να προστατεύσει τα εθνικά της προϊόντα με τελωνειακούς φραγμούς, όπως η επιβολή δασμών στο προϊόν της λιγότερο ανεπτυγμένης χώρας, μπορεί να προωθήσει την εθνική παραγωγή με φορολογικά κίνητρα ή επιδοτήσεις, δηλαδή να διαθέσει κεφάλαια για τη μείωση της εσωτερικής του τιμής· ή μπορεί να δανείσει κεφάλαια με πίστωση στις εξαγωγικές εταιρείες των λιγότερο ανεπτυγμένων χωρών, όπως έκανε στην εθνική εταιρεία πετρελαίου του Μεξικού (Petrοleos Mexicanos ή Pemex) (εξάγοντας υπεραξία μέσω πληρωμών τόκων)· ή ακόμη και να ορίσει τις μονοπωλιακές τιμές πάνω από την αξία τους για τα μέσα παραγωγής (που παράγονται μόνο στις ανεπτυγμένες χώρες), εξαλείφοντας έτσι κάθε ανταγωνισμό. Όλα αυτά δείχνουν ότι το παράδειγμα που έδωσε ο Σαμίρ Αμίν είναι μια συγκεκριμένη περίπτωση που φαίνεται να ακυρώνει το νόμο. Στην πραγματικότητα υπάρχουν πολλά πιθανά μέτρα που εξουδετερώνουν αυτή την υποτιθέμενη ακύρωση, με αποτέλεσμα να εκπληρώνεται ως τάση ο νόμος της εξάρτησης.
Η Ρόζα Λούξεμπουργκ, για παράδειγμα, επισημαίνει ένα άλλο φαινόμενο που πρέπει να εξεταστεί προσεκτικά. Μας λέει:
Η συσσώρευση είναι αδύνατη σε ένα αποκλειστικά καπιταλιστικό περιβάλλον… Μόνο μέσω της συνεχούς επέκτασης σε νέους τομείς παραγωγής και σε νέες [μη καπιταλιστικές] χώρες κατέστη δυνατή η ύπαρξη και η ανάπτυξη του καπιταλισμού. Ως εκ τούτου, η βία, ο πόλεμος, η επανάσταση, οι καταστροφές, είναι συνολικά το ζωτικό στοιχείο του καπιταλισμού από την αρχή μέχρι το τέλος του (Luxemburg, 1967: 450).
Είναι σαφές ότι η εξαγωγή πλούτου ή αξίας από μη καπιταλιστικά συστήματα είναι μια στιγμή πρωταρχικής συσσώρευσης και διαρκούς συσσώρευσης του κεντρικού κεφαλαίου. Αλλά η εξάρτηση, στην ουσία της, είναι αυστηρά η εξαγωγή της υπεραξίας μέσω του βιομηχανικού καπιταλιστικού ανταγωνισμού. Το σημείο εκκίνησης είναι ο άνθρωπος και όχι οι πίθηκοι· έτσι, για να ανακαλύψει κανείς την ουσία της, πρέπει να εξετάσει τον ανταγωνισμό μεταξύ των συνολικών εθνικών βιομηχανικών κεφαλαίων διαφορετικών επιπέδων ανάπτυξης (για παράδειγμα, Μεξικό, Βραζιλία ή Αργεντινή όσον αφορά τις Ηνωμένες Πολιτείες το 1950) πριν κοιτάξουμε πίσω στο χρόνο (προς τον δέκατο έκτο αιώνα) για να αναλογιστούμε τη γένεσή της. Δεν θα έπρεπε να είναι το αντίστροφο, όπως έχουν προσπαθήσει τόσοι πολλοί ειδικοί, ξεκινώντας από τον Αντρέ Γκούντερ Φρανκ. Η βία, ο πόλεμος, οι καταστροφές δεν είναι το μόνο είδος κοινωνικής σχέσης αναφορικά με το μη καπιταλιστικό σύστημα. Αυτή η σχέση βίας είναι χαρακτηριστική για την εξάρτηση ως διεθνή κοινωνική σχέση κυριαρχίας. Όταν μια χώρα επιχειρεί να ξεφύγει από τον ανταγωνισμό (από την παγκόσμια καπιταλιστική αγορά, όπως έκανε η Νικαράγουα το 1987), εξαναγκάζεται στρατιωτικά και βίαια να «επιστρέψει» στο σύστημα της «ελευθερίας στον ανταγωνισμό». Αυτό, για την κυρίαρχη δύναμη, είναι η «δημοκρατία» (και αυτή είναι επίσης η «ελευθερία» του λατινοαμερικανικού φιλελευθερισμού του δέκατου ένατου αιώνα, που θα πρέπει να επανεξεταστεί σε βάθος).
Από την άλλη πλευρά, το ζήτημα της πρωταρχικής συσσώρευσης δεν πρέπει να συγχέεται με τη συσσώρευση που προσιδιάζει στο εξαιρετικό κέρδος στον ανταγωνισμό μεταξύ των ήδη συγκροτημένων κεφαλαίων. Σε αυτό το σημείο επίσης, ο Σαμίρ Αμίν δεν τα καταφέρνει καλά στον καθορισμό της διαφοράς μεταξύ των σχέσεων πρωταρχικής συσσώρευσης (ανεπτυγμένο συνολικό εθνικό κεφάλαιο έναντι ενός μη καπιταλιστικού συστήματος) και συσσώρευσης μέσω ανταγωνισμού στην εξάρτηση (μεταφορά υπεραξίας μεταξύ ήδη συγκροτημένων βιομηχανικών κεφαλαίων, παρόλο που μπορεί να έχουν διαφορετικά επίπεδα οργανικής σύνθεσης και μισθών).
Σχηματοποιώντας, νομίζω ότι υπάρχουν κάποια επίπεδα ή μηχανισμοί μέσω των οποίων λειτουργεί η εξάρτηση (εκπλήρωση του νόμου της, αλλά τονίζοντας την ως τάση με ακόμη μεγαλύτερη μεταφορά).
Ένας πρώτος μηχανισμός βρίσκεται στο είδος της συγκεκριμένης ή φαινομενικής άνισης ανταλλαγής στην οποία η έννοια της εξάρτησης ή ο νόμος της εμφανίζονται ως τέτοια, δηλαδή όταν υπάρχει ανταγωνισμός, αυστηρά μιλώντας μεταξύ των εμπορευμάτων που παράγονται τόσο από το συνολικό κεφάλαιο της πιο ανεπτυγμένης χώρας όσο και από αυτό της λιγότερο ανεπτυγμένης χώρας. Στην περίπτωση αυτή υφίσταται εξαγωγή ή μεταβίβαση υπεραξίας σύμφωνα με τον νόμο που ορίστηκε παραπάνω. Δεν είναι απαραίτητο, αυτό το επίπεδο να είναι εμπειρικά το πιο σημαντικό (σε αριθμό ή ποιότητα). Αυτό που είναι σημαντικό είναι ότι αποτελεί το θεμέλιο για τη λειτουργία των άλλων.
Ένας δεύτερος μηχανισμός είναι αυτός εκείνων των προϊόντων που παράγονται αποκλειστικά από το λιγότερο ανεπτυγμένο κεφάλαιο της περιφερειακής χώρας (ο καφές, για παράδειγμα). Στην περίπτωση αυτή, όπως αναφέραμε παραπάνω, η πιο ανεπτυγμένη χώρα μπορεί να ακυρώσει τον ανταγωνισμό (αλλά όχι τον νόμο της μεταφοράς υπεραξίας ούτε τον νόμο της αξίας) και να οργανώσει ένα «μονοπώλιο αγοραστών». Η «μονοπωλιακή τιμή» ρυθμίζεται προς εξυπηρέτηση του πιο ανεπτυγμένου συνολικού εθνικού κεφαλαίου· αυτό ακριβώς συμβαίνει σήμερα με το πετρέλαιο (έχοντας αποθηκευτεί σε μεγάλες ποσότητες, μία χαμηλή «μονοπωλιακή τιμή» μπορεί να ρυθμιστεί για αυτό)[iii].
Ένας τρίτος μηχανισμός λειτουργεί με εκείνα τα εμπορεύματα που παράγονται αποκλειστικά από το πιο ανεπτυγμένο κεφάλαιο (γενικά τα μέσα παραγωγής). Μια «μονοπωλιακή τιμή» ορίζεται και για αυτά, αλλά στην περίπτωση αυτή είναι πάνω από την αξία των εμπορευμάτων. Ο αγοραστής (το κεφάλαιο της περιφερειακής χώρας) πληρώνει περισσότερη αντικειμενοποιημένη εργασία για λιγότερη (μεταφέρει υπεραξία όταν αγοράζει τα απαραίτητα μέσα παραγωγής).
Ένας τέταρτος μηχανισμός είναι η χρήση διεθνών πιστώσεων που χορηγούνται στις περιφερειακές χώρες. Η υπεραξία μεταφέρεται και πάλι μέσω των τόκων που πρέπει να καταβληθούν.
Από το 1955 περίπου, υπάρχει ένας πέμπτος μηχανισμός, μεταξύ άλλων, για την εξαγωγή περιφερειακής υπεραξίας: οι διεθνικές εταιρείες, οι οποίες δεν αποτελούν σε καμία περίπτωση την άμεση παρουσία ενός ενιαίου συνολικού παγκόσμιου κεφαλαίου, αλλά μάλλον το μέρος του συνολικού κεφαλαίου των κεντρικών χωρών που δραστηριοποιούνται με το παραγωγικό τους κεφάλαιο (εργοστάσια κ.λπ.) στις χώρες με λιγότερο ανεπτυγμένο εθνικό κεφάλαιο. Και εδώ υπάρχει μια μεταφορά υπεραξίας προς τις “βάσεις στήριξης στις κεντρικές χώρες” αυτών των διεθνικών κεφαλαίων. Οι εταιρείες δεν καταπιέζουν εθνικές οντότητες· μάλλον τις προϋποθέτουν, σε τέτοιο βαθμό που αν δεν υπήρχαν συνολικά εθνικά κεφάλαια διαφορετικών επιπέδων ανάπτυξης δεν θα μπορούσαν να υπάρχουν. Πράγματι, η διεθνική εταιρεία μεταφέρει υπεραξία προς το κέντρο επειδή παράγει εμπορεύματα στην ίδια την περιφέρεια με χαμηλότερη αξία (λόγω της οργανικής σύνθεσης) από τα ανταγωνιζόμενα κεφάλαια εκείνων των υπανάπτυκτων χωρών. Τα εξαιρετικά κέρδη που αποκομίζουν από την περιφέρεια οι διεθνικές εταιρείες πραγματοποιούνται στην κεντρική χώρα χάρη στο εξαιρετικό κέρδος που επιτυγχάνει το κέντρο σε ανταγωνισμό με απλώς εθνικά κεντρικά κεφάλαια και λόγω της χαμηλότερης αξίας των προϊόντων τους, δεδομένου ότι έχει χαμηλότερη συνιστώσα μισθολογικής αξίας (στην περίπτωση αυτή επειδή οι μισθοί στην περιφερειακή χώρα είναι χαμηλότεροι από ό,τι στο κέντρο, χαμηλότεροι υποκειμενικά ή ανά εργαζόμενο). Η διεθνική εταιρεία παρέχει το καλύτερο παράδειγμα για την κατανόηση όλων όσων έχουμε σημειώσει μέχρι τώρα. Για τους Μπετελέμ και Γκρόσμαν η οργανική σύνθεση είναι η βάση της εξάρτησης ή της μεταφοράς της υπεραξίας. Για τον Εμμανουήλ και τον Σαμίρ Αμίν οι χαμηλοί μισθοί (υποκειμενικοί ή απόλυτοι) ευθύνονται επίσης για τη χαμηλότερη αξία του προϊόντος. Η διεθνική εταιρεία κάνει χρήση της διαφοράς μεταξύ κεντρικού κεφαλαίου με υψηλό μισθό και υπανάπτυκτου κεφαλαίου με χαμηλή οργανική σύνθεση. Καρπώνεται ένα κανονικό κέρδος, και επιπλέον δύο εξαιρετικά κέρδη: το πρώτο προέρχεται από τη δημιουργία υπεραξίας από την εργασία στην περιφέρεια· το δεύτερο, με την εξαγωγή υπεραξίας μέσω της μεταφοράς αξίας στον εθνικό ανταγωνισμό της περιφέρειας και στη συνέχεια πάλι με την εξαγωγή υπεραξίας μέσω του ανταγωνισμού στην εθνική αγορά του κέντρου.
Έτσι, υπάρχουν τρεις πιθανές ποσότητες αξίας σε έναν μόνο τύπο προϊόντος: Το προϊόν του συνολικού κεφαλαίου στην περιφέρεια έχει τη μεγαλύτερη ποσότητα αξίας (πάνω από τη διεθνή «τιμή παραγωγής»), το προϊόν του πιο ανεπτυγμένου συνολικού εθνικού κεφαλαίου έχει μια ποσότητα αξίας μικρότερης από τη διεθνή «τιμή παραγωγής» και το προϊόν των διεθνικών εταιρειών έχει μια ποσότητα αξίας ακόμη μικρότερη από αυτή του προϊόντος του αναπτυγμένου κεφαλαίου που παράγεται στην κεντρική χώρα με υψηλούς μισθούς.
Έτσι, ακόμη κι αν το κεφάλαιο είναι μονοπωλιακό, τόσο στο κέντρο όσο και στην περιφέρεια, ή στη σχέση της ίδιας της διεθνούς άνισης ανταλλαγής, η έννοια της εξάρτησης και ο νόμος της να διατηρούνται στο φαινομενικό επίπεδο.
Αυτό είναι το σημείο για να εξετάσουμε τις πολλαπλές αντιρρήσεις για τη «θεωρία της εξάρτησης» και να προχωρήσουμε στην ανάλυση της έλλειψης κατηγοριών, της σύγχυσης και των λαθών που επιδεικνύονται από κάθε μία από τις θέσεις. Ας πάρουμε ένα παράδειγμα:
Η υπερεκμετάλλευση όπως παρουσιάζεται από τoν Μαρίνι μπορεί να εξηγηθεί τέλεια ως αντιστάθμιση της μεταφοράς υπεραξίας. Καθώς οι μεταβιβάσεις αυξάνονται ετησίως και καθώς το περιφερειακό κεφάλαιο προσπαθεί να επιτύχει ένα σταθερό ποσοστό κέρδους, το προϊόν πρέπει να διατηρήσει την αξία του, να αυξήσει την υπεραξία του και η αξία του μισθού που αντικειμενοποιείται σε αυτό πρέπει να μειωθεί σε σχετικούς όρους. Η υπερεκμετάλλευση είναι το αντίστοιχο της υπερμεταφοράς. Καθώς η εργατική ικανότητα του περιφερειακού εργάτη πέφτει σε αξία, η τιμή ή ο μισθός του μειώνεται[iv] σε σχέση με την αύξηση των μεταβιβάσεων.
Επίσης, απαιτήθηκε από την έννοια της εξάρτησης γενικά να εξηγεί κάθε λατινοαμερικανικό έθνος μέσα από την εθνική του ιστορία. Ειπώθηκε ότι αυτό θα εξηγούσε τα πάντα με εξωτερικούς όρους (όπως η εξάρτηση)· και η απάντηση ήταν να προσπαθήσουμε να εξηγήσουμε τα πάντα με εσωτερικούς όρους (προσπαθώντας έτσι να αρνηθούμε την εξάρτηση). Στην πραγματικότητα, η εξάρτηση απλώς τοποθετεί το λιγότερο ανεπτυγμένο συνολικό εθνικό κεφάλαιο (ή το έθνος ή τη χώρα υπόκειται αυτού του κεφαλαίου) στην παγκόσμια αγορά και μέσα στον ανταγωνισμό στον οποίο αναγκαστικά εμπλέκεται το κεφάλαιο. Το να το αρνηθούμε αυτό ισοδυναμεί απλά με άρνηση της ύπαρξης του κεφαλαίου. Το να περιμένουμε από αυτό το φαινόμενο να εξηγήσει όλα τα συγκεκριμένα επίπεδα (όλες τις εθνικές ιστορίες) είναι τόσο αφελές όσο η προσπάθεια άμεσης εφαρμογής των τριών τόμων του Κεφαλαίου στη συγκεκριμένη κατάσταση μιας εξαρτημένης χώρας. Το τελευταίο μπορεί κάλλιστα να είναι το βασικό λάθος. Δηλαδή, αφού θεωρήθηκε ότι ο Μαρξ είχε ολοκληρώσει το σύνολο του θεωρητικού λόγου, το μόνο που έμεινε ήταν να περιγραφεί η συγκεκριμένη ιστορία. Ως εκ τούτου, δεν υπήρχε θεωρητικός χώρος για μια έννοια εξάρτησης (επειδή δεν υπήρχε χώρος μεταξύ του Κεφαλαίου, που είναι όλη η δυνατή θεωρία, και της συγκεκριμένης ιστορίας). Αυτό το λάθος (καθώς υπάρχει πολύς θεωρητικός χώρος μετά το Κεφάλαιο, όπως σημειώνει επανειλημμένα ο Μαρξ) οδήγησε στην απαίτηση από τη θεωρία της εξάρτησης (η οποία ερμηνεύτηκε ως συγκεκριμένη και όχι ως αφηρημένη θεωρία) να παρέχει όλες τις εξηγήσεις. Αλλά αυτό δεν μπορεί να γίνει· δεν πρέπει κανείς να ζητά από την εξάρτηση περισσότερα σε αφηρημένο επίπεδο από όσα μπορεί να δώσει, ούτε να αφαιρεί από αυτήν ό,τι μπορεί να δώσει. Είναι μια έννοια που χρησιμοποιείται για να τεθεί το ζήτημα της αυξανόμενης διαρθρωτικής μεταφοράς της υπεραξίας από το περιφερειακό συνολικό κεφάλαιο και, ως εκ τούτου, της διαχρονικής κρίσης, της υποτίμησης και της μη βιωσιμότητάς του.
Το να μιλάμε για μεταφορά της υπεραξίας από την περιφέρεια προς το κέντρο σημαίνει ότι μιλάμε για ληστεία της αντικειμενοποιημένης ανθρώπινης ζωής: ζωντανή εργασία που εξάγεται από τις φτωχές χώρες, φτωχές επειδή είναι κακοποιημένες. Είναι η ζωντανή εργασία που είναι η δημιουργική πηγή όλης της αξίας του πιο ανεπτυγμένου συνολικού εθνικού κεφαλαίου καθώς και του λιγότερο ανεπτυγμένου. Το θεμελιώδες ηθικό και πολιτικό ζήτημα έγκειται, ακριβώς, στην πρωταρχική ανάγκη να αποφετιχοποιηθεί η έννοια της εξάρτησης στα χέρια του λαϊκισμού, που κάνει το θύμα να είναι η εθνική αστική τάξη των περιφερειακών χωρών. Αντίθετα, αυτή η αστική τάξη έχει αντλήσει υπεραξία από την εθνική ζωντανή εργασία, το αληθινό θύμα, μέσω μιας εκμετάλλευσης και υπερεκμετάλλευσης που απαιτεί εθνική και λαϊκή απελευθέρωση.
ΝΕΑ ΠΟΛΙΤΙΚΑ ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑΤΑ: «ΕΘΝΙΚΗ» ΚΑΙ «ΛΑΪΚΗ» ΑΠΕΛΕΥΘΕΡΩΣΗ
Νωρίτερα είπα ότι η συζήτηση για τη «θεωρία της εξάρτησης» έφτασε σε αδιέξοδο. Το θεωρητικό λάθος που έγινε ήταν ότι δεν αντιμετώπισε προσεκτικά την αφηρημένη ουσία της έννοιας της εξάρτησης και το θεμελιώδη της νόμο· αυτό οδήγησε σε μια άρνηση της ύπαρξής της ή στη λήθη της σημασίας της. Για τις παρούσες κρίσεις -το διεθνές εξωτερικό χρέος και η ανάγκη για μια επαναστατική θεωρία αρθρωμένη στην πράξη της απελευθέρωσης στην Κεντρική Αμερική, την Καραϊβική και όλο και περισσότερο σε άλλα μέρη της Λατινικής Αμερικής- δεν υπάρχει καμία θεωρία που να τις εξηγεί (ο Μαρξισμός όπως τον άφησε ο Μαρξ δεν είναι αρκετός). Η αντίφαση μεταξύ θεωρίας και πράξης έγκειται στα εξής: Μια διεθνής ταξική πάλη (καπιταλιστής – προλετάριος) διακηρύχθηκε ως η μόνη δυνατότητα, ενώ κάθε προσπάθεια για «εθνική»; ή «λαϊκή» απελευθέρωση χαρακτηρίστηκε ως λαϊκίστικη. Το «ζήτημα της εξάρτησης» θεωρήθηκε αστικό πρόβλημα που ενδιαφέρει μόνο τον περιφερειακό εθνικό καπιταλισμό· δεν ήταν Μαρξιστικό ζήτημα. Ωστόσο, η επανάσταση που θα νικήσει τον καπιταλισμό δεν είναι άμεσα παγκόσμια επανάσταση, ούτε πραγματοποιείται στο επίπεδο του εργοστασίου.
Οι προλετάριοι απελευθερώνονται από την καπιταλιστική τάξη μόνο μέσω εθνικών επαναστάσεων παίρνοντας την κρατική εξουσία. Συχνά τα επαναστατικά πρωτοποριακά κινήματα δεν ήταν μόνο προλεταριακά, αλλά και αγροτικά και μικροαστικά (από τον Μαρξ ή τον Λένιν, μέσω του Μάο, του Αγκοστίνιο Νέτο ή του κομαντάντε Μπόρχε· πρέπει να θυμηθούμε ότι ο Φιντέλ Κάστρο και ο Ένγκελς ήταν, αυστηρά μιλώντας, αστοί, o ένας στα νιάτα του και ο άλλος σε όλη του τη ζωή). Η έννοια του περιφερειακού κυριαρχούμενου «έθνους» και των εκμεταλλευομένων «λαών» (σύνθετες πολιτικές κατηγορίες στο συγκεκριμένο επίπεδο αναπαραγωγής) ως «κοινωνικό μπλοκ των καταπιεσμένων» υπάγει την (πιο αφηρημένη) κατηγορία της «τάξης». Όλα αυτά θα μπορούσαν να είχαν θεμελιωθεί θεωρητικά εάν η έννοια της εξάρτησης είχε αναπτυχθεί σωστά. Η διαδικασία της εθνικής και λαϊκής απελευθέρωσης είναι ο μόνος τρόπος να καταστραφούν οι μηχανισμοί της συνεχούς και αυξανόμενης μεταφοράς υπεραξίας από το λιγότερο ανεπτυγμένο συνολικό εθνικό κεφάλαιο. Αυτό προϋποθέτει υπέρβαση του καπιταλισμού ως τέτοιου, εφόσον η εξαγωγή της υπεραξίας (μια ζωντανή σχέση κεφαλαίου-εργασίας) αρθρώνεται στη μεταφορά υπεραξίας στον ανταγωνισμό μεταξύ συνολικών εθνικών κεφαλαίων διαφορετικών επιπέδων ανάπτυξης. Η αδυναμία του περιφερειακού κεφαλαίου (λόγω της δομικής του μεταφοράς υπεραξίας) δεν σημαίνει ότι μπορούμε να υπολογίσουμε ολόκληρο τον πληθυσμό ως μισθωτή τάξη: Οι περιθωριοποιημένες λαϊκές μάζες διαδραματίζουν πρωταγωνιστικό ρόλο στη διαδικασία της αλλαγής. Το λαϊκό κίνημα και η λαϊκή οργάνωση γίνονται πολιτικές προτεραιότητες.
Όταν κάποιος μιλάει για απελευθέρωση σκέφτεται με όρους μιας κατάστασης κυριαρχίας. Η εξάρτηση αντιπροσωπεύει αυτή την κατάσταση κυριαρχίας στο παγκόσμιο καπιταλιστικό σύστημα. Νομίζουμε ότι, με την αυστηρή έννοια, η σχέση εξάρτησης χρειάζεται δύο βιομηχανικά κεφάλαια (το ένα στο κέντρο και το άλλο στην περιφέρεια). Ωστόσο, πιστεύουμε ότι θα μπορούσαν να υπάρξουν διαφορετικές περίοδοι στην ιστορία της εξάρτησης (που δεν είναι η ιστορία της Λατινικής Αμερικής στο σύνολό της, ούτε οι ιστορίες κάθε έθνους μόνο), που να αποτελούνται από πέντε στιγμές στον χρόνο. Στο ουσιαστικό επίπεδο η αφετηρία μας είναι ο άνθρωπος και προχωράμε προς τον πίθηκο. Τώρα, ιστορικά, η αφετηρία μας είναι ο πίθηκος (γνωρίζοντας a priori τι είναι ο άνθρωπος) και πάμε προς τον άνθρωπο.
Η πρώτη στιγμή, που θα μπορούσαμε να ονομάσουμε μια στιγμή του μονεταριστικού και σταδιακού μεταποιητικού μερκαντιλισμού (16ος και 17ος αιώνας) στο κέντρο, είναι εκείνη η περίοδος κατά την οποία η Λατινική Αμερική ζει την προϊστορία της εξάρτησης με την κατάκτηση, την εξόρυξη πολύτιμων μετάλλων (το χρήμα ως θησαυρός, θα έλεγε ο Μαρξ, ή καλύτερα ως παγκόσμιο χρήμα), και άλλα αποικιακά προϊόντα. Υπάρχει μια εξαγωγή πλούτου. Σε ορισμένα obrajes [εργαστήρια], ορυχεία ή χασιέντες υπάρχει ένα μισθολογικό σύστημα, και ως εκ τούτου, αυστηρά μιλώντας, υπάρχει μια ορισμένη μεταφορά υπεραξίας. Το προϊόν (για παράδειγμα, ζάχαρη από ζαχαρόμυλους με εργασία σκλάβων) μπορεί ακόμη και να μετατραπεί σε εμπόρευμα στην κεντρική καπιταλιστική αγορά και να πραγματοποιήσει κέρδος[v].
Η δεύτερη στιγμή προετοιμασίας για την εξάρτηση στην «πρώτη μορφή» του βιομηχανικού καπιταλισμού (του βρετανικού, για παράδειγμα, με μονοπωλιακή διαμεσολάβηση της Ισπανίας) εμφανίζεται από την εποχή των μεταρρυθμίσεων των Βουρβόνων μέχρι την [εμφάνιση] του ιμπεριαλισμού με τη στενή έννοια (από τα μέσα του δέκατου όγδοου αιώνα έως περίπου το 1880). Μέσω της άνισης ανταλλαγής πρώτων υλών για βιομηχανικά προϊόντα και των πληρωμών τόκων για διεθνείς πιστώσεις, υπάρχει ήδη ένα είδος διαρθρωτικής αρχής για τη μεταφορά της υπεραξίας.
Μια τρίτη στιγμή, η πρώτη της εξάρτησης με την αυστηρή έννοια, είναι η «δεύτερη μορφή» του καπιταλισμού, δηλαδή του ιμπεριαλισμού (από το 1880 περίπου έως την κρίση του 1929). Οι προηγούμενοι μηχανισμοί γίνονται εντονότεροι. Οι σιδηρόδρομοι, για παράδειγμα, είναι ταυτόχρονα πιστωτικό χρέος (μεταφορά υπεραξίας μέσω πληρωμών τόκων) και τεχνολογική διαμεσολάβηση στην εξαγωγή πλούτου (συμπεριλαμβανομένης όχι μόνο αξίας αλλά και υπεραξίας).
Η τέταρτη στιγμή είναι αυτή της εξάρτησης κάτω από λαϊκιστικά καθεστώτα (Ιπόλιτο Υριγκόγιεν της Αργεντινής, Ζετούλιο Βάργκας της Βραζιλίας, Λάζαρο Καρντένας του Μεξικού ή Χουάν Ντομίνγκο Περόν της Αργεντινής· η κλασική εποχή είναι από το 1930 έως το 1955), όταν ο περιφερειακός καπιταλισμός εισέρχεται σε «ανταγωνισμό» με το κεντρικό κεφάλαιο και η υπεραξία μεταφέρεται σύμφωνα με τον θεμελιώδη νόμο που έχει διατυπωθεί (ή μέσω μηχανισμών που καθορίζουν την τάση του). Οι λαϊκισμοί είναι η απόπειρα για ένα εθνικιστικό καπιταλιστικό μονοπώλιο και έχουν μια ορισμένη ευκαιρία όταν ο κεντρικός καπιταλισμός βρεθεί στον αγώνα για διεθνή κυριαρχία (από το 1914 έως το 1945). Χάνουν κάθε ευκαιρία όταν η νέα δύναμη (οι Ηνωμένες Πολιτείες) αναδιοργανώνει την περιφερειακή εξάρτηση με νέο τρόπο.
Η πέμπτη στιγμή, από το 1954 (με το πραξικόπημα κατά του Χακόμπο Αρμπένζ στη Γουατεμάλα) ή το 1955 (η πτώση του Χουάν Περόν στην Αργεντινή), σηματοδοτεί εκείνη την έναρξη του σταδίου της εξάρτησης ως «αναπτυξιακή» πολιτική για να το πούμε σωστά. Οι θεωρίες της εξάρτησης συμβουλεύουν την είσοδο στον «διεθνή ανταγωνισμό». Η διείσδυση των χρηματοοικονομικών και παραγωγικών κεφαλαίων, για να το πούμε σωστά, ανοίγει το έδαφος για τις διεθνικές εταιρείες και την αύξηση του χρέους. Το 1964 (με το πραξικόπημα «εθνικής ασφάλειας» της Βραζιλίας), υπάρχει μια μετατόπιση από μία τυπικά δημοκρατική και αναπτυξιακή εξάρτηση σε μία αναπτυξιακή στρατιωτικού τύπου εξάρτηση (υπό την ιδεολογία ενός Γκολντμπερυ ντο Κόουτο ε Σίλβα μέχρι τον Πινοσέτ). Αυτή είναι η κατάσταση στην οποία βρισκόμαστε αυτή τη στιγμή (περνώντας από νεολαϊκισμούς, νεοαναπτυξιακούς, εθνικιστικές ή εξαρτημένες δικτατορίες και μια ποικιλία εκδημοκρατιστικών aperturas ή «ανοιγμάτων»).
Έτσι, από τη σκοπιά της έννοιας της εξάρτησης μπορούμε να δούμε ότι η διαδικασία της πρώτης χειραφέτησης από την Ισπανία δεν σήμαινε να μεταβούμε από την αποικία ενός εξαρτημένου και μονοπωλιακού κεφαλαίου όπως το ισπανικό, σε άμεση εξάρτηση από την Αγγλία (ή άλλες δυνάμεις της εποχής). Ο λαϊκισμός (1930-1954) προσπάθησε να αναπτύξει τον εθνικό καπιταλισμό, εμποδίζοντας τον διεθνή ανταγωνισμό με ορισμένα προστατευτικά ή μονοπωλιακά μέτρα. Αυτά τα μέτρα καταστράφηκαν εύκολα από τις Ηνωμένες Πολιτείες και [οι λαϊκιστές] έπεσαν σαν μια σειρά από ντόμινο (1954-1959).
Μόνο η Κούβα (από το 1959) και σήμερα με τους αγώνες στη Νικαράγουα (από το 1979) και το Ελ Σαλβαδόρ, έχουν κάνει προσπάθειες να βγουν από τη διαλεκτική του διεθνούς ανταγωνισμού του κεφαλαίου. Η Νικαράγουα, στον επιθετικό πόλεμο που της έχει κηρύξει το αμερικανικό κεφάλαιο, υφίσταται το αμάρτημα να μην μπαίνει στο παιχνίδι του ανταγωνισμού όπου θα έπρεπε δομικά και ολοένα και περισσότερο να μεταφέρει την υπεραξία της, όπως όλες οι υπόλοιπες χώρες της Λατινικής Αμερικής, στις οποίες διεισδύουν βαθιά το διεθνικό κεφάλαιο και ο μηχανισμοί της εξάρτησης.
Αυτό που διακυβεύεται τότε λοιπόν είναι η Δεύτερη Χειραφέτηση. Η έννοια της εξάρτησης είναι η μόνη που μπορεί να προσφέρει ένα θεωρητικό πλαίσιο για μια πολιτική κατανόηση της κατάστασης κυριαρχίας στην οποία βρίσκονται σήμερα τα λατινοαμερικανικά έθνη μας. (Ας ειπωθεί παρεμπιπτόντως ότι το ίδιο ισχύει για τα αφρικανικά και ασιατικά έθνη.) Η έννοια της «ταξικής πάλης» δεν αρκεί για να δώσει μια θεμελιώδη διάγνωση. Δεν πρέπει να λησμονείται ότι η «ανταγωνιστική πάλη» (Marx, 1865-70: 353· η έμφαση προστέθηκε από τον Ντουσσέλ) τοποθετεί τις περιφερειακές χώρες με πολύ ακριβή τρόπο, και ο αδύναμος και εξασθενημένος καπιταλισμός τους προσφέρεται για διαδικασίες απελευθέρωσης. Είναι η απελευθέρωση από την εξάρτηση (ως εθνική κυριαρχία, μέσω των εθνικών αστικών τάξεων και του συνολικού κεφαλαίου της χώρας) και η απελευθέρωση του καταπιεσμένου λαού του έθνους (του κοινωνικού μπλοκ εκείνων που με την εργασία τους, είτε είναι μισθωτή είτε διαθέσιμη εργασία, δημιουργούν όλη τη μεταβιβάσιμη αξία και την υπεραξία)[vi].
Αυτός είναι ο λόγος για τον οποίο το Μέτωπο Εθνικής Απελευθέρωσης Σαντινίστα (Σ.τ.Ε., Frente Sandinista de Liberacion Nacional) (FSLN) αυτοπροσδιορίζεται ως εθνικό και λαϊκό απελευθερωτικό κίνημα[vii]. Εθνικό ως προς το ότι, ξεπερνώντας την καπιταλιστική εξάρτηση, η χώρα μπορεί να συσσωρεύσει τον καρπό της εργασίας των εργατών της ως δικό της πλούτο. Λαϊκό ως προς το ότι όχι μόνο οι τάξεις που καταπιέζονταν από τον περασμένο καπιταλισμό, αλλά ακόμα και όλοι εκείνοι που δεν ήταν τίποτα για το συνολικό εθνικό κεφάλαιο (οι άνεργοι, οι εθνικές μειονότητες, ο περιθωριοποιημένος πληθυσμός κ.λπ.), στη Νικαράγουα μπορούν να οργανώσουν έναν νέο, απελευθερωμένο τρόπο ζωής στη βάση της κουλτούρας τους – και της θρησκείας τους ως μέρος της λαϊκής τους κουλτούρας (βλ. Dussel, 1986) – ως επιβεβαίωση της εξωτερικότητας της συγκεκριμένης, ιστορικής ζωντανής εργασίας.
Το να συνεχίσουμε τον θεωρητικό λόγο του Μαρξ πέρα από τη Λατινική Αμερική και όχι απλώς να τον εφαρμόσουμε (πράγμα που είναι λάθος γιατί ήταν «ανοιχτός» και «μη ολοκληρωμένος»), και το να ανακαλύψουμε σε αυτόν νέες δυνατότητες που βασίζονται στη λαϊκή πρακτική της εθνικής απελευθέρωσης, με βάση τη «λογική των πλειοψηφιών» (αλλά των πλειοψηφιών ως υποκείμενα της ιστορίας της απελευθέρωσης), είναι το καθήκον μιας φιλοσοφίας της απελευθέρωσης.
Η έννοια της εξάρτησης, λοιπόν, από πολιτική οπτική (στη σωστή πρακτική της εθνικής και λαϊκής απελευθέρωσης) και από θεωρητική οπτική (σε μια φιλοσοφία απελευθέρωσης που μεθοδικά στοχάζεται για τη λατινοαμερικανική πραγματικότητα ως διαδικασία απελευθέρωσης) είναι θεμελιώδης. Στο επίπεδο της πολιτικής οικονομίας, είναι η ίδια η αφετηρία για την έννοια της απελευθέρωσης.
Είναι η θεωρητική στιγμή από την οποία και από όπου ξεκινά και η διαδικασία της απελευθέρωσης στην ήπειρό μας.
[1] *Σημείωση του μεταφραστή: Το MEGA αναφέρεται στο Marx-Engels Gesamtausgabe, μια συλλογή έργων των Μαρξ και Ένγκελς που δημοσιεύονται στις γλώσσες των πρωτοτύπων. Μια νέα, οριστική έκδοση στην αγγλική γλώσσα έκδοση των συλλογικών έργων του Μαρξ και του Ένγκελς (MECW) άρχισε να εμφανίζεται το 1975. Οι τόμοι 28 και 29 του MECW, οι οποίοι περιέχουν τα οικονομικά έργα του Μαρξ από το 1857 έως το 1861 (συμπεριλαμβανομένων των Grundrisse), κυκλοφόρησαν το 1986 και το 1987. Οι τόμοι 30-34 του MECW πρόκειται να περιλαμβάνουν τα οικονοµικά χειρόγραφα του 1861-63, ενώ οι τόµοι 35-37 θα περιέχουν το σύνολο του Κεφαλαίου. Οι τελευταίοι τόμοι του MECW δεν έχουν ακόμη τυπωθεί. Δεδομένου ότι το MEGA δεν ήταν διαθέσιμο για τη μετάφραση αυτού του άρθρου, η αγγλική έκδοση των παραπομπών του Dussel από το Theories of Surplus-Value προέρχονται από την έκδοση του 1963 των εκδόσεων Progress Publishers, ενώ άλλες παραπομπές από τα χειρόγραφα του 1861-63 μεταφράζονται από την ισπανική έκδοση του Dussel. Παραπομπές από το Κεφάλαιο προέρχονται από την έκδοση Vintage (1977-1981), μεταφρασμένες από τον Ben Fowkes (τόμος 1) και τον David Fembach (τόμοι 2 και 3).
* Σημείωμα του μεταφραστή: Ο Μαρξ συχνά χρησιμοποιούσε ξένες εκφράσεις· η χρήση του φράσεων στα αγγλικά στο πρωτότυπο καταδεικνύεται εδώ με κεφαλαία γράμματα.
[i] Ο Λένιν χρησιμοποιεί επίσης την έκφραση «εξαιρετικό (Σ.τ.Ε., ή έκτακτο, extraordinary) κέρδος».
[ii] Ο Λένιν δεν συσχετίζει ούτε αυτός τη μεγαλύτερη οργανική σύνθεση κεφαλαίου με το ερώτημα της αξίας και της τιμής, αλλά υπάρχουν πολλές αναφορές στο τεχνολογικό ζήτημα.
[iii] Ο Μαρξ θα έβγαζε μόνο κάποιο υλικό γι’ αυτό το ζήτημα στο κεφ. 22 του τόμου 1 του Κεφαλαίου, «Εθνικές Διαφορές στους Μισθούς», και στα κεφ. 11 και 14 του τόμου 3.
[iv] Στον ίδιο τόμο υπάρχουν άρθρα των L. Vitale, R. De Armas, A. Gunder Frank, και άλλων. Βλ. επίσης Frank et al. (1972) ή Sempat Assadourian et al. (1973). Σε όλα αυτά τα έργα δεν υπάρχει ούτε μια φορά συζήτηση για «τιμή παραγωγής» ή «παγκόσμια αξία». Οι κατηγορίες είναι κάπω ασαφείς· η έννοια του «τρόπου παραγωγής» είναι σε μεγάλο βαθμό Αλτουσεριανή. Υπάρχει μια συζήτηση για «πλεόνασμα», αλλά ποτέ για «μεταφορά υπεραξίας».
[v] Μιας και ο Μαρξ είχε ήδη κατασκευάσει ένα σύνολο «αφηρημένων» κατηγοριών, προκειμένου να αποφευχθούν νέες φανταστικές αφαιρέσεις, μόνο συγκεκριμένες ιστορικές μελέτες θα ήταν αναγκαίες στη Λατινική Αμερική – και αυτό είναι που επρόκειτο η μελέτη του Frank να είναι.
[vi] Μέχρι εδώ είναι που πάει ο ορισμός της εξάρτησης· στο αξιόλογο βιβλίο του Imperialismo y dependencia, ο Dos Santos, λέει ότι «η οικονομία τους είναι υπό συνθήκη (Σ.τ.Ε, conditioned)» (1978: 305). Είναι μόνο μια «συνθήκη»;
[vii] Βλ. τι έχω γράψει για τα Σχέδια του Μαρξ στο έργο μου (1985, μέρη 2.4 και 16.4· επίσης στο 1988, μέρος 12.5 και στο προλογικό σημείωμα).
[viii] Ο Marini λέει «μεταφορά υπεραξίας» στη σελίδα 35 και σε αλλού στο ίδιο έργο.
[ix] Βλ. Dussel (1985: 371). Φαίνεται σημαντικό σε μας ότι σε ένα πρόσφατο άρθρο ο Cueva λέει ότι «είναι χρήσιμο να επισημάνουμε το γεγονός ότι μέσα από αυτό το διακεκριμένο σύνολο δημιουργών, ο (λατινοαμερικάνικος) Μαρξισμός συγχωνεύτηκε άρηκτα με το εθνικό και το λαϊκό» (Cueva 1986: 28). «Έθνος» και «λαός» είναι επομένως κατηγορίες προς ορισμό και χρήση (βλ. παρακάτω).
[x] Βλ., για παράδειγμα, «Η συσσώρευση των Κεφαλαίων και ο Ανταγωνισμός Ανάμεσα στους Καπιταλιστές» (Marx, 1844a: 250-258). Επίσης: «Ακριβώς επειδή η πολιτική οικονομία δεν αντιλαμβάνεται τον τρόπο που συνδέεται η κίνηση, ήταν δυνατό να αντιπαρατεθεί για παράδειγμα το δόγμα του ανταγωνισμού με αυτό του μονοπωλίου…» (Marx, 1844a: 271).
[xi] Βλ. Κεφάλαιο, τομ. 3, όπου ο Μαρξ γράφει «Επιπλέον λεπτομέρειες επί αυτού ανήκουν στην ειδική μελέτη του ανταγωνισμού» (Marx, 1865-70: 298). Το σχέδιο από τα Grundrisse, επομένως συνέχισε να ισχύει σε αυτό το σημείο. Όταν συζητά τον «ανταγωνισμό» στα Grundrisse, ο Μαρξ επίσης συχνά σημείωνε ότι «Επιπλέον ανάλυση [αυτού του προβλήματος] ανήκει στο μέρος για τον ανταγωνισμό» (Marx 1857-58a: 364). Και αργότερα θα έγραφε ακόμη: «αυτή είναι μια πλευρά που θα συζητηθεί όταν φτάσουμε στον Ανταγωνισμό μεταξύ Κεφαλαίων» (Marx, 1865-70Q 426).
[xii] Βλ. Marx (1857-58a: 38) και τα Χειρόγραφα του 1861-63 (MEGA, II,3,6). Βλέπε Hegel (1969) για τις έννοιες της Έλξης και Απώθησης. Στα Χειρόγραφα του 1861-63 βλ. για τον «ανταγωνισμό»: εν γένει (γερμανική έκδοση MEGA II, 3: 1644, 215, 146, 286)· ως μια μορφή πραγματοποίησης του κεφαλαίου (1603, 1605, 1630, 2273)· ως ένας αναγκαστικός νόμος του κεφαλαίου, και σημαντικός για εξαρτημένα συνολικά εθνικά κεφάλαια (261, 307, 1603, 1604, 1606, 1677, 1678)· μεταξύ καπιταλιστικών χωρών (674, 677)· μεταξύ καπιταλιστών (722-724, 727, 853, 990, 1107, 1143, 1273, 1275, 1276, 1501, 1506, 1597)· και ποσοστό κέρδους (684-686, 722-724, 854-856, 1513, 1568)· και αξία του εμπορεύματος (750, 906, 939, 940, 1568, 1904)· και τιμή του εμπορεύματος (750, 754). Βλ. Marx, 1974: 338-347, 542, 549, κ. λπ.
[xiii] Για αυτό το ζήτημα βλ. την άποψη που εκτίθεται στο Dussel (1985, κεφ. 18).
[xiv] Για αυτό το σημείο βλ. Dussel (1985, κεφ. 18, μέρος 1).
[xv] Το ζήτημα του κράτους στον Μαρξ αντιστοιχεί στην «αστική κοινωνία» του Χέγκελ (Hegel 1942, παράγραφοι 182-250)· οι εξωτερικές σχέσεις μεταξύ κρατών στον Μαρξ αντιστοιχεί στο ίδιο ζήτημα στον Χέγκελ (παράγραφοι 330-340)· η παγκόσμια αγορά στον Μαρξ υποδεικνύει το ζήτημα της «παγκόσμιας ιστορίας» στον Χέγκελ (παράγραφοι 341-360).
[xvi] Ο Μαρξ μιλάει για «λιγότερο ανεπτυγμένες χώρες» (minder entwikelten Ländern) (MEGA, II, 3: 1161, 31-32· 1861-63 [ισπανική έκδοση] II: 498)· και για «έθνος» (1861-63 [ισπανική έκδοση] III: 298).
[xvii] Ο Μαρξ συχνά χρησιμοποιεί την έκφραση «το συνολικό κεφάλαιο (Gesamtkapital) ενός έθνους» (βλ. Marx, 1857-58b: 227). «Αν υποθέσουμε ένα ενιαίο κεφάλαιο, ή εάν θεωρήσουμε τα διάφορα κεφάλαια μιας χώρας ως ένα κεφάλαιο (εθνικό κεφάλαιο [Nationalkapital]) ως διακριτό από αυτά άλλων χωρών…» (Marx, 1857-8b: 52). Ο Μαρξ μιλά επίσης για «εθνικούς μισθούς» (Marx, 1866-67: κεφ. 22), ή για «το εθνικό κεφάλαιο» (Marx, 1857058b: 10).
[xviii] Στον Μαρξ το «εθνικό ζήτημα» πρέπει να τίθεται ακριβώς σε αυτό το επίπεδο: Αυτό που εμποδίζει τον ανταγωνισμό από το να είναι τέλειος (δηλ. η ύπαρξη μονοπωλίου ως ένα εξω-οικονομικό «πολιτικό» γεγονός) είναι η ύπαρξη «εθνών» με κράτη. Οι συνθήκες του παγκόσμιου κεφαλαίου στη συντήρηση και αναπαραγωγή του έχουν σχετικά ανθεκτικά εθνικά σύνορα (αν και συχνά παραβιάζονται σε κάποιον βαθμό). Είναι σαν ένα «ανάχωμα στην αθλιότητα» (MEW 12, 231), ή στον πλούτο. Ο Σαμίν Αμίν σημειώνει ορθώς ότι: «Η συνθήκη της εσωτερικής ανάπτυξης προφανώς προχωράει από την ύπαρξη της εθνικής πραγματικότητας, την οποία η οικονομική θεωρία προσπαθεί να αγνοεί. Το καπιταλιστικό σύστημα, παρόλο που μπορεί να έχει ενοποιήσει τον κόσμο, τον έχει ενοποιήσει στη βάση άνισα ανεπτυγμένων εθνών» (Amin, 1970: 81). Η ύπαρξη μιας «εθνικής πραγματικότητας» με τίποτα δεν αρνείται την εξάρτηση, ούτε το αντίθετο. Και οι δυο υπάρχουν: η μια ως μια μερική ουσία (έθνος), η άλλη ως η σύνδεση σε ανταγωνισμό (και, επομένως, εξηγώντας τη μεταφορά υπεραξίας από ένα «έθνος» στο άλλο, τίποτα περισσότερο, τίποτα λιγότερο).
[xix] Στην πραγματικότητα η οργανική σύνθεση κεφαλαίου ή ο βαθμός της παραγωγικότητας της εργασίας επιτρέπει μια άνοδο της «μέσης» αξίας της εργασιακής ικανότητας στις ανεπτυγμένες χώρες, αντικειμενικά. Και οι μισθοί και τα μέσα παραγωγής έχουν εθνικούς ή μονοπωλιακούς «μέσους όρους» και τα δικά τους εμπόδια. Ο «ανταγωνισμός» δεν είναι τέλειος ανάμεσα σε ατομικά κεφάλαια ή κλάδους παραγωγής στη διεθνή αγορά· διαμεσολαβείται και τροποποιείται από την αντιπαράθεση μεταξύ συνολικών εθνικών κεφαλαίων με διαφορετικούς «μέσους όρους».
[xx] Βλ. Dussel (1985, κεφ. 7, μέρος 1· για σχολιασμό των Χειρογράφων του 1861-1863, βλ. 1988, κεφ. 3, μέρος 1).
[xxi] «… Αυτές οι χώρες εξαναγκάζονται να ανταγωνιστούν με άλλες, πολύ πιο ανεπτυγμένες» (MEGA, II, 3: 674, 19-20· Marx, 1961-63 [ισπανική έκδοση], ΙΙ, 8).
[xxii] Βλ. όλα αυτά λεπτομερώς στο Kuntz (1985: 124 κ.ε.).
[xxiii] Ειδάλλως «ένα έθνος αρχικά φτωχό όπως το ολλανδικό δε θα ήταν ποτέ δυνατό να κερδίσει ανταλλακτικές αξίες διά του εξωτερικού εμπορίου και να γίνει αστικώς πλούσιο» Marx, 1974: 810).
[xxiv] Αυτά τα δύο κεφάλαια, που έχουν αναφερθεί ήδη, είναι το κεφ. 20 του τόμου 1 του Κεφαλαίου, και το κεφ. 14 του τόμου 3. Είναι και τα δυο προοικονομίες πιο συγκεκριμένων προβλημάτων τα οποία θα εξετάζονταν πιο μετά σύμφωνα με το σχέδιο, τόσο μεθοδολογικά όσο και παιδαγωγικά.
[xxv] Το «εθνικό ζήτημα», όπως αναφερθήκαμε, είναι στην ουσία του θεμελιώδες για τον διεθνή ανταγωνισμό, και δεν αντιμετωπιζόταν συχνά με αυτόν τον τρόπο στη συζήτηση για την εξάρτηση.
[xxvi] Φτάνουμε στο αποτέλεσμα υπό όρους κατηγοριών, και ρητώς από το θεωρητικό έργο του Μαρξ μεταξύ Ιουνίου και Αυγούστου του 1862. Βλ. κεφ. 9, για την πρόσοδο, στο Dussel (1988).
[xxvii] Αυτό το ζήτημα εξετάζεται στο κεφ. 10 του τόμου 3 του Κεφαλαίου.
[xxviii] Η διαφορά μεταξύ ενός «νόμου» (Gesetz) και μιας «τάσης» (Tendenz) μας υποδεικνύει τη διαφορά στον Χέγκελ μεταξύ του «ουσιαστικού κόσμου» και του «φαινομενικού κόσμου».
[xxix] «Τρία τέταρτα των εξαγωγών της περιφέρειας είναι από σύγχρονους τομείς με ισχυρή παραγωγικότητα» (Amin, 1971: 68, βλ. το ίδιο σημείο στο Amin, 1970: 79).
[xxx] Είναι ενδιαφέρον να σημειώσουμε ότι στο έργο των Paul Baran και Paul Sweezy (1968), εκεί όπου αναφέρεται ότι οι φοιτητές σε μια ανατολική [ευρωπαϊκή] χώρα δεν ήταν ικανοί να απαντήσουν στην ερώτηση «Τι είναι το μονοπώλιο;», οι ίδιοι οι συγγραφείς ποτέ δεν δίνουν έναν ορισμό του μονοπωλίου. Ίσως το κοντινότερο πράγμα στο θέμα μας στο έργο τους είναι ο καθορισμός «μονοπωλιακής τιμής» (Baran & Sweezy, 1968: 48-66). Το θέμα αγγίζεται στα Χειρόγραφα του 1861-1863: μονοπώλιο εν γένει (MEGA, II, 3: 99, 116, 117, 147, 1448), και ιδιωτική ιδιοκτησία (749, 754, 806, 814, 956, 1470), και ανταγωνισμός (1682), και το ζήτημα της μονοπωλιακής τιμής (691, 749, 814, 960), κ. λπ. Εμφανώς, το μονοπώλιο είναι η άρνηση του ανταγωνισμού, αλλά προκειμένου να τον αποκαταστήσει σε ένα άλλο επίπεδο. Έτσι ο καπιταλιστικός «εθνικισμός» (προστατευτισμός) είναι μονοπώλιο σε εθνικό επίπεδο, αλλά τέτοιο που οργανώνει τον ανταγωνισμό εντός των εθνικών συνόρων. Από την άλλη μεριά, το ισχυρό εθνικό κεφάλαιο ενδιαφέρεται να σπάσει τα εθνικά σύνορα για να επιτρέψει τον «παγκόσμιο ανταγωνισμό».
[xxxi] Βλ. τις διαφορές μεταξύ της αξίας της εργασιακής ικανότητας και της αξίας των μισθών στο MEGA (II, 3: 2149, 13 κ.ε.). Οι μισθοί της περιφέρειας μπορούν να πέφτουν απόλυτα και η αξία της εργασιακής ικανότητας μπορεί να μειωθεί στο άθλιο ζωτικό ελάχιστο.
[xxxii] Οι πρώτοι δύο τόμοι του υπέροχου έργου του Immanuel Wallerstein (1979) είναι ένα άριστο παράδειγμα αυτής της ιστορίας.
[xxxiii] Για την έννοια του «έθνους» βλ. το άρθρο μου (Dussel, 1984)· για την κατηγορία του «λαού» βλ. κεφ. 18, μέρος 6 του έργου μου του 1985.
[xxxiv] Βλ. Bayardo Arce (1985). Σε κάποιο σημείο λέει: «Αυτή η εμπειρία μπορεί να παρουσιαστεί ως μια σύγκλιση μεταξύ … Εθνικισμού … Χριστιανισμού … Μαρξισμού» (Arce, 1985: 9).
*Οι παρενθέσεις [] περιέχουν σημειώσεις του μεταφραστή.
ΑΝΑΦΟΡΕΣ
Amin, Samir
1970 L’ acumulation à l’ échelle mondiale; critique de la théorie du sous-développement. Dakar: IFAN.
1971 “El comercio internacional y los flujos internacionales de capitales,” in Imperialismo y comercio internacional. Mexico City: Siglo XXI.
1974 Accumulation on a World Scale; a Critique of the Theory of Underdevelopment. New York: Monthly Review Press.
Arce, Bayardo
1985 “En Nicaragua se juega el destino de América Latina.” Pensamiento Propio 18-20 (February): 1-11.
Bagú, Sergio
1949 Economía de la sociedad colonial: ensayo de historia comparada. Buenos Aires: El Ateneo.
1977 “La economía de la sociedad colonial” in Feudalismo, capitalismo, subdesarrollo.Madrid: Akal.
Bambirra, Vania
1978 Teoria de la dependencia. Mexico City: Ediciones Era.
Baran, Paul A. and Paul M. Sweezy
1966 Monopoly Capital. An Essay on the American Economic and Social Order. NewYork: Monthly Review Press.
1968 El capital monopolista. Mexico City: Siglo XXI.
Bauer, Otto
1956 Einführung in die Vokswirschaftslehre. Vienna: Verlag der Wiener Volksbuchhandlung.
Bettelheim, Charles
1971 “Intercambio internacional y desarrollo regional” in Imperialismo y comercio internacional (El intercambio desigual). Córdoba: Pasado y Presente.
Boeke, J. H.
1953 Economics and Economic Policy of Dual Societies, as Exemplified by Indonesia. New York: International Secretariat, Institute of Pacific Relations.
Cardoso, Fernando Henrique and Enzo Faletto
1970 Dependencia y desarrollo en América Latina. Mexico City: Siglo XXI.
1979 Dependency and Development in Latin America. Translated by Marjory Mattingly Urquidi. Berkeley: University of California Press.
Cueva, Agustín
1979 “Problemas y perspectivas de la teoría de la dependencia” in Debates sobre la teoría de la dependencia. San José, Costa Rica: EDUCA.
1986 “Itinerario del marxismo latinoamericano.” Nexos 102 (June): 25-37.
Dos Santos, Theotonio
1978 Imperialismo y dependencia. Mexico City: Ediciones Era.
Dussel, Enrique
1984 Cultura latinoamericana y filosifía de la liberación. Latinoamérica (Mexico) 17:77-128.
1985 La producción teórica de Marx. Un comentario a los Grundrisse. Mexico City: Siglo XXI.
1986 Cultura nacional, popular y revolucionaria. Casa de las Américas (Havana) 155-156:68-73.
1988 Hacia un Marx desconocido. Un comentario de los Manuscritos del 61-63. Mexico City: Siglo XXI and Universidad Autónoma Metropolitana-Iztapalapa.
Emmanuel, Arghiri
1971 El intercambio desigual. In Imperialismo y comercio internacional (El intercambio desigual). Córdoba: Pasado y Presente. Originally published in 1962 in Problèmes de Planification.
Faletto, Enzo
1964 Dualismo estructural. Santiago: ILPES.
Frank, André Gunder
1963a Fonctionalisme et dialectique. In Le développement du sous-développement. Paris: Maspero, 1970.
1963b Sociologie du développement, sous-développement de la sociologie. In Le développement du sous-développement. Paris: Maspero, 1970.
1965 Capitalismo y subdesarrollo en América Latina. Buenos Aires: Siglo XXI, 1973.
1969 América Latina: subdesarrollo y revolución. Mexico City: Era, 1972.
1970 Desarrollo del subdesarrollo. Mexico City: ENAH [Escuela Nacional de Antropología e Historia].
1971 Lumpenburguesia: lumpendesarrollo. Barcelona: Laia.
1981 Crisis in the Third World. New York: Holmes and Meier.
Frank, André Gunder, et al.
1972 América Latina: feudalismo o capitalismo? Bogota: Oveja Negra.
González Casanova, Pablo
1963 Sociedad plural, colonialismo interno y desarrollo. América Latina 6 (3).
Grossman, Henryk
1979 La ley de la acumulación y el derrumbe del sistema capitalista. Mexico City: Siglo XXI. [Translation of Das Akkumulations- und Zusammenbruchsgesetz des kapitalistischen Systems. New York: B. Franklin, 1970.]
Hegel, G. W. F.
1942 Hegel’s Philosophy of Right. Translated by T. M. Knox. Oxford: Clarendon Press. [Translation of Grundlinien der Philosophie des Rechts].
1969 Logik. Frankfurt, Federal Republic of Germany: Suhrkamp.
Hobson, J. A.
1902 Imperialism. A Study. London: K. Nisbet & Co.
Jaguaribe, Hélio, et al.
1970 La dependencia político-económica de América Latina. Mexico City: Siglo XXI.
Kalecki, Michal
1971 Selected Essays on the Dynamics of the Capitalist Economy. Cambridge: Cambridge University Press.
Kalmanovitz, Salomón
1983 El desarrollo tardío del capitalismo. Bogota: Siglo XXI.
Kuntz, Sandra
1985 Presupuestos metodológicos de la cuestión de la dependencia en Marx, en los Grundrisse y El capital. Thesis, Facultad de Ciencias Politicas, Universidad Nacional Autónoma de México.
Lambert, Jacques
1953 Le Brésil; structures social et institutions politiques. Cahiers de la Fondation Nationale des Sciences Politiques (44). Paris: A. Colin.
Lenin, V. I.
1916 Imperialism, the Highest Stage of Capitalism. A Popular Outline. In V. I. Lenin, Collected Works, vol. 22. Moscow: Progress Publishers, 1964.
Luxemburg, Rosa
1951 Ausgewahlte Reden und Schriften; mit einem Vorwort von Wilhelm Pieck. Vol. 2. Berlin: Dietz.
1967 La acumulación de capital. Mexico City: Grijalbo.
Marcuse, Herbert.
1932 Hegels Ontologie und die Grundlegung einer Theorie der Geschichtlichkeit. Frankfurt: V. Klostermann. [Published in English as Hegel’s Ontology and the Theory of Historicity. Cambridge, MA: MIT Press, 1987.]
Marini, Ruy Mauro
1973 Dialéctica de la dependencia. Mexico City: Ediciones Era.
Marx, Karl
1844a Economic and Philosophical Manuscripts of 1844. In Karl Marx, Frederick Engels Collected Works (MECW) vol. 3. New York: International Publishers, 1975.
1844b Summary of Frederick Engels’ article ’Outlines of a Critique of Political Economy’ published in Deutsch-Franzôsische Jarhrbûcher. In MECW, vol. 3. New York: International Publishers, 1975.
1846 Letter to Pavel Vasilyevich Annenkov. pp. 95-106 in MECW, vol. 38. New York: International Publishers, 1982.
1857-58a Outlines of the Critique of Political Economy. [Grundrisse]. (Rough Draft of 1857-58 [First Installment]). In MECW, vol. 28. New York: International Publishers, 1986.
1857-58b Outlines of the Critique of Political Economy. [Grundrisse]. (Rough Draft of 1857-58 [Second Installment]). In MECW, vol. 29. New York: International Publishers, 1987.
1861-63* Theories o.f Surplus-Value. 3 vols. Translated by Emile Burns. Moscow: Progress Publishers, 1963. Published in Spanish, 3 vols. Mexico City: Fondo de Cultura Económica, 1980.
1864-65* Capital. A Critique of Political Economy. Vol. 3. Introduced by Ernest Mandel. Translated by David Fernbach. New York: Vintage Books, 1981. First published in 1885.
1865-70* Capital. A Critique of Political Economy. Vol. 2. Introduced by Ernest Mandel. Translated by David Fernbach. New York: Vintage Books, 1981. First published in 1894.
1866-67* Capital. A Critique of Political Economy. Vol. 1. Introduced by Ernest Mandel. Translated by Ben Fowkes. New York: Vintage Books, 1977. First published 1867.
1974 Grundrisse. Berlin: Dietz.
MEGA
1972-[1988] Karl Marx, Friedrich Engels Gesamtausgabe (MEGA). Edited by the Institute for Marxism-Leninism of the Central Committe of the Communist Party of the Soviet Union and the Institute for Marxism-Leninism of the Central Committee of the Socialist Unity Party of Germany. Berlin: Dietz. [Text in English, French, and German.]
Mûller, Manfred
1978 Auf dem Wege aum Kapital: zur entwicklung des Kapitalbegriffs von Marx in den jahren 1857-1863. Berlin: Das Europaische Buch.
Palloix, Christian
1971 La cuestión del intercambio desigual. Una crítica de la economía política. In Imperialismo y comercio internacional. Mexico City: Siglo XXI.
Pierre-Charles, Gérard
1979 Teoría de la dependencia. in Debates sobre la teoría de la dependencia. San José, Costa Rica: EDUCA.
Prebisch, Rál
1951 Estudio económico de América Latina, 1949. New York: United Nations.
1964 Nueva política comercial para el desarrollo. Mexico City: Fondo de Cultura Económica.
Rosdolsky, Roman
1968 Zur Entstehungsgeschichte des Marxschen Kapitals. Frankfurt: Europaische Verlagsanstalt.
1979 Génesis y estructura de El Capital de Marx. Mexico: Siglo XXI. [Translation of Rosdolsky (1968). English language edition: The Making of Marx’s Capital. London: Pluto Press, 1977.]
Rostow, W. W.
1952 The Process of Economic Growth. New York: Norton.
Sempat Assadourian, Carlos et al.
1973 Modos de producción en América Latina. Córdoba: Pasado y Presente.
Stavenhagen, Rodolfo
1968 Seven Fallacies on Latin America. In Latin America: Reform or Revolution? New York: Fawcett.
Wallerstein, Immanuel
1979 El moderno sistema mundial. Mexico City: Siglo XXI.
* Ημερομηνίες στις οποίες ο Μαρξ έγραψε τα χειρόγραφα που χρησιμοποίησε ο Ένγκελς (για τους τόμους 2 και 3 του Κεφαλαίου) και ο Κάουτσκι (για τις Θεωρίες για την Υπεραξία). Βλ. την Εισαγωγή του Μάντελ στον τόμο 1 του Κεφαλαίου.