Τι μάθαμε από την πυραυλική επίθεση του Ιράν στο Ισραήλ;
του Διονύση Περδίκη
1. Η πυραυλική επίθεση του Ιράν στο Ισραήλ αποτελεί μια δίκαιη και στρατηγικά υπολογισμένη απάντηση στην εγκληματική πολιτική του φασιστικοποιημένου, νεοαποικιοκρατικού, σιωνιστικού κράτους – απαρτχάιντ του Ισραήλ. Το Ισραήλ και οι σύμμαχοί του, χώρες του ευρωατλαντικού ιμπεριαλισμού και των προτεκτοράτων του, φέρουν την ευθύνη για τη νέα αυτή φάση πολεμικής κλιμάκωσης στη Δυτική Ασία, καθώς – και μετρώντας μόνο στους τελευταίους μήνες… – μετά από:
- την εκστρατεία εθνοκάθαρσης και γενοκτονίας των Παλαιστινίων στη Γάζα τους τελευταίους μήνες,
- και τις επιθέσεις, βομβαρδισμούς και εκτελέσεις στις οποίες το Ισραήλ επιδίδεται συνεχώς στις γειτονικές χώρες,
- το Ισραήλ έφτασε να βομβαρδίσει μέχρι και τη διπλωματική αποστολή του Ιράν στη Δαμασκό της Συρίας, σκοτώνοντας διπλωματικούς και στρατιωτικούς αξιωματούχους, σε μια κατάφωρη παραβίαση κάθε έννοιας διεθνούς δικαίου. Ωστόσο, το Συμβούλιο Ασφαλείας του ΟΗΕ απέτυχε να καταδικάσει την επίθεση αυτή και να αναλάβει πρωτοβουλίες για την τιμωρία των πολιτικών αυτουργών της, εξαιτίας της σχετικής άρνησης των ΗΠΑ, Μ. Βρετανίας και Γερμανίας, μην αφήνοντας άλλη επιλογή άμυνας και αξιοπρέπειας στο Ιράν από το να απαντήσει στρατιωτικά.
2. Ταυτόχρονα, πρόκειται για ιστορική εξέλιξη, καθώς μετά από δεκαετίες τολμά ένα κράτος σαν το Ιράν να βομβαρδίσει το Ισραήλ, και μάλιστα με σχετική επιτυχία, παρόλη την αναγγελία της επίθεσης και τη στρατιωτική βοήθεια τόσο των ΗΠΑ όσο και της Μ. Βρετανίας και σε αντίθεση με τους ισχυρισμούς της κυρίαρχης νατοϊκής και σιωνιστικής προπαγάνδας. Η επίθεση αυτή ακολούθησε μια αντίστοιχη σε στρατιωτική βάση των ΗΠΑ πριν λίγα χρόνια ως εκδίκηση για τη δολοφονία του Ιρανού στρατηγού Σολεϊμανί σε αεροδρόμιο του Ιράκ κατά τη διάρκεια διπλωματικής επίσκεψης. Τόσο αυτή η εξέλιξη, όσο και αυτές στα άλλα μέτωπα που έχουν να αντιμετωπίσουν το Ισραήλ και οι σύμμαχοί του στη Γάζα και στα σύνορα με το Λίβανο ενάντια στην παλαιστινιακή αντίσταση και στη Χεζμπολά, αντίστοιχα, αναδεικνύουν το στρατηγικό του αδιέξοδο. Το αδιέξοδο αυτό βρίσκεται και πίσω από την απέλπιδα προσπάθειά του για κλιμάκωση και εμπλοκή των ΗΠΑ και του ΝΑΤΟ σε έναν ευρύτερο πόλεμο στην περιοχή (εκδοχή που προς το παρόν φαίνεται να μην υπερισχύει στη σχετική διαπάλη εντός των ΗΠΑ και του ΝΑΤΟ).
3. Όλα τα παραπάνω γεγονότα στην περιοχή σημαίνουν μια νέα φάση στον υπό κλιμάκωση Γ΄ Παγκόσμιο Πόλεμο που διεξάγει ο ευρωατλαντικός ιμπεριαλισμός (ΗΠΑ – ΕΕ – Ιαπωνία, σύμμαχες χώρες και προτεκτοράτα) για τη διατήρηση και επέκταση της παγκόσμιας ηγεμονίας του, προκειμένου να ξεπεράσει την ιστορική, εσωτερική του, καπιταλιστική κρίση, εις βάρος κάθε χώρας, μικρής ή μεγάλης, περισσότερο ή λιγότερο ισχυρής, καπιταλιστικής ή σοσιαλιστικής, που διεκδικεί μια εθνικά ανεξάρτητη ανάπτυξη. Ο πόλεμος αυτός απειλεί με καταστροφή τον ανθρώπινο πολιτισμό, είτε αν εξελιχθεί σε θερμοπυρηνικό, είτε διότι εμποδίζει την απαραίτητη διεθνή συνεργασία για την καταπολέμηση της καταστροφής του φυσικού περιβάλλοντος. Επιπλέον, οι πολεμικοί εξοπλισμοί, οι παράνομες οικονομικές κυρώσεις και η στρατιωτικοποίηση της οικονομικής και κοινωνικής ζωής συμβάλουν στην αύξηση της καπιταλιστικής εκμετάλλευσης και καταπίεσης. Αναδεικνύεται για άλλη μια φορά η επείγουσα ανάγκη για ένα ισχυρό δημοκρατικό, αντιπολεμικό και αντιιμπεριαλιστικό, κίνημα στις χώρες του ευρωατλαντικού ιμπεριαλισμού.
4. Ωστόσο, δεν χωρούν αυταπάτες για τη δυνατότητα επίτευξης μιας σταθερής και δίκαιης ειρήνης χωρίς την ήττα της ιμπεριαλιστικής αυτής στρατηγικής για παγκόσμια ηγεμονία. Άλλωστε, η ιστορική εμπειρία, π.χ. το παράδειγμα των πολέμων της Κορέας και του Βιετνάμ, όπως και – πιο πρόσφατα – του Αφγανιστάν και του Ιράκ, υποδεικνύει ότι η ανάπτυξη αντιπολεμικών και αντιιμπεριαλιστικών κινημάτων στο εσωτερικό των χωρών της ιμπεριαλιστικής συμμαχίας αλληλοεπιδρά και αλληλοτροφοδοτείται από τις στρατιωτικές και πολιτικές της διεθνείς ήττες. Επιπλέον, μια τέτοια ήττα θα δημιουργήσει γενικότερα ένα ευνοϊκό περιβάλλον διεθνώς για την ανάπτυξη κινημάτων για την εθνική και κοινωνική απελευθέρωση, καθώς ο ευρωατλαντικός ιμπεριαλισμός αποτελεί εδώ και δεκαετίες τον διεθνή «χωροφύλακα» που καταπνίγει εθνικά και κοινωνικά κινήματα ανά τον κόσμο με ιμπεριαλιστικές επεμβάσεις, δικτατορίες και – πλέον – «έγχρωμες επαναστάσεις».
5. Η ήττα του ιμπεριαλισμού φαντάζει σήμερα πιο δυνατή από ότι στις προηγούμενες δεκαετίες της αναμφισβήτητης υπεροχής των ΗΠΑ και των συμμάχων τους, χάρις
- στην εθνικά όλο και πιο ανεξάρτητη οικονομική/βιομηχανική ανάπτυξη μιας σειράς χωρών με αποικιακό παρελθόν, με κυριότερη τη Λ. Δ. της Κίνας (αλλά και άλλων χωρών με εξουσίες που προέκυψαν από αντιαποικιακές, αντιιμπεριαλιστικές και σοσιαλιστικές επαναστάσεις όπως η Β. Κορέα, το Βιετνάμ και η Κούβα),
- και στη στρατιωτικο-πολιτική ανάκαμψη της Ρωσίας, στην οποία συνηγορεί η διαφαινόμενη νίκη της στον πόλεμο εναντίον του ΝΑΤΟ και του φιλοναζιστικού ουκρανικού καθεστώτος.
Ας αναλογιστούμε αν θα ήταν δυνατά τέτοια γεγονότα όπως η επιτυχής αντεπίθεση της Παλαιστινιακής Αντίστασης στη Γάζα και η πρόσφατη πυραυλική επίθεση του Ιράν εάν:
- η Ρωσία δεν είχε καταρρίψει τον μύθο του παντοδύναμου, ανίκητου ΝΑΤΟ και δεν είχε εξαντλήσει το πολεμικό του οπλοστάσιο με βάση την παρούσα βιομηχανική δυνατότητα των χωρών του ευρωατλαντικού ιμπεριαλισμού,
- αν το Ιράν δεν ήταν σε θέση να παράγει μαζικά ντρόουνς και πυραύλους, με σχετικά μικρό κόστος, ικανά να υπερφορτώσουν και να εξαντλήσουν την κοστοβόρα αεράμυνα του Ισραήλ και των συμμάχων του,
- αν δεν κινούμασταν ταχέως προς έναν πολυπολικό κόσμο, αν δεν γίνονταν βήματα προς τη λεγόμενη αποδολαριοποίηση, αν δεν αναπτύσσονταν σύγχρονες τεχνολογίες, σχετικές συνεργασίες και επενδύσεις σε υποδομές από/ανάμεσα σε μια σειρά χωρών γύρω από τους BRICS+, με πρωταγωνιστικό ρόλο αυτόν της Λ. Δ. της Κίνας.
Οφείλουμε να λάβουμε υπόψη τη σύνδεση αυτή των οικονομικών και πολιτικο-στρατιωτικών διεθνών εξελίξεων, καθώς και του ενός μετώπου με το άλλο, προκειμένου να βγάζουμε ορθά πολιτικά συμπεράσματα και να καθορίζουμε αναλόγως τη στρατηγική μας (όσοι τουλάχιστον ενδιαφέρονται για μια εναλλακτική στρατηγική εξουσίας και όχι απλά αντιπολίτευσης, κοινοβουλευτικής ή μη…).
6. Για παράδειγμα, ενώ ήταν σχετικά πιο εύκολο για πολιτικές δυνάμεις της ριζοσπαστικής και κομμουνιστογενούς Αριστεράς, να «καταδικάσουν» τη «ρωσική εισβολή» στην Ουκρανία, στη βάση του συσχετισμού ισχύος μεταξύ Ρωσίας και Ουκρανίας και της κυρίαρχης ερμηνείας του διεθνούς δικαίου, και παρόλο τον ρόλο του ΝΑΤΟ στον πόλεμο αυτόν, τα πράγματα είναι πιο δύσκολα για μια αντίστοιχη καταδίκη της πυραυλικής επίθεσης του Ιράν, όταν οι εμπλεκόμενες δυνάμεις είναι το Ισραήλ, το ΝΑΤΟ και οι σύμμαχοί τους από τη μια μεριά και από την άλλη το Ιράν, το Ιράκ, ο Λίβανος, η Υεμένη και η ηρωική και μαρτυρική Παλαιστίνη… Η πράξη, όμως, είτε η στρατιωτική, είτε η πολιτική και διπλωματική, αναδεικνύει τη σύνδεση των επιμέρους μετώπων και ανοίγει ερωτήματα, όπως για παράδειγμα:
- Εάν είναι ιμπεριαλιστές και οι μεν, που οδηγούν τους Παλαιστίνιους σε γενοκτονία και οργανώνουν τρομοκρατικά, δολοφονικά χτυπήματα σε ξένο έδαφος, και οι δε, που αναγνωρίζουν το κράτος της Παλαιστίνης, πιέζουν για σταμάτημα του πολέμου και εφαρμογή των σχετικών ιστορικών αποφάσεων του ΟΗΕ ή και στηρίζουν έμπρακτα την παλαιστινιακή αντίσταση, προσφέροντας και τους δικούς τους μάρτυρες, όπως κάνει ο ιρανικός λαός…
- Τι σημαίνει στην πράξη το σύνθημα περί «ήττας του ιμπεριαλισμού από τους λαούς» ή ότι οι «λαοί δεν χρειάζονται προστάτες» για την παλαιστινιακή αντίσταση και για τους λαούς του Λιβάνου, της Συρίας και της Υεμένης (σωστά επιχαίρουν για την πυραυλική επίθεση του Ιράν ή θα έπρεπε να … το φοβούνται;), ή και για τον ίδιο τον ιρανικό λαό;
- Ποιο είναι εν τέλει το περιεχόμενο της έννοιας του «λαού» έξω από τις υπαρκτές κοινωνικές, πολιτικές και ένοπλες οργανώσεις ή εάν η αστική ηγεμονία σε ένα κράτος και τον στρατό του καταργεί με απόλυτο τρόπο την υποκειμενικότητα ενός λαού, ως αν η πάλη των τάξεων, τόσο εγχωρίως, όσο και διεθνώς, να μην παίζει κανέναν ρόλο για την κρατική πολιτική (π.χ. ίδιος ο ιστορικός ρόλος του λαού της ναζιστικής Γερμανίας από τη μια και από την άλλη του ελληνικού που την πολέμησε αρχικά με τον εθνικό στρατό υπό την πολιτική ηγεσία του Μεταξά; βλ. κι εδώ, εδώ, εδώ κι εδώ σχετικά με τα ζητήματα αυτά)…
7. Σύσσωμη, σχεδόν, η εγχώρια πολιτική σκηνή, από τα ακροδεξιά μορφώματα έως τον ΣΥΡΙΖΑ, έσπευσαν να δηλώσουν για άλλη μια φορά την υποστήριξή τους στο Ισραήλ, ενώ κυβερνητικοί παράγοντες σπεύδουν να εμπλέξουν πολεμικά την Ελλάδα στο πλευρό του με δηλώσεις τους στο πνεύμα «ιδού ΝΑΤΟ ο στρατός σας», χωρίς φυσικά να ερωτηθεί ο ελληνικός λαός.
Αποδεικνύεται για άλλη μια φορά ότι η ελληνική (φιλο)μονοπωλιακή, φιλοϊμπεριαλιστική ολιγαρχία έχει συνδέσει τα συμφέροντά της με τον ευρωατλαντικό ιμπεριαλισμό με υπαρξιακό γι’ αυτήν τρόπο, βαθαίνοντας συνεχώς, όλο και περισσότερο, την ιμπεριαλιστική εξάρτηση της χώρας μας. Προκύπτει, επομένως, ακόμη πιο επείγουσα η ανάγκη για την απεμπλοκή της Ελλάδας από τους ιμπεριαλιστικούς σχεδιασμούς, οικονομικές κυρώσεις, επεμβάσεις και πολέμους, το κλείσιμο των βάσεων του ΝΑΤΟ και την έξοδο από αυτόν, καθώς και για την αποδέσμευση από την ιμπεριαλιστική ΕΕ.
Αμφιβάλει κανείς ακόμη ότι μια τέτοια στρατηγική κατεύθυνση από τη μια αποτελεί και τη μεγαλύτερη διεθνιστική συμβολή του ελληνικού λαού στην ήττα της ιμπεριαλιστικής στρατηγικής, ενώ, από την άλλη, και ταυτόχρονα, η ήττα αυτή διευκολύνει την εθνική ανεξαρτησία από την ΕΕ και το ΝΑΤΟ, αν δεν ανοίγει διάπλατα τον δρόμο για αυτήν; Αν βρισκόταν μια επαναστατημένη Ελλάδα στη θέση της Παλαιστίνης, της Συρίας, ή της Κούβας, θα προτιμούσαμε έναν κόσμο με νικητές ή ηττημένους τις ΗΠΑ, το ΝΑΤΟ, την ΕΕ και την ως άνω στρατηγική τους για παγκόσμια ηγεμονία; Σε ποιο διεθνές περιβάλλον έχει περισσότερες πιθανότητες επιτυχίας ένα μεταβατικό πρόγραμμα διαγραφής του δημοσίου χρέους, εξόδου από το Ευρώ και ρήξης και αποδέσμευσης από την ΕΕ σαν αυτό που οι δυνάμεις του εργατικού και λαϊκού κινήματος προέβαλαν κατά τη «μνημονιακή» περίοδο; Με ποιες διεθνείς συμμαχίες θα εξασφαλίζαμε την εθνική μας ασφάλεια και εδαφική ακεραιότητα στην περίπτωση εξόδου από το ΝΑΤΟ και αντιπαράθεσης με αυτό σε κάθε μια από τις παραπάνω 2 περιπτώσεις;
Γιατί, λοιπόν, διστάζουν έως και σήμερα οι μεγαλύτερες δυνάμεις της ριζοσπαστικής και κομμουνιστογενούς Αριστεράς στη χώρα μας να θέσουν ξεκάθαρα τον στόχο της ήττας του ευρωατλαντικού ιμπεριαλισμού και, αντίθετα, επιλέγουν μια ρητορική που θολώνει τα νερά στην κατεύθυνση των «ίσων αποστάσεων», με αναφορές σε (αναδυόμενες) ιμπεριαλιστικές δυνάμεις ή σε διαμάχη για την παγκόσμια ηγεμονία μεταξύ ανταγωνιστικών πόλων, όταν δεν συνηγορούν ευθέως με την ιμπεριαλιστική προπαγάνδα περί «αυταρχικών», «θεοκρατικών», «καταπιεστικών» κ.ο.κ. καθεστώτων που απειλούν τον «δυτικό τρόπο ζωής» και τις «ευρωπαϊκές δημοκρατικές αξίες» αναφερόμενες σε χώρες που ο ιμπεριαλισμός θέτει στο στόχαστρο;
8. Οι σωστές απαντήσεις στα παραπάνω ερωτήματα αποτελούν αναγκαίο όρο για την ήττα του ιμπεριαλισμού και οποιαδήποτε προοδευτική εξέλιξη στην κατεύθυνση του σοσιαλισμού, αν και όχι από μόνο του επαρκή, καθώς απαιτείται και η ανασυγκρότηση του κομμουνιστικού κινήματος με μια σύγχρονη και ανεξάρτητη, επαναστατική στρατηγική. Διαφορετικά, τα συνθήματα για ειρήνη και ενάντια στον καπιταλισμό και τον ιμπεριαλισμό ή υπέρ του σοσιαλισμού θα παραμείνουν ακριβώς αυτό, μόνο συνθήματα, χωρίς στρατηγικό και προγραμματικό βάθος, χωρίς να μπορούν να σφυρηλατήσουν την ενότητα του εργατικού και λαϊκού κινήματος για την υλοποίησή τους.