από το ιστολόγιο του Michael Roberts
μετ. Δημήτρης Κούλος
επιμ. Διονύσης Περδίκης
Για να παρακολουθήσει την πρόοδο προς την επίτευξη του στόχου του για την εξάλειψη της ακραίας φτώχειας έως το 2030, ο ΟΗΕ βασίζεται στις εκτιμήσεις της Παγκόσμιας Τράπεζας σχετικά με το ποσοστό του παγκόσμιου πληθυσμού που βρίσκεται κάτω από το λεγόμενο Διεθνές Όριο Φτώχειας (ΔΟΦ· Σ.τ.Μ., International Poverty Line, IPL).
Το 1990, μια ομάδα ανεξάρτητων ερευνητών και η Παγκόσμια Τράπεζα εξέτασαν τις εθνικές γραμμές φτώχειας από ορισμένες από τις φτωχότερες χώρες του κόσμου και μετέτρεψαν τις γραμμές αυτές σε ένα κοινό νόμισμα με τη χρήση ισοτιμιών αγοραστικής δύναμης (ΙΑΔ· Σ.τ.Μ., Purchasing Power Parity, PPP). Οι συναλλαγματικές ισοτιμίες ΙΑΔ κατασκευάζονται για να διασφαλίσουν ότι η ίδια ποσότητα αγαθών και υπηρεσιών τιμολογείται ισοδύναμα σε όλες τις χώρες. Σε όλες αυτές τις στατιστικές, οι ερευνητές δεν έλαβαν υπόψη μόνο το χρηματικό εισόδημα των ανθρώπων, αλλά και το μη χρηματικό εισόδημα και την οικιακή παραγωγή τους.
Το Διεθνές Όριο Φτώχειας των 1,90 δολαρίων την ημέρα προέκυψε ως ο μέσος όρος των εθνικών ορίων φτώχειας 15 φτωχών χωρών τη δεκαετία του 1990, εκφρασμένο σε ΙΑΔ του 2011. Η επιλογή αυτών των 15 φτωχών χωρών βασίστηκε σε περιορισμένα δεδομένα εκείνη την εποχή. Με τη συλλογή και ανάλυση νέων δεδομένων από άλλες χώρες χαμηλού εισοδήματος, η ομάδα αναφοράς διευρύνθηκε. Το ΔΟΦ προκύπτει τώρα ως η διάμεσος των εθνικών ορίων φτώχειας 28 από τις φτωχότερες χώρες του κόσμου, εκφρασμένη σε ΙΑΔ του 2017.
Τον Σεπτέμβριο του 2022, το ποσό στο οποίο καθορίστηκε αυτό το όριο φτώχειας μετατοπίστηκε από 1,90 δολάρια σε 2,15 δολάρια την ημέρα. Αυτό αντανακλούσε μια αλλαγή στις μονάδες στις οποίες η Παγκόσμια Τράπεζα εξέφραζε τα δεδομένα της για τη φτώχεια και την ανισότητα – από διεθνή δολάρια που δίνονταν σε τιμές του 2011 σε διεθνή δολάρια που δίνονταν σε τιμές του 2017. Αυτό σημαίνει ότι όποιος ζει με λιγότερα από 2,15 δολάρια την ημέρα θεωρείται ότι ζει σε «ακραία φτώχεια». Λίγο λιγότερο από 700 εκατομμύρια άνθρωποι παγκοσμίως βρίσκονται σε αυτή την κατάσταση.
Οι εκτιμήσεις της Παγκόσμιας Τράπεζας σχετικά με το ποσοστό των ανθρώπων που ζουν σε συνθήκες ακραίας φτώχειας παγκοσμίως για το 2019 – το τελευταίο διαθέσιμο έτος – είναι 8,4%, ή περίπου 700 εκατομμύρια.
Αλλά αυτό το παγκόσμιο γράφημα δεν δίνει ακριβή μέτρηση της φτώχειας. Υπάρχουν φτωχοί άνθρωποι σε κάθε χώρα, άνθρωποι που ζουν σε φτωχές κατοικίες και που αγωνίζονται να πληρώσουν βασικά αγαθά και υπηρεσίες όπως η θέρμανση, οι μεταφορές και η υγιεινή διατροφή για τους ίδιους και τις οικογένειές τους. Έτσι, ο ορισμός της φτώχειας διαφέρει από χώρα σε χώρα, αλλά στις χώρες υψηλού εισοδήματος, το όριο της φτώχειας είναι περίπου 30 δολάρια την ημέρα. Ακόμη και στις πλουσιότερες χώρες του κόσμου, ένα σημαντικό ποσοστό ανθρώπων – μεταξύ κάθε 10ου και κάθε 5ου ατόμου – ζει κάτω από αυτό το όριο της φτώχειας. Αν εφαρμόσουμε αυτό το όριο φτώχειας των 30 δολαρίων την ημέρα στην παγκόσμια κατανομή του εισοδήματος, προκύπτει ότι το 85% του παγκόσμιου πληθυσμού – ζει με λιγότερα από 30 δολάρια την ημέρα. Αυτό σημαίνει 6,7 δισεκατομμύρια άνθρωποι.
Ο ιστορικός Μιχαήλ Μοάτσος (Michail Moatsos) δημιούργησε ένα νέο παγκόσμιο σύνολο δεδομένων που πηγαίνει δύο αιώνες πίσω. Σύμφωνα με την έρευνά του, τα τρία τέταρτα του κόσμου ζούσαν σε συνθήκες ακραίας φτώχειας το 1820. Αυτό σημαίνει ότι «δεν μπορούσαν να αντέξουν οικονομικά έναν μικροσκοπικό χώρο για να ζήσουν, κάποια ελάχιστη δυνατότητα θέρμανσης και τρόφιμα που δεν θα σήμαιναν υποσιτισμό». Αλλά από τότε το μέγεθος αυτό έχει μειωθεί απότομα. Και το ποσοστό του παγκόσμιου πληθυσμού που ζει σε «ακραία φτώχεια», όπως ορίζεται από την Παγκόσμια Τράπεζα, δεν έχει μειωθεί ποτέ τόσο γρήγορα όσο τις τελευταίες τρεις δεκαετίες.
Η μείωση στην Κίνα ήταν ιδιαίτερα γρήγορη.
Δηλαδή η παγκόσμια φτώχεια έχει σχεδόν τελειώσει; Αυτό εξαρτάται από το αν αποδέχεστε το ΔΟΦ της Παγκόσμιας Τράπεζας. Το περιεχόμενο του ΔΟΦ είναι τουλάχιστον αμφίβολο. Σε αντίθεση με πολλές εθνικές γραμμές, δεν βασίζεται σε καμία άμεση εκτίμηση του κόστους των βασικών αναγκών. Είναι μια απόλυτη γραμμή, σταθερή σε αξία. Χρησιμοποιώντας αυτό το μέτρο, υποδηλώνει ότι η «ακραία φτώχεια» ήταν ο κανόνας για το σύνολο σχεδόν της ανθρωπότητας σε όλη τη διάρκεια της ιστορίας, μέχρι τον 19ο αιώνα, όταν επιτέλους η αποικιοκρατία και ο καπιταλισμός ήρθαν να σώσουν την κατάσταση.
Ο Ρόμπερτ Άλεν (Robert Allen) αμφισβήτησε αυτό το συμπέρασμα. Δείχνει ότι τα στοιχεία του ΑΕΠ που χρησιμοποιεί η Παγκόσμια Τράπεζα οδηγούν σε σημαντικές στρεβλώσεις όταν χρησιμοποιούνται για την αξιολόγηση της φτώχειας. Αντ’ αυτού, χρησιμοποιώντας δεδομένα κατανάλωσης, ο Άλεν κατασκευάζει ένα όριο φτώχειας «βασικών αναγκών» που είναι περίπου ισοδύναμο με το όριο των 1,90 δολαρίων της Παγκόσμιας Τράπεζας και υπολογίζει το ποσοστό των ανθρώπων που βρίσκονται κάτω από αυτό για τρεις βασικές περιοχές: τις ΗΠΑ, το Ηνωμένο Βασίλειο και την Ινδία. Τα αποτελέσματα δείχνουν ότι τα υψηλά ποσοστά ακραίας φτώχειας στην Ασία είναι στην πραγματικότητα ένα σύγχρονο φαινόμενο – «μια εξέλιξη της αποικιοκρατικής εποχής», γράφει ο Άλεν: «Πολλοί παράγοντες μπορεί να έχουν συμβάλει, αλλά ο ιμπεριαλισμός και η παγκοσμιοποίηση πρέπει να έχουν παίξει πρωταγωνιστικό ρόλο». Τα ευρήματα του Άλεν δείχνουν ότι η ακραία φτώχεια στην Ασία του 20ού αιώνα ήταν σημαντικά χειρότερη από ό,τι υπό τη φεουδαρχία του 13ου αιώνα. Πράγματι, ο Άλεν διαπιστώνει ότι το όριο των 1,90 δολαρίων/ημέρα είναι χαμηλότερο από το επίπεδο κατανάλωσης των σκλάβων στις ΗΠΑ τον 19ο αιώνα. Με άλλα λόγια, το όριο φτώχειας που χρησιμοποιεί η Παγκόσμια Τράπεζα και το οποίο στηρίζει την αφήγηση περί «προόδου», είναι κάτω από το επίπεδο της δουλείας.
Το κατώτατο όριο της Παγκόσμιας Τράπεζας για το ΔΟΦ στα 2,15 δολάρια την ημέρα είναι γελοία χαμηλό. Το Υπουργείο Γεωργίας των ΗΠΑ υπολογίζει ότι τα 5 δολάρια την ημέρα είναι το ελάχιστο αναγκαίο ποσό για την αγορά επαρκών τροφίμων. Και αυτό χωρίς να λαμβάνονται υπόψη άλλες απαιτήσεις για την επιβίωση, όπως η στέγη και ο ρουχισμός. Στην Ινδία, τα παιδιά που ζουν με 2,15 δολάρια την ημέρα εξακολουθούν να έχουν 60% πιθανότητα υποσιτισμού. Στον Νίγηρα, τα βρέφη που ζουν με 2,15 δολάρια την ημέρα έχουν ποσοστό θνησιμότητας τρεις φορές υψηλότερο από τον παγκόσμιο μέσο όρο. Λιγότερο από το 1% του πληθυσμού της Αφρικής έχει εισόδημα πάνω από το δυτικό μέσο εισόδημα.
Σε μια εργασία του 2006, ο Πίτερ Έντουαρντ (Peter Edward) του Πανεπιστημίου του Νιουκάστλ (Newcastle) χρησιμοποίησε ένα μέτρο που υπολογίζει ότι, για να επιτευχθεί ένα φυσιολογικό προσδόκιμο ζωής λίγο πάνω από 70 χρόνια, οι άνθρωποι χρειάζονται περίπου 2,7 έως 3,9 φορές το υφιστάμενο όριο φτώχειας της Παγκόσμιας Τράπεζας. Στο παρελθόν, αυτό ήταν 5 δολάρια την ημέρα. Χρησιμοποιώντας τους νέους υπολογισμούς της Παγκόσμιας Τράπεζας, είναι περίπου 7,40 δολάρια την ημέρα. Αυτό οδηγεί σε έναν αριθμό περίπου 4,2 δισεκατομμυρίων ανθρώπων που ζουν σε συνθήκες φτώχειας σήμερα, ή αύξηση κατά 1 δισεκατομμύριο τα τελευταία 35 χρόνια.
Η μεγάλη οικονομική ανάπτυξη που έβγαλε 800 εκατομμύρια Κινέζους από την ακραία φτώχεια από το 1990, συνέβαλε σημαντικά στην παγκόσμια μείωση της φτώχειας. Ο Πίτερ Έντουαρντ διαπίστωσε ότι υπήρχαν 1,139 δισ. άνθρωποι που έπαιρναν λιγότερο από 1 δολάριο την ημέρα το 1993 και ότι ο αριθμός αυτός μειώθηκε σε 1,093 δισ. το 2001, δηλαδή μειώθηκε κατά 85 εκατομμύρια. Αλλά η μείωση της Κίνας κατά την ίδια περίοδο ήταν 108 εκατ. άτομα (καμία αλλαγή στην Ινδία), οπότε όλη η μείωση των αριθμών της φτώχειας (όχι του ποσοστού) οφείλεται στην Κίνα. Αν εξαιρέσουμε την Κίνα, η συνολική φτώχεια σε αριθμό παρέμεινε αμετάβλητη στις περισσότερες περιοχές, ενώ αυξήθηκε σημαντικά στην υποσαχάρια Αφρική.
Και υπάρχει ένα άλλο μέτρο της φτώχειας, ο Δείκτης Πολυδιάστατης Φτώχειας (Multidimensional Poverty Index), που καλύπτει 101 αναπτυσσόμενες χώρες. Αυτό δίνει ένα ποσοστό φτώχειας 23% και όχι 8%. Μεταξύ 1990 και 2015, ο αριθμός των ανθρώπων που ζουν κάτω από αυτό το όριο στην υποσαχάρια Αφρική και τη Μέση Ανατολή αυξήθηκε κατά περίπου 140 εκατομμύρια. Έτσι, το βιοτικό επίπεδο των φτωχότερων ανθρώπων στον κόσμο, που επιβιώνουν μόλις με το μισό του αυστηρού ορίου της Παγκόσμιας Τράπεζας, έχει αυξηθεί μόνο κατά ένα μικρό ποσοστό μέσα σε 30 χρόνια. Ο κόσμος δεν είναι καν κοντά στον τερματισμό της φτώχειας.
Πράγματι, ας δούμε έναν άλλο τρόπο μέτρησης της παγκόσμιας φτώχειας. Πριν από δύο αιώνες, η τεράστια πλειοψηφία των ανθρώπων στη Σουηδία ζούσε σε βαθιά φτώχεια. Κάθε τέταρτο παιδί πέθαινε, και σχεδόν το 90% του πληθυσμού ήταν τόσο πολύ φτωχό που δεν μπορούσε να αντέξει το ενοίκιο ενός μικρού χώρου για να ζήσει, κάποια ελάχιστη δυνατότητα θέρμανσης και τρόφιμα που δεν θα οδηγούσαν σε υποσιτισμό. Σήμερα, το όριο της φτώχειας στη Σουηδία ορίζεται σε περίπου 30 δολάρια την ημέρα (σε βάση ΙΑΔ). Η έντονη οικονομική ανάπτυξη τον περασμένο αιώνα κατέστησε δυνατή τη διαβίωση της πλειονότητας των Σουηδών πάνω από αυτό το όριο της φτώχειας.
Αυτό ακούγεται σαν ένα καλό μέτρο για όλους τους ανθρώπους του κόσμου. Αν βασιστούμε στο όριο των 30 δολαρίων την ημέρα ως ορισμό για την παγκόσμια «φτώχεια» και λάβουμε υπόψη τα διαφορετικά επίπεδα τιμών στις διάφορες χώρες, τα πιο πρόσφατα στατιστικά στοιχεία δείχνουν ότι το 85% του παγκόσμιου πληθυσμού ζει κάτω από αυτό το όριο φτώχειας. Αυτό σημαίνει 6,7 δισεκατομμύρια άνθρωποι.
Αντί για ένα δισεκατομμύριο ανθρώπους που βγήκαν από τη φτώχεια και μια παγκόσμια μείωση από 35% από το 1990 σε 9% το 2018, χρησιμοποιώντας το ΔΟΦ ακραίας φτώχειας της Παγκόσμιας Τράπεζας, με 5 δολάρια την ημέρα εξακολουθούσε να υπάρχει το 40% του παγκόσμιου πληθυσμού σε συνθήκες φτώχειας, με 10 δολάρια την ημέρα το 62% και με 30 δολάρια το 85%. Σε όλες τις χώρες ένα σημαντικό ποσοστό των ανθρώπων ζει σε συνθήκες φτώχειας. Ακόμη και στις πλουσιότερες χώρες του κόσμου, ένα σημαντικό ποσοστό ανθρώπων – μεταξύ κάθε 10ου και κάθε 5ου ατόμου – ζει κάτω από αυτό το όριο της φτώχειας. Καμία χώρα, ούτε καν οι πλουσιότερες χώρες, δεν έχει εξαλείψει τη φτώχεια. Δεν υπάρχουν «ανεπτυγμένες» χώρες.