του Φίλιππου Μπαρδουνιώτη
Η ΤΑΞΙΚΗ ΠΑΛΗ ΚΑΙ ΛΑΙΚΟΣ ΕΘΝΙΚΟΑΠΕΛΕΥΘΕΡΩΤΙΚΟΣ ΑΓΩΝΑΣ
Το λατινοαμερικάνικο προλεταριάτο ήταν ένα ανομοιογενές σύνολο. Απαρτίζονταν από Ευρωπαίους μετανάστες, ινδιάνους, και νέγρους. Οι μετανάστες εγκαθίστατο κυρίως στα αστικά κέντρα, αναζητώντας εργασία στην ελαφριά βιομηχανία, στα μηχανικά εργαστήρια και στις κοινοτικές επιχείρησεις. Οι Ινδιάνοι ήταν οι πιο εξειδικευμένοι εργάτες, ενώ οι νέγροι έκαναν τις πιο βαριές δουλειές στα ορυχεία μεταλλείων, στις κατασκευές σιδηροδρομικών γραμμών, και στα λιμάνια.
Οι συνθήκες εργασίας ήταν ιδιαίτερα δυσμενείς. Οι εργάτες ζούσαν μέσα στην αθλιότητα και στην ανέχεια. Η εργάσιμη ημέρα διαρκούσε 12 με 14 ώρες, η υγιεινή και τα μέτρα ασφάλειας ήταν ανύπαρκτα, γι’ αυτό και τα εργατικά ατυχήματα ήταν πολλά. Στη συντριπτική τους πλειοψηφία, οι εργάτες ήταν αγράμματοι, και η παιδική εργασία εφαρμόζονταν πλατιά.
Πιο δύσκολη ήταν η ζωή για τους πεόν (βλ. Η κοινωνικοοικονομική ιστορία της Λατινικής Αμερικής). Οι πιο πολλοί απασχολούνταν εποχικά, σύμφωνα τις περιόδους της αγροτικής και κτηνοτροφικής παραγωγής. Το προλεταριάτο των πόλεων, του χωριού και οι πεόν, δεν είχαν δικαιώματα. Η απαγόρευση εκλογικού δικαιώματος στους αγράμματους, τεχνηέντως τους άφηνε έξω από την πολιτική ζωή. Η δε ρευστότητα του προλεταριάτου, έδινε τη δυνατότητα στην αστική τάξη να ασκεί την επιρροή της.
Στις αρχές του 20ου αιώνα, από τη μια η συσσωρευμένη πείρα, από την άλλη η έλευση μεταναστών που διέδιδαν τον μαρξισμό και τον αναρχισμό, ανέδειξαν ένα εμφανιζόμενο εργατικό κίνημα. Στην Αργεντινή και στο Μεξικό, από το 1870 ως το 1876, δημιουργήθηκαν σοσιαλιστικοί πυρήνες που λειτουργούσαν ως παράρτημα της ΙΙ Διεθνούς. Από τα τέλη του αιώνα (1880-1900), σχηματίστηκαν συνδικαλιστικές οργανώσεις και εκδόθηκε εργατικός τύπος. Από το 1890 ως το 1900, ιδρύονται: το σοσιαλιστικό κόμμα Αργεντινής, το εργατικό κόμμα Κούβας, η σοσιαλιστική ένωση Χιλής και διάφορες σοσιαλιστικές γκρούπες στην Ουρουγουάη.
Η ΟΞΥΝΣΗ ΤΗΣ ΠΑΛΗΣ ΤΩΝ ΤΑΞΕΩΝ ΣΤΗΝ ΛΑΤΙΝΙΚΗ ΑΜΕΡΙΚΗ ΚΑΙ ΟΙ ΖΥΜΩΣΕΙΣ
Η ταξική πάλη άρχισε να δείχνει σημάδια όξυνσης την δεκαετία του 1890. Πραγματοποιήθηκαν οι πρώτες παράνομες πρωτομαγιάτικες απεργίες και οι πρώτες πολυάριθμες απεργιακές κινητοποιήσεις με αιτήματα: τον περιορισμό της διάρκειας της εργάσιμης μέρας, την καλυτέρευση των συνθηκών εργασίας και την εφαρμογή της κοινωνικής ασφάλισης.
Στις αρχές του 20ού αιώνα η ταξική πάλη περνά στην ανοικτή σύγκρουση. Μια σειρά σοβαρών απεργιακών κινημάτων συντρίφτηκαν βίαια από τις ένοπλες δυνάμεις των αστοτσιφλικάδικων κρατών: γενική απεργία μεταλλωρύχων στη Χιλή το 1907, γενικές απεργίες στην Αργεντινή 1904 και 1909, απεργίες υφαντών και ανθρακωρύχων στο Μεξικό 1906, και1907, τυπογράφων, οικοδομών και εργατών μετάλλου στη Βραζιλία 1907 και 1908. Στην τελευταία, ξέσπασε στο Νότο και μια μεγάλη αγροτική εξέγερση που μετατράπηκε σε κανονικό πόλεμο από το 1902 ως το 1916 και ονομάστηκε «κοντεστάτο». Τέλος, στην Αργεντινή μετά από μια εξέγερση το 1912, ιδρύθηκε η Αργεντινή αγροτική ομοσπονδία και αποτελούνταν από πολυάριθμη βάση.
Ο ΛΑΪΚΟΣ ΕΘΝΙΚΟΑΠΕΛΕΥΘΕΡΩΤΙΚΟΣ ΑΓΩΝΑΣ ΤΟΥ ΜΕΞΙΚΟΥ: Α’ ΦΑΣΗ
Το αποκορύφωμα της ταξικής πάλης, ήταν η επανάσταση του Μεξικού το 1910. Στρεφόταν ενάντια στον ιμπεριαλιστικό επεκτατισμό και των επιβιώσεων της φεουδαρχίας, που υποστήριζε το καθεστώς του Πορφύριο Ντίαζ.
Το καθεστώς του «πορφυριάτου», ενθάρρυνε απροκάλυπτα τη διείσδυση ξένων ιμπεριαλιστικών κεφαλαίων και προπαντός του βρετανικού. Αυτή την εποχή (βλ. Η κοινωνικοοικονομική ιστορία της Λατινικής Αμερικής), δυνάμωσε η ιμπεριαλιστική επέκταση και οι αντιθέσεις των μονοπωλίων στη περιοχή, λόγω της ανακάλυψης πετρελαίου.
Για να γίνουν σιδηρόδρομοι, να λειτουργήσουν ανθρακωρυχεία και μεταλλωρυχεία, να ανοιχτούν φρεάτια πετρελαίου και να οργανωθούν φυτείες βιομηχανικών φυτών, χρειάζονταν τεράστιες εκτάσεις γης. Ο Ντίαζ, ενθάρρυνε με κάθε τρόπο τους τσιφλικάδες και τα ξένα μονοπώλια να αρπάζουν γη από τους αγρότες, από τα κοινοτικά βοσκοτόπια και τα δάση. Η συγκεντροποίηση της γης επεκτάθηκε με βίαιους ρυθμούς. Οι αγρότες πιέζονταν ασφυκτικά, χάνοντας τεράστιο μέρος από τη γη τους.
Ζώντας κάτω από τον ζυγό των τσιφλικάδων και των ξένων μονοπωλίων, έχοντας χάσει τη γη τους, οι αγρότες άρχισαν να εξεγείρονται. Το 1908, με σύνθημα γη και ελευθερία, σηκώθηκε ένοπλος αγώνας σε μια σειρά περιοχές: Τσιουάουα, Κάτω Καλιφόρνια, Σονόρα και Ταμαουλίπας. Στον Βορρά, κυρίες εστίες της επανάστασης ήταν οι πόλεις Τσιουάουα και Ντουράγκο, ενώ στο Νότο η πόλη Μορέλος.
Αρχηγοί του επαναστατικού κινήματος ήταν ένας πεόν, ο Πάντσο Βίλλα και ένας πρώην φτωχός αγρότης από την πόλη Μορέλος, που οι τσιφλικάδες είχαν αρπάξει τη γη του πατέρα του, ο Εμιλιάνο Ζαπάτα. Αμφότεροι δραστηριοποιούνταν σε Βορρά και Νότο αντίστοιχα με τα παρτιζάνικα τμήματα τους.
Παράλληλα άρχισε να ξεσηκώνεται και το προλεταριάτο. Σε μια σειρά από πολιτείες κηρύχθηκαν μεγάλες απεργίες, που χτυπήθηκαν άγρια από τις αρχές και τον τακτικό στρατό: στα μεταλλεία χαλκού της Κανέας που ανήκαν σε αμερικανικά κεφάλαια το 1906, στις πολιτείες Βέρα Κρουζ και Κοαουίλα. Στα τέλη του 1906, ξέσπασε μεγάλο απεργιακό κύμα ξεκινώντας από τους κλωστοϋφαντουργούς της Πουέμπλα στη Βέρα Κρουζ. Από εκεί, το απεργιακό κύμα επεκτάθηκε και γιγαντώθηκε στις κλωστοϋφαντουργικές περιοχές Ρίο Μπλάνκο, Σάντα Ρόσα, Νογκάλες. Η αντιδραστική κυβέρνηση τα χρειάστηκε για να καταστείλει τους απεργούς και έστειλε τον στρατό. Στις 7 Ιανουαρίου 1907, σκοτώθηκαν εκατοντάδες άνθρωποι, ανάμεσα τους γυναίκες και παιδιά. Η συγκεκριμένη ημερομηνία, παρέμεινε στη μνήμη του μεξικάνικου προλεταριάτου ως μέρα θρήνου.
Πλέον, το νερό είχε κυλήσει στον μύλο. Ένα μέρος της αστικής τάξης και των τσιφλικάδων, που τα συμφέροντα της ήταν αντίθετα με τα ιμπεριαλιστικά μονοπώλια, που εμπόδιζαν την ανάπτυξη εθνικής αστικής τάξης άρχισε να αντιδρά. Πολιτικός εκπρόσωπος της τάξης αυτής ήταν ο μεγαλοαστός τσιφλικάς Φραγκίσκος Μοντέρο (η οικογένεια Μοντέρο, κατείχε εργοστάσια ζάχαρης, τεράστιες εκτάσεις, βυρσοδεψεία, ανθρακωρυχεία, εργοστάσια λικέρ και κρασιών), αρχηγός του φιλελεύθερου κόμματος που μόλις είχε συσταθεί από αντιδρώντες προς την κυβέρνηση Ντίαζ.
Η κυβέρνηση, άρχισε διώξεις κατά του κόμματος των φιλελεύθερων. Ο Μοντέρο, αν και πιάστηκε, κατάφερε εν τέλει να δραπετεύσει στις ΗΠΑ. Ο Ντίαζ εξασφάλισε την επανεκλογή του με την άσκηση τρομοκρατίας στις εκλογές το 1910.
Η είδηση της επανεκλογής, προκάλεσε πανεθνικό επαναστατικό κίνημα. Εργάτες και αγρότες ξεκίνησαν την ένοπλη επανάσταση. Ο Μοντέρο εξέδωσε στη δημοσιότητα το πρόγραμμα του «Σαν Λουίζ». Ήταν ένα σχέδιο κομμένο και ραμμένο στα μέτρα της αστοτσιφλικάδικης τάξης που αντιδρούσε. Κήρυττε τις εκλογές άκυρες, αξίωσε την ανάληψη προσωρινού προέδρου από τον Μοντέρο και καλούσε τον λαό στα όπλα για την ανατροπή του Ντίαζ. Πίσω όμως από τα παχιά λόγια, κρύβονταν το αμερικανικό ιμπεριαλιστικό κεφαλαίο που ήταν δυσαρεστημένο, από την προτίμηση του Ντίαζ στους Βρετανούς.
Οι επαφές του Βίλλα και του Ζαπάτα με τον Μοντέρο αποκαταστάθηκαν, και ο τελευταίος άρχιζε να δίνει υλική βοήθεια, προερχόμενη από αμερικανικά κεφάλαια στον λαϊκό στρατό των αγροτών. Ο Ντίαζ χτυπήθηκε από παντού. Στην Τσιουάουα από ανταρτικές δυνάμεις του Βίλλα και του Πασκουάλ Ορόσκο, στο Μορέλος του Ζαπάτα, στην Κουαίλα του Λάζαρου Γκουτιέρες Ντε Λάρα, στη Βέρα Κρουζ του Καντίτο Αγκιλάρ. Στα αστικά κέντρα οι εργάτες κήρυτταν γενικές απεργίες. Στις 11 Νοεμβρίου ο επαναστατικός στρατός του Ζαπάτα χτυπούσε την πρωτεύουσα. Τον Μάιο του ίδιου έτους, ο Ντίαζ και το καθεστώς του τσακίστηκε μπροστά στο εθνικοαπελευθερωτικό λαϊκό ένοπλο κίνημα, και στις 21 υπέγραψε στο Σουντάντ- Χουάρεζ συνθήκη αποχώρησης από την εξουσία. Ο ίδιος δραπέτευσε στο εξωτερικό. Εδώ τελειώνει η πρώτη φάση της επανάστασης, με την ανάληψη του προεδρικού αξιώματος προσωρινά από τον Ντε Λα Μπάρα, έναν πράκτορα του αμερικανικού ιμπεριαλισμού (παράγοντας του παλιού καθεστώτος και πρέσβη στις ΗΠΑ).
Β’ ΦΑΣΗ ΤΗΣ ΜΕΞΙΚΑΝΙΚΗΣ ΕΠΑΝΑΣΤΑΣΗΣ
Οι φιλελεύθεροι, πιστοί στις αξιώσεις των αστοτσιφλικάδων, απαίτησαν τον αφοπλισμό του επαναστατικού στρατού. Αυτό είχε προβλεφθεί και στη συνθήκη Σουντάντ- Χουάρεζ. Διατηρήθηκε ο παλιός ομοσπονδιακός στρατός, ενώ παράλληλα εναντίον των επαναστατών, συνέχισε τη δράση του ένας στρατός αντιποίνων, υπό τον στρατηγό Βίκτωρ Ουέρτα.
Ο Ζαπάτα μάταια περίμενε την πραγματοποίηση των υποσχέσεων από τον Μοντέρο, όταν ο τελευταίος ανακηρύχτηκε πρόεδρος τον Οκτώβριο του 1911. Στα χωριά επικρατούσαν οι ίδιες συνθήκες με την εποχή Ντιάζ. Έτσι, ο Ζαπάτα, στις 28 Νοεμβρίου 1911, δημοσίευσε το «σχέδιο Αγιάλα». Μια προκήρυξη, που κατήγγειλε τον Μοντέρο σαν προδότη της επανάστασης και άρπαγα της εξουσίας με ψεύτικες υποσχέσεις κατά του λαού. Διακήρυσσε ότι όλη η γη, τα δάση και τα βοσκοτόπια που είχαν αρπάξει οι τσιφλικάδες ανήκαν στον λαό. Τέλος, προέβλεπε την απαλλοτρίωση των λατιφούντιων.
Η κυβέρνηση Μοντέρο, χάνοντας το λαϊκό έρεισμα, απομονώθηκε. Δυνάμεις των αστοτσιφλικάδων και του κλήρου, βρήκαν ευκαιρία για συνομωσία. Οι συνωμότες δυνάμωσαν από αμερικανικούς κύκλους που πλέον δεν επένδυαν πάνω στον Μοντέρο. Έτσι, οι συνωμότες, με κέντρο την μεξικανική πρεσβεία στις ΗΠΑ, και κύριους παράγοντες τον ανιψιό του Πορφύριο Ντιαζ, Φέλιξ και τον στρατηγό Ουέρτα, έκαναν πραξικόπημα τον Φεβρουάριο του 1913. Ο Μοντέρο δολοφονήθηκε και ανέλαβε την εξουσία ο Ουέρτα.
Η αντίδραση του επαναστατικού στρατού των Βίλλα και Ζαπάτα ήταν άμεση. Ο στρατός του Ουέρτα συντρίφτηκε. Δεδομένο όμως, ότι οι επαναστατικές δυνάμεις δεν είχαν πρόγραμμα εξουσίας, ούτε καθαρή ιδέα για την προοπτική και τους σκοπούς της επανάστασης, έδωσαν εθελούσια την εξουσία στους φιλελεύθερους. Νέος πρόεδρος αναδείχθηκε ο αρχηγός των φιλελεύθερων και μεγαλοτσιφλικάς Βενουστίανο Καράνσα.
Ο επαναστατικός στρατός συνέχισε την δράση του. Μέσα σε δυο μήνες, ο στρατός του Βίλλα, αποτελείωσε τα υπολείμματα του στρατού του Ουέρτα, έδιωξε τους τσιφλικάδες, τους μοναχούς και τους ξένους από την πολιτεία Τσιουάουα. Το 1913 το Βόρειο Μεξικό, ελεγχόταν απόλυτα από τον Καράνσα.
Οι Αμερικανοί, δυσαρεστημένοι από την φιλοβρετανική πολιτική του Ουέρτα, τον αποκήρυξαν. Ο ίδιος ο πρόεδρος των ΗΠΑ, Ουίλντροου Ουίλσον, δεν αναγνώριζε τον Ουέρτα. Παράλληλα, βλέποντας το παιχνίδι ρευστό, ετοίμαζαν άμεση ιμπεριαλιστική επέμβαση. Στις 21 Απριλίου, τα αμερικανικά στρατεύματα, αποβιβάστηκαν στη Βέρα Κρουζ. Ο λαός του Μεξικό συσπειρώθηκε και υπερασπίστηκε την πατρίδα του με σθένος. Έτσι σηκώθηκε αντιιμπεριαλιστικό μέτωπο που αντιστάθηκε με επιτυχία. Τον Νοέμβριο οι ΗΠΑ ανακάλεσαν τις δυνάμεις τους από το Μεξικό. Η στρατηγική για την αποικιοποίηση, έπρεπε να γίνει με άλλη μέθοδο.
Όταν ζητήθηκε από τον Καράνσα η επίλυση των προβλημάτων της εργατιάς και της αγροτιάς, αυτός αρνήθηκε. Τότε συγκληθηκε εθνική συνέλευση στη πόλη Αγκουασκαλιέντες, που ανακοίνωσε την αφαίρεση της προεδρίας από τον Καράνσα. Την ιδια στιγμή, τα επαναστατικά σώματα του Βίλλα και Ζαπάτα, κυρίευσαν την πρωτεύουσα. Νέος πρόεδρος ανακηρύχθηκε ο Εουλάλιο Γκουτιέρες. Οι Ζαπάτα και Βίλλα, αρνήθηκαν να πάρουν μέρος στη κυβέρνηση.
Ο Γκουτιέρες όμως, πέρασε με το μέρος του Καράνσα. Αποδείχτηκε πιο ικανός από τους προκατόχους του, στο να φέρει την επανάσταση στα μέτρα της αστοτσιφλικάδικης τάξης. Με την απάτη και τη δημαγωγία, κατάφερε να διασπάσει το επαναστατικό κίνημα. Τον Ιανουάριο του 1916, εξέδωσε νόμο, που αφορούσε μεν τη δήμευση της γης από τους οπαδούς των καθεστώτικων που ανατράπηκαν, από την άλλη εγγυόταν την ύπαρξη της τσιφλικάδικης γαιοκτησίας. Ένας μεγάλος αριθμός των αγροτών αδρανοποιήθηκε και οι επαναστάτες, έχασαν σημαντικό κομμάτι από τη βάση τους. Ο στρατός των Ζαπάτα και Βίλλα, χάνοντας δυνάμεις, αναγκάστηκαν να αφήσουν πολλές πόλεις ελεύθερες. Ο Γκουτιέρες, προχώρησε. Ο Καράνσα συμμάχησε με τους αναρχοσυνδικαλιστές και με την συμφωνία «για τον αγώνα εναντίων της αντίδρασης στο όνομα της επανάστασης», τον Φεβρουάριο του 1915, δημιούργησε τα «κόκκινα τάγματα», που αποτελούνταν από εργάτες. Ο στρατός του Καράνσα απέκλεισε τους Ζαπάτα και Βίλλα στα βουνά Μορέλος. Οι τελευταίοι, με τους εναπομείναντες από τα σώματα τους, απωθήθηκαν προς τα σύνορα με τις ΗΠΑ.
Αφού τελείωσε με τους αγρότες, διέλυσε τα «κόκκινα τάγματα» και άσκησε διώξεις εναντίον των εργατών. Όταν οι εργάτες κατάλαβαν την παγίδα που είχαν πέσει ήταν αργά. Κήρυξαν γενική απεργία, που καταπνίγηκε στο αίμα από τα πολυβόλα του Καράνσα.
Οι Αμερικανοί ιμπεριαλιστές, σε μια βεβιασμένη ενέργεια τους, έκαναν ξανά επέμβαση. Σκηνοθετησαν μια μικρή συμπλοκή στη πόλη Κολούμπους και εισέβαλαν σε μεξικάνικο έδαφος. Ο Καράνσα διαμαρτυρήθηκε. Ο μεξικάνικος λαός πέρασε στον αντιιμπεριαλιστικό αγώνα που δυνάμωσε αισθητά. Ο Καράνσα με την στάση του στερεώθηκε στην εξουσία. Οι Αμερικανοί, που έβλεπαν ότι πάλι δεν θα τα έβγαζαν πέρα, άρχισαν διαπραγματεύσεις με την κυβέρνηση Καράνσα. Στην ουσία, η αστική τάξη του Μεξικό, ήθελε να γίνει από τη μια ο μεσολαβητής του αμερικανικού ιμπεριαλισμού στο Μεξικό, από την άλλη, να έχει κάποια προνόμια ανεξαρτησίας κινήσεων και εξέλιξης. Στα λόγια το παίζε επαναστάτρια, στα έργα έσφιγγε τα χέρια με τους ιμπεριαλιστές. Οι ΗΠΑ, από την πλευρά τους, βιάζονταν να τελειώσουν με την υπόθεση της κυριαρχίας τους στο Μεξικό, δεδομένου ότι είχαν αποφασίσει να πάρουν μέρος στον Α ιμπεριαλιστικό παγκόσμιο πόλεμο, που άνοιγε δρόμο, όπως αποδείχθηκε, για τεράστια κέρδη. Τον Φεβρουάριο του 1917, απέσυραν τον στρατό τους από το Μεξικό.
Η τελευταία πράξη της επανάστασης, ήταν το σύνταγμα του 1917. Την 1η Δεκεμβρίου 1916, άρχισε τις εργασίες του στο Κερεντάρο, η συντακτική συνέλευση. Κατά τη διαδικασία, υπήρχαν δύο παρατάξεις. Η αριστερή που υποστήριζε τους αγρότες, το προλεταριάτο και τις δημοκρατικές δυνάμεις, και η άλλη που συσπείρωνε τα συμφέροντα των μεγαλοαστών, των τσιφλικάδων και της πολιτικής και στρατιωτικής ελίτ. Στην πρώτη, ηγέτες ήταν ο Φραγκίσκος Μουνίχα και ο επαναστάτης Μολίνα Ενρίκεζ. Το σύνταγμα καθόρισε το υπέδαφος, τα βουνά, τα νερά και τα δάση ιδιοκτησία του έθνους. Το ίδιο και τη γη της εκκλησίας. Προέβλεπε την αποκατάσταση των κοινοτικών γαιών, τον διαμοιρασμό γης στους αγρότες από κομμάτια των λατιφούντιων, την εφαρμογή της οκτάωρης εργασίας και την κατάργηση της παιδικής.
Πολλές από τις διατάξεις του συντάγματος έμειναν στα χαρτιά. Ο Ζαπάτα και ο Βίλλα δολοφονήθηκαν, ο Καράνσα και η κλίκα του τσάκιζε κάθε αγωνιστική δράση των λαϊκών στρωμάτων. Η Μεξικανική επανάσταση, παρά τις παλινδρομήσεις της, αφαίρεσε ένα μέρος της παπαδίστικης και αστοτσιφλικάδικης τάξης. Μετά το 1917 και τη μεγάλη σοσιαλιστική επανάσταση, το κίνημα στην Λατινική Αμερική, απέκτησε σαφή χαρακτηριστικά. Ιδρύθηκαν σειρά κομμουνιστικών κομμάτων που εντάχθηκαν στη ΙΙΙ Διεθνή.
Πηγές:
Ακαδημία Επιστημών ΕΣΣΔ, Παγκόσμια Ιστορία, Τόμος Ζ1, εκδ. Μελίσσα, σελ 534.
Κώστας Λουλουδάκης, Άσπρα μαντίλια στην Plaza de Mayo. Εκδ. ΚΨΜ, 2015, σ. 208.