1

Μην κοιτάς πάνω!

του Βασίλη Λιόση

 

Είδα την ήδη πολυσυζητημένη ταινία «Don’t look up» (Μην κοιτάς πάνω). Δεν είμαι αρμόδιος για τη σκηνοθετική της οπτική αλλά αυτό δεν σημαίνει ότι δεν δικαιούμαι να έχω άποψη για το σενάριο, τα μηνύματα και το πολιτικό της περιεχόμενο.

Για όσους δεν την έχουν δει ή δεν έχουν διαβάσει την ιστορία που πραγματεύεται, δυο επιστήμονες (Τζένιφερ Λόρενς και Λεονάρντο ντι Κάπριο) διαπιστώνουν ότι ένας κομήτης τεραστίων διαστάσεων θα πέσει στη Γη καταστρέφοντάς την ολοκληρωτικά. Ξεκινάνε, λοιπόν, έναν αγώνα ενημέρωσης της αμερικανικής κυβέρνησης, των ΜΜΕ και του κόσμου. Σε αυτήν την προσπάθειά τους το λογικό και αυτονόητο έρχεται σε πλήρη αντίθεση και σύγκρουση με την επιδίωξη του κέρδους.

Ναι! Το κέρδος είναι αυτό που διαλύει ακόμη και αυτό το ένστικτο της αυτοσυντήρησης και όλα μετατρέπονται σε μία μάχη με το αυτονόητο. Πώς; Η κυβέρνηση των ΗΠΑ και ένας μεγαλομεγιστάνας αποφασίζουν να μην εκτρέψουν τον κομήτη παρόλο που υπάρχει τεχνικά αυτή η δυνατότητα αλλά να τον διαλύσουν σε μικρά κομμάτια προκειμένου αυτά να είναι αξιοποιήσιμα μιας και ο κομήτης είναι γεμάτος σπάνια μέταλλα απαραίτητα για τις νέες τεχνολογίες.

Στην πλοκή της ταινίας ειπώνονται όλα ή σχεδόν όλα: υπάρχουν εμφανείς αναλογίες.

Η πρόεδρος των ΗΠΑ (Μέριλ Στριπ) είναι ένας θηλυκός Τραμπ. Ο μεγαλομεγιστάνας (Μαρκ Ράιλανς), ο τρίτος πλουσιότερος άνθρωπος στον κόσμο είναι κάτι σαν τον Μπιλ Γκέιτς, τον Μαρκ Ζάκερμπεργκ ή τον Ίλον Μασκ.

Οι δυο δημοσιογράφοι (Κέιτ Μπλάνσετ και Τάιλερ Πέρι) που παίρνουν τη συνέντευξη από τους επιστήμονες αντιστοιχούν σε όλους εκείνους τους δήθεν δημοσιογράφους που κάνουν τα πάντα ανάλαφρα, λειαίνουν τις επικίνδυνες γωνίες, κρύβουν συνειδητά αλήθειες, έχουν πάντα πλαστικά χαμόγελα, κάνουν ανόητα αστεία, πουλάνε αδιάκοπα χαζοχαρουμενίαση· ένα σίγουρο συστατικό μαζικής αποβλάκωσης. Τα ΜΜΕ προτάσσουν τις ειδήσεις του τίποτα (η είδηση πρόσκρουσης της γης με τον κομήτη βρίσκεται αξιολογικά μετά τον χωρισμό μιας διάσημης τραγουδίστριας).

Η προσωπική ζωή τραγουδιστών και τα ερωτικά τους «δράματα» αναμασώνται σε ένα συνεχές πάρτι βλακείας. Όλα στη φόρα, όλα στη δημοσιότητα. Για τα νούμερα τηλεθέασης. Προτάσεις γάμου γίνονται σε δημόσια θέα μεταξύ καλλιτεχνών και όλα μέσα σε ένα πανηγύρι ευφορίας. Είναι το τίποτα που παράγει κάτι και αυτό το κάτι είναι μια λοβοτομή στα μυαλά των ανθρώπων.

Και βεβαίως δεν είναι καθόλου τυχαίο ότι η σωτηρία του πλανήτη αφήνεται στα χέρια ενός στρατιωτικού. Στο πρόσωπό του όλη η Αμερική αναμένει τη λύση. Ο στρατός δεν είναι πάντα αυτός που δίνει τη λύση; Σε καταστροφολογικές ταινίες, σε στρατιές από ζόμπι αλλά και στην πραγματικότητα: απέναντι στους «κακούς» μουσουλμάνους και παλιότερα στους «κιτρινιάρηδες» Βιετναμέζους. Μόνο που στη συγκεκριμένη ταινία ο στρατιωτικός δεν είναι κάποιος ήρωας αλλά ένας σιχαμένος ρατσιστής, ένας στρατόκαυλος που παριστάνει τον ήρωα.

Ακόμη κι αυτός ο ανταγωνισμός ΗΠΑ-Κίνας αναδεικνύεται αφού ο μεγαλομεγιστάνας συλλαμβάνει το σχέδιο κατάτμησης του κομήτη και αξιοποίησης των σπάνιων στοιχείων που αυτός φέρει, λέγοντας πως η Κίνα είναι αυτή που έχει τον έλεγχο τέτοιων πολύτιμων στοιχείων. Ταυτόχρονα ψεύδεται απολύτως συνειδητά όταν λέει ότι με την αξιοποίησή τους (των στοιχείων) θα εκλείψει από τον κόσμο η φτώχια και όλοι θα ζούνε μέσα στην ευημερία. Είναι ολοφάνερο πως αυτό που σκέφτεται αποκλειστικά είναι η αύξηση της δικής του περιουσίας. 

Όλο το τσούρμο της εξουσίας (κυβέρνηση, μεγαλομεγιστάνας, πρωτοκλασάτοι δημοσιογράφοι) είναι κυνικοί, εγωπαθείς, αδίστακτοι. Με μία λέξη είναι όλοι τους τομάρια!

Οι αναλογίες, όμως, δεν μένουν μόνο σε επίπεδο προσώπων αλλά προχωράνε και σε επίπεδο κοινωνικών καταστάσεων. Εμφανίζεται μία μεγάλη μερίδα ανθρώπων που δεν πιστεύουν στον κομήτη. Είναι σαν να βλέπουμε σήμερα τους αρνητές της πανδημίας. Η επιστήμη πάει περίπατο κι έτσι αναδεικνύεται το μεγάλο σημερινό κοινωνικό πισωγύρισμα με ανθρώπους που υιοθετούν κάθε τι ανορθολογικό, αναπόδεικτο, αντιεπιστημονικό.

Όποιος τολμήσει να αναδείξει την αλήθεια λοιδορείται, απομονώνεται, στιγματίζεται. Οι δυο αστροφυσικοί χαρακτηρίζονται ως μαρξιστές για να προκαλέσουν με παβλοφικό τρόπο τα αντανακλαστικά της αμερικανικής κοινωνίας και όταν αποφασίζουν να σπάσουν το ασφυκτικό πλαίσιο που τους έχουν βάλει, τους απαγάγει το FBI σαν να είναι τρομοκράτες μουσουλμάνοι με σακούλες στο κεφάλι και υποχρεώνονται να υπογράψουν δηλώσεις μετάνοιας.

Το σενάριο, ακόμη, θίγει τη λυσσώδη επιχείρηση των κρατούντων να μετράνε τα πάντα αφήνοντας έξω από τις μετρήσεις τους το συναίσθημα, την έμπνευση, τη φαντασία, την ανθρωπιά. Έτσι, ο κοινωνιοπαθής μεγαλομεγιστάνας πληροφορεί τον Λεονάρντο ντι Κάπριο πως με μετρήσεις που έκανε και με τη χρήση υπολογιστών έχει προβλέψει ότι θα πεθάνει μόνος του. Η πραγματικότητα τον διαψεύδει. Ο Ντι Κάπριο πεθαίνει μαζί με την οικογένειά του σε μία κατάσταση συναισθηματικά φορτισμένη και το σενάριο με αυτό τον τρόπο δίνει μία γερή κλωτσιά στις ψυχρές μετρήσεις και την τάση να αξιολογούνται τα πάντα.

Ίσως, μερικά σεναριακά στοιχεία μας φαίνονται υπερβολικά. Άλλωστε οι αμερικανικές ταινίες στην πλειονότητά τους έχουν το στοιχείο της υπερβολής. Είναι ένα χαρακτηριστικό του αμερικανικού καπιταλισμού.

Ωστόσο, ας αναρωτηθούμε. Είδαμε τον κλόουν Τραμπ στην πράξη. Πριν να τον «καμαρώσουμε» στη θέση του πλανητάρχη και αν κάποιος μας περιέγραφε τι πρόκειται να κάνει και να πει δεν θα μας φαινόταν υπερβολικός; Ας θυμηθούμε μόνο πως έλεγε ότι ο covid 19 είναι ένα απλό συνάχι και συνιστούσε στους Αμερικανούς την κατάποση χλωρίνης. Κάποιοι από αυτούς τον άκουσαν. Σήμερα οι νεκροί από τον κορονοϊό στις ΗΠΑ πλησιάζουν το 1.000.000. Υπερβολή; Όχι απτή πραγματικότητα.

Η ταινία κάνει και μία υπέρβαση έξω από τα καθιερωμένα του Χόλιγουντ. Το τέλος της δεν αποτελεί μία ακόμη ευχάριστη εξέλιξη όπου το καλό μάχεται το κακό, αλλά παρά τις δυσκολίες το καλό κερδίζει. Το καλό και το κακό στον αμερικανικό κινηματογράφο είναι μεταφυσικές γενικεύσεις που δεν αναλύουν τίποτα και παραπέμπουν σε θρησκευτικές δοξασίες και ηθικοπλαστικά μηνύματα. Στο «Μην κοιτάς πάνω» δεν υπάρχει αυτό το χαρακτηριστικό. Τα πράγματα είναι ωμά και καλώς είναι τέτοια. Με αίτια και αιτιατά. Με χειρουργικές τομές και επεμβάσεις.   

Ο τίτλος της ταινίας αξίζει όσο και η ίδια η ταινία: η προτροπή «Μην κοιτάς πάνω» σε μία πρώτη ανάγνωση είναι το παράγγελμα της ανάλγητης εξουσίας που προσπαθεί να παρουσιάσει την τροχιά του κομήτη ως ένα χάπενινγκ και το πλήθος να αποδεχτεί τη λύση που του προτείνεται, εντούτοις είναι μία εντολή αυταρχισμού και βίας. Το κεφάλι πρέπει να είναι μονίμως σκυμμένο. Τα μάτια να κοιτάνε το πάτωμα. Όπως ακριβώς στην Ιαπωνία έσκυβαν οι υπήκοοι γιατί απαγορευόταν να δουν το πρόσωπο του αυτοκράτορα. Η αλήθεια πρέπει να είναι κτήμα των λίγων και αυτοί οι λίγοι πρέπει να καρπώνονται όλο τον μόχθο των απλών ανθρώπων. Το κεφάλι που σηκώνεται κόβεται με ένα ξίφος.  

Η ταινία εν κατακλείδι είναι μία γερή γροθιά στο στομάχι της αμερικανικής κοινωνίας και όχι μόνο. Δεν είναι απλώς μία ακτινογραφία αλλά και μία προειδοποίηση. Αυτή η καταραμένη επιδίωξη για μεγιστοποίηση του κέρδους αποκτηνώνει τον άνθρωπο και μας οδηγεί στην απόλυτη καταστροφή. Η ταινία με τον τρόπο της αναδεικνύει ένα δίλημμα. Ή θα αλλάξουμε πορεία ή θα πάμε σε αφανισμό. Και ο αφανισμός δεν θα είναι απαραίτητα από κάποιον κομήτη.

Εντάξει. Η ταινία δεν προτείνει λύση. Ταινία που προβάλλεται από το Νetflix είναι, όχι πολιτικό μανιφέστο. Δεν είναι καν πειραματικός κινηματογράφος. Όμως σπάει τους κώδικες του Χόλιγουντ με το ευτυχισμένο τέλος και επιπλέον δεν αφήνει κανένα περιθώριο αυταπατών. Οι πλούσιοι είναι αυτοί που σώζονται με μία χρονοκάψουλα που φεύγει από τη γη και μετά από χιλιάδες χρόνια πάει σε έναν άλλο πλανήτη. Μάλιστα, είναι τόσο απάνθρωποι που δεν παίρνουν μαζί τους ούτε τα παιδιά τους. Ζώντας με τη βοήθεια της κρυογονικής πάνε σε μία νέα πραγματικότητα κι εκεί τους περιμένει ένας εφιάλτης. Βγαίνουν γυμνοί στον ξένο πλανήτη (η γύμνια τους μπορεί να εξυπηρετεί επιστημονικές ανάγκες στη χρονοκάψουλα αλλά και να συμβολίζει πως είναι απογυμνωμένοι από κάθε συναίσθημα και ηθική αξία) και κατακρεουργούνται από σαρκοφάγα πουλιά. Το επιμύθιο είναι πως κι αυτοί δεν θα σωθούν.

Σε κάθε περίπτωση η ταινία μας οδηγεί, το θέλει ή όχι, στη φράση της Ρόζα Λούξεμπουργκ: Σοσιαλισμός ή βαρβαρότητα!