του Δημήτρη Καλτσώνη
καθηγητή θεωρίας κράτους και δικαίου
Πάντειο Πανεπιστήμιο
εφημ. ΤΑ ΝΕΑ, 30/7/2020
Η τακτική Ερντογάν μου θυμίζει το ρητό που είχε παραθέσει ο Κινέζος στρατηγός Ζανγκ Γιου (της Δυναστείας Σουνγκ): “ενώ ασκείσαι στις πολεμικές τέχνες, αποτίμησε τους αντιπάλους σου, κάνε τους να χάσουν το ηθικό τους και τον προσανατολισμό τους, ώστε ακόμη και αν ο αντίπαλος στρατός είναι αλώβητος, να είναι άχρηστος – αυτή είναι μια νίκη σύμφωνα με το Ταό”.
Αυτή η εντύπωση εδραιώνεται από τη μελέτη των κινήσεων της Τουρκίας: από το προοίμιο θερμού επεισοδίου στην εξύμνηση του διαλόγου, από την υπαναχώρηση του Ορούτς Ρέις στην έξοδο του Μπαρμπαρός και από την Αγία Σοφία στις φήμες ότι θα λειτουργήσει η Παναγία Σουμελά.
Η ουσία βρίσκεται, νομίζω, στις διατυπώσεις του εκπροσώπου του Ερντογάν: διάλογος για “διμερή θέματα με διμερή τρόπο” και “συνομιλίες χωρίς όρους”. Αλλά: πρώτο, δεν υπάρχουν θέματα, υπάρχει μόνο η εκκρεμότητα υφαλοκρηπίδας – ΑΟΖ. Δεύτερο δεν αληθεύει ότι επιδιώκονται διμερείς συνομιλίες. Σε αυτές θα είναι ατύπως αλλά ενεργητικά παρούσες οι ΗΠΑ και η ΕΕ, ιδίως η Γερμανία. Τρίτο, δεν υπάρχουν συνομιλίες χωρίς όρους.
Οι όροι πρέπει να είναι το διεθνές δίκαιο, το δίκαιο της θάλασσας και οι διεθνείς συμφωνίες (Λωζάννης κλπ). Αυτονόητος όρος έναρξης του διαλόγου πρέπει να είναι η άρση του casus belli. Αυτό πρέπει να τεθεί στη διεθνή κοινότητα και στην Τουρκία ως αναγκαία προϋπόθεση με βάση το διεθνές δίκαιο.
Η ανακήρυξη χωρικών υδάτων 12 ν.μ. από τη χώρα μας, όπως έχουν κάνει όλες οι χώρες του κόσμου, μαζί και η Τουρκία στη Μαύρη θάλασσα, είναι το κύριο ζήτημα που αφορά την κυριαρχία της Ελλάδας. Αν γίνει αυτό, το ζήτημα της υφαλοκρηπίδας στο Αιγαίο αποκτά εκ των πραγμάτων δευτερεύουσα σημασία. Αν τα χωρικά ύδατα των δύο χωρών στο Αιγαίο επεκταθούν στα 12 ν.μ. η Ελλάδα θα ελέγχει το 71%, η Τουρκία το 9% ενώ τα διεθνή ύδατα θα περιοριστούν στο 20% από το 50% που είναι σήμερα. Από εκεί και πέρα, θα μπορούσε ενδεχομένως να συζητηθεί στη Χάγη τυχόν ειδική διευθέτηση για την περιοχή του Καστελόριζου.
Η επίσημη θέση των ελληνικών κυβερνήσεων είναι ότι υφίσταται μόνο ένα ζήτημα προς διευθέτηση με την Τουρκία. Στην πράξη όμως; Τι συζητήθηκε στο παρασκήνιο του Βερολίνου; Εξάλλου, οι μεγάλοι μας σύμμαχοι και άτυποι καθοδηγητές της εν εξελίξει διαδικασίας διαλόγου δεν έχουν καθόλου την ίδια γνώμη, χρόνια τώρα. Στην παρούσα υποβόσκουσα κρίση οι ΗΠΑ έκαναν λόγο για “αμφισβητούμενα ύδατα στην Α. Μεσόγειο” ενώ η ΕΕ περιορίστηκε κομψά να δηλώσει ότι η τακτική των προκλήσεων της Τουρκίας απλώς “δεν είναι χρήσιμη και στέλνει λάθος μήνυμα”.
Η Γερμανία επιδιώκει για τους δικούς της λόγους την προσέγγιση με την Τουρκία και την οικοδόμηση κάποιου τύπου ειδικής σχέσης της με την ΕΕ. Αυτό δεν θα αμβλύνει την επιθετικότητα και τις παράνομες τουρκικές διεκδικήσεις. Ας μην υπάρχει καμιά αυταπάτη. Οι ανάλογες αυταπάτες της κυβέρνησης Σημίτη νομιμοποίησαν, με ελληνική υπογραφή, τις διεκδικήσεις της Τουρκίας στη συμφωνία της Μαδρίτης το 1997 αλλά και στο κείμενο συμπερασμάτων της Συνόδου Κορυφής της ΕΕ το 1999 με την αναφορά σε “κάθε εκκρεμή διαφορά” καθώς και σε “άλλα συναφή θέματα“. Και μήπως άλλαξε κάτι μετά από αυτά; Από το κακό στο χειρότερο.