Μια τουλάχιστον αμφιλεγόμενη επένδυση
του Δημήτρη Καλτσώνη
καθηγητή θεωρίας κράτους και δικαίου
Πάντειο Πανεπιστήμιο
Η επένδυση της Microsoft που αναγγέλθηκε με πανηγυρικό τρόπο πριν λίγους μήνες από τον πρωθυπουργό έχει σημαντικές γεωπολιτικές παραμέτρους, εκτός των οικονομικών και κοινωνικών ζητημάτων για τα οποία επίσης υπάρχουν αντιτιθέμενες προσεγγίσεις.
Η Ελλάδα είναι η πρώτη χώρα της νοτιοανατολικής Ευρώπης στην οποία εγκαθίσταται ένα τέτοιο κέντρο δεδομένων. Αυτό εντάσσεται στη γενικότερη αναβάθμιση της παρουσίας των ΗΠΑ στη χώρα μας μαζί με την δραστήρια περαιτέρω διείσδυση του αμερικανικού κεφαλαίου και σε άλλους τομείς της οικονομίας, ιδίως στα ναυπηγεία.
Δεν είναι άσχετη ούτε η στρατιωτική αναβάθμιση της παρουσίας των ΗΠΑ στη χώρα μας. Μην ξεχνάμε ότι κατά την πρόσφατη επίσκεψη Πομπέο έγιναν πρακτικά βήματα στην κατεύθυνση της υλοποίησης της τελευταίας ελληνοαμερικανικής συμφωνίας για τις βάσεις, η οποία ψηφίστηκε πριν μερικούς μήνες στη Βουλή. Η συμφωνία παρέχει, και μάλιστα κατά παραβίαση του άρθρου 27 παρ. 2 του Συντάγματος, λευκή επιταγή στις ΗΠΑ για αξιοποίηση κατά το δοκούν τόσο στρατιωτικών όσο και πολιτικών εγκαταστάσεων.
Είναι προφανές ότι όλα αυτά σχετίζονται με δυο βασικές επιδιώξεις της εξωτερικής πολιτικής των ΗΠΑ που δεν θα αλλάξει (ίσως μάλιστα ενισχυθεί) επί προεδρίας Μπάιντεν: α. να σφίξουν ακόμη περισσότερο τη στρατιωτική θηλειά γύρω από τη Ρωσία και β. να εκτοπίσουν ή έστω να περιορίσουν την οικονομική διείσδυση της Κίνας στην ευρύτερη περιοχή. Ωστόσο, η Κίνα βαδίζει ολοταχώς προς την οικονομική αλλά και τεχνολογική πρωτοκαθεδρία. Πρόσφατη ένδειξη είναι ότι Κινέζοι ερευνητές πέτυχαν το λεγόμενο “κβαντικό πλεονέκτημα” στους υπολογιστές παίρνοντας την πρωτιά από την google.
Για την Ελλάδα οι εξελίξεις αυτές σημαίνουν ακόμη μεγαλύτερη πρόσδεση στο άρμα των ΗΠΑ. Πρόσφατη είναι η δημόσια έκφραση ικανοποίησης του αμερικανού πρέσβη Τζ.Πάιατ επειδή οι ελληνικές εταιρείες τηλεπικοινωνίας επέλεξαν να μην συνεργαστούν με τις κινεζικές. Η πάγια αυτή πολιτική των ελληνικών κυβερνήσεων παρουσιάζει σοβαρά προβλήματα έως και κινδύνους.
Πρώτο, διατηρεί και βαθαίνει τη μονομερή οικονομική και τεχνολογική εξάρτηση, τον δευτερεύοντα και συμπληρωματικό ρόλο της ελληνικής οικονομίας.
Δεύτερο, της στερεί τη δυνατότητα να αναπτύξει περαιτέρω πολύπλευρες οικονομικές σχέσεις με άλλες χώρες όπως η Κίνα και η Ρωσία.
Τρίτο, την εμπλέκει σε ανταγωνισμούς, περιπέτειες ακόμη και τυχοδιωκτισμούς από τους οποίους ο ελληνικός λαός μόνο ζημιές θα έχει να πληρώσει.
Τέταρτο, όπως έχει επανειλημμένα αποδειχθεί, δεν παρέχει καμία προστασία έναντι των επιθετικών αξιώσεων του αντιδραστικού καθεστώτος της Τουρκίας. Η εν εξελίξει, ενορχηστρωμένη από το ΝΑΤΟ, προσπάθεια για ελληνοτουρκικό διάλογο εφ΄ όλης της ύλης (όπως θέλει η Τουρκία) το υπογραμμίζει.
Η Ελλάδα έχει ανάγκη από οικονομικές συνεργασίες με όλες τις χώρες ανεξαιρέτως υπό δυο προϋποθέσεις: πρώτο, ότι θα γίνονται σεβαστά τα εργασιακά δικαιώματα και δεύτερο ότι θα γίνονται με ισότιμους, αμοιβαία επωφελείς όρους ούτως ώστε μέσα από τις συνεργασίες αυτές να έχει τη δυνατότητα της αναβάθμισης της οικονομικής και τεχνολογικής της θέσης[1].
Με αυτή την έννοια η απελευθέρωση από τη θανάσιμη θηλειά του ΝΑΤΟ και της ΕΕ είναι απολύτως αναγκαία. Εξίσου αναγκαία είναι η συνεργασία με όλες τις χώρες του κόσμου. Η Ελλάδα χρειάζεται τη συνεργασία και με την Κίνα και με τη Ρωσία και με άλλες δυνάμεις, όχι βέβαια με όρους αναπαραγωγής της επικυριαρχίας, ούτε για να εμπλακεί στις αντιπαραθέσεις των ισχυρών χωρών. Δεν έχει νόημα να διώξουμε τον ένα επικυρίαρχο για να μας έρθει ένας άλλος. Για μια τέτοια πολιτική όμως χρειάζεται μια ριζική στροφή στον κοινωνικό και πολιτικό συσχετισμό των δυνάμεων.
[1] Βλ. Δ. Καλτσώνης, Θ. Μαριόλης, Κ. Παπουλής, Μετωπικό πρόγραμμα διεξόδου από την κρίση, εκδ. Κοροντζή, 2017