Μπροστά στο νόμο Χατζηδάκη
Των Δημήτρη Μητρόπουλου – Λάμπρου Παπαθανασίου
Τι θα γινόταν αν η ΓΣΕΕ δεν είχε ξεπουληθεί χρόνια τώρα στις ορέξεις του ΣΕΒ και του πολιτικού προσωπικού που τους υπηρετεί; Αν ο Παναγόπουλος ήταν για μια φορά μέσα στα προβλήματα των εργαζομένων και όχι σε κάποιο θέρετρο για λουκούλλεια γεύματα; Αν δεν κορόιδευε την εργατική τάξη της χώρας ζητώντας την επαναφορά του βασικού μισθού κατόπιν εορτής και αφού αυτή έχει ήδη παραπεμφθεί για του χρόνου (και αν); Αν υπήρχε μια ΓΣΕΕ που θα σήκωνε τον αγώνα ενάντια στο έκτρωμα Χατζηδάκη, αντί για μια ΓΣΕΕ που συναινεί; Η ηγεσία της ΓΣΕΕ όπως υπηρέτησε για 10 και πλέον χρόνια τη μνημονιακή καταστροφή της χώρας και των εργαζομένων, σήμερα συνεχίζει στην ίδια ρότα.
Αν για τους γραφειοκράτες της ΓΣΕΕ τα πράγματα είναι λίγο πολύ δεδομένα, τι ισχύει για την υπόλοιπη αντιπολίτευση; Και εδώ δε μιλάμε για το ΣΥΡΙΖΑ που επί 4,5 χρόνια εφάρμοζε το μνημονιακό νόμο του 2011 περί διευθέτησης ή ψήφισε μέτρα περιορισμού των απεργιών.
Η στάση του ΚΚΕ απέναντι στο νομοσχέδιο Χατζηδάκη είναι συγκεκριμένη και ακίνδυνη. Απανωτές κομματικές συγκεντρώσεις με στελέχη του κόμματος σε κάθε πόλη της χώρας. Το μόνο που ενδιαφέρει το «κόμμα της εργατικής τάξης» είναι η συγκρότηση των μελών του και της επιρροής του εν’ όψει του αναβληθέντος 21ου συνεδρίου. Οι κομματικές συγκεντρώσεις του ΚΚΕ περισσότερο θυμίζουν προεκλογικές συγκεντρώσεις ή προσυνεδριακές εκδηλώσεις παρά ανυποχώρητο αγώνα για την προστασία των συνδικάτων, του 8ώρου, των μισθών και των εργατικών διεκδικήσεων.
Το ΚΚΕ σπέρνει τώρα για να μπορεί μετά να θερίσει λέγοντας «εμείς τα λέγαμε, ψηφίστε μας». Αυτή είναι η λογική που υπηρετήθηκε μέσα στην κρίση και αποδείχτηκε ακίνδυνη για το σύστημα, αδιέξοδη για το εργατικό κίνημα, αλλά «έσωσε» το ΚΚΕ. Και αυτό είναι το μόνο που φαίνεται να ενδιαφέρει τον Περισσό.
Σε άλλη περίπτωση το ΚΚΕ θα μπορούσε να σηκώσει την αντιπαράθεση. Να κάνει ένα γενικό κάλεσμα σε συνδικάτα, φορείς, σωματεία, εργατικά σχήματα, συνδικαλιστές για ανυποχώρητο παρατεταμένο αγώνα ενάντια στο αντεργατικό έκτρωμα της κυβέρνησης Μητσοτάκη. Να στηθεί ένα μέτωπο υπεράσπισης της λειτουργίας των σωματείων, των συνδικαλιστών, της 8ωρης εργασίας. Αντ’ αυτού το μόνο που έκανε το ΚΚΕ είναι να βάλει σωματεία που «ελέγχει» να υπογράψουν την πρόταση νόμου που κατέθεσε στη βουλή. Ακόμα και τώρα αντιμετωπίζει ταξικούς συνδικαλιστές και δυνάμεις, που δεν ανήκουν στο ΚΚΕ ως αντιπάλους παίζοντας ανόητα παιχνίδια γύρω από ημερομηνίες και πλατείες.
Το ΚΚΕ κάνει την κομματική «ανάγκη» θεωρία και γραμμή και σε αυτό τον αγώνα. Δεν υπάρχουν διαφορετικά επίπεδα και διαφορετικές τακτικές μεταξύ κόμματος και συνδικάτου. Η παρέμβαση στα συνδικάτα δεν αφορά την ευρύτατη δυνατή συσπείρωση των εργαζομένων πάνω στα άμεσα συμφέροντα του – ώστε μέσα από αυτό το «σχολείο», ο εργαζόμενος να τροποποιήσει την ταξική του συνείδηση και να συνειδητοποιήσει και τα ιστορικά του συμφέροντα. Το συνδικάτο είναι εκλογικός χώρος για το κόμμα. Τα σωματεία υπογράφουν –μέσω του ΚΚΕ – πρόταση νόμου σε ένα απώτατο στάδιο κοινοβουλευτικού κρετινισμού.
Το ΚΚΕ έρχεται – απέναντι σε ένα νομοσχέδιο τομή για την ύπαρξη και δράση του εργατικού κινήματος – να επιβεβαιώσει αυτό που γίνεται εδώ δεκαετίες. Θα κάνει κάποιες ακίνδυνες διαμαρτυρίες και ως εκεί. Άλλωστε, σε κανένα μεγάλο και συγκρουσιακό αγώνα των εργαζομένων και του λαού τις τελευταίες δεκαετίες το κόμμα αυτό δεν αποτέλεσε την πρωτοπορία. Αντίθετα, ήταν πάντα ουραγός και σε πολλές περιπτώσεις ακόμα και απέναντι από μεγάλους αγώνες ή ξεσηκωμούς (ασφαλιστικό Γιαννίτση, αγώνες νεολαίας για άρθρο 16, Δεκέμβρης 2008, με αποκορύφωμα τους αντιμνημονιακούς αγώνες). Αυτή είναι μια αδήριτη πραγματικότητα που θα έπρεπε να προβληματίσει όσους ακόμα το σκέπτονται ως μοναδική διέξοδο για την ανασυγκρότηση των κομμουνιστικών ή επαναστατικών δυνάμεων.
Την ίδια στιγμή οι πρόσφατες κινητοποιήσεις της εξωκοινοβουλευτικής αριστεράς αναδεικνύουν ένα χρόνιο και δομικό πρόβλημα. Αναμένουμε ένα νομοσχέδιο από την τάδε κυβέρνηση, για να καλεστούν κάποιες κινητοποιήσεις πίσω από μεγάλα λόγια για «πόλεμο», «δε θα περάσει» κοκ . Εξαγγέλλονται 48ωρες απεργίες και κινητοποιήσεις και «συντονισμοί σωματείων», από ένα χώρο που έχει προφανές πρόβλημα γείωσης και μαζικοποίησης μιας έστω και απλής διαμαρτυρίας.
Στην πλειοψηφία του ο χώρος αυτός έχει τη λογική ενός μικρού αντικαπιταλιστικού ΠΑΜΕ. Έτσι όμως συνεχίζει σε μια αδιέξοδη γραμμή – εδώ και 30 χρόνια – που δεν έχει να δείξει και πολλά αποτελέσματα πέρα από έναν μονοψήφιο αριθμό «ταξικών» συνδικάτων. Αντικειμενικά συμπεριφέρεται σαν ένα είδος «τερματοφύλακα» στην αστική πολιτική, όπου σε κάθε αντιλαϊκό νομοσχέδιο εξαγγέλλει ή οργανώνει κινητοποιήσεις, συνήθως με μεγάλα λόγια που δεν αντιστοιχούν στη γείωσή του με τους εργασιακούς χώρος. Έχει την «δυνατότητα» να κατεβάσει μερικές εκατοντάδες αγωνιστές στο δρόμο, αλλά οργανώνει απεργίες με αποτέλεσμα ελάχιστα ποσοστά συμμετοχής σε σωματεία, με λίγους εργαζόμενους, ή λίγα σωματεία του δημοσίου.
Η υποχώρηση του εργατικού κινήματος έχει πολλές αιτίες και δε θα ξεπεραστεί εύκολα. Ούτε ο γράφων διαθέτει μια συνολική στρατηγική για την υπέρβαση της ήττας. Το ότι δε διαθέτουμε μια συνολική στρατηγική για την υπέρβαση της ήττας δε σημαίνει ότι μπορούμε να συνεχίζουμε με βασικά λάθη, όπως η ταύτιση κόμματος/κινήματος, στρατηγικής/τακτικής, αντίληψης του συσχετισμού δύναμης, αυτογνωσίας της σχέσης που έχουν οι μάζες με τις «πρωτοπορίες» – πολύ περισσότερο με την αυταπάτη ότι κάποιοι είναι πρωτοπορίες… Δεν μπορούμε να συνεχίσουμε με πορείες των 500 χωρίς προετοιμασία στο άδειο κέντρο της Αθήνας. Με ελάχιστη προπαγάνδα από όσους αγωνιστές ή ομάδες επιμένουν να προσπαθούν. Με σχέδιο που μυρίζει από μακριά «τουφεκιά στον αέρα», 2-3 πορείες μέχρι να ψηφιστεί το νομοσχέδιο και μετά πάλι πίσω στην «κανονικότητα».
Θα μπορούσαν να γίνουν προπαγανδιστικές κινητοποιήσεις στις γειτονιές της Αθήνας; Να ακουστούν 5 συνθήματα από τον κόσμο που μένει ή δουλεύει στην τάδε περιοχή και όχι στα ντουβάρια έξω από το σύνταγμα; Πριν 3 μήνες οι γειτονιές «έκαιγαν», δεν γίνεται αυτό να μην προβληματίζει κανέναν. Θα μπορούσε να έχει προηγηθεί ένα κοινό κάλεσμα, μία ανακοίνωση, μία αφίσα, ένα δελτίο τύπου από όσες συνδικαλιστικές και πολιτικές δυνάμεις αγωνίζονται για να μην περάσει αυτός ο νόμος και όλο το μνημονιακό νομοθετικό οπλοστάσιο, και να διακινηθεί σε όλους τους εργασιακούς χώρους; Θα μπορούσε να σχεδιαστεί προσεκτικά μια κεντρική κινητοποίηση λαμβάνοντας υπόψη την μέρα, την ώρα και τις διαθέσεις του κόσμου και να μην γίνονται τουφεκιές μεσοβδόμαδα σε ώρα που οι περισσότεροι εργαζόμενοι ακόμα δεν έχουν τελειώσει τη δουλειά τους; Θα μπορούσε να υπάρχει ένα μόνιμο και διαρκές κάλεσμα από την εξωκοινοβουλευτική αριστερά στο ΚΚΕ για ένα ενιαίο μέτωπο αντίστασης και πολιτικής αντιπαράθεσης με την κυβέρνηση; Τα ερωτήματα πώς θα κάνουμε αγωνιστικό μέτωπο, πώς θα απευθυνθούμε αποτελεσματικά σε όσο το δυνατόν περισσότερους εργαζόμενους δεν απασχόλησαν. Κυρίως απασχόλησε η «συσπείρωση των δικών μας» και το να γίνουν οι συγκεκριμένες διαδηλώσεις και απεργίες (που πρέπει να γίνουν αλλά αυτό δεν αποτελεί σχέδιο).
Η κυβέρνηση μοιάζει να μην πιέζεται. Το νομοσχέδιο όλοι το γνωρίζουν εκ των προτέρων ότι θα ψηφιστεί. Τι θα γινόταν εάν υπήρχε εργατικό κίνημα; Τι θα γινόταν εάν υπήρχε κομμουνιστικό κόμμα; Τι θα γινόταν αν υπήρχε έστω η μια ορισμένη εξωκοινοβουλευτική αριστερά με στοιχεία κοινής λογικής; Πιθανά πάλι δε θα έσπαγε η κυβερνητική πλειοψηφία, όμως θα είχε δημιουργηθεί ένας καλύτερος συσχετισμός, η φθορά της κυβέρνησης θα ήταν μεγαλύτερη και πιο ουσιαστική, θα είχε διαμορφωθεί ένα αγωνιστικό ρεύμα για τις επόμενες κινητοποιήσεις.
Είναι εκκωφαντική η απουσία του εργατικού κινήματος και της «ηγεσίας» του, του κομμουνιστικού κινήματος και του κόμματος, της αριστεράς. Αν για τη ΓΣΕΕ ορθά λέγεται ότι είναι η συνομοσπονδία των εργοδοτών, το ΚΚΕ θα έπρεπε το λιγότερο να μετονομαστεί σε «Κ»ΚΕ.
Η απουσία αυτή μπορεί για κάποιον να φαίνεται παραλυτική. Αλλά από αυτήν ακριβώς την απουσία πρέπει να ξεκινήσουμε. Να ξεκαθαρίσουμε ότι το κουβάρι θα αρχίσει να ξετυλίγεται όσο προσπαθούμε να απαντήσουμε σε αυτό το ζητούμενο. Χρειαζόμαστε ένα κομμουνιστικό φορέα με κοινή λογική. Που αντί για πυροτεχνήματα των δύο εβδομάδων θα έχει σχέδιο παρατεταμένου αγώνα. Που θα έχει ως ιδεολογική αρχή ότι το κόμμα είναι εργαλείο για το κίνημα και την τάξη και όχι το ανάποδο. Που θα γνωρίζει ότι ακόμα και χαθεί μια μάχη, αυτό που έχει σημασία είναι το τι μένει για μετά, αν θα έχει προκύψει ένα σωματείο, αν θα έχει ανέβει έστω μερικώς η αγωνιστική διάθεση του λαού, αν θα έχει διαμορφωθεί ένας διαφορετικός αγωνιστικός πόλος απέναντι στην επίθεση του συστήματος και της κυβέρνησης. Διαφορετικά όσο ο λαός μετράει ήττες, τόσο η αντιστροφή αυτής της πορείας θα γίνεται πιο δύσκολη.
Δεν έχουμε τη συνταγή για την επιτυχή έκβαση της ταξικής πάλης και των αγώνων. Έχουμε όμως τη συνταγή για την αποτυχία τους. Ας εγκαταλείψουμε αυτή τη συνταγή, τη λογική της, την ιδεολογία της, τους φορείς της.
ΥΓ: η απεργία στις 3 Ιουνίου πρέπει να έχει επιτυχία και συμμετοχή. Ακόμα και μια αυθόρμητη εξέλιξη μπορεί να χαλάσει τα σχέδια της κυβέρνησης. Όμως εδώ συζητάμε για το τι πρέπει να (μην) κάνουν οι «πρωτοπορίες»…
Αναδημοσίευση από το antapocrisis.gr