Να χαρούμε με τον θάνατο του Γκορμπατσόφ;
του Βασίλη Λιόση
Κατόπιν διάφορων πανηγυρικών αναρτήσεων για τον θάνατο του Γκορμπατσόφ, γράφτηκαν σχόλια που επέπλητταν όσους δήλωναν χαρούμενοι με το σκεπτικό ότι δεν μπορείς να χαίρεσαι με τον θάνατο ενός ανθρώπου ό,τι κι αν ήταν αυτός. Ποιος έχει δίκιο; Οι πανηγυρίζοντες ή οι επικρίνοντες;
1. Το ερώτημα που ήδη θέσαμε στον τίτλο είναι εντελώς λανθασμένο. Το δίλημμα αν είναι σωστό ή όχι να χαρούμε με τον θάνατο του Γκορμπατσόφ στερείται νοήματος. Τους ανθρώπους τους αγαπούμε, τους μισούμε ή μας είναι αδιάφοροι και υπάρχουν λόγοι για αυτό. Όπως, λοιπόν, δεν έχει νόημα να αναρωτηθούμε «είναι σωστό ή λάθος να πεινάμε και να διψάμε;» ή «είναι σωστό ή λάθος να ερωτευόμαστε;» ή «είναι σωστό ή λάθος να νυστάζουμε;» με τον ίδιο τρόπο είναι λάθος και το ερώτημα του τίτλου. Η αγάπη και το μίσος δεν ρυθμίζονται με οδηγίες προς ναυτιλλομένους. Είναι αντικειμενικά. Υπάρχουν το θέλουμε ή όχι και είναι ανθρώπινα.
2. Η στηλίτευση όσων χάρηκαν εντάσσεται σε έναν αφηρημένο ανθρωπισμό, απολύτως βολικό για τους κρατούντες. Δεν μπορούμε να αγαπάμε ή να λυπόμαστε τους πάντες για έναν πολύ απλό λόγο. Υπάρχουν καλοί άνθρωποι, υπάρχουν και καθάρματα. Πώς να λυπηθούμε για κάποιον που ήταν βιαστής; Για κάποιον που ήταν νεοναζί; Για κάποιον που ήταν εργοδότης που ξεζούμιζε τους εργαζόμενούς του και τους φερόταν αυταρχικά;
3. Αν το προηγούμενο δεν ισχύει, τότε θα έπρεπε η ανθρωπότητα να είχε θρηνήσει ή τουλάχιστον να είχε λυπηθεί όταν βρέθηκε το πτώμα του Χίτλερ για να μην αναφέρουμε μία σωρεία παλιανθρώπων που τυράννησαν την ανθρωπότητα κι έδρασαν υπέρ των λίγων και ισχυρών. Ο λαός του Κονγκό θα έπρεπε να λυπηθεί με τον θάνατο του Λεοπόλδου, βασιλιά του Βελγίου, που κομμάτιαζε παραδειγματικά τα χέρια ακόμη και μικρών παιδιών για να εξασφαλίσει την απαιτούμενη παραγωγή καουτσούκ, για να αναφέρουμε μόνο ένα ακόμη παράδειγμα.
4. Όταν πέθανε η Θάτσερ, ένα ολόκληρο γήπεδο στο Λίβερπουλ τραγουδούσε ασταμάτητα και με πάθος «πέθανε η Θάτσερ». Προς τι η χαρά των οπαδών; Η εργατική τάξη της Αγγλίας δέχτηκε μία άνευ προηγουμένου επίθεση και το σπάσιμο της ηρωικής απεργίας των ανθρακωρύχων μέσα από άφθονη βία άφησε ανεξίτηλες μνήμες στο νου των απλών ανθρώπων. Θα ψέξουμε τώρα και τους ταλαιπωρημένους εργάτες για τον τρόπο που εκδήλωσαν τη χαρά τους όταν η Θάτσερ που ισοπέδωσε τα δικαιώματά τους άφησε αυτό τον κόσμο;
5. Μα θα αναρωτηθεί κάποιος, ο Γκορμπατσόφ ταυτίζεται με τον Χίτλερ και τον Λεοπόλδο; Όχι, δεν ταυτίζονται. Ωστόσο, ο Γκορμπατσόφ συνέβαλε τα μέγιστα στη διάλυση του σοσιαλισμού (όχι ότι η μεμονωμένη δράση του Γκορμπατσόφ εξηγεί τη διάλυση αυτή). Τα όσα έλεγε για περεστρόικα (ανασυγκρότηση) και γκλάσνοστ (διαφάνεια) ήταν φιοριτούρες και δεν έκρυβαν τίποτε άλλο παρά ένα επιτελικό σχέδιο για την καπιταλιστική παλινόρθωση. Εξευτέλισε ό,τι πρέσβευε ο ίδιος διαφημίζοντας την πίτσα Hut και τις τσάντες Louis Vuitton. Η πολιτική του οδήγησε στη διάλυση της Σοβιετικής Ένωσης (που δεν επιθυμούσαν οι λαοί της όπως αποδείχτηκε από το δημοψήφισμα που είχε διενεργηθεί), στη μείωση του προσδόκιμου ζωής, στη φτωχοποίηση ευρύτατων στρωμάτων, στην εξαφάνιση λαϊκών δικαιωμάτων πολλών ετών, στο να δώσει ένα μεγάλο δώρο στον καπιταλισμό. Ο Γκορμπατσόφ ήταν μέρος μιας γραφειοκρατίας που είχε σαπίσει και μέσα από τη σαπίλα της τα βρήκε με τον πρώην αντίπαλο. Το ότι η Δύση τον αποθέωσε και τον αποθεώνει είναι απόλυτα ερμηνεύσιμο και υποθέτω ότι είναι κατανοητοί οι λόγοι της αποθέωσης. Επιπλέον, στη χώρα του πέθανε μέσα σε μεγάλη ανυποληψία.
6. Όσοι λένε ότι λυπούνται οφείλουν να είναι ειλικρινείς γιατί η λύπη τους συνήθως προέρχεται από τη συμπάθεια των πράξεων του Γκορμπατσόφ. Στην περίπτωση που λυπούνται ως απόρροια ενός αφηρημένου ανθρωπισμού, τότε πρέπει να λυπούνται στο άκουσμα θανάτου οποιουδήποτε άγνωστου ανθρώπου. (Φυσικά δεν αναφερόμαστε στις περιπτώσεις που ένας νέος άνθρωπος φεύγει από τη ζωή. Θεωρούμε ανθρώπινο να λυπάται τότε κάποιος ακόμη κι αν δεν ξέρει τον άνθρωπο γιατί νιώθει ότι ο θανών είχε μπροστά του μια ολόκληρη ζωή που δεν θα ζήσει).
Ο Γκορμπατσόφ πέθανε απαξιωμένος από τον λαό του. Έκανε τη βρομοδουλειά, ανταμείφτηκε για αυτό από το παγκόσμιο κεφάλαιο και η ιστορία θα τον γράψει με μελανά χρώματα, όσο κι αν Δυτικοί κονδυλοφόροι επιχειρούν την αγιοποίησή του.