του Βασίλη Λιόση
Δόθηκε στη δημοσιότητα το νέο πολιτικό σχέδιο του ΣΥΡΙΖΑ που σηματοδοτεί την από εδώ κι έπειτα πορεία του μετά την εκλογική του ήττα. Ο ΣΥΡΙΖΑ μας συνήθισε στις κυβιστήσεις τα τελευταία δέκα χρόνια, οπότε καμία εντύπωση δεν πρέπει να προκαλεί η όποια φαινομενική στροφή του σε πιο ριζοσπαστικές κατευθύνσεις, αν αυτές βέβαια περιέχονται στην πρόσφατη πολιτική του διακήρυξη. Εντούτοις, αν δεν θέλουμε να καταθέσουμε μία αποσπασματική κριτική για το προαναφερθέν ντοκουμέντο, οφείλουμε να πιάσουμε το νήμα από την αρχή. Και να πιάσουμε το νήμα από την αρχή σημαίνει να απαντήσουμε σε δύο κομβικά ερωτήματα: Από τι καθορίζεται η φύση ενός κόμματος και τι κόμμα είναι ο ΣΥΡΙΖΑ;
Οι παράμετροι καθορισμού της φύσης ενός κόμματος
Ένα κόμμα εντάσσεται σε αυτήν ή εκείνη την κατηγορία κρινόμενο από α) τις ιδεολογικές του αρχές, β) το Πρόγραμμά του, γ) το καταστατικό του, δ) την ταξική σύνθεση των μελών του, ε) τον τρόπο με τον οποίο αντιμετωπίζεται από το σύστημα, ε) την τακτική του και τη στρατηγική του και πώς αυτές τις συνδέει και στ) την αντιστοιχία μεταξύ θεωρίας και πράξης. Επειδή οι παράμετροι είναι αρκετές και υπάρχει σαφώς αξιολογικό κριτήριο ανάμεσά τους, το καθοριστικό είναι το τελευταίο. Με απλά λόγια δεν ισχύει το «είσαι ό,τι δηλώσεις», αλλά το «σε κρίνω από τη συνέπεια λόγων και έργων».
Όσον αφορά ειδικότερα τα κόμματα της αριστεράς αυτό που πρέπει να βλέπει κάποιος είναι αν οι ιδεολογικές αρχές είναι αυτές του μαρξισμού-λενινισμού (αν υπάρχουν ή όχι μικροαστικές προσμίξεις), αν το Πρόγραμμα έχει ως στόχο την κοινωνική επανάσταση (με ή χωρίς αυταπάτες για μετασχηματισμό της κοινωνίας μέσω του κοινοβουλίου), τι στάση κρατάει απέναντι στον ιμπεριαλισμό, αν το καταστατικό περιέχει την αρχή του δημοκρατικού συγκεντρωτισμού (απαλλαγμένου ή όχι από γραφειοκρατικές εκτροπές), αν στο κόμμα υπάρχει μία διακριτή εργατική βάση ή αν υπερτερούν ποσοτικά και ιδεολογικά άλλες κοινωνικές τάξεις και στρώματα, αν το σύστημα (κράτος, αστικά μέσα ενημέρωσης, αστικά κόμματα, αστική τάξη) χαϊδεύει ή είναι σε ευθεία αντιπαράθεση με το κόμμα, αν η τακτική ενταφιάζει τη στρατηγική ή το αντίθετο και αν το κόμμα βρίσκεται στην πρωτοπορία των κοινωνικών αγώνων, σε τι βαθμό τους οργανώνει, αλλά και πώς μπορεί να αξιοποιεί τις αυθόρμητες τάσεις.
Όσον αφορά το τελευταίο και αν θέλουμε να είμαστε πιο συγκεκριμένοι τα κομματικά μέλη πρέπει να είναι πρωτοπόρα στους εργασιακούς τους χώρους, να ενισχύουν τη δουλειά των σωματείων και όλων των συλλογικοτήτων στην ύπαιθρο, τη γειτονιά το πανεπιστήμιο και αλλού, ενώ όσον αφορά τις κεντρικές αποφάσεις το κόμμα πρέπει να βρίσκεται σε ευθεία αντιπαράθεση με τον ιμπεριαλισμό, τους οργανισμούς του και την εγχώρια αστική τάξη.
Τι ισχύει για το ΣΥΡΙΖΑ;
Με βάση όλα τα παραπάνω ο ΣΥΡΙΖΑ πού εντάσσεται; Ο ΣΥΡΙΖΑ έχει γενικές και αόριστες αναφορές στα προγραμματικά του κείμενα στον μαρξισμό, υιοθετώντας την τακτική της πανσπερμίας ιδεών και μάλιστα με απουσία κάποιας σχετικής αξιολόγησης. Ο σκληρός πυρήνας του ΣΥΡΙΖΑ αποτελείται κυρίως από μικροαστικά στρώματα (δεν αναφερόμαστε στην εκλογική του βάση αλλά στην κοινωνική σύνθεση των μελών του). Κατά τη διάρκεια της κυβερνητικής του θητείας συγκρότησε συμμαχίες με τμήματα της αστικής τάξης (π.χ. Σαββίδης) και δεν ήταν λίγες οι φορές που έλαβε τα εύσημα τόσο από Έλληνες αστούς όσο και από τα ιμπεριαλιστικά κέντρα (βλέπε χαρακτηριστικά τον πρόεδρο της Κεντρικής Ένωσης Επιμελητηρίων Ελλάδας και του ΕΒΕΑ, Κωνσταντίνο Μίχαλο, τον Αμερικανό πρέσβη στην Ελλάδα, Πάιατ κ.ά.). Στην πράξη ό,τι είχε διακηρύξει όχι μόνο μπήκε στο περιθώριο αλλά διατηρήθηκε η πολιτική των προηγούμενων. Ο ΕΝΦΙΑ δεν καταργήθηκε, τα μνημόνια ούτε αυτά και εφαρμόστηκαν νέα, ο διαβολικός Τραμπ έγινε διαβολικά καλός, οι εφοπλιστές απόλαυσαν για άλλη μια φορά προκλητικές φοροαπαλλαγές, οι μισθοί παρέμειναν γλίσχροι, τα μεσαία στρώματα αναστέναξαν από τη σκληρή φορολογία κ.λπ. Όλα αυτά δεν αφήνουν πολλά περιθώρια για αυταπάτες και για τον χαρακτηρισμό του ΣΥΡΙΖΑ ως ένα κόμμα εργατικό ή λαϊκό ή αντιιμπεριαλιστικό ή αριστερό. Η ρήση του Τσίπρα με βάση την οποία «είχαμε αυταπάτες», μας αφήνει παγερά διάφορους. Η αντιλαϊκή πολιτική είτε είναι προϊόν αυταπατών, είτε συνειδητών επιλογών, παραμένει αντιλαϊκή πολιτική, αν και πιστεύουμε πως η δεύτερη εκδοχή (συνειδητή επιλογή) είναι αυτή που ισχύει.
Ο ΣΥΡΙΖΑ δεν διαφέρει επί της ουσίας από τη σύγχρονη σοσιαλδημοκρατία. Άλλωστε η πρόθεση του προέδρου του να έχει ανοικτούς διαύλους με την ευρωπαϊκή σοσιαλδημοκρατία και η άπλετη διείσδυση πρώην στελεχών του ΠΑΣΟΚ στο ΣΥΡΙΖΑ είναι ένα αποδεικτικό στοιχείο της φύσης του ΣΥΡΙΖΑ. Ταυτόχρονα δεν πρέπει να ξεχνάμε πως η σύγχρονη σοσιαλδημοκρατία δεν έχει και πολλή μεγάλη σχέση με τη μεταπολεμική που διήνυσε τη χρυσή τριακονταετία του καπιταλισμού (μέχρι το 1976). Μεταπολεμικά η σοσιαλδημοκρατία εξυπηρέτησε ένα διαχειριστικό σχέδιο του κεφαλαίου, απόρροια της προσπάθειας να μην επαναληφτεί η κρίση του 1929, να απαντηθεί το παράδειγμα των σοσιαλιστικών χωρών, να κατευναστεί το εργατικό κίνημα, να συσσωρευτούν κεφάλαια, να τονωθεί η κατανάλωση και άρα η κερδοφορία. Ωστόσο, πρέπει να σημειώσουμε τρεις παρατηρήσεις: πρώτο, το κεϋνσιανό μοντέλο διαχείρισης δεν το απαρνήθηκαν ούτε τα κλασικά αστικά κόμματα, δεύτερο, ακόμη και μέχρι το 1976 υπήρχαν δυο διαφορετικές σχολές διαχείρισης που συγκρούονταν, τρίτο, το διαχειριστικό αυτό υπόδειγμα έλαβε τέλος με την πρώτη σοβαρή κρίση που εμφανίστηκε μεταπολεμικά, αυτή του 1976. Επομένως, ο κεϋνσιανισμός δεν υπήρξε μία ευγενική χορηγία του κεφαλαίου προς τον κόσμο της εργασίας, αλλά ανάγκη του ίδιου του κεφαλαίου. Έκτοτε, η σοσιαλδημοκρατία άλλοτε αργά άλλοτε ταχύτερα, ενστερνίστηκε όλες τις δογματικές αρχές του νεοφιλελευθερισμού: λιγότερο κράτος, ενδυνάμωση των θεσμών καταστολής, ιδιωτικοποιήσεις, συμπίεση των εργατικών μισθών, ευέλικτες μορφές εργασίας,, ατομισμός ως υπέρτατη αξία κ.λπ. Εν ολίγοις, η σημερινή σοσιαλδημοκρατία μικρή σχέση έχει με την παλιά. Άλλωστε η κρίση ταυτότητας που έχει και η φθίνουσα πορεία της είναι ολοφάνερη.
Με βάση όλη αυτή την πραγματικότητα η σημερινή σοσιαλδημοκρατία θα μπορούσε να χαρακτηριστεί συμβατικά ως σοσιαλνεοφιλελεύθερη. Οι επιμέρους διαφοροποιήσεις της (αν και όχι σε όλες τις περιπτώσεις και με πολλές ασυνέπειες και στρεβλώσεις) που αφορούν τον εθνικισμό, το προσφυγικό, τα δικαιώματα μειονοτήτων, δεν ανήκουν στον σκληρό πυρήνα της πολιτικής και ως εκ τούτου δεν την τοποθετούν σε μία άλλη κατηγορία σε σχέση με τα κόμματα που διακηρύσσουν ανοικτά την αναπαραγωγή των κεφαλαιοκρατικών σχέσεων παραγωγής. Το πολύ-πολύ να την εντάξουν σε μία υποκατηγορία.
Η νέα πολιτική διακήρυξη
Θα σταθούμε στα κυριότερα σημεία που χρήζουν κριτικής, για το συγκεκριμένο κείμενο.
Η εκτίμηση που υπάρχει για το κόμμα της ΝΔ είναι εντελώς λανθασμένη. Αναφέρει η Διακήρυξη:
«Σήμερα η κυβέρνηση της Νέας Δημοκρατίας επιθυμεί να επιστρέψουμε στο μοντέλο που γέννησε την χρεοκοπία. Σε ένα μοντέλο αυταρχικό, διάλυσης των εργασιακών σχέσεων, με καμία πρόνοια για το περιβάλλον. Σε ένα μοντέλο αδιαφάνειας και συναλλαγής.
»Η Νέα Δημοκρατία ακολουθεί την τάση μιας νέας αυταρχικής δεξιάς που ενσωματώνει στο εσωτερικό της στοιχεία εθνικιστικά. Η στενή σχέση της με το παρασιτικό κεφάλαιο, η επιστροφή σε πρακτικές διαπλοκής, ο αυταρχισμός στον τρόπο άσκησης της κυβερνητικής εξουσίας, πιστοποιούν ότι η παλινόρθωση του παλιού καθεστώτος, που τόσο κόστισε στη χώρα, βρίσκεται σε πλήρη εξέλιξη».
Η ΝΔ είναι υπεύθυνη για τη χρεοκοπία της χώρας, όπως και το ΠΑΣΟΚ, όχι γιατί δεν ακολούθησε μία διαφορετική πολιτική διαχείρισης. Η κρίση δεν ήταν ελληνικό φαινόμενο, αλλά φαινόμενο του παγκόσμιου καπιταλισμού. Είναι, λοιπόν, υπεύθυνη γιατί αναπαράγει όλο το σύστημα εκμετάλλευσης και γιατί αναπαράγει τις σχέσεις εξάρτησης της Ελλάδας που βάθυναν την ελληνική κρίση. Οι ρεμούλες και η κατασπατάληση του δημόσιου χρήματος δεν ήταν αυτά τα στοιχεία που δημιούργησαν την κρίση, αλλά πιθανώς της έδωσαν μεγαλύτερες διαστάσεις (αν και βέβαια όταν συντηρητικοί αναλυτές μιλάνε για κατασπατάληση του δημόσιου χρήματος εννοούνε τις κοινωνικές παροχές).
Η ΝΔ δεν έβαλε στους κόλπους της ακροδεξιά στοιχεία ως απόρροια κάποιας ιδεολογικής της αγκύλωσης. Άλλωστε πάντα περιέθαλπε τέτοιες περιπτώσεις. Ο ιδεολογικός της προσανατολισμός είναι επιλογή της ελληνικής αστικής τάξης, όπως είναι επιλογή και διεθνώς του κεφαλαίου. Πρόκειται για μία σκλήρυνση της πολιτικής του κεφαλαίου που επιβάλλεται από την αέναη προσπάθειά του για μεγιστοποίηση της κερδοφορίας του, από την όξυνση των ενδοϊμπεριαλιστικών και ενδοκαπιταλιστικών αντιθέσεων, από την προσπάθεια υπέρβασης της κρίσης του 2008. Οι φασίζουσες, νεοφασιστικές και ακροδεξιές κυβερνήσεις είναι πλέον μία εναλλακτική του κεφαλαίου.
Η ΝΔ δεν παρουσιάζεται ως κόμμα της αστικής τάξης, αλλά ως κόμμα που έχει στενή σχέση με το παρασιτικό κεφάλαιο. Σε αυτό το σημείο αναφύεται άλλο ένα πρόβλημα: το κεφάλαιο διαχωρίζεται υπόρρητα σε υγιές και ασθενές και υπονοείται η σχέση της ΝΔ με το ασθενές, αλλά του ΣΥΡΙΖΑ με το υγιές. Η ΝΔ και λαμβάνοντας υπόψη την ομιλία του Μητσοτάκη στη ΔΕΘ, φαίνεται πως σε αυτή τη φάση εκφράζει ένα σχέδιο της ελληνικής αστικής τάξης που προσπαθεί να επανακτήσει χαμένες θέσεις στο διεθνή καταμερισμό λόγω κρίσης και να εκπονήσει ένα νέο διαχειριστικό «εκσυγχρονιστικό» σχέδιο.
Στο κείμενο της Πολιτικής Διακήρυξης υπάρχουν κάμποσες αναφορές στον σοσιαλισμό, αλλά ακολουθείται η κλασική τακτική. Δεν αναφέρεται με ποιο τρόπο, ποιο τακτικό και στρατηγικό σχέδιο θα φτάσουμε σε αυτόν. Άλλοτε το όραμα παρουσιάζεται θολό, ενώ όταν κάπως συγκεκριμενοποιείται γίνεται κατανοητό ότι πρόκειται για έναν «εξανθρωπισμένο» καπιταλισμό. Σε κάθε περίπτωση ο καθένας μπορεί να δώσει ό,τι περιεχόμενο θέλει. Ας μην ξεχνάμε πως η παλαιά σοσιαλδημοκρατία αποκαλούσε τη Σουηδία ως σοσιαλιστική και την πρόβαλε ως εναλλακτικό μοντέλο απέναντι στον καπιταλισμό και τον υπαρκτό.
Όσον αφορά τη συγκρότηση του νέου κόμματος το πολυσυλλεκτικό κάλεσμα δεν μας κάνει εντύπωση. Εντύπωση, όμως, μας κάνει το σχέδιο για την «ψηφιακή διάσταση του κόμματος» και «την ψηφιακή σύνδεση των μελών του». Διαβάζοντας τη συγκεκριμένη παράγραφο μας ήρθε μοιραία η κατεύθυνση του τρέχοντος πολυνομοσχεδίου της κυβέρνησης που ανάμεσα στα άλλα προβλέπει το ηλεκτρονικό μητρώο εργαζομένων. Πρόκειται για μία διπλή στόχευση: η μία αφορά το ηλεκτρονικό φακέλωμα των εργαζομένων, η άλλη την αποκοινωνικοποίηση των μαζικών διαδικασιών. Οι διεργασίες θα μπορούν να γίνονται από τον καναπέ του σπιτιού σου που θα πρέπει να αντικαταστήσει τη συνέλευση, την αντιπαράθεση, τη ζωντανή συζήτηση, εν ολίγοις τις συλλογικές διαδικασίες. Αυτή η δεύτερη επίπτωση μοιάζει να αγκαλιάζει και το νέο κόμμα του ΣΥΡΙΖΑ.
Στο τελικό κάλεσμα του κειμένου αναφέρεται: «Στον όμορφο αγώνα για μια Ελλάδα της προόδου, καλούμε τον κόσμο της εργασίας, τις νέες και τους νέους, τους άνεργους, τους ανθρώπους του πολιτισμού και των γραμμάτων, τους αυτοαπασχολούμενους και τους αγρότες, όλους όσοι επιχειρούν στην οικονομία, με όρους ανάπτυξης και σεβασμού των εργασιακών δικαιωμάτων, να ανταποκριθούν στο μεγάλο προσκλητήριο του ΣΥΡΙΖΑ και της προοδευτικής παράταξης. Να δώσουν τη δική τους πνοή, τη δική τους πείρα, της δική τους ενέργεια, στο μεγάλο κόμμα της προόδου, που χρειάζεται σήμερα η χώρα».
Τι ακριβώς σημαίνει «όλους όσοι επιχειρούν στην οικονομία, με όρους ανάπτυξης και σεβασμού των εργασιακών δικαιωμάτων»; Ας πούμε ένας νέος διαδεδομένος μύθος είναι πως υπάρχουν ξεχωριστοί εργοδότες με σεβασμό στον εργαζόμενο όπως για παράδειγμα ο Παπαστράτος και ο Σκλαβενίτης. Αυτοί ανταποκρίνονται στην παραπάνω ρήση και αν ναι χωράνε στο νέο κόμμα του ΣΥΡΙΖΑ;
* * * *
Ο ΣΥΡΙΖΑ θα καταφέρει να δημιουργήσει ένα πραγματικά μαζικό κόμμα; Το ότι η εκλογική του επιρροή είναι αναντίστοιχη με τον αριθμό των κομματικών του μελών είναι αλήθεια. Το ότι η εργατική του βάση κομματικά είναι ισχνή, είναι επίσης αλήθεια. Η επιρροή του στα εργατικά συνδικάτα και στη νεολαία είναι υποπολλαπλάσια των ποσοστών του στις βουλευτικές εκλογές. Η γνώμη μας είναι ότι είναι εξαιρετικά δύσκολο να παρουσιάσει ένα οργανωτικό άλμα. Οι λόγοι πολλοί: η κινηματική ανυδρία όπου ο καθένας δεν μπορεί να ψαρεύει σε θολά νερά, οι οργανωτικές του αρχές του ΣΥΡΙΖΑ που διέπονται από μία αντίφαση (χαλαρή λειτουργία των μελών αλλά και αρχηγισμός) και κυρίως από τη φύση του κόμματος. Ο ΣΥΡΙΖΑ δεν μπορεί να συνεγείρει την εργατική τάξη που στην Ελλάδα βρίσκεται κοντά στο 60% του οικονομικά ενεργού πληθυσμού. Η ηγεσία του ΣΥΡΙΖΑ δεν θα μπορέσει να δει καραβιές εργαζομένων να εισέρχονται στο κόμμα. Ο ΣΥΡΙΖΑ ξεκίνησε ως ένα κόμμα της μικροαστικής διανόησης που ποτέ δεν αμφισβήτησε τον καπιταλισμό και την ΕΕ (το αντίθετο μάλιστα) και μετεξελίχθηκε ως ο ένας εκ των δυο πόλων του αστικού πολιτικού συστήματος. Έκανε τη βρώμικη δουλειά για μία τετραετία, απογοήτευσε τον κόσμο κι έφερε στην κυβερνητική εξουσία τη ΝΔ με μεγάλα ποσοστά.
Όλα αυτά δεν σημαίνουν υποτίμηση της όποιας προσπάθειας των ηγετικών κλιμακίων του ΣΥΡΙΖΑ, αλλά ούτε και εξιλέωση των όσων σήμερα πρεσβεύουν ή υποτίθεται ότι πρεσβεύουν την πραγματική επαναστατική εκδοχή.