Του Γιώργου Παπανικολάου και της Ελένης Δήμου
εφημ Documento, 14/11/2021
Οι εξαγγελίες του υπουργού προστασίας του πολίτη στον απόηχο του καταιγισμού πυροβολισμών που προκάλεσαν το θάνατο του Νίκου Σαμπάνη επιβεβαιώνουν με τον πιο εκκωφαντικό τρόπο την ανένδοτη προσκόλληση της κυβέρνησης σε μια επιθετικότερη μορφή του δόγματος «νόμος και τάξη». Ο ίδιος ο πρωθυπουργός επικύρωσε ρητά τη στάση και το πνεύμα του υπουργού του, όπως το ίδιο είχε πράξει και με την ευκαιρία προηγούμενων περιστατικών κραυγαλέας αστυνομικής βίας και αυθαιρεσίας.
Τα χαρακτηριστικά του δόγματος «νόμος και τάξη», το οποίο βρίσκεται στον πυρήνα της πολιτικής της Νέας Δημοκρατίας, έχει να κάνει με την υιοθέτηση μιας επιθετικής πολιτικής αστυνόμευσης του δημόσιου χώρου, με αιχμή τις εμφατικά στρατιωτικοποιημένες κινητές αστυνομικές μονάδες από τα ΜΑΤ έως τις ΔΙΑΣ, ΔΡΑΣΗ, ΟΠΚΕ κλπ. Οι μονάδες αυτές ενισχύονται και από το προσωπικό που έχει προσληφθεί εντωμεταξύ και υπάγεται στην κατηγορία των ειδικών φρουρών. Πρόκειται για άτομα, τα οποία πριμοδοτούνται για τη στρατιωτική τους προϋπηρεσία και εντάσσονται στην αστυνομία με συνοπτικές διαδικασίες, με ελλιπή εκπαίδευση και καθεστώς γενικά που υπολείπεται του καθεστώτος της «τακτικής» αστυνομίας.
Στόχος αυτής της πολιτικής δεν είναι ο έλεγχος της εγκληματικότητας και της ανασφάλειας που προκύπτει από αυτή: άλλωστε επι των ημερών της Νέας Δημοκρατίας έχει απομειωθεί, σύμφωνα και με τις καταγγελίες των ίδιων των αστυνομικών, η ικανότητα ποσοτικά και ποιοτικά της αστυνομίας ως προς τον έλεγχο του «κοινού εγκλήματος». Αντίθετα, η αιχμή του κυβερνητικού-αστυνομικού δόρατος είναι στραμμένη προς εκείνες τις κοινωνικές ομάδες, τις οποίες η Νέα Δημοκρατία και η ενσωματωμένη πια σε αυτή «σοβαρή» ακροδεξιά, επιλέγει να στοχοποιεί ως επικίνδυνες: διαδηλωτές, απεργούς, μετανάστες, τη νεολαία, τις γυναίκες και κοινωνικές ομάδες όπως οι Ρομά, των οποίων η περιθωριοποίηση εντείνεται και διαιωνίζεται από την πολιτική της. Το κοινό χαρακτηριστικό είναι ότι η παρουσία αυτών των ομάδων στο δημόσιο χώρο συνδέεται με μια δυναμική ανυπακοής, αντίδρασης και αντίστασης, συνειδητής ή όχι, στο νεοφιλελεύθερο όραμα για την λειτουργία του δημόσιου χώρου, τις κοινωνικές και τις εργασιακές σχέσεις.
Η υλοποίηση του οράματος αυτού συνδέεται αναπόσπαστα με δραστικά θεσμικά πλήγματα στις ατομικές και κοινωνικές ελευθερίες. Τέτοια πλήγματα ήταν οι νομοθετικές αλλαγές για τις συναθροίσεις ή την πανεπιστημιακή αστυνομία (και συνολικά το καθεστώς ασφάλειας στους πανεπιστημιακούς χώρους). Το ειδικό καθεστώς της επιβολής των μέτρων για τον έλεγχο της πανδημίας υπήρξε επίσης ένα πεδίο άσκησης ενός νέου καθεστώτος ελέγχου, αφού το σχετικό νομοθετικό πλαίσιο αποτελεί ένα παρασύνταγμα, με όχημα την ειδική συνθήκη της πανδημίας. Είναι ξεκάθαρο όμως ότι πάνω απ’όλα σε αυτό το πλαίσιο στοχοποιήθηκαν οι ελευθερίες και τα δικαιώματα, σε αντίθεση με την παγερή αδιαφορία της κυβέρνησης για την ενίσχυση της υγειονομικής και προνοιακής προστασίας της κοινωνίας, την ίδια στιγμή που η «αγία οικονομία» των ισχυρών καθόλου δεν διαταράχτηκε από τον περιβόητο υγειονομικό κίνδυνο.
Ο νεοφιλελεύθερος αυταρχισμός υλοποιείται εξίσου με μια σειρά πρακτικών εκπτώσεων και πληγμάτων στις ελευθερίες και τα δικαιώματα, μέσω των οποίων ενορχηστρώνονται τα πιο θεαματικά κυβερνητικά βήματα κατάλυσής τους. Αυτή η αποστολή έχει ανατεθεί στην αστυνομία, και η κανονικοποίησή της συντελείται επίσης με τη βοήθεια των συστημικών μέσων ενημέρωσης στα οποία ο κυβερνητικός λόγος κυριαρχεί απόλυτα. Οι πρακτικές αυτές εκπτώσεων και πλήγματων ελευθεριών και δικαιωμάτων έχουν πρώτα να κάνουν με τη δράση της αστυνομίας, δηλαδή τις απευθείας προσβολές και παραβιάσεις των δικαιωμάτων σε βάρος πολιτών ατομικά ή συλλογικά. Είναι γεγονός πως τα περιστατικά βίας και αυθαιρεσίας έχουν αυξηθεί αισθητά. Κρίσιμος όμως είναι και ο εγκλιματισμός της κοινής γνώμης και η εμπέδωση στην αντίληψή της των εκπτώσεων στη νομιμότητα και στη λειτουργία του δημοκρατικού κράτους δικαίου. Εκπαιδευόμαστε να θεωρούμε την επιθετική και μεροληπτική αστυνόμευση ως κάτι εύλογο, να βιώνουμε ως φυσιολογική μια μόνιμη κατάσταση ανάγκης και τα μέτρα που αυτή υπαγορεύει.
Η καταδίωξη στο Πέραμα, ο θάνατος του Νίκου Σαμπάνη και η προπαγάνδα που εξαπολύθηκε κατόπιν υπήρξαν τέτοια πρακτική άσκηση ανελευθερίας, η οποία αυτή τη φορά οδηγεί στο δραματικότερο βήμα της αυστηροποίησης του ποινικού κώδικα—το νομοσχέδιο είναι ήδη στη βουλή και μας αφορά όλες και όλους, καθώς βάλλεται μεταξύ άλλων και το δικαίωμα στην ελευθερία της έκφρασης . Ασφαλώς ισχύει πως υπάρχει μια αδιαπραγμάτευτη μεροληψία της αστυνομίας υπέρ της κατεστημένης τάξης πραγμάτων. Αυτή όμως η κοινωνιολογική γνώση του αστυνομικού μηχανισμού δεν σημαίνει πως οι συνταγματικές και άλλες εγγυήσεις της νομιμότητας στο φιλελεύθερο αστικό κράτος είναι αδειανό πουκάμισο. Αυτή ακριβώς είναι μια σημαντική όψη του περιστατικού στο Πέραμα: η παράλυση κάθε μηχανισμού ελέγχου από την ιεραρχία, η παραβίαση κάθε μέτρου έλλογης και νόμιμης αστυνομικής βίας, όπως και η αρχική απόπειρα παραπληροφόρησης για το περιστατικό, η οποία υπό το βάρος της αλήθειας αντικαταστάθηκε βολικά από την «ηθική δολοφονία» των Ρομά και τη μιντιακή στοχοποίησή τους ως προβληματικού και παραβατικού πληθυσμού. Ούτε βέβαια θα πρέπει να υποτιμά κανείς το ότι τα κυβερνητικά φερέφωνα έσπευσαν να παρουσιάσουν την απόφαση για την (μη) προσωρινή κράτηση των αστυνομικών ως αθωωτική δικαστική απόφαση.
Η επιρροή που έχει εδώ και δεκαετίες η συστημική προπαγάνδα εναντιών των Ρομά είναι έκδηλη. Στις ΗΠΑ, μετά τη δολοφονία του George Floyd, το κίνημα Black Lives Matter ανάγκασε διάφορες πολιτείες να εξετάσουν το ζήτημα του συστημικού ρατσισμού στην αστυνομία, με συζητήσεις ακόμα και για αποχρηματοδότηση της αστυνομίας σε μερικές περιπτώσεις. Αυτή η δυναμική προέρχεται από το γεγονός ότι η πλειοψηφία των πολιτών αντεξαρτήτως χρώματος γνωρίζουν τη συστημική βία και ρατσισμό που βιώνουν οι Αφροαμερικανοί από τον θεσμό της σκλαβιάς εώς σήμερα και υπάρχει μεγαλύτερη αλληλεγγύη ως προς την αντιμετώπιση τους. Στην Ελλάδα έχει αποσιωπηθεί παντελώς ότι ο συστημικός ρατσισμός εναντίων των Ρομά, ο Αντιτσιγγανισμός, είναι μια πρακτική 200 χρόνων (οι Ρομά πολέμησαν για την απελευθέρωση της Ελλάδας, αλλά στο νεοσύστατο ελληνικό κράτος δεν τους δώθηκαν τα ίδια δικαιώματα με τους υπόλοιπους Έλληνες λόγω της «φυλής» τους). Μετά τον ξυλοδαρμό στην Νεα Σμύρνη οι αντιδράσεις οδήγησαν την κυβέρνηση σε προσωρινή υποχώρηση σε σχέση με τις πρακτικές καταστολής. Εάν είχαμε την ίδια αντίδραση και στη περίπτωση του Νίκου Σαμπάνη, ίσως η κυβέρνηση αναγκαζόταν να κοιτάξει ουσιαστικά το ζήτημα του ρατσισμού στην αστυνομία.
Υπόσχεται η κυβέρνηση «βέλτιστες πρακτικές από την Ευρώπη». Εκτός του ότι υπάρχει ασάφεια για το ποιες είναι ακριβώς αυτές οι χώρες των οποίων οι βέλτιστες πρακτικές θα ακολουθηθούν, αποσιωπάται πλήρως ότι πουθενά στην Ευρώπη δεν έχει λυθεί το θέμα του συστημικού ρατσισμού. Αντιθέτως η επικύρωση του πρωθυπουργού, η σταση συμπαράστασης του υπουργού στη συγκεκριμένη ομάδα ΔΙΑΣ και οι νέες εξαγγελίες φαινονται να τον νομιμοποιούν περαιτέρω. Εξάλλου η ελληνική κοινωνία βρίσκεται στο σκοτάδι για το ποιες είναι οι ισχύουσες πρακτικές στη χώρα μας—ποιά είναι η επίσημη πολιτική για τις καταδιώξεις, πρακτική για την οποία η διεθνής τάση είναι οι αυστηροί περιορισμοί; Εξαγγέλλει η κυβέρνηση πως καμία καταδίωξη σε περιοχές και ομάδες υψηλής παραβατικότητας δε θα διακόπτεται, αλλά μήπως άραγε αυτές είναι οι ίδιες περιοχές και ομάδες, οι οποίες ήδη στοχοποιούνται δυσανάλογα από το δόγμα «νόμος και τάξη»; Εξαγγέλει επανεκπαίδευση των αστυνομικών, αυτών που έχει εντάξει στην αστυνομία με συνοπτικές διαδικασίες, στρατοκρατικά κριτήρια και νοοτροπία, και ελλιπή εκπαίδευση. Γενικεύεται η πρακτική της χρήσης καμερών ως πανάκεια τάχα, αλλά τίποτε δε λέγεται για την καταγραφή και τη επεξεργασία των προσωπικών δεδομένων των πολιτών, τίποτα για την τεχνική δυνατότητα της μη καταγραφής του περιστατικού βίας και αυθαιρεσίας, και τίποτε τέλος για το ποια αρχή θα ελέγχει τις σχετικές καταγραφές με όρους αμεροληψίας. Τέλος, ο ίδιος ο υπουργός προστασίας του πολίτη εμφανίζεται ως ο υπέρμαχος της αυστηροποίησης του ποινικού κώδικα. Προς διευκόλυνση της αστυνομίας άραγε; Από την σκοπιά της επιστημονικής έρευνας πάντως προκύπτει πως η περιβόητη αυστηροποίηση δεν θα οδηγήσει σε μείωση της εγκληματικότητας. Αντίθετα, θα οδηγήσει στην περαιτέρω εγκληματοποίηση των στοχοποιημένων ομάδων, και σε κλιμάκωση της κοινωνικής έντασης. Η δολοφονία του Νίκου Σαμπανη ίσως είναι δυσοίωνο προμήνυμα για ακόμη χειρότερες εξελίξεις.
Ποια μπορεί να είναι η γραμμή άμυνας των πολιτών μπροστά σε αυτή τη θύελλα αστυνομικού και ποινικού λαϊκισμού που εξαπολύει η κυβέρνηση; Η πολιτική διαμαρτυρία και αντίσταση είναι προφανώς ανοιχτός δρόμος, αλλά υπάρχουν κάποια στοιχειώδη πρακτικά ζητήματα ορθολογικής και χρηστής λειτουργίας της πολιτείας, τα οποία κάποια στιγμή θα πρέπει να τα διεκδικήσουμε ως εξίσου αυτονόητα. Γιατί δεν δίνεται το πόρισμα για το Πέραμα στη δημοσιότητα; Γιατί δεν δημοσιεύονται στοιχεία για τον αριθμό, τη φύση και την έκβαση των ΕΔΕ που διεξάγει η αστυνομία ως ιεροτελεστική (μη-)απόκριση στα περιστατικά βίας και αυθαιρεσίας; Πώς αξιολογείται ποιοτικά και ποσοτικά η δράση των αστυνομικών μονάδων της κυβέρνησης; Χωρίς τέτοιου είδους δημόσια πληροφόρηση, κάθε υπεύθυνος πολίτης οφείλει να ανησυχεί πως η ιαχή του υπουργού «ασφάλεια παντού, ασφάλεια για όλους» υπόσχεται το ακριβώς αντίθετο.
* Γιώργος Παπανικολάου (αναπληρωτής καθηγητής στο Northumbria Law School, UK) και Ελένη Δήμου (επίκουρη καθηγήτρια εγκληματολογίας στο Open University, UK) μέλη του Δικτύου Υπεράσπισης Δημοκρατικών Ελευθεριών.