Ο Ραϋμόνδος νίκησε τον Παπανούτσο; Βαριά ήττα της Νεολληνικής γλώσσας
Αναδημοσίευση από το alfavita.gr
του Γιώργου Καββαδία
Από σήμερα Δευτέρα 75.000 περίπου γραπτά θα περάσουν από την «Ιερά Εξέταση» της Κεντρικής Επιτροπής των Εξετάσεων
Ορισμένοι φιλόλογοι δεν έκρυψαν τον ενθουσιασμό τους για τα φετινά θέματα των πανελλαδικών εξετάσεων στο μάθημα της Νεοελληνικής Γλώσσας – Λογοτεχνίας και για την επιλογή ενός κειμένου του Ραυμόνδου Αλβανού με τον τίτλο – πέτρα του σκανδάλου – λόγω της εσφαλμένης «ενδεικτικής απάντησης» της Κεντρικής Επιτροπής Εξετάσεων- «Γιατί να μαθαίνουμε ιστορία;». Κάποιοι αναφέρθηκαν και στο «τέλος της εποχής Παπανούτσου»!
Ας μη χαθούμε στις επιμέρους εικόνες, αλλά να εστιάσουμε στη γενική.
Η γενική εικόνα για τα θέματα της Ν. Γλώσσας – Λογοτεχνίας δε διαφέρει από αυτή που κυριαρχεί την τελευταία εικοσαετία με τον «νέο» τρόπο εξέτασης και τις πρόσφατες οριακές «μεταμοντέρνες» αλλαγές των τριών τελευταίων χρόνων.
Ο Ραϋμόνδος νίκησε τον Παπανούτσο;
Αναφορικά με το κείμενο του Ραϋμόνδου Αλβανού – παρόλο που δεν είμαι γνώστης του έργου του– αλλά μένοντας στο περιεχόμενο του κειμένου και ανεξάρτητα από την ιδεολογικόπολιτική ταυτότητα του συγγραφέα, με μια προσεκτική ανάγνωση, θα διαπιστώσουμε ότι αναπαράγει την κυρίαρχη ιδεολογία και μια συντηρητική αντίληψη περί ιστορικής γνώσης.
Παραθέτω μερικά αποσπάσματα με υπογραμμίσεις δικές μου: «όλοι μας είμαστε προϊόντα της ιστορίας. Ό,τι έχουμε στο μυαλό μας έρχεται από τους προηγούμενους από εμάς. … ως μελλοντικοί νεκροί που αναπόφευκτα είμαστε όλοι μας. … Η γνώση του παρελθόντος είναι απαραίτητη για την κατανόηση του παρόντος. … Μαθαίνουμε ιστορία για να καταλάβουμε ποιοι είμαστε και να σκεφτούμε πού θέλουμε να πάμε…»
Αυτό το «μας» και το «εμείς» δεν είναι παρά μια ουδέτερη, αταξική αντίληψη περί κοινωνίας. Ο Ραϋμόνδος δεν διαφοροποιείται κατ΄ ελάχιστο με τον Παπανούτσο και άλλους αστούς δοκιμιογράφους και συγγραφείς. Όλοι είμαστε ένα ομοιογενές, διαταξικό σύνολο, όπου οι υπάρχουσες κοινωνικές τάξεις και στρώματα (αστοί, εργάτες, αγρότες κ.ά.) με διαμετρικά αντίθετα συμφέροντα και αντιθέσεις – συγκρούσεις έχουν εξαφανιστεί. Ανάλογα και η (ιστορική) γνώση είναι ουδέτερη ιδεολογικά και αταξική, όπως η παράδοση και ο «εθνικός πολιτισμός»
Μόνο που δεν είναι έτσι, γιατί η παράδοση, ο «εθνικός πολιτισμός» χαρακτηρίζεται από έναν πολιτιστικό δυισμό, δηλαδή την παράδοση και τον πολιτισμό της κυρίαρχης τάξης και τη λαϊκή παράδοση, τον πολιτισμό των κυριαρχούμενων τάξεων και στρωμάτων. Σε αυτή την μονόδρομη ιδεολογικά κατεύθυνση και το κείμενο της Κικής Δημουλά με τίτλο «Θυμάμαι, άρα ζω;» που μου φέρνει στον νου αντιπαραθετικά το φιλοσοφικό μήνυμα του Αλμπέρ Καμί «Εξεγείρομαι, άρα υπάρχουμε».
Δε χρειάζονται περισσότερα. Οι επιλογές των κειμένων υποτάσσονται στο στόχο της ιδεολογικής χειραγώγησης των υποψηφίων, ανεξάρτητα αν φέτος έσπασε η «παράδοση» των τελευταίων χρόνων να επιλέγονται από συγκεκριμένες συστημικές εφημερίδες «ΤΟ ΒΗΜΑ» και την «ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ».
Μόνο το 2003 υπήρχε μια σημαντική εξαίρεση. Το κείμενο του Κορνήλιου Καστοριάδη, «Η Άνοδος της Ασηµαντότητας», όπου εκτός των άλλων είχε «πέσει» και το παρακάτω θέμα: Να αναπτύξετε µε 80-100 λέξεις το νόηµα της παρακάτω άποψης του συγγραφέα: «Η ανάπτυξη, βέβαια, των ανθρώπων αντί για την ανάπτυξη των σκουπιδοπροϊόντων θα απαιτούσε µιαν άλλη οργάνωση της εργασίας, η οποία θα έπρεπε να παύσει να είναι αγγαρεία και να γίνει πεδίο προβολής των ικανοτήτων του ανθρώπου».
Φαντάζεστε τη Νίκη Κεραμέως με ταγάρι;
Τι να απαντήσουν οι υποψήφιοι και τι να διορθώσουν οι βαθμολογητές στην ερώτηση για το ταγάρι; Πόση «σοφία», άραγε κρύβει η ερώτηση που επιδιώκει να βάλει τους υποψηφίους «στη θέση της αφηγήτριας»; Τι να απαντήσουν τα παιδιά που δεν ξέρουν καν τη λέξη ταγάρι, άσχετα από την επεξήγηση που δόθηκε. Βέβαια μην πείτε στους ιεροεξεταστές ότι η Νίκη Κεραμέως και οι ομοϊδεάτες – ισσές της δε θα κρατούσαν ποτέ «ταγάρι» που είναι ιδεολογικοπολιτικά χρωματισμένο και ό,τι αυτό συμβολίζει. Άλλωστε η Νίκης Κεραμέως και οι όμοιοι – ες της δε σπουδάζουν στο ελληνικό πανεπιστήμιο είναι οι γόνοι της κυρίαρχης τάξης που βαφτίζει το ταξικό συμφέρον της «εθνικό» και κάθε προσπάθεια υποταγής, εκμετάλλευσης και εξαθλίωσης των λαϊκών τάξεων και στρωμάτων «σωτηρία της πατρίδος» Αυτό θα ήταν μια αιρετική, «εκτός θέματος» απάντηση».
Οι «κοτσάνες» της Κεντρικής Επιτροπής Εξετάσεων
Πανελλαδικές εξετάσεις στη Νεοελληνική Γλώσσα – Λογοτεχνία, χωρίς γκάφες ή κοτσάνες γίνεται;
Δυστυχώς για υποψηφίους, κυρίως, αλλά και βαθμολογητές οι «κοτσάνες» δεν έλειψαν.
Πρώτη και χαρακτηριστική η ενδεικτική απάντηση της ΚΕΕ για το ερώτημα Β2α που αφορούσε τον τίτλο του κειμένου. Σύμφωνα με την ενδεικτική απάντηση το ερώτημα «Γιατί μαθαίνουμε Ιστορία;» είναι ρητορικό. Φυσικά ακόμα και ένας μέτρια προετοιμασμένος υποψήφιος εύκολα διαπιστώνει ότι το ερώτημα δεν είναι ρητορικό. Όσο και αν οι διάφοροι «σοφοί», ακόλουθοι της ΚΕΕ καταφεύγουν σε διάφορα αποσπάσματα και βιβλιογραφία για να μας πείσουν για το αντίθετο στηρίζοντας την άποψη της ΚΕΕ. Τουλάχιστον από αυτά που γράφουν τα σχολικά βιβλία και τα οποία θα πρέπει να παίρνουν υπόψη τους οι θεματοθέτες δεν αποδεικνύεται ότι το ερώτημα είναι ρητορικό, άσχετα αν το συγκεκριμένο ζήτημα δεν έχει ιδιαίτερη σημασία, αλλά αποτελεί μια ενδεικτική λεπτομέρεια ότι η Κεντρική Επιτροπή Εξετάσεων ελάχιστη ή και καθόλου σχέση έχει με τη σχολική πραγματικότητα με αποτέλεσμα οι γκάφες και οι «κοτσάνες» στις εξετάσεις να είναι επαναλαμβανόμενες.
Δε χρειάζεται να σταθούμε καν σε θέματα – ερωτήματα που αναπαράγουν όλες αυτές τις «μεταμοντέρνες μπούρδες» περί «υφολογικού αποτελέσματος» και άλλων «επικοινωνιακών» δαιμονίων. Πόσο σημαντικό για την πνευματική συγκρότηση των υποψηφίων είναι να μάθουν τις «μεταμοντέρνες μπούρδες» και να ξεχωρίζουν το «ρητορικό ερώτημα» ή να διακρίνουν την προτρεπτική από την απορηματική υποτακτική και άλλα «μεταμοντέρνα» θέματα για τα οποία ξεσπά «εμφύλιος φιλολογικός πόλεμος», αλλά απαιτούν από τους υποψηφίους να έχουν γνώση;
Ούτως ή άλλως συνολικά η αντιεκπαιδευτική πολιτική στοχεύει στο σχολείο των δεξιοτήτων και όχι της ουσιαστικής γνώσης και γενικής παιδείας. Σε αυτό το πλαίσιο η ήττα της Νεοελληνικής Γλώσσας ως μάθημα χρόνο με το χρόνο γίνεται όλο και πιο βαριά, όλο και πιο οδυνηρή. Στόχος δεν είναι η σε βάθος κατανόηση και κριτική προσέγγιση των κειμένων η γλωσσική καλλιέργεια των μαθητών παρά η ανάπτυξη κάποιων δεξιοτήτων και ασύνδετων αποσπασματικών γνώσεων.
Ενδεικτικό παράδειγμα η ερώτηση Β1 που παλαιότερα ήταν η ανάπτυξη ή σχολιασμός παραθέματος σε μια παράγραφο. Μας άφησε … χρόνους. Προέχει η άσκηση Σ – Λ ή πολλαπλής … αντιγραφής. Γιατί να μαθαίνουν οι μαθητές να γράφουν σωστά; Πολλοί βολεύονται με αυτό το Σ – Λ στο πλαίσιο της πολιτικής απομόρφωσης της νέας γενιάς. Αφήστε που διορθώνετα εύκολα και «αντικειμενικά». Άλλωστε υπάρχει και η εφαρμογή «Βαθμολόγος». Σιγά – σιγά δε θα χρειάζονται και οι βαθμολογητές .
Άλλωστε η παραγωγή λόγου συρρικνώνεται παντοιοτρόπως. Από τις 500 – 600 λέξεις φτάσαμε στις 350 – 400. Με στόχο να μην εκφράζουν οι υποψήφιοι ελεύθερα τις προσωπικές τους απόψεις, αλλά να αναπαράγουν αυτές του κειμένου. Είναι χαρακτηριστικό ότι στην παραγωγή λόγου το πρώτο ερώτημα διατυπώνεται ως εξής: «να εκφράσετε την άποψή σας για την αξία της ιστορικής γνώσης» (Η υπογράμμιση δική μου). Στις ενδεικτικές απαντήσεις η ΚΕΕ γράφει «οι μαθητές να αξιοποιήσουν δημιουργικά στοιχεία των κειμένων 1 και 2». Η αντίφαση είναι χαρακτηριστική και δείχνει ότι στόχος είναι η χειραγώγηση των υποψηφίων.
Τέτοιες επιλογές θεμάτων καταδυναστεύουν τις εξετάσεις και τη διδασκαλία του μαθήματος με αναχρονιστικές και συντηρητικές απόψεις αποστεώνοντας ακόμα περισσότερο το μάθημα της Νεοελληνικής Γλώσσας που υποφέρει στην προκρούστεια κλίνη της κυρίαρχης ιδεολογίας με επικίνδυνες περιπλοκές για την πνευματική συγκρότηση και την ανάπτυξη της κριτικής σκέψης των μαθητών που υποτίθεται ότι είναι ο στόχος του.
Βαριά, λοιπόν, ήττα της Ν. Γλώσσας που αποτελεί προνομιακό μάθημα αναπαραγωγής και εμπέδωσης της κυρίαρχης ιδεολογίας. Με αποτέλεσμα να καταπνίγεται ο αυθορμητισμός και να εθίζονται οι μαθητές στην ανειλικρίνεια και την υποκρισία. Ακόμα περισσότερο ναρκώνεται η κριτική σκέψη και παθητικά γίνονται αποδεκτές οι υποτιθέμενες «αιώνιες και γενικού κύρους αλήθειες», ενώ παράλληλα διαμορφώνονται ανελεύθερες προσωπικότητες.
Ιερά εξέταση και πολυσέλιδοι κατάλογοι «ενδεικτικών απαντήσεων» – Χειραγώγηση βαθμολογητών
Ειδικότερα για τους βαθμολογητές οι οδηγίες χειραγώγησης από το Υπουργείο διαμoρφώνουν ακόμα πιο ασφυκτικές συνθήκες. Από σήμερα 75.000 περίπου γραπτά θα περάσουν από την «Ιερά Εξέταση» της Κεντρικής Επιτροπής των Εξετάσεων. Πολυσέλιδοι κατάλογοι «ενδεικτικών απαντήσεων» λειτουργούν ως μέσα χειραγώγησης και αλλοτρίωσης των βαθμολογητών με σκοπό «την ομογενοποίηση της κρίσης», την «αντικειμενική βαθμολόγηση», αλλά και για να καλυφθούν αστοχίες ή ασάφειες στη διατύπωση των θεμάτων.
Ο διοικητικός μηχανισμός τη εκπαίδευσης και οι επιτροπές των εξετάσεων που στελεχώνονται με διαδικασίες αδιαφάνειας και πελατειακών σχέσεων επιδιώκουν να διαμορφώσουν στους βαθμολογητές μια διεκπεραιωτική λογική όσον αφορά τη βαθμολόγηση των γραπτών με αποτέλεσμα να πιέζονται να βαθμολογήσουν περισσότερα γραπτά και γρηγορότερα. Με πρόσχημα «την ομογενοποίηση της κρίσης» δίνονται οδηγίες που χειραγωγούν και αλλοτριώνουν τους βαθμολογητές, πολλές φορές, για να καλυφθούν αστοχίες ή ασάφειες στη διατύπωση των θεμάτων. Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι η Κεντρική Επιτροπή Εξετάσεων συγκροτείται όχι από τους «άριστους», αλλά, κυρίως, από αρεστούς και υποτακτικούς στην ηγεσία του Υπουργείου Παιδείας και λειτουργεί σε ένα πλαίσιο αδιαφάνειας με επίφαση το «αδιάβλητο» των εξετάσεων υλοποιώντας την «γραμμή», ακόμα και στην επιλογή των θεμάτων. Εύλογα για μια ακόμα χρονιά συγκεντρώνει τα πυρά της κριτικής και των αντιδράσεων της εκπαιδευτικής κοινότητας.
Όσοι νομίζουν ότι εξετάσεις είναι τι να κάνουμε οι υποψήφιοι «πρέπει να βαθμολογηθούν αντικειμενικά» παραβλέπουν ότι οι εξετάσεις επιβάλλουν έναν ολοκληρωτικό έλεγχο στην εκπαιδευτική διαδικασία από το Δημοτικό κιόλας. Οι εξετάσεις γίνονται εργαλεία που μετατρέπουν τη διαδικασία της μόρφωσης σε εξάσκηση για το κυνήγι «χρήσιμων γνώσεων» που αποφέρουν βαθμούς. Σημασία έχει η παροχή «συνταγών επιτυχίας» για τη συλλογή μορίων. Οι μαθητές «μαθαίνουν» τις σχολικές γνώσεις, αρκετοί περνούν με επιτυχία τις εξετάσεις, αλλά δεν τις κατανοούν. Δεν μπορούν να συνδέσουν τις επιμέρους γνώσεις από τα διάφορα μαθήματα προκειμένου να ερμηνεύσουν τον κόσμο στον οποίο ζουν μέχρι το πανεπιστήμιο.
Σήμερα περισσότερο από ποτέ άλλοτε έχουμε ανάγκη από ένα σχολείο που να αγκαλιάζει όλα τα παιδιά χωρίς αποκλεισμούς και διακρίσεις, όπου πρωταρχική σημασία έχει ο πνευματικός εξοπλισμός των μαθητών, η καλλιέργεια «ελεύθερων και δημοκρατικών πολιτών», έτσι ώστε να μπορούν να αντιμετωπίσουν κριτικά την κοινωνία με την ενεργή συμμετοχή τους και παρέμβαση σ ΄ όλα τα επίπεδα της κοινωνικής δραστηριότητας.
* Ο Γιώργος Κ. Καββαδίας είναι φιλόλογος στο 3ο ΓΕΛ Κερατσινίου, μέλος του ΔΣ της ΕΛΜΕ Πειραιά, μέλος της ΣΕ του περιοδικού «Αντιτετράδια της Εκπαίδευσης» του Εκπαιδευτικού Ομίλου.