1

Για ορισμένες πλευρές της ανασυγκρότησης του Κομμουνιστικού Κινήματος

 

του Διονύση Περδίκη

 

Σε προηγούμενη αρθρογραφία [1]μας

  • επισημάναμε τον αντικειμενικό χαρακτήρα και την έκταση της κρίσης του διεθνούς κομμουνιστικού κινήματος (ΚΚ στο εξής),
  • το πως αυτή η κρίση αντικατοπτρίζεται στην κατάσταση παρακμής, στρατηγικής διολίσθησης, και διάλυσης στο ελληνικό ΚΚ, συμπεριλαμβανομένων των οργανώσεων της εξωκοινοβουλευτικής κομμουνιστικής Αριστεράς,
  • και προτείναμε ένα γενικό σχέδιο για την ανασυγκρότηση του ΚΚ της χώρας μας εκκινώντας από αυτήν την πραγματικότητα, χωρίς ωραιοποιήσεις και αυταπάτες, με οργανωτικούς, πολιτικούς, συνδικαλιστικούς-κοινωνικούς και ιδεολογικούς-επιστημονικούς όρους.

Εξάλλου, σε άλλα άρθρα μας τοποθετηθήκαμε για τα ζητήματα μιας σύγχρονης στρατηγικής και τακτικής για το ΚΚ της χώρας μας, και συγκεκριμένα επί της επικαιρότητας της Αντιμονοπωλιακής Αντι-ιμπεριαλιστικής Δημοκρατικής Μετωπικής πολιτικής[2], αλλά και για τα προβλήματα για την κομμουνιστική οργανωτική συγκρότηση και πολιτική συμμαχιών που κρύβονται πίσω από την κατάχρηση του πολιτικού όρου της «Αριστεράς»[3].

Στο ενδιάμεσο, τοποθετήθηκε δημόσια ο Σύλλογός Μαρξ. Σκέψης «Γ. Κορδάτος» (Σύλλογος στο εξής)[4], τόσο για την ανασυγκρότηση του ΚΚ της χώρας μας, όσο και για τη συμμετοχή του στο εγχείρημα του Συντονισμού Δράσης και Διαλόγου Κομμουνιστικών Δυνάμεων (Συντονισμός στο εξής)[5].

Οι δημόσιες αυτές τοποθετήσεις μοιάζουν να έχουν επιταχύνει μια συντροφική συζήτηση που μάλλον έχει αργήσει να γίνει[6]. Όσον αφορά τον Συντονισμό, η άποψή μας είναι ότι ο διάλογος πρέπει να συνεχιστεί με (ενυπόγραφη, ατομική ή συλλογική) αρθρογραφία σε κατάλληλο χώρο στην ιστοσελίδα του, οργανωμένα, με θεματολογία και κανόνες, ανοιχτά για όσους θέλουν να συμβάλουν με τον έναν ή τον άλλον τρόπο.

Στο παρόν άρθρο, επομένως, θα ασχοληθούμε μόνο με επιμέρους , γενικότερες, πλευρές της συζήτησης αυτής, οι οποίες μπορούν να χρησιμεύσουν και ως αποσαφηνίσεις κάποιων θέσεων που εκφράσαμε μέχρι τώρα.

 

Το άμεσο πρόβλημα

Σε προηγούμενο άρθρο[7] μας γράφαμε:

«Το βασικό πρόβλημα που έχουμε να αντιμετωπίσουμε στην πορεία ανασυγκρότησης είναι η διαλεκτική αυτή σύνδεση μεταξύ θεωρίας και πράξης, το πως θα λύνουμε θεωρητικά προβλήματα στη βάση της ανάγκης να κατευθύνουμε πολιτικά την καθημερινή μας παρέμβαση στην ταξική πάλη, και το πως, στην αντίστροφη κατεύθυνση, θα διαμορφώνουμε μια ουσιαστική ιδεολογική, στρατηγική ενότητα στη βάση των αποτελεσμάτων που μας φέρνει η ίδια η ζωή, μέσω της ταξικής πάλης.

Η οργανωτική πλευρά του προβλήματος αυτού αντιστοιχεί στις δυσκολίες ενιαίας δράσης και πολιτικο-ιδεολογικής σύγκλισης των δυνάμεών μας, οι οποίες βρίσκονται πολυδιασπασμένες σε μικρές οργανώσεις ή συλλογικότητες, των οποίων οι αντιπαραθέσεις φέρουν ένα μεγάλο ιστορικό φορτίο, ιδεολογικό, πολιτικό, έως και στο επίπεδο των προσωπικών σχέσεων…

Πρέπει, άλλωστε, να έχει γίνει κατανοητό πλέον, ότι οι διαφορές αυτές δε λύνονται μέσω της ατέρμονης θεωρητικής ή ιδεολογικο-πολιτικής συζήτησης, ζύμωσης, φλύαρης αρθρογραφίας κοκ που αφορά ένα φοβερά μικρό αριθμό ανθρώπων του χώρου, όπως και ότι καμία από τις υπάρχουσες πολιτικές οργανώσεις δε διαθέτει τα ελάχιστα αναγκαία (μαζικότητα, σχέσεις με την εργατική τάξη και το λαό, θεωρητική και πολιτική ικανότητα κοκ) για να υπερισχύσει και να ηγηθεί, επιτυγχάνοντας με αυτόν τον τρόπο και την απαραίτητη ενοποίηση του χώρου.

Ο κρίκος, λοιπόν, που πρέπει να λυθεί άμεσα, είναι το πως δρούμε ενιαία, όχι κρύβοντας τις διαφορές μας κάτω από το χαλάκι για να τις πατήσουμε και γλιστρήσουμε στην πρώτη απότομη στροφή, αλλά προκειμένου να διαμορφωθεί εκείνη η κρίσιμη μάζα κομμουνιστών αγωνιστών και ικανότητας παρέμβασης στην ταξική πάλη που να μπορούν να τροφοδοτήσουν και τη λύση των διαφορών μας με την αναγκαία «πρώτη ύλη»;»

Στα παραπάνω δεν μπορούμε παρά να επιμείνουμε, τονίζοντας τα εξής δύο σημεία:

  • το πρόβλημα της ανασυγκρότησης του εγχώριου ΚΚ δεν είναι -καταρχήν ή κυρίως- ένα πρόβλημα συνεννόησης ή συνεργασίας ανάμεσα στις υπάρχουσες οργανώσεις ή συλλογικότητες, όπως δεν είναι και ένα πρόβλημα ηγεμόνευσης μιας από αυτές, ή ακόμη χειρότερα, «μεταστροφής» ή «διόρθωσης» κάποιων από τις μεγαλύτερες οργανώσεις, και ιδιαίτερα του ΚΚΕ,
  • ωστόσο, όλες αυτές οι πλευρές υπάρχουν στον έναν ή στον άλλο βαθμό, στη μια ή στην άλλη φάση της διαδικασίας.

Ειδικότερα, το άμεσο πρόβλημα είναι το πως θα δημιουργηθεί η ελάχιστη κρίσιμη μάζα πρωτοπόρων εργατών, επαναστατών, κομμουνιστών, που να εμπνευστεί από αυτόν τον αγώνα, της ανασυγκρότησης του ΚΚ, και να ριχθεί με αποφασιστικότητα και επιμονή σε αυτόν. Εκεί είναι που χρειάζονται δραστικές πρωτοβουλίες στη συνεργασία και συνεννόηση των επιμέρους οργανώσεων και συλλογικοτήτων που έχουν συγγενείς αντιλήψεις, και αναγνωρίζουν την αναγκαιότητα, γι’ αυτό το αρχικό βήμα. Μόνο υπό αυτές τις προϋποθέσεις θα μπορέσουμε να απευθυνθούμε στις μάζες των ανένταχτων -και σε μεγάλο βαθμό απογοητευμένων ή και αποστρατευμένων- κομμουνιστών, ή να διεκδικήσουμε να αλλάξουν οι συσχετισμοί στο ελληνικό ΚΚ γενικότερα.

Καθώς οι μεγαλύτερες δυνάμεις του ελληνικού ΚΚ, το ΚΚΕ κυρίως, και το ΝΑΡ δευτερευόντως, έχουν διαλέξει τον δρόμο τους και επιμένουνε σε αυτόν, στα συμπεράσματα αυτά βαραίνει ιδιαίτερα η αναγνώριση του χαρακτήρα των υπόλοιπων οργανώσεων και συλλογικοτήτων της σημερινής εξωκοινοβουλευτικής, κομμουνιστικής Αριστεράς και, επομένως, και του ρόλου που μπορούν πραγματικά να παίξουν σε αυτή τη διαδικασία.

 

Οι οργανώσεις της εξωκοινοβουλευτικής κομμουνιστικής Αριστεράς

Είναι ίσως πετυχημένος ο χαρακτηρισμός πολλών από αυτές τις οργανώσεις ως «θραύσματα» των αλλεπάλληλων ηττών, αποτυχιών, διασπάσεων, αποχωρήσεων κοκ, που συνθέτουν τη σημερινή κατάσταση κρίσης στο ελληνικό ΚΚ. Ο τρόπος αυτός με τον οποίο προέκυψαν, καθορίζει σε κάποιο βαθμό και τα χαρακτηριστικά τους:

  1. Κατά κανόνα πρόκειται για μικρές οργανώσεις μερικών δεκάδων μέχρι και λίγων εκατοντάδων μελών.
  2. Χαρακτηρίζονται από χαλαρή εσω-οργανωτική λειτουργία. Στις περισσότερες των περιπτώσεων απουσιάζει ένα θεσμοθετημένο, δημοκρατικά αποφασισμένο καταστατικό λειτουργίας (τουλάχιστον δημόσιο, ώστε να μπορούμε να το λάβουμε υπόψη ως εξωτερικοί παρατηρητές). Συχνά αυτό οδηγεί σε μια -εν μέρει- γραφειοκρατική λειτουργία με έντονο τον ρόλο λίγων προσώπων που λειτουργούν ως «στελέχη» ή «θεωρητικοί καθοδηγητές».
  3. Έχουν ανεπαρκέστατους δεσμούς με την εργατική τάξη και τον λαό, επικεντρώνοντας τις δυνάμεις τους σε λίγους και συγκεκριμένους κοινωνικούς ή/και γεωγραφικούς χώρους.
  4. Συγκροτούνται στη βάση της ιδεολογικής συγγένειας και ορισμένων πρακτικών λειτουργίας και πολιτικής δράσης, με ιστορική αναφορά στην ιδεολογικοπολιτική διαπάλη που οδήγησε στη διάσπαση ή αποχώρηση από την οποία προέκυψαν, και όχι στη βάση της πολιτικής τους παρέμβασης στην κοινωνία και των όποιων αποτελεσμάτων της.

Στην πραγματικότητα, τα σημεία (2 )και (3) αποτελούν φυσιολογικές συνέπειες του πρώτου σημείου, καθώς η ποσότητα μετατρέπεται σε ποιότητα μετά από κάποιο όριο, και καθορίζουν την αδυναμία των οργανώσεων αυτών να αποκτήσουν την απαραίτητη υλική δύναμη που να μπορεί να μετατρέψει τις ιδέες τους σε πραγματική πολιτική δράση. Κατά συνέπεια, η συγκρότησή τους, εν τέλει, λαμβάνει τη μορφή που περιγράφει το σημείο (4), δηλ. περισσότερο ως όμιλοι ιδεών, παρά ως πολιτικές οργανώσεις[8].

Έτσι, ίσως, να εξηγείται ότι αντιμετωπίζουν τη διαδικασία ανασυγκρότησης του ΚΚ περισσότερο ως μια διαδικασία που βασίζεται στην ιδεολογικοπολιτική συζήτηση, διαπάλη ή/και σύγκλιση μεταξύ τους, παρά ως μια διαδικασία που θα προκύψει μέσα από την όσο το δυνατόν πιο αποτελεσματική συμμετοχή τους στους αγώνες που θα δοθούν στο πραγματικό κίνημα της εργατικής τάξης.

Αυτή η αντίληψη δεν μπορεί παρά να οδηγεί και σε μια φοβία ή διστακτικότητα να παραχωρήσουν βαθμούς «ελευθερίας» – έως και την αυτοδιάλυσή τους – που θα μπορούσαν να τους απομακρύνουν και από τον πυρήνα της συγκρότησής τους, την εσωτερική τους ιδεολογική ενότητα.

Εδώ, όμως, χρειάζεται να ασχοληθούμε λίγο πιο επισταμένα. Ποιες μπορεί να είναι οι αντικειμενικές βάσεις ιδεολογικής ενότητας, όταν μιλάμε για οργανώσεις ή συλλογικότητες με τα παραπάνω χαρακτηριστικά;

 

Ιδεολογική ενότητα

Η θέση μας είναι ότι τόσο μικρές ομάδες κομμουνιστών αγωνιστών, με τόσο χαλαρούς δεσμούς με το εργατικό κίνημα, και τόσο χαλαρή εσωοργανωτική λειτουργία, δεν μπορούνε να πετύχουν μια ουσιαστική ιδεολογική ενότητα, παρά μόνο στη βάση, στον έναν ή στον άλλο βαθμό, ενός αμυντικού δογματισμού.

Η ανάλυση της σύγχρονης διεθνοποιημένης πραγματικότητας του καπιταλισμού, τα συμπεράσματα από την ιστορική εξέλιξη του σοσιαλισμού και γενικότερα του κομμουνιστικού κινήματος, η αντιμετώπιση των προβλημάτων της σημερινής στρατηγικής κρίσης του διεθνούς ΚΚ ξεπερνούν μακράν τις δυνατότητες όχι μόνο των μικρών αυτών οργανώσεων, αλλά και του ΚΚ οποιασδήποτε μεμονωμένης χώρας.

Άραγε τι σημαίνει σήμερα για μια τέτοια οργάνωση να ακολουθεί την κλασσική μαρξιστική-λενινιστική (μ-λ στο εξής) παράδοση;

Προφανώς, κάθε μεμονωμένος κομμουνιστής μπορεί να θεωρεί για τον εαυτό του ότι είναι μαρξιστής – λενινιστής και να προσπαθεί να δράσει αναλόγως. Τι σημαίνει αυτό, όμως, για μια πολιτική οργάνωση, ως οργανωμένο σύνολο, και πόσο απέχει, εν τέλει, από τον μεμονωμένο κομμουνιστή, όταν μιλάμε για οργανώσεις με αυτό το μέγεθος και τα υπόλοιπα χαρακτηριστικά που αναφέραμε παραπάνω;

Για παράδειγμα, μπορούν οι οργανώσεις αυτές να πετύχουν μια εσωοργανωτική λειτουργία αντάξια των βασικών αρχών του λενινιστικού κόμματος «νέου τύπου»; Μπορεί να γίνει αυτό χωρίς μια κρίσιμη μάζα που θα τους επιτρέπει να δρουν σε διάφορους κοινωνικούς χώρους, να γνωρίζουν τα προβλήματα της εργατικής τάξης και του λαού, να δοκιμάζουν τις ιδέες τους στην πράξη, ώστε να υπάρχει η δυνατότητα διόρθωσης της πορείας τους, δηλ. λειτουργίας της κριτικής και αυτοκριτικής ως αναπόσπαστο στοιχείο του δημοκρατικού συγκεντρωτισμού; Αν όχι, τότε μήπως μια προσπάθεια εφαρμογής του δημοκρατικού συγκεντρωτισμού θα κατέληγε σε μέτρα «διοικητικού» χαρακτήρα; Νομίζουμε ότι αυτό αναγνωρίζεται και από τις πιο «λενινιστικές» από αυτές τις οργανώσεις, γι’ αυτό και δεν επιχειρείται καν στην πράξη, όπως αναφέρθηκε παραπάνω[9].

Αντίστοιχα ισχύουν για τη διερεύνηση του σύγχρονου κρατικομονοπωλιακού καπιταλισμού/ιμπεριαλισμού. Παρατηρείται πολλές φορές από συντρόφους, με τις καλύτερες προθέσεις, να αντικαθιστούν την επιστημονική εργασία με κάποια από τις εξής πρακτικές:

  • Στη χειρότερη περίπτωση, παρουσιάζονται εργασίες ή απλή αρθρογραφία, οι οποίες αναφέρονται εξαιρετικά επιλεκτικά στη σύγχρονη μαρξιστική βιβλιογραφία, και με μοναδικό -αμυντικό – σκοπό την υπεράσπιση του μαρξισμού – λενινισμού, μέσω της αντιπαράθεσης με όρους απόλυτης απόρριψής της πρώτης, αντί για την αντιμετώπιση των σύγχρονων προβλημάτων μέσω της -θετικής- δημιουργικής ανάπτυξης του δεύτερου. Δε γίνεται, ίσως, αντιληπτό, ότι η αναθεωρητική στροφή μεγάλου μέρους της σύγχρονης βιβλιογραφίας αναπτύσσεται στον χώρο που επιτρέπει η αδυναμία της μ-λ θεωρίας να ενσωματώσει πλευρές της σύγχρονης πραγματικότητας, όταν αυτή η θεωρία αντιμετωπίζεται με δογματικό τρόπο.
  • Στην καλύτερη περίπτωση, βλέπουμε εργασίες με περισσότερο εμπειρικό χαρακτήρα, οι οποίες συλλέγουν στοιχεία από την αστική στατιστική, κατά κανόνα σχετικά ανεπεξέργαστα, για να υποστηρίξουν το ένα ή το άλλο συμπέρασμα αυτής που προσλαμβάνουν ως την κλασσική ή ορθόδοξη εκδοχή της μ-λ θεωρίας, χωρίς, όμως, ουσιαστική και θεωρητική εμβάθυνση ή ανάπτυξη.

Σε όλες αυτές τις περιπτώσεις, τυγχάνει υποτίμησης ο ιστορικός χαρακτήρας της μ-λ θεωρίας για την πολιτική οικονομία του καπιταλισμού, τον ιστορικό υλισμό ή τον επιστημονικό σοσιαλισμό.

Για παράδειγμα, ας αναρωτηθούμε αν ο σημερινός Λένιν θα ήταν ο ίδιος με τον Λένιν του 1917, αν είχε ζήσει τις συνταρακτικές εξελίξεις του 2ου μισού του 20ού αιώνα. Ακόμη περισσότερο, ας αναρωτηθούμε αν ακόμη και ο Λένιν του 1917 θα ήταν ο ίδιος, αν είχαν εκδοθεί τότε, και τα είχε λάβει υπόψη του, τα χειρόγραφα του Μαρξ, όπως τα Γκρουντρίσσε· αν πχ είχε τη δυνατότητα ο Λένιν – που σημείωνε ότι για την κατανόηση του Κεφαλαίου του Μαρξ είναι απαραίτητη η μελέτη της χεγκελιανής διαλεκτικής – να μελετήσει το, διάσημο πλέον, «Απόσπασμα για τις Μηχανές» από τα Γκρουντρίσσε.

Τα παραπάνω δεν επιχειρούν καθόλου να σχετικοποιήσουν τις διαφορετικές θεωρητικές, ιδεολογικές, στρατηγικές κοκ αντιλήψεις. Κάθε άλλο. Γι’ αυτό άλλωστε, σε προηγούμενο άρθρο μας, προτείναμε συγκεκριμένα μέτρα, με άξονα τη μαζικοποίηση και αναδιοργάνωση του ΟΜΕ, για την ανάδειξή του σε ένα κέντρο μαρξιστικών ερευνών, που τόσο λείπει από τη χώρα μας τα τελευταία χρόνια, ώστε να υπάρξουν οι προϋποθέσεις για τη δημιουργική ανάπτυξη της μ-λ θεωρίας[10].

Αυτός είναι -κατά τη γνώμη μας- ο καλύτερος τρόπος να υπερασπιστεί κανείς και τα βασικά της συμπεράσματα και την επικαιρότητα της θεωρίας αυτής. Σε αυτήν τη διαδικασία μπορούν να υπάρξουν συνεισφορές από διαφορετικές σχολές σκέψης, μετασχηματιζόμενες και οι ίδιες μέσω της συμμετοχής τους αυτής. Η πρότασή μας αυτή θα συνέβαλε, επίσης, ώστε η ανάπτυξη της μ-λ θεωρίας να ξεφύγει από την αποκλειστικότητα της ακαδημαϊκής εργασίας, η οποία, απουσία συλλογικής επεξεργασίας από τις κομμουνιστικές οργανώσεις, καθίσταται ευάλωτη στον αναθεωρητισμό και στον οπορτουνισμό.

Όλα αυτά ξεφεύγουν, όμως, από τις δυνατότητες των σημερινών οργανώσεων της εξωκοινοβουλευτικής κομμουνιστικής Αριστεράς, καθιστώντας αδύνατη την ουσιαστική ιδεολογική ενότητα τόσο καθεμιάς ξεχωριστά, όσο και μιας συνεργασίας ή συμμαχίας μεταξύ τους (βλ. το πρόσφατο παράδειγμα της ΑΝΤΑΡΣΥΑ), όπως αυτή θα προέκυπτε από τις μεταξύ τους ζυμώσεις, απουσία της μεγάλης μάζας των πρωτοπόρων εργατών αγωνιστών.

 

Το οργανωτικό (και πολιτικό) ζήτημα

Αν βρισκόμαστε, λοιπόν, μπροστά σε ένα «φαύλο κύκλο» όπου:

  • η οργανωτική συγκρότηση του ΚΚ απαιτεί ουσιαστική ιδεολογικοπολιτική και στρατηγική σύγκλιση,
  • αυτή, όμως, δεν μπορεί παρά να χτιστεί στη βάση της κοινής πολιτικής παρέμβασης και δράσης στο εργατικό και λαϊκό κίνημα, με την εμπλοκή όσο το δυνατόν περισσοτέρων από τους πρωτοπόρους αγωνιστές εργάτες,
  • ενώ, η κοινή αυτή και μαζική δράση, προϋποθέτει τη δημοκρατική συναπόφαση, τη δέσμευση στην υλοποίηση των από κοινού αποφάσεων, και τον από κοινού απολογισμό της, προκειμένου να λειτουργήσει η διαλεκτική της θεωρίας και της πράξης προς όφελος της στρατηγικής σύγκλισης (και όχι προς αποκλίνουσες πρακτικές, με βάση τις οποίες ο καθένας αντιλαμβάνεται την κοινή δράση όπως τον βολεύει, κατά περίπτωση, «όπου συμφωνεί», ανάλογα με τον χώρο στον οποίο έχει δυνάμεις, ή στο πλαίσιο ενός καλώς ή και κακώς εννοούμενου πολιτικού ανταγωνισμού),
  • και, τελικά, η δημοκρατική αυτή λειτουργία έχει ελάχιστους οργανωτικούς όρους,

πώς μπορεί αυτός να σπάσει; Από πρέπει να ξεκινήσουμε;

Προφανώς, θα μπορούσε να ισχυριστεί κανείς ότι δεν πρόκειται για «φαύλο κύκλο», αλλά για τη διαλεκτική, εσωτερική, αλληλοσύνδεση μιας πραγματικής, ζωντανής, αναπτυξιακής διαδικασίας, η οποία μας παίρνει από τη σημερινή κατάσταση παρακμής και διάλυσης του ΚΚ, σε ένα πραγματικά επαναστατικό, εργατικό, κομμουνιστικό κόμμα. Αυτό θα ήταν σωστό, και θα συνεπαγόταν ότι πρέπει να γίνονται βήματα ταυτόχρονα και αλληλοτροφοδοτούμενα σε όλες τις παραπάνω διαστάσεις. Παραμένει, το ερώτημα, όμως, για το σε ποιο σημείο πρέπει να γίνει το αποφασιστικό, αρχικό βήμα;

Υιοθετώντας την άποψη ότι στη διαλεκτική θεωρίας – πράξης ο κυρίαρχος πόλος είναι αυτός της πράξης, προτείνουμε ότι πρέπει καταρχήν να διασφαλιστούν οι ελάχιστοι πολιτικοί και οργανωτικοί όροι[11] για μια κοινή πολιτική παρέμβαση και δράση που να μπορεί να οδηγήσει στη σύγκλιση, ώστε ο παραπάνω κύκλος να παύσει να λειτουργεί ως «φαύλος», αλλά να εκκινήσει η διαδικασία της ανασυγκρότησης του ΚΚ.

Οι όροι αυτοί πρέπει να ιεραρχούν ως μέγιστη προτεραιότητα την αποφασιστική εμπλοκή της μάζας των ανένταχτων κομμουνιστών, πρωτοπόρων εργατών, στη διαδικασία αυτή, και στον αγώνα γενικότερα, πολύ πέρα από τα όρια των οργανώσεων που θα θελήσουν να συμβάλουν, και με ισότιμο τρόπο με τα μέλη των οργανώσεων αυτών.

Σε αυτό το πεδίο θα λύνονται και οι όποιες αντιθέσεις μπορούνε και είναι ανάγκη να λυθούνε σε κάθε φάση της διαδικασίας αυτής, στη βάση ωφέλιμων συμβιβασμών και των δυναμικά εξελισσόμενων συσχετισμών, πχ με τη μεταβατική μορφή των αυξημένων πλειοψηφιών, εμπλέκοντας όσο είναι δυνατόν διαδικασίες συνεδριακές ή θεματικών συνδιασκέψεων με ευρεία συμμετοχή κοκ.

 

Αντί επιλόγου: βουλησιαρχία ή επαναστατική αισιοδοξία στη βάση της αναγκαιότητας;

Πρόσφατα, ο Σύλλογός μας δεσμεύτηκε δημόσια για πολλοστή φορά να συμβάλει με τις λιγοστές του δυνάμεις (α) στην ανασυγκρότηση του ΚΚ της χώρας μας με τελικό στόχο ένα κομμουνιστικό κόμμα («νέου τύπου» με μια φράση), και (β) σε δεύτερο πλάνο, στην προσπάθεια αυτό να κατευθυνθεί προς μια αντιιμπεριαλιστική, αντιμονοπωλιακή, δημοκρατική μετωπική πολιτική. Αναγνωρίζουμε τα δύο αυτά καθήκοντα ως επείγοντα, και επίκαιρα όσο ποτέ.

Στην παρούσα κατάσταση διάλυσης, κατακερματισμού και απογοήτευσης, μετριέται το μπόι της κάθε συλλογικότητας, και του καθενός από εμάς προσωπικά, στο κατά πόσο συμβάλουμε σε αυτά τα καθήκοντα, ενώ παίζουν αυξημένο ρόλο σχετικά τυχαίοι – από ιστορικής άποψης – παράγοντες, όπως η βούληση, η προσωπικότητα, και το ήθος όσων -καταρχήν αναγνωρίζουν την αναγκαιότητα, και στη συνέχεια – εμπλέκονται στην ανασυγκρότηση του ΚΚ, ειδικά στα αρχικά, αβέβαια ακόμη, βήματά της.

Για παράδειγμα, ο Σύλλογός μας, βγάζοντας συμπεράσματα και από τις εξελίξεις των τελευταίων δεκαετιών στο ΚΚ, είναι ταγμένος, και λαμβάνει μέτρα, ενάντια σε πρακτικές γραφειοκρατικής λειτουργίας, εισοδισμού, φραξιονισμού, ασυνέπειας λόγων και έργων (το τελευταίο είναι και το πιο δύσκολο να αντιμετωπιστεί!), και υπέρ των συντροφικών σχέσεων, της κοινής δράσης και διαλόγου με σεβασμό και αναγνώριση της μερικότητας της αλήθειας του καθενός μας, από τη στιγμή, μάλιστα, που απέχουμε από το ιδανικό ενός κόμματος μαζών με πλούσια δράση και παρέμβαση στην κοινωνία[12].

Το πόσο γρήγορα και επιτυχημένα θα προχωρήσει αυτή η διαδικασία, φυσικά, εξαρτάται και από αντικειμενικούς παράγοντες, όπως πχ η κοινωνική διαστρωμάτωση και γείωση των οργανώσεων που θα θελήσουν να συμβάλουν. Εκεί, δεν μπορούμε παρά να προσβλέπουμε περισσότερο στη νέα βάρδια της εργατικής τάξης, και τους πρωτοπόρους της αγωνιστές που προσεγγίζουν την κομμουνιστική ιδεολογία. Πρόκειται για μια γενιά, άλλωστε, που ανδρώνεται σε μια εποχή όξυνσης της καπιταλιστικής κρίσης, χωρίς πολλά περιθώρια «ατομικού βολέματος» (με την εξαίρεση ίσως του ρόλου που παίζει η μετανάστευση στις ανεπτυγμένες, ιμπεριαλιστικές χώρες, ειδικά εντός της ΕΕ).

Σε κάθε περίπτωση, πρόκειται για έναν αγώνα, όμορφο, ιστορικής σημασίας, αγώνα για το μέλλον και τη ζωή της ανθρωπότητας, και καλούμε το λαό και τη νεολαία έτσι να τον δει, πέρα από τις δυσκολίες και τη μιζέρια που αποπνέει κάποιες στιγμές η σημερινή πραγματικότητα· να εμπνευστεί από τις καλύτερες παραδόσεις του διεθνούς και εγχώριου ΚΚ, και να μπει σε αυτόν με αποφασιστικότητα και με …επαναστατική αισιοδοξία!

 

 

[1] Ένας δρόμος ανασυγκρότησης του Κομμουνιστικού Κινήματος (Μέρος Α, Μέρος Β’)

[2] Αντιιμπεριαλιστική Αντιμονοπωλιακή Δημοκρατική Μετωπική πολιτική: επίκαιρη και αναγκαία όσο ποτέ

[3] Κόμμα, Μέτωπο, «Αριστερά»;

[4] Ανακ/ση Συλ/γου Μαρξ/κής Σκέψης “Γ. Κορδάτος”: Για την ανασυγκρότηση του Κομμ. Κιν/τος στη χώρας μας και τον Συν/σμό Δράσης & Διαλόγου Κομμ. Δυνάμεων

[5] kommounistikos-syntonismos.gr

[6] Πχ βλ. Πλευρές της δράσης του Συντονισμού Κομμουνιστικών Δυνάμεων

[7] Βλ. σημ. 1.

[8] Ανάμεσα σε άλλους λόγους, η αναγνώριση της πραγματικότητας αυτής εξηγεί και τον χαρακτήρα του Συλλόγου μας ως τέτοιου.

[9] Κατά συνέπεια, στην όλη συζήτηση που διεξάγεται για την ανασυγκρότηση του ΚΚ, οι προσωπικές απόψεις και συμβολές, όπως η παρούσα, πρέπει να αντιμετωπίζονται διαφορετικά από τις συλλογικές τοποθετήσεις, ανακοινώσεις κοκ.

[10] Βλ. σημ. 1.

[11] Βλ. σημ. 1 και 4.

[12] Βλ. το καταστατικό του Συλλόγου.