Είναι, νομίζω, προφανές ότι τα πανεπιστήμια δεν μπορούν να αναστείλουν τη λειτουργία τους ες αεί δεδομένης της παράτασης του προβλήματος του κορονοϊού. Το διδακτικό έργο, η γενικότερη επιστημονική δραστηριότητά τους οφείλουν να συνεχιστούν. Ωστόσο, πρέπει να ληφθούν σοβαρά υπόψη οι κίνδυνοι και τα προβλήματα που προκύπτουν απο την πανδημία.
Η αξιοποίηση του διαδικτύου με τα τηλεμαθήματα και τις τηλεδιασκέψεις, όσο και αν είναι αναγκαία και αναπόφευκτη σε πολλές περιπτώσεις, δεν μπορεί να υποκαταστήσει την διδακτική και γενικότερη επιστημονική εργασία. Και αυτό ισχύει τόσο ιδίως για τις θετικές επιστήμες αλλά και τις κοινωνικές. Κατά συνέπεια η ζωντανή εκπαιδευτική εργασία πρέπει να αποκατασταθεί, σε ένα βαθμό τουλάχιστον. Για να επιτευχθεί αυτό η κυβέρνηση έχει υποχρέωση να λάβει τα αναγκαία μέτρα.
Το πανεπιστήμιο της Λιέγης μας παρέχει ένα παράδειγμα που μπορεί να αξιοποιηθεί. Οργανώνει για τα 30 χιλιάδες μέλη της ακαδημαϊκής του κοινότητας (φοιτητές, καθηγητές, διοικητικό προσωπικό) δωρεάν τεστ σε εβδομαδιαία βάση (5 χιλιάδες τεστ την ημέρα). Σε αυτό πρέπει να προστεθούν και άλλα μέτρα προστασίας: χρήση μάσκας, αποστάσεις, ενοικίαση πρόσθετων χώρων ώστε να διεξάγονται τα μαθήματα χωρίς συνωστισμό κλπ. Εννοείται πως, όσοι ανήκουν σε ευπαθείς κατηγορίες ή και όσοι ανησυχούν για τη διάδοση του ιού στους ίδιους ή στους οικείους τους, πρέπει να συνεχίσουν να εργάζονται μόνο διαδικτυακά.
Για να υλοποιηθεί μια τέτοια αντιμετώπιση των πραγμάτων απαιτείται η κυβέρνηση να διαθέσει τα απαραίτητα κονδύλια. Είναι κάτι που πολύ δύσκολα θα πράξει με βάση την λογική της. Ωστόσο, τα πανεπιστήμια, η εκπαιδευτική διαδικασία εν γένει είναι πολύτιμα για το παρόν και το μέλλον μιας κοινωνίας. Το ίδιο, ή ίσως και περισσότερο, από την οικονομία. Χωρίς επιστημονική γνώση δεν υπάρχει μέλλον. Το βάρος πέφτει επομένως στην ακαδημαϊκή κοινότητα η οποία θα πρέπει να κινητοποιηθεί και να ασκήσει πίεση σε αυτή την κατεύθυνση. Επιστήμη και προστασία της ζωής είναι απολύτως συμβατές.