Παρέμβαση του Συλλόγου Γ. Κορδάτου στην Ανοιχτή Συνέλευση της Αριστερής Πρωτοβουλίας Διαλόγου και Δράσης
Του Κώστα Μπαρδάκη
Συντρόφισσες και σύντροφοι,
Η δική μας συμβολή στη σημερινή διαδικασία θέλουμε να είναι εποικοδομητική, να θέσουμε ορισμένους προβληματισμούς και με ειλικρίνεια τις όποιες προσεγγίσεις μας. Για τούτο θα προσπαθήσουμε να είμαστε όσο το δυνατό πιο συγκεκριμένοι.
1. Σωστά επισημαίνεται η αδυναμία της αριστεράς να μπει σε μία ενωτική τροχιά και να συμβάλλει στην ανασύνταξη του λαϊκού κινήματος. Ωστόσο, μία τέτοια διαπίστωση οφείλει να συνοδεύεται και από την ερμηνεία της όποιας αδυναμίας διότι διαφορετικά μένει σε ένα επίπεδο περιγραφής. Η επισήμανση των παθογενειών της ελληνικής αριστεράς δεν έχει σκοπό την κριτική των υπαρχόντων σχημάτων απλώς και μόνο για να στηλιτευτούν με απώτερο στόχο την αποκόμιση πολιτικών ωφελημάτων. Η κριτική πρέπει να έχει τον χαρακτήρα μιας καλόβουλης και συντροφικής συζήτησης και να διαπνέεται από τη διάθεση να μην επαναληφθούν λάθη και αστοχίες.
Στα προβλήματα της ελληνικής αριστεράς, κατά τη γνώμη μας, συμπεριλαμβάνονται: α) οι κατά περίπτωση λάθος θεωρήσεις για τον χαρακτήρα του ελληνικού καπιταλισμού που έχουν σοβαρές επιπτώσεις σε επίπεδο τακτικής, β) ο σεχταρισμός, γ) η χρήση μιας γλώσσας απόμακρης για την πλειονότητα των λαϊκών στρωμάτων, δ) η απεμπόληση της έννοιας του πατριωτισμού και της έννοιας της εθνικής ανεξαρτησίας, ε) οι διφορούμενες τοποθετήσεις απέναντι στους ιμπεριαλιστικούς οργανισμούς.
Οι δυνάμεις της αριστεράς βρίσκονται σε δεινή θέση και ίσως στο χειρότερο σημείο που βρέθηκαν ποτέ στην περίοδο της μεταπολίτευσης. Μετά από την πιο οξεία κρίση των τελευταίων δεκαετιών δεν μπόρεσαν να καρπωθούν οφέλη οργανωτικά, κινηματικά, συνδικαλιστικά κι εκλογικά. Και για αυτό δεν μπορεί να φταίει πάντα και ολοκληρωτικά ο αντίπαλος.
2. Όσον αφορά την αποτίμηση των δυνάμεων της αριστεράς, καλό είναι να είμαστε σαφείς όταν μιλάμε για τον ΣΥΡΙΖΑ. Το κείμενο μιλάει για τη μετάλλαξή του υπονοώντας ότι στο παρελθόν υπήρξε μία ριζοσπαστική δύναμη της αριστεράς. Ωστόσο, ακόμη και πριν την αναρρίχησή του στην κυβερνητική εξουσία η θέση του ήταν καθαρή για την ΕΕ. Όχι μόνο ζήτημα εξόδου δεν έθετε αλλά ούτε καν και θέμα σύγκρουσης μαζί της.
Η θέση αυτή που μοιραία συνοδευόταν από την καλλιέργεια αυταπατών για τον ρόλο της ΕΕ, μαζί με την κοινωνική του βάση και την ταξική του εσωοργανωτική συγκρότηση, την ασθενή σύνδεσή του με το εργατικό και νεολαιίστικο κίνημα, προμηνύανε ότι τίποτα ελπιδοφόρο δεν μπορεί να προκύψει από την πολιτική που θα ασκούσε ως κυβερνητική δύναμη. Οι όποιες αυταπάτες διαλύθηκαν ταχύτατα με τη συνεργασία του με τους ΑΝΕΛ, την αντιστροφή του μηνύματος από το δημοψήφισμα του ΝΑΙ και του ΟΧΙ και από την εφαρμογή του δικού του μνημονίου.
Ομοίως, η αναφορά σε αριστερό κυβερνητισμό για δυνάμεις της ευρωπαϊκής «αριστεράς» είναι προβληματική με την έννοια πως όσοι μπαίνουν σε τροχιά αστικής διαχείρισης με τη μία ή άλλη μορφή, γιατί πρέπει να χαρακτηρίζονται ως αριστερές δυνάμεις; Δεν προκαλεί σύγχυση κάτι τέτοιο;
3. Σε γενικές γραμμές η εκτίμηση που υπάρχει στη θέση 26 είναι σωστή, αλλά απαιτείται μεγαλύτερη ακρίβεια. Η ελληνική αστική τάξη δεν είναι αυτή που διαχρονικά εκχωρεί κυριαρχικά δικαιώματα; Αυτή δεν είναι που κράτησε τη στάση που κράτησε στα Ίμια; Που συνηγόρησε στη συμφωνία της Μαδρίτης; Που ένα μέρος της μιλάει για συνεκμετάλλευση στο Αιγαίο ή για να πάμε πιο παλιά αυτή δεν είναι που ευθύνεται για την τουρκική εισβολή στην Κύπρο;
Η πολιτική στάση της ελληνικής αστικής τάξης καθορίζεται από ιστορικούς λόγους και κυρίως από την οικονομική της δύναμη στο παγκόσμιο στερέωμα. Τα ελληνικά κεφάλαια αποτελούν ένα πολλοστημόριο των μεγάλων ιμπεριαλιστικών δυνάμεων και το ΑΕΠ της είναι μικρότερο από τα κέρδη πολλών πολυεθνικών. Αυτός είναι και ο λόγος που δεν μπορεί να παίξει έναν αντίστοιχο ρόλο με αυτόν του τουρκικού κεφαλαίου που όντως παρουσίασε μία δυναμική τα τελευταία είκοσι χρόνια, αν και κάτι τέτοιο θα το ήθελε.
Δεν πρέπει, λοιπόν, να διστάζουμε να λέμε πως η Ελλάδα είναι μία εξαρτημένη, πολιτικά και οικονομικά, χώρα, όχι για να ευθυγραμμιστούμε με το λαϊκό αίσθημα αλλά γιατί η διαπίστωση αυτή καθορίζει και την πολιτική ενός πολιτικού σχήματος.
4. Το κείμενο δεν κάνει σαφές τον χαρακτήρα του εγχειρήματος. Η ΑΠ θα είναι το πρόπλασμα ενός νέου κόμματος; Ενδεικτικά, αναφέρεται διακηρυκτικά ο στόχος του σοσιαλισμού! Υπάρχουν, όμως, προϋποθέσεις τέτοιας στρατηγικής συμφωνίας, ανάμεσα στους συμμετέχοντες, για τον σοσιαλισμό και την προσέγγισή του (μεταρρύθμιση ή επανάσταση κοκ);
Ή μήπως θα κατατείνει στη δημιουργία ενός πολιτικού μετώπου; Σε αυτήν την περίπτωση ποιος είναι ο κεντρικός πολιτικός άξονας; Διότι αναμένεται να ανοίξει η συζήτηση για ένα πολύ ευρύ φάσμα πολιτικών και κοινωνικών θεμάτων, χωρίς να αποσαφηνίζεται, όμως, η γενική κατεύθυνση, ειδικά ως προς κεντρικά ζητήματα, όπως η αποδέσμευση/έξοδος από την ΕΕ.
Η΄ μήπως πρόκειται απλώς για έναν εκλογικό μηχανισμό που θα επιχειρήσει να μπει σφήνα στους υπάρχοντες σχηματισμούς της Αριστεράς και με αυτήν την έννοια θα κατατείνει στη δημιουργία νέου κόμματος;
Επιπλέον, πώς θα απευθυνθεί στις άλλες αριστερές δυνάμεις;
Για να μην θέτουμε ερωτήματα που θα αιωρούνται δίχως απάντηση, τοποθετούμαστε:
Ένας εκλογικός μηχανισμός δεν μπορεί παρά να έχει σύντομη ημερομηνία λήξης. Η πράξη διδάσκει. Μέσα στην κρίση υπήρξε μεγάλη πολιτική κινητικότητα, δημιουργία πολλών φορέων και ομάδων αλλά αργά ή γρήγορα όλα τα εγχειρήματα έληξαν άδοξα ή απλώς φυτοζωούν. Γι’ αυτό, ένας μετωπικός φορέας είναι σημαντικό να έχει υψηλό επίπεδο συμφωνίας γύρω από έναν κεντρικό προγραμματικό άξονα, που, για εμάς, είναι η σύγκρουση της εργατικής τάξης και του λαού με την ντόπια ολιγαρχία του μεγάλου κεφαλαίου και την εξάρτηση από τον ευρω-ατλαντικό ιμπεριαλισμό, την ΕΕ και το ΝΑΤΟ. Όπως και να έχει, η όποια στόχευση πρέπει να διατυπωθεί με τη μέγιστη δυνατή καθαρότητα χωρίς ήξεις – αφήξεις.
Επίσης, το άνοιγμα στις άλλες δυνάμεις της αριστεράς πρέπει να θεωρείται αυτονόητο. Χωρίς συντονισμούς και συνενώσεις δυνάμεων δεν πάμε πουθενά. Σήμερα, αυτό που έχουμε ανάγκη είναι ο διαρκής συντονισμός των αγώνων. Οι συσσωματώσεις στο συνδικαλιστικό κίνημα. Οι κοινές πορείες. Οι συνεννοήσεις στη βάση και στην κορυφή. Πρέπει, λοιπόν, να συνταχθεί ένα συγκεκριμένο συνεκτικό πρόγραμμα για την ανάπτυξη της λαϊκής πάλης και να απευθυνθεί στους πάντες: στο ΚΚΕ, στην ΑΝΤΑΡΣΥΑ, στο ΜΕΡΑ 25, σε δυνάμεις του εξωκοινοβουλίου, στη βάση του ΣΥΡΙΖΑ. Σε ορισμένες περιπτώσεις αυτού του είδους τα καλέσματα για συμπόρευση πρέπει να «ανοίγουν» και άλλο π.χ. στα ζητήματα υπεράσπισης της δημοκρατίας.
Συντρόφισσες και σύντροφοι,
κάθε νέα προσπάθεια φέρνει εξ ορισμού ένα κλίμα αισιοδοξίας. Η αισιοδοξία αυτή πρέπει να κρατηθεί αλλά για να μην καταλήξει αυτό μία μεταφυσική ευχή, οι προσπάθειες που θα γίνουν θα πρέπει να αφήσουν πίσω τους «αμαρτήματα» του παρελθόντος που έχουν στοιχίσει ακριβά. Θα πρέπει να γίνουν υπερβάσεις. Θα πρέπει όλα να εξελιχτούν μέσα σε ένα δημοκρατικό πλαίσιο. Θα πρέπει οι κουβέντες να είναι καθαρές. Να μην υπάρχουν πολλαπλές ερμηνείες και διπλές αναγνώσεις. Να μην υπάρχουν προφανή ελλείμματα στη διατύπωση διαπιστώσεων και θέσεων.
Ο Σύλλογός μας εύχεται ολόψυχα την επιτυχία του εγχειρήματος αυτού αλλά κρατώντας τις επιφυλάξεις του θα παρακολουθεί από κοντά την πορεία του. Σε κάθε περίπτωση και στον βαθμό που μας αναλογεί θα συμβάλλουμε στην οικοδόμηση ενός ανατρεπτικού κοινωνικού πολιτικού μετώπου, στη διαμόρφωση ενός νέου επαναστατικού κόμματος και στη συγκρότηση νέων λαϊκών αγώνων. Καλή επιτυχία στις εργασίες.