του Δημήτρη Καλτσώνη
καθηγητή θεωρίας κράτους και δικαίου
Πάντειο Πανεπιστήμιο
Σε όλες τις κρίσεις με τη γειτονική Τουρκία αναδεικνύονται στο εσωτερικό των καθεστωτικών κομμάτων της χώρας μας δύο βασικές τάσεις, γύρω από τις οποίες αναπτύσσονται πολλές αποχρώσεις. Οι ηγεσίες συχνά ακροβατούν ανάμεσα σε αυτές. Έτσι ακριβώς συμβαίνει και τώρα. Τόσο στη ΝΔ όσο και στον ΣΥΡΙΖΑ διακρίνονται καθαρά οι δύο τάσεις. Παλαιότερα, επί κυβέρνησης ΠΑΣΟΚ υπήρχε η ίδια ακριβώς διαίρεση στο εσωτερικό του.
Η πρώτη τάση είναι αυτή των -ας τους ονομάσουμε- “ενδοτικούς”. Με διάφορα επιχειρήματα υποστηρίζουν ότι δεν υπάρχει άλλος δρόμος από την εξεύρεση κάποιας λύσης με την Τουρκία μέσα από αμοιβαίες υποχωρήσεις. Στη σημερινή περίοδο οι απόψεις αυτές καταλήγουν στη λύση της λεγόμενης “συνδιαχείρισης” της υφαλοκρηπίδας/ΑΟΖ. Ακούγεται πειστικό αλλά η πραγματικότητα είναι ότι δεν πρόκειται για συνδιαχείριση αλλά για παραχώρηση κυριαρχικών δικαιωμάτων της χώρας μας. Τα κυριαρχικά δικαιώματα όμως ανήκουν στον ελληνικό λαό και στις μελλοντικές γενιές. Δεν ανήκουν σε καμιά κυβέρνηση, στην εγχώρια ολιγαρχία ή στις πολυεθνικές και στις ιμπεριαλιστικές δυνάμεις που καραδοκούν να καρπωθούν το μερίδιο του λέοντος. Τα κυριαρχικά δικαιώματα δεν είναι αυθαίρετη έννοια, ορίζονται από το διεθνές δίκαιο και τις διαδικασίες του.
Από την άλλη βρίσκονται οι λεγόμενοι “πατριώτες” των κομμάτων αυτών, οι οποίοι αντιδρούν στη λογική των “ενδοτικών”. Ζητούν σκληρή στάση έναντι της Τουρκίας. Κατηγορούν, ακόμη και τα δικά τους κόμματα για αντεθνική στάση.
Η ουσία όμως είναι ότι τόσο η πρώτη τάση όσο και η δεύτερη αποτελούν δύο όψεις του ίδιου νομίσματος. Ποιού νομίσματος; Του νομίσματος της αμερικανοκρατίας και της υποταγής της Ελλάδας στους σχεδιασμούς των ΗΠΑ, ΝΑΤΟ και ΕΕ. Γιατί τόσο οι “ενδοτικοί” όσο και οι “πατριώτες” των κομμάτων αυτών επιδιώκουν λύσεις εντός του ασφυκτικού πλαισίου του ΝΑΤΟ και της ΕΕ. Αναζητούν δηλαδή λύσεις εντός των οργανισμών εκείνων που στην καλύτερη των περιπτώσεων αδιαφορούν δεκαετίες τώρα για την επιθετικότητα του τουρκικού αντιδραστικού καθεστώτος, για να μην πούμε ότι την ανέχονται ή ακόμη χειρότερα ότι την υποθάλπουν.
Σε κάθε περίπτωση, τόσο οι “ενδοτικοί” όσο και οι “πατριώτες”, εκφράζουν σε γενικές γραμμές, με αποχρώσεις, τις επιδιώξεις και προσδοκίες της ελληνικής άρχουσας τάξης, η οποία έχει επίγνωση της δευτερεύουσας και συμπληρωματικής θέσης της στον διεθνή καταμερισμό εργασίας. Για το λόγο αυτό, χωρίς να παραιτείται από την προσπάθεια να αρπάξει ό,τι μπορεί, περιμένει εν γένει την προστασία των ισχυρών της συμμάχων. Και είναι πρόθυμη να απεμπολήσει κυριαρχικά δικαιώματα. Επομένως, εκ των πραγμάτων οι λύσεις, τόσο των μεν όσο και των δε, ανεξαρτήτως προθέσεων, οδηγούν στην παραχώρηση κυριαρχικών δικαιωμάτων.
Εξάλλου, η ιστορική πορεία της αστικής τάξης το αποδεικνύει. Κορυφαίο παράδειγμα η γερμανοναζιστική κατοχή. Ένα μέρος της άρχουσας τάξης συνεργάστηκε με τον κατακτητή και ένα άλλο περίμενε παθητικά την απελευθέρωση από τους δυτικούς συμμάχους. Η υπεράσπιση των κυριαρχικών δικαιωμάτων και της εθνικής ανεξαρτησίας, τότε όπως και τώρα, είναι υπόθεση του λαού και των αντιιμπεριαλιστικών δυνάμεων.