του Βασίλη Λιόση
Ένα τμήμα της ΝΔ, αν όχι το σύνολό της, ο Βελόπουλος, ο Τζήμερος, η Χρυσή Αυγή, το ΛΑΟΣ, κάθε είδους ακροδεξιό μόρφωμα και φασίζοντες δημοσιολόγοι, χρησιμοποιούν τη λέξη «λαθρομετανάστης» προκειμένου να χαρακτηρίσουν τους μετανάστες που εισέρχονται στην Ελλάδα δίχως τις νόμιμες διαδικασίες. Η επιλογή της συγκεκριμένης λέξης μόνο αθώα δεν είναι. Όταν ως απάντηση λέγεται ή γράφεται πως δεν υπάρχουν λαθραίοι άνθρωποι και ότι κακώς χρησιμοποιείται η λέξη «λαθρομετανάστης», τότε ανταπαντάνε οι χρήστες της συγκεκριμένης λέξης: «Θα καταργήσουμε την ελληνική γλώσσα; Δεν λέμε λαθραναγνώστες; Δεν λέμε λαθρεπιβάτες; Δεν λέμε λαθροθήρες; Επομένως, γιατί να μην λέμε και λαθρομετανάστες;»
Απαντώντας στον παραπάνω εξυπνακισμό θα πρέπει να πούμε πως συγκρίνονται διαφορετικά πράγματα. Για παράδειγμα, τι σχέση έχει ο λαθραναγνώστης με τον άνθρωπο στη χώρα του οποίου διεξάγεται πόλεμος ή υπάρχει αβάσταχτη φτώχια και αναζητά εναγωνίως να ζήσει με μία σχετική αξιοπρέπεια αυτός και η οικογένειά του; Εν τέλει, με έναν ισοπεδωτικό και απαράδεκτο τρόπο εξισώνονται άνθρωποι και λαθραία τσιγάρα.
Η απαίτηση για τη δήθεν σωστή χρήση της ελληνικής γλώσσας υποκρύπτει πολλές ιδεολογικές και πολιτικές πλευρές.
Πρώτο, έστω και υπόρρητα είναι ενταγμένη στην κλασική ναζιστική απαίτηση για φυλετική καθαρότητα. Πρόκειται για ένα συγκεκαλυμμένο ρατσισμό.
Δεύτερο, ο ρατσισμός δεν είναι μία ιδεολογική στρέβλωση που προκύπτει αυθόρμητα, αλλά μία κατασκευή εκ των άνω προκειμένου να δημιουργηθούν φαντασιακοί εχθροί. Όταν η οικονομική κρίση παροξύνεται, τότε επιστρατεύεται η φουστανέλα, η αρχαιοελληνική χλαμύδα και οι περικεφαλαίες, η ανωτερότητα της φυλής και ο στιγματισμός της ετερότητας (φυλετικής, θρησκευτικής, πολιτικής κ.λπ.) ως μιαρότητα και ως κίνδυνος επιμόλυνσης της «δικής μας καθαρότητας».
Τρίτο, είναι μία επίδειξη μισανθρωπισμού που παραβλέπει τον πόνο και τη δυστυχία κατατρεγμένων ανθρώπων. Από αυτή την άποψη ο χαρακτηρισμός «ξενοφοβία» για να περιγράψει την αντίληψη και τη στάση απέναντι στον «εισβολέα» δεν είναι η ενδεδειγμένη. Δεν πρόκειται για φόβο αλλά για ατόφιο μίσος.
Τέταρτο, υπάρχει και ένας αφανής λόγος. Η απαξίωση του αλλοδαπού τον κάνει ακόμη πιο ευάλωτο στην αγορά εργασίας η οποία διψά για φθηνό εργατικό δυναμικό. Ο χαρακτηρισμένος ως λαθραίος και ο χωρίς χαρτιά ξένος υποκύπτει στην κάθε είδους απαίτηση και παρανομία του εργοδότη του. Θα εργαστεί ανασφάλιστος, με άθλια μεροκάματα και θα είναι έρμαιο της όποιας παράλογης απαίτησης του αφεντικού.
Πέμπτο, όσοι χρησιμοποιούν τη λέξη «λαθρομετανάστης» παραβλέπουν ή δεν γνωρίζουν πως και οι Έλληνες μετανάστες στην Αμερική, το Βέλγιο και τη Γερμανία, αλλά και οι πρόσφυγες του 1922 υπέστησαν αντίστοιχο μπούλινγκ. Μάλιστα, στην περίπτωση του 1922 το φαινόμενο είναι ακόμη πιο αξιοσημείωτο, αφού οι «παστρικές Σμυρνιές» (εννοούσαν «οι πόρνες Σμυρνιές») χαρακτηρίζονταν έτσι από τους ίδιους τους Έλληνες. Επίσης, τα αμερικανικά έντυπα αποκαλούσαν τους Έλληνες μετανάστες προς τα τέλη του 19ου αιώνα ως «επικίνδυνους», «τσαντάκηδες», «βιαστές ανηλίκων», «βρωμιάρηδες», «απεργοσπάστες» και «σωματέμπορους», ενώ στη δεκαετία του 1960 οι Γερμανοί αποκαλούσαν τους Έλληνες εργάτες «τεμάχια».
Έκτο, οι επώνυμοι που μιλάνε για λαθρομετανάστες είναι οι ίδιοι που δηλώνουν ότι ανήκουν στο χριστεπώνυμο πλήθος. Είναι οι ίδιοι που με περίσσεια υποκρισία σταυροκοπιούνται και παίρνουν πρώτη θέση στην εκκλησία, προκειμένου οι κάμερες να τους προβάλλουν αδιαφορώντας για την προφανή αντίφαση: το «πάντρεμα» της χριστιανικής αγάπης με το μίσος για εξαθλιωμένους ανθρώπους.
Έβδομο, αποσιωπώνται επιμελώς οι λόγοι για τους οποίους προκύπτει η μετανάστευση, ένα έτσι κι αλλιώς πανάρχαιο φαινόμενο. Οι χρήστες της λέξης «λαθρομετανάστης» είτε δεν κάνουν καμία αναφορά για τους πολέμους, τη φτώχια και τον ιμπεριαλισμό που παράγουν τη μετανάστευση και την προσφυγιά, είτε στρεβλώνουν τα γεγονότα υποστηρίζοντας ότι δεν υπάρχουν πολεμικές συρράξεις σε κάποιες από τις χώρες προέλευσης προσφύγων. Έτσι, οι πρόσφυγες βαφτίζονται μετανάστες, για να συμπιεστεί το όποιο ίχνος ευαισθησίας υπάρχει στο λαϊκό αίσθημα, αφού είναι δεδομένη μία ευαισθησία απέναντι στον πρόσφυγα.
Όγδοο, η καλλιέργεια αντιπάθειας για τον ξένο εξαγνίζει και τις άθλιες συνθήκες στα σύγχρονα στρατόπεδα συγκέντρωσης, τους κατ’ ευφημισμό χώρους υποδοχής. Έτσι, ΕΕ και κυβέρνηση περνάνε από την κολυμπήθρα του Σιλωάμ.
Οι λέξεις δεν είναι αθώες. Υπάρχουν λέξεις που χρησιμοποιούμε για το ίδιο πράγμα, αλλά δεν τις χρησιμοποιούμε σε κάθε περίσταση. Για παράδειγμα, είτε πούμε ομοφυλόφιλος είτε αδελφή αναφερόμαστε σε ανθρώπους που έχουν σεξουαλικό προσανατολισμό που δεν υπάγεται στην πλειονότητα του πληθυσμού. Κι όμως! Η δεύτερη λέξη έχει μία αρνητική φόρτιση, εμπεριέχει ένα χλευασμό και μία μειωτική διάθεση. Το πώς και το γιατί απέκτησε αυτή τη φόρτιση είναι μία άλλη ιστορία, ωστόσο συμβαίνει. Κανείς δεν βγαίνει στην τηλεόραση ή στο κοινοβούλιο ή σε μία σχολική τάξη ή σε μία πανεπιστημιακή αίθουσα να χρησιμοποιήσει τη δεύτερη λέξη, ακριβώς γιατί γνωρίζει αυτή τη φόρτιση. Το ακροδεξιό και φασιστικό τόξο έχει απόλυτη επίγνωση της λειτουργίας της λέξης λαθρομετανάστης. Στοχεύει στην ανασφάλεια του σημερινού ανθρώπου και κατανοεί πως αυτή η λέξη δημιουργεί συνειρμούς στον δέκτη: ο πένητας ή ο πιεσμένος από την κρίση Έλληνας ψάχνει απαντήσεις για τη σημερινή του κατάσταση. Μία λέξη και μόνο μπορεί να του δώσει εύπεπτες, ευσύνοπτες και κυρίως λανθασμένες και αποπροσανατολιστικές απαντήσεις.
Η ακροδεξιά χρησιμοποίησε τη λέξη «λαθρομετανάστης» από πολύ νωρίς. Ας θυμηθούμε πως η ρητορική μίσους ξεκινά με τη διάλυση των σοσιαλιστικών χωρών και την προσέλευση χιλιάδων κατοίκων αυτών των χωρών στην Ελλάδα (την τιμητική τους από τον ακροδεξιό συρφετό είχαν οι Αλβανοί), συνεχίζεται με τα πρώτα συλλαλητήρια για τη Μακεδονία (εμφανίζεται η λέξη «γυφτοσκοπιανοί») και απογειώνεται με τη δράση των επιτροπών κατοίκων στον Άγιο Παντελεήμονα, κατασκευή της Χρυσής Αυγής με σοβαρότατη ευθύνη του τότε υπουργού δημόσιας τάξης Χρυσοχοΐδη (σειρά είχαν οι Αφρικανοί, Πακιστανοί κ.ά.). Σήμερα, τη σκυτάλη της πιο ακραίας έκφρασης μίσους την έχει πάρει αναμφισβήτητα ο χριστέμπορος Βελόπουλος.
Οι λέξεις, λοιπόν, έχουν τη σημασία τους. Οι Κινέζοι, άλλωστε, λένε πως όταν ρωτήθηκε ένας σοφός τι θα έκανε αν γινόταν βασιλιάς, απάντησε: «θα αποκαθιστούσα το νόημα των λέξεων».