Σταύρος Μαυρουδέας
Η κυβερνητική προπαγάνδα προσπαθεί να «πουλήσει» μια υποτιθέμενη δυναμική ανάπτυξη, που τελικά θα διαχυθεί προς όφελος όλων. Στην πραγματικότητα οι βασικοί κυβερνητικοί στόχοι παραπαίουν, λόγω και των δομικών προβλημάτων του ελληνικού καπιταλισμού. Αυτό που μένει τελικά στην πράξη δεν είναι η «βίαιη ανάπτυξη», αλλά η βίαιη καταλήστευση των εργαζομένων.
Το κυβερνητικό παραμύθι της «βίαιης ανάπτυξης»
Μία πλαστή εικόνα οικονομικής ευφορίας κυριαρχεί στη χώρα (τουλάχιστον μέχρι την έκρηξη του πληθωρισμού), προβαλλόμενη από την κυβέρνηση και τα συστημικά ΜΜΕ. Όπως και όλες οι προηγούμενες αστικές κυβερνήσεις -ιδιαίτερα σε συγκυρίες παρατεταμένης προεκλογικής περιόδου όπως η τωρινή- η κυβέρνηση της ΝΔ επιδιώκει να καθησυχάσει την μεγάλη εργαζόμενη πλειοψηφία για την μίζερη κατάστασή της, υποσχόμενη λαγούς με πετραχήλια και δίνοντας ψίχουλα. Την ίδια ώρα κρύβει επιμελώς τη σαθρή οικονομική κατάσταση της χώρας και τα προβλήματα που οι βαθιές αντιφάσεις του καπιταλιστικού συστήματος, αλλά και η αφόρητη κουτοπονηριά της κυβερνητικής πολιτικής συσσωρεύουν.
Το αφήγημα της ΝΔ είναι ότι εάν η Ελλάδα είναι υπάκουη στα κελεύσματα των δυτικών πατρώνων και ακολουθεί τη μνημονιακή συνταγή (ότι η ευημερία του ιδιωτικού τομέα οδηγεί και στην ευημερία του κοινωνικού συνόλου) θα μπορέσει να βγει από την ελληνική κρίση με την ανάκτηση του χαμένου ΑΕΠ (από το 2009 μέχρι σήμερα). Έτσι, απέναντι στην ανικανότητα και την ασυνέπεια του ΣΥΡΙΖΑ, η ΝΔ προβάλλει σαν εγγύηση επιτυχίας την δική της υποτιθέμενη ικανότητα διαχείρισης. Όμως η πραγματικότητα είναι πολύ διαφορετική από το εκάστοτε αστικό κυβερνητικό αφήγημα των αγορών, είτε της δεξιάς πειθήνιας υπόκλισης στις αγορές είτε του ΣΥΡΙΖΑϊκού «πεντοζάλη» των αγορών.
Το κυβερνητικό αφήγημα προβλέπει μία «βίαιη ανάπτυξη» (sic!) βασιζόμενη στην ραγδαία αύξηση των άμεσων ξένων επενδύσεων, την ενίσχυση της ιδιωτικής κατανάλωσης και τη βελτίωση του ισοζυγίου τρεχουσών συναλλαγών (μέσω της αύξησης της ανταγωνιστικότητας). Έτσι υποτίθεται ότι θα υπερκαλυφθεί η ουσιαστικά διψήφια υποχώρηση του ΑΕΠ κατά την διπλή κρίση του Covid-19, που συγκαλύφθηκε με στατιστικές αλχημείες σε μονοψήφιο νούμερο.
Σαθρή προπαγάνδα, τρομερή λεηλασία
Και οι τρεις πηγές της κατά κυβέρνησης «βίαιης ανάπτυξης» παραπαίουν. Η αύξηση των ξένων άμεσων επενδύσεων είναι μη σημαντική, ασταθής και περιορίζεται σε σκανδαλώδεις και διαπλεκόμενες εκποιήσεις των «ασημικών» της δημόσιας περιουσίας έναντι πινακίου φακής. Χαρακτηριστικά, στην προβεβλημένη περίπτωση του Ελληνικού ο όμιλος Λάτση δεν βάζει δεκάρα από την τσέπη του και προχωρά με το σταγονόμετρο ανάλογα με τις εισπράξεις του. Επιπλέον, οι ξένες επενδύσεις κατευθύνονται κυρίως στους «παραδοσιακούς» τομείς της έγγειας ιδιοκτησίας και του τουρισμού, που απλά αναπαράγουν το στρεβλό παραγωγικό υπόδειγμα του ελληνικού καπιταλισμού. Ιδιαίτερα στον πρώτο η κυβέρνηση ακολουθεί την παραδοσιακή ελληνική αστική πεπατημένη φουσκώνοντας αφύσικα την κτηματαγορά και ξεκινώντας δημόσια κατασκευαστικά έργα (μέσω ΣΔΙΤ, αλλά ξεκοκαλίζοντας τα κονδύλια του Ταμείου Ανασυγκρότησης και Ανάπτυξης, που βασίζονται και σε δημόσιο δανεισμό και εγγυήσεις), πολλά από τα οποία είναι άχρηστα και θα κάνουν την κακόφημη Καραμανλική επταετία τσιμεντοποίησης του 1950 να ωχριά μπροστά τους.
Η βελτίωση της ανταγωνιστικότητας -το υποκριτικό επιχείρημα της ελληνικής ολιγαρχίας και των μνημονίων για τη μείωση των μισθών- μετά από περισσότερα από δέκα χρόνια περιοριστικών και αντιλαϊκών πολιτικών παραμένει ένα κακόγουστο αστείο. Καμία ουσιαστική και μόνιμη βελτίωση της ανταγωνιστικότητας δεν έχει υπάρξει. Αυτό έχει να κάνει τόσο με την κοντόφθαλμη αδηφαγία του ελληνικού κεφαλαίου όσο και με τα βαθιά διαρθρωτικά προβλήματα του ελληνικού καπιταλισμού, που φυσικά συνδέονται μεταξύ τους. Όσον αφορά τη μείωση του μισθολογικού κόστους των ελληνικών διεθνώς εμπορεύσιμων προϊόντων, αυτή πολύ λίγο πέρασε στις τιμές καθώς το ελληνικό κεφάλαιο προτίμησε να αυξήσει τα περιθώρια κέρδους του. Άλλωστε, γνωρίζει καλά ότι η παραγωγική διάρθρωση της ελληνικής οικονομίας -ιδιαίτερα μετά την ένταξη στην ευρωπαϊκή ενοποίηση- δεν αφήνει σημαντικά περιθώρια βελτίωσης της ανταγωνιστικότητας της. Μία χώρα ελαφράς κυρίως βιομηχανίας και πλέον κυρίως υπηρεσιών (στην δεκαετία της αλήστου μνήμης Σημιτικής «ισχυρής Ελλάδας» κυρίως τραπεζικών και μετέπειτα βασικά τουριστικών) δεν έχει ισχυρές βάσεις για να είναι εξαγωγική οικονομία. Άλλωστε, για τον ελληνικό αστισμό το ζήτημα αυτό έκλεισε ήδη στην πρώτη μεταπολεμική περίοδο όπου στα πλαίσια της διαμάχης Ζολώτα-Βαρβαρέσσου και οι δύο πλευρές αποδέχονταν την θέση της χώρας σαν μία ελαφρά εκβιομηχανισμένη οικονομία μέσα στον Δυτικό παγκόσμιο καταμερισμό εργασίας. Σε εκείνη την ξεχασμένη αλλά καθοριστική αντιπαράθεση ο μεν πρωτο-κεϊνσιανός Βαρβαρέσσος είχε μία ακόμη πιο συντηρητική θέση από τον ρεαλιστή Ζολώτα, ενώ η μόνη φωνή για την αυτόκεντρη εκβιομηχάνιση της χώρας -στο πλαίσιο μιάς στρατηγικής σοσιαλιστικής μετάβασης- ήταν αυτή του εκτελεσμένου Δ. Μπάτση (απηχώντας τις απόψεις του τότε ΚΚΕ). Από την εποχή της ενσωμάτωσης στην ευρωπαϊκή ενοποίηση ακόμη και οι απόψεις τύπου Βαρβαρέσσου και Ζολώτα ωχριούν εμπρός στην αύξουσα «τριτογενοποίηση» της οικονομίας μέσα στα πλαίσια της Κοινής Αγοράς και της ΟΝΕ.
Η συνεπακόλουθη (και ομολογούμενη ακόμη και από αστούς οικονομολόγους) «διείσδυση εισαγωγών» έχει περιορίσει δομικά την δυνατότητα βελτίωσης της ανταγωνιστικότητας της ελληνικής οικονομίας. Έτσι, οι βασικές εξαγωγές της χώρας είναι πετρελαιοειδή και τουρισμός, που και τα δύο εξαρτώνται από ξένες εισαγωγές. Επιπλέον, το σύνολο σχεδόν των βασικών κλάδων της οικονομίας εξαρτώνται από εισαγωγές είτε πρώτων υλών είτε/και ενδιάμεσων εισροών, γεγονός που την καθιστά αδύναμη να αυξήσει την ανταγωνιστικότητα της.
Τα κέρδη φταίνε για τον πληθωρισμό: Η άνοδος των τιμών οφείλεται στην αύξηση των περιθωρίων κέρδους των επιχειρήσεων και όχι στην αυξημένη ζήτηση ή στις αυξήσεις μισθών
Η ιδιωτική κατανάλωση δεν παρουσιάζει την αλματώδη αύξηση των κυβερνητικών προβλέψεων λόγω των εισοδηματικών ανισοτήτων και της φτώχειας των λαϊκών στρωμάτων. Η μερική ανάκαμψη της μετά το τέλος της πανδημικής καραντίνας δεν είναι επαρκής και, πλέον, ο σχεδόν καλπάζων τωρινός πληθωρισμός απειλεί να την περιορίσει δραστικά. Μετά το τέλος της καραντίνας, η σημερινή κυβέρνηση προσπάθησε να πειθαναγκάσει στην αύξηση της κατανάλωσης, βλέποντας την αύξηση των αποταμιεύσεων στην περίοδο της καραντίνας. Έτσι, αφενός «ροκανίσθηκαν» οι καταθέσεις αυτές μέσω των αρνητικών επιτοκίων και επιδιώχθηκε να δρομολογηθούν σε φθηνά επιχειρηματικά δάνεια. Αφετέρου, η κυβέρνηση «έκλεισε το μάτι» στις επιχειρήσεις να αρχίσουν αυξήσεις τιμών ώστε να βελτιώσουν την κερδοφορία τους, αυξάνοντας τα περιθώρια κέρδους τους. Και οι δύο δρόμοι οδήγησαν σε νέα προβλήματα. Οι μεν τράπεζες δεν χορήγησαν αρκετά δάνεια λόγω των προβληματικών ισολογισμών τους και συνεπώς της ανάγκης τους να κρατήσουν ρευστότητα. Οι δε επιχειρήσεις είτε δεν έλαβαν αρκετά δάνεια γιατί δεν ήταν αξιόχρεες είτε ακόμη και όταν τα πήραν προτίμησαν να τα κάνουν άλλου τύπου χρηματοοικονομικές δραστηριότητες και όχι παραγωγικές επενδύσεις, λόγω χαμηλών δυνατοτήτων κερδοφορίας και προοπτικών της ελληνικής οικονομίας.
Όσο για τον δεύτερο δρόμο, αυτός οδήγησε σε ένα πληθωρισμό κερδών, δηλαδή στην αύξηση του επιπέδου τιμών λόγω αύξηση των περιθωρίων κέρδους των επιχειρήσεων. Είναι χαρακτηριστικό ότι ο πληθωρισμός [τόσο ο γενικός δείκτης (πίνακας 1) όσο και ο δομικός δείκτης (πίνακας 2) που εξαιρεί τις τιμές της ενέργειας και των τροφίμων] άρχισαν να αυξάνουν από το καλοκαίρι του 2021, φθάνοντας τον Δεκέμβριο 2021 ο μεν πρώτος στο 5,1%, ο δε δεύτερος στο 1%.