του Διονύση Περδίκη
Συνεχίζουμε τη δημοσίευση του πέμπτου μέρους της μελέτης με τίτλο “Ιμπεριαλισμός και πόλεμος στον 21ο αιώνα με αφορμή τον πόλεμο στην Ουκρανία”.
Το Μέρος Ε΄ αποτελεί το κομμάτι όπου στρεφόμαστε στο φαινόμενο των διεθνών σχέσεων και των εθνικών πολέμων στο διεθνές ιμπεριαλιστικό σύστημα, συμπεριλαμβανομένων τόσο των άδικων ιμπεριαλιστικών πολέμων, όσο και των δίκαιων πολέμων για την εθνικη ανεξαρτησία. Πραγματευόμαστε το αντικείμενο αυτό στη βάση της ανάλυσης των προηγούμενων μερών της μελέτης για τον σύγχρονο ιμπεριαλιστικο καπιταλισμό, αλλά και για τη διαδικασία της παραγωγής, κυκλοφορίας και διανομής της υπεραξίας στη διεθνή αγορά. Στο πλαίσιο αυτό αναλύουμε πιο λεπτομερώς τους συνεπαγόμενους διακρατικούς ανταγωνισμούς.
Η μελετη συνοδεύεται από εκτενέστατες σημειώσεις με παραθέματα και μεταφράσεις. Συνιστούμε σε μια πρώτη ανάγνωση να αγνοηθούν οι σημειώσεις αυτές προς χάριν της ροής του κειμένου. Σε δεύτερη φάση, οι σημειώσεις και οι αναφορές σε αυτές μπορούν να χρησιμεύσουν για περαιτέρω μελέτη των θεμάτων που θίγονται.
Καθώς θα προχωράμε στη δημοσίευση της μελέτης θα εμπλουτίζουμε τον παρακάτω πίνακα περιεχομένων με τους αντίστοιχους ηλεκτρονικούς συνδέσμους:
ΜΕΡΟΣ Β’: ΙΜΠΕΡΙΑΛΙΣΤΙΚΟΣ ΚΑΠΙΤΑΛΙΣΜΟΣ
Αποσαφηνίζοντας τις έννοιες
Ιμπεριαλιστικός καπιταλισμός: Γενική θεωρία του ΚΤΠ, και μονοπώλιο – ιμπεριαλισμός: Μαρξ εναντίον Λένιν;
- Από τον Μαρξ και τη γενική θεωρία του κεφαλαίου…
- …στον Λένιν, το μονοπώλιο, και τον ιμπεριαλισμό στη σύγχρονη φάση της ιμπεριαλιστικής διεθνοποίησης της παραγωγής…
- Η διαλεκτική της ιστορίας του καπιταλισμού έχει τις απαντήσεις
Ιμπεριαλιστικός καπιταλισμός μέσα από τη διαλεκτική του νόμου της (αντικειμενικής) αξίας και του νόμου της (υποκειμενικής) ισχύος
- Η αναπαραγωγή της κυριαρχίας του κεφαλαίου μέσα από την ανταλλαγή ισοδύναμων αξιών
- Η αναπαραγωγή του μονοπωλιακού κεφαλαίου μέσα από την άνιση ανταλλαγή
– Πλασματικό κεφάλαιο
– Το ‘παραγωγικό’ πλασματικό κεφάλαιο
– Υπερεκμεταλλευόμενη εργασιακή δύναμη
– Διεθνοποιημένες αλυσίδες παραγωγής και μεταφοράς (υπερ)αξίας - Συμπέρασμα: ιμπεριαλισμός ως υπερώριμος καπιταλισμός
ΚΑΠΙΤΑΛΙΣΤΙΚΌΣ ΙΜΠΕΡΙΑΛΙΣΜΌΣ: Η ΙΜΠΕΡΙΑΛΙΣΤΙΚΉ, ΜΟΝΟΠΩΛΙΑΚΉ ΕΚΜΕΤΆΛΛΕΥΣΗ ΣΤΟ ΔΙΕΘΝΈΣ ΙΜΠΕΡΙΑΛΙΣΤΙΚΌ ΣΎΣΤΗΜΑ
- Άνιση ανταλλαγή στο διεθνές εμπόριο
- Εξαγωγές κεφαλαίου
- Η ουσία των ιμπεριαλιστικών διακρατικών σχέσεων
- Μέτρα ιμπεριαλιστικής ισχύος
- Σύνοψη Μερών Β΄ και Γ΄
ΜΕΡΟΣ Δ΄: «ΕΔΏ Ο ΙΜΠΕΡΙΑΛΙΣΜΌΣ, ΕΚΕΊ Ο ΙΜΠΕΡΙΑΛΙΣΜΌΣ, ΤΕΛΙΚΆ ΠΟΥ ΕΊΝΑΙ Ο ΙΜΠΕΡΙΑΛΙΣΜΌΣ;» Η ΣΎΓΧΡΟΝΗ ΔΙΕΘΝΉΣ ΣΥΓΚΥΡΊΑ «ΑΚΟΛΟΥΘΏΝΤΑΣ ΤΟ ΧΡΉΜΑ».
- Εισαγωγικές και κριτικές παρατηρήσεις.
- Το μέτρο «ροής»: ισοζύγια μεταφορών υπεραξίας.
- Το μέτρο συσσώρευσης: συσσώρευση κεφαλαίου, μονοπωλιακής ισχύος και περιουσιακών στοιχείων (με έμφαση στο εξωτερικό).
- Το γιατί και το πως της ιμπεριαλιστικής εκμετάλλευσης.
- Μέρος Δ2: Ιμπεριαλιστική Κίνα;
- Μέρος Δ3: Ιμπεριαλιστική Ρωσία;
- Μέρος Δ4: “Δε διαλέγουμε ιμπεριαλιστή” ή “ένας είναι ο εχθρός, ο ιμπεριαλισμός”;
Ε’ ΜΈΡΟΣ: ΙΜΠΕΡΙΑΛΙΣΤΙΚΟΊ ΠΌΛΕΜΟΙ, ΚΑΙ ΠΌΛΕΜΟΙ ΓΙΑ ΤΗΝ ΕΘΝΙΚΉ ΑΝΕΞΑΡΤΗΣΊΑ. ΤΟ ΔΊΚΑΙΟ ΚΑΙ ΤΟ ΆΔΙΚΟ ΤΟΥ ΠΟΛΈΜΟΥ.
1. «Ο πόλεμος είναι η συνέχιση της πολιτικής με άλλα μέσα»
2. Η διεθνής πολιτική ως η αιτία των εθνικών πολέμων
2.1 Εθνικός πόλεμος
2.2 Εθνική κοινωνική και κρατική συγκρότηση και ταξική πάλη
2.3 Αποσαφηνίζοντας τις έννοιες «διεθνείς σχέσεις» και «διεθνές ιμπεριαλιστικό σύστημα»
3. Παγκόσμια και ιστορική οπτική στις διεθνείς σχέσεις
3.1 Ιστορική οπτική
3.2 Παγκόσμια οπτική
4. ΟΙ ΔΙΕΘΝΕΙΣ ΣΧΕΣΕΙΣ ΣΤΟΝ ΣΥΓΧΡΟΝΟ ΙΜΠΕΡΙΑΛΙΣΤΙΚΟ ΚΑΠΙΤΑΛΙΣΜΟ
4.1 Ανισόμετρη καπιταλιστική ανάπτυξη
4.2 Υπερεκμετάλλευση της εργασίας
4.3 Υπερεκμετάλλευση της φύσης
4.4 Διεθνείς διαφορές στην κοινωνικο-ταξική διαστρωμάτωση
4.5 Διεθνείς διαφορές στην ένταση της ταξικής πάλης
4.6 Διεθνείς σχέσεις καπιταλιστικής εκμετάλλευσης
4.7 Εξαρτημένη (υπο)ανάπτυξη
4.8 Ο διαμεσολαβητικός ρόλος της κρατικής ισχύος
4.9 Μετανάστευση: ο διεθνής ανταγωνισμός ανάμεσα στους εργάτες
4.10 Διεθνείς ενδοαστικοί ανταγωνισμοί
4.11 Διεθνείς συμμαχίες και οργανωτικές ολοκληρώσεις
4.12 Εξάρτηση και επανάσταση
4.13 Διεθνείς σχέσεις ιμπεριαλισμού – σοσιαλισμού
4.14 Σύνοψη
Μέρος Ε3 (παρόν):
5. Ο ΠΟΛΕΜΟΣ ΣΤΟΝ ΣΥΓΧΡΟΝΟ ΙΜΠΕΡΙΑΛΙΣΤΙΚΟ ΚΑΠΙΤΑΛΙΣΜΟ
5.1 Τυπολογία εθνικών πολέμων
5.2 Ο δυναμικός χαρακτήρας του πολέμου
5.3 Η στρατηγική οπτική στον πόλεμο: το δίκαιο και το άδικο του πολέμου
Σημειώσεις
5. Ο πόλεμος στον σύγχρονο ιμπεριαλιστικό καπιταλισμό
5.1 Τυπολογία εθνικών πολέμων
Κάθε πόλεμος μπορεί να αναλυθεί με βάση τις κύριες κοινωνικές, ταξικές αντιθέσεις που κυριαρχούν στην πολιτική της οποίας συνέχεια είναι. Όταν το αντικείμενο είναι οι εθνικοί πόλεμοι, εξαιρώντας δηλ. τους εσωτερικούς σε έναν εθνικό κοινωνικο-οικονομικό σχηματισμό επαναστατικούς ταξικούς πολέμους, είδαμε ότι το πεδίο αναφοράς των εν λόγων κοινωνικών αντιθέσεων είναι οι διεθνείς σχέσεις, στη διαμεσολάβησή τους από τις διακρατικές. Ανάλογα, λοιπόν, με το ποια είναι η κυρίαρχη αντίθεση που οδηγεί σε έναν πόλεμο, μπορούμε να προτείνουμε μια τυπολογία των πολέμων που είναι δυνατοί στο σύγχρονο στάδιο του ιμπεριαλιστικού καπιταλισμού. Ωστόσο, κάθε συγκεκριμένος πόλεμος έχει έναν ιδιαίτερο χαρακτήρα, ο οποίος προκύπτει από τον συγκεκριμένο συνδυασμό των διαφόρων εμπλεκόμενων κοινωνικών αντιθέσεων. Συνεπώς, οι παρακάτω τύποι πολέμου προτείνονται ως συνιστώσες, ο συνδυασμός των οποίων θα μπορούσε να εξηγήσει ως επί το πλείστον τους σύγχρονους πολέμους.
Α. Ιμπεριαλιστικός πόλεμος ανάμεσα σε ιμπεριαλιστικές χώρες για την αναδιανομή σφαιρών ιμπεριαλιστικής εκμετάλλευσης και καταπίεσης.
Το ζητούμενο του πολέμου από τις αστικές τάξεις και των δύο πλευρών του πολέμου είναι να αναβαθμίσουν την αναπαραγωγή τους, ως εθνικό συνολικό κεφάλαιο, είτε άμεσα μέσω της απόσπασης υπεραξίας ή άλλης μορφής κοινωνικού πλούτου από τρίτες, υπό ιμπεριαλιστική εκμετάλλευση, χώρες, είτε έμμεσα, μέσω της ευνοϊκής πρόσβασης και ελέγχου σε φυσικές πλουτοπαραγωγικές πηγές των χωρών αυτών, εμπορικούς δρόμους, κ.ο.κ., που προσδίδουν ανταγωνιστικό πλεονέκτημα για τη διανομή της υπεραξίας στη διεθνή αγορά. Είδαμε αναλυτικά σε προηγούμενα μέρη της μελέτης αυτής γιατί κάτι τέτοιο αποτελεί αναγκαιότητα για τις ιμπεριαλιστικές χώρες, καθώς και κάποιους από τους τρόπους με τους οποίους συμβαίνει στην πραγματικότητα.
Για τη διεξαγωγή ενός τέτοιου πολέμου είναι απαραίτητος ένας βαθμός συναίνεσης και από μεριάς των εργατικών τάξεων και των υπολοίπων λαϊκών στρωμάτων. Στον βαθμό, λοιπόν, που δίνεται αυτή η συναίνεση, οφείλεται κατά κύριο λόγο στη διαμόρφωση κάποιου είδους ψευδούς κοινωνικοπολιτικής συνείδησης, ενάντια στα πραγματικά ταξικά τους συμφέροντα. Ωστόσο, η ψευδής αυτή συνείδηση δεν διαμορφώνεται εν κενώ, αλλά στη βάση πραγματικών, δευτερευουσών κοινωνικών αντιθέσεων, όπως τις παρουσιάσαμε συνοπτικά και σχηματικά στην προηγούμενη παράγραφο. Εκεί δείξαμε ότι η υπερίσχυση του εθνικού κράτους στον ιμπεριαλιστικό αυτόν ανταγωνισμό επιφέρει σχετικά οφέλη και σε ένα μεγάλο εύρος ενδιάμεσων ή και λαϊκών στρωμάτων, τα οποία επωφελούνται είτε από ένα μέρος της ιμπεριαλιστικής λείας (αυτό αφορά κυρίως τα ενδιάμεσα, μικροαστικά στρώματα, και την εργατική αριστοκρατία), είτε, έστω, από τη διαμόρφωση μιας μεγαλύτερης αξίας εργασιακής δύναμης, και ενός χαμηλότερου βαθμού εκμετάλλευσής της (όπως και της φύσης…), χάρις στον αναβαθμισμένο ρόλο της εργατικής τάξης των ιμπεριαλιστικών χωρών στον διεθνή καταμερισμό εργασίας. Η πραγματικότητα αυτή αποτελεί μια πρόκληση για τη διεθνή ενότητα της εργατικής τάξης.
Βέβαια, η συναίνεση εξαρτάται και από το κόστος του πολέμου για τα λαϊκά στρώματα. Γι’ αυτό και η ήττα του εθνικού κράτους αποτελεί απαραίτητο όρο για την ανάπτυξη του επαναστατικού κινήματος, την όξυνση της εσωτερικής πολιτικής κρίσης, την αυξημένη πιθανότητα εμφάνισης επαναστατικών συνθηκών, όπως και τις αντίστοιχα αυξημένες δυνατότητες νίκης της σοσιαλιστικής επανάστασης.
Ο Α΄ Παγκόσμιος Πόλεμος αποτελεί το πρότυπο παράδειγμα αυτού του είδους πολέμου, και ως τέτοιος αντιμετωπίστηκε από τον Λένιν και τους μπολσεβίκους, με την επιτυχή κατάληξη της Οκτωβριανής επανάστασης στη Ρωσία.
Β. Ιμπεριαλιστική επέμβαση ιμπεριαλιστικών χωρών προκειμένου να καταπιέσουν και να εκμεταλλευτούν μη ιμπεριαλιστικές χώρες, οι οποίες διεξάγουν, από τη δική της πλευρά, πόλεμο για την εθνική τους ανεξαρτησία.
Η εμπλοκή, τόσο της αστικής τάξης, όσο και των υπόλοιπων κοινωνικών στρωμάτων των ιμπεριαλιστικών χωρών, σε έναν τέτοιον πόλεμο έχει τον ίδιο χαρακτήρα με την περίπτωση του προηγούμενου τύπου ιμπεριαλιστικού πολέμου. Ωστόσο, σε αυτήν την περίπτωση διαφέρει η σχέση κόστους – οφέλους. Αφενός μεν το κόστος γενικά είναι μικρότερο, λόγω του ότι ο αντίπαλος είναι πιο αδύναμος. Αφετέρου το όφελος είναι πιο άμεσο και εύκολο για να το κατανοήσει η μέση κοινωνική συνείδηση, μέσα από την ανάπτυξη κάποιου είδους ρατσιστικής ιδεολογίας, απολογητικής προς τον ιμπεριαλισμό. Η σύγχρονη φιλολογία περί «ανθρωπίνων δικαιωμάτων», «δημοκρατίας», «ελευθερίας» κ.ο.κ., την οποία συχνά χρησιμοποιούν τα ιμπεριαλιστικά κράτη για να δικαιολογήσουν τις ανά τον κόσμο ιμπεριαλιστικές τους επεμβάσεις, προϋποθέτει και καλλιεργεί μια μέση κοινωνική συνείδηση δεκτική στην ιδέα ότι οι ιμπεριαλιστικές χώρες έχουν κάποιου είδους ιστορικό δικαίωμα ή δυνατότητα για να κρίνουν τις κοινωνίες και τα κράτη των εξαρτημένων χωρών, και να τις μετασχηματίζουν κατά βούληση, και, μάλιστα, με τη βία… Σε κάθε περίπτωση, ούτε αυτό το είδος ιμπεριαλιστικού πολέμου είναι δυνατό χωρίς τη συναίνεση των λαϊκών στρωμάτων των ιμπεριαλιστικών χωρών σε αυτόν, και στην ιμπεριαλιστική εκμετάλλευση και καταπίεση γενικότερα…
Τα πράγματα είναι διαφορετικά από την πλευρά των εξαρτημένων χωρών. Όπως αναφέρθηκε παραπάνω, οι αστικές τάξεις των εξαρτημένων χωρών που υιοθετούν μια στρατηγική σύγκρουσης με τις ιμπεριαλιστικές χώρες, το κάνουν γιατί αρνούνται να πληρώνουν τον φόρο υποτέλειας σε αυτές, ή φιλοδοξούν να τον μειώσουν, με κάποιον συμβιβασμό στη βάση ενός ευνοϊκότερου μεταπολεμικού συσχετισμού ισχύος για τις ίδιες. Ο στόχος τους είναι μια όσο το δυνατόν πιο ανεξάρτητη από τις ιμπεριαλιστικές χώρες καπιταλιστική ανάπτυξη, τέτοια που να τις επιτρέψει να αυξήσουν το μερίδιο υπεραξίας που καρπώνονται οι ίδιες, κυρίως από αυτήν που παράγουν οι εργαζόμενοι της ίδιας τους της χώρας, και δευτερευόντως, από αυτήν που παράγεται διεθνώς.
Η εργατική τάξη και τα λαϊκά στρώματα των εξαρτημένων χωρών επίσης έχουν να κερδίσουν από μια όσο το δυνατόν πιο ανεξάρτητη εθνική ανάπτυξη, ακόμη και αν αυτή είναι καπιταλιστική, σε σύγκριση με την εξαρτημένη στον ιμπεριαλισμό (υπο)ανάπτυξη. Αγωνιζόμενοι ενάντια στις ιμπεριαλιστικές χώρες που απειλούν την εθνική τους ανεξαρτησία, αγωνίζονται ενάντια στα φαινόμενα υπερεκμετάλλευσης της εργασίας και της φύσης που φέρνει η εξαρτημένη ανάπτυξη, ενάντια στην υποβάθμιση του ρόλου τους στον διεθνή καταμερισμό εργασίας, και, στη διαδικασία αυτή, αναδεικνύονται σε μαχόμενο κοινωνικοπολιτικό υποκείμενο, έστω και υπό την ηγεσία της εθνικής τους αστικής τάξης. Με αυτόν τον τρόπο, ενισχύουν τη θέση τους και στον εσωτερικό ταξικό συσχετισμό, καθώς η εθνική αστική τάξη πρέπει να προσεταιριστεί τα λαϊκά στρώματα για να ανταπεξέλθει στον πόλεμο ενάντια στις ιμπεριαλιστικές χώρες. Μάλιστα, τυχόν αποτυχία της ηγεσίας της αστικής τάξης να φέρει τη νίκη στον πόλεμο αυτό, ανοίγει τον δρόμο για μια σοσιαλιστική επανάσταση, και την ανάληψη της ηγεσίας του πολέμου από την εργατική τάξη και τους συμμάχους της. Φυσικά, υπάρχουν πολιτικές προϋποθέσεις για μια τέτοια εξέλιξη, με κυριότερη την οργανωτική και πολιτική ανεξαρτησία των πολιτικών εκείνων κομμάτων που εκφράζουν τα εργατικά και λαϊκά συμφέροντα, με πρώτα και κύρια, φυσικά, τα εργατικά κομμουνιστικά κόμματα.
Εξυπακούεται ότι αν στην εξουσία της εξαρτημένης χώρας βρίσκεται μια λαϊκή συμμαχία, ή, ακόμη περισσότερο, αν έχει προηγηθεί κοινωνική επανάσταση, τότε ο πόλεμος από την πλευρά της λαϊκής εξουσίας είναι και άμεσα επαναστατικός, ενώ, αντίθετα, από την πλευρά της ιμπεριαλιστικής χώρας, αντεπαναστατικός, αναδεικνύοντας με αμεσότητα την κυρίαρχη κοινωνική αντίθεση καπιταλιστικού ιμπεριαλισμού – σοσιαλισμού.
Γ. Εθνικός πόλεμος μεταξύ μη ιμπεριαλιστικών χωρών στη βάση εθνικών αντιθέσεων που προέρχονται από την εποχή της διαμόρφωσής τους ως εθνικά αστικά κράτη, ή και νέων αντιθέσεων που προέκυψαν ως συνέπειες της καπιταλιστικής παλινόρθωσης.
Αυτή η περίπτωση πολέμου έρχεται από την προϊστορία του ιμπεριαλιστικού καπιταλισμού, αλλά επιβιώνει μέχρι και σήμερα. Άλυτα εθνικά προβλήματα, όπως διεκδικούμενα εδάφη ή η καταπίεση εθνικών μειονοτήτων, κυρίως σε περιοχές που γειτνιάζουν στα σύνορα μεταξύ των κρατών, αποτελούν την πολιτική βάση των πολέμων αυτών. Ωστόσο, και σε αυτήν την περίπτωση, το αντικείμενο του ανταγωνισμού των εθνικών αστικών τάξεων είναι η ενίσχυσή τους στον διεθνή ανταγωνισμό, εις βάρος των γειτόνων τους, μέσω της γεωγραφικής και πληθυσμιακής αύξησης της κρατικής επικράτειας. Μάλιστα, είναι αυτός ο τύπος πολέμου που, σε αντίθεση με τους σύγχρονους ιμπεριαλιστικούς πολέμους, καθιστά την εδαφική επέκταση ως σημαντικό, ή και κύριο, ζητούμενο του ανταγωνισμού των αστικών τάξεων.
Εξυπακούεται ότι, και σε αυτήν την περίπτωση, τα εργατικά και λαϊκά στρώματα, στον βαθμό που συναινούν σε αυτόν, σύρονται στον πόλεμο στη βάση κάποιου είδους εθνικιστικής ψευδούς συνείδησης. Αυτό ισχύει κυρίως για τον λαό της επιτιθέμενης πλευράς του πολέμου, η οποία βρίσκεται σε θέση ισχύος και προσπαθεί να επεκταθεί εις βάρος του αντιπάλου έθνους – κράτους. Αντίθετα, για την αμυνόμενη πλευρά προκύπτει και σε αυτήν την περίπτωση το θέμα της υπεράσπισης της εθνικής αυτοδιάθεσης, στον βαθμό που η εδαφική συρρίκνωση θα σημάνει και την εθνική καταπίεση των πληθυσμών που κατοικούν στα κατειλημμένα από τον αντίπαλο εδάφη.
Κλείνουμε την υποπαράγραφο αυτή επαναλαμβάνοντας ότι κανένας πραγματικός πόλεμος δεν αντιστοιχεί σε έναν από τους τρεις τύπους σε καθαρή μορφή. Άλλωστε, συχνά εμπλέκονται πάνω από δύο χώρες σε έναν πόλεμο, με αποτέλεσμα την αλληλεπίδραση και αλληλοσύνδεση διαφορετικών τύπων ανταγωνισμών, μεταξύ διαφορετικών χωρών ως προς τη θέση τους στο σύστημα των διεθνών σχέσεων (ιμπεριαλιστικές, εξαρτημένες, ή και σοσιαλιστικές). Ο τρόπος που αλληλοεπιδρούν και ιεραρχούνται οι αντιθέσεις αυτές καθορίζεται κυρίως από την κυρίαρχη αντίθεση των διεθνών σχέσεων σε κάθε ιστορική συγκυρία: είναι οι ανταγωνισμοί των ισχυρότερων κρατών και συμμαχιών αυτοί που σε μεγάλο βαθμό ετεροκαθορίζουν και τη μορφή με την οποία εμφανίζονται επιμέρους δευτερεύουσες αντιθέσεις. Από την άλλη, οι δευτερεύουσες αυτές αντιθέσεις δίνουν συγκεκριμένη μορφή στον συγκεκριμένο τρόπο που εκφαίνονται οι κυρίαρχες αντιθέσεις. Για παράδειγμα, στα πλαίσια της σύγκρουσης δύο μεγάλων ιμπεριαλιστικών συμμαχιών, μπορούν να αναπτύσσονται και οι επιμέρους εθνικές αντιθέσεις μικρότερων κρατών, και, αντίστροφα, οι ιμπεριαλιστικές δυνάμεις εκμεταλλεύονται τέτοιες εθνικές αντιθέσεις των εξαρτημένων χωρών για να στρέψουν τη μια έναντι της άλλης, εξυπηρετώντας τη δική τους, ιμπεριαλιστική στρατηγική.
5.2 Ο δυναμικός χαρακτήρας του πολέμου
Ο πόλεμος συνιστά ένα εξαιρετικά δυναμικό φαινόμενο, στο οποίο οι κοινωνικές αντιθέσεις, διαμεσολαβημένες από αυτές των κρατών, οξύνονται στο έπακρο και επιλύονται με βίαιο τρόπο. Ως τέτοιο, σπάνια διατηρεί τον ίδιο χαρακτήρα σε όλη του τη διάρκεια. Οι συσχετισμοί ισχύος αλλάζουν, οι σκοποθεσίες μεταβάλλονται, οι αλληλεπιδράσεις και η σχετική σημασία της κάθε πλευράς του πολέμου, των επιμέρους ανταγωνιστικών σχέσεων κ.ο.κ., εν ολίγοις, η ίδια η πολιτική που γέννησε τον πόλεμο, μεταβάλλονται[1].
Ο Β΄ Παγκόσμιος Πόλεμος αποτελεί χαρακτηριστικό παράδειγμα της δυναμικής του πολέμου, καθώς η συμμετοχή σε αυτόν της ΕΣΣΔ, οι κοινωνικές ανατροπές στις υπό κατοχή χώρες, όπως η Ελλάδα και η Γιουγκοσλαβία, ή στις χώρες που χάνοντας τον πόλεμο άλλαζαν στρατόπεδο, όπως η Ιταλία, μετέβαλλαν και τον τρόπο που το κάθε κράτος ή κοινωνική τάξη συμμετείχε στον πόλεμο, και επομένως τον χαρακτήρα του πολέμου για το κάθε εμπλεκόμενο υποκείμενο (κράτος ή τάξη).
Το κοινωνικό φαινόμενο που περισσότερο από κάθε άλλο μπορεί να μεταβάλει τον χαρακτήρα του πολέμου δεν είναι άλλο από την κοινωνική επανάσταση. Στη σημερινή εποχή αναφερόμαστε σαφώς στην εργατική, σοσιαλιστική επανάσταση για τη συντριπτική πλειοψηφία των χωρών του κόσμου.
5.3 Η στρατηγική οπτική στον πόλεμο: το δίκαιο και το άδικο του πολέμου
Το δίκαιο και το άδικο του πολέμου δεν μπορεί παρά να κρίνεται από το δίκαιο ή το άδικο της πολιτικής της οποίας ο πόλεμος αποτελεί συνέχεια. Έχοντας αναλύσει αυτήν την πολιτική σε ανταγωνιστικά συμφέροντα εθνικά συγκροτημένων κοινωνικών τάξεων, μπορούμε να απαντήσουμε και για το δίκαιο ή το άδικο της κάθε πλευράς. Θεωρώντας ως δεδομένο το δίκαιο του επαναστατικού πολέμου, δηλ. το δίκαιο είτε της επαναστατημένης εργατικής τάξης σε έναν εμφύλιο πόλεμο ενάντια στην καταπίεση και εκμετάλλευση της αστικής τάξης της ίδιας χώρας ή και των διεθνών συμμάχων της, είτε τον πόλεμο ενός μετεπεναστατικού κράτους της εργατικής τάξης και των δικών της κοινωνικών συμμάχων έναντι μιας διεθνούς αντεπαναστατικής συμμαχίας, εστιάζουμε στο ζήτημα των εθνικών πολέμων υπό την ηγεσία της αστικής τάξης, για το οποίο η κρίση περί δικαίου και αδίκου δεν είναι τόσο απλή.
Σε ένα πρώτο επίπεδο, θα μπορούσε να ισχυριστεί κανείς – και είναι πολλοί αυτοί που το κάνουν σήμερα – ότι κανένας άλλος πόλεμος δεν μπορεί να είναι δίκαιος, ή να έχει δίκαιες πλευρές, μιας και κάθε αστική τάξη που έχει συγκροτηθεί στο δικό της εθνικό κράτος, είναι μια καταπιεστική και εκμεταλλευτική τάξη, και ο ανταγωνισμός με τις άλλες εθνικές αστικές τάξεις κυρίως σχετίζεται με τη διανομή της παραγόμενης υπεραξίας, με τη διανομή δηλαδή του πλεονάσματος της ταξικής εκμετάλλευσης. Η μόνη εξαίρεση σε αυτόν τον κανόνα θα μπορούσαν να είναι εθνικά κινήματα λαών που καταπιέζονται από άλλα έθνη και εμποδίζονται από τη διαμόρφωση του δικού τους έθνους κράτους, όπως σήμερα οι Παλαιστίνιοι ή οι Κούρδοι, και παλιότερα οι αντιαποικιακοί αγώνες και πόλεμοι. Στον βαθμό που καταπιέζονται βασικά εθνικά αστικοδημοκρατικά δικαιώματα των λαών αυτών, ο πόλεμος από την πλευρά τους αναγνωρίζεται ως δίκαιος από όσους υποστηρίζουν αυτή τη λογική.
Ωστόσο, η μαρξιστική – λενινιστική θεωρία προτείνει έναν τελείως άλλον τρόπο συλλογισμού, ο οποίος αντιμετωπίζει κάθε επιμέρους κοινωνική αντίθεση, και επομένως και πόλεμο, υπό το πρίσμα της κυρίαρχης κοινωνικής αντίθεσης σε κάθε ιστορική εποχή, και, μάλιστα, από την οπτική εκείνης της κοινωνικής τάξης που είναι φορέας της ιστορικής προόδου. Χαρακτηρίζουμε αυτήν την οπτική ως στρατηγική.
Παραπάνω (παρ. 4) αναφερθήκαμε στην κυρίαρχη κοινωνική αντίθεση στις διεθνείς σχέσεις της εποχής μας, αυτήν μεταξύ ιμπεριαλιστικού καπιταλισμού και σοσιαλισμού. Επομένως, το δίκαιο ή το άδικο κάθε πολέμου πρέπει να κρίνεται υπό το πρίσμα της ιστορικής προόδου που μπορεί να επιφέρει η σοσιαλιστική επανάσταση[2].
Από αυτήν τη σκοπιά, ο ιμπεριαλιστικός πόλεμος είναι άδικος και από τις δύο πλευρές, καθώς το αντικείμενό του είναι η διανομή της ιμπεριαλιστικής εκμετάλλευσης[3]. Δείξαμε ότι η ιμπεριαλιστική εκμετάλλευση είναι νομοτελειακή ανάγκη του μονοπωλιακού κεφαλαίου για να ανταπεξέλθει στην ιστορική του κρίση, καθώς αυτή αντισταθμίζει την πτώση του ποσοστού κέρδους λόγω αυξημένης οργανικής σύνθεσης κεφαλαίου, με υπεραξία που παράγεται σε λιγότερο ανεπτυγμένες χώρες του κόσμου. Επομένως, η μείωση ή ακύρωση της ιμπεριαλιστικής εκμετάλλευσης μπορεί να οξύνει την οικονομική και πολιτική κρίση, αυξάνοντας τις δυνατότητες και πιθανότητες για ξέσπασμα σοσιαλιστικής επανάστασης. Η αδικία του ιμπεριαλιστικού πολέμου δεν συνάγεται μόνο ηθικά. Μάλιστα, από άποψη ηθική, θα μπορούσε να ισχυριστεί κανείς ότι είναι αδιάφορο για τους λαούς αν τους εκμεταλλεύεται ο ένας ιμπεριαλιστής ή ο άλλος. Από τη στρατηγική οπτική των συμφερόντων της εργατικής τάξης των εμπλεκόμενων ιμπεριαλιστικών χωρών, όμως, η ήττα της εθνικής τους ιμπεριαλιστικής αστικής τάξης σε έναν ιμπεριαλιστικό πόλεμο αποτελεί αναγκαίο όρο για τη σοσιαλιστική επανάσταση. Αντίθετα, τυχόν νίκη της, μεταθέτει μάλλον στο μέλλον, σε μια επόμενη καπιταλιστική κρίση, ένα τέτοιο ενδεχόμενο.
Το άδικο της ιμπεριαλιστικής επέμβασης από την πλευρά των ιμπεριαλιστικών χωρών συνάγεται με το ίδιο σκεπτικό, και μάλιστα ακόμη πιο ξεκάθαρα, καθώς πρόκειται για έναν άμεσο πόλεμο μεταξύ του ιμπεριαλιστή εκμεταλλευτή και του έθνους-κράτους του από τη μια, και του λαού που υπόκειται την ιμπεριαλιστική εκμετάλλευση και καταπίεση από την άλλη. Με την αντίστροφη λογική, αντίθετα, αναδεικνύεται το δίκαιο του πολέμου για την εθνική ανεξαρτησία από τον ιμπεριαλισμό για την εξαρτημένη χώρα. Το δίκαιο αυτό δεν αφορά μόνο τη δυνατότητα εθνικά ανεξάρτητης καπιταλιστικής ανάπτυξης, το οποίο είναι το πιο άμεσο αποτέλεσμα της νίκης της πλευράς αυτής στον πόλεμο. Παραπάνω εξηγήσαμε γιατί αυτή η νίκη:
- Είναι μάλλον προσωρινή αν δεν εξελιχθεί σε εργατο-λαϊκή επανάσταση στην κατεύθυνση του σοσιαλισμού, κάτι που ισχύει πιο έντονα όσο πιο αδύναμη είναι η εν λόγω εξαρτημένη χώρα, οπότε και φέρνει άμεσα στο ιστορικό προσκήνιο την αναγκαιότητα της επανάστασης αυτής.
- Αναδεικνύει τον λαό της εξαρτημένης χώρας σε ιστορικό υποκείμενο, έστω και υπό την ηγεσία της εθνικής αστικής του τάξης, και βελτιώνει τον ταξικό συσχετισμό υπέρ της εργατικής τάξης και των συμμάχων της, μιας και η εθνική αστική τάξη χρειάζεται την υποστήριξη των λαϊκών στρωμάτων στον εθνικό πόλεμο.
- Οδηγεί, κατά κανόνα, σε υιοθέτηση πολιτικών, π.χ. ενός συγκεντρωτικού κράτους για την υποστήριξη της εθνικής ανάπτυξης και την προστασία της από τον ιμπεριαλιστικό μονοπωλιακό ανταγωνισμό, ανάπτυξης των παραγωγικών δυνάμεων και του σύγχρονου υποκειμένου της εργασίας, κ.ο.κ., οι οποίες είναι στην ίδια κατεύθυνση με τις πολιτικές μετάβασης των υποανεπτυγμένων εξαρτημένων χωρών προς τη σοσιαλιστική οικοδόμηση.
Συνολικά, διαμορφώνονται ευνοϊκές προϋποθέσεις για το ξέσπασμα της σοσιαλιστικής επανάστασης ή, και πιο άμεσα, για την εξέλιξη του εθνικού αντιιμπεριαλιστικού πολέμου σε επαναστατικό πόλεμο για τον σοσιαλισμό, ή, με άλλα λόγια, υπάρχει μια οργανική σύνδεση μεταξύ του αγώνα για την εθνική ανεξαρτησία από τον ιμπεριαλισμό και του αγώνα της εργατικής τάξης και των συμμάχων της για την επανάσταση και την εξουσία. Επομένως, το δίκαιο του εθνικού αυτού πολέμου για την εξαρτημένη χώρα αιτιολογείται στη βάση των ευνοϊκών για την υπόθεση της εργατικής τάξης ενδεχόμενων, τόσο από την πλευρά της ήττας του ιμπεριαλισμού, όσο και από αυτήν της νίκης της εξαρτημένης χώρας.
Τέλος, όσον αφορά τον εθνικό πόλεμο ανάμεσα σε μη ιμπεριαλιστικές χώρες, το δίκαιο και το άδικο του πολέμου σπάνια μπορεί να κριθεί, πλέον, χωρίς να ληφθεί υπόψη η εμπλοκή του ιμπεριαλισμού σε αυτόν, ακριβώς διότι η εποχή των αστικών επαναστάσεων και της διαμόρφωσης των εθνικών αστικών κρατών έχει παρέλθει προ πολλού. Φυσικά, το δικαίωμα των λαών στην εθνική τους αυτοδιάθεση παραμένει επίκαιρο, όπως θα δούμε στη συνέχεια. Ωστόσο, το δίκαιο των λαών που παλεύουν για την εθνική τους αυτοδιάθεση σχετικοποιείται ήδη στο έργο του Λένιν, ανάλογα με το πως συνδέεται ο αγώνας τους με την κυρίαρχη κοινωνική αντίθεση, τον αγώνα όλων των λαών ενάντια στον ιμπεριαλισμό, για τον σοσιαλισμό.
Σημειώσεις
[1] Για τον δυναμικό χαρακτήρα του πολέμου βλ. στο Λένιν ΒΙ. (2013). Για τον πόλεμο και τη σοσιαλιστική επανάσταση. Σύγχρονη Εποχή, Αθήνα. (‘Πόλεμος & Επανάσταση’ στο εξής), Για την μπροσούρα του Γιούνιους, σελ. 190-192:
«Θα ήταν λάθος μόνο αν υπέρβαλε κανείς αυτήν την αλήθεια [σημ ΔΠ, για τον ιμπεριαλιστικό χαρακτήρα του Α΄ ΠΠ], αν παρέκκλινε από τη μαρξιστική απαίτηση να είμαστε συγκεκριμένοι, αν μετέφερε την εκτίμηση του σημερινού πολέμου σε όλους τους πιθανούς μέσα στις συνθήκες του ιμπεριαλισμού πολέμους, αν ξεχνούσε τα εθνικά κινήματα ενάντια στον ιμπεριαλισμό. Το μοναδικό επιχείρημα για την υπεράσπιση της θέσης: ‘Δεν μπορούν πια να υπάρξουν εθνικοί πόλεμοι’ είναι το γεγονός ότι ο κόσμος είναι μοιρασμένος ανάμεσα σε μια χούφτα ‘μεγάλες’ ιμπεριαλιστικές Δυνάμεις, ότι γι’ αυτό το λόγο κάθε πόλεμος, έστω κι αν στην αρχή είναι εθνικός, μετατρέπεται σε ιμπεριαλιστικό, θίγοντας τα συμφέροντα μιας από τις ιμπεριαλιστικές Δυνάμεις ή ενός από τους ιμπεριαλιστικούς συνασπισμούς […]
Είναι ολοφάνερο ότι το επιχείρημα αυτό είναι λαθεμένο. Φυσικά μια από τις βασικές θέσεις της μαρξιστικής διαλεκτικής συνίσταται στο ότι όλα τα όρια στη φύση και στην κοινωνία είναι συμβατικά και κινητά, ότι δεν υπάρχει κανένα φαινόμενο που να μην μπορεί, κάτω από ορισμένες συνθήκες, να μετατραπεί στην αντίθεσή του. Ο εθνικός πόλεμος μπορεί να μετατραπεί σε ιμπεριαλιστικό και αντίστροφα. Παράδειγμα: Οι πόλεμοι της μεγάλης Γαλλικής Επανάστασης άρχισαν ως εθνικοί και ήταν τέτοιοι. Οι πόλεμοι αυτοί ήταν επαναστατικοί: Υπεράσπιση της μεγάλης Επανάστασης ενάντια στον συνασπισμό των αντεπαναστατικών μοναρχιών. Όταν όμως ο Ναπολέοντας δημιούργησε τη γαλλική αυτοκρατορία, υποδουλώνοντας μια σειρά από καιρό συγκροτημένα, μεγάλα, βιώσιμα, εθνικά κράτη της Ευρώπης, τότε οι εθνικοί πόλεμοι της Γαλλίας μετατράπηκαν σε ιμπεριαλιστικούς, που γέννησαν με τη σειρά τους εθνικοαπελευθερωτικούς πολέμους ενάντια στον ιμπεριαλισμό του Ναπολέοντα.
Μόνο ένας σοφιστής θα μπορούσε να σβήσει τη διαφορά ανάμεσα στον ιμπεριαλιστικό και στον εθνικό πόλεμο, στηριζόμενος στο ότι ο ένας μπορεί να μετατραπεί στον άλλο. Η διαλεκτική χρησίμευε πολλές φορές – και στην ιστορία της ελληνικής φιλοσοφίας – ως γέφυρα προς τη σοφιστική. Εμείς όμως παραμένουμε διαλεκτικοί καταπολεμώντας τις σοφιστείες, όχι με την άρνηση της δυνατότητας κάθε μετατροπής γενικά αλλά με τη συγκεκριμένη ανάλυση της δοσμένης μετατροπής στις συνθήκες της και στην ανάπτυξή της.
Είναι σε μεγάλο βαθμό απίθανο ότι ο σημερινός ιμπεριαλιστικός πόλεμος του 1914-1915 θα μετατραπεί σε εθνικό, επειδή η τάξη που αντιπροσωπεύει την ανάπτυξη προς τα εμπρός είναι το προλεταριάτο, που αντικειμενικά τείνει να μετατρέψει τον πόλεμο αυτό σε εμφύλιο πόλεμο ενάντια στην αστική τάξη και έπειτα ακόμη επειδή η διαφορά ανάμεσα στις δυνάμεις των δυο συνασπισμών δεν είναι πολύ σημαντική και επειδή το διεθνές χρηματιστικό κεφάλαιο έχει δημιουργήσει παντού μια αντιδραστική αστική τάξη. Δεν μπορούμε όμως να λέμε ότι είναι αδύνατη μια τέτοια μετατροπή: Αν το προλεταριάτο της Ευρώπης γινόταν ανίσχυρο για καμιά εικοσαριά χρόνια· αν ο σημερινός πόλεμος τελείωνε με νίκες όπως οι ναπολεόντειες και με την υποδούλωση μιας σειράς βιώσιμων εθνικών κρατών· αν ο εξωευρωπαϊκός ιμπεριαλισμός (ο ιαπωνικός και ο αμερικάνικος κατά πρώτο λόγο) διατηρούνταν επίσης καμιά εικοσαριά χρόνια χωρίς να περάσει στο σοσιαλισμό, λόγου χάρη, ύστερα από ένα ιαπωνοαμερικανικό πόλεμο, τότε θα ήταν δυνατός ένας μεγάλος εθνικός πόλεμος στην Ευρώπη. Αυτό θα σήμαινε γύρισμα της Ευρώπης προς τα πίσω για αρκετές δεκαετίες. Αυτό είναι απίθανο. Δεν είναι όμως αδύνατο, γιατί είναι αντιδιαλεκτικό, αντιεπιστημονικό και θεωρητικά όχι σωστό να φαντάζεται κανείς ότι η παγκόσμια ιστορία τραβάει ομαλά και κανονικά προς τα μπρος, χωρίς να κάνει κάποτε γιγάντια άλματα προς τα πίσω.
Παρακάτω. Οι εθνικοί πόλεμοι, από μέρους των αποικιών και μισοαποικιών, δεν είναι απλώς πιθανοί αλλά και αναπόφευκτοι στην εποχή του ιμπεριαλισμού. Στις αποικίες και στις μισοαποικίες (Κίνα, Τουρκία, Περσία) ζουν περίπου ένα δισεκατομμύριο άνθρωποι, δηλαδή πάνω από το μισό πληθυσμό της Γης. Τα εθνικοαπελευθερωτικά κινήματα εδώ είτε είναι ήδη πολύ ισχυρά είτε αναπτύσσονται και ωριμάζουν. Κάθε πόλεμος είναι συνέχιση της πολιτικής με άλλα μέσα. Η συνέχιση της εθνικοαπελευθερωτικής πολιτικής των αποικιών θα είναι αναπόφευκτα εθνικοί πόλεμοι από μέρους τους ενάντια στον ιμπεριαλισμό. Παρόμοιοι πόλεμοι μπορούν να οδηγήσουν σε ιμπεριαλιστικό πόλεμο των σημερινών ‘μεγάλων’ ιμπεριαλιστικών Δυνάμεων, μπορούν όμως και να μην οδηγήσουν, αυτό εξαρτάται από πολλά περιστατικά.»
[2] Για το δίκαιο και το άδικο του πολέμου, άσχετα, μάλιστα, από τον επιθετικό ή αμυντικό του χαρακτήρα από καθαρά στρατιωτική σκοπιά, ο Λένιν τοποθετήθηκε με σαφήνεια:
Στο (‘Πόλεμος & Επανάσταση’, σημ. 1), Κεφάλαιο Ι. Οι αρχές του σοσιαλισμού και ο πόλεμος του 1914-1915. Η διαφορά ανάμεσα στον επιθετικό και στον αμυντικό πόλεμο, σελ. 105:
«Η εποχή του 1789-1871 άφησε βαθιά ίχνη και επαναστατικές αναμνήσεις. Πριν την ανατροπή της φεουδαρχίας, της απολυταρχίας και του ξενικού εθνικού ζυγού δεν μπορούσε ούτε λόγος να γίνει σχετικά με την ανάπτυξη της προλεταριακής πάλης για το σοσιαλισμό. Όταν οι σοσιαλιστές έλεγαν ότι είναι δικαιολογημένος ένας ‘αμυντικός’ πόλεμος, σε σχέση με τους πολέμους αυτής της εποχής, είχαν πάντα υπόψη αυτούς ακριβώς τους σκοπούς που συνοψίζονταν στην επανάσταση κατά του μεσαίωνα και της δουλοπαροικίας. Λέγοντας ‘αμυντικό’ πόλεμο οι σοσιαλιστές εννοούσαν πάντα έναν πόλεμο ‘δίκαιο’ μ’ αυτήν την έννοια […] Μόνο μ’ αυτήν την έννοια οι σοσιαλιστές παραδέχονταν και παραδέχονται και σήμερα ότι είναι δικαιολογημένη, προοδευτική και δίκαιη η ιδέα της ‘υπεράσπισης της πατρίδας’ ή του ‘αμυντικού’ πολέμου. Αν, λόγου χάρη, αύριο το Μαρόκο κηρύξει πόλεμο κατά της Γαλλίας, η Ινδία κατά της Αγγλίας, η Περσία ή η Κίνα κατά της Ρωσίας, κτλ. Οι πόλεμοι αυτοί θα είναι ‘δίκαιοι’, ‘αμυντικοί’, άσχετα από το ποιος επιτέθηκε πρώτος και ο κάθε σοσιαλιστής θα ευχόταν τα κράτη τα καταπιεζόμενα, τα εξαρτημένα, τα κράτη χωρίς πλήρη δικαιώματα να νικήσουν τις καταπιέστριες δουλοκτητικές, ληστρικές ‘μεγάλες’ Δυνάμεις.»
Προς τον Γκ. Ε. Ζινόβιεφ, σελ. 209:
«Εμείς δεν είμαστε καθόλου ενάντια στην ‘υπεράσπιση της πατρίδας’ γενικά. Πουθενά, σε καμιά απόφαση (και σε κανένα άρθρο δικό μου) δε θα βρείτε την ανοησία αυτή. Είμαστε ενάντια στην υπεράσπιση της πατρίδας και της άμυνας στον ιμπεριαλιστικό πόλεμο του 1914-1916 και σε άλλους ιμπεριαλιστικούς πολέμους, που είναι τυπικοί για την ιμπεριαλιστική εποχή. Στην ιμπεριαλιστική όμως εποχή μπορούν να υπάρξουν και ‘δίκαιοι’, ‘αμυντικοί’, επαναστατικοί πόλεμοι συγκεκριμένα: 1) Εθνικοί, 2) εμφύλιοι, 3) σοσιαλιστικοί κτλ.»
Το στρατιωτικό πρόγραμμα της προλεταριακής επανάστασης, σελ. 211-212:
«Μια από τις πιο βασικές ιδιότητες του ιμπεριαλισμού είναι ακριβώς ότι επιταχύνει την ανάπτυξη του καπιταλισμού στις πιο καθυστερημένες χώρες κι έτσι πλαταίνει και οξύνει την πάλη ενάντια στην εθνική καταπίεση. Απ’ αυτό προκύπτει αναπόφευκτα ότι ο ιμπεριαλισμός δεν μπορεί παρά να γεννά συχνά εθνικούς πολέμους. Ο Γιούνιους […] λέει ότι στην ιμπεριαλιστική εποχή κάθε εθνικός πόλεμος ενάντια σε μια από τις ιμπεριαλιστικές μεγάλες Δυνάμεις οδηγεί στην επέμβαση μιας άλλης, επίσης ιμπεριαλιστικής μεγάλης Δύναμης που συναγωνίζεται την πρώτη, κι έτσι κάθε εθνικός πόλεμος μετατρέπεται σε ιμπεριαλιστικό. Μα και το επιχείρημα αυτό δεν είναι σωστό. Αυτό μπορεί να συμβεί, όμως δε συμβαίνει πάντα έτσι. […]
Η άρνηση κάθε δυνατότητας εθνικών πολέμων στην εποχή του ιμπεριαλισμού θεωρητικά δεν είναι σωστή, ιστορικά είναι ολοφάνερα λαθεμένη και πρακτικά ισοδυναμεί με ευρωπαϊκό σοβινισμό: Εμείς, που ανήκουμε στα έθνη που καταπιέζουν εκατοντάδες εκατομμύρια ανθρώπους στην Ευρώπη, στην Αφρική, στην Ασία κτλ., πρέπει να δηλώσουμε στους καταπιεζόμενους λαούς ότι ο πόλεμός τους ενάντια στα έθνη ‘μας’ είναι ‘αδύνατος’!
[…] Η ανάπτυξη τους καπιταλισμού συντελείται στον ανώτατο βαθμό ανισόμετρα στις διάφορες χώρες. Κι ούτε μπορεί να γίνει διαφορετικά στις συνθήκες της εμπορευματικής παραγωγής. Από δω βγαίνει το αδιαφιλονίκητο συμπέρασμα: Ο σοσιαλισμός δεν μπορεί να νικήσει ταυτόχρονα σ’ όλες τις χώρες και οι υπόλοιπες θα παραμείνουν για ένα διάστημα αστικές η προαστικές. Αυτό δεν μπορεί παρά να προκαλέσει όχι μονάχα προστριβές μα και άμεση επιδίωξη της αστικής τάξης των άλλων χωρών να συντρίψει το νικηφόρο προλεταριάτο του σοσιαλιστικού κράτους. Σ΄ αυτές τις περιπτώσεις ο πόλεμος από την πλευρά μας θα ήταν νόμιμος και δίκαιος. Θα ήταν πόλεμος υπέρ του σοσιαλισμού, για την απελευθέρωση άλλων λαών από την αστική τάξη.»
Ανοιχτό γράμμα προς τον Μπόρις Σουβάριν, σελ. 261:
«Και οι σοσιαλσοβινιστές; Και οι ‘κεντριστές’; Θα τολμήσουν άραγε να δηλώσουν ανοιχτά και επίσημα ότι τάσσονται ή θα ταχθούν υπέρ της ‘υπεράσπισης της πατρίδας’ στην περίπτωση που θα ξεσπάσει, λόγου χάρη, πόλεμος ενάντια στην Ιαπωνία και στις Ηνωμένες Πολιτείες, πόλεμος πέρα για πέρα ιμπεριαλιστικός, που απειλεί πολλές εκατοντάδες εκατομμύρια ανθρώπους και προετοιμάζεται επί δεκάδες χρόνια; […] Να γιατί οι σοσιαλσοβινιστές και οι ‘κεντριστές’ θα αποφεύγουν κάθε ανοιχτή δήλωση πάνω σ’ αυτό το ζήτημα και θα εξακολουθούν να κλωθογυρίζουν, να λένε ψέματα, να μπερδεύουν το ζήτημα και να λένε σοφιστείες, όπως κι εκείνη που ψηφίστηκε στο τελευταίο συνέδριο του γαλλικού κόμματος το 1915: ‘Χώρα που δέχεται επίθεση έχει το δικαίωμα να αμύνεται’.
Ως να βρίσκεται η ουσία στο ποιος επιτέθηκε πρώτος και όχι ποιες είναι οι αιτίες του πολέμου, οι σκοποί που ο πόλεμος βάζει μπροστά του και οι τάξεις που τον διεξάγουν.»
[3] Για τον ιμπεριαλιστικό πόλεμο και το άδικό του, ο Λένιν τοποθετήθηκε ως εξής:
Στο (‘Πόλεμος & Επανάσταση’, σημ. 1), Το ζήτημα της ειρήνης, σελ. 92-93:
«Η ουσία του ιμπεριαλιστικού πολέμου, δηλαδή του πολέμου για τα συμφέροντα των καπιταλιστών, συνίσταται όχι μόνο στο ότι ο πόλεμος διεξάγεται για την καταπίεση των νέων εθνών, για το μοίρασμα των αποικιών, αλλά και στο ότι ο πόλεμος διεξάγεται κυρίως από τα προηγμένα έθνη που καταπιέζουν μια σειρά άλλους λαούς, που καταπιέζουν το μεγαλύτερο μέρος του πληθυσμού της Γης.»
Κεφάλαιο Ι. Οι αρχές του σοσιαλισμού και ο πόλεμος του 1914-1915. Ο πόλεμος ανάμεσα στους μεγαλύτερους δουλοκτήτες για τη διατήρηση και τη στερέωση της δουλείας. σελ. 110:
«Οι σοσιαλιστές πρέπει να επωφεληθούν από τον αγώνα ανάμεσα στους ληστές να τους ανατρέψουν όλους. Για το σκοπό αυτό οι σοσιαλιστές πρέπει, πριν απ’ όλα, να λένε στο λαό την αλήθεια, ότι δηλαδή ο πόλεμος αυτός είναι με τριπλή έννοια πόλεμος των δουλοκτητών για την ενίσχυση της δουλείας. Διεξάγεται, πρώτο, για τη στερέωση της δουλείας των αποικιών με ένα ΄δικαιότερο’ μοίρασμα και σε συνέχεια και ‘φιλικότερη’ εκμετάλλευση των αποικιών· δεύτερο, διεξάγεται για την αύξηση της καταπίεσης των ξένων εθνών στο έδαφος των ίδιων των ‘μεγάλων’ Δυνάμεων, γιατί τόσο η Αυστρία όσο και η Ρωσία (η Ρωσία πολύ περισσότερο και πολύ χειρότερα από την Αυστρία) κρατιούνται μόνο μ’ αυτήν την καταπίεση, που τη δυναμώνουν ακόμη περισσότερο με τον πόλεμο· τρίτο, διεξάγεται για τη στερέωση και την παράταση της μισθωτής δουλείας, γιατί το προλεταριάτο είναι διασπασμένο και υποταγμένο, ενώ οι καπιταλιστές αποκομίζουν οφέλη, πλουτίζοντας από τον πόλεμο, υποδαυλίζοντας τις εθνικές προλήψεις και εντείνοντας την αντίδραση που σήκωσε κεφάλι σ’ όλες τις χώρες, ακόμη και στις πιο ελεύθερες και δημοκρατικές.»
Κεφάλαιο Ι. Οι αρχές του σοσιαλισμού και ο πόλεμος του 1914-1915. ‘Ο πόλεμος είναι η συνέχιση της πολιτικής με άλλα (συγκεκριμένα: με βίαια) μέσα’. σελ. 111:
«Θα δούμε ότι επί δεκαετίες, σχεδόν επί μισό αιώνα, οι κυβερνήσεις και οι κυρίαρχες τάξεις και της Αγγλίας και της Γαλλίας και της Γερμανίας και της Ιταλίας και της Αυστρίας και της Ρωσίας ακολουθούσαν πολιτική καταλήστευσης των αποικιών, υποδούλωσης των ξένων εθνών, κατάπνιξης του εργατικού κινήματος. Αυτή ακριβώς η πολιτική, και μόνο αυτή, συνεχίζεται και στον σημερινό πόλεμο.»
Το στρατιωτικό πρόγραμμα της προλεταριακής επανάστασης. σελ. 222:
«‘Η αστική τάξη όλων των ιμπεριαλιστικών μεγάλων Δυνάμεων, της Αγγλίας, της Γαλλίας, της Γερμανίας, της Αυστρίας, της Ρωσίας, της Ιταλίας, της Ιαπωνίας, των Ηνωμένων Πολιτειών, έχει γίνει τόσο αντιδραστική και είναι τόσο διαποτισμένη από την τάση για παγκόσμια κυριαρχία, που κάθε πόλεμος από μέρους της αστική τάξης αυτών των χωρών μπορεί να είναι μόνο αντιδραστικός. Το προλεταριάτο όχι μόνο πρέπει να είναι ενάντια σε κάθε τέτοιο πόλεμο μα και πρέπει να επιθυμεί την ήττα της ‘δική τους’ κυβέρνησης σ’ αυτούς τους πολέμους και να χρησιμοποιεί την ήττα αυτή για την επαναστατική εξέγερση, αν δεν πετύχει η εξέγερση που θα είχε σκοπό την παρεμπόδιση του πολέμου.»
Πόλεμος και επανάσταση. σελ. 336-338:
«[…] η πολιτική αυτή μας δείχνει ένα μόνο πράγμα: Τον αδιάκοπο οικονομικό ανταγωνισμό δυο παγκόσμιων γιγάντων, δυο καπιταλιστικών οικονομιών. Από τη μια μεριά – η Αγγλία, κράτος που κατέχει την πρώτη θέση από άποψη πλούτου, που δημιούργησε αυτόν τον πλούτο όχι τόσο με το μόχθο των εργατών του αλλά, κυρίως, με την εκμετάλλευση απειράριθμων αποικιών, με την απέραντη δύναμη των αγγλικών τραπεζών, οι οποίες μετατράπηκαν, όντας επικεφαλής όλων των άλλων τραπεζών, σε μια ασήμαντη αριθμητικά – κάπου τρεις, τέσσερις, πέντε – ομάδα τραπεζών – γιγάντων, που διαθέτουν εκατοντάδες δισεκατομμύρια ρούβλια και τα διαθέτουν έτσι που χωρίς καμιά υπερβολή μπορούμε να πούμε: Δεν υπάρχει σ’ ολόκληρη την υδρόγειο κομματάκι γης που το κεφάλαιο αυτό να μην έβαλε το βαρύ του χέρι, δεν υπάρχει κομματάκι γης που να μην είναι τυλιγμένο με τις χιλιάδες νήματα του αγγλικού κεφαλαίου. Το κεφάλαιο αυτό αναπτύχθηκε στα τέλη του 19ου και στις αρχές του 20ού αιώνα και πήρε τέτοιες διαστάσεις που μετέφερε τη δράση του πολύ πιο πέρα από τα σύνορα των ξεχωριστών κρατών, συγκροτώντας μια ομάδα τραπεζών – γιγάντων που διαθέτουν μυθώδη πλούτη. Το κεφάλαιο, ενισχύοντας αυτόν τον ασήμαντο αριθμό τραπεζών, τύλιξε μέσω αυτού του διχτυού όλο τον κόσμο με εκατοντάδες δισεκατομμύρια ρούβλια. Να πιο είναι το βασικό στην οικονομική πολιτική της Αγγλίας και στην οικονομική πολιτική της Γαλλίας, που γι’ αυτήν οι ίδιοι οι Γάλοι δημοσιολόγοι, οι συνεργάτες, π.χ. της L’ Humanité, εφημερίδας που καθοδηγείται σήμερα από πρώην σοσιαλιστές, έγραφαν […] εδώ και κάμποσα χρόνια πριν τον πόλεμο: ‘Η Γαλλία είναι χρηματιστική ολιγαρχία, η Γαλλία είναι ο τοκογλύφος όλου του κόσμου’.
Από την άλλη μεριά, ενάντια σ’ αυτήν την ομάδα, αγγλογαλλική κυρίως, πρόβαλε μια άλλη ομάδα καπιταλιστών ακόμη πιο αρπακτική, ακόμη πιο ληστρική – η ομάδα αυτών που ήρθαν στο τραπέζι των καπιταλιστικών φαγητών όταν οι θέσεις ήταν πιασμένες μα που έμπασαν στην πάλη νέες μεθόδους ανάπτυξης της καπιταλιστικής παραγωγής, καλύτερη τεχνική, απαράμιλλη οργάνωση, που μετατρέπει τον παλιό καπιταλισμό, τον καπιταλισμό της εποχής του ελεύθερου συναγωνισμού σε καπιταλισμό των γιγάντιων τραστ, καπιταλιστικών συνδικάτων, καρτέλ. Η ομάδα αυτή εισήγαγε την αρχή της κρατικοποίησης της καπιταλιστικής παραγωγής, της συνένωσης της γιγάντιας δύναμης του καπιταλισμού με τη γιγάντια δύναμη του κράτους σε ένα μηχανισμό που συνενώνει δεκάδες εκατομμύρια ανθρώπους σε μια οργάνωση του κρατικού καπιταλισμού. Να η οικονομική ιστορία, να η διπλωματική ιστορία πολλών δεκαετιών, την οποία κανείς δεν μπορεί να αγνοήσει. Μόνο αυτή σας δείχνει την κατεύθυνση για τη σωστή λύση του ζητήματος του πολέμου και σας οδηγεί στο συμπέρασμα ότι ο σημερινός πόλεμος είναι κι αυτός προϊόν της πολιτικής των τάξεων που αρπάχτηκαν μεταξύ τους σ’ αυτόν τον πόλεμο, δυο γιγάντων που πολύ πριν τον πόλεμο είχαν ρίξει σε όλο τον κόσμο, σε όλες τις χώρες , τα δίχτυα της χρηματιστικής τους εκμετάλλευσης και είχαν μοιράσει οικονομικά μεταξύ τους όλο τον κόσμο, πριν τον πόλεμο. Και έπρεπε να συγκρουστούν, για το ξαναμοίρασμα αυτής της κυριαρχίας από την άποψη του καπιταλισμού έγινε αναπόφευκτο.»