του Διονύση Περδίκη
Ολοκληρώνουμε τη δημοσίευση του πέμπτου μέρους της μελέτης με τίτλο “Ιμπεριαλισμός και πόλεμος στον 21ο αιώνα με αφορμή τον πόλεμο στην Ουκρανία”.
Το Μέρος Ε΄ αποτελεί το κομμάτι όπου στρεφόμαστε στο φαινόμενο των διεθνών σχέσεων και των εθνικών πολέμων στο διεθνές ιμπεριαλιστικό σύστημα, συμπεριλαμβανομένων τόσο των άδικων ιμπεριαλιστικών πολέμων, όσο και των δίκαιων πολέμων για την εθνικη ανεξαρτησία. Πραγματευόμαστε το αντικείμενο αυτό στη βάση της ανάλυσης των προηγούμενων μερών της μελέτης για τον σύγχρονο ιμπεριαλιστικο καπιταλισμό, αλλά και για τη διαδικασία της παραγωγής, κυκλοφορίας και διανομής της υπεραξίας στη διεθνή αγορά. Στο πλαίσιο αυτό αναλύουμε πιο λεπτομερώς τους συνεπαγόμενους διακρατικούς ανταγωνισμούς.
Η μελετη συνοδεύεται από εκτενέστατες σημειώσεις με παραθέματα και μεταφράσεις. Συνιστούμε σε μια πρώτη ανάγνωση να αγνοηθούν οι σημειώσεις αυτές προς χάριν της ροής του κειμένου. Σε δεύτερη φάση, οι σημειώσεις και οι αναφορές σε αυτές μπορούν να χρησιμεύσουν για περαιτέρω μελέτη των θεμάτων που θίγονται.
Καθώς θα προχωράμε στη δημοσίευση της μελέτης θα εμπλουτίζουμε τον παρακάτω πίνακα περιεχομένων με τους αντίστοιχους ηλεκτρονικούς συνδέσμους:
ΜΕΡΟΣ Β’: ΙΜΠΕΡΙΑΛΙΣΤΙΚΟΣ ΚΑΠΙΤΑΛΙΣΜΟΣ
Αποσαφηνίζοντας τις έννοιες
Ιμπεριαλιστικός καπιταλισμός: Γενική θεωρία του ΚΤΠ, και μονοπώλιο – ιμπεριαλισμός: Μαρξ εναντίον Λένιν;
- Από τον Μαρξ και τη γενική θεωρία του κεφαλαίου…
- …στον Λένιν, το μονοπώλιο, και τον ιμπεριαλισμό στη σύγχρονη φάση της ιμπεριαλιστικής διεθνοποίησης της παραγωγής…
- Η διαλεκτική της ιστορίας του καπιταλισμού έχει τις απαντήσεις
Ιμπεριαλιστικός καπιταλισμός μέσα από τη διαλεκτική του νόμου της (αντικειμενικής) αξίας και του νόμου της (υποκειμενικής) ισχύος
- Η αναπαραγωγή της κυριαρχίας του κεφαλαίου μέσα από την ανταλλαγή ισοδύναμων αξιών
- Η αναπαραγωγή του μονοπωλιακού κεφαλαίου μέσα από την άνιση ανταλλαγή
– Πλασματικό κεφάλαιο
– Το ‘παραγωγικό’ πλασματικό κεφάλαιο
– Υπερεκμεταλλευόμενη εργασιακή δύναμη
– Διεθνοποιημένες αλυσίδες παραγωγής και μεταφοράς (υπερ)αξίας - Συμπέρασμα: ιμπεριαλισμός ως υπερώριμος καπιταλισμός
ΚΑΠΙΤΑΛΙΣΤΙΚΌΣ ΙΜΠΕΡΙΑΛΙΣΜΌΣ: Η ΙΜΠΕΡΙΑΛΙΣΤΙΚΉ, ΜΟΝΟΠΩΛΙΑΚΉ ΕΚΜΕΤΆΛΛΕΥΣΗ ΣΤΟ ΔΙΕΘΝΈΣ ΙΜΠΕΡΙΑΛΙΣΤΙΚΌ ΣΎΣΤΗΜΑ
- Άνιση ανταλλαγή στο διεθνές εμπόριο
- Εξαγωγές κεφαλαίου
- Η ουσία των ιμπεριαλιστικών διακρατικών σχέσεων
- Μέτρα ιμπεριαλιστικής ισχύος
- Σύνοψη Μερών Β΄ και Γ΄
ΜΕΡΟΣ Δ΄: «ΕΔΏ Ο ΙΜΠΕΡΙΑΛΙΣΜΌΣ, ΕΚΕΊ Ο ΙΜΠΕΡΙΑΛΙΣΜΌΣ, ΤΕΛΙΚΆ ΠΟΥ ΕΊΝΑΙ Ο ΙΜΠΕΡΙΑΛΙΣΜΌΣ;» Η ΣΎΓΧΡΟΝΗ ΔΙΕΘΝΉΣ ΣΥΓΚΥΡΊΑ «ΑΚΟΛΟΥΘΏΝΤΑΣ ΤΟ ΧΡΉΜΑ».
- Εισαγωγικές και κριτικές παρατηρήσεις.
- Το μέτρο «ροής»: ισοζύγια μεταφορών υπεραξίας.
- Το μέτρο συσσώρευσης: συσσώρευση κεφαλαίου, μονοπωλιακής ισχύος και περιουσιακών στοιχείων (με έμφαση στο εξωτερικό).
- Το γιατί και το πως της ιμπεριαλιστικής εκμετάλλευσης.
- Μέρος Δ2: Ιμπεριαλιστική Κίνα;
- Μέρος Δ3: Ιμπεριαλιστική Ρωσία;
- Μέρος Δ4: “Δε διαλέγουμε ιμπεριαλιστή” ή “ένας είναι ο εχθρός, ο ιμπεριαλισμός”;
Ε’ ΜΈΡΟΣ: ΙΜΠΕΡΙΑΛΙΣΤΙΚΟΊ ΠΌΛΕΜΟΙ, ΚΑΙ ΠΌΛΕΜΟΙ ΓΙΑ ΤΗΝ ΕΘΝΙΚΉ ΑΝΕΞΑΡΤΗΣΊΑ. ΤΟ ΔΊΚΑΙΟ ΚΑΙ ΤΟ ΆΔΙΚΟ ΤΟΥ ΠΟΛΈΜΟΥ.
1. «Ο πόλεμος είναι η συνέχιση της πολιτικής με άλλα μέσα»
2. Η διεθνής πολιτική ως η αιτία των εθνικών πολέμων
2.1 Εθνικός πόλεμος
2.2 Εθνική κοινωνική και κρατική συγκρότηση και ταξική πάλη
2.3 Αποσαφηνίζοντας τις έννοιες «διεθνείς σχέσεις» και «διεθνές ιμπεριαλιστικό σύστημα»
3. Παγκόσμια και ιστορική οπτική στις διεθνείς σχέσεις
3.1 Ιστορική οπτική
3.2 Παγκόσμια οπτική
4. ΟΙ ΔΙΕΘΝΕΙΣ ΣΧΕΣΕΙΣ ΣΤΟΝ ΣΥΓΧΡΟΝΟ ΙΜΠΕΡΙΑΛΙΣΤΙΚΟ ΚΑΠΙΤΑΛΙΣΜΟ
4.1 Ανισόμετρη καπιταλιστική ανάπτυξη
4.2 Υπερεκμετάλλευση της εργασίας
4.3 Υπερεκμετάλλευση της φύσης
4.4 Διεθνείς διαφορές στην κοινωνικο-ταξική διαστρωμάτωση
4.5 Διεθνείς διαφορές στην ένταση της ταξικής πάλης
4.6 Διεθνείς σχέσεις καπιταλιστικής εκμετάλλευσης
4.7 Εξαρτημένη (υπο)ανάπτυξη
4.8 Ο διαμεσολαβητικός ρόλος της κρατικής ισχύος
4.9 Μετανάστευση: ο διεθνής ανταγωνισμός ανάμεσα στους εργάτες
4.10 Διεθνείς ενδοαστικοί ανταγωνισμοί
4.11 Διεθνείς συμμαχίες και οργανωτικές ολοκληρώσεις
4.12 Εξάρτηση και επανάσταση
4.13 Διεθνείς σχέσεις ιμπεριαλισμού – σοσιαλισμού
4.14 Σύνοψη
5. Ο ΠΟΛΕΜΟΣ ΣΤΟΝ ΣΥΓΧΡΟΝΟ ΙΜΠΕΡΙΑΛΙΣΤΙΚΟ ΚΑΠΙΤΑΛΙΣΜΟ
5.1 Τυπολογία εθνικών πολέμων
5.2 Ο δυναμικός χαρακτήρας του πολέμου
5.3 Η στρατηγική οπτική στον πόλεμο: το δίκαιο και το άδικο του πολέμου
6. Ο ΑΓΩΝΑΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΕΘΝΙΚΗ ΑΝΕΞΑΡΤΗΣΙΑ ΣΤΟΝ ΣΥΓΧΡΟΝΟ ΙΜΠΕΡΙΑΛΙΣΤΙΚΟ ΚΑΠΙΤΑΛΙΣΜΟ
Μέρος Ε5 (παρόν):
7. Ο ΠΑΣΙΦΙΣΜΟΣ
8. ΤΟ ΔΙΕΘΝΕΣ ΔΙΚΑΙΟ
9. ΣΥΝΕΠΕΙΕΣ ΓΙΑ ΤΗ ΣΤΡΑΤΗΓΙΚΗ ΚΑΙ ΤΑΚΤΙΚΗ ΤΩΝ ΚΟΜΜΟΥΝΙΣΤΩΝ
Σημειώσεις
7. Ο πασιφισμός
Ο Λένιν υιοθετεί μια πολύ ξεκάθαρη θέση στο θέμα του ουτοπικού πασιφισμού, δηλαδή της γενικής και αφηρημένης εναντίωσης σε κάθε πόλεμο, πέρα από το δίκαιο ή το άδικό του[1]. Από τη μια πλευρά, λοιπόν, οι κομμουνιστές είναι οι πιο συνεπείς υποστηριχτές κάθε πλευράς των δικαιωμάτων του εργαζόμενου λαού, και επομένως αγωνίζονται και για την ειρηνική διαβίωση και συνύπαρξη των λαών.
Από την άλλη, όμως, οι κομμουνιστές αναγνωρίζουν τις πραγματικές αιτίες των πολέμων στους κοινωνικούς ανταγωνισμούς, και είναι διατεθειμένοι να κάνουν ότι είναι απαραίτητο για να γλιτώσει η ανθρωπότητα άπαξ και διά παντός από τους πολέμους, όπως και από τις άλλες αντικοινωνικές συνέπειες των ανταγωνισμών αυτών. Ο Λένιν αναδεικνύει την ιστορική αναγκαιότητα που οδηγεί στον πόλεμο, είτε τον εμφύλιο επαναστατικό πόλεμο, είτε τους εθνικούς πολέμους, επαναστατικούς ή μη. Από τότε η λενινιστική οπτική επιβεβαιώθηκε καταρχήν κατά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο, ο οποίος συνδύασε το σύνολο της τυπολογίας που παρουσιάσαμε στην παρούσα μελέτη: τον ιμπεριαλιστικό πόλεμο, τον πόλεμο για την εθνική ανεξαρτησία, και μάλιστα με τον επιπλέον καθορισμό της αντιφασιστικής πλευράς, αλλά και τον πόλεμο για την υπεράσπιση και επέκταση της σοσιαλιστικής επανάστασης, δηλ. τον επαναστατικό. Στη συνέχεια, οι αντιαποικιακοί αγώνες και η σύνδεσή τους με τη σοσιαλιστική επανάσταση, επίσης επιβεβαίωσαν τη λενινιστική οπτική για τον πόλεμο.
Ο Λένιν άσκησε πολύ οξεία κριτική στον αφηρημένο πασιφισμό ακόμη και στην περίπτωση του κατεξοχήν ιμπεριαλιστικού πολέμου, του Α΄ Παγκόσμιου Πολέμου. Μάλιστα, ήταν ιδιαίτερα δεικτικός ενάντια στην πολιτική της δήθεν ουδετερότητας εκ μέρους μικρών και αδύναμων μεν, ανεπτυγμένων και σχετικά πλούσιων εθνών δε, όπως η Ελβετία, οι οποίες συμμετείχαν στην πραγματικότητα στην ιμπεριαλιστική στρατηγική[2].
Ωστόσο, οφείλουμε να αναδείξουμε και δύο πλευρές των σύγχρονων πολέμων, και συγκεκριμένα της τεχνολογίας των οπλικών συστημάτων, που μεταβάλλουν σε κάποιο βαθμό την πολιτική στο ζήτημα της ειρήνης.
Η μια πλευρά αφορά τα όπλα μαζικής καταστροφής, ιδιαίτερα τα πυρηνικά, η χρησιμοποίηση των οποίων δύναται να καταστρέψει τελείως τον ανθρώπινο πολιτισμό. Η πραγματικότητα αυτή θέτει κάποια όρια στην αξιοποίηση του πολέμου για την επίτευξη πολιτικών σκοπών. Οφείλουμε να διερευνήσουμε περισσότερο σε βάθος το τι ακριβώς σημαίνει αυτό και για την πολιτική από τη στρατηγική οπτική της εργατικής τάξης.
Η δεύτερη πλευρά έχει να κάνει με τον επαγγελματισμό που καθίσταται όλο και πιο απαραίτητος λόγω της ανάπτυξης της τεχνολογίας του πολέμου, η οποία από τη μια μειώνει την αναγκαιότητα μεγάλου αριθμού στρατιωτών που να εμπλέκονται άμεσα στη μάχη εκ του σύνεγγυς, και, από την άλλη, απαιτεί μακρόχρονη και επαναλαμβανόμενη εκπαίδευση του στρατιωτικού προσωπικού. Αυτό επιτρέπει τις ιμπεριαλιστικές χώρες να συμμετέχουν σε πολλές ταυτόχρονες πολεμικές συγκρούσεις και επεμβάσεις, με μικρό κόστος σε ανθρώπινες απώλειες για τις ίδιες, και δυστυχώς, δυσανάλογες απώλειες για τα θύματά τους, συμπεριλαμβανομένων αμάχων και υποδομών. Ταυτόχρονα, ο επαγγελματισμός αυτός, μαζί με την ίδρυση ιδιωτικών εταιρειών και μισθοφορικών σωμάτων, αποτελεί έναν αυξανόμενο κίνδυνο για τους λαούς, καθώς διαμορφώνει ένα οπλισμένο, εκπαιδευμένο και πλήρως πειθαρχημένο προς το κεφάλαιο και το αστικό κράτος σώμα καταστολής των λαϊκών αγώνων, τόσο στο εξωτερικό, όσο και στο εσωτερικό.
Σε κάθε περίπτωση, το ζήτημα της ειρήνης, του (πυρηνικού) αφοπλισμού, της ειρηνικής διευθέτησης των εθνικών διαφορών, και της μη (βίαιης) επέμβασης στα εσωτερικά ζητήματα άλλων χωρών δεν μπορούν παρά να αποτελούν κεντρικές πλευρές μιας φιλεργατικής και φιλολαϊκής πολιτικής ενάντια στον ιμπεριαλιστικό πόλεμο και τις επεμβάσεις, χωρίς, βέβαια, πασιφιστικές αυταπάτες, χωρίς, δηλαδή, να αφοπλίζονται το κομμουνιστικό και το αντιιμπεριαλιστικό κίνημα όταν έχουν αυτά την πρωτοβουλία και (αντ)επιτίθενται. Η υποστήριξη της ΕΣΣΔ στο παγκόσμιο κίνημα ειρήνης και ενάντια στα πυρηνικά όπλα και στις στρατιωτικές βάσεις του ιμπεριαλισμού στο δεύτερο μισό του προηγούμενου αιώνα αποτελεί θετικό κεκτημένο της ιστορίας του διεθνούς κομμουνιστικού κινήματος.
8. Το διεθνές δίκαιο
Η στρατηγική οπτική μπορεί να ξεκαθαρίσει και τα θέματα του διεθνούς δικαίου σχετικά με το δικαίωμα της εθνικής αυτοδιάθεσης, τα κυριαρχικά δικαιώματα των εθνικών κρατών, και τον πόλεμο.
Από τη μια το διεθνές δίκαιο, όπως και γενικά το αστικό δίκαιο[3], έχει έναν αφηρημένο, τυπικό χαρακτήρα, χωρίς να μπαίνει σε βάθος στις κοινωνικές αντιθέσεις που καθορίζουν τις διακρατικές σχέσεις, και την ουσία του φαινομένου των διεθνών σχέσεων. Χαρακτηριστικές είναι οι διατάξεις που αφορούν το δικαίωμα στην εθνική αυτοδιάθεση, οι οποίες αντιφάσκουν με άλλες που αφορούν το απαραβίαστο των κρατικών συνόρων, ως προς το δικαίωμα της απόσχισης. Την αντίφαση αυτή δεν μπορούμε παρά να τη δούμε και υπό το φως της λενινιστικής θέσης για την εθνική αυτοδιάθεση ως το δικαίωμα αποχωρισμού της καταπιεζόμενης εθνότητας[4]. Εν τέλει, ο τρόπος ερμηνείας ή εφαρμογής του διεθνούς δικαίου εξαρτάται στην πραγματικότητα από τους συσχετισμούς ισχύος ανάμεσα στα κράτη.
Από την άλλη, το διεθνές δίκαιο μπορεί να αξιοποιηθεί από μια φιλεργατική και φιλολαϊκή σκοπιά, ως ένα επιπλέον όπλο, στην πολιτική πάλη για την υπεράσπιση της εθνικής ανεξαρτησίας και των κυριαρχικών εθνικών δικαιωμάτων ενάντια στην καταπάτησή τους από τον ιμπεριαλισμό, ο οποίος, αντίθετα, προσπαθεί να επιβάλει με ωμό τρόπο το δίκαιο της ισχύος. Μάλιστα, μεγάλο μέρος του σημερινού διεθνούς δικαίου διαμορφώθηκε με τη συμβολή της ΕΣΣΔ σε εποχές που ο διεθνής συσχετισμός ισχύος μεταξύ ιμπεριαλισμού από τη μια πλευρά, και σοσιαλισμού και αντιαποικιακών κινημάτων από την άλλη, ήταν πολύ πιο ευνοϊκός από τον σημερινό.
Οπότε, θα λέγαμε ότι για το διεθνές δίκαιο ισχύει ότι περίπου και για το εργατικό: από τη μια η εργατική πολιτική οφείλει να αξιοποιεί και να επεκτείνει τις θετικές του διατάξεις που προσφέρουν κάποια προστασία έναντι της ισχύος του κεφαλαίου. Από την άλλη, δε συγχωρείται στο εργατικό κίνημα η αυταπάτη ότι μπορεί να επέλθει η εθνική ή κοινωνική απελευθέρωση στη βάση της επίκλησης οποιουδήποτε είδους αστικού δικαίου, και χωρίς σκληρούς ταξικούς αγώνες, κάποιοι από τους οποίους θα είναι ταυτόχρονα και εθνικοί.
9. Συνέπειες για τη στρατηγική και τακτική των κομμουνιστών
Γενικά, μιλώντας, η πολιτική των κομμουνιστών απέναντι στο σύγχρονο φαινόμενο του πολέμου καλείται να εφαρμόσει στην πράξη τον συνδυασμό των παραπάνω οπτικών: την ιστορική οπτική που θα αναδείξει την κυρίαρχη αντίθεση της εποχής, η οποία επικαθορίζει σε μεγάλο βαθμό κάθε επιμέρους κοινωνική, εθνική και ταξική, αντίθεση· την παγκόσμια οπτική, η οποία θα αποκαλύψει το πως εντάσσονται, ή τι θέση κατέχουν, οι επιμέρους αυτές αντιθέσεις στο συνολικό ιμπεριαλιστικό σύστημα των διεθνών σχέσεων, δηλ. των σχέσεων εθνικά συγκροτημένων τάξεων, διαμεσολαβημένων από τις διακρατικές σχέσεις· τελικά, τη στρατηγική οπτική, η οποία θα καθορίσει ποια έκβαση του πολέμου ευνοεί την ενότητα της διεθνούς εργατικής τάξης και την υπόθεση της σοσιαλιστικής επανάστασης, διάδοσης και οικοδόμησης στην παγκόσμια κλίμακα, στη βάση, ακριβώς, της εκτίμησης για την κυρίαρχη αντίθεση της εποχής μας.
Είναι σημαντικό, σε αυτό το σημείο, να τονίσουμε ότι, όπως ισχυριστήκαμε και σε προηγούμενη αρθρογραφία μας[5], η κυρίαρχη αντίθεση δεν αφορά αποκλειστικά την τακτική της κομμουνιστικής πολιτικής, έναντι της βασικής αντίθεσης που υποτίθεται καθορίζει κατ’ αποκλειστικότητα τη στρατηγική. Μια τέτοια αντίληψη είναι αποτέλεσμα μηχανιστικής, εξωτερικής σύνδεσης της βασικής αντίθεσης (κεφάλαιο – εργασία) και της κυρίαρχης ή, σε άλλες περιπτώσεις, ταύτισής τους. Αντίθετα, για εμάς, η κυρίαρχη αντίθεση αποτελεί την κυρίαρχη συνιστώσα του συνολικού συστήματος των αντιθέσεων, στο οποίο συναρθρώνονται η βασική με τις επιμέρους ή δευτερεύουσες αντιθέσεις, σε μια ιστορική εποχή και συγκυρία, αλλά και σε ένα συγκεκριμένο μέρος του συστήματός αυτού, όταν το πεδίο μελέτης μας εστιάζεται γεωγραφικά (π.χ. σε έναν εθνικό κοινωνικο-οικονομικό σχηματισμό για την εθνική πολιτική ενός κομμουνιστικού κινήματος). Η βασική αντίθεση είναι η τελική αιτία που επικαθορίζει το συνολικό σύστημα, αλλά η κυρίαρχη αντίθεση αποτελεί την κύρια μορφή με την οποία αυτή εμφανίζεται στην πραγματικότητα.
Έτσι, στη βάση των συμπερασμάτων της παρούσας μελέτης, στη σημερινή ιστορική συγκυρία η κυρίαρχη κοινωνική αντίθεση ξεδιπλώνεται σε μια κατεύθυνση που θέτει από τη μια το ιμπεριαλιστικό μονοπωλιακό κεφάλαιο, και από την άλλη τα εργαζόμενα λαϊκά στρώματα, με την υπερεκμεταλλευόμενη εργασία να βρίσκεται στο ακρότατο αυτής της πλευράς της αντίθεσης. Η μη μονοπωλιακή αστική τάξη, τα στρώματα της παλιάς και νέας μικροαστικής τάξης, η εργατική αριστοκρατία και τα στρώματα της δημιουργικής ή/και μη παραγωγικής εργασίας ξεδιπλώνονται κατά μήκος αυτής της αντίθεσης σε ενδιάμεσες θέσεις, με τις επιμέρους δευτερεύουσες αντιθέσεις τους από τη μια να επικαθορίζονται από τη βασική αντίθεση, και από την άλλη να μορφοποιούν την κυρίαρχη αντίθεση. Η τέτοια διάρθρωση των σύγχρονων κοινωνικών αντιθέσεων είδαμε ότι αποτελεί ιστορικό αποτέλεσμα της κλιμάκωσης της βασικής αντίθεσης μεταξύ του κεφαλαίου και της εργασίας, ή διαφορετικά, της νεκρής και της ζωντανής εργασίας, στην κατεύθυνση που είχε σε μεγάλο βαθμό προβλέψει ο Μαρξ, και διαγνώσει ο Λένιν, κατά την αυγή του σταδίου του ιμπεριαλιστικού, κρατικο-μονοπωλιακού καπιταλισμού.
Η κυρίαρχη αντίθεση μεταβάλλεται σε κάποιο βαθμό στην κλίμακα όχι μόνο της ιστορικής εποχής, αλλά και της ιστορικής συγκυρίας. Ο πόλεμος, έναντι της ειρηνικής περιόδου, επιφέρει σημαντικές αλλαγές στην αντίθεση αυτήν, όπως και ο οικονομικός κύκλος (ανάπτυξη, κρίση, ύφεση, ανάκαμψη κ.ο.κ.), η ανάδυση του φασισμού και της κρισιακής πολεμικής του οικονομίας, η (προ)επαναστατική περίοδος, πλέον, ίσως, και οι φυσικές καταστροφές (πλημμύρες, ξηρασίες, επιδημίες κ.ο.κ.). Εστιάζοντας σε έναν εθνικό κοινωνικο-οικονομικό σχηματισμό, η κυρίαρχη αντίθεση λαμβάνει έναν εθνικό χαρακτήρα, ανάλογα με τη θέση της χώρας στο σύστημα των διεθνών σχέσεων (ιμπεριαλιστική ή εξαρτημένη), επιπρόσθετα της φύσης της κρατικής εξουσίας στο εσωτερικό της (καπιταλιστική, σοσιαλιστική, σε επαναστατική ή και παλινορθωτική μετάβαση, κ.ο.κ.).
Στο βαθμό που η κυρίαρχη αντίθεση επηρεάζει τη στρατηγική της κομμουνιστικής πολιτικής, επηρεάζει και την ακριβή μορφή της σοσιαλιστικής επανάστασης σε κάθε εθνικό κοινωνικο-οικονομικό σχηματισμό, τις επιμέρους φάσεις που αυτή θα διανύσει, εντός μιας ενιαίας στις περισσότερες περιπτώσεις, πλέον, επαναστατικής διαδικασίας, τις δυνατότητές της να σταθεροποιηθεί και να επεκταθεί τουλάχιστον σε γειτονικές ή συνδεόμενες κοινωνικοπολιτικά χώρες, και την ακριβή κοινωνική σύνθεση της επαναστατικής κοινωνικής συμμαχίας με πυρήνα την εργατική τάξη.
Μάλιστα, επισημαίνουμε τη διαφορά με την εποχή μέχρι και περίπου τα μέσα του 20ού αιώνα, όταν για μεγάλο μέρος του κόσμου δεν είχε ολοκληρωθεί η κυριαρχία του καπιταλιστικού τρόπου παραγωγής, και υπήρχε μια μεγάλη – κυρίως αγροτο-κτηνοτροφική –τάξη μικροϊδιοκτητών, ως τρίτη, μαζική και βασική, κοινωνική τάξη, πέραν της εργατικής και της αστικής, η οποία μετέβαλε την ίδια τη βασική αντίθεση της κοινωνίας. Αυτό αντανακλούσε τόσο στην επαναστατική κοινωνική συμμαχία, όσο και στην ίδια την επαναστατική διαδικασία και εξουσία, απαιτώντας την ύπαρξη ενός πρώτου σταδίου, στο οποίο λύνονταν η πλευρά της αντίθεσης των εργαζόμενων στρωμάτων της εργατικής τάξης και της μικρής ιδιοκτησίας έναντι της αστικής τάξης και της μεγάλης γεωκτησίας, ώστε να λυθεί σε επόμενο στάδιο η μεταξύ τους αντίθεση.
Το πρότυπο μιας τέτοιας επαναστατικής διαδικασίας είναι φυσικά η Οκτωβριανή, ρωσική επανάσταση, η οποία βασίστηκε στην ιδιοφυή σύλληψη των μπολσεβίκων και του Λένιν για την ηγεσία της εργατικής τάξης και των κομμουνιστών από το πρώτο κιόλας επαναστατικό στάδιο (σε αντίθεση με το “δεξιό” λάθος της οικονομίστικης εξελικτικής προσέγγισης της Β’ Διεθνούς, η οποία προόριζε την αστική τάξη για επικεφαλής ενός “αστικοδημοκρατικού” σταδίου της επανάστασης), με την ανάλογη πολιτική συμμαχιών με τους αγρότες, υιοθετώντας το πρόγραμμα των δικών τους διεκδικήσεων (σε αντίθεση και με το “αριστερό” λάθος της Ρόζα Λούξεμπουργκ. η οποία υποτιμούσε τη σημασία της κοινωνικής συμμαχίας με τους φτωχούς αγρότες). Στη συνέχεια, δεν πρέπει να ξεχνάμε ότι ακολούθησε η κολεκτιβοποίηση προς χάριν της ταχύρρυθμης ανάπτυξης της βιομηχανίας, στις συγκεκριμένες συνθήκες της εποχής φυσικά, ανάμεσα σε δύο παγκόσμιους πολέμους, με την οποία επιλύθηκε και η αντίθεση μεταξύ της εργατικής τάξης και της αγροτιάς, με έναν δυστυχώς εξαιρετικά βίαιο τρόπο.
Το ίδιο είδος στρατηγικής περιγράφει και η περίφημη 6η Ολομέλεια της ΚΕ του ΚΚΕ το 1934 για την πολιτική των λαϊκών μετώπων ενάντια στην άνοδο του φασισμού λίγο πριν το Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο, στη βάση της πραγματικότητας της Ελλάδας εκείνης της εποχής. Σε αυτήν οφείλεται σε μεγάλο βαθμό η εποποιία του Εθνικού Απελευθερωτικού Μετώπου (ΕΑΜ) και της Εθνικής Αντίστασης. Η στρατηγική αυτή δεν πρέπει να κρίνεται με βάση και μόνο την κατάληξη του αγώνα αυτού, με την ήττα το 1944, τη Συμφωνία της Βάρκιζας, και την ήττα του Δημοκρατικού Στρατού Ελλάδας στον εμφύλιο πόλεμο. Αντίθετα, για να κριθεί ως στρατηγική, πέρα δηλαδή από αδυναμίες και αστοχίες του υποκειμενικού παράγοντα, βαραίνει περισσότερο ότι είχε υλοποιηθεί ο προβλεπόμενος στρατηγικός σκοπός του κομμουνιστικού κινήματος σε πολύ μεγάλο βαθμό, όχι μόνο με την απελευθέρωση της χώρας από τη ναζιστική και φασιστική κατοχή, αλλά και με την εγκαθίδρυση στο μεγαλύτερο μέρος της χώρας της λαϊκής εξουσίας της Πολιτικής Επιτροπής Εθνικής Απελευθέρωσης (ΠΕΕΑ), δηλαδή της εργατικής τάξης και των συμμάχων της, με ηγεμονία του ΚΚΕ.
Σε κάθε περίπτωση, σήμερα, τόσο η βασική όσο και η κυρίαρχη αντίθεση είναι διαφορετικές, και κατά κύριο λόγο αφορούν τη μισθωτή εργασία στη διαπάλη της με το κεφάλαιο, με τις επιμέρους διαφοροποιήσεις εντός του κεφαλαίου και της εργασίας που καθορίσαμε παραπάνω. Η διαφορά αυτή επηρεάζει και το ζήτημα του εθνικού αγώνα, το οποίο, όπως είδαμε στο Μέρος Ε4, τίθεται με άλλον τρόπο στη σημερινή εποχή, ως κατεξοχήν εσωτερικό ζήτημα του διεθνούς καταμερισμού της εργασίας στη διεθνή καπιταλιστική αγορά. Αντίθετα, πριν από 100 χρόνια περίπου, αφορούσε την καθυστέρηση της αστικής επανάστασης και των απαραίτητων αστικοδημοκρατικών μετασχηματισμών για μεγάλο μέρος του κόσμου μέχρι και εντός της ιμπεριαλιστικής εποχής του κεφαλαίου.
Όσον αφορά την τακτική της κομμουνιστικής πολιτικής, οφείλει σε κάθε ιστορική στιγμή να αντιλαμβάνεται με επιστημονικότατα και τέχνη τις αναπροσαρμογές που είναι απαραίτητες για να εξυπηρετηθεί η όποια στρατηγική κατεύθυνση, λαμβάνοντας υπόψη και παράγοντες πέραν του ελέγχου του πολιτικού υποκειμένου, όπως ο εκάστοτε πολιτικός και κοινωνικός συσχετισμός των τάξεων, η πρωτόβουλη δράση των αντιπάλων κ.ο.κ.. Κατά συνέπεια, η τακτική μπορεί να είναι πολύ πιο ευμετάβλητη, και, σε κάποιες περιπτώσεις, ακόμη και αντιφατική με τη στρατηγική με μια επιφανειακή ανάλυση. Δογματισμοί, όπως «δεν επιλέγουμε το μικρότερο κακό»[6], δεν χωράνε όταν πρόκειται να εξυπηρετηθεί η υπόθεση της σοσιαλιστικής επανάστασης.
Εστιάζοντας στο φαινόμενου του εθνικού πολέμου, όπως το προσεγγίσαμε εδώ, συνοψίζουμε βασικά σημεία που αφορούν την κομμουνιστική πολιτική:
- Το άδικο του ιμπεριαλιστικού πολέμου και της ιμπεριαλιστικής επέμβασης, και τα καθήκοντα που συνεπάγεται για το κομμουνιστικό κίνημα, τα οποία αφορούν την ήττα του ιμπεριαλιστικού κράτους και τη μετατροπή του πολέμου σε σοσιαλιστική επανάσταση[7].
- Το δίκαιο του εθνικού πολέμου για την ανεξαρτησία από τον ιμπεριαλισμό, την υποχρέωση των κομμουνιστών να υποστηρίζουν ή και να συμμετέχουν σε τέτοιους πολέμους, αλλά με πολιτική ανεξαρτησία, ώστε να κατακτήσουν την ηγεσία του αγώνα και να τον πάνε μέχρι το στρατηγικό του τέλος, τη σοσιαλιστική επανάσταση.
- Την υποταγή των επιμέρους εθνικών κινημάτων στη στρατηγική οπτική της διεθνούς ενότητας της εργατικής τάξης και της σοσιαλιστικής επανάστασης, της σταθεροποίησης και διάδοσής της, όσον αφορά τη στάση των κομμουνιστών απέναντί τους.
Έχοντας ξεκαθαρίσει τα παραπάνω, μπορούμε πλέον να τοποθετηθούμε για τον τρέχοντα πόλεμο στην Ουκρανία στο ΣΤ΄ και τελευταίο μέρος της παρούσας μελέτης.
Σημειώσεις
[1] Η λενινιστική κριτική στον αφηρημένο πασιφισμό είναι δεικτική και ιδιαίτερα επίκαιρη, δεδομένου του τρόπου που τοποθετούνται σύγχρονοι κομμουνιστές και «αντικαπιταλιστές» απέναντι στους ιμπεριαλιστικούς πολέμους και επεμβάσεις της εποχής μας, και ακόμη περισσότερο, απέναντι στους πολέμους αυτών που αντιστέκονται στον ιμπεριαλισμό. Οπότε παραθέτουμε παρακάτω εκτενή αποσπάσματα:
Λένιν ΒΙ. (2013). Για τον πόλεμο και τη σοσιαλιστική επανάσταση. Σύγχρονη Εποχή, Αθήνα.
σελ. 91-95:
«Το σύνθημα της ειρήνης μπορεί να μπει είτε σε σχέση με ορισμένους συγκεκριμένους όρους ειρήνης είτε ανεξάρτητα από όρους, ως αγώνας όχι για μια συγκεκριμένη ειρήνη αλλά για ειρήνη γενικά […] Είναι φανερό ότι στην τελευταία περίπτωση έχουμε να κάνουμε μ’ ένα σύνθημα όχι μόνο μη σοσιαλιστικό αλλά και γενικά χωρίς απολύτως κανένα περιεχόμενο, χωρίς νόημα.
[…] Το ζήτημα είναι ακριβώς ότι ο καθένας […] βάζει ιμπεριαλιστικούς (δηλαδή) ληστρικούς, καταπιεστικούς για τους ξένους λαούς όρους ειρήνης προς όφελος του έθνους ‘του’. Τα συνθήματα πρέπει να ρίχνονται για να εξηγείται με την προπαγάνδα και τη ζύμωση μέσα στις μάζες η ανειρήνευτη διαφορά που υπάρχει ανάμεσα στο σοσιαλισμό και τον καπιταλισμό (ιμπεριαλισμό) και όχι για να συμφιλιώνονται δυο εχθρικές τάξεις και δυο εχθρικές πολιτικές με μια λεξούλα που ‘ενώνει’ τα πιο διαφορετικά πράγματα.
[…] Είναι άραγε δυνατό να ενωθούν οι σοσιαλιστές των διαφόρων χωρών με βάση ορισμένους όρους ειρήνης; Αν ναι, τότε ανάμεσα σ’ αυτούς τους όρους πρέπει απαραίτητα να συμπεριλαμβάνεται η αναγνώριση σ’ όλα τα έθνη του δικαιώματος αυτοδιάθεσης και η παραίτηση από κάθε λογής ‘προσαρτήσεις’, δηλαδή παραβιάσεις αυτού του δικαιώματος.
[…] Συνεπώς, αν το αίτημα της ελευθερίας των εθνών δεν είναι απατηλή φράση, που συγκαλύπτει τον ιμπεριαλισμό και τον εθνικισμό ορισμένων χωριστών χωρών, πρέπει να επεκταθεί σε όλους τους λαούς, και σε όλες τις αποικίες. Μα ένα τέτοιο αίτημα, όπως είναι φανερό, δε θα έχει περιεχόμενο χωρίς μια σειρά επαναστάσεις σε όλες τις προηγμένες χώρες. Κάτι περισσότερο. Είναι απραγματοποίητο χωρίς μια πετυχημένη σοσιαλιστική επανάσταση.
Μήπως αυτό σημαίνει ότι οι σοσιαλιστές μπορούν να μένουν αδιάφοροι απέναντι στο αίτημα της ειρήνης, που το προβάλουν ολοένα και πιο πλατιές μάζες; Καθόλου. Άλλο πράγμα είναι τα συνθήματα της συνειδητής πρωτοπορίας των εργατών και άλλο τα αυθόρμητα αιτήματα των μαζών. Ο πόθος για ειρήνη είναι ένα από τα σπουδαιότερα συμπτώματα που αποκαλύπτουν πως αρχίζει η απογοήτευση για την αστική ψευτιά σχετικά με τους ‘απελευθερωτικούς’ σκοπούς του πολέμου, σχετικά με την ‘υπεράσπιση της πατρίδας’ και τις άλλες απάτες της αστικής τάξης σε βάρος του λαού. Οι σοσιαλιστές πρέπει να φερθούν με την πιο μεγάλη προσοχή απέναντι σ’ αυτό το σύμπτωμα. Όλες οι δυνάμεις πρέπει να κατευθυνθούν στο να χρησιμοποιηθεί η διάθεση των μαζών προς όφελος της ειρήνης. Πώς, όμως, να χρησιμοποιηθεί; Η αναγνώριση του συνθήματος της ειρήνης και η επανάληψή του θα ήταν ενθάρρυνση της ‘σπουδαιοφάνειας των ανίσχυρων (και πιο συχνά ακόμη χειρότερα: Των υποκριτών) λογοκόπων’. Αυτό θα αποτελούσε παραπλάνηση του λαού με την αυταπάτη ότι οι σημερινές κυβερνήσεις, οι σημερινές άρχουσες τάξεις είναι ικανές χωρίς ‘να διδαχθούν’ (ή σωστότερα χωρίς να παραμεριστούν) από μια σειρά επαναστάσεις, να συνάψουν ειρήνη που να ικανοποιεί κάπως τη δημοκρατία και την εργατική τάξη. Δεν υπάρχει τίποτε που να ρίχνει πιο πολύ στάχτη στα μάτια των εργατών, που να τους υποβάλλει την απατηλή σκέψη ότι η αντίθεση μεταξύ καπιταλισμού και σοσιαλισμού δεν είναι βαθιά, δεν υπάρχει τίποτε που να εξωραΐζει περισσότερο την καπιταλιστική σκλαβιά. Όχι, εμείς πρέπει να επωφεληθούμε από τη διάθεση αυτή προς όφελος της ειρήνης, για να εξηγήσουμε στις μάζες ότι τα αγαθά που περιμένουν από την ειρήνη δεν είναι δυνατό να αποκτηθούν χωρίς μια σειρά επαναστάσεις.»
σελ. 97-98:
«Οι σοσιαλιστές, αντί ν’ αφήνουν τους υποκριτές λογοκόπους να εξαπατούν το λαό με φράσεις και υποσχέσεις για δυνατότητα δημοκρατικής ειρήνης, είναι υποχρεωμένοι να εξηγούν στις μάζες ότι είναι αδύνατο να γίνει μια κάπως δημοκρατική ειρήνη χωρίς μια σειρά από επαναστάσεις και χωρίς επαναστατικό αγώνα μέσα σε κάθε χώρα ενάντια στην κυβέρνησή της. Οι σοσιαλιστές, αντί να επιτρέπουν στους αστούς πολιτικάντηδες να εξαπατούν τους λαούς με φράσεις για ελευθερία των εθνών, είναι υποχρεωμένοι να εξηγούν στις μάζες των εθνών που καταπιέζουν άλλα έθνη δεν υπάρχει γι’ αυτούς καμιά ελπίδα ν’ απελευθερωθούν αν θα βοηθάνε στην καταπίεση άλλων εθνών, αν δεν αναγνωρίσουν και δεν υπερασπίσουν το δικαίωμα της αυτοδιάθεσης αυτών των εθνών, δηλαδή το δικαίωμα για ελεύθερο αποχωρισμό. Να η κοινή για όλες τις χώρες σοσιαλιστική και όχι ιμπεριαλιστική πολιτική στο ζήτημα της ειρήνης και στο εθνικό ζήτημα. Η πολιτική αυτή είναι αλήθεια ασυμβίβαστη στο μεγαλύτερο μέρος της με τους νόμους της εσχάτης προδοσίας, μα ασυμβίβαστη μ’ αυτούς τους νόμους της εσχάτης προδοσίας […]»
Κεφάλαιο Ι. Οι αρχές του σοσιαλισμού και ο πόλεμος του 1914-1915. Η στάση των σοσιαλιστών απέναντι στους πολέμους. σελ. 103-104:
«Οι σοσιαλιστές καταδίκαζαν πάντα τους πολέμους ανάμεσα στους λαούς ως κάτι το βάρβαρο και το απάνθρωπο. Η στάση μας όμως απέναντι στον πόλεμο είναι καταρχήν διαφορετική από τη στάση των αστών πασιφιστών (αυτοί είναι οπαδοί και κήρυκες της ειρήνης) και των αναρχικών. Από τους πρώτους διαφέρουμε γιατί καταλαβαίνουμε την αναπόφευκτη σύνδεση που υπάρχει ανάμεσα στους πολέμους και την πάλη των τάξεων στο εσωτερικό μιας χώρας, γιατί καταλαβαίνουμε ότι είναι αδύνατο να εξαλειφθούν οι πόλεμοι χωρίς την εξάλειψη των τάξεων και τη δημιουργία του σοσιαλισμού, καθώς και γιατί αναγνωρίζουμε στο ακέραιο ότι είναι δικαιολογημένοι, προοδευτικοί και αναγκαίοι οι εμφύλιοι πόλεμοι, δηλαδή οι πόλεμοι της καταπιεζόμενης τάξης, ενάντια στην καταπιέζουσα τάξη, οι πόλεμοι των δούλων ενάντια στους δουλοκτήτες, των δουλοπάροικων αγροτών ενάντια στους τσιφλικάδες, των μισθωτών εργατών ενάντια στην αστική τάξη. Και από τους πασιφιστές και από τους αναρχικούς εμείς, οι μαρξιστές, διαφέρουμε γιατί παραδεχόμαστε την ανάγκη να μελετάται ιστορικά ο κάθε πόλεμος χωριστά (από τη σκοπιά του διαλεκτικού υλισμού του Μαρξ). Στην ιστορία υπήρξαν επανειλημμένα πόλεμοι που, παρόλες τις φρικαλεότητες, τις αγριότητες, τις συμφορές και τα βάσανα που συνδέονται αναπόφευκτα με κάθε πόλεμο, ήταν προοδευτικοί, δηλαδή συνετέλεσαν στην ανάπτυξη της ανθρωπότητας, βοήθησαν να καταστραφούν εξαιρετικά βλαβεροί και αντιδραστικοί θεσμοί (όπως, λόγου χάρη, η απολυταρχία ή η δουλοπαροικία), τα πιο βάρβαρα δεσποτικά καθεστώτα της Ευρώπης (το τουρκικό και το ρωσικό). […]»
Κεφάλαιο Ι. Οι αρχές του σοσιαλισμού και ο πόλεμος του 1914-1915. Για τον πασιφισμό και το σύνθημα της ειρήνης. σελ. 127-128:
«Οι διαθέσεις των μαζών υπέρ της ειρήνης εκφράζουν συχνά την απαρχή της διαμαρτυρίας, της αγανάκτησης και της επίγνωσης της αντιδραστικότητας του πολέμου. Είναι χρέος όλων των σοσιαλδημοκρατών να επωφεληθούν απ’ αυτές τις διαθέσεις. Οι σοσιαλδημοκράτες θα πάρουν με τη μεγαλύτερη θέρμη μέρος σε κάθε κίνημα και σε κάθε εκδήλωση που θα γίνει πάνω σ’ αυτήν τη βάση, δε θα εξαπατήσουν όμως το λαό με την παραδοχή της ιδέας ότι όταν λείπει ένα επαναστατικό κίνημα μπορεί να γίνει ειρήνη χωρίς προσαρτήσεις, χωρίς καταπίεση των εθνών, χωρίς ληστεία, ειρήνη που να μην περιέχει το σπέρμα νέων πολέμων ανάμεσα στις σημερινές κυβερνήσεις και ανάμεσα στις κυρίαρχες τάξεις. Μια τέτοια εξαπάτηση του λαού θ’ αποτελούσε απλώς παιχνίδι στα χέρια της μυστικής διπλωματίας των εμπόλεμων κυβερνήσεων και των αντεπαναστατικών τους σχεδίων. Όποιος θέλει σταθερή και δημοκρατική ειρήνη έχει υποχρέωση να είναι υπέρ του εμφυλίου πολέμου, ενάντια στις κυβερνήσεις και την αστική τάξη.»
Το στρατιωτικό πρόγραμμα της προλεταριακής επανάστασης.
σελ. 210-212:
«Το βασικό επιχείρημα είναι ότι το αίτημα του αφοπλισμού είναι η πιο ξεκάθαρη, η πιο αποφασιστική, η πιο συνεπής έκφραση της πάλης ενάντια σε κάθε μιλιταρισμό και ενάντια σε κάθε πόλεμο.
Μα σ’ αυτό ακριβώς το βασικό επιχείρημα βρίσκεται η βασική πλάνη των οπαδών του αφοπλισμού. Οι σοσιαλιστές δεν μπορούν να είναι ενάντια σε κάθε πόλεμο, αν δε θέλουν να πάψουν να είναι σοσιαλιστές.
Πρώτο. Οι σοσιαλιστές ποτέ δεν ήταν και ποτέ δεν μπορούν να είναι αντίπαλοι των επαναστατικών πολέμων.
[…] Δεύτερο. Και οι εμφύλιοι πόλεμοι είναι πόλεμοι. Όποιος δεν παραδέχεται την πάλη των τάξεων δεν μπορεί να μην παραδέχεται τους εμφύλιους πολέμους, οι οποίοι σε κάθε ταξική κοινωνία αποτελούν τη φυσική και, κάτω από ορισμένες συνθήκες, αναπόφευκτη συνέχιση, ανάπτυξη και όξυνση της ταξικής πάλης. […] Το να αρνιέσαι τους εμφύλιους πολέμους, ή να τους ξεχνάς, σημαίνει ότι πέφτεις στον έσχατο οπορτουνισμό και απαρνιέσαι τη σοσιαλιστική επανάσταση.
Τρίτο. Ο σοσιαλισμός που νίκησε σε μια μόνη χώρα δεν αποκλείει καθόλου μεμιάς όλους γενικά τους πολέμους. Απεναντίας τους προϋποθέτει.»
σελ. 215-219:
«Μια καταπιεζόμενη τάξη που δεν επιδιώκει να μάθει να χειρίζεται όπλα, μια τέτοια καταπιεζόμενη τάξη δε θα άξιζε παρά να τη μεταχειρίζονται όπως μεταχειρίζονται τους δούλους. Δεν μπορούμε να ξεχάσουμε, αν δε θέλουμε να μεταβληθούμε σε αστούς πασιφιστές ή οπορτουνιστές, ότι ζούμε σε ταξική κοινωνία και ότι απ’ αυτή δεν υπάρχει και ούτε μπορεί να υπάρξει άλλη διέξοδος από την ταξική πάλη. Σε κάθε ταξική κοινωνίια – άσχετα αν στηρίζεται στη δουλεία, στη δουλοπαροικία ή, όπως σήμερα, στη μισθωτή εργασία – η τάξη που καταπιέζει είναι ένοπλη. Όχι μόνο ο τωρινός τακτικός στρατός μα και η τωρινή πολιτοφυλακή – ακόμη και στις πιο δημοκρατικές αστικές δημοκρατίες, π.χ. στην Ελβετία – είναι εξοπλισμός της αστικής τάξης ενάντια στο προλεταριάτο […]
Ο εξοπλισμός της αστικής τάξης ενάντια στο προλεταριάτο είναι ένα από τα πιο μεγάλα, βασικά και σπουδαιότερα γεγονότα της σύγχρονης καπιταλιστικής κοινωνίας. Και μπροστά σ’ ένα τέτοιο γεγονός προτείνουν στους επαναστάτες σοσιαλδημοκράτες να προβάλλουν το ‘αίτημα’ του ‘αφοπλισμού’! Αυτό ισοδυναμεί με πλήρη εγκατάλειψη της άποψης της ταξικής πάλης, με παραίτηση από κάθε σκέψη για επανάσταση. Σύνθημά μας πρέπει να είναι: Εξοπλισμός του προλεταριάτου για να νικήσει, ν’ απαλλοτριώσει και ν’ αφοπλίσει την αστική τάξη. Αυτή είναι η μοναδικά δυνατή τακτική της επαναστατικής τάξης, τακτική που απορρέει απ’ όλη την αντικειμενική ανάπτυξη του καπιταλιστικού μιλιταρισμού που υπαγορεύεται από αυτήν την ανάπτυξη. Μόνο αφού αφοπλίσει την αστική τάξη μπορεί το προλεταριάτο, χωρίς να προδώσει την κοσμοϊστορική του αποστολή, να πετάξει στα παλιοσίδερα κάθε όπλο γενικά και το προλεταριάτο θα το κάνει αυτό αναμφίβολα αλλά μόνο τότε, σε καμιά περίπτωση νωρίτερα.
Αν ο τωρινός πόλεμος προκαλεί στους αντιδραστικούς χριστιανοσοσιαλιστές, στους κλαψιάρηδες μικροαστούς μόνο φρίκη και τρόμο, μόνο αποστροφή προς κάθε χρησιμοποίηση των όπλων, προς το αίμα, το θάνατο κτλ. τότε πρέπει να πούμε: Η καπιταλιστική κοινωνία ήταν και είναι πάντα μια φρίκη δίχως τέλος. Και αν τώρα αυτός ο πόλεμος, ο πιο αντιδραστικός απ’ όλους τους πολέμους, ετοιμάζει σ’ αυτήν την κοινωνία ένα τέλος γεμάτο φρίκη εμείς δεν έχουμε κανένα λόγο να πέσουμε σε απόγνωση. Και στην αντικειμενική του σημασία το ‘αίτημα’ του αφοπλισμού – ή σωστότερα: το ονειροπόλημα του αφοπλισμού – δεν είναι τίποτε άλλο παρά εκδήλωση ακριβώς απόγνωσης σε μια τέτοια περίοδο που μπροστά στα μάτια όλων προετοιμάζεται με τις δυνάμεις της ίδιας της αστικής τάξης ο μοναδικά νόμιμος και επαναστατικός πόλεμος, δηλαδή ο εμφύλιος πόλεμος ενάντια στην ιμπεριαλιστική αστική τάξη.
[…] Έργο της αστικής τάξης είναι να αναπτύσσει τα τραστ, να σπρώχνει τα γυναικόπαιδα στις φάμπρικες, να τα βασανίζει εκεί, να τα διαφθείρει και να τα καταδικάζει στην έσχατη φτώχεια. Εμείς δε ‘διεκδικούμε’ μια τέτοια ανάπτυξη, δεν την ‘υποστηρίζουμε’, παλεύουμε ενάντιά της. Μα πώς παλεύουμε; Ξέρουμε ότι τα τραστ και η δουλειά των γυναικών στα εργοστάσια αποτελούν πρόοδο. Δε θέλουμε να πάμε πίσω, στη χειροτεχνία, στον προμονοπωλιακό καπιταλισμό, στη σπιτική δουλειά των γυναικών. Εμπρός μέσω των τραστ, κτλ. και πέρα απ’ αυτά προς το σοσιαλισμό!
Ο συλλογισμός αυτός ισχύει, τηρουμένων των αναλογιών, και για τη σημερινή στρατιωτικοποίηση του λαού. Σήμερα η ιμπεριαλιστική αστική τάξη στρατιωτικοποιεί όχι μονάχα όλο το λαό μα και τη νεολαία. Αύριο θ’ αρχίσει, ίσως, να στρατιωτικοποιεί και τις γυναίκες. Εμείς παίρνοντας αφορμή απ’ αυτό, πρέπει να πούμε: Τόσο το καλύτερο! Γρηγορότερα εμπρός! Όσο πιο γρήγορα τόσο θα βρεθούμε πλησιέστερα στην ένοπλη εξέγερση ενάντια στον καπιταλισμό. Πώς μπορούν οι σοσιαλδημοκράτες να αφήνονται να τρομοκρατηθούν από τη στρατιωτικοποίηση της νεολαίας κτλ. όταν δεν ξεχνούν το παράδειγμα της Κομμούνας; […] Και θα ήταν στ’ αλήθεια πολύ άσχημο αν οι σοσιαλδημοκράτες, σε πείσμα όλων των οικονομικών και πολιτικών γεγονότων, άρχιζαν να αμφιβάλλουν ότι η ιμπεριαλιστική εποχή και οι ιμπεριαλιστικοί πόλεμοι δεν μπορούν παρά να οδηγήσουν αναπόφευκτα. Στην επανάληψη αυτών των γεγονότων.
[…] Τον καιρό της Κομμούνας γυναίκες και παιδιά 13 χρονών πολέμησαν δίπλα στους άντρες. Και δεν μπορεί να συμβεί διαφορετικά και στις μελλοντικές μάχες για την ανατροπή της αστικής τάξης.
[…] Τώρα η στρατιωτικοποίηση διεισδύει σ’ όλη την κοινωνική ζωή. Ο ιμπεριαλισμός είναι η άγρια πάλη των μεγάλων Δυνάμεων για το μοίρασμα και το ξαναμοίρασμα του κόσμου – γι΄ αυτό δεν μπορεί παρά να οδηγήσει αναπόφευκτα στην παραπέρα στρατιωτικοποίηση όλων των χωρών και των ουδέτερων και των μικρών. Τι θα κάνουν ενάντια σ’ αυτό οι προλετάρισσες Θα καταριούνται απλώς κάθε πόλεμο και καθετί το στρατιωτικό, θα ζητούν μονάχα αφοπλισμό; Ποτέ οι γυναίκες μιας καταπιεζόμενης τάξης, που είναι πραγματικά επαναστατική, δε θα συμβιβαστούν μ΄ ένα τέτοιο επαίσχυντο ρόλο. Αλλά θα πουν στα παιδιά τους: ‘Γρήγορα θα γίνεις μεγάλος. Θα σου δώσουν όπλο. Πάρτο και μάθε καλά την πολεμική τέχνη. Αυτή η μάθηση είναι απαραίτητη στους προλετάριους – όχι για να πυροβολούν ενάντια στ’ αδέρφια τους, τους εργάτες των άλλων χωρών, όπως γίνεται στον τωρινό πόλεμο και όπως σε συμβουλεύουν να κάνεις οι προδότες του σοσιαλισμού, μα για να παλεύουν ενάντια στην αστική τάξης της δικής τους χώρας, για να βάλουν τέρμα στην εκμετάλλευση, την αθλιότητα και τους πολέμους, όχι με ευσεβείς ευχές, αλλά νικώντας την αστική τάξη και αφοπλίζοντάς την’.
[…] Μια από τις κυριότερες αιτίες που κάνουν απαράδεκτο το αίτημα του αφοπλισμού είναι ακριβώς ότι αυτό και οι αυταπάτες που γεννιούνται αναπόφευκτα απ΄ αυτό αδυνατίζουν και εξασθενούν την πάλη μας ενάντια στον οπορτουνισμό.»
σελ. 230:
«Οι ‘σοσιαλιστές’ εκείνοι που με κοινότυπες φράσεις για ωραία πράγματα γενικά (υπεράσπιση της πατρίδας, δημοκρατική ειρήνη), χωρίς να ξεσκεπάζουν τις μυστικές συνθήκες της κυβέρνησής τους σχετικά με τη διαρπαγή ξένων χωρών, ρίχνουν στάχτη στα μάτια και συσκοτίζουν τα μυαλά των εργατών – τέτοιοι ‘σοσιαλιστές’ διαπράττουν ολοκληρωτική προδοσία απέναντι στο σοσιαλισμό.
[…] Ο πόλεμος είναι συνέχιση της πολιτικής. Και η πολιτική ‘συνεχίζεται’ επίσης στη διάρκεια του πολέμου!
[…] Ο ‘σοσιαλιστής’ που με σε μια τέτοια κατάσταση πραγμάτων απευθύνει στους λαούς και στις κυβερνήσεις λόγους για μια καλούτσικη ειρήνη, είναι ίδιος και απαράλλακτος με τον παπά που βλέπει μπροστά του στην εκκλησία στα πρώτα στασίδια την ιδιοκτήτρια ενός οίκου ανοχής και τον αστυνομικό σταθμάρχη, που έχουν πάρε-δώσε μεταξύ τους και ‘κηρύσσει’ σ’ αυτούς και στο λαό την αγάπη προς τον πλησίον και την τήρηση των χριστιανικών εντολών.»
σελ. 237:
«Θα τερματιστεί άραγε ο σημερινός πόλεμος μ’ αυτόν τον τρόπο σ’ ένα πολύ κοντινό μέλλον, ή η Ρωσία ‘θα επιμείνει’ κάπως περισσότερο καιρό στην επιδίωξή της να νικήσει τη Γερμανία και να ληστέψει όσο το δυνατόν περισσότερο την Αυστρία; Θα παίξουν άραγε οι διαπραγματεύσεις για χωριστή ειρήνη το ρόλο ελιγμού ενός επιδέξιου εκβιαστή; […] Είτε έτσι είτε αλλιώς ο ιμπεριαλιστικός πόλεμος δεν μπορεί να τερματιστεί με κανενός άλλου είδους ειρήνη εκτός από την ιμπεριαλιστική, αν ο πόλεμος αυτός δε μετατραπεί σε εμφύλιο πόλεμο του προλεταριάτου ενάντια στην αστική τάξη για το σοσιαλισμό. Είτε έτσι είτε αλλιώς, με εξαίρεση αυτήν την τελευταία έκβαση, ο ιμπεριαλιστικός πόλεμος θα οδηγήσει στο δυνάμωμα της μιας ή της άλλης από τις τρεις ισχυρότερες ιμπεριαλιστικές Δυνάμεις, της Αγγλίας, Γερμανίας, Ρωσίας, σε βάρος των αδυνάτων (Σερβίας, Τουρκίας, Βελγίου κτλ) και είναι πέρα για πέρα δυνατό να δυναμώσουν ύστερα από τον πόλεμο και οι τρεις αυτοί ληστές αφού μοιραστούν τα αρπαγμένα (αποικίες, Βέλγιο, Σερβία, Αρμενία) και όλος ο καυγάς θα είναι μόνο σε ποια αναλογία να μοιραστεί αυτή η λεία.
Είτε έτσι είτε αλλιώς αναπόδραστα, αναπόφευκτα και αναμφίβολα θα την πάθουν και θα εξευτελιστούν τόσο οι ολοκληρωτικοί και ανοιχτοί σοσιαλσοβινιστές, δηλαδή τα υποκείμενα που παραδέχονται απροκάλυπτα την ‘υπεράσπιση της πατρίδας’ στον τωρινό πόλεμο, όσο και οι σκεπασμένοι, μεσοβέζικοι σοσιαλσοβινιστές, δηλαδή οι καουτσκιστές που κηρύσσουν την ‘ειρήνη’ γενικά, ‘χωρίς νικητές και ηττημένους’ κτλ.»
Πασιφισμός αστικός και πασιφισμός σοσιαλιστικός. Άρθρο (ή Κεφάλαιο) IV. Το Τσίμερβαλντ σε σταυροδρόμι.
σελ. 294:
«Γιατί οι αστοί πασιφιστές και οι ΄σοσιαλιστές’ μιμητές ή παπαγάλοι τους πάντα φαντάζονταν την ειρήνη ως κάτι το θεμελιακά διαφορετικό, με την έννοια ότι η ιδέα ‘Ο πόλεμος είναι η συνέχιση της ειρηνικής πολιτικής, η ειρήνη είναι η συνέχιση της πολεμικής πολιτικής’ ποτέ δεν κατανοήθηκε από τους πασιφιστές των δυο αποχρώσεων. Το ότι ο ιμπεριαλιστικός πόλεμος του 1914-1917 είναι η συνέχιση της ιμπεριαλιστικής πολιτικής του 1898-1914, αν όχι ακόμη πιο παλιότερης περιόδου, αυτό δεν ήθελαν και δε θέλουν να το δουν ούτε οι αστοί, ούτε οι σοσιαλσοβινιστές πασιφιστές.»
σελ. 296:
«Η Ευρώπη περνάει επαναστατική κατάσταση. Ο πόλεμος και η ακρίβεια την οξύνουν. Το πέρασμα από τον πόλεμο στην ειρήνη δεν παραμερίζει καθόλου αναγκαστικά την επαναστατική κατάσταση, επειδή από πουθενά δε βγαίνει ότι τα εκατομμύρια των εργατών που έχουν τώρα στα χέρια τους ένα θαυμάσιο οπλισμό θα αφήσουν οπωσδήποτε και δίχως άλλο ‘να τους αφοπλίσει ειρηνικά’ η αστική τάξη, αντί να εκπληρώσουν τη συμβουλή του Κ. Λίμπκνεχτ, δηλαδή να στρέψουν τα όπλα ενάντια στη δική τους αστική τάξη.»
σελ. 359:
«[…] αν η επαναστατική τάξης της Ρωσίας, η εργατική τάξη, έρθει στην εξουσία πρέπει να προτείνει ειρήνη. Και αν στους όρους μας οι καπιταλιστές της Γερμανίας ή οποιαδήποτε άλλης χώρας απαντήσουν με άρνηση τότε όλη η εργατική τάξη θα είναι υπέρ του πολέμου. Εμείς δεν προτείνουμε να τερματίσουμε τον πόλεμο μεμιάς. Αυτό δεν το υποσχόμαστε. Εμείς δεν κηρύσσουμε ένα τέτοιο αδύνατο και απραγματοποίητο πράγμα, όπως τον τερματισμό του πολέμου με τη θέληση μιας πλευράς. Τέτοιες υποσχέσεις είναι εύκολο να τις δίνει κανείς μα είναι αδύνατο να τις εκπληρώσει. Δεν είναι δυνατό να βγει κανείς εύκολα απ’ αυτόν το φρικτό πόλεμο. Ο πόλεμος κρατάει τρία χρόνια. Θα πολεμάτε δέκα χρόνια ή θα βαδίσετε για τη δύσκολη, την επίπονη επανάσταση. Άλλη διέξοδος δεν υπάρχει. Εμείς λέμε: Τον πόλεμο, που άρχισαν οι κυβερνήσεις των καπιταλιστών, μπορεί να τον τερματίσει μόνο η εργατική επανάσταση.»
σελ. 361:
«Κανένας δε θα νικήσει σ’ αυτόν τον πόλεμο εκτός από την εργατική επανάσταση σε μερικές χώρες. Ο πόλεμος δεν είναι παιχνιδάκι, ο πόλεμος είναι ένα πράγμα ανήκουστο, ο πόλεμος στοιχίζει εκατομμύρια θύματα και δεν είναι τόσο εύκολο να τον τερματίσεις.
Οι στρατιώτες στο μέτωπο δεν μπορούν να αποκόψουν το μέτωπο από το κράτος και να αποφασίσουν κατά βούληση. Οι στρατιώτες στο μέτωπο είναι ένα τμήμα της χώρας. Όσο το κράτος βρίσκεται σε πόλεμο, θα υποφέρει και το μέτωπο. Εδώ δεν μπορεί να γίνει τίποτε. Τον πόλεμο των προκάλεσαν οι κυρίαρχες τάξεις και θα τον τερματίσει μόνο η επανάσταση της εργατικής τάξης. Το αν θα έχετε γρήγορη ειρήνη εξαρτάται μόνο από το δρόμο που θα πάρει η εξέλιξη της επανάστασης. Οποιαδήποτε συναισθηματικά πράγματα κι αν λέγονται, όσο κι αν σας λένε: Ελάτε να βάλουμε αμέσως τέρμα στον πόλεμο, αυτό δεν μπορεί να γίνει χωρίς την άνοδο της επανάστασης. Όταν η εξουσία περάσει στα χέρια των Σοβιέτ των εργατών, στρατιωτών και αγροτών βουλευτών οι καπιταλιστές θα ταχτούν ενάντιά μας: Η Ιαπωνία, – ενάντια, η Γαλλία – ενάντια, η Αγγλία – ενάντια· ενάντιά μας θα ταχτούν οι κυβερνήσεις όλων των χωρών. Ενάντιά μας θα είναι οι καπιταλιστές, μαζί μας θα είναι οι εργάτες. Τότε θα μπει τέρμα στον πόλεμο που άρχισαν οι καπιταλιστές. Να η απάντηση στην ερώτηση, πώς να τερματίσουμε τον πόλεμο.»
[2] Βλ. σχετικά στο Λένιν ΒΙ. (2013). Για τον πόλεμο και τη σοσιαλιστική επανάσταση. Σύγχρονη Εποχή, Αθήνα, (‘Πόλεμος & Επανάσταση’ στο εξής), Το στρατιωτικό πρόγραμμα της προλεταριακής επανάστασης, σελ. 224 – 225:
«Για να πειστεί κανείς γι’ αυτό αρκεί να εμβαθύνει, λ.χ. στην επιχειρηματολογία των Νορβηγών οπαδών του αφοπλισμού: ‘Εμείς – λένε – είμαστε χώρα μικρή, ο στρατός μας είναι μικρός, δεν μπορούμε να κάνουμε τίποτα ενάντια στις μεγάλες Δυνάμεις’ (αλλά και γι’ αυτό ανίσχυροι απέναντι στο βίαιο τράβηγμα σε μια ιμπεριαλιστική συμμαχία με μια οποιαδήποτε ομάδα μεγάλων Δυνάμεων)…’θέλουμε να μείνουμε ήσυχοι στην απόμερη γωνιά μας και θα εξακολουθούμε να εφαρμόζουμε την απόμερη πολιτική μας, να απαιτούμε αφοπλισμό, υποχρεωτικά διαιτητικά δικαστήρια, μόνιμη ουδετερότητα κτλ.‘ (‘μόνιμη’ – μήπως όπως η βελγική;).
Η στενόκαρδη επιδίωξη των μικρών κρατών να μείνουν παράμερα, η μικροαστική επιθυμία να βρίσκονται όσο γίνεται μακρύτερα από τις μεγάλες μάχες της παγκόσμιας ιστορίας, να εκμεταλλεύονται τη σχετική μονοπωλιακή θέση τους για να παραμείνουν σε αποστεωμένη παθητικότητα – να ποιες αντικειμενικές κοινωνικές συνθήκες μπορεί να εξασφαλίσουν μια ορισμένη επιτυχία στην ιδέα του αφοπλισμού και μια ορισμένη διάδοσή της σε μερικά μικρά κράτη. Εννοείται πως η επιδίωξη αυτή είναι αντιδραστική και στηρίζεται ολοκληρωτικά σε αυταπάτες, γιατί ο ιμπεριαλισμός είτε έτσι είτε αλλιώς παρασέρνει τα μικρά κράτη στη δίνη της παγκόσμιας οικονομίας και της παγκόσμιας πολιτικής.
Στην Ελβετία, π.χ., οι ιμπεριαλιστικές συνθήκες της τής υπαγορεύουν αντικειμενικά δύο γραμμές στο εργατικό κίνημα: Οι οπορτουνιστές, σε συμμαχία με την αστική τάξη, προσπαθούν να κάνουν την Ελβετία ρεπουμπλικανική – δημοκρατική μονοπωλιακή ένωση, για να αποκομίζουν κέρδη από τους περιηγητές της ιμπεριαλιστικής αστικής τάξης και για να χρησιμοποιούν αυτήν την ‘ήρεμη’ μονοπωλιακή της θέση όσο το δυνατόν συμφερότερα, όσο το δυνατόν ηρεμότερα.
Οι πραγματικοί σοσιαλδημοκράτες της Ελβετίας προσπαθούν να χρησιμοποιήσουν τη σχετική ελευθερία και τη ‘διεθνή’ της θέση για να βοηθήσουν να νικήσει η στενή συμμαχία των επαναστατικών στοιχείων των εργατικών κομμάτων της Ευρώπης.[…]»
[3] Βλ. σχετικά στο Τζαρέλλας Δ. (2020). Συμβολή σε μια κριτική θεωρία του κράτους. Οικονομία και πολιτική στην αστική κοινωνία. ΚΨΜ. Αθήνα.
[4] Για το δικαίωμα της αυτοδιάθεσης ως ελευθερία αποχωρισμού, και ζύμωσης υπέρ αυτού, βλ. Λένιν ΒΙ. (2006). Για το δικαίωμα αυτοδιάθεσης των εθνών. Σύγχρονη Εποχή. Αθήνα:
σελ. 45-46:
«Σ’ όλο τον κόσμο η εποχή της οριστικής νίκης του καπιταλισμού ενάντια στη φεουδαρχία ήταν συνδεδεμένη με εθνικά κινήματα. Η οικονομική βάση αυτών των κινημάτων συνίσταται στο ότι για την πλήρη νίκη της εμπορευματικής παραγωγής είναι ανάγκη να καταχτήσει η αστική τάξη την εσωτερική αγορά, είναι ανάγκη να ενωθούν σε κράτος τα εδάφη που ο πληθυσμός τους μιλάει την ίδια γλώσσα, παραμερίζοντας κάθε εμπόδιο για την ανάπτυξη αυτής της γλώσσας και την καθιέρωσή της στη φιλολογία.
Η γλώσσα είναι σπουδαιότατο μέσο επικοινωνίας των ανθρώπων. Η ενότητα της γλώσσας και η ανεμπόδιστη ανάπτυξή της είναι ένας από τους σπουδαιότερους όρους της πραγματικά ελεύθερης και πλατιάς, ανάλογης με τον σύγχρονο καπιταλισμό, εμπορικής κυκλοφορίας, της ελεύθερης και πλατιάς συγκρότησης του πληθυσμού σε κάθε μια τάξη χωριστά, τέλος είναι ο όρος της στενής σύνδεσης της αγοράς με τον κάθε νοικοκύρη ή μικρονοικοκύρη, πουλητή ή αγοραστή.
Γι’ αυτό, η τάση (η επιδίωξη) κάθε εθνικού κινήματος είναι ο σχηματισμός εθνικών κρατών, που ικανοποιούν καλύτερα αυτές τις απαιτήσεις του σύγχρονου καπιταλισμού […] για όλο τον πολιτισμένο κόσμο – χαρακτηριστικό φυσιολογικό φαινόμενο για την κεφαλαιοκρατική περίοδο είναι τα εθνικά κράτη.
[…] εξετάζοντας τους ιστορικοοικονομικούς όρους των εθνικών κινημάτων, θα φτάσουμε αναπόφευκτα στο συμπέρασμα: ότι με την έννοια αυτοδιάθεση των εθνών εννοούμε τον κρατικό χωρισμό τους από ξένα εθνικά σύνολα, εννοούμε το σχηματισμό αυτοτελούς εθνικού κράτους.»
σελ. 49:
«[…] η ‘αυτοδιάθεση των εθνών’ δεν μπορεί να έχει στο πρόγραμμα των μαρξιστών, από ιστορικοοικονομική άποψη, άλλη σημασία εκτός από την πολιτική αυτοδιάθεση, την κρατική αυτοτέλεια, το σχηματισμό εθνικού κράτους.»
«Η αστική τάξη, που στην αρχή κάθε εθνικού κινήματος παρουσιάζεται φυσικά σαν ηγεμόνας (καθοδηγητής) του, ονομάζει πραχτική υπόθεση την υποστήριξη όλων των εθνικών επιδιώξεων. Η πολιτική όμως του προλεταριάτου στο εθνικό ζήτημα (όπως και στα υπόλοιπα ζητήματα) υποστηρίζει απλώς την αστική τάξη σε μια ορισμένη κατεύθυνση, ποτέ όμως η πολιτική του δεν συμπίπτει με την πολιτική της. Η εργατική τάξη υποστηρίζει την αστική τάξη μονάχα προς το συμφέρον της εθνικής ειρήνης (που η αστική τάξη δεν μπορεί να τη δώσει ολόκληρη και που είναι πραγματοποιήσιμη μονάχα στα πλαίσια μιας ολοκληρωτικής δημοκρατικοποίησης), προς το συμφέρον της ισοτιμίας, προς το συμφέρον της δημιουργίας καλύτερων όρων για την ταξική πάλη. Γι’ αυτό ακριβώς οι προλετάριοι προβάλλουν ενάντια στον πρακτικισμό της αστικής τάξης μια πολιτική αρχών στο εθνικό ζήτημα, υποστηρίζοντας την αστική τάξη πάντα μόνο υπό όρους. Στο εθνικό ζήτημα κάθε αστική τάξη θέλει είτε προνόμια για το έθνος της, είτε αποκλειστικά πλεονεκτήματα γι’ αυτό. Αυτό ακριβώς λέγεται ‘πρακτικό’. Το προλεταριάτο είναι ενάντια σε κάθε αποκλειστικότητα. Το να ζητάς ‘πρακτικισμό’ από το προλεταριάτο σημαίνει ότι σέρνεσαι από την αστική τάξη, ότι πέφτεις στον οπορτουνισμό.
Πρέπει να απαντάμε με: ‘ναι ή όχι’ στο ζήτημα του αποχωρισμού κάθε έθνους; Αυτό μοιάζει σαν πολύ ‘πραχτική’ διεκδίκηση. Στην πραγματικότητα όμως είναι ανόητη, θεωρητικά μεταφυσική και στην πράξη οδηγεί στην υποταγή του προλεταριάτου στην πολιτική της αστικής τάξης. Η αστική τάξη βάζει πάντα στην πρώτη γραμμή τις εθνικές της διεκδικήσεις. Τις βάζει απόλυτα. Για το προλεταριάτο οι διεκδικήσεις αυτές υποτάσσονται στα συμφέροντα της ταξικής πάλης. Θεωρητικά δεν μπορείς να εγγυηθείς από πριν αν ο αποχωρισμός ενός δοσμένου έθνους, είτε η ισότιμη θέση του μ’ ένα άλλο έθνος, θα ολοκληρώσει την αστικοδημοκρατική επανάσταση. Για το προλεταριάτο έχει σημασία και στις δύο περιπτώσεις να εξασφαλίσει την ανάπτυξη της τάξης του. Για την αστική τάξη έχει σημασία να δυσκολέψει αυτή την ανάπτυξη, παραμερίζοντας τα καθήκοντα αυτής της ανάπτυξης μπροστά στα καθήκοντα του έθνους ‘της’. Γι’ αυτό, το προλεταριάτο περιορίζεται στην αρνητική, σα να λέμε, διεκδίκηση να αναγνωριστεί το δικαίωμα της αυτοδιάθεσης, χωρίς να δίνει εγγυήσεις σε κανένα έθνος, χωρίς να αναλαβαίνει υποχρεώσεις να δώσει τίποτα σε βάρος άλλου έθνους.
[…] Το προλεταριάτο είναι ενάντια σ’ έναν τέτοιο πρακτικισμό: αναγνωρίζοντας την ισοτιμία και το ίσο δικαίωμα για τη συγκρότηση εθνικού κράτους, εκτιμά και βάζει πάνω απ’ όλα τη συμμαχία των προλετάριων όλων των εθνών, κρίνοντας με το πρίσμα της ταξικής πάλης των εργατών κάθε εθνική διεκδίκηση, κάθε εθνικό αποχωρισμό.
[…] Όσο η αστική τάξη του καταπιεζόμενου έθνους παλεύει ενάντια στο έθνος που καταπιέζει, τόσο είμαστε πάντα και σε κάθε περίπτωση και πιο αποφασιστικά απ’ όλους υπέρ, γιατί είμαστε οι πιο τολμηροί και συνεπείς εχθροί της καταπίεσης. Εφ’ όσον η αστική τάξη του καταπιεζόμενου έθνους είναι υπέρ του δικού της αστικού εθνικισμού, εμείς είμαστε κατά. Πάλη ενάντια στα προνόμια και τη βία του έθνους που καταπιέζει. Και καμιά ανοχή της επιδίωξης προνομίων από μέρους του καταπιεζόμενου έθνους.
Αν δεν βάλουμε και δεν συμπεριλάβουμε στη ζύμωσή μας το σύνθημα για το δικαίωμα αποχωρισμού, θα παίξουμε το παιχνίδι όχι μονάχα της αστικής τάξης, μα και των φεουδαρχών και του απολυταρχισμού του έθνους που καταπιέζει.
[…] Σε κάθε αστικό εθνικισμό καταπιεζόμενου έθνους υπάρχει πανδημοκρατικό περιεχόμενο ενάντια στην καταπίεση, κι αυτό ακριβώς το περιεχόμενο το υποστηρίζουμε χωρίς όρους, ξεχωρίζοντας αυστηρά την τάση προς την εθνική του αποκλειστικότητα, καταπολεμώντας την τάση του πολωνού αστού να καταπνίγει τον εβραίο κλπ. κλπ.
[…] Αναγνωρίζουμε το δικαίωμα αποχωρισμού σε όλους. Κρίνουμε κάθε συγκεκριμένο ζήτημα αποχωρισμού από μια άποψη που αποκλείει κάθε ανισοτιμία, κάθε προνόμιο, κάθε αποκλειστικότητα.
Ας πάρουμε τη θέση του έθνους που καταπιέζει. Μπορεί να είναι ελεύθερος ένας λαός που καταπιέζει άλλους λαούς; Όχι.»
[…] Όταν κατηγορείς τους οπαδούς της ελευθερίας της αυτοδιάθεσης, δηλ. της ελευθερίας του αποχωρισμού, ότι ενθαρρύνουν τις χωριστικές τάσεις, κάνεις την ίδια ακριβώς ανοησία και την ίδια ακριβώς υποκρισία σαν να κατηγορείς τους οπαδούς της ελευθερίας του διαζυγίου ότι ενθαρρύνουν τη διάλυση των οικογενειακών δεσμών. Γι’ αυτό, όπως στην αστική κοινωνία οι υπερασπιστές των προνομίων και της εξαγοράς, που πάνω τους στηρίζεται ο αστικός γάμος, παίρνουν θέση ενάντια στην ελευθερία του διαζυγίου, έτσι ακριβώς και στο κεφαλαιοκρατικό κράτος η άρνηση της ελευθερίας της αυτοδιάθεσης, δηλ. του αποχωρισμού των εθνών, σημαίνει απλώς υπεράσπιση των προνομίων του κυρίαρχου έθνους και των αστυνομικών μεθόδων διοίκησης σε βάρος των δημοκρατικών.
[…[ Όποιος στέκει στην άποψη της δημοκρατίας, όποιος δηλαδή είναι υπέρ της λύσης των κρατικών ζητημάτων από τη μάζα του πληθυσμού, ξέρει θαυμάσια ότι από τη φλυαρία των πολιτικάντηδων ως την απόφαση των μαζών υπάρχει ‘τεράστια απόσταση’. Οι μάζες του πληθυσμού ξέρουν περίφημα από την καθημερινή πείρα τη σημασία των γεωγραφικών και οικονομικών δεσμών, τα πλεονεκτήματα της μεγάλης αγοράς και του μεγάλου κράτους και θα τραβήξουν για αποχωρισμό μονάχα όταν η εθνική καταπίεση και οι εθνικές προστριβές κάνουν τη συμβίωση ολότελα αβάσταχτη και εμποδίζουν όλες τις οικονομικές σχέσεις. Και σε παρόμοια περίπτωση τα συμφέροντα της κεφαλαιοκρατικής ανάπτυξης και της ελευθερίας της ταξικής πάλης θα είναι ακριβώς με το μέρος εκείνων που αποχωρίζονται.
[…] Τα συμφέροντα της εργατικής τάξης και της πάλης ενάντια στον καπιταλισμό απαιτούν την πλέρια αλληλεγγύη και την πιο στενή ενότητα των εργατών όλων των εθνών, απαιτούν ν’ αποκρουστεί η εθνικιστική πολιτική της αστικής τάξης οποιασδήποτε εθνότητας. Γι’ αυτό θα ήταν παρέκκλιση τα καθήκοντα της προλεταριακής πολιτικής και υποταγή των εργατών στην αστική πολιτική, αν οι σοσιαλδημοκράτες άρχιζαν ν’ αρνούνται το δικαίωμα της αυτοδιάθεσης, δηλαδή το δικαίωμα αποχωρισμού των καταπιεζόμενων εθνών, καθώς και αν αναλάβαιναν οι σοσιαλδημοκράτες να υποστηρίξουν όλες τις εθνικές διεκδικήσεις της αστικής τάξης των καταπιεζόμενων εθνών.
[…] Σε όλες τις περιπτώσεις ο μισθωτός εργάτης θα εξακολουθεί να είναι αντικείμενο εκμετάλλευσης, και για να πετύχει ο αγώνας εναντίον της απαιτείται η ανεξαρτησία του προλεταριάτου από τον εθνικισμό, η πλέρια, ας πούμε, ουδετερότητα των προλετάριων απέναντι στον αγώνα της αστικής τάξης των διαφόρων εθνών για τα πρωτεία. Η παραμικρότερη υποστήριξη από το προλεταριάτο οποιουδήποτε έθνους των προνομίων της ‘δικής του’ εθνικής αστικής τάξης θα προκαλέσει αναπόφευκτα δυσπιστία στο προλεταριάτο του άλλου έθνους, θ’ αδυνατίσει τη διεθνή ταξική αλληλεγγύη των εργατών, θα τους διασπάσει χαροποιώντας την αστική τάξη. Και η άρνηση του δικαιώματος της αυτοδιάθεσης ή του αποχωρισμού σημαίνει αναπόφευκτα στην πράξη υποστήριξη των προνομίων του κυρίαρχου έθνους.»
Στο (‘Πόλεμος & Επανάσταση’, σημ. 2).
Το ζήτημα της ειρήνης, σελ. 91-97:
[…] Το σύνθημα της αυτοδιάθεσης των εθνών πρέπει επίσης να μπαίνει σε σύνδεση με την ιμπεριαλιστική εποχή του καπιταλισμού. Εμείς δεν είμαστε υπέρ του status quo, δεν είμαστε υπέρ της μικροαστικής ουτοπίας να μένουμε μακριά από τους μεγάλους πολέμους. Είμαστε υπέρ του επαναστατικού αγώνα ενάντια στον ιμπεριαλισμό, δηλαδή τον καπιταλισμό. Ο ιμπεριαλισμός συνίσταται ακριβώς στην τάση των εθνών που καταπιέζουν μια σειρά ξένα έθνη να επεκτείνουν και να κατοχυρώσουν αυτήν την καταπίεση, να ξαναμοιράσουν τις αποικίες. Γι’ αυτό η ουσία του ζητήματος της αυτοδιάθεσης των εθνών στην εποχή μας συνίσταται ακριβώς στη συμπεριφορά των σοσιαλιστών των εθνών που καταπιέζουν άλλα έθνη. Ο σοσιαλιστής του έθνους που καταπιέζει άλλα έθνη […] που δεν αναγνωρίζει και δεν υπερασπίζει το δικαίωμα της αυτοδιάθεσης των καταπιεζόμενων εθνών (δηλαδή του δικαιώματος του ελεύθερου αποχωρισμού), δεν είναι στην πραγματικότητα σοσιαλιστής αλλά σοβινιστής.
Μόνο μια τέτοια άποψη οδηγεί σε ανυπόκριτο, σε συνεπή αγώνα ενάντια στον ιμπεριαλισμό, στην προλεταριακή και όχι στη μικροαστική τοποθέτηση (στην εποχή μας) του εθνικού ζητήματος. Μόνο μια τέτοια πράξη οδηγεί στη συνεπή εφαρμογή της αρχής του αγώνα ενάντια σε κάθε λογής καταπίεση των εθνών, εξαλείφει τη δυσπιστία ανάμεσα στους προλετάριους των εθνών που καταπιέζουν άλλα έθνη και των εθνών που καταπιέζονται, οδηγεί στον αλληλέγγυο, διεθνή αγώνα για τη σοσιαλιστική επανάσταση (δηλαδή για το μοναδικά πραγματοποιήσιμο καθεστώς πλήρους εθνικής ισοτιμίας) και όχι για τη μικροαστική ουτοπία της ελευθερίας όλων των μικρών κρατών γενικά μέσα στις συνθήκες του καπιταλισμού.
[…] Αυτή ακριβώς ήταν η άποψη του Μαρξ, που δίδαξε στο προλεταριάτο ότι ‘δεν μπορεί να είναι ελεύθερος ένας λαός που καταπιέζει άλλους λαούς’.
[…] αν όλοι οι σοσιαλιστές των ‘μεγάλων’ Δυνάμεων, δηλαδή των δυνάμεων που διαπράττουν μεγάλες ληστείες, δεν υπερασπίζουν αυτό το ίδιο δικαίωμα προκειμένου για τις αποικίες, αυτό γίνεται ακριβώς γιατί και μόνο γιατί στην πραγματικότητα είναι ιμπεριαλιστές και όχι σοσιαλιστές. Και είναι γελοίο να τρέφουμε αυταπάτες ότι άνθρωποι που δεν υπερασπίζουν το ‘δικαίωμα της αυτοδιάθεσης’ των καταπιεζόμενων εθνών, ενώ ανήκουν οι ίδιοι στα έθνη που καταπιέζουν άλλα έθνη, θα ήταν ικανοί για σοσιαλιστική πολιτική.»
Κεφάλαιο Ι. Οι αρχές του σοσιαλισμού και ο πόλεμος του 1914-1915. Σχετικά με το δικαίωμα της αυτοδιάθεσης των εθνών, σελ. 128:
«Οι σοσιαλιστές δεν μπορούν να πετύχουν το μεγάλο τους σκοπό χωρίς αγώνα ενάντια σε κάθε λογής καταπίεση των εθνών. Γι’ αυτό έχουν οπωσδήποτε χρέος να απαιτούν ώστε τα σοσιαλδημοκρατικά κόμματα των χωρών που καταπιέζουν άλλες χώρες (ιδιαίτερα των λεγόμενων ‘μεγάλων’ Δυνάμεων» να αναγνωρίζουν και να υπερασπίζουν το δικαίωμα της αυτοδιάθεσης των καταπιεζόμενων εθνών, συγκεκριμένα με την πολιτική έννοια της λέξης, δηλαδή το δικαίωμα για πολιτικό αποχωρισμό. Ο σοσιαλιστής που ανήκει σ’ ένα κυρίαρχο έθνος, ή σ’ ένα έθνος που έχει αποικίες, που δεν υπερασπίζει αυτό το δικαίωμα, είναι σοβινιστής.
Η υπεράσπιση αυτού του δικαιώματος όχι μόνο δεν ενθαρρύνει το σχηματισμό μικρών κρατών αλλά απεναντίας οδηγεί σε πιο ελεύθερο, σε πιο τολμηρό και γι’ αυτό πιο πλατύ και πιο γενικό σχηματισμό μεγάλων κρατών και ενώσεων κρατών, που συμφέρουν περισσότερο τις μάζες και ανταποκρίνονται περισσότερο στην οικονομική ανάπτυξη.
Με τη σειρά τους οι σοσιαλιστές των καταπιεζόμενων εθνών οφείλουν ν’ αγωνίζονται ανεπιφύλακτα για την πλήρη (μαζί και οργανωτική) ενότητα των εργατών των καταπιεζόμενων εθνών μαζί με τους εργάτες των εθνών που καταπιέζουν άλλα έθνη.[…]
Ιμπεριαλισμός είναι η εποχή της προοδευτικής αύξησης της καταπίεσης των εθνών όλου του κόσμου από μια χούφτα ‘μεγάλες’ Δυνάμεις και γι’ αυτό ο αγώνας για τη διεθνή σοσιαλιστική επανάσταση ενάντια στον ιμπεριαλισμό δεν είναι δυνατός χωρίς την αναγνώριση του δικαιώματος της αυτοδιάθεσης των εθνών. «Δεν μπορεί να είναι ελεύθερος ένας λαός που καταπιέζει άλλους λαούς’ (Μαρξ και Ένγκελς). Δεν μπορεί να είναι σοσιαλιστικό το προλεταριάτο που συμβιβάζεται και με την ελάχιστη βία του έθνους ‘του’ ενάντια σε άλλα έθνη.»
[5] Περδίκης Δ. (2021) Αντιιμπεριαλιστική Αντιμονοπωλιακή Δημοκρατική Μετωπική πολιτική: επίκαιρη και αναγκαία όσο ποτέ. Ιστοσελίδα Συλλόγου Μαρξ. Σκέψης «Γ. Κορδάτος».
[6] Ο Λένιν δεν είχε κανένα επί της αρχής πρόβλημα στην επιλογή του «μικρότερου κακού», και αναγνώριζε πότε το «μικρότερο κακό» αφορούσε την ήττα του ιμπεριαλιστή «μας», ειδικότερα όταν τυγχάνει να είναι και ο ισχυρότερος, βλ. στο (‘Πόλεμος & Επανάσταση’, σημ. 2):
Τα καθήκοντα της επαναστατικής σοσιαλδημοκρατίας στον ευρωπαϊκό πόλεμο. σελ. 25:
«Καθήκον της σοσιαλδημοκρατίας κάθε χώρας πρέπει να είναι, πρώτ’ απ’ ‘όλα, η πάλη ενάντια στον σοβινισμό της δοσμένης χώρας.
[…] Στη δοσμένη κατάσταση δεν μπορεί να καθοριστεί από την άποψη του διεθνούς προλεταριάτου η ήττα ποιας από τις δυο ομάδες των εμπόλεμων εθνών θα ήταν το μικρότερο κακό για το σοσιαλισμό. Για μας, όμως, τους Ρώσους σοσιαλδημοκράτες, δε χωράει αμφιβολία ότι από την άποψη της εργατικής τάξης και των εργαζόμενων μαζών όλων των λαών της Ρωσίας το μικρότερο κακό θα ήταν η ήττα της τσαρικής μοναρχίας, της πιο αντιδραστικής και της πιο βάρβαρης κυβέρνησης, που καταπιέζει το μεγαλύτερο αριθμό εθνών και τη μεγαλύτερη μάζα πληθυσμού της Ευρώπης και της Ασίας.»
Προς τον Α. Γκ. Σλιαπνίκοφ. σελ. 29-31:
«Κατά τη γνώμη μου, τη μεγαλύτερη σημασία έχει σήμερα η συνεπής και οργανωμένη πάλη ενάντια στον σοβινισμό, που αγκάλιασε ολόκληρη την αστική τάξη και την πλειοψηφία των οπορτουνιστών (και αυτών που συμβιβάστηκαν με τον οπορτουνισμό tel Mr Kautsky) σοσιαλιστών. […] για να διεξαχθεί η πάλη πάνω σε μια γραμμή ακριβή και σαφή χρειάζεται ένα σύνθημα που να τη γενικεύει. Το σύνθημα είναι τούτο: Για μας, τους Ρώσους, από την άποψη των συμφερόντων των εργαζόμενων μαζών και της εργατικής τάξης της Ρωσίας, δεν μπορεί να υπάρχει και η ελάχιστη, καμιά απολύτως, αμφιβολία ότι το μικρότερο κακό θα ήταν τώρα, αμέσως, η ήττα του τσαρισμού στον πόλεμο αυτόν. Γιατί ο τσαρισμός είναι εκατό φορές χειρότερος από τον καϊζερισμό. Όχι σαμποτάζ του πολέμου αλλά πάλη ενάντια στον σοβινισμό και προσπάθεια όλης της προπαγάνδας και της ζύμωσης να πετύχει τη διεθνή συσπείρωση […] του προλεταριάτου για τον εμφύλιο πόλεμο.»
[7] Η ήττα του «ιμπεριαλιστή μας» και όχι οι «ίσες αποστάσεις» ή ο αφηρημένος πασιφισμός είναι ξεκάθαρα η πεμπτουσία της λενινιστικής πολιτικής ενάντια στον ιμπεριαλιστικό πόλεμο, βλ. στο (‘Πόλεμος & Επανάσταση’, σημ. 2):
Για την ήττα της κυβέρνησης της χώρας σου στον ιμπεριαλιστικό πόλεμο. σελ. 82-90:
«Σ’ έναν αντιδραστικό πόλεμο μια επαναστατική τάξη δεν μπορεί παρά να εύχεται την ήττα της κυβέρνησής της.
Αυτό είναι αξίωμα. Και το αξίωμα αυτό το αμφισβητούν μόνο οι συνειδητοί οπαδοί ή οι ανίκανοι υπηρέτες των σοσιαλσοβινιστών.
[…] Επαναστατική δράση, όμως, ενάντια στην κυβέρνησή σου στη διάρκεια του πολέμου σημαίνει, αναμφισβήτητα, ανταντίρρητα, όχι μόνο να εύχεσαι να ηττηθεί η κυβέρνησή σου αλλά και να συμβάλεις έμπρακτα σ’ αυτήν την ήττα. (Για έναν ‘οξυδερκή αναγνώστη’: Αυτό δε σημαίνει καθόλου ότι πρέπει να ‘ανατινάζονται οι γέφυρες’, να οργανώνονται αποτυχημένες απεργίες ενάντια στον πόλεμο και γενικά να βοηθιέται η κυβέρνηση για να επιφέρει ήττα στους επαναστάτες).
[…] Επανάσταση σε καιρό πολέμου σημαίνει εμφύλιος πόλεμος, η μετατροπή, όμως, του πολέμου των κυβερνήσεων σε εμφύλιο πόλεμο, από το ένα μέρος, διευκολύνεται από τις στρατιωτικές αποτυχίες (από την ‘ήττα’) των κυβερνήσεων, ενώ, από το άλλο μέρος, είναι αδύνατο, τείνοντας στην πράξη προς μια τέτοια μετατροπή να μη συμβάλεις έτσι στην ήττα.
[…] Όποιος θα ήθελε σοβαρά ν’ ανασκευάσει το ‘σύνθημα’ της ήττας της κυβέρνησής του στον ιμπεριαλιστικό πόλεμο θα έπρεπε να αποδείξει ένα από τα τρία αυτά πράγματα: Η΄ 1) ότι ο πόλεμος του 1914-1915 δεν είναι αντιδραστικός· ή 2) ότι η επανάσταση σε σύνδεση μ’ αυτόν δεν είναι δυνατό να γίνει· ή 3) ότι είναι αδύνατη μια συνάντηση και αλληλοϋποστήριξη των επαναστατικών κινημάτων σ’ όλες τις εμπόλεμες χώρες. Το τελευταίο επιχείρημα έχει ιδιαίτερη σημασία για τη Ρωσία επειδή είναι η πιο καθυστερημένη χώρα, όπου είναι αδύνατο να πραγματοποιηθεί άμεσα μια σοσιαλιστική επανάσταση. Γι’ αυτό ακριβώς οι Ρώσοι σοσιαλδημοκράτες ήταν αναγκαστικά οι πρώτοι που διατύπωσαν ‘θεωρητικά και πρακτικά’ το ‘σύνθημα’ της ήττας. Και η τσαρική κυβέρνηση είχε απόλυτα δίκιο που θεωρούσε τη ζύμωση της ΡΣΔΕ κοινοβουλευτικής ομάδας – μοναδικό παράδειγμα μέσα στη Διεθνή όχι μόνο κοινοβουλευτικής αντιπολίτευσης αλλά και πραγματικά επαναστατικής ζύμωσης μέσα στις μάζες ενάντια στην κυβέρνησή τους – που θεωρούσε ότι η ζύμωση αυτή αδυνάτιζε τη ‘στρατιωτική ισχύ’ της Ρωσίας και συντελούσε στην ήττα της.
[…] Μια συνεννόηση για επαναστατική δράση, έστω και σε μια μόνη χώρα, χωρίς να μιλάμε για μια σειρά χώρες, είναι πραγματοποιήσιμη μόνο με τη δύναμη του παραδείγματος ορισμένων σοβαρών επαναστατικών εκδηλώσεων, με το πέρασμα στην πραγματοποίησή τους, με την ανάπτυξή τους. Μα ένα τέτοιο ξεκίνημα δεν είναι πάλι κατορθωτό χωρίς να εύχεται κανείς την ήττα και χωρίς να συμβάλει σ’ αυτήν την ήττα. Η μετατροπή του ιμπεριαλιστικού πολέμου σε εμφύλιο δεν μπορεί να ‘φτιαχτεί’, όπως δεν μπορεί να ‘φτιάξει’ κανείς επανάσταση – η μετατροπή αυτή προκύπτει από μια ολόκληρη σειρά πολύμορφα φαινόμενα, πλευρές, μικροχαρακτηριστικά, ιδιότητες και συνέπειες του ιμπεριαλιστικού πολέμου. Και μια τέτοια ανάπτυξη δεν μπορεί να επιτευχθεί χωρίς μια σειρά στρατιωτικές αποτυχίες και ήττες εκείνων των κυβερνήσεων που τους καταφέρουν χτυπήματα οι ίδιες οι καταπιεζόμενες τάξεις τους.
Το να παραιτείται κανείς από το σύνθημα της ήττας σημαίνει να μετατρέπει την επαναστατικότητά τους σε κούφια φρασεολογία είτε σε καθαρή υποκρισία.
Και με τι μας προτείνουν να αντικαταστήσουμε το ‘σύνθημα’ της ήττας; Με το σύνθημα ‘ούτε νίκη, ούτε ήττα’ […] Αυτό όμως δε σημαίνει τίποτε άλλο παρά παράφραση του συνθήματος ‘υπεράσπιση της πατρίδας’! Αυτό σημαίνει ίσα-ίσα μετατόπιση του ζητήματος στο επίπεδο του πολέμου των κυβερνήσεων (που σύμφωνα με το περιεχόμενο του συνθήματος πρέπει να παραμείνουν στην παλιά τους θέση, να ‘διατηρήσουν τις θέσεις τους’) και όχι στο επίπεδο του αγώνα των καταπιεζόμενων τάξεων ενάντια στην κυβέρνησή τους! Αυτό σημαίνει δικαιολόγηση του σοβινισμού όλων των ιμπεριαλιστικών εθνών, που οι αστικές τους τάξεις είναι πάντα έτοιμες να πουν – και λένε στο λαό – ότι αγωνίζονται ‘μόνο’ ενάντια στην ΄ήττα’.
[…] Το σύνθημα αυτό, αν το καλοσκεφτεί κανείς, σημαίνει ‘ταξική ειρήνη’, απάρνηση του ταξικού αγώνα της καταπιεζόμενης τάξης σ’ όλες τις εμπόλεμες χώρες, γιατί είναι αδύνατο να διεξάγει κανείς ταξικό αγώνα χωρίς να καταφέρει χτυπήματα στη ‘δική του’ αστική τάξη και στη ‘δική του’ κυβέρνηση και το να καταφέρει κανείς σε καιρό πολέμου χτύπημα στην κυβέρνησή του σημαίνει εσχάτη προδοσία […], σημαίνει συμβολή στην ήττα της χώρας του. Όποιος παραδέχεται το σύνθημα ‘ούτε νίκη, ούτε ήττα’, αυτός μόνο υποκριτικά μπορεί να είναι υπέρ της ταξικής πάλης, υπέρ της ‘ρήξης της ταξικής ειρήνης’, αυτός στην πράξη παραιτείται από την ανεξάρτητη προλεταριακή πολιτική και επιβάλλει στο προλεταριάτο όλων των εμπόλεμων χωρών ένα καθήκον τελείως αστικό: Να προφυλάξει από την ήττα τις δοσμένες ιμπεριαλιστικές κυβερνήσεις. Η μοναδική πολιτική που σημαίνει ρήξη της ‘ταξικής ειρήνης’, ρήξη πραγματική και όχι στα λόγια, και αναγνώριση της ταξικής πάλης, είναι η πολιτική του να επωφελείται το προλεταριάτο από τις δυσκολίες της κυβέρνησής του και της αστικής του τάξης για να τις ανατρέψει. Αυτό, όμως, δεν μπορεί να το πετύχει κανείς, δεν μπορεί να το επιδιώκει χωρίς να εύχεται την ήττα της κυβέρνησής τους, χωρίς να συμβάλει σ’ αυτήν την ήττα.
[…] Ο προλετάριος δεν μπορεί ούτε να καταφέρει ταξικό χτύπημα στην κυβέρνησή του, ούτε να δώσει (στην πράξη) το χέρι στον αδερφό του, τον ‘ξένο’ προλετάριο, τον προλετάριο της χώρας που βρίσκεται σε πόλεμο μαζί ‘μας’, χωρίς να διαπράττει ‘εσχάτη προδοσία’, χωρίς να συμβάλλει στην ήττα, χωρίς να βοηθάει στη διάλυση της ‘δικής του’ ιμπεριαλιστικής ‘μεγάλης’ Δύναμης.
Όποιος υποστηρίζει το σύνθημα ‘ούτε νίκη, ούτε ήττα’ είναι συνειδητός ή ασυνείδητος σοβινιστής, είναι στην καλύτερη περίπτωση ένας διαλλακτικός μικροαστός αλλά πάντως είναι εχθρός της προλεταριακής πολιτικής, οπαδός των σημερινών κυβερνήσεων, των σημερινών κυρίαρχων τάξεων.
[…] Ας εξετάσουμε το ζήτημα και από μια άλλη άποψη. Ο πόλεμος δεν μπορεί να μην προκαλεί στις μάζες τα πιο τρικυμιώδη αισθήματα που διαταράσσουν τη συνηθισμένη νωθρή ψυχική διάθεση. Και δεν είναι δυνατό να υπάρχει επαναστατική τακτική αν η τακτική δεν αντιστοιχεί στα νέα αυτά τρικυμιώδη αισθήματα.
Ποιες είναι οι κυριότερες μορφές με τις οποίες εκδηλώνονται τα τρικυμιώδη αυτά αισθήματα; 1) Φρίκη και απόγνωση. Από δω προέρχεται το δυνάμωμα της θρησκείας. […] 2) Μίσος προς τον εχθρό – ένα αίσθημα που υποδαυλίζει ειδικά η αστική τάξη […] και που από οικονομική και πολιτική άποψη συμφέρει μόνο αυτήν. 3) Μίσος προς την κυβέρνησή τους και προς τη δική τους αστική τάξη – αίσθημα που το έχουν όλοι οι συνειδητοί εργάτες, που, από το ένα μέρος, καταλαβαίνουν ότι ο πόλεμος είναι η ΄συνέχιση της πολιτικής’ του ιμπεριαλισμού και απαντούν σ’ αυτήν την πολιτική με τη ‘συνέχιση’ του μίσους τους προς τον ταξικό τους εχθρό, ενώ, από το άλλο μέρος, καταλαβαίνουν ότι το σύνθημα ‘πόλεμος κατά του πολέμου’ είναι μια τριμμένη φράση όταν δε συνεπάγεται επανάσταση ενάντια στην κυβέρνησή τους. Δεν μπορεί να διεγείρει κανείς το μίσος προς την κυβέρνησή του και προς την αστική του τάξη χωρίς να εύχεται την ήττα τους – και δεν μπορεί να είναι κανείς ανυπόκριτος εχθρός της ‘κοινωνικής ειρήνης’ (=της ταξικής ειρήνης) χωρίς να διεγείρει το μίσος προς την κυβέρνησή του και προς την αστική του τάξη!!
Οι οπαδοί του συνθήματος ‘ούτε νίκη, ούτε ήττα’ στην πράξη είναι με το μέρος της αστικής τάξης και των οπορτουνιστών, αφού ‘δεν πιστεύουν’ στη δυνατότητα μιας διεθνούς επαναστατικής δράσης της εργατικής τάξης, ενάντια στις κυβερνήσεις τους, αφού δεν επιθυμούν να βοηθήσουν την ανάπτυξη τέτοιας δράσης – καθήκον αναμφισβήτητα όχι εύκολο, μα μοναδικά άξιο ενός προλετάριου, καθήκον μοναδικά σοσιαλιστικό. Ακριβώς το προλεταριάτο της πιο καθυστερημένης από τις εμπόλεμες μεγάλες Δυνάμεις ήταν εκείνο που υποχρεώθηκε, ιδιαίτερα μπροστά στην επαίσχυντη προδοσία των Γερμανών και των Γάλλων σοσιαλδημοκρατών, να ακολουθήσει με το Κόμμα του μια επαναστατική τακτική, που είναι εντελώς αδύνατη χωρίς τη ‘συμβολή στην ήττα’ της κυβέρνησής του, μα που είναι η μοναδική που οδηγεί στην ευρωπαϊκή επανάσταση, στη σταθερή ειρήνη του σοσιαλισμού, στην απολύτρωση της ανθρωπότητας από τις φρίκες, τα βάσανα, την αγριότητα και τις θηριωδίες που κυριαρχούν σήμερα.»
Κεφάλαιο Ι. Οι αρχές του σοσιαλισμού και ο πόλεμος του 1914-1915. Για την ήττα της κυβέρνησης της ‘χώρας σου’ στον ιμπεριαλιστικό πόλεμο. σελ. 126-127:
«Όσοι στον σημερινό πόλεμο υπερασπίζουν τη νίκη της κυβέρνησης της χώρας τους, όπως και όσοι υπερασπίζουν το σύνθημα ‘ούτε νίκη, ούτε ήττα’, είναι κατά τον ίδιο τρόπο υπέρ της άποψης του σοσιαλσοβινισμού. Σ’ έναν αντιδραστικό πόλεμο μια επαναστατική τάξη δεν μπορεί να μην εύχεται την ήττα της δικής της κυβέρνησης, δεν μπορεί να μη βλέπει τη σύνδεση ανάμεσα στις στρατιωτικές αποτυχίες της κυβέρνησής της και στη διευκόλυνση της ανατροπής της. Μόνο ένας αστός, που πιστεύει ότι ο πόλεμος τον οποίο άρχισαν κυβερνήσεις θα τελειώσει οπωσδήποτε ως πόλεμος ανάμεσα σε κυβερνήσεις, μόνο ένας αστός που το πιστεύει αυτό και το εύχεται, θα βρει ‘γελοία’ ή ‘παράλογή’ την ιδέα ότι οι σοσιαλιστές όλων των εμπόλεμων χωρών πρέπει να εκφράσουν την ευχή να ηττηθούν όλες οι εμπόλεμες κυβερνήσεις ‘τους’. Αντίθετα, ακριβώς αυτή η εκδήλωση θα ανταποκρινόταν στις ενδόμυχες σκέψεις του κάθε συνειδητού εργάτη και θα ήταν σύμφωνη με τη γραμμή της δράσης μας, που κατευθύνεται στη μετατροπή του ιμπεριαλιστικού πολέμου σε εμφύλιο.»