1

Η πολιτική οικονομία της παγκόσμιας εργασιακής ρύθμισης

Παρουσιάζουμε τη μετάφραση του κεφαλαίου υπό τον τίτλο Η πολιτική οικονομία της παγκόσμιας εργασιακής ρύθμισης (The political economy of global labour arbitrage) των Raúl Delgado Wise & David Martin από τον συλλογικό τόμο Εγχειρίδιο της Διεθνούς Πολιτικής Οικονομίας της Παραγωγής (Handbook of the International Political Economy of Production) (σελ. 59-75), Kees Van der Pijl (επιμ.), Edgar Elgar (εκδ.).

Αποτελεί, κατά την κρίση μας, την πιο ολοκληρωμένη, συνοπτική περιγραφή της τρέχουσας φάσης του σύγχρονου ιστορικού σταδίου του καπιταλισμού, του διεθνοποιημένου, κρατικομονοπωλιακού καπιταλισμού (αν και οι συγγραφείς χρησιμοποιούν τον όρο της «νεοφιλελεύθερης παγκοσμιοποίησης», ο οποίος θεωρούμε ότι δεν είναι ο καταλληλότερος). Το κείμενο δεν εμβαθύνει θεωρητικά ούτε στα ζητήματα πολιτικής οικονομίας που προκύπτουν, ούτε σε αυτά που σχετίζονται με μια θεωρία της ιστορίας του καπιταλιστικού τρόπου παραγωγής και της περιοδολόγησής του. Μάλιστα, θα διαφωνήσουμε με την μάλλον προ-μαρξική χρήση από τους συγγραφείς της έννοιας «άνιση ανταλλαγή» για την εκμετάλλευση της εργασιακής δύναμης από το κεφάλαιο (ο Μαρξ απέδειξε ότι οι εργάτες πληρώνονται την αξία της εργασιακής τους δύναμης και όχι την αξία που παράγουν με την εργασία τους, και επομένως, δεν υφίσταται άνιση ανταλλαγή, παρά μόνο η ιδιαίτερη αξία χρήσης του εμπορεύματος εργασιακή δύναμη, η οποία συνίσταται στην παραγωγή περισσότερης αξίας από ότι κοστίζει η κατανάλωσή της κατά την εργασιακή διαδικασία).

Ωστόσο, το κεφάλαιο αυτό διακρίνεται για τον τρόπο παρουσίασης της σημερινής πραγματικότητας της διεθνοποιημένης καπιταλιστικής παραγωγής και αναπαραγωγής. Συγκεκριμένα, οι αρετές του κειμένου σχετίζονται με:

α. την περιγραφή της αναδιάρθρωσης της διεθνοποιημένης, πλέον, καπιταλιστικής παραγωγής από το μονοπωλιακό κεφάλαιο και τα ιμπεριαλιστικά κράτη,

β. σε άμεση σύνδεση με τους τρόπους εκμετάλλευσης της εργασιακής δύναμης (όπως και της φύσης) και παραγωγής της υπεραξίας, που η αναδιάρθρωση αυτή συνεπάγεται.

Επιπλέον, το κείμενο δομεί την παρουσίαση αυτή εκκινώντας από την πραγματικότητα της οργάνωσης της παραγωγής, και διανομής της (υπερ)αξίας διεθνώς, και καταλήγοντας σε μια συνοπτική αναφορά στις συνέπειες που αυτή έχει για τη συγκρότηση των κοινωνικών τάξεων, και ειδικά της εργατικής και των υπόλοιπων λαϊκών στρωμάτων, όπως και για την αυθόρμητη διαμόρφωση της κοινωνικής τους συνείδησης.

Κεντρική έννοια, γύρω από την οποία δομείται η παρουσίαση, είναι αυτή του παγκόσμιου εργασιακού αρμπιτράζ, όπως φαίνεται και στον τίτλο του κεφαλαίου. Επιλέξαμε στην παρούσα μετάφραση να αποδώσουμε πιο ελεύθερα τον όρο αυτόν, ως παγκόσμια εργασιακή ρύθμιση. Αντίστοιχα κάναμε και με τον όρο του περιβαλλοντικού κανονιστικού αρμπιτράζ, τον οποίο αποδώσαμε ως ρύθμιση περιβαλλοντικού κόστους. Θεωρούμε ότι η κατά λέξη μετάφραση του όρου αρμπιτράζ, δηλ. (επι)διαιτησία, δεν αποδίδει τη σημασία του όρου για την πολιτική οικονομία, ο οποίος συνίσταται στην εκμετάλλευση, εκ μέρους του κεφαλαίου, του διαφορετικού κόστους κάποιου πόρου, εν προκειμένω της τιμής του εμπορεύματος της εργασιακής δύναμης ή κάποιου φυσικού πόρου, ή και του περιβαλλοντικού κόστους μιας παραγωγικής διαδικασίας, σε διαφορετικούς γεωγραφικούς, ή και γενικότερα κοινωνικούς χώρους, για την οικειοποίηση πρόσθετων κερδών.

Επιλέξαμε τον όρο «ρύθμιση» για να αποδώσουμε την πρακτική αυτή του κεφαλαίου, διότι θεωρούμε ότι τόσο οι διαφορές αυτές στα κόστη, όσο και η εκμετάλλευσή τους από το μονοπωλιακό κεφάλαιο, συνιστούν ένα φαινόμενο που αναπαράγεται συστηματικά στον σύγχρονο καπιταλισμό, και με συνειδητό τρόπο, μέσω της εταιρικής στρατηγικής των μονοπωλίων και με τη χρήση της ισχύος των ιμπεριαλιστικών κρατών. Το άλλο ενδεχόμενο θα ήταν η «αυθόρμητη» λειτουργία του νόμου της αξίας σε μια ενιαία διεθνοποιημένη αγορά, η οποία, όμως, θα έτεινε προς την εξισορρόπηση των τιμών της εργασιακής δύναμης, και του περιβαλλοντικού κόστους, και όχι προς τη συστηματική αναπαραγωγή των διαφορών τους…

Όπως τονίζεται και στον επίλογο του κεφαλαίου, η παρουσίαση καταλήγει στο συμπέρασμα ότι η υπερεκμετάλλευση της εργασίας και της φύσης βρίσκεται στον πυρήνα της αναπαραγωγής του σύγχρονου, διεθνοποιημένου, κρατικομονοπωλιακού καπιταλισμού. Αντιλαμβανόμαστε εδώ την έννοια της υπερεκμετάλλευσης και με τις τρεις πιθανές έννοιες:

  • τη σχετική έννοια, συγκρίνοντας διαφορετικούς κοινωνικούς χώρους (εθνικές οικονομίες, κοινωνικά στρώματα, κοκ), του εργασιακού (ή περιβαλλοντικού) αρμπιτράζ,
  • τη σχετική έννοια στον χρόνο, παρατηρώντας τις σχετικά σταθεροποιημένες ιστορικές τάσεις μείωσης της τιμής, και στη συνέχεια της αξίας, της εργασιακής δύναμης, παγκοσμίως, εδώ και αρκετές πλέον δεκαετίες, δηλ. μια χρονική διάρκεια που περιλαμβάνει αρκετούς οικονομικούς κύκλους και τουλάχιστον δύο μεγάλες -λίγο πολύ παγκόσμιες- καπιταλιστικές κρίσεις (μία τη δεκαετία του 1970 και μία κατά την πρώτη δεκαετία του 21ου αιώνα, από την οποία ακόμη υποφέρουμε),
  • την απόλυτη έννοια που θέτει σε αμφιβολία την αναπαραγωγή μεγάλου μέρους των εργαζομένων, δηλ. της εργασιακής δύναμης ως εμπόρευμα (στον καπιταλισμό), και γενικότερα του παγκόσμιου πληθυσμού, καθώς και των φυσικών, περιβαλλοντικών όρων της αναπαραγωγής της ανθρώπινης κοινωνίας.

Για τις θεωρητικές συνέπειες της παρατήρησής αυτής για τη γενική θεωρία του κεφαλαίου και του καπιταλιστικού τρόπου παραγωγής, προτρέπουμε τον αναγνώστη να διαβάσει το άρθρο Higginbottom, A. (2012) Structure and essence in Capital I: Extra surplusvalue and the stages of capitalism. Journal of Australian Political Economy, 70, 251–270, ή τη μετάφρασή του στα ελληνικά από τον Δ. Μουστάκα: Δομή και ουσία στον πρώτο τόμο του Κεφαλαίου: Πρόσθετη υπεραξία και τα στάδια του καπιταλισμού, Άντι Χiγκινμπότομ, Journal of Australian Political Economy (70), σελ. 251-270, 2012, μετ. Δ. Μουστάκας, επιμ. Δ. Περδίκης.

Για τη μετάφραση και την εισαγωγή,

Διονύσης Περδίκης

 

Επιμέλεια της μετάφρασης: Δημήτρης Μουστάκας

 

 

Πήραμε το χάρτη με τους παγκόσμιους ελάχιστους μισθούς σε δολάρια ΗΠΑ από την ιστοσελίδα vox.com

Η πολιτική οικονομία της παγκόσμιας εργασιακής ρύθμισης

Raúl Delgado Wise & David Martin

Κεφάλαιο 4 από το Εγχειρίδιο της Διεθνούς Πολιτικής Οικονομίας της Παραγωγής (Handbook of the International Political Economy of Production) (pp. 59-75), Kees Van der Pijl (ed.), Edgar Elgar.

Εισαγωγή

Η στρατηγική της παγκόσμιας εργασιακής ρύθμισης (Σ.τ.Μ., global labour arbitrage), η οποία επιδιώκεται από τις μεγάλες πολυεθνικές εταιρείες, έχει καταστεί ένα κύριο συνθετικό της νεοφιλελεύθερης αναδιάρθρωσης της διεθνούς πολιτικής οικονομίας. Η νεοφιλελεύθερη περίοδος εκκίνησε μια νέα φάση της ιστορίας του σύγχρονου καπιταλισμού, και της ιμπεριαλιστικής κυριαρχίας, η οποία βασίζεται στην εκμετάλλευση φτηνής, ευέλικτης εργασίας, κυρίως από τον Παγκόσμιο Νότο. Διευκολυμένη από την επανάσταση στις τεχνολογίες της πληροφορίας και της επικοινωνίας, τη μαζική επέκταση του παγκόσμιου εφεδρικού στρατού εργασίας – ιδιαίτερα ως συνέπεια της αποδιάρθρωσης της πρώην Σοβιετικής Ένωσης και της ενσωμάτωσης της Κίνας στην παγκόσμια καπιταλιστική αγορά εργασίας – και την επιβολή προγραμμάτων δομικής προσαρμογής στον Παγκόσμιο Νότο, το μονοπωλιακό κεφάλαιο έχει βρει μια εύκολη, και, ωστόσο, κατά πως φαίνεται ανεξάντλητη, πηγή υπερκερδών: την πόλωση και εντατικοποίηση των μισθολογικών διαφορών στον άξονα Βορρά – Νότου.

Ο σκοπός αυτού του κεφαλαίου είναι διττός. Καταρχήν, η διερεύνηση των θεωρητικών και πρακτικών θεμελίων για την κατανόηση της παγκόσμιας εργασιακής ρύθμισης από την οπτική της μαρξιστικής πολιτικής οικονομίας και δεύτερον, η ανάλυση κάποιων από τις κύριες επιπτώσεις της στη διαμόρφωση του πλαισίου της νεοφιλελεύθερης παγκοσμιοποίησης. Αυτές περιλαμβάνουν α) τη σχέση της με τη διαμόρφωση παγκόσμιων παραγωγικών δικτύων από το μονοπωλιακό κεφάλαιο ως μια επικρατούσα εταιρική στρατηγική, β) τη διαλεκτική σχέση της με την εντατικοποίηση της άνισης ανάπτυξης, γ) τον κρίσιμο ρόλο της στην ανάδυση ενός νέου διεθνούς καταμερισμού εργασίας και της συνεπαγόμενης έλευσης νέων τρόπων άνισης ανταλλαγής, και δ) τη σχέση της με την επανατοποθέτηση του ερωτήματος της εργασίας σήμερα.

Τι είναι η παγκόσμια εργασιακή ρύθμιση;

Για τον σκοπό της ανάλυσής μας, είναι αναγκαίο να θυμηθούμε ότι στον καπιταλιστικό τρόπο παραγωγής, ο εργάτης απεκδύεται των μέσων παραγωγής και διαβίωσης, και η εργασιακή δύναμη μετατρέπεται σε εμπόρευμα. Ωστόσο, η εργασία δεν είναι απλά ένα ακόμη εμπόρευμα· έχει την ικανότητα να δημιουργεί αξία, και, μέσω της άνισης ανταλλαγής, δίνει τη δυνατότητα αποκλειστικά στον ιδιοκτήτη των μέσων παραγωγής, τον καπιταλιστή, να οικειοποιηθεί ένα σημαντικό μέρος της αξίας που παράγεται από τον εργάτη στην παραγωγική διαδικασία: την υπεραξία. Το μυστικό αυτής της άνισης ανταλλαγής, της πιο θεμελιώδους από όλες στον καπιταλισμό, είναι ότι οι εργάτες, σε αντάλλαγμα για την αξία που παράγουν (δηλ. για το προϊόν της εργασίας τους), λαμβάνουν έναν μισθό, ο οποίος είναι ίσος με το κόστος της αναπαραγωγής της εργασιακής δύναμης, ή όπως το έθεσε ο Μαρξ, “η αξία των αναγκαίων που απαιτούνται για την παραγωγή, ανάπτυξη, διατήρηση, και διαιώνιση της εργασιακής δύναμης” (Marx 1985: 18). Αυτή η θεμελιώδης υπόθεση για την ανάλυση του καπιταλισμού παρουσιάζεται στον πρώτο τόμο του Κεφαλαίου (1867) στο επίπεδο αφαίρεσης το οποίο δεν λαμβάνει ακόμη υπόψη τυχόν τροποποιητικές συνθήκες, στο επίπεδο του κεφαλαίου γενικά (Moseley 1995). Στο πρώτο τμήμα του Κεφαλαίου 17 του Κεφαλαίου, ο Μαρξ δηλώνει:

Η αξία της εργασιακής δύναμης καθορίζεται από την αξία των αναγκαίων για τη ζωή που συνήθως απαιτείται από τον μέσο εργάτη. Η ποσότητα αυτών των αναγκαίων είναι γνωστή σε κάθε δοσμένη εποχή μιας δοσμένης κοινωνίας, και μπορεί επομένως να θεωρηθεί ως ένα σταθερό μέγεθος. Αυτό που αλλάζει, είναι η αξία αυτής της ποσότητας. Υπάρχουν, επίσης, δύο άλλοι παράγοντες που υπεισέρχονται στον καθορισμό της αξίας της εργασιακής δύναμης. Ο ένας είναι τα έξοδα για την ανάπτυξη αυτής της δύναμης, τα οποία ποικίλουν με τον τρόπο παραγωγής· ο άλλος είναι η φυσική της ποικιλία, οι διαφορές μεταξύ της εργασιακής δύναμης ανδρών και γυναικών, παιδιών και ενηλίκων. Η απασχόληση αυτών των διαφορετικών ειδών εργασιακής δύναμης, μια απασχόληση η οποία, με τη σειρά της, έχει καταστεί αναγκαία από τον τρόπο παραγωγής, κάνει μεγάλη διαφορά για το κόστος διατήρησης της οικογένειας του εργάτη, και για την αξία της εργασιακής δύναμης του αρσενικού ενήλικα. Και οι δυο αυτοί παράγοντες, ωστόσο, μπορούν να αποκλεισθούν από τη διερεύνηση που ακολουθεί (Marx 1867: 362).

Για να καταλάβουμε την έννοια της εργασιακής ρύθμισης, είναι αναγκαίο να υπερβούμε αυτό το επίπεδο αφαίρεσης και να θυμηθούμε ότι οι μισθοί, ή το κόστος αναπαραγωγής της εργασιακής δύναμης, έχει δύο διαστάσεις: μια υλική και μια πολιτιστική, και ότι αυτές οι δύο καθορίζονται ιστορικά και εθνικά, ανάλογα από τον τύπο εργασίας υπό διερεύνηση. Σε αυτό το κείμενο, Αξία, Τιμή και Κέρδη, ο Μαρξ σημειώνει: “Πέραν αυτού του απλού φυσικού στοιχείου, η αξία της εργασίας σε κάθε χώρα καθορίζεται από ένα παραδοσιακό πρότυπο ζωής. Δεν είναι μόνο η φυσική ζωή, αλλά η ικανοποίηση ορισμένων θελήσεων που πηγάζουν από τις κοινωνικές συνθήκες στις οποίες βρίσκονται οι άνθρωποι και ανατρέφονται.” (1865: 27). Για τις μισθολογικές διαφορές μεταξύ χωρών και εντός αυτών, ένα σημαντικό στοιχείο που τονίζεται από τον Μαρξ είναι η πίεση στους μισθούς που ασκείται από τον εφεδρικό στρατό εργασίας. Ένα άλλο σημείο που τονίζεται από τον Μαρξ, το οποίο ενισχύει την αναγνώριση των μισθολογικών διαφορών μεταξύ χωρών είναι το ακόλουθο: “Συγκρίνοντας τους τυπικούς μισθούς ή αξίες της εργασίας σε διαφορετικές χώρες, και συγκρίνοντάς τους σε διαφορετικές ιστορικές περιόδους στην ίδια χώρα, θα βρει κανείς ότι η αξία της εργασίας, η ίδια, δεν είναι σταθερή, αλλά μεταβλητή, ακόμη και αν υποτεθεί ότι οι αξίες όλων των άλλων εμπορευμάτων παραμένουν σταθερές” (1865: 28). Έτσι, τα κόστη διαβίωσης και αναπαραγωγής ποικίλουν ευρέως σε εξάρτηση από τις ιστορικές, πολιτισμικές και εθνικές συνθήκες, και επομένως οι μισθοί μεταξύ χωρών μπορούν επίσης να ποικίλουν ευρέως.

Αυτό που είναι σημαντικό να τονιστεί εδώ είναι ότι κατά τη διάρκεια της μακράς ιστορίας του καπιταλισμού, και ειδικότερα με την έλευση του ιμπεριαλισμού στο προχωρημένο στάδιο του καπιταλισμού, οι ασυμμετρίες μεταξύ χωρών – ως αποτέλεσμα της τάσης προς άνιση ανάπτυξη, εγγενής σε αυτόν τον τρόπο παραγωγής – τείνουν να μεγεθύνονται και επεκτείνονται. Υπό τον νεοφιλελευθερισμό, αυτή η τάση, όπως θα πραγματευτούμε παρακάτω, επιδεινώνεται σε νέα ύψη. Με τη σειρά της, η εκρηκτική μεγέθυνση του παγκόσμιου εφεδρικού στρατού εργασίας και η άνιση χωρική κατανομή του, έχουν παράγξει και εντείνει τις τεράστιες μισθολογικές διαφορές μεταξύ χωρών, όπως φαίνεται στον ακόλουθο πίνακα (Πίνακας 4.1).

Αυτή η κατάσταση, σε συνδυασμό με ευνοϊκές τεχνολογικές, δημογραφικές, οικονομικές και πολιτικές συνθήκες, έχει επιτρέψει τις μεγάλες πολυεθνικές εταιρείες να μεταφέρουν ένα σημαντικό μέρος της παραγωγής τους, του εμπορίου, των χρηματιστικών και άλλων υπηρεσιών, σε περιφερειακές περιοχές της παγκόσμιας οικονομίας για να εκμεταλλευτούν το πλεονέκτημα των ακραίων μισθολογικών διαφορών. Στην ουσία, αυτός είναι ένας νέος δρόμος ιμπεριαλιστικής επέκτασης, ο οποίος συνεχίζει να διευρύνει και να βαθαίνει τόσο τις ασυμμετρίες μεταξύ χωρών και περιοχών, όπως και να πολώνει τις κοινωνικές ανισότητες σε παγκόσμια κλίμακα.

Επιπρόσθετα, αυτή η στρατηγική δεν έχει μόνο συνέπειες για την εργατική τάξη των περιφερειακών χωρών, αλλά έχει μια ευρύτερη επίπτωση στην εργατική τάξη γενικά. Στην ουσία,

Καθώς τα αναπτυσσόμενα έθνη παρέχουν ένα αυξανόμενα ειδικευμένο εργατικό δυναμικό, η ικανότητα των ανεπτυγμένων εθνών να διαφοροποιούνται διαλύεται, και οι εταιρείες που επιχειρούν σε αυτές τις χώρες δε χρειάζεται πλέον να πληρώνουν τους εργάτες τους μεγαλύτερους μισθούς (Σ.τ.Μ., premium). Η πιο ευρεία και μακροπρόθεσμα διαρκής επίπτωση της παγκόσμιας εργασιακής ρύθμισης είναι η πτώση των πραγματικών μισθών στα αναπτυγμένα έθνη (Hansen 2005: 7).

Έτσι, η μαζική επέκταση του παγκόσμιου εφεδρικού στρατού εργασίας διά της ενσωμάτωσης των εργασιακών δυνάμεων των πρώην σοσιαλιστικών χωρών και την επιβολή προγραμμάτων δομικής προσαρμογής στον Παγκόσμιο Νότο συνδυάστηκε με όλο και πιο πολωμένες κοινωνικές ανισότητες σε παγκόσμια κλίμακα, όπως επίσης και με τις μεταβολές των μισθών λόγω ιστορικών, πολιτισμικών, και εθνικών προτύπων ζωής, για να παραγάγουν συνθήκες υψηλής κερδοφορίας για τη στρατηγική της παγκόσμιας εργασιακής ρύθμισης των πολυεθνικών εταιρειών.

Πίνακας 4.1 Διαφορές μισθολογικού κόστους
Μέση αποζημίωση για παραγωγικούς εργάτες σε δολάρια ΗΠΑ ανά ώρα
Χώρα 2009
Ινδονησία $ 0.70
Κίνα $1.27
Ινδία $ 1.68
Ταϊλάνδη $ 2.78
Μεξικό $ 3.28
Δημοκρατία της Τσεχίας $ 3.28
Νότια Κορέα $ 5.47
Ισπανία $ 13.01
Γαλλία $ 14.29
Ηνωμένο Βασίλειο $ 20.01
Καναδάς $ 21.38
Ιαπωνία $ 22.61
Ηνωμένες Πολιτείες Αμερικής $ 25.34
Γερμανία $ 34.46
Πηγή: Boston Consulting Group

Ο ιμπεριαλισμός σήμερα: η Αναδιάρθρωση του Μονοπωλιακού Κεφαλαίου

Ενώ η μονοπωλιακή θέση της εργατικής αριστοκρατίας στον Παγκόσμιο Βορρά έχει διαρραγεί στη νεοφιλελεύθερη εποχή, τα ανώτατα κλιμάκια (Σ.τ.Μ., commanding heights) του παγκόσμιου καπιταλισμού παρέμειναν σταθερά εδραιωμένα εκεί με αυξημένη μονοπώληση των χρηματιστικών, της παραγωγής, των υπηρεσιών και του εμπορίου, αφήνοντας κάθε κύρια παγκόσμια βιομηχανία να κυριαρχείται από μια χούφτα μεγάλες πολυεθνικές επιχειρήσεις. Κατά την επέκταση των επιχειρήσεών τους, οι δρώντες του εταιρικού, ή μονοπωλιακού, καπιταλισμού, δημιούργησαν ένα παγκόσμιο δίκτυο και διαδικασία παραγωγής, χρηματιστικών, διανομής και επένδυσης, τα οποία τους επέτρεψαν να κατοχυρώσουν τα στρατηγικά και κερδοφόρα τμήματα των περιφερειακών οικονομιών, και να οικειοποιηθούν το οικονομικό πλεόνασμα που παράγεται με τεράστιο κοινωνικό και περιβαλλοντικό κόστος. Έτσι, ενώ η εργασία αντιμετώπισε αυξανόμενο παγκόσμιο ανταγωνισμό, ήρθε αντιμέτωπη με ένα αυξανόμενα συγκεντρωμένο και συγκεντροποιημένο κεφάλαιο, μεταβάλλοντας θεμελιωδώς την ισορροπία δυνάμεων μεταξύ των τάξεων προς όφελος του κεφαλαίου.

Στη διεθνή πολιτική οικονομία, το μονοπωλιακό κεφάλαιο έχει καταστεί, περισσότερο από ποτέ, ο κεντρικός παίκτης. Μέσω συγχωνεύσεων και στρατηγικών συμμαχιών τεράστιου μεγέθους, αυτή η μερίδα του κεφαλαίου έχει αγγίξει ασύγκριτα επίπεδα συγκέντρωσης και συγκεντροποίησης: οι κορυφαίες πεντακόσιες μεγαλύτερες πολυεθνικές εταιρείες συγκεντρώνουν τώρα μεταξύ 35% και 40% του παγκόσμιου εισοδήματος (Foster, McChesney, & Jonna 2011a). Πιο σημαντικό είναι το γεγονός ότι, στη νεοφιλελεύθερη εποχή, το μονοπωλιακό κεφάλαιο έχει υποβληθεί σε μια διαδικασία βαθιάς αναδιάρθρωσης που βασίζεται στο “συγκριτικό πλεονέκτημα” που παρέχεται από την παγκόσμια εργασιακή ρύθμιση. Αυτή η διαδικασία χαρακτηρίζεται από:

  • Παγκόσμια δίκτυα μονοπωλιακού κεφαλαίου δημιουργημένα από μια στρατηγική αναδιάρθρωσης υπό την ηγεσία μεγάλων πολυεθνικών εταιρειών, οι οποίες μέσω εξωτερικών αναθέσεων και αλυσίδων υπεργολαβίας επεκτείνουν κομμάτια των παραγωγικών, εμπορικών, χρηματιστικών διαδικασιών και υπηρεσιών στον Παγκόσμιο Νότο, σε αναζήτηση άφθονης και φτηνής εργασίας όπως και εξαγωγής φυσικών πόρων. Αυτή η στρατηγική χαρακτηρίζεται από τις πλατφόρμες εξαγωγών που λειτουργούν ως οικονομίες – θύλακες (Σ.τ.Μ., enclave economies) σε περιφερειακές χώρες. Αυτή η στροφή προς παγκόσμιες παραγωγικές αλυσίδες είναι εντυπωσιακή: “οι κορυφαίες εκατό παγκόσμιες εταιρείες έχουν στρέψει την παραγωγή τους πιο αποφασιστικά προς ξένους συνεργάτες [κυρίως στον Νότο], οι οποίοι τώρα συναποτελούν κοντά στο 60% των συνολικών περιουσιακών στοιχείων και απασχόλησης και πάνω από το 60% των παγκόσμιων πωλήσεών τους” UNCTAD 2010). Αυτό αντιπροσωπεύει έναν “νέο νομαδισμό” [ο οποίος] αναδύθηκε εντός του συστήματος της παγκόσμιας παραγωγής, με αποφάσεις χωροθέτησης που καθορίζονται ως επί το πλείστον από το που είναι φτηνότερη η εργασία ” (Foster, McChesney & Jonna 2011a: 18). Επιπλέον, ένα ιδιαίτερο χαρακτηριστικό του σύγχρονου παγκόσμιου καπιταλισμού είναι ο βαθμός της δικτυακής διάρθρωσης και ολοκλήρωσης, με τις επιχειρήσεις των μεγάλων πολυεθνικών εταιρειών να κυριαρχούν στο διεθνές εμπόριο: τουλάχιστον το 40% όλου του παγκόσμιου εμπορίου σχετίζεται με εξωτερικές αναθέσεις, συμπεριλαμβανομένων των υπεργολαβιών και του ενδο-ομιλικού εμπορίου (Andreff 2009), ενός εκτιμώμενου αριθμού 85 εκατομμυρίων εργατών άμεσα απασχολούμενων σε εργοστάσια συναρμολόγησης στον Παγκόσμιο Νότο, και άνω των 3500 ειδικών εξαγωγικών ζωνών εγκαθιδρυμένων σε 130 χώρες (McKinsey, 2012). Αυτή η στρατηγική αναδιάρθρωσης έχει μετασχηματίσει την παγκόσμια γεωγραφία της παραγωγής έως του σημείου ώστε τώρα η παγκόσμια απασχόληση στη μεταποίηση (άνω του 70%) βρίσκεται στον Παγκόσμιο Νότο Foster, McChesney & Jonna, 2011b).
  • Αναδιάρθρωση των συστημάτων καινοτομίας η οποία περιλαμβάνει την εφαρμογή μηχανισμών όπως την εξωτερική ανάθεση (συμπεριλαμβανομένης της εξωχώριας) της διαδικασίας επιστημονικής και τεχνολογικής καινοτομίας, οι οποίοι επιτρέπουν στις πολυεθνικές εταιρείες να επωφεληθούν από την έρευνα των επιστημόνων από τον Παγκόσμιο Νότο. Αυτή η αναδιάρθρωση μειώνει τα εργατικά κόστη, μεταφέρει κινδύνους και ευθύνες, και κεφαλαιοποιεί τα πλεονεκτήματα του ελέγχου της διαδικασίας των διπλωμάτων ευρεσιτεχνίας. Τέσσερις κύριες πλευρές χαρακτηρίζουν αυτήν τη διαδικασία αναδιάρθρωσης:

α) Η αυξανόμενη διεθνοποίηση και κατάτμηση των δραστηριοτήτων έρευνας και ανάπτυξης. Σε αντίθεση με τις παραδοσιακές διαδικασίες καινοτομίας που συμβαίνουν “πίσω από κλειστές πόρτες” στα τμήματα έρευνας και ανάπτυξης εσωτερικά των μεγάλων πολυεθνικών εταιρειών, αυτή η τάση ονομάζεται ανοιχτή καινοτομία. Αυτή σηματοδοτεί την από κοινού συμμετοχή στις εταιρικές δραστηριότητες έντασης γνώσης με το διευρυμένο δίκτυο εξωτερικών συνεταίρων, όπως προμηθευτές, πελάτες, υπεργολάβους, πανεπιστήμια, κοκ, προκειμένου να δημιουργούνται “οικοσυστήματα” καινοτομίας (OECD – Σ.τ.Μ., ΟΑΣΑ – 2008),

β) η δημιουργία επιστημονικών πόλεων – όπως η Σίλικον Βάλεϊ (Σ.τ.Μ., Silicon Valley) στις Ηνωμένες Πολιτείες και οι νέες Σίλικον Βάλεϊ που εγκαθιδρύονται στα περιφερειακά ή αναδυόμενα έθνη, κυρίως στην Ασία – όπου δημιουργούνται συλλογικές συνέργειες για την επιτάχυνση των διαδικασιών καινοτομίας (Sturgeon 2003),

γ) η ανάπτυξη νέων μεθόδων ελέγχου των ερευνητικών προγραμμάτων (μέσω επιχειρηματικού κεφαλαίου υψηλού κινδύνου – Σ.τ.Μ., venture capital – συνεταιρισμών και υπεργολαβιών, εκτός των άλλων) και οικειοποίησης των προϊόντων των επιστημονικών εγχειρημάτων (διά της απόκτησης διπλωμάτων ευρεσιτεχνίας) από μεγάλες πολυεθνικές εταιρείες, και

δ) το ταχέως επεκτεινόμενο υψηλά ειδικευμένο εργατικό δυναμικό, ειδικά στις περιοχές της επιστήμης και της τεχνολογίας, στον Παγκόσμιο Νότο, το οποίο αξιοποιείται από τις μεγάλες πολυεθνικές εταιρείες για έρευνα και ανάπτυξη σε περιφερειακές χώρες μέσω της στρατολόγησης μέσω συνεταιρισμών, υπεργολαβιών και εξωχώριων αναθέσεων (Batelle, 2012). Στην πραγματικότητα, αυτή η χωρική αναδιάρθρωση της Ε&Α έχει αποκρυσταλλωθεί σε μια νέα γεωγραφία της καινοτομίας, στην οποία, ακολουθώντας το πρότυπο της βιομηχανικής παραγωγής, η Ε&Α μεταφέρεται σε περιφερειακές οικονομίες. Για την ακρίβεια, αυτή η τάση μπορεί να γίνει αντιληπτή ως ένα ανώτερο στάδιο στην ανάπτυξη παγκόσμιων δικτύων μονοπωλιακού κεφαλαίου, καθώς ο Νέος Διεθνής Καταμερισμός Εργασίας ανέρχεται τις αλυσίδες προστιθέμενης αξίας, και το μονοπωλιακό κεφάλαιο συλλαμβάνει την παραγωγικότητα και γνώση ενός υψηλά ειδικευμένου εργατικού δυναμικό στον Παγκόσμιο Νότο.

Στενά σχετιζόμενες με αυτές τις αλλαγές στη διεθνή πολιτική οικονομία – την αυξανόμενη συγκεντροποίηση και ολοκλήρωση παγκόσμιων δικτύων μονοπωλιακού κεφαλαίου, και την ανάδυση μιας νέας γεωγραφίας καινοτομίας και “επιστημονικών βιοτεχνιών – Σ.τ.Μ., scientific maquiladoras” – είναι οι ακόλουθες τροχιές του σύγχρονου καπιταλισμού (Foster, McChesney, and Jonna 2011a; Gallagher and Zarsky 2007):

  • Η χρηματιστικοποίηση αναφέρεται στην άνοδο του χρηματιστικού κεφαλαίου πάνω από άλλες μερίδες του κεφαλαίου (Bello 2005: 101). Το χρηματιστικό κεφάλαιο ξεκίνησε την άνοδό του με την κρίση υπερπαραγωγής στα τέλη της δεκαετίας του 1960, όταν τα γερμανικά και ιαπωνικά κεφάλαια ανέκαμψαν από την καταστροφή του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου και ξεκίνησαν να ανταγωνίζονται με το κεφάλαιο των ΗΠΑ στις παγκόσμιες αγορές (Brenner 2002). Με την έλλειψη κερδοφόρας επένδυσης στην παραγωγή, το κεφάλαιο ξεκίνησε να μεταφέρεται στη χρηματιστική κερδοσκοπία. Μια άλλη απάντηση στην κρίση υπερπαραγωγής ήταν και η μείωση του εργατικού κόστους μέσω της παγκόσμιας εργασιακής ρύθμισης. Η κεντρομόλος δύναμη της συγκέντρωσης της διοίκησης και του ελέγχου μέσω της διοίκησης και των χρηματιστικών ισοσκέλισε τη φυγόκεντρο δύναμη της γεωγραφικής διασποράς της παραγωγής. Σύμφωνα με τον Saskia Sassen,

η χωρική διασπορά της οικονομικής δραστηριότητας που κατέστη δυνατή [διά της επανάστασης των τεχνολογιών της πληροφορίας και της επικοινωνίας] συμβάλει στην επέκταση των εδαφικά συγκεντρωμένων λειτουργιών, στο βαθμό που αυτή η διασπορά λαμβάνει χώρα υπό τη συνεχιζόμενη συγκέντρωση του εταιρικού ελέγχου, της ιδιοκτησίας, και της οικειοποίησης κερδών που χαρακτηρίζει το τρέχον οικονομικό σύστημα (Sassen 2007: 108).

Επιπλέον, με την πίεση προς τα κάτω των πραγματικών μισθών διά της παγκόσμιας εργασιακής ρύθμισης, μια έκρηξη χρέους καθοδηγημένη από το χρηματιστικό κεφάλαιο διατήρησε την αγοραστική δύναμη για την πραγματοποίηση της παραγωγής. Το τελικό αποτέλεσμα ήταν η χρηματιστικοποίηση της καπιταλιστικής τάξης, του βιομηχανικού κεφαλαίου, και των εταιρικών κερδών (Foster 2010).

  • Η περιβαλλοντική υποβάθμιση και η οικολογική κρίση εντάθηκαν εξαιτίας της συνεχιζόμενης υπερκατανάλωσης των παγκόσμιων φυσικών πόρων και την επέκταση της βιομηχανικής παραγωγής που βασίζεται στον άνθρακα. Η αυξανόμενη αστικοποίηση και βιομηχανοποίηση στην Ασία, ιδιαίτερα στην Κίνα, αύξησε τη ζήτηση για πρώτες ύλες, οι οποίες συνδυαζόμενες με εμπορεύματα που μετασχηματίζονται ταχέως από περιουσιακά στοιχεία αντιστάθμισης κινδύνου σε περιουσιακά στοιχεία κερδοσκοπίας από το χρηματιστικό κεφάλαιο, οδήγησαν σε μια έκρηξη των τιμών των εμπορευμάτων από το 2002 και μετά. Οι υψηλές τιμές των εμπορευμάτων οδήγησαν στην εξερεύνηση για και την παραγωγή μη ανανεώσιμων φυσικών πόρων σε απομακρυσμένες γεωγραφίες, βαθύτερα στους ωκεανούς και στις ζούγκλες, σε μια διαδικασία που υποδαυλίζει κοινωνικές συγκρούσεις για τη γη και το νερό (Veltmeyer 2013). Αυτός ο νέος εξορυκτικισμός έχει επιδεινώσει την περιβαλλοντική υποβάθμιση, όχι μόνο μέσω της γεωγραφικής επέκτασης της καταστροφής, αλλά επίσης διά της στρατηγικής του παγκόσμιου εξορυκτικού κεφαλαίου για τη ρύθμιση του περιβαλλοντικού κόστους (Σ.τ.Μ., environmental regulatory arbitrage) (Xing and Kolstad 2002). Επιπλέον, παρά τα 25 χρόνια αυξανόμενων έντονων προειδοποιήσεων από τη Διακυβερνητική Ομάδα για την Κλιματική Αλλαγή, η παγκόσμια κατανάλωση ορυκτών καυσίμων συνεχίζει να αυξάνεται, “πυροδοτώντας μια αλληλουχία κατακλυσμικών αλλαγών που συμπεριλαμβάνουν ακραία κύματα θερμότητας, μειούμενα παγκόσμια αποθέματα τροφίμων, και μια άνοδο της στάθμης της θάλασσας που επηρεάζουν εκατοντάδες εκατομμύρια ανθρώπων” (World Bank 2012). Δεδομένου του ότι τα εισοδήματα μερικών από τις πιο ισχυρές και κερδοφόρες πολυεθνικές εταιρείες εξαρτώνται από την κατανάλωση ορυκτών καυσίμων, αυτό η εικόνα είναι πολύ πιθανό να συνεχιστεί, θέτοντας τον κόσμο σε ένα μονοπάτι προς την εμβάθυνση της οικολογικής κρίσης.

Το συσσωρευτικό αποτέλεσμα είναι ότι ο νεοφιλελεύθερος καπιταλισμός αντιμετωπίζει μια βαθιά πολυδιάστατη κρίση (π.χ. χρηματιστικές, οικονομικές, κοινωνικές, οικολογικές κρίσεις) που υπονομεύει την κύρια πηγή δημιουργίας του πλούτου – την εργασία και τη φύση – σε σημείο που να μπορεί να χαρακτηριστεί ως μια πολιτισμική κρίση με ένα δυνητικά καταστροφικό αποτέλεσμα. Είναι κρίσιμο να συνειδητοποιήσουμε ότι απαιτεί τόσο την συμμετοχή με μια διαδικασία ριζικού κοινωνικού μετασχηματισμού, όσο και την κατασκευή ενός υποκειμένου κοινωνικού μετασχηματισμού ικανού να αντιμετωπίσει την τρέχουσα δομή εξουσίας. Δυστυχώς, αυτή η δομή εξουσίας απαντά σε αυτή την πολυδιάστατη κρίση με απελπισμένες προσπάθειες να διατηρήσει αυτήν τη μη βιώσιμη και ασταθή μορφή καπιταλισμού.

Η Γρήγορη Επέκταση (Σ.τ.Μ., mushrooming) της Άνισης Ανάπτυξης και η Ανάδυση ενός Νέου Τρόπου Άνισης Ανταλλαγής

Ένα κύριο και αναπόφευκτό χαρακτηριστικό της τρέχουσας μορφής του καπιταλισμού, της νεοφιλελεύθερης παγκοσμιοποίησης, είναι η άνιση ανάπτυξη. Η παγκόσμια και εθνική δυναμική της καπιταλιστικής ανάπτυξης, ο διεθνής καταμερισμός εργασίας, το ιμπεριαλιστικό σύστημα των διεθνών σχέσεων ισχύος, οι συγκρούσεις που περικλείουν τη σχέση κεφαλαίου – εργασίας και η δυναμική του εξορυκτικού κεφαλαίου έχουν καταστήσει τις οικονομικές, κοινωνικές, πολιτικές και πολιτιστικές πολώσεις μεταξύ γεωγραφικών χώρων και κοινωνικών τάξεων πιο ακραίες από ποτέ στην ανθρώπινη ιστορία. Ένα εμφανές αποτέλεσμα αυτής της εξέλιξης είναι η δυσανάλογη συγκέντρωση κεφαλαίου, ισχύος και πλούτου στα χέρια μιας μικρής ελίτ εντός της καπιταλιστικής τάξης. Σήμερα το πλουσιότερο 1% του παγκόσμιου πληθυσμού συγκεντρώνει το 40% των συνολικών παγκόσμιων περιουσιακών στοιχείων (Davies et al. 2008). Επιπλέον, από το 1970 μέχρι το 2009, το κατά κεφαλήν ΑΕΠ των αναπτυσσόμενων χωρών (εξαιρουμένης της Κίνας) ήταν κατά μέσο όρο μόλις το 6.3% του κατά κεφαλήν ΑΕΠ των χωρών του G8 (Foster, McChesney and Jonna 2011a).

Στα πλαίσια της προώθηση της παραπάνω τάσης, η παγκόσμια εργασιακή ρύθμιση έχει καταστεί ένας βασικός πυλώνας της νέας παγκόσμιας αρχιτεκτονικής. Όπως αναφέρθηκε προηγουμένως, η ρύθμιση αναφέρεται στο πλεονέκτημα της επιδίωξης χαμηλότερων μισθών στο εξωτερικό. Αυτό επιτρέπει το κεφάλαιο να “κερδίσει” τεράστια μονοπωλιακά κέρδη, ή ιμπεριαλιστικές προσόδους, εκμεταλλευόμενο τη σχετική έλλειψη κινητικότητας της εργασίας και την ύπαρξη μισθών στα όρια (ή και πιο κάτω) της διαβίωσης στο μεγαλύτερο μέρος του Παγκόσμιου Νότου. Οι διαφορές καταγράφηκαν στον Πίνακα 4.1. Μέσω του μηχανισμού της παγκόσμιας εργασιακής ρύθμισης, οι κοινωνικές και γεωγραφικές ασυμμετρίες αναπαράγονται σε παγκόσμια κλίμακα. Οι κοινωνικές ανισότητες είναι μια από τις πιο ανησυχητικές πλευρές αυτής της διαδικασίας, δεδομένης της άνευ προηγουμένου συγκέντρωσης κεφαλαίου, ισχύος, και πλούτου σε λίγα χέρια ενώ ένα αυξανόμενο τμήμα του πληθυσμού υπομένει φτώχεια, εκμετάλλευση και αποκλεισμό. Οι αυξανόμενες ανισότητες εκφράζονται επίσης, όλο και έντονα, με όρους φυλετικών και εθνικών σχέσεων, και σχέσεων φύλου, μειωμένης πρόσβασης στην παραγωγή και στην απασχόληση, μιας απότομης χειροτέρευσης των συνθηκών ζωής και εργασίας, και της προοδευτικής αποδιοργάνωσης των κοινωνικών δικτύων ασφαλείας.

Ένας θεμελιώδης μηχανισμός της προαγωγής αυτής της νέας παγκόσμιας αρχιτεκτονικής και της υποβόσκουσας τάσης προς άνιση ανάπτυξη είναι η εφαρμογή προγραμμάτων δομικής προσαρμογής στο μεγαλύτερο μέρος του Παγκόσμιου Νότου και των πρώην σοσιαλιστικών οικονομιών. Αυτά τα προγράμματα αποτέλεσαν το όχημα για την αποδιοργάνωση της οικονομικής μηχανής της περιφέρειας και την αναδιοργάνωσή της για την εξυπηρέτηση των αναγκών των καπιταλιστικών οικονομιών του πυρήνα, υπό συνθήκες έντονης ασυμμετρίας και υποταγής. Εν προκειμένω, τα προγράμματα εξυπηρέτησαν τις ανάγκες του κεφαλαίου διά της εξαγωγής εργασίας με δύο τρόπους, ενός έμμεσου και ενός άμεσου, οι οποίοι παίζουν ρόλο-κλειδί για την κατανόηση της διαδικασίας αυτής. Από τη μια πλευρά, η έμμεση, ή ασώματη, εξαγωγή εργασίας σχετίζεται με τη διαρρύθμιση των παγκόσμιων δικτύων του μονοπωλιακού κεφαλαίου διά των υπεργολαβιών και των εξωχώριων αναθέσεων (Σ.τ.Μ., outsourcing, offshoring, and subcontracting operations) στον Παγκόσμιο Νότο, όπως περιεγράφηκε στο προηγούμενο μέρος (Delgado Wise and Márquez 2007; Delgado Wise and Cypher 2007). Σε αυτήν την περίπτωση, η κύρια εισαγωγή εντόπιας προέλευσης στα εξαγόμενα εμπορεύματα είναι η εργασία που χρησιμοποιείται στη συναρμολόγηση, στις υπηρεσίες ή στις εμπορικές διαδικασίες. Από την άλλη πλευρά, η άμεση εξαγωγή εργασίας αναφέρεται στη διεθνή μετανάστευση εργασίας, που κυρίως συντίθεται από ροές από τον Νότο προς τον Βορρά και από τον Νότο στον Νότο. Για την ακρίβεια, 156 εκατομμύρια από τους υπάρχοντες 216 εκατομμύρια μετανάστες, ή το 72%, προέρχεται από την περιφέρεια (World Bank 2011).

Είναι κρίσιμο να συνειδητοποιηθεί ότι η εξαγωγή του εργατικού δυναμικού, δηλ. η εξαγωγή του πιο κρίσιμου εμπορεύματος που χαρακτηρίζει τον καπιταλιστικό τρόπο παραγωγής, της εργασιακής δύναμης, βρίσκεται πίσω από την πραγματοποίηση του νέου διεθνούς καταμερισμού εργασίας κατά τον άξονα Νότος – Βορράς. Αυτός, με τη σειρά του, συνεπάγεται την αυγή νέων και ακραίων τρόπων άνισης ανταλλαγής. Άσχετα από την κεντρικότητα που είχε η έννοια της άνισης ανταλλαγής σε προηγούμενες δεκαετίες για την κατανόηση της δυναμικής της άνισης ανάπτυξης, η φύση των δεσμών μεταξύ των ανεπτυγμένων χωρών και των αναδυόμενων ή περιφερειακών χωρών (όπως γίνονται αντιληπτοί από την Οικονομική Επιτροπή για τη Λατινική Αμερική, ΟΕΛΑ, -Σ.τ.Μ., Economic Commission for Latin America, ECLAC – όπως και ανάμεσα στους θεωρητικούς της εξάρτησης) απαιτεί τη συμπερίληψή της στην ανάλυση του σύγχρονου καπιταλισμού. Είναι σημαντικό να διατηρήσουμε στη σκέψη μας ότι το μεγαλύτερο μέρος της αντιπαράθεσης για την άνιση ανταλλαγή ήταν και παραμένει περιορισμένο σε μια ανάλυση του διεθνούς καταμερισμού εργασίας που τοποθετεί την περιφέρεια στον ρόλο της πηγής πρώτων υλών και τις ανεπτυγμένες χώρες ως τους προμηθευτές βιομηχανικών αγαθών. Και παρόλο που αυτός ο καταμερισμός παραμένει σχετικός για έναν σημαντικό αριθμό περιφερειακών χωρών, έχει σταματήσει να αποτελεί αποκλειστικά ένα χαρακτηριστικό των σχέσεων Βορρά – Νότου. Κάποιες πρόσφατα βιομηχανοποιημένες περιφερειακές χώρες – κυρίως στην Ασία – όλο και πιο συχνά παίζουν τον ρόλο των προμηθευτών βιομηχανοποιημένων αγαθών. Ακόμη πιο σημαντικό είναι το γεγονός ότι, για τον κλασσικό τρόπο άνισης ανταλλαγής, ένας νέος παράγοντας έχει προστεθεί στην εποχή του νεοφιλελεύθερου καπιταλισμού, και μάλιστα ένας που παίρνει όλο και πιο πολύ κεντρική θέση: η άμεση και έμμεση εξαγωγή της εργασιακής δύναμης.

Για να μπούμε στην ανάλυση αυτού του παράγοντα, με τη διττή του όψη, είναι σημαντικό να σημειώσουμε ότι αυτοί οι μηχανισμοί της άνισης ανταλλαγής είναι πιο δυσμενείς για την περιφέρεια από αυτούς της ανταλλαγής πρώτων υλών για βιομηχανικά αγαθά. Από τη μια πλευρά, η έμμεση εξαγωγή της εργασιακής δύναμης, που σχετίζεται με τη συμμετοχή περιφερειακών εθνών στην προστιθέμενη αξία παγκόσμιων αλυσίδων αξίας, συνοδεύεται από μια καθαρή μεταφορά κερδών στο εξωτερικό. Αυτό αντιπροσωπεύει μια ακραία μορφή άνισης ανταλλαγής, η οποία συνεπάγεται μια μεταφορά στο εξωτερικό πρακτικά του συνόλου της υπεραξίας που δημιουργείται από την εργασιακή δύναμη που απασχολείται στις βιοτεχνίες (Σ.τ.Μ., maquiladoras), ή στα εργοστάσια συναρμολόγησης, στον τομέα παραγωγής για εξαγωγές (Σ.τ.Μ., export processing sector). Αυτός ο μηχανισμός, ο οποίος αναβιώνει τη λογική του θύλακα εξαγωγών, αναστέλλει κάθε οικονομική μεγέθυνση και ανάπτυξη που προκύπτει από την επεξεργασία των εξαγωγών που επιτελείται, κάτω από τον μανδύα της παραγωγής εξαγωγών, από το περιφερειακό έθνος. Στην πραγματικότητα, η σημαντικότερη συμβολή της στη διαδικασία εθνικής συσσώρευσης περιορίζεται σε μια πενιχρή εισοδηματική ροή από χαμηλούς μισθούς, οι οποίοι, στην καλύτερη των περιπτώσεων, συμβάλουν ένα μικρό πολλαπλασιαστικό αποτέλεσμα μέσω της κατανάλωσης. Ακόμη περισσότερο, η εγκαθίδρυση και λειτουργία εργοστασίων συναρμολόγησης σε περιφερειακές χώρες υποστηρίζονται συνήθως από γενναιόδωρες επιδοτήσεις και φοροαπαλλαγές, οι οποίες βάζουν το βάρος της αναπαραγωγής της εργασιακής δύναμης σε κυβερνήσεις του Παγκόσμιου Νότου με περιορισμένα εισοδήματα, ενώ επιβάλλουν παράπλευρη ζημία μέσω των επισφαλών αγορών εργασίας και της περιβαλλοντικής υποβάθμισης.

Μια άλλη πλευρά της έμμεσης εξαγωγής εργασιακής δύναμης, η οποία έχει αρχίσει να αποκτά ισχύ στο πλαίσιο περιφερειακών ή αναδυόμενων χωρών, είναι η δημιουργία κοινών επιστημονικών – τεχνολογικών συμπλεγμάτων, όπως έχουμε δει, στην αναδιάρθρωση των συστημάτων καινοτομίας σε κάποιες από τις πιο ανεπτυγμένες χώρες, με τις Ηνωμένες Πολιτείες στον ηγετικό ρόλο. Μέσω αυτών των συμπλεγμάτων, οι οποίες λειτουργούν μέσω διακανονισμών υπεργολαβιών, συνεργασιών ή άλλων μορφών συνεταιρισμού, άυλα πλεονεκτήματα μεταφέρονται στο εξωτερικό φέροντας μια αξία και μια στρατηγική σημασία πέραν των καθαρών κερδών που συσσωρεύονται από τη βιοτεχνία (Σ.τ.Μ., maquila) και τα εργοστάσια συναρμολόγησης. Αναφερόμαστε στη μεταφορά αναπτυξιακών και τεχνικών ικανοτήτων, οι οποίες παίρνουν τη μορφή ανταγωνιστικών πλεονεκτημάτων και αξιοσημείωτων κερδών, από τον Νότο στον Βορρά. Η γνώση και οι τεχνικές δεξιότητες, οι οποίες έχουν παίξει ιστορικά κεντρικό ρόλο στον μετασχηματισμό των περιφερειακών οικονομιών σε ανεπτυγμένες, συλλαμβάνονται τώρα από τον Παγκόσμιο Βορρά διά της νέας γεωγραφίας της καινοτομίας.

Από την άλλη πλευρά, η άμεση εξαγωγή της εργασιακής δύναμης, διά της μετανάστευσης της εργασίας, συνεπάγεται μια μεταφορά των προσδοκώμενων μελλοντικών οφελών που προκύπτουν από τα κόστη εκπαίδευσης και κοινωνικής αναπαραγωγής του εργατικού δυναμικού που μεταναστεύει. Αυτά τα κόστη – όπως έχει δείξει η περίπτωση του Μεξικού – δεν αποζημιώνονται από τη ροή των εμβασμάτων (Delgado Wise, Márquez and Rodríguez 2009). Με δημογραφικούς όρους, αυτό έχει ως αποτέλεσμα τη μεταφορά του δημογραφικού μερίσματος (Σ.τ.Μ., demographic dividend) από τον Παγκόσμιο Νότο στον Βορρά – ιδιαίτερα για περιφερειακές χώρες που βρίσκονται σε ένα προχωρημένο στάδιο της δημογραφικής μετάβασης – όταν μειούμενοι ρυθμοί γεννήσεων οδηγούν σε έναν μεγάλο εργασιακά ενεργό πληθυσμό σχετικά με τις πριν την εργασία ηλικίες και τους συνταξιούχους ηλικιωμένους. Έτσι, με μια βαθιά έννοια, αυτή η μεταφορά συνεπάγεται την απώλεια του πιο σημαντικού πόρου για τη συσσώρευση κεφαλαίου στη χώρα καταγωγής: την εργασιακή της δύναμη. Επιπλέον, η εξαγωγή της υψηλά ειδικευμένης εργασιακής δύναμης επιδεινώνει αυτό το πρόβλημα μειώνοντας σοβαρά την ικανότητα της χώρας που τη στέλνει να καινοτομεί για δικό της όφελος και να αναπτύσσει τα δικά της αναπτυξιακά σχέδια έντασης τεχνολογίας.

Η ανάλυση αυτών των νέων τρόπων άνισης ανταλλαγής παρουσιάζει θεωρητικές, μεθοδολογικές και εμπειρικές προκλήσεις, οι οποίες απαιτούν αλλαγές στην αντίληψη και στον χαρακτηρισμό κατηγοριών που χρησιμοποιούνται τυπικά για την ερμηνεία του σύγχρονου καπιταλισμού. Χωρίς να αγνοούμε τις σημαντικές συμβολές της ΟΕΛΑ στην προαγωγή της κατανόησης αυτών των νέων τρόπων άνισης ανταλλαγής (πάνω από όλα σε σχέση με τον κεντρικό ρόλο που παίζει η επιστημονική και τεχνολογική πρόοδος), είναι σημαντικό να φέρουμε στο προσκήνιο τις μαρξιστικές θεωρίες άνισης ανταλλαγής στις διττές πλευρές τους. Τόσο με τη στενή όσο και με την ευρεία έννοια, αυτές οι θεωρίες προσφέρουν μια σταθερή και γόνιμη εννοιολογική βάση, πάνω στην οποία μπορεί να προαχθεί η σύλληψη των αναδυόμενων τρόπων άνισης ανταλλαγής, οι οποίοι προκύπτουν από την άμεση και έμμεση εξαγωγή της εργασιακής δύναμης (Emmanuel 1972). Από τη μια πλευρά, η άνιση ανταλλαγή με τη στενή έννοια θέτει τις διαφορές των μισθών (ή τις διαφορές στην υπεραξία) που προκύπτουν από τα εμπόδια στην κινητικότητα των πληθυσμών στο κέντρο της ανάλυσης. Από την άλλη πλευρά, η άνιση ανταλλαγή με την ευρεία έννοια επεκτείνει αυτές τις διαφορές για να συμπεριλάβουν την αξία που πηγάζει από διαφορετικές συνθέσεις κεφαλαίου, όπως είναι οι διαφορές που προκύπτουν από την επιστημονική και τεχνολογική πρόοδο (Críticas 1979). Λαμβάνουμε υπόψη ότι η διεθνοποίηση του κεφαλαίου στο πλαίσιο της νεοφιλελεύθερης παγκοσμιοποίησης προσπαθεί ασταμάτητα να μειώσει τα εργατικά κόστη – συμπεριλαμβανομένων αυτών που σχετίζονται με την υψηλά ειδικευμένη εργασιακή δύναμη – ενώ μεγιστοποιεί τη μεταφορά των πλεονασμάτων που παράγονται από την εργασία αυτή από τις περιφερειακές στις ανεπτυγμένες χώρες, κάτι που είναι ο εξαρχής σκοπός του να επωφεληθεί από τις διαφορές στους μισθούς.

Το Ερώτημα της Εργασίας Σήμερα

Μια από τις κύριες κινητήριες δυνάμεις του νεοφιλελεύθερου καπιταλισμού είναι η φτηνή εργασία. Τα κόστη της εργασίας μειώνονται με πολλούς και διαφορετικούς τρόπους, καθώς το κεφάλαιο εκμεταλλεύεται τη μαζική υπερπροσφορά της εργασίας, όπως αντανακλάται στα αυξανόμενα επίπεδα ανεργίας και επισφαλούς απασχόλησης σε όλο τον κόσμο. Με την αποδιάρθρωση της πρώην Σοβιετικής Ένωσης, την ενσωμάτωση της Κίνας και της Ινδίας στην παγκόσμια οικονομία, και την υλοποίηση προγραμμάτων δομικής προσαρμογής (συμπεριλαμβανομένων ιδιωτικοποιήσεων και εργασιακών μεταρρυθμίσεων) στον Παγκόσμιο Νότο, η προσφορά της εργασίας που είναι διαθέσιμη για το κεφάλαιο κατά τη διάρκεια των δύο τελευταίων δεκαετιών υπερδιπλασιάστηκε από 1.5 σε 3.3 δις, σε αυτό που ο Ρίτσαρντ Φρίμαν (Σ.τ.Μ., Richard Freeman) αποκαλεί ο”Μεγάλος Διπλασιασμός” (Σ.τ.Μ., Great Doubling) (Freeman 2006). Αυτή η ταχεία επέκταση του παγκόσμιου εφεδρικού στρατού συνέβη πιο δραματικά στον Παγκόσμιο Νότο, όπου βρίσκεται το 73% του “εφεδρικού” παγκόσμιου εργατικού δυναμικού (ILO 2008).

Το τεράστιο μέγεθος αυτού του εφεδρικού στρατού εργασίας είναι διαλεκτικά σχετιζόμενο με τους αβυσσαλέα χαμηλούς μισθούς και τη χρόνια ανεπάρκεια της “αξιοπρεπούς” απασχόλησης που χαρακτηρίζει τον σύγχρονο καπιταλισμό, καθώς η παγκόσμια υπερπροσφορά εργασίας έχει αποκλιμακώσει την παγκόσμια μισθολογική δομή και αυξήσει τη συνολική επισφάλεια της εργασίας. Σύμφωνα με τις εκτιμήσεις της Διεθνούς Οργάνωσης Εργασίας (ΠΟΕ· Σ.τ.Μ., International Labour Organization, ILO), ο αριθμός των εργατών σε συνθήκες εργασιακής ανασφάλειας αυξήθηκε σε 1.5 δις το 2009 – εμπεριέχοντας πάνω από το μισό της παγκόσμιας εργασιακής δύναμης – με 630 εκατομμύρια εξ’ αυτών να λαμβάνουν έναν μισθό μικρότερο των 2 δολαρίων ΗΠΑ τη μέρα και σχεδόν τους μισούς από αυτούς να βρίσκονται σε καταστάσεις ακραίας φτώχειας – ενώ ο παγκόσμιος αριθμός των ανέργων συνεχίζει να αυξάνεται (ILO 2011).

Ο νεοφιλελεύθερος καπιταλισμός αναδόμησε τις αγορές εργασίας και αναδιάρθρωσε την παγκόσμια εργατική τάξη με τους ακόλουθους τρόπους (Márquez and Delgado Wise 2011a):

  • Τη δημιουργία ενός διεσπαρμένου και ευάλωτου προλεταριάτου διαθέσιμου για τα παγκόσμια δίκτυα του μονοπωλιακού κεφαλαίου. Το κοινωνικό και παραγωγικό οικοδόμημα των μεγάλων πολυεθνικών εταιρειών καλύπτει στρατηγικούς και κερδοφόρους οικονομικούς κλάδους, όπως η γεωργία, οι εξορύξεις, η βιομηχανία, οι υπηρεσίες, το εμπόριο και τα χρηματιστικά. Η νεοφιλελεύθερη αναδόμηση των αγορών εργασίας έχει αποδιαρθρώσει την προστασία της εργασίας και επιβάλει μια “νέα εργασιακή κουλτούρα” που βασίζεται στην ανταγωνιστικότητα, ενώ δημιουργεί ένα καθεστώς εργασιακής ανασφάλειας που χαρακτηρίζεται από εργασιακή ευελιξία και επισφάλεια. Οι υπεργολαβίες διακρίνονται ως η κύρια στρατηγική της διοίκησης των επιχειρήσεων για τη μείωση του εργασιακού κόστους και για τη δημιουργία μιας μόνιμης απειλής απολύσεων. Οι απαιτήσεις των επιχειρήσεων έχουν επίσης οδηγήσει σε ένα νέο προφίλ εργασίας: απελπισμένοι νέοι εργάτες χωρίς συνδικαλιστική εμπειρία και πρόθυμοι να εργαστούν υπό συνθήκες ανασφάλειας και χαμηλής αμοιβής. Το νέο προλεταριάτο είναι υποχρεωμένο να υποβάλει τον εαυτό του σε υψηλά επίπεδα εκμετάλλευσης, προκειμένου να αποκτήσει πρόσβαση σε κάποια πηγή εισοδήματος. Αυτή η εργασία είναι όλο και πιο αποξενωμένη από την αίσθηση του ανήκειν σε μια κοινωνική τάξη, και από τη θέση της στο κοινωνικο-οικονομικό και γεωγραφικό οικοδόμημα, δεδομένης της κυριαρχίας αυτού που προσομοιάζει προς αφηρημένες μορφές κεφαλαίου – δηλ., το παγκόσμιο κεφάλαιο αποπροσωπικοποιεί, ακόμη περισσότερο από ότι στο παρελθόν, τη σχέση μεταξύ κεφαλαίου και εργασίας στη διεθνή αρένα. Αυτές οι αφηρημένες εκφράσεις του κεφαλαίου αφήνουν το προλεταριάτο χωρίς ανθρώπινο σημείο αναφοράς των εκμεταλλευτών του, παρά μόνο μια απρόσωπη, κινητική, και απο-εδαφικοποιημένη εταιρική οντότητα, η οποία, αν χρειαστεί, μπορεί γρήγορα να μεταφέρει την παραγωγή σε άλλα εργοστάσια. Αυτή η αφηρημένη μορφή κεφαλαίου υπονομεύει την ανάπτυξη συνείδησης του τι συμβαίνει στην εργασιακή διαδικασία και εμποδίζει τους εργάτες να οικοδομήσουν μακροπρόθεσμες σχέσεις που είναι απαραίτητες για τη συνεργασία και αλληλεγγύη για την αντιμετώπιση των εργοδοτών· η καθημερινή βιοπάλη για να κερδηθούν τα προς το ζην απασχολεί τη ζωτική τους ενέργεια με λίγη κοινωνική συνοχή.
  • Την κεκαλυμμένη προλεταριοποίηση του υψηλά ειδικευμένου επιστημονικού και τεχνολογικού εργάτη. Οι μεγάλες πολυεθνικές εταιρείας έχουν καταφέρει να απορροφήσουν την επιστημονική και τεχνολογική εργασία σε ένα σύστημα καινοτομίας, προστατευμένο με διπλώματα ευρεσιτεχνίας, το οποίο παράγει αξιοσημείωτα κέρδη για τις πολυεθνικές. Με αυτόν τον τρόπο, οι καρποί της τεχνολογικής προόδου γίνονται αντικείμενο άμεσης οικειοποίησης από το μονοπωλιακό κεφάλαιο. Οι επιστήμονες και τεχνολόγοι αποτελούν ένα προνομιακό τμήμα της εργατικής τάξης, και δεν αντιλαμβάνονται τους εαυτούς τους ως εργάτες, παρά, μάλλον, ως κομμάτι της παγκόσμιας άρχουσας τάξης, ή ακόμη και ως προαγωγούς του κοινωνικού μετασχηματισμού στο βαθμό που οι καινοτομίες τους επιδρούν στα πάντα, από τα παραγωγικά πρότυπα έως τις καθημερινές ζωές των απλών ανθρώπων. Αυτό το υψηλά ειδικευμένο εργατικό δυναμικό έχει σταδιακά χάσει, άμεσα ή κεκαλυμμένα, τη σχετική του αυτονομία και έλεγχο επί των μέσων της παραγωγής γνώσης και των εργαλείων της εργασίας του (εργαστήρια, ερευνητικά προγράμματα, κτλ.). Με αυτήν την έννοια, η επιστημονική και τεχνολογική εργασία υπάγεται στις μεγάλες πολυεθνικές εταιρείες, ενώ η επίγνωση των ερευνητών για την εργασιακή διαδικασία σταδιακά χάνεται. Μια από τις ισχυρότερες μορφές οικειοποίησης και υπαγωγής της επιστημονικής και τεχνολογικής εργασίας είναι αυτή της μεταμφιεσμένης προλεταριοποίησης αυτού του τύπου εργάτη μέσα από μορφές υπεργολαβιών και εξωχώριων αναθέσεων, ενσωματωμένων στη δυναμική της αναδιάρθρωσης των συστημάτων καινοτομίας, όπως περιγράφηκε προηγουμένως. Δεδομένης της επισφάλειας της εργασίας τους και της έλλειψης ελέγχου επί των μέσων της παραγωγής της γνώσης, οι πολυεθνικές εταιρείες καθοδηγούν τα ερευνητικά προγράμματα της Ε&Α και οικειοποιούνται τα προϊόντα της έρευνας.
  • Την πραγματική ή μεταμφιεσμένη προλεταριοποίηση των χωρικών. Ένα παγκόσμιο σύστημα αγρο-επιχειρήσεων (Σ.τ.Μ., agribusiness) κυριαρχούμενο από μεγάλες πολυεθνικές επιχειρήσεις ελέγχει όλα τα στάδια των παραγωγικών, χρηματιστικών και εμπορικών διαδικασιών, μην αφήνοντας πρακτικά καθόλου χώρο για τη μικρή αγροτική παραγωγή (βλ. επίσης το κεφάλαιο της Σύλβια Καίη – Σ.τ.Μ., Sylvia Kay – σε αυτόν τον τόμο). Όπως και άλλοι οικονομικοί κλάδοι, οι αγρο-επιχειρήσεις χρησιμοποιούν σχήματα υπεργολαβίας που υποβαθμίζουν την αυτονομία των χωρικών και συνεπάγονται ορατές, ή κεκαλυμμένες, μορφές προλεταριοποίησης με έναν μεγάλο βαθμό επισφάλειας. “Η συσσώρευση διά της εκποίησης – Σ.τ.Μ., accumulation by dispossession” (Harvey 2007) αποδιαρθρώνει το σύστημα διαβίωσης των χωρικών και επεκτείνει την παρουσία της παραγωγής μεγάλης κλίμακας για εξαγωγή των αγρο-επιχειρήσεων, ακυρώνοντας πολιτικές προσπάθειες για τοπική διατροφική κυριαρχία, οικειοποιούμενη τη φύση και τη βιοποικιλότητα, εμποδίζοντας τους δημόσιους πόρους να διοχετευθούν στον κλάδο των χωρικών, και “απελευθερώνοντας” το εργατικό δυναμικό από τη γη, έτσι ώστε, με τη σειρά του, να μπορέσει να απασχοληθεί σε επισφαλείς και ανασφαλείς συνθήκες στη μεταποίηση, στο εμπόριο ή στις υπηρεσίες. Προκειμένου να συντηρηθούν εντός του νέου θεσμικού πλαισίου του νεοφιλελεύθερου καπιταλισμού, οι χωρικοί αναγκάζονται είτε (α) να μετατραπούν σε προλεταριάτο και να εργαστούν για τις αγρο-επιχειρήσεις, ακόμη και στη γη που μπορεί πρότερα να τους ανήκε, (β) να μεταναστεύσουν στις πόλεις σε αναζήτηση επισφαλών θέσεων εργασίας, πολλές από τις οποίες προσφέρονται από τις μεγάλες πολυεθνικές εταιρείες, και σε περιοχές όπως οι εξαγωγικές (Σ.τ.Μ., maquiladora) βιομηχανικές ζώνες, (γ) να επιβιώσουν εντός των γραμμών του λούμπεν προλεταριάτου, μέσα από τη μαύρη αγορά ή εγκληματικές δραστηριότητες, ή (δ) να μεταναστεύσουν στο εξωτερικό για να εργαστούν σε ευάλωτες κοινωνικές συνθήκες, και σε υποβαθμισμένες, χαμηλά αμειβόμενες θέσεις εργασίας. Αυτές οι διαδικασίες φανερής ή κεκαλυμμένης προλεταριοποίησης και υπο-προλεταριοποίησης έχουν επιδεινώσει περαιτέρω τη δυναμική της μισο-προλεταριοποίησης που ήδη λάμβανε χώρα πριν από τη νεοφιλελεύθερη σφαγή. Παρά την κοινωνική αποσύνθεση των χωρικών ως μιας υποδεέστερης τάξης που κείται χαμηλότερα ακόμη και από το προλεταριάτο, αξίζει να σημειωθεί ότι κάποια από τα πιο ορατά και συνεπή κινήματα ενάντια στην παγκοσμιοποίηση προέρχονται ακριβώς από τις τάξεις των χωρικών και των ιθαγενών ομάδων (i.e., Via Campesina – Σ.τ.Μ., διεθνές κίνημα χωρικών, ο Εθνικός Απελευθερωτικός Στρατός των Ζαπατίστα στο Μεξικό, η CONEIΣ.τ.Μ., Ομοσπονδία Ιθαγενών Εθνοτήτων – στο Εκουδόρ, και το Κίνημα των Εργατών Χωρίς Γη – Σ.τ.Μ. Landless Workers Movement – στη Βραζιλία), καταδεικνύοντας ότι πολλές από αυτές τις ομάδες διατηρούν τον αναγκαίο κοινωνικό και γεωγραφικό χώρο για την ανάπτυξη αντι-ηγεμονικών ιδεολογιών και βάσεων αντίστασης (Scott 1992).
  • Τη μισο- και υπο- προλεταριοποίηση των μεταναστών εργατών. Ο νεοφιλελεύθερος καπιταλισμός επιτάχυνε μηχανισμούς κοινωνικού αποκλεισμού και εκποίησης. Το πιο εμφανές αποτέλεσμα αυτού είναι η δημιουργία ενός πληθυσμού που δεν έχει τα μέσα για να κερδίσει τα προς το ζην και του οποίου το νοικοκυριού είναι στην καλύτερη περίπτωση επισφαλές. Αυτές οι κοινωνικές ομάδες αναγκάζονται να μεταναστεύσουν εγχώρια ή διεθνώς προκειμένου να αποκτήσουν πρόσβαση σε κάποια πηγή εισοδήματος που θα καταστήσει δυνατή την οικογενειακή διαβίωση. Η μετανάστευση σε αυτό το πλαίσιο απέχει παρασάγγας από μια ελεύθερη και εθελοντική κίνηση· περισσότερο είναι μια δομική επιτακτική ανάγκη. Ένα ευρύ φάσμα κοινωνικών υποκειμένων αναγκάζονται να μετακινηθούν από τους τόπους προέλευσής τους: χωρικοί στερημένοι από τη γη τους ή ανίκανοι να κερδίσουν τα προς το ζην από αυτήν· άνεργοι ή φτωχά αμειβόμενοι εργάτες· νέοι χωρίς προοπτικές απασχόλησης· επαγγελματίες χωρίς πρόσβαση σε κοινωνική κινητικότητα· γυναίκες χωρίς πρόσβαση στην αγορά εργασίας· ειδικευμένοι εργάτες με λίγες ή καθόλου ευκαιρίες για δουλειά και εισόδημα. Αυτοί που συμμετέχουν στην αναγκαστική μετανάστευση υπομένουν σχετικά χειρότερες συνθήκες από ότι οι αντίστοιχοι ντόπιοι· μετατρέπονται σε ένα ιδιαίτερα ευάλωτο προλεταριάτο, ή υπο-προλεταριάτο, αντιμετωπίζοντας κοινωνικό αποκλεισμό, μισθολογικές διακρίσεις, και έλλειψη κοινωνικών και εργασιακών δικαιωμάτων, απώλεια υπηκοότητας (ή επισφαλές καθεστώς υπηκοότητας), και ποινικοποίηση, αν είναι χωρίς έγγραφα. Αυτό το βοηθητικό σώμα του εργατικού δυναμικού εργάζεται υπό συνθήκες ανασφάλειας, ευαλωτότητας και σημαντικού κινδύνου· ως υπο-τάξη του προλεταριάτου, υπόκεινται συχνά σε συνθήκες υπερεκμετάλλευσης της εργασίας οι οποίες επαναφέρουν προκαπιταλιστικά χαρακτηριστικά εξαναγκασμού, συνορεύοντας με νέες μορφές σκλαβιάς (Márquez & Delgado Wise 2011b; και τα κεφάλαια των Harrod και McGrath/Strauss, σε αυτόν τον τόμο).
  • Την επέκταση του εφεδρικού στρατού εργασίας και μαζί με αυτήν την αύξηση νέων μορφών φτώχειας και μιας κατώτερης τάξης εργατών χωρίς καμία ελπίδα ή δυνατότητα για οποιαδήποτε, πόσο μάλλον αξιοπρεπή, εργασία – κάποιοι από αυτούς ανάπηροι ή καθιστάμενοι ανίκανοι προς εργασία κατά τη διαδικασία της συσσώρευσης κεφαλαίου και της οικονομικής μεγέθυνσης. Αυτοί οι πλεονασματικοί εργάτες υποφέρουν από τις χειρότερες συνθήκες διαβίωσης και εργασίας, και βρίσκονται στα χαμηλότερα κοινωνικά στρώματα. Αυτό είναι ένα μεγάλο τμήμα του παγκόσμιου πληθυσμού το οποίο είναι ιδιαίτερα υποβαθμισμένο. Για να επιβιώσουν, οι φτωχότεροι των φτωχών εργάζονται στα περιθώρια της κοινωνίας, και συχνά, στα όρια της νομιμότητας, συμμετέχοντας στη μικροεγκληματικότητα (Σ.τ.Μ., petty crime), στο οργανωμένο έγκλημα, στο εμπόριο λευκής σαρκός (Σ.τ.Μ., human trafficking) και στην πορνεία. Επιπλέον, εκτελούν δραστηριότητες σε δημόσιους χώρους, εργαζόμενοι ως επαίτες, λούστροι, τελάληδες, πωλητές και μουσικοί του δρόμου, ανάμεσα σε πολλά άλλα πράγματα. Αυτή η ομάδα περιλαμβάνει και τους πωλητές από πόρτα σε πόρτα και τους ανεπίσημους εργάτες. Η δυσλειτουργική φύση της εργασίας τους, η αποσύνδεση από το θεσμικό πλαίσιο και οι διακρίσεις που υπομένουν εμποδίζει αυτές τις ομάδες να αναπτύξουν ταξική ταυτότητα και να αλληλοεπιδράσουν ανοιχτά με την εξουσία, το κεφάλαιο, ή με άλλες κατηγορίες του προλεταριάτου.
  • Την υπαγωγή και αντίσταση του διανοητικού εργάτη. Αυτή η μερίδα της διανόησης, η οποία απολαμβάνει μεγαλύτερης ορατότητας και προνομίων, είναι δεσμευμένη στη διανοητική υποστήριξη της επέκτασης των μεγάλων πολυεθνικών εταιρειών και των εξουσιών πίσω από αυτές. Η κριτική σκέψη αντιμετωπίζεται ως παρωχημένη (Σ.τ.Μ., passé) ή συσχετίζεται με τη λαϊκίστικη άμυνα άσχετων κοινωνικών μερίδων. Υπάρχει μια κίνηση για την επιβολή μιας μοναδικής μορφής σκέψης σχετικά με το νεοφιλελεύθερο σχέδιο: η ελεύθερη αγορά, η εκλογική δημοκρατία και το αποκαλούμενο τέλος της ιστορίας (δηλ. η εξουδετέρωση των εναλλακτικών) διαποτίζουν και διαρρηγνύουν διάφορα πεδία της ακαδημαϊκής κοινότητας, των μέσων, των κοινοβουλίων, των κυβερνήσεων και πολιτικών κομμάτων, έως ότου τελικά διαχύνονται (Σ.τ.Μ., ή εμβολιάζουν, inoculate) στον λαϊκό νου ή κατασκευάζουν μια “κοινή λογική”. Το εκπαιδευτικό σύστημα πιέζεται να ιδιωτικοποιηθεί, ή, τουλάχιστον, να εμπορευματοποιήσει τις υπηρεσίες του. Σε αντιστοιχία με αυτήν τη λογική, η διδακτική/μαθησιακή διαδικασία προσλαμβάνεται ως μορφοποίηση δεξιοτήτων, διότι ο μαθητής πρέπει να είναι χωρίς ηθικές και ανθρωπιστικές ανησυχίες και να μετατραπεί σε ανθρώπινο κεφάλαιο, έτοιμο να εισαχθεί και ανταγωνιστεί στην αγορά εργασίας. Γι’ αυτόν τον λόγο, τα προγράμματα σπουδών διαμορφώνονται σε συμφωνία με τις ανάγκες των εργοδοτών παρά με τις κοινωνικές ανάγκες. Σε συμφωνία με αυτήν την ψευδο-διανοουμενίστικη τάση, ο κομφορμισμός που επιβάλλεται από τους κυρίαρχους τρόπους σκέψης, και η προσκόλληση στα εταιρικά συμφέροντα και στις ελίτ της εξουσίας, απεικονίζουν την κριτική σκέψη ως παρωχημένη (Σ.τ.Μ., banal), και μη παραγωγική. Αντιθέτως, η κριτική σκέψη που καλλιεργείται από καλλιτέχνες, επιστήμονες, πολιτικούς, δημοσιογράφους, ερευνητές και ακαδημαϊκούς έχει υπάρξει μια πηγή δημιουργικότητας και κοινωνικής καινοτομίας. Η ανάπτυξη της γνώσης και των ιδεών που αποσκοπούν στην κατανόηση του σύγχρονου κόσμου και στην ανίχνευση δυνατοτήτων μετασχηματισμού είναι το κύριο καθήκον αυτού του τομέα, το ιστορικό συμφέρον του οποίου ήταν με το να συμπάσχει με τις υποτελείς τάξεις, τα κινήματα αντίστασης και τους κοινωνικούς αγώνες.

Υπό τις περιστάσεις που καλλιεργούνται από τον νεοφιλελεύθερο καπιταλισμό, επομένως, οι συνθήκες εργασίας διαβρώνουν τον κοινωνικό μισθό και το σύστημα κοινωνικής πρόνοιας αποκλείει τις υποτελείς τάξεις από το να έχουν πρόσβαση σε βασικές κοινωνικές ανάγκες σε τέτοιο βαθμό που οι μισθοί να μη διασφαλίζουν πλέον τη διαβίωση. Αυτό προκαλεί μια τροχιά καπιταλιστικής ανάπτυξης προς την εξαθλίωση και/ή την υπερεκμετάλλευση της εργασίας. Η παραβίαση των βασικών εργασιακών και ανθρωπίνων δικαιωμάτων δημιουργεί μια κατάσταση συστημικής βίας και ανθρώπινης ανασφάλειας η οποία επηρεάζει την πλειοψηφία του παγκόσμιου πληθυσμού, όπου η Οικουμενική Διακήρυξη των Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων έχει εμφανώς και κατάφορα παραβιαστεί από τις οικονομικές και πολιτικές δυνάμεις της νεοφιλελεύθερης παγκοσμιοποίησης.

Καταληκτικές Παρατηρήσεις

Η έννοια της παγκόσμιας εργασιακής ρύθμισης παρέχει ένα ζωτικό εργαλείο για την κατανόηση και εξερεύνηση της φύσης του σύγχρονου καπιταλισμού (δηλ. της νεοφιλελεύθερης παγκοσμιοποίησης). Αυτή η έννοια βασίζεται σε θεμελιακές κατηγορίες για την κατανόηση του καπιταλισμού από την οπτική της μαρξιστικής πολιτικής οικονομίας, εκκινώντας από τη σχέση κεφαλαίου – εργασίας και την αξία της εργασιακής δύναμης, ιδιαίτερα κατά την παραγωγή υπεραξίας. Κατά την κατάβαση από το αφηρημένο στο συγκεκριμένο στη διαλεκτική της έννοια, η παγκόσμια εργασιακή ρύθμιση βαθαίνει την κατανόησή μας για το πως το κεφάλαιο δημιουργεί τη δική του γεωγραφία, εκμεταλλευόμενο και αναπαράγοντας τις μισθολογικές διαφορές που προκύπτουν από ιστορικά, κοινωνικά, πολιτικά, οικονομικά και πολιτιστικά πλαίσια, και από τη δυναμική της άνισης ανταλλαγής που είναι εγγενής στον καπιταλισμό. Τέτοια έχει υπάρξει, από τη ρίζα της, η ιστορία του ιμπεριαλισμού, ο οποίος στην τρέχουσα φάση του, τη νεοφιλελεύθερη, χαρακτηρίζεται, ανάμεσα σε άλλα πράγματα, από μια βίαιη και ασυμβίβαστη επίθεση στις συνθήκες διαβίωσης και εργασίας της εργατικής τάξης σε παγκόσμια κλίμακα. Αυτή η διαδικασία, που χαρακτηρίζεται από μια εντατικοποίηση των ασυμμετριών μεταξύ χωρών και περιοχών, όπως και από πρωτοφανή κοινωνική πόλωση, είναι το υπόβαθρο μιας μέχρι πρόσφατα αφάνταστης επιδείνωσης των αντιθέσεων του καπιταλιστικού συστήματος, που προκαλεί μια βαθιά πολιτιστική κρίση επηρεάζοντας όλη την ανθρωπότητα.

Το ότι η παγκόσμια εργασιακή ρύθμιση έχει γίνει ένα κρίσιμο κομμάτι της διεθνούς στρατηγικής οργάνωσης και αναδιάρθρωσης μεγάλων πολυεθνικών εταιρειών, και της ιμπεριαλιστικής κυριαρχίας, εγείρει σοβαρές θεωρητικές και εννοιολογικές προκλήσεις σχετικά με τη λειτουργία του νόμου της αξίας, στη νέα παγκόσμια τάξη (ή αταξία). Κανείς δεν πρέπει να ξεχνά ότι οι τεράστιες μισθολογικές διαφορές μεταξύ χωρών και περιοχών φαίνεται να υποδεικνύουν ότι γινόμαστε μάρτυρες της βασιλείας της υπερεκμετάλλευσης της εργασίας (δηλ. μισθοί της εργασιακής δύναμης είναι αρκετά κάτω από την αναγκαία αξία για την κοινωνική της αναπαραγωγή). Το θέμα εδώ είναι απλό: έχουμε μπει σε έναν διαφορετικό τρόπο καπιταλιστικής παραγωγής. Ακόμη και αναγνωρίζοντας ότι το εργατικό δυναμικό μπορεί να έχει διαφορετικές και αντιτιθέμενες αξίας σε διαφορετικά γεωγραφικά πλάτη, δεδομένης της κληρονομιάς της αποικιοκρατίας, τη νεο-αποικιοκρατία και ακραίες μορφές ιμπεριαλιστικής κυριαρχίας, πολλές ερωτήσεις παραμένουν. Ανάμεσά τους, πως αντιλαμβανόμαστε τους νόμους του καπιταλισμού που χαρακτηρίζονται από την κυριαρχία του μονοπωλιακού κεφαλαίου, η οποία διεισδύει σε όλα τα επίπεδα της κοινωνικής ζωής, ενώ διακηρύττει τον μύθο της ελεύθερης αγοράς; Πως αντιλαμβανόμαστε τη λογική της διαμόρφωσης των τιμών εντός της δυναμικής της χρηματιστικοποίησης (πλασματικό κεφάλαιο) και της αναζωπύρωσης του αχαλίνωτου εξορυκτικισμού φυσικών πόρων σε επίπεδα που απειλούν να καταστρέψουν τα θεμέλια των οικοσυστημάτων μας; Αυτές και άλλες αντιθέσεις απαιτούν μια τεράστια θεωρητική και αναλυτική προσπάθεια της προοδευτικής διανόησης για να αποκαλύψουν την πολύπλοκη πραγματικότητα στην οποία ζούμε και για να συμβάλουν στις ίδιες τις οργανώσεις και τα κινήματα που οδηγούν στον κοινωνικό μετασχηματισμό προς όφελος της εργατικής τάξης και των λαϊκών στρωμάτων.

Εν τέλει, δεν τονίζεται αρκετά συχνά, ότι, σε αυτό το καθήκον, είναι ζωτικό να κατανοήσουμε την ανασύνθεση των κοινωνικών τάξεων υπό την κυριαρχία της νεοφιλελεύθερης παγκοσμιοποίησης. Όπως είδαμε, η νεοφιλελεύθερη παγκοσμιοποίηση διακρίνεται για τη δημιουργία πολλών μορφών μεταμφιεσμένης προλεταριοποίησης εντός και μεταξύ χωρών, ιδιαίτερα κατά μήκος του άξονα Βορρά – Νότου. Αυτή κατάσταση τείνει να παράγει πολλές διαιρέσεις εντός της εργατικής τάξης, κάνοντας ακόμη πιο επείγον το να κινηθούμε στρατηγικά προ την κατασκευή ενός υποκειμένου κοινωνικού μετασχηματισμού με την ικανότητα να αντιπαρέλθει την τρέχουσα οπισθοδρομική/παρασιτική/αρπακτική και σε τελευταία ανάλυση μη βιώσιμη μορφή καπιταλισμού για χάρη της ανθρωπότητας.

Αναφορές

 

Andreff, W. (2009), “Outsourcing in the New Strategy of Multinational Companies: Foreign Investment, International Subcontracting and Production Relocation,” Papeles de Europa, 18: 5-34.

Battelle (2012), 2013 Global R&D Funding Forecast, Columbus, Ohio: Battelle. Retrieved from http://www.rdmag.com/sites/rdmag.com/files/GFF2013Final2013_reduced.pdf.

Bello, Walden. (2005). Dilemmas of Domination: The Unmaking of the American

Empire. New York: Metropolitan Books.

Brenner, Robert. (2002). The Boom and the Bubble: The U.S. in the World Economy.

NewYork: Verso.

Bresser-Pereira, L. (2007), “Method and Passion in Celso Furtado,” in E. Pérez and M. Vernego (eds.), Ideas, policies and economic development in the Americas. London: Routledge: 9-30.

Brewer, A. (1980), Marxist Theories of Imperialism, London: Routledge and Kegan Paul.

Críticas de la Economía Política (1979), El intercambio desigual, no. 10 (Latin American edition), Mexico: El Caballito.  

Chaminade, C. & J. Vang-Lauridsen (2008) “Globalisation of Knowledge Production and Regional Innovation Policy: Supporting Specialized Hubs in the Bangalore Software Industry”, Working Papers, Lund University.

Chesbrough, H. (2008), “Open Innovation: A New Paradigm for Understanding Industrial Innovation”, in H. Chesbrough, W. Vanhaverbeke and J. West (editors), Open Innovation: Researching a New Paradigm, Oxford: Oxford Uniersity Press.

Cyranoski, G., H. Ledford, A. Nayar and M. Yahia (2011), “The PhD Factory. The world is producing more PhDs than ever before. Is it time to stop?” Nature, vol. 472, April, 21.

Davies, J.B., Sandström, S.,  Shorroks, A. & Wolff, E.N. (2008) “The World Distribution of Household Wealth,” in James B. Davies, ed., Personal Wealth from a Global Perspective. Oxford: Oxford University Press.

Delgado Wise, R & J. Cypher (2007), “The Strategic Role of Mexican Labour Under NAFTA: Critical Perspectives on Current Economic Integration,” The Annals of the American Academy of Political and Social Science, Issue 615: 120-142.

__________ & Márquez, H. (2007), “The Reshaping of Mexican Labour Exports under NAFTA: Paradoxes and Challenges,” International Migration Review, vol. 41, no. 3: 656-679.

__________, Humberto Márquez and Héctor Rodríguez (2009), “Seis tesis para desmitificar el nexo entre migración y desarrollo”, Migración y Desarrollo, vol. 6, no. 12: 27-52.

__________ (2013), “The Migration and Labor Question Today: Imperialism, Unequal Development, and Forced Migration”, Monthly Review, vol. 65, no. 2: 25-38.

Emmanuel, A. (1972), El intercambio desigual, Mexico: Siglo XXI.

Foster, J. B. (2010). “The Financialization of the Capitalist Class: Monopoly-

Finance Capital and the New Contradictory Relations of Ruling Class Power.” In H. Veltmeyer, (Ed.) Imperialism, Crisis and Class Struggle: The Enduring Verities and Contemporary Face of Capitalism. Leiden and Boston: Brill Publishers.

Foster, J.B., McChesney, R.W. & Jonna, J. (2011a), “The Internationalization of Monopoly Capital,” Monthly Review, Vol. 63, no. 2: 3-18. Retrieved from http://monthlyreview.org/2011/06/01/the-internationalization-of-monopoly-capital

__________, McChesney, R.W. & Jonna, J. (2011b), “The Global Reserve Army of Labour and the New Imperialism,” Monthly Review, Vol. 63, no. 6: 1-15.

Freeman, R. B. (2006). The Great Doubling: the Challenge of the New Global Labor

Market.  Retrieved from

http://emlab.berkeley.edu/users/webfac/eichengreen/e183_sp07/great_doub.pdf

                      (2008), “The new global labor market”, Focus, vol. 26, no.1: 1-6. http://www.irp.wisc.edu/publications/focus/pdfs/foc261.pdf, retrieved December 22, 2013.

Galama, T. and J. Josek (2008), U.S. Competitiveness in Science and Technology, Santa Mónica: RAND Corporation.

Gallagher, K. and L. Zarsky (2007), The Enclave Economy: Foreign Investment and Sustainable Development in Mexico´s Silicon Valley. Cambridge, Massachusetts: MIT Press.

Hansen, F. (2005), “Business Focus: Global Labour Arbitrage Resets Wages”, Business Finance, April 1: 7-10, http://businessfinancemag.com/hr/economic-amp-business-focus-global-labor-arbitrage-resets-wages, retrieved December 22, 2013.

Harvey, David (2007), “Neoliberalism as Creative Destruction”, The Annals of the American Academy of Political and Social Science, no. 610: 21-44.

ILO (International Labour Organization) (2008). The Global Employment Challenge. By Ajit K. Ghose, Nomaan Maji, and Christoph Ernst. Geneva: International Labour Organisation.

ILO (2011). Global Employment Trends 2011: The Challenge of a Jobs Recovery. Geneva: International Labour Organisation.

Mallorquín, C. (2007), “The unfamiliar Raúl Prebish,” in E. Pérez and M. Vernego (eds.), Ideas, policies and economic development in the Americas. London: Routledge: 98-122.

Márquez, H. & R. Delgado Wise (2011a), “Signos vitales del capitalismo neoliberal: Imperialismo, crisis y transformación social,” Estudios Críticos del Desarrollo, Volumen I, número 1, junio–diciembre de 2011, pp. 11-50.

_________  & R. Delgado Wise (2011b), “Una perspectiva del sur sobre capital global, migración forzada y desarrollo alternativo”, Migración y Desarrollo, vol. 9, núm. 16: 3-42.

Marx, K. (1865), Value, Price and Profit. New York: International Co.,  1969; Written: between end of May and June 27, 1865. Retrieved from http://www.marxists.org/archive/marx/works/download/pdf/value-price-profit.pdf.

Marx, K. (1867) Capital: A Critique of Political Economy, Volume 1. Moscow: Progress Publishers. Retrieved online at http://www.marxists.org/archive/marx/works/download/pdf/Capital-Volume-I.pdf.

McKinsey Global Institute (2012). The World at Work: Jobs, Pay, and Skills for 3.5 billion People. McKinsey & Co. (June). Retrieved from http://www.mckinsey.com/insights/employment_and_growth/the_world_at_work

Moseley, F. (1995), “Capital in General and Marx’s Logical Method: A Response to Heinrich’s Critique”, Capital &Class, No. 56: 15-48.

Munck, R. (2000), “Dependency and Imperialism in Latin America,” in R. Chicolte (ed.) The political economy of imperialism, Lanham, MD.: Rowmann & Littlefield: 141-156.

National Science Board (2012), Science and Engineering Indicators Digest, Arlington: The National Science Board.

OECD (Organisation for Economic Co-operation and Development) (2008), Open In-novation in Global Networks. Copenhagen: OECD. Retrieved from http://www.oecd.org/sti/openinnovationinglobalnetworks.htm

Parthasarathi, A. (2002), “Tackling the brain drain from India’s information and communication technology sector: the need for a new industrial, and science and technology strategy”, Science and Public Policy, Vol.29, No. 2, pp. 129–136.

Partnership for a New American Economy (2012), Patent Pending. How immigrants are reinventing the American economy, a report from the partnership for a new American economy, http://www.renewoureconomy.org/patent-pending.

Prebisch, R. (1986), “El desarrollo económico en América Latina y alguno de sus principales problemas,” Desarrollo Económico, vol. 26, no. 103 (originally published in English in May 1950).

Rand Corporation (2008), U.S. Competitiveness in Science and Technology, Santa Monica, CA: Rand Corporation.

Sassen, Saskia (2007).  The Sociology of Globalization. New York: W.W. Norton & Company.

Saxenian, A.L. (2006), The New Argonauts: Regional Advantage in a Global Economy, Boston: Harvard University Press.

__________ (1996), Regional Advantage: Culture and Competition in Silicon Valley and Route 128, Boston: Harvard University Press.

__________  (2002), Local and Global Networks of Immigrant Professsionals in Silicon Valley, San Francisco: Public Policy Institute of California.

Scott, James (1992). Domination and the Arts of Resistance: Hidden Transcripts.

New Haven: Yale University Press.

Singer, H. (1975), The Strategy of International Development. Essays in the Economics of Backwardness, London: Macmillan.

Sturgeon, T. J. (2003), “What really goes on in Silicon Valley? Spatial clustering and dispersal in modular production networks.” Journal of Economic Geography, Vol. 3, No. 2: 199-225.

UNCTAD (United Nations Conference on Trade and Liberalization) (2010), World In-vestment Report 2010. New York: United Nations.

World Bank (2011). Migration and Remittances Factbook 2011. Washington, D.C.: The World Bank.

World Bank (2012). Turn down the heat: why a 4°C warmer world must be avoided. Washington DC : World Bank. Retrieved from http://documents.worldbank.org/curated/en/2012/11/17097815/turn-down-heat-4%C2%B0c-warmer-world-must-avoided

Veltmeyer, H. (2013). “The Political Economy of Natural Resource Extraction: A New Model or Extractive Imperialism?” Canadian Journal of Development Studies, Volume 34, Issue 1: 79-95.

Xing, Y. & Kolstad C. (2002). “Do Lax Environmental Regulations Attract Foreign Investment?” Environmental and Resource Economics, Volume 21, Issue 1: pp 1-22