του Βασίλη Λιόση
Είναι πλέον κοινή παραδοχή πως η ΝΔ αντέχει δημοσκοπικά και η φθορά της είναι αργή. Ας θυμηθούμε πως είχε λάβει στις εκλογές ένα ποσοστό κάτι λιγότερο από 40% και τώρα βρίσκεται στη χειρότερη περίπτωση στο 33%. Παρά την ταξική και εξωφρενική πολιτική της καμία κατάρρευση δεν επήλθε παρόμοια με αυτή που υπέστησαν τα κλασικά κόμματα του δικομματισμού (ΝΔ και ΠΑΣΟΚ) μετά την εφαρμογή των μνημονίων. Ας θυμηθούμε, ακόμη, πως στο πρόσφατο παρελθόν η ΝΔ είχε φτάσει σε ιστορικό χαμηλό της τάξης του 19%! Η αργή της φθορά επιβεβαιώνεται από την ταύτιση όλων των δημοσκοπικών ευρημάτων αλλά και από το γεγονός ότι δεν υπάρχει αμφισβήτηση αυτών των ευρημάτων από την πλευρά του ΣΥΡΙΖΑ. Πώς, λοιπόν, εξηγείται αυτή η ανθεκτικότητα;
- Η περίοδος πανδημικής κρίσης που βιώνουμε είναι απολύτως πρωτόγνωρη. Πρόκειται για μία κατάσταση που δημιουργεί ανασφάλεια και με αυτό το δεδομένο η διαχείριση της πρώτης περιόδου της πανδημίας που προβλήθηκε ως επιτυχή από την κυβέρνηση και τα ΜΜΕ έπεισε τον κόσμο σε πολύ μεγάλο βαθμό πως η κυβέρνηση τα πήγε καλά. Έτσι, η κυβέρνηση κέρδισε πόντους από αυτή την ιδιομορφία που φαίνεται πως ακόμη σε ένα βαθμό πιστώνεται την «επιτυχία» της, τουλάχιστον αν μιλάμε για το ευρύτερο πυρήνα οπαδών της.
- Το μότο «θα λογαριαστούμε μετά» πρόβαλε μία αντιπολίτευση (μιλάμε για τον ΣΥΡΙΖΑ) που δεν είχε καμία διάθεση να θέσει στο τραπέζι με ένταση τα μεγάλα κοινωνικά προβλήματα που αφορούν τη δημόσια υγεία, τα Μέσα Μαζικής Μεταφοράς, την αναλογία εκπαιδευτικού-μαθητών, τα τεστ στους εργασιακούς χώρους, την πρόσληψη γιατρών και κυρίως να δημιουργήσει προϋποθέσεις για κινηματική παρέμβαση σχετικά με όλα αυτά. Έτσι, ο κόσμος έβλεπε μία «στιβαρή» κυβέρνηση και μία αμήχανη ή και ανόρεκτη αντιπολίτευση.
- Τα «αμαρτήματα», όμως, του ΣΥΡΙΖΑ δεν σταματάνε στην παραπάνω διαπίστωση. Η διακυβέρνησή του άφησε ισχυρό αποτύπωμα σε μεγάλο τμήμα της κοινωνίας που απογοητεύτηκε αφού το ΟΧΙ του δημοψηφίσματος έγινε ΝΑΙ και η κυβέρνηση της «αριστεράς» εφάρμοσε κι αυτή το δικό της μνημόνιο, για να μην θυμηθούμε και τη συνεργασία με τους ΑΝΕΛ. Ένα μεγάλο τμήμα των ψήφων που έλαβε ο ΣΥΡΙΖΑ στις τελευταίες εκλογές δεν ήταν ψήφος στήριξής του αλλά ψήφος προερχόμενος από τον φόβο επανόδου της ΝΔ. Απόδειξη για αυτό είναι πως σήμερα ο ΣΥΡΙΖΑ βρίσκεται χαμηλά δημοσκοπικά (κοντά στο 24%).
- Δεν θα πρέπει επιπλέον να ξεχνάμε, «ανοίγοντας το πλάνο μας», πως για τριάντα τουλάχιστον χρόνια υφιστάμεθα μία πλύση εγκεφάλου που αφορά τα νεοφιλελεύθερα ιδεολογήματα: για την αξία του ατόμου, την αξία της ιδιωτικής πρωτοβουλίας, τον εξ ορισμού προβληματικό δημόσιο τομέα, την αποτυχία του υπαρκτού σοσιαλισμού, το μη νόημα των συλλογικών αγώνων κ.λπ.. Οι συνειδήσεις χιλιάδων και χιλιάδων ανθρώπων έχουν εμβολιαστεί με όλα αυτά τα ιδεολογήματα εντατικά και ποικιλόμορφα: από κόμματα, από ΜΜΕ, από συστημικούς διανοούμενους. Τα αποτελέσματα είναι ορατά και αποτυπώνονται και στις εκλογικές προτιμήσεις και κυρίως στη στάση ζωής των ανθρώπων. Είναι δεδομένο και από άλλα στοιχεία ότι έχει σημειωθεί μία βαθιά υποχώρηση του κινήματος (π.χ. συνδικαλιστική πυκνότητα) και βαθιά συντηρητικοποίηση των μαζών.
Οι δημοσκοπήσεις αποδεικνύουν ακόμη μερικές πλευρές: α) η δυσαρέσκεια που υπάρχει για διάφορους τομείς της ζωής των ανθρώπων δεν οδηγεί ευθύγραμμα και σε συγκεκριμένες εκλογικές επιλογές, β) ο τρόπος που σκέφτεται ο «μέσος» άνθρωπος απέχει πολύ από τον τρόπο που σκέπτονται οι πρωτοπορίες, γ) υπάρχει σοβαρή διαφοροποίηση στο πώς σκέφτονται οι διαφορετικές ηλικίες.: πιο ριζοσπαστικά οι νέες, πιο συντηρητικά οι μεγαλύτερες (η πανδημία εντείνει αυτό το φαινόμενο).
Για άλλη μία φορά τα τελευταία χρόνια αναδεικνύεται ένα πολιτικό κενό. Κανένα από τα κόμματα της αριστεράς δεν καρπώνεται την όποια δυσαρέσκεια και αυτά δείχνουν να είναι στάσιμα. Στερούνται έμπνευσης, μιας συνεκτικής πρότασης που να συγκινεί, κουβαλάνε πλήθος παθογενειών.
Από τη μια υπάρχει πολύς κόσμος που αναζητά πολιτική διέξοδο, κόσμος που αγωνιά για το μέλλον του και το μέλλον του τόπου. Από την άλλη το αστικό πολιτικό σύστημα έχει απαξιωθεί σε σημαντικό βαθμό. Η συμμετοχή στις εκλογές βρίσκεται κοντά στο 50% και η αδιαφορία ή και το τσουβάλιασμα είναι η άλλη πλευρά του νομίσματος. Για ακόμη μια φορά η ρευστότητα αναδεικνύεται ως μία σημαντική παράμετρος της κοινωνικής συμπεριφοράς και το ερώτημα έρχεται και επανέρχεται πεισματικά: ποιος θα αναλάβει να δώσει απαντήσεις; Πειστικές και ριζοσπαστικές συνάμα;