1

Πόσο βαθιά έχει προχωρήσει η συντηρητικοποίηση της ελληνικής κοινωνίας;

 

του Βασίλη Λιόση*,

αναδ. από την Εφ. τ. Συν.

 

Το αποτέλεσμα είναι σοκαριστικό. Αποτέλεσμα που δεν είχαν προβλέψει ούτε η ΝΔ ούτε οι δημοσκοπικές εταιρείες που ελέγχονται από αυτήν. Είναι σοκαριστικό όχι γιατί κέρδισε η ΝΔ ούτε γιατί καταποντίστηκε ο ΣΥΡΙΖΑ αλλά γιατί το ποσοστό της ΝΔ ανέβηκε έπειτα από μία καταστροφική τετραετία: 37.000 νεκροί από την πανδημία, αύξηση του δημόσιου χρέους σε δυσθεώρητα ύψη, 2,5 εκατομμύρια Ελλήνων βρίσκονται κάτω από το όριο της φτώχιας, πληθωριστική έκρηξη δίχως προηγούμενο, το δυστύχημα-έγκλημα των Τεμπών, τηλεφωνικές παρακολουθήσεις με υπεύθυνο τον ίδιο τον πρωθυπουργό, εμπλοκή παιδοβιαστών σε διάφορες θέσεις, τσιμέντωμα της Ακρόπολης, πλειστηριασμοί πρώτης κατοικίας, απίστευτες δηλώσεις κυβερνητικών στελεχών θράσους (π.χ. Πέτσας: «όποιος δεν προσαρμόζεται πεθαίνει»), μεγάλες κοινωνικές κατηγορίες δυσαρεστημένων όπως π.χ. οι καλλιτέχνες, οι γιατροί, οι εκπαιδευτικοί κ.ά., μισθός που τελειώνει τις πρώτες 18 ημέρες…

Κι όμως! Η εκλογική νίκη της ΝΔ δεν είναι απλώς μία εκλογική νίκη αλλά μία συντριπτική ιδεολογική και πολιτική νίκη. Εκτός, όμως, από τη νίκη της ΝΔ πρέπει να πούμε πως το ακροδεξιό τόξο (Ελληνική Λύση, Νίκη, Κίνημα 21, ΕΑΝ, Εθνική Δημιουργία) συγκέντρωσε 532.000 ψήφους, δηλαδή ποσοστό που έφτασε στο 9%!

Πρόκειται για ένα κοινωνικό σώμα απόλυτα οπισθοδρομικό το οποίο θα χρησιμοποιηθεί και ως δεξαμενή για την αυτοδυναμία της ΝΔ, ενώ δεν πρέπει να ξεχνάμε ότι ένα τμήμα της ακροδεξιάς εκφράζεται και μέσω της ΝΔ αφού υπάρχουν οι Γεωργιάδης, Βορίδης και Πλεύρης. Το βασικό, ωστόσο, δεν είναι οι διαπιστώσεις αλλά η ερμηνεία του αποτελέσματος. Θα λέγαμε πως τα αίτια χωρίζονται σε δυο βασικές κατηγορίες: αίτια που αφορούν την τρέχουσα συγκυρία και αίτια που αφορούν στρατηγικές επιλογές ετών.

Σε κάθε περίπτωση πρέπει να πούμε πως τα φαινόμενα παρακμής της ελληνικής κοινωνίας βοούσαν εδώ και καιρό. Η εκλογή δημάρχων όπως ο Ψινάκης στο παρελθόν ή ο Μπέος στον Βόλο και ο εκλεκτός του Μαρινάκη στον Πειραιά, η ανάδειξη τηλεαστέρων στο πολιτικό προσκήνιο (όπως ο Γεωργούλης που δημόσια δήλωνε πως παζάρευε μία θέση μεταξύ ΣΥΡΙΖΑ και ΝΔ και επέλεξε την καλύτερη προσφορά και μάλιστα εκλέχτηκε στη θέση της Κούνεβα), η εμφάνιση της Χρυσής Αυγής και η άνοδός της και το ποσοστό των ακροδεξιών/νεοναζιστικών δυνάμεων που στις τελευταίες ευρωεκλογές έφτασε το 14%, δεν ήταν απλώς καμπανάκια αλλά συναγερμός που ούρλιαζε εκκωφαντικά.

Και βεβαίως στην παρούσα φάση το μέγιστο παράδειγμα πολιτικού εκφυλισμού δεν είναι άλλο από την εκλογή του Καραμανλή στις Σέρρες και μάλιστα στην πρώτη θέση. Ας μην ξεχνάμε πως μία βδομάδα πριν τις εκλογές σε δημοσκόπηση της PRORATA στην ερώτηση «ποιο κυρίως συναίσθημα σας προκαλεί η προοπτική να κυβερνηθεί η χώρα την επόμενη 4ετία από τη ΝΔ με πρωθυπουργό τον Κυριάκο Μητσοτάκη», το 37% απάντησε «ανακούφιση ή και ελπίδα», ποσοστό κοντά στο πανελλαδικό εκλογικό της αποτέλεσμα. Αυτή είναι η αλήθεια. Βρισκόμαστε εντός ενός κοινωνικού συντηρητικού κύματος που είναι παρατεταμένο, βαθύ και κινείται με ένταση.

 

Α. Ο κόσμος δεν καταλαβαίνει;

Πρώτα από όλα, όσο κι αν μας θυμώνει το αποτέλεσμα, η διαπίστωση περί λαού που αποτελείται από πρόβατα δεν εξηγεί την άνοδο της ΝΔ και πολύ περισσότερο δεν ταρακουνάει κανένα από όσους επέλεξαν να ενισχύσουν τη ΝΔ. Η δημιουργία συνειδησιακών ρωγμών και προβληματισμού δεν έγινε ποτέ με καταχέριασμα του κοινωνικού υποκειμένου. Πρόκειται για μία μικροαστική, φιλοαναρχική και εν τέλει αδιέξοδη και απολύτως ατελέσφορη τακτική. Αν θέλουμε, λοιπόν, να διεισδύσουν τα αναλυτικά εργαλεία μας χειρουργικά και σε βάθος ας ξεχάσουμε τις εύπεπτες διαπιστώσεις και τις συναισθηματικές εξάρσεις που μπορεί να είναι ανθρώπινες αλλά δεν βοηθάνε να δούμε την αλήθεια. Η ανάλυση των αποτελεσμάτων δεν μπορεί παρά να είναι πολυπαραγοντική και να αποτελείται από ένα πλέγμα αιτιών συνδεδεμένων μεταξύ τους.

Ο καταλογισμός ευθυνών στον κόσμο ένα πράγμα δείχνει: τη μη κατανόηση των μηχανισμών διαμόρφωσης συνείδησης και στάσεων ζωής. Το πώς το σύστημα διαμορφώνει χειραγωγούμενες συνειδήσεις. Πώς το θύμα πείθεται να συνταχθεί με τον θύτη. Και πρόκειται για μηχανισμούς πολυπλόκαμους κι εν πολλοίς επιστημονικά στημένους. Αν οι κοινωνικές και πολιτικές πρωτοπορίες εισέλθουν σε μία διαδικασία αφ’ υψηλού θεωρήσεων και ελιτίστικων συμπεριφορών, τότε αυτομάτως ο προσδιορισμός της πρωτοπορίας χάνεται. Οι από καθέδρας δασκαλίστικες νουθεσίες προς την «πλέμπα» δεν έχουν σχέση ούτε με την επαναστατική πολιτική ούτε με την ηθική των επαναστατών (ας θυμηθούμε τις αλήστου μνήμης προτροπές της ηγεσίας του ΚΚΕ «να διορθώσει ο λαός την ψήφο του»).

 

Β. Η κύρια ευθύνη στον ΣΥΡΙΖΑ

Κατ’ αρχάς ο πλέον σημαντικός παράγοντας για την άνοδο της ΝΔ είναι αναμφισβήτητα η κυβερνητική τετραετία του ΣΥΡΙΖΑ και η ανύπαρκτη επί της ουσίας αντιπολίτευση που άσκησε τα χρόνια διακυβέρνησης της ΝΔ. Το ΟΧΙ του δημοψηφίσματος που έγινε ΝΑΙ, η εφαρμογή νέου μνημονίου, η αθέτηση υποσχέσεων (ούτε τον ΕΝΦΙΑ δεν κατήργησε), η υπερφορολόγηση των μεσαίων στρωμάτων, οι απαράδεκτες υποχωρήσεις απέναντι στην τρόικα, η συμμαχία του με το ακροδεξιό κόμμα των ΑΝΕΛ, η συμφωνία επέκτασης της συμφωνίας των αμερικανικών βάσεων, το τσάκισμα του ασφαλιστικού, ο νόμος Αχτσιόγλου για τις απεργίες, η αντιπολίτευση που είδαμε επί τέσσερα χρόνια που δεν ήταν παρά άσφαιρες τουφεκιές, η διεύρυνσή του με την «κεντροδεξιά» (βλέπε Αντώναρος), όλα αυτά αποτέλεσαν μία «θαυμάσια» πολιτική για την (παραπέρα) συντηρητικοποίηση του κόσμου και για την ανάσχεση των ρευμάτων ριζοσπαστικοποίησης που εμφανίστηκαν τα πρώτα μνημονιακά χρόνια. Από αυτή την άποψη ο ΣΥΡΙΖΑ έκανε όλη τη «βρομοδουλειά» και η ΝΔ, η ελληνική αστική τάξη και ο ιμπεριαλισμός πρέπει να τον ευγνωμονούν. Και είναι σίγουρο πως και οι τρεις αυτοί πόλοι έχοντας βαθιά επίγνωση των ταξικών τους συμφερόντων έτριβαν και τρίβουν τα χέρια τους με αυτόν τον ΣΥΡΙΖΑ. Ο ΣΥΡΙΖΑ αν δεν υπήρχε θα έπρεπε να τον εφεύρουν.

Η κατάληξη του ΣΥΡΙΖΑ δεν θα μπορούσε να είναι διαφορετική λόγω της ιδεολογικοπολιτικής του φύσης: επρόκειτο και πρόκειται για μία ευρωλάγνα, φιλοατλαντική, αρχηγική, σοσιαλδημοκρατική (χωρίς μάλιστα να σχετίζεται ούτε καν με αυτή τη μεταπολεμική ευρωπαϊκή σοσιαλδημοκρατία) και απολύτως συστημική πολιτική δύναμη που ουδέποτε απέκτησε «πόδια» στο λαϊκό κίνημα. Η κοινωνικοταξική σύνθεση της οργανωμένης βάσης του ήταν κατά κύριο λόγο μικροαστική (η σύνθεση των ψηφοφόρων του είναι μία άλλη ιστορία). Ανύπαρκτος στο φοιτητικό και νεολαιίστικο κίνημα, εξαιρετικά αδύναμος στο εργατικό κίνημα, ισχνή παρουσία σε κάθε κοινωνική συσπείρωση και συλλογικότητα. Ανεξάρτητα από το αν θα ήθελε να δυναμώσει σε όλα αυτά τα πεδία, το κυριότερο είναι πως δεν μπορούσε και δεν μπορεί λόγω της φύσης του.

Όταν μία δύναμη που διεκδικεί τον τίτλο της ριζοσπαστικής συλλογικότητας στρογγυλεύει τις γωνίες, απεμπολεί τα όποια στοιχεία στον αριστερό της λόγο και κυρίως στην πράξη εφαρμόζει ένα διαχειριστικό μείγμα δίχως ρήξεις, τότε με μαθηματική ακρίβεια οδηγεί το πλήθος στο «πρωτότυπο» που εν προκειμένω είναι η ΝΔ και το ΠΑΣΟΚ. Αυτό έχει αποδειχτεί κατ’ επανάληψη. Η πολιτική ΣΥΡΙΖΑ είχε μία τραγική κατάληξη: έπεισε τον κόσμο ότι δεν υπάρχει εναλλακτική. Το ΤΙΝΑ της Θάτσερ μπήκε από το παράθυρο. Η ευρωπαϊκή εμπειρία με τη σοσιαλδημοκρατία που έχει εμπεδώσει πλήρως τη νεοφιλελεύθερη ιδεολογία και πολιτική έχει αδυνατίσει τις διαχωριστικές γραμμές. Αυτές υπάρχουν αντικειμενικά και θα υπάρχουν όσο υπάρχουν τάξεις και οι μεταξύ τους αντιθέσεις αλλά στα μυαλά των ανθρώπων είτε ξεθωριάζουν είτε εξαφανίζονται. Είναι χαρακτηριστικό σε μία σειρά ερευνών πως μεγάλο τμήμα των ανθρώπων απαντά ότι οι διακρίσεις αριστεράς-δεξιάς στερούνται νοήματος.

Προς αποφυγή παρεξηγήσεων δεν θεωρούμε πως ΝΔ και ΣΥΡΙΖΑ είναι το ίδιο και το αυτό. Ακολουθούν μείγματα πολιτικής σε ελαφρώς διαφορετικές αναλογίες στα συστατικά τους, έχουν άλλη ρητορική αλλά κυρίως διαφορετική κοινωνική βάση. Αυτό θέτει προβληματισμούς για το ζήτημα της τακτικής απέναντι στον ΣΥΡΙΖΑ αλλά σε κάθε περίπτωση δεν πρέπει να ξεχνάμε και να επισημαίνουμε ότι σε βασικές στρατηγικές επιλογές του ο ΣΥΡΙΖΑ δεν διαφοροποιείται από τη ΝΔ.

 

Γ. Η μάχη των ιδεών

Ένας δεύτερος λόγος της ανόδου της ΝΔ είναι ότι οι νεοφιλελεύθερες ιδέες έχουν δουλευτεί για ολόκληρες δεκαετίες στα πανεπιστήμια, στα ΜΜΕ, εντός κομμάτων και έξω από αυτά. Στη μάχη των ιδεών ο νεοφιλελευθερισμός (δηλαδή η σύγχρονη μορφή διαχείρισης του καπιταλισμού) έχει σημειώσει μεγάλη νίκη. Ο κόσμος σε μεγάλο βαθμό έχει πειστεί για την αξιολόγηση, για την άρση μονιμότητας στο δημόσιο, για τις ιδιωτικοποιήσεις, για την ατομική ευθύνη. Έχει πειστεί, επίσης, για την αξία του ατομικού έναντι του συλλογικού πράγμα που συμβάλει στη γενικότερη αποστράτευση. Ασφαλώς σε όλα αυτά συνέβαλε και η ήττα του κομμουνιστικού μπλοκ και ό,τι συνέβη μετά το 1989. Η νίκη του ατομικού επί του συλλογικού δουλεύτηκε με τα θατσερικά αποφθέγματα «δεν υπάρχει κοινωνία μόνο άτομα» και εκφράζεται με την υποχώρηση των κοινωνικών αγώνων, με τη μικρή συνδικαλιστική πυκνότητα κ.ά..

Όποιος αναρωτιέται για το πώς έχει γίνει αυτή η σε βάθος ιδεολογική δουλειά δεν έχει παρά να δει τους τρόπους που πραγματοποιήθηκε, αρχής γενομένης της Αμερικής με χρηματοδοτούμενα ιδρύματα, πανεπιστήμια κ.λπ.. Το βιβλίο του Ντέιβιντ Χάρβει για τον νεοφιλελευθερισμό είναι διαφωτιστικό. Ο νεοφιλελευθερισμός συνοδεύεται και από τον νεοσυντηρητισμό που δίνει πλέον παρόν σε όλη την υφήλιο. Στα δημοσκοπικά ευρήματα διαφόρων ερευνών κάποια αποτελέσματα μπορεί και να μας αφήσουν άφωνους. Για παράδειγμα στην έρευνα της εταιρείας ΕΤΕΡΟΝ το 13% των ερωτώμενων απαντά ότι «συμφωνεί ή μάλλον συμφωνεί» πως «η δικτατορία είναι προτιμότερη της δημοκρατίας» (προφανώς δεν εννοεί τη δικτατορία του προλεταριάτου).

Αυτό εν πολλοίς συνδέεται και με την εντατική ιστορική αναθεώρηση που λαμβάνει χώρα τα τελευταία χρόνια: δημοσιολόγοι, αρθρογραφία, βιβλία κ.λπ. έχουν κάνει τη δουλειά τους και σε αυτόν τον τομέα. Αξιοπρόσεκτα είναι ακόμη τα ευρήματα σε έρευνα της Opinion Poll που διενεργήθη σε σώμα νέων ανθρώπων. Οι νέοι δηλώνουν σε αρκετά υψηλά ποσοστά την εμπιστοσύνη τους σε στρατό, εκκλησία, δικαιοσύνη, Ευρωπαϊκή Ένωση και αστυνομία. Μπορεί σε κάποια από αυτά η εμπιστοσύνη να μην υπερβαίνει το 50%, αλλά δεν πρέπει να ξεχνάμε ότι δεν πρόκειται για συνταξιούχους αλλά για νέα παιδιά που είθισται διαχρονικά να αμφισβητούν με τον ένα ή άλλο τρόπο την καθεστηκυία τάξη.

 

Δ. Και μια κάπως υποτιμημένη, αλλά πιθανώς καθόλου ασήμαντη παράμετρος

Στη μάχη των ιδεών εντάσσεται σίγουρα και ο ρόλος των ΜΜΕ και των Μέσων Κοινωνικής Δικτύωσης. Δεν έχει εκτιμηθεί αν και σε τι βαθμό επηρεάζουν τις συνειδήσεις και τη στάση ζωής των ανθρώπων, τα στημένα δελτία ειδήσεων από τα καλοταϊσμένα κανάλια, οι πολιτικές συζητήσεις που δεν θίγουν την ουσία των προβλημάτων αλλά στέκονται στην επιφάνεια, οι δημοσκοπικές εταιρείες που με τον τρόπο τους διαμορφώνουν άποψη, οι ανάλαφρες εκπομπές των πρωινάδικων και μεσημεριανάδικων, τα τηλερεάλιτι ακόμη και τα «αθώα» τηλεπαιχνίδια τύπου «αδύναμος κρίκος» και «deal», ακόμη ακόμη και οι διαφημίσεις.

Δεν έχει αποτιμηθεί πόσο επηρεάζει τη συνείδηση το fb, το tik tok και όλα τα συναφή. Δεν έχει αποτιμηθεί η μικρή κυκλοφορία των εφημερίδων και των πολιτικών βιβλίων και θεωρητικών περιοδικών. Ο κόσμος στην πλειονότητά του ενημερώνεται με τίτλους και πιασάρικα σλόγκαν. Εδώ είναι που απαιτείται μία σοβαρή επιστημονική ανάλυση από κοινωνιολόγους, ψυχολόγους, δημοσιολόγους, στατιστικολόγους κ.ά. που πιθανώς θα μας αποκαλύψει πραγματικότητες που δεν φανταζόμαστε. Για παράδειγμα, η υπερπροβολή μέσω του fb και άλλων μέσων μπορεί να δημιουργεί ή να ενισχύει έναν αρρωστημένο ναρκισσισμό που δεν βοηθά στην προώθηση συλλογικών αξιών αλλά στην ενίσχυση της ατομικότητας.

 

Ε. Η υλική βάση

Ωστόσο, η μάχη των ιδεών δεν μπορεί από μόνη της να δώσει την εξήγηση αφού πρέπει να αναζητηθούν τα υλικά κίνητρα μιας εκλογικής συμπεριφοράς. Και ποια είναι αυτά τα υλικά κίνητρα όταν εκτιμάται πως ο κόσμος είναι ιδιαίτερα πιεσμένος οικονομικά; Από ό,τι φαίνεται στην τετραετία της ΝΔ η αστική τάξη αύξησε τα κέρδη της αλλά ως γνωστό ποσοστιαία πρόκειται για ένα μικρό τμήμα του ελληνικού λαού (γύρω στο 5%). Υπάρχουν, επίσης, ευρέα μεσαία στρώματα (γύρω στο 35%) εκ των οποίων σημαντικά τμήματα καταφέρνουν όχι απλώς να επιβιώσουν αλλά και να έχουν το κάτι παραπάνω.

Ο τουρισμός είναι μία πολύ ενδεικτική περίπτωση που συνοδεύεται και από νέα φαινόμενα (βλέπε Airbnb). Ειδικά το Airbnb μετασχηματίζει την ταξική θέση ενός εργάτη, αν υποθέσουμε ότι αυτό το ζήτημα αφορά και εργατικά τμήματα. Η ανάλυση των exit poll έχει να μας πει πολλά. Συγκεκριμένα έδειξε: α) ότι ένα ποσοστό της τάξης του 10% μετακινήθηκε από τον ΣΥΡΙΖΑ στη ΝΔ, β) αυτό το 10% περιέχει τρεις βασικές κατηγορίες ανθρώπων, αυτούς που πήραν επιδόματα, αυτούς που ζουν σε τουριστικές περιοχές και τους συνταξιούχους στους οποίους διευθετήθηκε το ζήτημα των εκκρεμών συντάξεων, γ) τέλος όσον αφορά τους ελεύθερους επαγγελματίες σχεδόν το 55% ψήφισε ΝΔ. Τα παραπάνω στοιχεία μιλάνε από μόνα τους.

Επιβεβαιώνονται, λοιπόν, οι υποψίες. Η επιδοματική πολιτική Μητσοτάκη εν μέσω πανδημίας και μετά από αυτήν δημιούργησε ένα κλίμα σχετικής ασφάλειας ίσως κι ευγνωμοσύνης απέναντι στη ΝΔ. Δεν εξετάζουμε σε αυτό το σημείο αν τα επιδόματα ήταν τέτοια που προσέφεραν ουσιαστική οικονομική ανακούφιση (που ασφαλώς δεν ήταν ουσιαστική) αλλά τι εντυπώσεις και τι συνειδήσεις δημιούργησαν. Κι όταν το λαϊκό κίνημα βρίσκεται σε ένα παρατεταμένο τέλμα, οι θετικές απόψεις για την επιδοματική πολιτική κερδίζουν έδαφος και από ό,τι φαίνεται εντυπωσιακό έδαφος. Οι παραπάνω διαπιστώσεις δεν αφορούν μόνο τα μεσαία στρώματα αλλά αναμφίβολα και την εργατική τάξη, την πολυπληθέστερη κατηγορία της ελληνικής κοινωνίας. Τα κάθε είδους κουπόνια για τρόφιμα, για βενζίνη, για αγορά ηλεκτρικών συσκευών κι επιδοτήσεις την περίοδο της καραντίνας, φαίνεται ότι λειτούργησαν και μάλιστα με ιδιαίτερα αποτελεσματικό τρόπο.

Δεν πρέπει, επίσης, να παραβλεφτεί το γεγονός ότι μία τεράστια μάζα ανθρώπων που υπολογίζεται στο μισό εκατομμύρια έφυγε μετά την κρίση από την Ελλάδα, απογοητευμένο και απελπισμένο από την οικονομική κατάσταση στη χώρα. Επομένως, μπορούμε να πούμε ότι κατά πάσα πιθανότητα η ΝΔ απαλλάχτηκε από μία κρίσιμη μάζα λύνοντας έτσι όχι μόνο το εκλογικό πρόβλημα που τυχόν θα αντιμετώπιζε αλλά κι εν μέρει το οικονομικό πρόβλημα της Ελλάδας όσον αφορά την ανεργία και την υποαπασχόληση. Και δεν πρέπει ασφαλώς να ξεχνάμε πως πάγια τακτική των μεταπολιτευτικών κυβερνήσεων ήταν η εξυπηρέτηση των ημέτερων με την εξασφάλιση μιας δουλειάς στον δημόσιο τομέα, με αναθέσεις έργων, με την εκμετάλλευση ευρωπαϊκών προγραμμάτων (η αριστερά έχει ξεχάσει πλέον να μιλάει για τον «ευρωλιγουρισμό») κ.λπ.. Η ΝΔ των τελευταίων ετών δεν ξέφυγε φυσικά από αυτή την τακτική. Το συμπέρασμα είναι πως ένα σημαντικό τμήμα από ό,τι φαίνεται σιτίστηκε από την πολιτική της ΝΔ με τον ένα ή άλλο τρόπο.

 

ΣΤ. Τα εκλογικά αποτελέσματα ως αντίδραση φόβου

Η ΝΔ «έπαιξε» πολύ με το ζήτημα της σταθερότητας απευθυνόμενη στα πιο συντηρητικά αντανακλαστικά της κοινωνίας. Έχει αποδειχτεί πως συχνά μετά από κινηματικές εξάρσεις ακολουθούν συντηρητικά αποτελέσματα. Ας δούμε μερικά παραδείγματα. Τη δεκαετία του 1960 στις ΗΠΑ υπήρξαν τεράστιες αντικυβερνητικές και φιλειρηνικές διαδηλώσεις που αφορούσαν τον πόλεμο του Βιετνάμ. Ακολούθησε η εκλογή του ρεπουμπλικάνου Νίξον. Μετά τον γαλλικό Μάη του 1968 που έγραψε ιστορία που τη συζητάμε μέχρι και σήμερα, ακολούθησε η εκλογική νίκη του Ντε Γκολ. Τα προηγούμενα χρόνια ήταν αξιοσημείωτες οι κινητοποιήσεις στη Γαλλία με τα Κίτρινα Γιλέκα κι όμως αυτός που κέρδισε τις εκλογές ήταν ο Μακρόν. Το 1973 έγινε η εξέγερση του Πολυτεχνείου και το 1974 ο Καραμανλής κέρδισε τις εκλογές με 54% και τώρα ενώ οι δημοσκοπικές εταιρείες εκτίμησαν ότι 2,5 εκατομμύρια Ελλήνων πήραν μέρος στις κινητοποιήσεις για τα Τέμπη, η ΝΔ κατήγαγε μία συντριπτική νίκη.

Θα μπορούσε κάποιος να εκτιμήσει πως όλα αυτά τα παραδείγματα, ουκ ολίγα, είναι η απόρροια της ανασφάλειας που νιώθει το πιο συντηρητικό και το πιο καθυστερημένο πολιτικά κομμάτι της κοινωνίας που μέσω των εκλογών θέλει να ανασχέσει το όποιο ρεύμα ριζοσπαστισμού. Ο φόβος ή η απαίτηση για «σταθερότητα» πήγε αγκαζέ και με τη βία που από ό,τι φάνηκε ασκήθηκε στους εργασιακούς χώρους. Το βίντεο με τον επιχειρηματία που δίπλα στον Άδωνι Γεωργιάδη συστήνει με αυταρχικό ύφος στους εργαζόμενους της επιχείρησης να στηρίξουν τη ΝΔ είναι αρκετά ενδεικτικό.

 

Ζ. Η παγκόσμια τάξη

Η εκλογική συμπεριφορά στα καθ’ ημάς είναι, εκτός των άλλων, και αντανάκλαση μιας παγκόσμιας τάσης συντηρητικοποίησης και έντονων φαινομένων παρακμής. Το «φαινόμενο» Τραμπ, η εκλογή της Μελόνι, οι κυβερνήσεις τύπου Όρμπαν στην Ευρώπη, η παρουσία ακροδεξιών και νεοναζιστικών μορφωμάτων στα ευρωπαϊκά και κοινοβούλια αλλά και στον δρόμο, δεν είναι μία γυάλα που λειτουργεί εκτός ελληνικής πραγματικότητας. Κατά τη γνώμη μας δεν πρόκειται για μία αυθόρμητη κίνηση των μαζών αλλά έχει προκληθεί στοχευμένα και μεθοδικά. Πρόκειται για μία παγκόσμια στρατηγική επιλογή του κεφαλαίου που βλέπει τις πιο σκοτεινές πολιτικές δυνάμεις είτε στον ρόλο του μακριού χεριού του συστήματος στον ρόλο του τραμπούκου είτε ως κυβερνητική εναλλακτική.

Η μεθοδευμένη συντηρητικοποίηση που επιτυγχάνεται συχνά πυκνά με την κατασκευή φαντασιακών εχθρών όπως οι πρόσφυγες και οι μετανάστες, διαμορφώνει μία μάζα ανθρώπων συχνά φανατικών, αμόρφωτων ή ημιμαθών που υιοθετούν έναν ανορθολογικό τρόπο σκέψης κι έπειτα το φαινόμενο μοιάζει να είναι ή και όντως είναι αυθόρμητο. Πολλές φορές αποκτάει και κινηματικά χαρακτηριστικά (η ιστορική εμπειρία του μεσοπολέμου στη Γερμανία είναι το πλέον διαφωτιστικό παράδειγμα).

 

Η. Εχει ευθύνες η κομμουνιστική και ριζοσπαστική αριστερά;

Πρόκειται για ένα κρίσιμο ερώτημα και η απάντηση ελλοχεύει κινδύνους. Κινδύνους που έχουν να κάνουν με μία διάθεση αυτομαστιγώματος και μάλιστα ανώφελου. Οι πολιτικές της κομμουνιστικής και ριζοσπαστικής αριστεράς θα ήταν υπερβολή να ισχυριστούμε ότι δημιουργούν συντηρητικές συνειδήσεις παρά μόνο ότι δημιουργούν ένα σώμα κοινωνικών αγωνιστών που αδυνατούν ή δυσκολεύονται να πιάσουν τον παλμό του κόσμου. Υπάρχει ευθύνη στις δυνάμεις της κομμουνιστικής και ριζοσπαστικής αριστεράς για το ότι δεν δημιουργούν προϋποθέσεις κοινωνικής ριζοσπαστικοποίησης, τέτοιας που να αποκρυσταλλωθεί σε σχετικά μόνιμα και μετρήσιμα αποτελέσματα και όχι σε τυφλές και ρευστές εξεγέρσεις και κινηματικές εξάρσεις.

Αυτό που έχουμε ανάγκη είναι μία συνολική ανασυγκρότηση του κομμουνιστικού και ριζοσπαστικού αριστερού κινήματος. Να απαλλαγούμε από μεσοβέζικες θέσεις, από τη γραφειοκρατία, από τον καρκίνο του σεχταρισμού, από τον δικαιωματισμό, από μία έλλειψη κουλτούρας συντροφικής συζήτησης που πολλές φορές καταλήγει στην ανθρωποφαγία, από δογματικές θέσεις που αντανακλώνται στην καθημερινή πολιτική. Η αριστερά πρέπει να μιλήσει για τα μεγάλα στρατηγικά ζητήματα αλλά και για τα καθημερινά προβλήματα. Όσον αφορά τα τελευταία (τα καθημερινά προβλήματα) η αριστερά είναι υποχρεωμένη να βρει μία κοινή γλώσσα και ένα κοινό βηματισμό και να μην χαρίσει τα φλέγοντα ζητήματα στην ακροδεξιά (όπως π.χ. το ζήτημα της εθνικής ανεξαρτησίας).

Η ζοφερή κατάσταση που έχει διαμορφωθεί δεν ανατρέπεται μόνο με αναλύσεις ακόμη κι αν αυτές είναι σωστές. Απαιτείται συγκεκριμένο σχέδιο πολιτικών και κοινωνικών συμμαχιών και συσσωματώσεων, μελετημένη παρέμβαση στο λαϊκό κίνημα, νέες πρωτότυπες μορφές προπαγάνδας και πολλά ακόμη που αν δεν ξεκινήσει η συζήτηση απλώς θα μένουν σχέδια επί χάρτου. Οι φωτογραφίες με τα γουρλωμένα μάτια του Μητσοτάκη, τα συνθήματα Μητσοτάκη γαμ…, τα κοροϊδευτικά σχόλια στο fb δεν μπορούν επ’ ουδενί να αποτελέσουν ουσιαστική κριτική ούτε πολύ περισσότερο πολιτική πρόταση. Την αλήθεια πρέπει να την κοιτάξουμε κατάματα και χωρίς ωραιοποιήσεις.

Υ.Γ.: Στις κατά καιρούς δημοσκοπήσεις μπορεί κάποιος να εντοπίσει και ενθαρρυντικά ευρήματα όπως για παράδειγμα διακριτές αντικαπιταλιστικές διαθέσεις ή θετικές τοποθετήσεις στις έννοιες του κομμουνισμού και του σοσιαλισμού. Εντούτοις, αυτές οι καταγεγραμμένες τάσεις δεν αποτυπώθηκαν ή αποτυπώθηκαν ελάχιστα στο εκλογικό αποτέλεσμα. Πάντως, ας κρατήσουμε και αυτή τη διάσταση που μπορεί να είναι ελπιδοφόρα για το μέλλον όχι ως ένεση τεχνητής αισιοδοξίας αλλά ως μία υπαρκτή πραγματικότητα.

 

* Εκπαιδευτικός-συγγραφέας